traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.344
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Πρωί-πρωί με τη δροσούλα φεύγουμε για τον επόμενο προορισμό μας, το μοναστήρι Tengboche στα 3.860 μέτρα. Η διαδρομή θα κρατούσε σχεδόν όλη τη μέρα. Ευλογούσαμε την τύχη μας που μείναμε στον ψηλότερο ξενώνα του χωριού, γιατί το μονοπάτι συνέχιζε από εκεί και δεν είχαμε όλη εκείνη την ανηφόρα μέσα στα χαράματα. Σε 2 λεπτά είμασταν έξω από το χωριό και ακολουθούσαμε ένα θαυμάσιο μονοπάτι, σχεδόν ίσιο που ακολουθούσε την κοιλάδα και πήγαινε παράλληλα με το ορμητικό ποτάμι κάτω, που σχεδόν ούτε που φαινότανε, τόσο ψηλά είμασταν.
Στο δρόμο συναντήσαμε αρκετά γιακ και ανθρώπους που κουβαλούσανε πράγματα. Οι πλαγιές γύρω ήταν χιονισμένες, το μονοπάτι όμως ήταν καθαρό, οπότε προχωρούσαμε άνετα και κάναμε και πλάκα.
Κάθε πεντακόσια μέτρα περίπου είχε και από ένα τσορτέν ( κάτι σαν βουδιστικό ιερό - αντίστοιχο με τσ δικά μας τα ξωκλήσια), στολισμένο με βουδιστικές σημαίες και περιτοιχιζόμενο από χαμηλές μάντρες μάνι, δηλαδή μαντρότοιχους γεμάτους με ωραίες πέτρες που είχαν επάνω σκαλισμένες διάφορες ευχές.
Ο αρχηγός μας έλεγε διάφορα και είχα εκπλαγεί από τις γνώσεις του, μας μιλούσε για τις κορφές των Ιμαλαίων, για το φοβερό Γέτι - τον Χιονάνθρωπο δηλαδή - για δοξασίες και θρύλους των Σέρπα, για τη σπάνια λεοπάρδαλη των χιονιών.
Στον αντίποδα ο οδηγός τραγουδούσε. Περπατούσε και τραγουδούσε.
Α, ξέχασα να πω ότι το πρωί, αυτοί οι δύο είχαν μια έντονη συζήτηση γιατί ο οδηγός ήθελε να κόψει μια διανυκτέρευση και να γυρίσουμε στη Λούκλα νωρίτερα, αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος. Πέσαμε και μεις από δίπλα και του λέμε ότι δεν είναι δυνατόν να γυρίσουμε πιο νωρίς και να διακινδυνέψουμε την υγεία μας.
Τέλος πάντων, από κουβέντες που κάναμε με άλλους ξένους, διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι οδηγοί βουνού είναι έτσι, γιατί λόγω του πολέμου δεν υπάρχουν δουλειές και ο κάθε άσχετος πάει και γίνεται οδηγός, χωρίς να του αρέσει η δουλειά αυτή και χωρίς να ενδιαφέρεται.
Έτσι και ο δικός μας. Μεράκλωνε και άρχιζε τους λαρυγγισμούς και τις τσιρίδες μέσα στην ησυχία του βουνού. Να ξυπνήσει ο χιονάνθρωπος να του πω εγώ.
Στο μεταξύ, τα βουνά γύρω μας ψήλωναν και ένα ιδιαίτερα, τιναζόταν στον ουρανό, κατάλευκο, φοβερό και απειλητικό. Ήταν το τρομερό Ama Dablam που έχει ύψος 6.812 μέτρα. Όλη τη μέρα περπατούσαμε με μπακγκράουντ αυτό το βουνό. Από την απέναντι μεριά της κοιλάδας αχνοφαινόταν κάτι μακρινές στέγες, θάταν καμιά 7-8 χιλιόμετρα μακριά. Είναι το Tengboche, εκεί που θα μέναμε το βράδυ. Ε δεν φαινόταν και τόσο μακριά.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι άρχισε να κατηφορίζει και άρχισα να ανθίζομαι τη μαύρη μοίρα που μας περίμενε: Θα κατεβαίναμε κανένα χιλιόμετρο κάτω και μετά από την απέναντι μεριά θα το ξαναανεβαίναμε.
Λογικό, γιατί οι γέφυρες χτίζονται χαμηλά για να ενώσουν το στενότερο κομάτι του ποταμού, δεν θα χτίζανε κοιλαδογέφυρα στα υψόμετρα, σαν τις αουτοστράντες της Ιταλίας.
Όσο πιο απότομη ήταν η κατηφόρα, τόσο καταλαβαίναμε πόσο απότομη θα ήταν η ανηφόρα απέναντι.
Άρχισε η νεοελληνική γκρίνια: Δεν θα μπορούσαν να βάλουν συρματόσχοινα και να περνάνε με καρέκλες σαν αυτές του σκι? Μα γιατί έχτισαν το μοναστήρι τόσο ψηλά? Στα ερωτήματα μας ( στην Ελληνική), ο οδηγός ανέβαζε την ένταση και οι τσιρίδες έγιναν σπαραχτικά ουρλιαχτά σε μια γλώσσα ακατάληπτη.
Θεέ μου τι ηχορύπανση!
Και εκεί που έκανε κρύο - να φανταστείτε με το κρύο και ιδρώναμε - μόλις περάσαμε τη γέφυρα, έβγαλε ήλιο. Υπέροχα, τώρα θα σκάσουμε ομαδικώς υπό του ήχους της νεπαλέζας Μπεζαντάκου, που χαμπάρι δεν έπαιρνε, α! αυτό να του το αναγνωρίσω, άντεχε πιο πολύ από όλους μας.
Οι αχθοφόροι στο μεταξύ από πίσω. Σιωπηλοί μάρτυρες.
Αυτή η ανηφόρα πολύ μας παίδεψε. Ο ιδρώτας να κυλάει ποτάμι, κάθε λίγο να κάνουμε στην άκρη γιατί κατέβαιναν τα γιακ με ορμή, πάλι καλά που είχε αιωνόβιο δάσος και είχαμε και σκιά.
Με τα πολλά φτάνουμε στο μοναστήρι. Τρέχει ο αρχηγός να προλάβει να πάρει τα δωμάτια, γιατί με τον άλλον θα καταλήγαμε να καθαρίζουμε κρεμμύδια στην κουζίνα. Ά δεν έχει.
Τι δεν έχει?
Δωμάτια. Δεν έχει.
Γιατί καλέ?
Να δεις θα τον ξέρουν τον δικό μας, θα ξέρουν και τι παράφωνες κορώνες βγάζει, και μας λένε ψέματα για να μη μείνουμε εδώ.
Τι έχει γίνει τώρα: Είχε μια κορεάτικη αποστολή που έκανε προπόνηση στα μονοπάτια και χάθηκε ένας απ'αυτούς και οι άλλοι τον έψαχναν και δεν θα φεύγανε χωρίς αυτόν. Οπότε ενώ ήταν για να φύγουν, τελικά θα έμεναν.
Και τώρα? ο αρχηγός ούτε που κάθησε να συνενοηθεί με τον καλλιτέχνη. Τα σακίδια και δρόμο. Θα πάμε λίγο πιο κάτω στο Deboche σε ένα ξενώνα που ξέρει.
Μπρος μαρς.
Πάμε και μεις. Ενα-δύο, εν- δυό.
Η διαδρομή ήταν μικρή, κανένα μισάωρο. Άρχισε όμως να χιονίζει. Τελικά το χιόνι δεν το γλυτώσαμε. Περάσαμε μέσα από ένα υπέροχο δάσος με ροδόδενδρα, που την εποχή τους θα πρέπει να είναι θαύμα και φτάσαμε στον ξενώνα, έξω από ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι.
Τώρα να σας πω ότι μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι στο Βουδισμό υπήρχαν και γυναικεία μοναστήρια? Τι να κάνουμε, το έμαθα κιαυτό.
Μπαίνουμε μέσα, βγάζουμε άρβυλα - τι μπόχα Θεέ μου! - πλενόμαστε και την πέφτουμε για ξεκούραση. Έξω να ρίχνει το χιόνι της αρκούδας και μεις στεγνώναμε τις κάλτσες στη σόμπα, στο κέντρο της τραπεζαρίας. Ο δικός μας σταμάτησε το τραγούδι γιατί έπεσε με τα μούτρα στο φαί, ούτε που νοιάστηκε αν σερβιριστήκαμε. Φάε, φάε καλό μου, να έχεις δύναμη αύριο να μας τραγουδάς.
Ο αρχηγός αφού φρόντισε να φάνε οι αχθοφόροι, άρχισε να μας σερβίρει σούπα και μετά κινέζικο chop-sway. Πωπω, βάλσαμο με τέτοια πείνα που είχα! Που να φανταζόμουνα τι θα με περίμενε πιο πάνω με τα υψόμετρα και τι λιμοκτονία θα περνούσα.
Που λέτε, κάτι που δεν ανέφερα για το υψόμετρο, είναι ότι αν πάθεις την περιβόητη ασθένεια και τα συμπτώματα είναι ήπια, πρέπει απλά να ξεκουραστείς και να πίνεις πολύ νερό. Αν όμως τα συμπτώματα αγριέψουν, θα πρέπει να κατέβεις το συντομότερο πιο χαμηλά. Τα συνήθη συμπτώματα είναι πονοκέφαλος, ανορεξία και ναυτία, αν όμως χειροτερέψουν τα πράγματα, τότε έρχονται εφιάλτες, παραισθήσεις, απώλεια μνήμης και τέλος ο θάνατος, συνήθως από πνευμονικό οίδημα, ή εγκεφαλικό. Το προληπτικό φάρμακο είναι χαπάκια ακεταλοζαμίδης, που μετριάζουν μεν τα συμπτώματα, αλλά μπορεί να αποβούν επικίνδυνα, γιατί καλύπτουν την κατάσταση και δεν ξέρεις αν είναι σοβαρά τα πράγματα ή όχι, έτσι ώστε να φυλαχτείς και να κατέβεις χαμηλότερα.
Ο αρχηγός μας απαγόρεψε να πάρουμε χάπια και μας είπε ότι μόλις κάποιος νιώσει κάπως περίεργα, να τον ενημερώσει αμέσως.
Χρωστάμε πολλά σε εκείνο το παιδί - η lullu μάλιστα μου είπε ότι τον ξέρει.
Στο μεταξύ άρχισαν οι συγκρούσεις: Γιατί αυτοί πήραν δωμάτιο μπροστά και μεις πίσω, γιατί τρως πολύ, δεν βλέπεις τους άλλους πως κρατιούνται?
Άμα έτρωγε λίγο, φάε! πρέπει να έχεις δυνάμεις!
Άρχισαν και τα πολιτικά/υπαρξιακά/καλλιτεχνικά, εμένα μου αρέσει ο Κότσιρας, α όοοχι, εμένα μου αρέσει ο Χατζηγιάννης και στο τέλος έγινε της τρελής. Τελικά είμαστε περίεργος λαός. Λες και το μπροστά δωμάτιο έιχε καλύτερη θέα από το πίσω, όλα τα δωμάτια έβλεπαν σε βουνά και με το χιόνι που έριχνε, ούτε καν εκεί.
Και εκεί που η λουσμένη πλέον - άλουστη ήταν πυρ και μανία, ξαφνικά φίλιωσε με την άλλη - γιατί και οι δυό γούσταραν τον Κότσιρα - ενώ οι άντρες τους γούσταραν την ΑΕΚ - και άρχισαν το λακριντί: Τι είπες Λέλα μου? έχεις προβλήματα? Με τον άντρα σου? Ά με το πλυντήριο, δεν ξεβγάζει καλά και βγάζει στίγματα.
Τάβλεπε αυτά ο μικρός και βάλθηκε να τραγουδάει. Εμείς να κλείνουμε τα αυτιά μας επιδεικτικά κιόλας, μπας και το καταλάβει.
Τίποτα αυτός, Κακοφωνίξ. Τσιριχτή γυναικεία φωνή. Μωρε, λες να το έχουν ευνουχισμένο αυτό? Σιγά μαντάμ, θα σπάσεις κανένα τζάμι και κάνει και κρύο απόψε.
Μα, με τι να τον κοπανήσω να σκάσει? Βρείτε μου κάτι βαρύ τώρα!
Του λέει ο αρχηγός: αν σκάσεις για τις επόμενες πέντε ημέρες, θα σου δώσω καλό φιλοδώρημα, γιατί με πόνεσε το κεφάλι μου.
Μόνο τούμπες που δεν έκανε.
Α, και δεν θα σκαλίζεις τη μύτη σου μπροστά στους πελάτες, ούτε αυτά που βγάζεις θα τα κολλάς κάτω από το τραπέζι.
Αχ που να σου τα λέω Λέλα μου, το τι έγινε δεν περιγράφεται. Κυλιόμασταν κάτω από τα γέλια, οι Σέρπα που είχαν τον ξενώνα καθόταν και μας χάζευαν, τέτοιους ανοήτους που να τους ξαναδούν στη ζωή τους...Αντί να κοιμόμαστε, χαζολογούσαμε και γελούσαμε.
Άρχισαν τα στοιχήματα: πόσο θα αντέξει να μη τραγουδήσει, αν θα τραγουδάει κρυφά, αλλά να τον παρακολουθούμε για να το διαπιστώσουμε αυτό και άλλα τέτοια εξωτικά...
Πέσαμε για ύπνο τα μεσάνυχτα, μεγάλο ολίσθημα στα μέρη αυτά.
Στο δρόμο συναντήσαμε αρκετά γιακ και ανθρώπους που κουβαλούσανε πράγματα. Οι πλαγιές γύρω ήταν χιονισμένες, το μονοπάτι όμως ήταν καθαρό, οπότε προχωρούσαμε άνετα και κάναμε και πλάκα.
Κάθε πεντακόσια μέτρα περίπου είχε και από ένα τσορτέν ( κάτι σαν βουδιστικό ιερό - αντίστοιχο με τσ δικά μας τα ξωκλήσια), στολισμένο με βουδιστικές σημαίες και περιτοιχιζόμενο από χαμηλές μάντρες μάνι, δηλαδή μαντρότοιχους γεμάτους με ωραίες πέτρες που είχαν επάνω σκαλισμένες διάφορες ευχές.
Ο αρχηγός μας έλεγε διάφορα και είχα εκπλαγεί από τις γνώσεις του, μας μιλούσε για τις κορφές των Ιμαλαίων, για το φοβερό Γέτι - τον Χιονάνθρωπο δηλαδή - για δοξασίες και θρύλους των Σέρπα, για τη σπάνια λεοπάρδαλη των χιονιών.
Στον αντίποδα ο οδηγός τραγουδούσε. Περπατούσε και τραγουδούσε.
Α, ξέχασα να πω ότι το πρωί, αυτοί οι δύο είχαν μια έντονη συζήτηση γιατί ο οδηγός ήθελε να κόψει μια διανυκτέρευση και να γυρίσουμε στη Λούκλα νωρίτερα, αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος. Πέσαμε και μεις από δίπλα και του λέμε ότι δεν είναι δυνατόν να γυρίσουμε πιο νωρίς και να διακινδυνέψουμε την υγεία μας.
Τέλος πάντων, από κουβέντες που κάναμε με άλλους ξένους, διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι οδηγοί βουνού είναι έτσι, γιατί λόγω του πολέμου δεν υπάρχουν δουλειές και ο κάθε άσχετος πάει και γίνεται οδηγός, χωρίς να του αρέσει η δουλειά αυτή και χωρίς να ενδιαφέρεται.
Έτσι και ο δικός μας. Μεράκλωνε και άρχιζε τους λαρυγγισμούς και τις τσιρίδες μέσα στην ησυχία του βουνού. Να ξυπνήσει ο χιονάνθρωπος να του πω εγώ.
Στο μεταξύ, τα βουνά γύρω μας ψήλωναν και ένα ιδιαίτερα, τιναζόταν στον ουρανό, κατάλευκο, φοβερό και απειλητικό. Ήταν το τρομερό Ama Dablam που έχει ύψος 6.812 μέτρα. Όλη τη μέρα περπατούσαμε με μπακγκράουντ αυτό το βουνό. Από την απέναντι μεριά της κοιλάδας αχνοφαινόταν κάτι μακρινές στέγες, θάταν καμιά 7-8 χιλιόμετρα μακριά. Είναι το Tengboche, εκεί που θα μέναμε το βράδυ. Ε δεν φαινόταν και τόσο μακριά.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι άρχισε να κατηφορίζει και άρχισα να ανθίζομαι τη μαύρη μοίρα που μας περίμενε: Θα κατεβαίναμε κανένα χιλιόμετρο κάτω και μετά από την απέναντι μεριά θα το ξαναανεβαίναμε.
Λογικό, γιατί οι γέφυρες χτίζονται χαμηλά για να ενώσουν το στενότερο κομάτι του ποταμού, δεν θα χτίζανε κοιλαδογέφυρα στα υψόμετρα, σαν τις αουτοστράντες της Ιταλίας.
Όσο πιο απότομη ήταν η κατηφόρα, τόσο καταλαβαίναμε πόσο απότομη θα ήταν η ανηφόρα απέναντι.
Άρχισε η νεοελληνική γκρίνια: Δεν θα μπορούσαν να βάλουν συρματόσχοινα και να περνάνε με καρέκλες σαν αυτές του σκι? Μα γιατί έχτισαν το μοναστήρι τόσο ψηλά? Στα ερωτήματα μας ( στην Ελληνική), ο οδηγός ανέβαζε την ένταση και οι τσιρίδες έγιναν σπαραχτικά ουρλιαχτά σε μια γλώσσα ακατάληπτη.
Θεέ μου τι ηχορύπανση!
Και εκεί που έκανε κρύο - να φανταστείτε με το κρύο και ιδρώναμε - μόλις περάσαμε τη γέφυρα, έβγαλε ήλιο. Υπέροχα, τώρα θα σκάσουμε ομαδικώς υπό του ήχους της νεπαλέζας Μπεζαντάκου, που χαμπάρι δεν έπαιρνε, α! αυτό να του το αναγνωρίσω, άντεχε πιο πολύ από όλους μας.
Οι αχθοφόροι στο μεταξύ από πίσω. Σιωπηλοί μάρτυρες.
Αυτή η ανηφόρα πολύ μας παίδεψε. Ο ιδρώτας να κυλάει ποτάμι, κάθε λίγο να κάνουμε στην άκρη γιατί κατέβαιναν τα γιακ με ορμή, πάλι καλά που είχε αιωνόβιο δάσος και είχαμε και σκιά.
Με τα πολλά φτάνουμε στο μοναστήρι. Τρέχει ο αρχηγός να προλάβει να πάρει τα δωμάτια, γιατί με τον άλλον θα καταλήγαμε να καθαρίζουμε κρεμμύδια στην κουζίνα. Ά δεν έχει.
Τι δεν έχει?
Δωμάτια. Δεν έχει.
Γιατί καλέ?
Να δεις θα τον ξέρουν τον δικό μας, θα ξέρουν και τι παράφωνες κορώνες βγάζει, και μας λένε ψέματα για να μη μείνουμε εδώ.
Τι έχει γίνει τώρα: Είχε μια κορεάτικη αποστολή που έκανε προπόνηση στα μονοπάτια και χάθηκε ένας απ'αυτούς και οι άλλοι τον έψαχναν και δεν θα φεύγανε χωρίς αυτόν. Οπότε ενώ ήταν για να φύγουν, τελικά θα έμεναν.
Και τώρα? ο αρχηγός ούτε που κάθησε να συνενοηθεί με τον καλλιτέχνη. Τα σακίδια και δρόμο. Θα πάμε λίγο πιο κάτω στο Deboche σε ένα ξενώνα που ξέρει.
Μπρος μαρς.
Πάμε και μεις. Ενα-δύο, εν- δυό.
Η διαδρομή ήταν μικρή, κανένα μισάωρο. Άρχισε όμως να χιονίζει. Τελικά το χιόνι δεν το γλυτώσαμε. Περάσαμε μέσα από ένα υπέροχο δάσος με ροδόδενδρα, που την εποχή τους θα πρέπει να είναι θαύμα και φτάσαμε στον ξενώνα, έξω από ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι.
Τώρα να σας πω ότι μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι στο Βουδισμό υπήρχαν και γυναικεία μοναστήρια? Τι να κάνουμε, το έμαθα κιαυτό.
Μπαίνουμε μέσα, βγάζουμε άρβυλα - τι μπόχα Θεέ μου! - πλενόμαστε και την πέφτουμε για ξεκούραση. Έξω να ρίχνει το χιόνι της αρκούδας και μεις στεγνώναμε τις κάλτσες στη σόμπα, στο κέντρο της τραπεζαρίας. Ο δικός μας σταμάτησε το τραγούδι γιατί έπεσε με τα μούτρα στο φαί, ούτε που νοιάστηκε αν σερβιριστήκαμε. Φάε, φάε καλό μου, να έχεις δύναμη αύριο να μας τραγουδάς.
Ο αρχηγός αφού φρόντισε να φάνε οι αχθοφόροι, άρχισε να μας σερβίρει σούπα και μετά κινέζικο chop-sway. Πωπω, βάλσαμο με τέτοια πείνα που είχα! Που να φανταζόμουνα τι θα με περίμενε πιο πάνω με τα υψόμετρα και τι λιμοκτονία θα περνούσα.
Που λέτε, κάτι που δεν ανέφερα για το υψόμετρο, είναι ότι αν πάθεις την περιβόητη ασθένεια και τα συμπτώματα είναι ήπια, πρέπει απλά να ξεκουραστείς και να πίνεις πολύ νερό. Αν όμως τα συμπτώματα αγριέψουν, θα πρέπει να κατέβεις το συντομότερο πιο χαμηλά. Τα συνήθη συμπτώματα είναι πονοκέφαλος, ανορεξία και ναυτία, αν όμως χειροτερέψουν τα πράγματα, τότε έρχονται εφιάλτες, παραισθήσεις, απώλεια μνήμης και τέλος ο θάνατος, συνήθως από πνευμονικό οίδημα, ή εγκεφαλικό. Το προληπτικό φάρμακο είναι χαπάκια ακεταλοζαμίδης, που μετριάζουν μεν τα συμπτώματα, αλλά μπορεί να αποβούν επικίνδυνα, γιατί καλύπτουν την κατάσταση και δεν ξέρεις αν είναι σοβαρά τα πράγματα ή όχι, έτσι ώστε να φυλαχτείς και να κατέβεις χαμηλότερα.
Ο αρχηγός μας απαγόρεψε να πάρουμε χάπια και μας είπε ότι μόλις κάποιος νιώσει κάπως περίεργα, να τον ενημερώσει αμέσως.
Χρωστάμε πολλά σε εκείνο το παιδί - η lullu μάλιστα μου είπε ότι τον ξέρει.
Στο μεταξύ άρχισαν οι συγκρούσεις: Γιατί αυτοί πήραν δωμάτιο μπροστά και μεις πίσω, γιατί τρως πολύ, δεν βλέπεις τους άλλους πως κρατιούνται?
Άμα έτρωγε λίγο, φάε! πρέπει να έχεις δυνάμεις!
Άρχισαν και τα πολιτικά/υπαρξιακά/καλλιτεχνικά, εμένα μου αρέσει ο Κότσιρας, α όοοχι, εμένα μου αρέσει ο Χατζηγιάννης και στο τέλος έγινε της τρελής. Τελικά είμαστε περίεργος λαός. Λες και το μπροστά δωμάτιο έιχε καλύτερη θέα από το πίσω, όλα τα δωμάτια έβλεπαν σε βουνά και με το χιόνι που έριχνε, ούτε καν εκεί.
Και εκεί που η λουσμένη πλέον - άλουστη ήταν πυρ και μανία, ξαφνικά φίλιωσε με την άλλη - γιατί και οι δυό γούσταραν τον Κότσιρα - ενώ οι άντρες τους γούσταραν την ΑΕΚ - και άρχισαν το λακριντί: Τι είπες Λέλα μου? έχεις προβλήματα? Με τον άντρα σου? Ά με το πλυντήριο, δεν ξεβγάζει καλά και βγάζει στίγματα.
Τάβλεπε αυτά ο μικρός και βάλθηκε να τραγουδάει. Εμείς να κλείνουμε τα αυτιά μας επιδεικτικά κιόλας, μπας και το καταλάβει.
Τίποτα αυτός, Κακοφωνίξ. Τσιριχτή γυναικεία φωνή. Μωρε, λες να το έχουν ευνουχισμένο αυτό? Σιγά μαντάμ, θα σπάσεις κανένα τζάμι και κάνει και κρύο απόψε.
Μα, με τι να τον κοπανήσω να σκάσει? Βρείτε μου κάτι βαρύ τώρα!
Του λέει ο αρχηγός: αν σκάσεις για τις επόμενες πέντε ημέρες, θα σου δώσω καλό φιλοδώρημα, γιατί με πόνεσε το κεφάλι μου.
Μόνο τούμπες που δεν έκανε.
Α, και δεν θα σκαλίζεις τη μύτη σου μπροστά στους πελάτες, ούτε αυτά που βγάζεις θα τα κολλάς κάτω από το τραπέζι.
Αχ που να σου τα λέω Λέλα μου, το τι έγινε δεν περιγράφεται. Κυλιόμασταν κάτω από τα γέλια, οι Σέρπα που είχαν τον ξενώνα καθόταν και μας χάζευαν, τέτοιους ανοήτους που να τους ξαναδούν στη ζωή τους...Αντί να κοιμόμαστε, χαζολογούσαμε και γελούσαμε.
Άρχισαν τα στοιχήματα: πόσο θα αντέξει να μη τραγουδήσει, αν θα τραγουδάει κρυφά, αλλά να τον παρακολουθούμε για να το διαπιστώσουμε αυτό και άλλα τέτοια εξωτικά...
Πέσαμε για ύπνο τα μεσάνυχτα, μεγάλο ολίσθημα στα μέρη αυτά.