alma
Member
- Μηνύματα
- 4.102
- Likes
- 17.537
Η μαρσρούτκα αγκομαχούσε στους γεμάτους λακκούβες δρόμους, ενώ όλο και κάποιος σε κάποια στάση στη μέση του πουθενά έκανε σήμα για να μπει ή να βγει. Γυναίκες ηλικιωμένες συχνά με καλαθάκια με τρόφιμα ή λίγα μπογαλάκια στα χέρια, αλλά κυρίως άντρες με φτωχικά ρούχα και συχνά τραχιά όψη στριμώχνονταν να καθίσουν σε θέσεις που έμοιαζαν να μην χωρούν άλλο κόσμο. Ευλογούσα την τύχη μου που καθόμουν δίπλα σε παράθυρο με ένα ελάχιστο άνοιγμα για να αναπνεύσω, μιας και οι μυρωδιές στην μαρσρούτκα κάθε άλλο παρά ευχάριστες ήταν. Στις δυσάρεστες μυρωδιές, προστέθηκαν ήχοι από συνάχια και βήχα. Έμοιαζε όλοι εκτός από εμάς να ήταν κρυωμένοι σε αυτό το αμάξι. Οι στροφές διαδέχονταν η μία την άλλη και συχνά αγελάδες ξεπρόβαλλαν στην μέση του δρόμου. Ωστόσο ήμουν απίστευτα χαρούμενη. Βρισκόμουν σε μια καινούργια περιοχή του πλανήτη, που είχα εδώ και κάποιο καιρό ως ταξιδιωτικό στόχο . Οι επαρχιακοί δρόμοι ήταν σε κακή κατάσταση, αλλά ήταν αυτοί που -πρώτα ο Θεός- θα μας έφταναν στον προορισμό μας. Κοιτούσα στο τιμόνι τον οδηγό. Βρισκόμουν πρώτη φορά στην χώρα του κι όμως καταλάβαινα όλα όσα έλεγε μιας και έλεγε σχεδόν τα πάντα στα ρώσικα. Επίσης δίπλα του είχε παντού σταυρούς και ορθόδοξες εικόνες, άλλο ένα δείγμα των όσων ήδη είχα ακούσει, για την βαθιά πίστη των ντόπιων σε αυτή την μικρή χώρα της πρώην ΕΣΣΔ.
Κοίταζα πότε- πότε τον άντρα μου να δω αν συμμερίζεται την χαρά μου. Στο περιβάλλον μας, οι περισσότεροι αντιμετώπισαν με απορία στην καλύτερη, με επιφύλαξη, δυσπιστία και συχνά αποδοκιμασία στην χειρότερη την επιλογή προορισμού. Θυμόμουν κάποιες αντιδράσεις και χαμογελούσα. Οι συνθήκες στην μαρσρούτκα θα ήταν εφιαλτικές για πολλούς γνωστούς μου που κάνουν μόνο πολυτελή ταξίδια. Ωστόσο κοίταξα έξω χαμογελώντας. Η μαρσρούτκα σταμάτησε σε μια εσοχή του δρόμου και 2-3 επιβάτες βγήκαν για να καπνίσουν, ενώ στην άκρη του δρόμου γιαγιάδες πουλούσαν πήλινα αντικείμενα με μορφές ανθρώπων ντυμένων με παραδοσιακές στολές της περιοχής του Καυκασου. Ήμουν κουρασμένη και άυπνη όλη νύχτα ενώ μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Η κούραση νίκησε και κοιμήθηκα για λίγο. Όταν ξύπνησα, είχαμε φτάσει σε κάποιες κωμοπόλεις- παραγκουπόλεις και περνούσαμε κάποιο κτίριο που κατοικούνταν όπως μαρτυρούσαν τα απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια, αλλά η πόρτα της κεντρικής εισόδου απλώς δεν υπήρχε. Όπως έλειπαν και αρκετά παράθυρα.
Δεν ξανακοιμήθηκα για λίγο. «Ρε,
λες να είχαν δίκιο; Που ήρθαμε; Άντε τώρα να δικαιολογηθώ και στον άντρα μου που είχα την ιδέα να έρθουμε εδώ.»
«Δεν βαριέσαι» σκέφτηκα. «Δεν φτάσαμε στον προορισμό μας ακόμα». Ξανακοιμήθηκα. Κάποια στιγμή, όταν πια πλησιάζαμε, ρώτησα τον οδηγό αν ξέρει πως θα φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Κοίταξε με δυσπιστία την διεύθυνση, όπως και όλοι οι συνεπιβαίνοντες που προσπάθησαν να μας βοηθήσουν. «Θα πρέπει να πάρετε ταξι» είπε
ανοίγοντας την πόρτα και αφήνοντας μας σε ένα μέρος με ετοιμόρροπα κτίρια και κάπως βρώμικο δρόμο..
Οι οδηγοί των ταξί έτρεξαν προς το μέρος μας, κοιτώντας ο ένας τον άλλον όταν τους δείξαμε την διεύθυνση του ξενοδοχείου. Παρόλο που ήταν κεντρικό, κανένας δεν ήταν σίγουρος πώς θα μας πάει. Έδωσα στον ταξιτζή το κινητό μου (όπου είχα βάλει γεωργιανή sim), πήρε τηλέφωνο στο ξενοδοχείο και βρήκε άκρη. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Περνούσαμε από δρόμους γεμάτους με αδέσποτα, ισχνά σκυλιά και παράγκες με πλαστικό υλικό που προσπαθούσε να εκτελέσει χρέη κουρτίνας σε παράθυρα ετοιμόρροπων σπιτιών.
Το μυαλό μου ταξίδεψε στον διάλογο μου με υπάλληλο της εταιρίας κινητής, λίγες μέρες πριν το ταξίδι.
-Γεια σας. Θέλω να ρωτήσω για τις χρεώσεις σε κάποιες χώρες του εξωτερικού.
-Για πείτε σε ποιες.
-Αρχικά στην Γεωργία.
-Ορίστε????????
-Στην Γεωργία, λέω.
- Α να σας πω κοστίζει….(μόλις μου λέει πόσο μένω ξερή). Ξέρετε είναι ακριβά. Έχουμε χρεώσεις όπως στην Τανζανία, την Χιλή….
-Πωπω…Κι η Γεωργία είναι σχεδόν δίπλα μας,
-Μα τι να σας κάνω κυρία μου που πηγαίνετε σε τριτοκοσμικά μέρη?
Τελικά πήρα τοπική sim στο αεροδρόμιο και ούτε ρώτησα τις χρεώσεις για Αρμενία, τον επόμενο προορισμό.
Όμως κάθε φορά που συναντούσα μια δυσκολία θυμόμουν αυτή τη φράση: «Μα τι να σας κάνω κυρία μου που πηγαίνετε σε τριτοκοσμικά μέρη?»
Και σε αυτό το ταξίδι, παρά τις υπέροχες εντυπώσεις που μας άφησε τελικά, οι αναποδιές δεν επρόκειτο να λείψουν….
Κοίταζα πότε- πότε τον άντρα μου να δω αν συμμερίζεται την χαρά μου. Στο περιβάλλον μας, οι περισσότεροι αντιμετώπισαν με απορία στην καλύτερη, με επιφύλαξη, δυσπιστία και συχνά αποδοκιμασία στην χειρότερη την επιλογή προορισμού. Θυμόμουν κάποιες αντιδράσεις και χαμογελούσα. Οι συνθήκες στην μαρσρούτκα θα ήταν εφιαλτικές για πολλούς γνωστούς μου που κάνουν μόνο πολυτελή ταξίδια. Ωστόσο κοίταξα έξω χαμογελώντας. Η μαρσρούτκα σταμάτησε σε μια εσοχή του δρόμου και 2-3 επιβάτες βγήκαν για να καπνίσουν, ενώ στην άκρη του δρόμου γιαγιάδες πουλούσαν πήλινα αντικείμενα με μορφές ανθρώπων ντυμένων με παραδοσιακές στολές της περιοχής του Καυκασου. Ήμουν κουρασμένη και άυπνη όλη νύχτα ενώ μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Η κούραση νίκησε και κοιμήθηκα για λίγο. Όταν ξύπνησα, είχαμε φτάσει σε κάποιες κωμοπόλεις- παραγκουπόλεις και περνούσαμε κάποιο κτίριο που κατοικούνταν όπως μαρτυρούσαν τα απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια, αλλά η πόρτα της κεντρικής εισόδου απλώς δεν υπήρχε. Όπως έλειπαν και αρκετά παράθυρα.
Δεν ξανακοιμήθηκα για λίγο. «Ρε,
λες να είχαν δίκιο; Που ήρθαμε; Άντε τώρα να δικαιολογηθώ και στον άντρα μου που είχα την ιδέα να έρθουμε εδώ.»
«Δεν βαριέσαι» σκέφτηκα. «Δεν φτάσαμε στον προορισμό μας ακόμα». Ξανακοιμήθηκα. Κάποια στιγμή, όταν πια πλησιάζαμε, ρώτησα τον οδηγό αν ξέρει πως θα φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Κοίταξε με δυσπιστία την διεύθυνση, όπως και όλοι οι συνεπιβαίνοντες που προσπάθησαν να μας βοηθήσουν. «Θα πρέπει να πάρετε ταξι» είπε
ανοίγοντας την πόρτα και αφήνοντας μας σε ένα μέρος με ετοιμόρροπα κτίρια και κάπως βρώμικο δρόμο..
Οι οδηγοί των ταξί έτρεξαν προς το μέρος μας, κοιτώντας ο ένας τον άλλον όταν τους δείξαμε την διεύθυνση του ξενοδοχείου. Παρόλο που ήταν κεντρικό, κανένας δεν ήταν σίγουρος πώς θα μας πάει. Έδωσα στον ταξιτζή το κινητό μου (όπου είχα βάλει γεωργιανή sim), πήρε τηλέφωνο στο ξενοδοχείο και βρήκε άκρη. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Περνούσαμε από δρόμους γεμάτους με αδέσποτα, ισχνά σκυλιά και παράγκες με πλαστικό υλικό που προσπαθούσε να εκτελέσει χρέη κουρτίνας σε παράθυρα ετοιμόρροπων σπιτιών.
Το μυαλό μου ταξίδεψε στον διάλογο μου με υπάλληλο της εταιρίας κινητής, λίγες μέρες πριν το ταξίδι.
-Γεια σας. Θέλω να ρωτήσω για τις χρεώσεις σε κάποιες χώρες του εξωτερικού.
-Για πείτε σε ποιες.
-Αρχικά στην Γεωργία.
-Ορίστε????????
-Στην Γεωργία, λέω.
- Α να σας πω κοστίζει….(μόλις μου λέει πόσο μένω ξερή). Ξέρετε είναι ακριβά. Έχουμε χρεώσεις όπως στην Τανζανία, την Χιλή….
-Πωπω…Κι η Γεωργία είναι σχεδόν δίπλα μας,
-Μα τι να σας κάνω κυρία μου που πηγαίνετε σε τριτοκοσμικά μέρη?
Τελικά πήρα τοπική sim στο αεροδρόμιο και ούτε ρώτησα τις χρεώσεις για Αρμενία, τον επόμενο προορισμό.
Όμως κάθε φορά που συναντούσα μια δυσκολία θυμόμουν αυτή τη φράση: «Μα τι να σας κάνω κυρία μου που πηγαίνετε σε τριτοκοσμικά μέρη?»
Και σε αυτό το ταξίδι, παρά τις υπέροχες εντυπώσεις που μας άφησε τελικά, οι αναποδιές δεν επρόκειτο να λείψουν….
Last edited by a moderator: