Ευχαριστώ, κορίτσια!
Η αλήθεια είναι ότι η Τοσκάνη είναι μοναδική, όμως κάθε γωνιά της Ιταλίας κατά τη γνώμη μου αξίζει μια επίσκεψη.
Να 'μαστε καλά να τη γυρίσουμε όλη!
Το πρωί ήρθαν στις 8 κάποιοι φίλοι να μας πάρουν για τον επόμενο γύρο. Μόλις είχα βγει από το μπάνιο ξετσιμπλιασμένη και ντυμένη, έτοιμη να καθίσω να πάρω το πρωινό μου.
«Άντε, πάμε για να μην πετύχουμε κίνηση» και φύγαμε άρον άρον. Τζάμπα η Ελληνίδα μέσα μου ωρυόταν ότι ήθελε τον καφέ της, η απάντηση των Ιταλών ήταν ότι θα σταματήσουμε για καφέ και κορνέτο στο δρόμο (επομένως 5’ στα όρθια, πάει το αραλίκι μου). Δεν επέμεινα πάντως, ήμουν σίγουρη ότι κάτι παραπάνω θα ξέρανε εκείνοι.
Στο δρόμο είχε πράγματι κίνηση, όχι όμως μποτιλιάρισμα. Αποφασίσαμε να μη σταματήσουμε πουθενά και, όχι πολλή ώρα αργότερα, φτάσαμε στην Tuscania. Μόλις περάσαμε τα τείχη της πόλης –και αυτή έχει μεσαιωνικά τείχη, οποία πρωτοτυπία- εγώ τους αγριοκοίταξα κι έτσι καθίσαμε για έναν καφέ, στο πρώτο μπαρ που βρήκαμε. Ευτυχώς είχε και τραπεζάκια έξω και η παρέα δεν είχε αντίρρηση να καθίσουμε για να πιούμε τον καφέ μας καθιστοί (αν και οι Ιταλοί ήπιαν μονορούφι το δικό τους και μας κοιτούσαν απορημένοι να απολαμβάνουμε γουλιά γουλιά το λαχταριστό καπουτσίνο, στρίβοντας και καπνίζοντας δύο τσιγάρα –τότε κάπνιζα ακόμη). Πήραμε και ένα δίσκο με μπισκοτάκια για να το απολαύσουμε περισσότερο.
Όσο καθόμασταν εκεί μας είπαν δυο λόγια για την πόλη.
Η Tuscania, λέει, ιδρύθηκε από τον Ασκάνιο, το γιο του Αινεία. Την Αινειάδα δεν την έχω διαβάσει, έτσι λεπτομέρειες δε συγκράτησα. Η πόλη έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εποχή των Ετρούσκων, επανήλθε όμως στο προσκήνιο κατά τον Μεσαίωνα, ως η πρώτη επισκοπική έδρα της Ιταλίας. Ενώ ήταν αυτόνομη κοινότητα, έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων, και μετά των Γάλλων, στους οποίος συνέχισε να ανήκει ως την ένωση της Ιταλίας τον 19ο αιώνα.
Ξεκινήσαμε τη βόλτα μας στα στενά της πόλης και περάσαμε πρώτα από τον duomoτου San Giacomo, τον καθεδρικό ναό της πόλης. Μην περνάει από το μυαλό σας ό,τι μπορεί να έχετε δει στη Σιένα ή τη Φλωρεντία. Ο San Giacomo είναι μια πολύ απλή μεσαιωνική εκκλησία, σε στιλ ναΐφ.
Συνεχίσαμε στο Parco di Lavello, όπου Λαβέλο βλ. ένας κόμης της πόλης. Εκείνος διέταξε την οικοδόμηση του ομώνυμου πύργου που βρίσκεται στο πάρκο αυτό, καθώς και του αμφιθεάτρου. Από εκεί βγάλαμε μπόλικες φωτογραφίες της πόλης και της υπέροχης, ολοζώντανης φύσης γύρω γύρω.
Οι φίλοι μας όμως μας προειδοποίησαν ότι για φωτογραφίες είναι καλύτερα να πάμε στο Largo Belvedere–το οποίο και κάναμε.
Περιπλανηθήκαμε λίγο ακόμα στην πόλη, κάτω από τις αψίδες της via degli Archi και φύγαμε χωρίς να επισκεφτούμε τη νεκρόπολη –φτάνει μία μέσα σε τρεις μέρες- ούτε τις τέσσερις ακόμη εκκλησίες της.
Επόμενη στάση, η μυθική Civita di Bagnoregio, αλλιώς γνωστή ως «η πόλη που πεθαίνει».
Πρόκειται για ένα χωριό, χτισμένο μέσα σε μεσαιωνικό κάστρο (είμαι σίγουρη ότι έχετε βαρεθεί να το ακούτε αυτό) και πάνω σε βράχους ηφαιστειακής λάβας, η οποία… βουλιάζει! Πράγματι, έχει υπολογιστεί ότι οι βράχοι υποχωρούν ταχύτατα, περίπου 7εκατοστά κάθε χρόνο! Για το λόγο αυτό η περιοχή προστατεύεται από την Unesco (χωρίς πλάκα, νομίζω ότι μόνο εμένα δεν προστατεύει ακόμα η Unesco) και γίνονται στους βράχους ενέσεις τσιμέντου, για να προληφθεί η διάβρωση.
Αφήσαμε το αυτοκίνητό μας στο πάρκινγκ και μετά έπρεπε να διασχίσουμε πεζή τη γέφυρα που οδηγεί στο χωριό, μήκους περίπου 1 χλμ. Στο χωριό δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα ή μηχανάκια, δεν έχουν πρόσβαση άλλωστε, οπότε θα μπορούσαμε να απολαύσουμε μια ήρεμη βόλτα. Φυσικά η –ανηφορική όπως διαπιστώσαμε- γέφυρα ήταν μια βόλτα από μόνη της. Όταν καταφέραμε να φτάσουμε αράξαμε σε κάτι σκαλοπάτια μέχρι να μας ξαναμπεί η γλώσσα μέσα.
Ιδού και η γέφυρα:
Και η είσοδος στο χωριό:
Ένας άλλος λόγος, όπως μας εξήγησαν, για τον οποίο το χωριό αποκαλείται «η πόλη που πεθαίνει», εκτός από το προφανές βούλιαγμα, είναι ότι εγκαταλείπεται από τον πληθυσμό. Ελάχιστοι πλέον επιλέγουν να μείνουν εκεί. Δεν τους αδικώ γιατί, παρόλη την ομορφιά, δεν είναι εύκολο να ζεις σε μια πόλη που δεν υπάρχουν σχολεία, νοσοκομεία, μέσα μεταφοράς, αν πιάσει χιόνι μπορείς να αποκλειστείς και, εκτός των άλλων, βουλιάζει! Εμείς όμως μπορέσαμε να απολαύσουμε το κάστρο αυτό σχεδόν ολομόναχοι στα στενά του δρομάκια, σαν να είχαμε γυρίσει πίσω στο χρόνο.
Μετά από την περιπλάνηση στους άδειους και ήσυχους δρόμους, καθίσαμε σε μια μπρουσκετερία να τσιμπήσουμε κάτι.
Ήταν ένα στενό μαγαζάκι με ξύλινα τραπέζια και καρέκλες και στο βάθος έναν παραδοσιακό φούρνο. Εκεί έψηναν μπρουσκέτες, τις οποίες σέρβιραν με αλλαντικά, τυριά, πάστα αγκινάρας, ντομάτα ή και σκέτες με σκόρδο. Με λίγες μπρουσκέτες και ένα λίτρο κόκκινο κρασί παραγωγής τους, με το φούρνο να καίει στο βάθος και απ’ έξω να βλέπουμε τους άδειους δρόμους, μεταφερθήκαμε και πάλι σε άλλες εποχές.
Συνεχίσαμε τη βόλτα και τελικά καθίσαμε μαγεμένοι να αγναντεύουμε τη θέα από κάποιο άνοιγμα.
Το χωριό δεν έχει ιδιαίτερα αξιοθέατα, έτσι σύντομα η παρέα αποφάσισε να προχωρήσουμε. Κι όμως, εμένα η Civita di Bagnoregio ήταν ίσως ο τόπος που με μάγεψε περισσότερο, και θα ήθελα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην ομορφιά και τη γαλήνη της. Ελπίζω την επόμενη φορά.
Ομορφη Ιταλια!
Ωραια η ιστορια σου nera.
Μ αρεσει που εγραψες στην πολυ αρχη :Το χωριο που φιλοξενηθηκα δεν ηταν και πολυ ωραιο ..μονο ενα μικρο ιστορικο κεντρο ειχε χτισμενο μεσα σε ενα καστρο.
Φαντασου λοιπον πως ειναι τα λοιπα ιταλικα χωρια ,αν αυτο το χωριο (που στα κατσικοχωρια της Ελλαδας θα ηταν βασιλιας) δεν σου αρεσε και ιδιαιτερα.
Σωστή η παρατήρησή σου, δεν το είχα σκεφτεί έτσι! Πράγματι, αν είχαμε ένα μικρό μεσαιωνικό κάστρο κάπου κοντά στην Αθήνα, πιθανότατα θα το επισκεπτόμουν με την πρώτη ευκαιρία! Εκεί υπάρχουν τόσα πολλά, που εκείνο φάνταζε πολύ μικρό και φτωχικό. Τώρα όμως που το αναπολώ λέω μακάρι να έπινα ένα καφεδάκι σε εκείνο το όχι-και-τόσο-όμορφο-σε-σχέση-με-τα-άλλα χωριό...