travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.860
- Likes
- 16.083
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Ταξίδι στο παρελθόν: Inter-rail 1981
Δεν έχω δει αν το έχει κάνει κάποιος άλλος εδώ στο forum, αλλά μου ήρθε η ιδέα να γράψω για το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ήταν στο μακρινό και ελπιδοφόρο έτος 1981, σχεδόν 36 χρόνια πριν. Πολλοί από εσάς δεν είχατε γεννηθεί ακόμα. Να δούμε αν θα ενδιαφέρει πολλούς να διαβάσουν αυτή την ιστορία. Φυσικά θα λείπουν οι φωτογραφίες, αφού οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές δεν πρέπει να υπήρχαν ούτε σαν ιδέα τότε. Εκείνη την εποχή διαβάζαμε στο «ήχος & hi-fi» ότι η τεχνολογία προχωρά και στην επόμενη δεκαετία σε ένα μικρό δίσκο λέιζερ θα είναι γραμμένα 100 τραγούδια. Για ψηφιακές δε θυμάμαι τίποτα εκείνη την εποχή. Από φωτογραφίες, θα σκανάρω όσες βρω από τις εκτυπώσεις που είχα κάνει τότε και από καρτ-ποστάλ που είχα αγοράσει.
Πήγα λοιπόν με το συγκάτοικό μου το Γιώργο, ως όφειλα στη φοιτητική μου ιδιότητα, ένα «ταξίδι διδαχής», που έλεγε και ο Κώστας Τουρνάς.
Είμαστε στις αρχές του 1981 και μένω με το Γιώργο σε ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα. Σπουδάζομε και οι δυο στο Πολυτεχνείο και έχομε αποφασίσει να πάμε ένα ταξίδι με Inter-rail σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Εγώ έχω αναλάβει τον προγραμματισμό των επισκέψεων και τη διαδοχή τους. Έψαχνα σε χάρτες και εγκυκλοπαίδειες τα ενδιαφέροντα και τις αποστάσεις. Μάλλον τις αποστάσεις (που τις ήθελα για να υπολογίσω τη διάρκεια της εκάστοτε μετακίνησης) τις υπολόγιζα με βάση τους αντίστοιχους χάρτες. Δεν θυμάμαι να είχαμε κάνει κάποιο κατάλογο με τα ενδιαφέροντα σημεία για κάθε πόλη που πηγαίναμε. Παίρναμε όταν φτάναμε, από τα τουριστικά γραφεία, κάποιο χάρτη και ακολουθούσαμε τις οδηγίες για τα προτεινόμενα σημεία. Το ταξίδι είχε μόνο πόλεις.
Κανείς από τους δυο μας δεν έχει ξαναταξιδέψει στο εξωτερικό. Το καλό είναι ότι ο Γιώργος ήξερε καλά να μιλά διάφορες ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και μπορούσε να συνεννοηθεί και σε ισπανικά ή ιταλικά). Εγώ ήξερα λίγα αγγλικά.
Έχομε αποφασίσει να κάνομε αποκλειστική χρήση των τρένων (για ένα μήνα που ισχύει το Inter-rail) και να μένομε μόνο σε Youth Hostel. Αυτό θα μπορούσαμε να το είχαμε παρακάμψει, αλλά θα είχαμε πρόβλημα συναλλάγματος. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσε κανείς να πηγαίνει στο εξωτερικό με όσα χρήματα ήθελε, υπήρχαν περιορισμοί. Εμείς οικονομικά ήμασταν μια χαρά, όμως προερχόμασταν από μια γενιά που μεγάλωσε με στερήσεις και είχε μάθει να ζει κάνοντας οικονομία. Δε θέλαμε να ξοδέψομε πολλά χρήματα, αφού μπορούσαμε να επιζήσομε και με λίγα. Αν θυμάμαι καλά, έχασε ο καθένας μας στο ταξίδι αυτό τέσσερα κιλά, λόγω περπατήματος αλλά και οικονομίας στα έξοδα φαγητού.
Σε όλο το ταξίδι κρατούσα ένα πρόχειρο ημερολόγιο για τα διάφορα που περνούσαμε. Ήταν όμως και αυτό λίγο αλαλούμ όπως και ο ιδιοκτήτης του. Σε όλες τις περιγραφές που κάνω σ' αυτό φαίνεται πως έπεσε πολλή πείνα σε όλο σχεδόν το ταξίδι. Εστιατόριο φυσικά δεν πλησιάσαμε, με εξαίρεση μια φορά στην Ιταλία και το μετανιώσαμε, αφού ήταν πολύ ακριβό για τα δεδομένα μας. Για νερό δεν κάνω λόγο, μάλλον δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα πίναμε από τις δημόσιες βρύσες αφού για μας τα εμφιαλωμένα ήταν άγνωστο είδος τότε.
Ένα χρόνο μετά κάναμε με το Γιώργο κι άλλο ένα ταξίδι με Inter-rail, αλλά αυτή τη φορά είχαμε αποφασίσει να μην περάσουμε τόσες κακουχίες και στερήσεις. Έτσι το 1982 γυρίσαμε από το ταξίδι χωρίς να έχομε χάσει βάρος, που σημαίνει ότι το θέμα αυτό είχε διορθωθεί. Επίσης είχαμε βελτιωθεί και στη χρήση των τρένων και των Youth Hostel. Δηλαδή φροντίζαμε να φτάνομε νωρίς στις διάφορες πόλεις ώστε να βρίσκομε κρεβάτι.
Είχαμε αγοράσει από το Μοναστηράκι ένα μεγαλούτσικο σακίδιο ο καθένας και εκεί φορτώσαμε τα πράγματά μας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εκδρομής ήταν ότι δεν φορούσε κανείς μας ρολόι. Έτσι δεν είχαμε ούτε ξυπνητήρι. Η φιλοσοφία μας εκείνη την εποχή ήταν ενάντια στη χρήση ρολογιού και όταν χρειαζόταν ρωτούσαμε αγνώστους για να μας πουν την ώρα.
Το Inter-rail μας κόστισε 9.900 δραχμές. Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης αναφέρω ότι τότε ο μισθός ενός νεοδιόριστου δημόσιου υπάλληλου θα ήταν λίγο πάνω από τις 10 χιλιάδες δραχμές. Όταν το αγοράσαμε, δηλώσαμε ότι θα το χρησιμοποιήσουμε από τις 13/4/1981 ως 12/5/1981. Οι συνολικές ώρες που πέρασα στα τρένα μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα ήταν 144 περίπου, δηλαδή το 20% του συνολικού χρόνου της εκδρομής. Θυμάμαι ότι εκτός από το Inter-rail τα υπόλοιπα χρήματα που ξόδεψα ήταν άλλα τόσα.
Παρακάτω θα γράψω την ιστορία αντιγράφοντας από τις σημειώσεις μου αλλά και με πρόσθετα σημερινά στοιχεία. Εσείς πιστεύω θα τα ξεχωρίζετε, αν είναι ανάγκη.
ΞΕΚΙΝΑΜΕ
15 Απριλίου 1981
Κοντεύουν δύο εικοσιτετράωρα που άρχισε το μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Ως τώρα μας έχουν παρουσιαστεί πολλές από τις δυσκολίες που περιμέναμε. Τις αντιμετωπίσαμε όμως με θάρρος, αλλά προπαντός με γέλιο. Το πρώτο χάρη κυρία στον Γιώργο και το δεύτερο κύρια σε μένα. Πρώτη δυσκολία παρουσιάστηκε μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, που ταξιδέψαμε όλη νύχτα με ένα λεωφορείο του ΟΣΕ.
Είχαμε σκοπό να μείνουμε εκεί για κάμποσες ώρες για να ψωνίσουμε, όμως το πρώτο τρένο για Βελιγράδι έφευγε σε 10 λεπτά και το δεύτερο σε 11 ώρες. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως. Ήμασταν κουρασμένοι από το ταξίδι Αθήνα Θεσσαλονίκη με το λεωφορείο και θα κάναμε με το τρένο άλλες 13 ώρες μέχρι το Βελιγράδι. Όμως το πιο άσχημο είναι ότι μείναμε χωρίς τρόφιμα και άλλα πράγματα που θα θέλαμε να αγοράσομε στη Θεσσαλονίκη. Τα μόνα τρόφιμα που είχαμε ήταν τέσσερα βρασμένα αυγά και ένα κομμάτι τυρί.
Στο Βελιγράδι φτάσαμε κατά τις έξι το απόγευμα και είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. Ο Γιώργος είχε χάσει ένα σακάκι και ένα στυλό κάπου στο ταξίδι μέσα στην Γιουγκοσλαβία, και γι αυτό ήταν πυρ και μανία με τους Γιουγκοσλάβους. Άλλο πρόβλημα που είχαμε ήταν να βρούμε το Youth Hostel στο Βελιγράδι. Κάναμε 2, 3 χιλιόμετρα με τραμ και άλλα τόσα με τα πόδια. Φτάσαμε στο Youth Hostel μετά από πολλούς κόπους και αγανακτισμένοι, μετά τις οχτώ το βράδυ, όπου μας είπαν ότι δεν έχει δωμάτιο, ούτε και ήξεραν να μας πουν πως και που θα βρούμε άλλο μέρος να μείνουμε.
Τελικά ο Γιώργος επέμενε να κοιμηθούμε σε ένα πάρκο. Εγώ φοβόμουν, αλλά στο τέλος καλά έκανα και υπέκυψα. Συμφώνησα δηλαδή. Ήταν ερημιά και κοιμηθήκαμε μια χαρά, κατά τις εννιά υπολογίζω, γιατί δεν είχαμε ρολόι. Ξυπνήσαμε όμως άσχημα 1, 2 ώρες πριν ξημερώσει γιατί έκανε πολύ κρύο. Τελικά μόλις πήρε να χαράζει πήραμε τα πράγματα μας και φύγαμε.
Κάποια στιγμή εκείνη τη μέρα ο Γιώργος μου αποκάλυψε και ένα γεγονός που συνέβη το βράδυ που κοιμόμασταν: μια στιγμή ξύπνησε από κάποιον θόρυβο και είδε ένα τύπο να μας πλησιάζει, να κοιτά λίγο, αλλά να φεύγει αμέσως. Εγώ απόρησα που μας πήρε χαμπάρι, έτσι καλά κρυμμένοι στα δέντρα και τους θάμνους που ήμασταν. Συχνά το σκεφτόμουν στο ταξίδι και το κουβεντιάζαμε κιόλας και λέγαμε πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που κάναμε.
Καιρό μετά, μου αποκάλυψε ότι μου έκανε πλάκα και δεν υπήρξε κανείς παράξενος επισκέπτης εκείνη τη νύχτα!
Στη διαδρομή με το τρένο ως το Βελιγράδι είδα πολλά. Από τα σύνορα ως τα Σκόπια η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη ενώ από εκεί και κάτω όχι και τόσο. Από τη Θεσσαλονίκη στα Σκόπια είχαμε παρέα και μια ελληνίδα που γνωρίσαμε στο τρένο, φοιτήτρια στα Σκόπια. Ο Γιώργος την μπαλαμούτιασε για καλά. Από τη Νίσσα επίσης είχαμε παρέα 2, 3 παιδιά που ένας ήξερε εκτός από τα γιουγκοσλαβικά και λίγα αγγλικά και μιλήσαμε λίγο.
Αυτή η φάση με την κοπέλα στην οποία έκανε καμάκι ο Γιώργος είναι από τις πιο έντονες στη μνήμη μας. Εκείνος ξεκίνησε το ταξίδι αποφασισμένος να κάνει πολύ καμάκι, σε αντίθεση με εμένα που ήξερα ότι αυτό θα οδηγούσε στην μη εκτέλεση του προγράμματός μας. Ξεκίνησε λοιπόν από το τρένο για Βελιγράδι. Θυμάμαι το χαϊδολόγημα που έκανε αρχικά στην κοπέλα. Κάποια στιγμή μπαίνουμε για μισό λεπτό σε ένα τούνελ και τα φώτα δεν άναψαν, σκοτάδι. Όταν βγήκαμε στο φως ήταν και οι δυο σφιχταγκαλιασμένοι και κατακόκκινοι από την ένταση. Μάλιστα προσπάθησαν να μπουν σε μια από τις τουαλέτες, αλλά δεν τα κατάφεραν να μπουν και οι δυο μαζί γιατί είχε κόσμο εκεί.
Τότε ο Γιώργος με πίεσε να μείνομε στα Σκόπια που έμενε η κοπέλα. Εγώ δεν συμφώνησα και ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω μόνος μου το ταξίδι. Τελικά υποχώρησε και συνεχίσαμε μαζί.
Στο Βελιγράδι κάναμε βόλτες με τα σακίδια στην πλάτη και θυμάμαι την πρώτη μας επίσκεψη σε σούπερ μάρκετ για να αγοράσουμε φαγώσιμα. Ήταν αρκετοί πελάτες μέσα, που ο καθένας κρατούσε μια μικρή διχτυωτή τσάντα, που έβαζαν μέσα τα ψώνια τους, κι εμείς ψάχναμε πλαστικές σακούλες. Πήραμε κάτι κονσέρβες και πήγαμε σε ένα νησάκι του Δούναβη και καθίσαμε να φάμε και να ρίξομε κι ένα ύπνο. Επειδή τα βράδια στα τρένα δεν κοιμόμασταν καλά, όταν ο καιρός το επέτρεπε κοιμόμασταν λίγο σε παγκάκια.
16 Απριλίου 1981, 6 το απόγευμα
Είμαστε με το Γιώργο σταματημένοι μέσα στο τρένο στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας με την Ιταλία, αλλά στο έδαφος της Ιταλίας. Πριν από λίγο ακούσαμε τις πρώτες ιταλικές λέξεις και χαρήκαμε και εγώ και ο Γιώργος, όχι για τίποτε άλλο παρά επειδή δεν ακούσαμε γιουγκοσλαβικά. Η χώρα αυτή μας είχε κουράσει πολύ.
Πηγαίνοντας για την Ιταλία σταματήσαμε λίγο στο Ζάγκρεμπ. Στις λίγες βόλτες που κάναμε εκεί θυμάμαι δυο πράγματα. Πρώτα, όταν θέλαμε να ρωτήσομε την ώρα, αντί για το κλασικό «What time is it?», αφού έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαιναν ούτε τα αγγλικά, τους δείχναμε τον καρπό μας και μας έδειχναν το ρολόι τους να δούμε την ώρα μόνοι μας. Στη αρχή τους δείχναμε απλώς τον καρπό και λέγαμε στα ελληνικά: τι ώρα είναι; Μετά το χοντρύναμε: τους δείχναμε τον καρπό και ρωτούσαμε λέγοντας μια βρισιά στα ελληνικά. Οι άνθρωποι, λόγω της κίνησής μας, καταλάβαιναν ότι θέλαμε να μάθουμε την ώρα. Επειδή το ρίξαμε στην πλάκα κάναμε την ερώτηση και χωρίς να θέλουμε να μάθουμε την ώρα. Όμως το σταματήσαμε γιατί φοβηθήκαμε μήπως ήξερε κανείς ελληνικά ή τουλάχιστο κάποια κακή λέξη.
Το άλλο που θυμάμαι από αυτή την πόλη είναι ότι δυο αστυνομικοί δε μας άφησαν να καθίσουμε κατάχαμα, στο σταθμό του τρένου που περιμέναμε. Και μάλιστα ήταν και αγριεμένοι. Πρόσεχαν πολύ την εμφάνιση στο σταθμό. Καμιά σχέση με το Βελιγράδι που ήταν λίγο χύμα η κατάσταση.
Στη διαδρομή προς Λουμπλιάνα στο τρένο μπήκαν τα παιδιά ενός σχολείου. Όταν κατέβηκαν διαπιστώσαμε ότι ένα παιδί είχε ξεχάσει ένα τεράστιο σάντουιτς. Ήταν η καλύτερη τύχη που μπορούσαμε να έχουμε!
18 Απριλίου 1981
Τελικά πράγματι στην Βενετία, ή μάλλον στο Μέστρε, την μπουτσίσαμε. Δεν βρήκαμε μέρος να κοιμηθούμε γιατί οι καραμπινιέροι δεν άφηναν στο σταθμό. Εγώ κοιμήθηκα μια ωρίτσα σε ένα παγκάκι (το ίδιο και ο Γιώργος) άλλα ξεπάγιασα και γι' αυτό μπήκα σε μια αίθουσα αναμονής και την έβγαλα στην καρέκλα. Κοιμήθηκα πάντως λίγο. Ήταν η πιο άσχημη νύχτα ως τώρα.
Αυτή τη βραδιά στο Μέστρε τη θυμάμαι πολύ έντονα. Κάναμε βόλτες στο σταθμό και δε βρίσκαμε μέρος βολικό για ύπνο. Κάναμε και μια βόλτα γύρω και ο Γιώργος είχε τρελές ιδέες, όπως ας πούμε να κοιμηθούμε στην αυλή ενός σπιτιού. Δεν του έκανα τη χάρη! Γι αυτό επιστρέψαμε στο σταθμό και είδαμε κάτι τύπους εν τω μεταξύ και την είχαν πέσει σε μια αίθουσα κατάχαμα. Μας άρεσε η ιδέα και απλωθήκαμε κι εμείς.
Όχι για πολύ όμως. Οι καραμπινιέροι μας την έπεσαν με κλωτσιές. Εννοείται έδιωξαν και τους άλλους πιτσιρικάδες, με τους οποίους πιάνουμε την κουβέντα στα αγγλικά. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι όλοι ήμασταν έλληνες!
Η μοναδική αίθουσα αναμονής στο σταθμό ήταν μία με διαστάσεις περίπου 10 επί 10 μέτρα. Είχε γύρω-γύρω καρέκλες για τον κόσμο και στη μέση τίποτα. Ήτανε τουλάχιστον 20 «άστεγοι» σαν κι εμάς. Εκεί καθίσαμε κι εμείς. Κάποια στιγμή μας πιάνουν τα γέλια με το Γιώργο γιατί ήταν ένας ταλαίπωρος, που όπως κοιμόταν καθιστός, του έπεφτε μπροστά το κεφάλι και αυτομάτως το ανασήκωνε, δίχως να ξυπνά. Τον κοιτούσαμε και γελούσαμε, αντί να κλαίμε για τη δική μας θέση. Κι εκείνος τουλάχιστον δεν θα είχε χρήματα. Εμείς που είχαμε;
Το πρωί μπήκαμε στο τρένο και σε 10 λεπτά ήμασταν στη Βενετία. Είναι μια πόλη που όσο και να στην περιγράψουν ή σου δείξουν φωτογραφίες και φιλμ, δεν πρόκειται να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Πρέπει να πας ο ίδιος.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό, μαζί με ένα τσούρμο άλλους τουρίστες.
Σηκωθήκαμε το πρωί και τώρα είναι οχτώ η ώρα και ταξιδεύουμε για Φλωρεντία. Στη Βενετία τα πράγματα σχεδόν όλα είναι ακριβά, όπως και στην Ελλάδα. Μερικά, όπως παραδείγματος χάριν τα γυαλικά, είναι πιο φτηνά και πολύ μάλιστα. Χθες έκανε πολύ κρύο και προχθές βροχή. Τώρα απ' ό,τι βλέπω η μέρα ξεκινά με καλό καιρό.
Τέλος 1ου από 4 ή 5 μέρη
Δεν έχω δει αν το έχει κάνει κάποιος άλλος εδώ στο forum, αλλά μου ήρθε η ιδέα να γράψω για το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ήταν στο μακρινό και ελπιδοφόρο έτος 1981, σχεδόν 36 χρόνια πριν. Πολλοί από εσάς δεν είχατε γεννηθεί ακόμα. Να δούμε αν θα ενδιαφέρει πολλούς να διαβάσουν αυτή την ιστορία. Φυσικά θα λείπουν οι φωτογραφίες, αφού οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές δεν πρέπει να υπήρχαν ούτε σαν ιδέα τότε. Εκείνη την εποχή διαβάζαμε στο «ήχος & hi-fi» ότι η τεχνολογία προχωρά και στην επόμενη δεκαετία σε ένα μικρό δίσκο λέιζερ θα είναι γραμμένα 100 τραγούδια. Για ψηφιακές δε θυμάμαι τίποτα εκείνη την εποχή. Από φωτογραφίες, θα σκανάρω όσες βρω από τις εκτυπώσεις που είχα κάνει τότε και από καρτ-ποστάλ που είχα αγοράσει.
Πήγα λοιπόν με το συγκάτοικό μου το Γιώργο, ως όφειλα στη φοιτητική μου ιδιότητα, ένα «ταξίδι διδαχής», που έλεγε και ο Κώστας Τουρνάς.
Είμαστε στις αρχές του 1981 και μένω με το Γιώργο σε ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα. Σπουδάζομε και οι δυο στο Πολυτεχνείο και έχομε αποφασίσει να πάμε ένα ταξίδι με Inter-rail σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Εγώ έχω αναλάβει τον προγραμματισμό των επισκέψεων και τη διαδοχή τους. Έψαχνα σε χάρτες και εγκυκλοπαίδειες τα ενδιαφέροντα και τις αποστάσεις. Μάλλον τις αποστάσεις (που τις ήθελα για να υπολογίσω τη διάρκεια της εκάστοτε μετακίνησης) τις υπολόγιζα με βάση τους αντίστοιχους χάρτες. Δεν θυμάμαι να είχαμε κάνει κάποιο κατάλογο με τα ενδιαφέροντα σημεία για κάθε πόλη που πηγαίναμε. Παίρναμε όταν φτάναμε, από τα τουριστικά γραφεία, κάποιο χάρτη και ακολουθούσαμε τις οδηγίες για τα προτεινόμενα σημεία. Το ταξίδι είχε μόνο πόλεις.
Κανείς από τους δυο μας δεν έχει ξαναταξιδέψει στο εξωτερικό. Το καλό είναι ότι ο Γιώργος ήξερε καλά να μιλά διάφορες ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και μπορούσε να συνεννοηθεί και σε ισπανικά ή ιταλικά). Εγώ ήξερα λίγα αγγλικά.
Έχομε αποφασίσει να κάνομε αποκλειστική χρήση των τρένων (για ένα μήνα που ισχύει το Inter-rail) και να μένομε μόνο σε Youth Hostel. Αυτό θα μπορούσαμε να το είχαμε παρακάμψει, αλλά θα είχαμε πρόβλημα συναλλάγματος. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσε κανείς να πηγαίνει στο εξωτερικό με όσα χρήματα ήθελε, υπήρχαν περιορισμοί. Εμείς οικονομικά ήμασταν μια χαρά, όμως προερχόμασταν από μια γενιά που μεγάλωσε με στερήσεις και είχε μάθει να ζει κάνοντας οικονομία. Δε θέλαμε να ξοδέψομε πολλά χρήματα, αφού μπορούσαμε να επιζήσομε και με λίγα. Αν θυμάμαι καλά, έχασε ο καθένας μας στο ταξίδι αυτό τέσσερα κιλά, λόγω περπατήματος αλλά και οικονομίας στα έξοδα φαγητού.
Σε όλο το ταξίδι κρατούσα ένα πρόχειρο ημερολόγιο για τα διάφορα που περνούσαμε. Ήταν όμως και αυτό λίγο αλαλούμ όπως και ο ιδιοκτήτης του. Σε όλες τις περιγραφές που κάνω σ' αυτό φαίνεται πως έπεσε πολλή πείνα σε όλο σχεδόν το ταξίδι. Εστιατόριο φυσικά δεν πλησιάσαμε, με εξαίρεση μια φορά στην Ιταλία και το μετανιώσαμε, αφού ήταν πολύ ακριβό για τα δεδομένα μας. Για νερό δεν κάνω λόγο, μάλλον δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα πίναμε από τις δημόσιες βρύσες αφού για μας τα εμφιαλωμένα ήταν άγνωστο είδος τότε.
Ένα χρόνο μετά κάναμε με το Γιώργο κι άλλο ένα ταξίδι με Inter-rail, αλλά αυτή τη φορά είχαμε αποφασίσει να μην περάσουμε τόσες κακουχίες και στερήσεις. Έτσι το 1982 γυρίσαμε από το ταξίδι χωρίς να έχομε χάσει βάρος, που σημαίνει ότι το θέμα αυτό είχε διορθωθεί. Επίσης είχαμε βελτιωθεί και στη χρήση των τρένων και των Youth Hostel. Δηλαδή φροντίζαμε να φτάνομε νωρίς στις διάφορες πόλεις ώστε να βρίσκομε κρεβάτι.
Είχαμε αγοράσει από το Μοναστηράκι ένα μεγαλούτσικο σακίδιο ο καθένας και εκεί φορτώσαμε τα πράγματά μας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εκδρομής ήταν ότι δεν φορούσε κανείς μας ρολόι. Έτσι δεν είχαμε ούτε ξυπνητήρι. Η φιλοσοφία μας εκείνη την εποχή ήταν ενάντια στη χρήση ρολογιού και όταν χρειαζόταν ρωτούσαμε αγνώστους για να μας πουν την ώρα.
Το Inter-rail μας κόστισε 9.900 δραχμές. Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης αναφέρω ότι τότε ο μισθός ενός νεοδιόριστου δημόσιου υπάλληλου θα ήταν λίγο πάνω από τις 10 χιλιάδες δραχμές. Όταν το αγοράσαμε, δηλώσαμε ότι θα το χρησιμοποιήσουμε από τις 13/4/1981 ως 12/5/1981. Οι συνολικές ώρες που πέρασα στα τρένα μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα ήταν 144 περίπου, δηλαδή το 20% του συνολικού χρόνου της εκδρομής. Θυμάμαι ότι εκτός από το Inter-rail τα υπόλοιπα χρήματα που ξόδεψα ήταν άλλα τόσα.
Παρακάτω θα γράψω την ιστορία αντιγράφοντας από τις σημειώσεις μου αλλά και με πρόσθετα σημερινά στοιχεία. Εσείς πιστεύω θα τα ξεχωρίζετε, αν είναι ανάγκη.
ΞΕΚΙΝΑΜΕ
15 Απριλίου 1981
Κοντεύουν δύο εικοσιτετράωρα που άρχισε το μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Ως τώρα μας έχουν παρουσιαστεί πολλές από τις δυσκολίες που περιμέναμε. Τις αντιμετωπίσαμε όμως με θάρρος, αλλά προπαντός με γέλιο. Το πρώτο χάρη κυρία στον Γιώργο και το δεύτερο κύρια σε μένα. Πρώτη δυσκολία παρουσιάστηκε μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, που ταξιδέψαμε όλη νύχτα με ένα λεωφορείο του ΟΣΕ.
Είχαμε σκοπό να μείνουμε εκεί για κάμποσες ώρες για να ψωνίσουμε, όμως το πρώτο τρένο για Βελιγράδι έφευγε σε 10 λεπτά και το δεύτερο σε 11 ώρες. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως. Ήμασταν κουρασμένοι από το ταξίδι Αθήνα Θεσσαλονίκη με το λεωφορείο και θα κάναμε με το τρένο άλλες 13 ώρες μέχρι το Βελιγράδι. Όμως το πιο άσχημο είναι ότι μείναμε χωρίς τρόφιμα και άλλα πράγματα που θα θέλαμε να αγοράσομε στη Θεσσαλονίκη. Τα μόνα τρόφιμα που είχαμε ήταν τέσσερα βρασμένα αυγά και ένα κομμάτι τυρί.
Στο Βελιγράδι φτάσαμε κατά τις έξι το απόγευμα και είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. Ο Γιώργος είχε χάσει ένα σακάκι και ένα στυλό κάπου στο ταξίδι μέσα στην Γιουγκοσλαβία, και γι αυτό ήταν πυρ και μανία με τους Γιουγκοσλάβους. Άλλο πρόβλημα που είχαμε ήταν να βρούμε το Youth Hostel στο Βελιγράδι. Κάναμε 2, 3 χιλιόμετρα με τραμ και άλλα τόσα με τα πόδια. Φτάσαμε στο Youth Hostel μετά από πολλούς κόπους και αγανακτισμένοι, μετά τις οχτώ το βράδυ, όπου μας είπαν ότι δεν έχει δωμάτιο, ούτε και ήξεραν να μας πουν πως και που θα βρούμε άλλο μέρος να μείνουμε.
Τελικά ο Γιώργος επέμενε να κοιμηθούμε σε ένα πάρκο. Εγώ φοβόμουν, αλλά στο τέλος καλά έκανα και υπέκυψα. Συμφώνησα δηλαδή. Ήταν ερημιά και κοιμηθήκαμε μια χαρά, κατά τις εννιά υπολογίζω, γιατί δεν είχαμε ρολόι. Ξυπνήσαμε όμως άσχημα 1, 2 ώρες πριν ξημερώσει γιατί έκανε πολύ κρύο. Τελικά μόλις πήρε να χαράζει πήραμε τα πράγματα μας και φύγαμε.
Κάποια στιγμή εκείνη τη μέρα ο Γιώργος μου αποκάλυψε και ένα γεγονός που συνέβη το βράδυ που κοιμόμασταν: μια στιγμή ξύπνησε από κάποιον θόρυβο και είδε ένα τύπο να μας πλησιάζει, να κοιτά λίγο, αλλά να φεύγει αμέσως. Εγώ απόρησα που μας πήρε χαμπάρι, έτσι καλά κρυμμένοι στα δέντρα και τους θάμνους που ήμασταν. Συχνά το σκεφτόμουν στο ταξίδι και το κουβεντιάζαμε κιόλας και λέγαμε πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που κάναμε.
Καιρό μετά, μου αποκάλυψε ότι μου έκανε πλάκα και δεν υπήρξε κανείς παράξενος επισκέπτης εκείνη τη νύχτα!
Στη διαδρομή με το τρένο ως το Βελιγράδι είδα πολλά. Από τα σύνορα ως τα Σκόπια η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη ενώ από εκεί και κάτω όχι και τόσο. Από τη Θεσσαλονίκη στα Σκόπια είχαμε παρέα και μια ελληνίδα που γνωρίσαμε στο τρένο, φοιτήτρια στα Σκόπια. Ο Γιώργος την μπαλαμούτιασε για καλά. Από τη Νίσσα επίσης είχαμε παρέα 2, 3 παιδιά που ένας ήξερε εκτός από τα γιουγκοσλαβικά και λίγα αγγλικά και μιλήσαμε λίγο.
Αυτή η φάση με την κοπέλα στην οποία έκανε καμάκι ο Γιώργος είναι από τις πιο έντονες στη μνήμη μας. Εκείνος ξεκίνησε το ταξίδι αποφασισμένος να κάνει πολύ καμάκι, σε αντίθεση με εμένα που ήξερα ότι αυτό θα οδηγούσε στην μη εκτέλεση του προγράμματός μας. Ξεκίνησε λοιπόν από το τρένο για Βελιγράδι. Θυμάμαι το χαϊδολόγημα που έκανε αρχικά στην κοπέλα. Κάποια στιγμή μπαίνουμε για μισό λεπτό σε ένα τούνελ και τα φώτα δεν άναψαν, σκοτάδι. Όταν βγήκαμε στο φως ήταν και οι δυο σφιχταγκαλιασμένοι και κατακόκκινοι από την ένταση. Μάλιστα προσπάθησαν να μπουν σε μια από τις τουαλέτες, αλλά δεν τα κατάφεραν να μπουν και οι δυο μαζί γιατί είχε κόσμο εκεί.
Τότε ο Γιώργος με πίεσε να μείνομε στα Σκόπια που έμενε η κοπέλα. Εγώ δεν συμφώνησα και ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω μόνος μου το ταξίδι. Τελικά υποχώρησε και συνεχίσαμε μαζί.
Στο Βελιγράδι κάναμε βόλτες με τα σακίδια στην πλάτη και θυμάμαι την πρώτη μας επίσκεψη σε σούπερ μάρκετ για να αγοράσουμε φαγώσιμα. Ήταν αρκετοί πελάτες μέσα, που ο καθένας κρατούσε μια μικρή διχτυωτή τσάντα, που έβαζαν μέσα τα ψώνια τους, κι εμείς ψάχναμε πλαστικές σακούλες. Πήραμε κάτι κονσέρβες και πήγαμε σε ένα νησάκι του Δούναβη και καθίσαμε να φάμε και να ρίξομε κι ένα ύπνο. Επειδή τα βράδια στα τρένα δεν κοιμόμασταν καλά, όταν ο καιρός το επέτρεπε κοιμόμασταν λίγο σε παγκάκια.
16 Απριλίου 1981, 6 το απόγευμα
Είμαστε με το Γιώργο σταματημένοι μέσα στο τρένο στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας με την Ιταλία, αλλά στο έδαφος της Ιταλίας. Πριν από λίγο ακούσαμε τις πρώτες ιταλικές λέξεις και χαρήκαμε και εγώ και ο Γιώργος, όχι για τίποτε άλλο παρά επειδή δεν ακούσαμε γιουγκοσλαβικά. Η χώρα αυτή μας είχε κουράσει πολύ.
Πηγαίνοντας για την Ιταλία σταματήσαμε λίγο στο Ζάγκρεμπ. Στις λίγες βόλτες που κάναμε εκεί θυμάμαι δυο πράγματα. Πρώτα, όταν θέλαμε να ρωτήσομε την ώρα, αντί για το κλασικό «What time is it?», αφού έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαιναν ούτε τα αγγλικά, τους δείχναμε τον καρπό μας και μας έδειχναν το ρολόι τους να δούμε την ώρα μόνοι μας. Στη αρχή τους δείχναμε απλώς τον καρπό και λέγαμε στα ελληνικά: τι ώρα είναι; Μετά το χοντρύναμε: τους δείχναμε τον καρπό και ρωτούσαμε λέγοντας μια βρισιά στα ελληνικά. Οι άνθρωποι, λόγω της κίνησής μας, καταλάβαιναν ότι θέλαμε να μάθουμε την ώρα. Επειδή το ρίξαμε στην πλάκα κάναμε την ερώτηση και χωρίς να θέλουμε να μάθουμε την ώρα. Όμως το σταματήσαμε γιατί φοβηθήκαμε μήπως ήξερε κανείς ελληνικά ή τουλάχιστο κάποια κακή λέξη.
Το άλλο που θυμάμαι από αυτή την πόλη είναι ότι δυο αστυνομικοί δε μας άφησαν να καθίσουμε κατάχαμα, στο σταθμό του τρένου που περιμέναμε. Και μάλιστα ήταν και αγριεμένοι. Πρόσεχαν πολύ την εμφάνιση στο σταθμό. Καμιά σχέση με το Βελιγράδι που ήταν λίγο χύμα η κατάσταση.
Στη διαδρομή προς Λουμπλιάνα στο τρένο μπήκαν τα παιδιά ενός σχολείου. Όταν κατέβηκαν διαπιστώσαμε ότι ένα παιδί είχε ξεχάσει ένα τεράστιο σάντουιτς. Ήταν η καλύτερη τύχη που μπορούσαμε να έχουμε!
18 Απριλίου 1981
Τελικά πράγματι στην Βενετία, ή μάλλον στο Μέστρε, την μπουτσίσαμε. Δεν βρήκαμε μέρος να κοιμηθούμε γιατί οι καραμπινιέροι δεν άφηναν στο σταθμό. Εγώ κοιμήθηκα μια ωρίτσα σε ένα παγκάκι (το ίδιο και ο Γιώργος) άλλα ξεπάγιασα και γι' αυτό μπήκα σε μια αίθουσα αναμονής και την έβγαλα στην καρέκλα. Κοιμήθηκα πάντως λίγο. Ήταν η πιο άσχημη νύχτα ως τώρα.
Αυτή τη βραδιά στο Μέστρε τη θυμάμαι πολύ έντονα. Κάναμε βόλτες στο σταθμό και δε βρίσκαμε μέρος βολικό για ύπνο. Κάναμε και μια βόλτα γύρω και ο Γιώργος είχε τρελές ιδέες, όπως ας πούμε να κοιμηθούμε στην αυλή ενός σπιτιού. Δεν του έκανα τη χάρη! Γι αυτό επιστρέψαμε στο σταθμό και είδαμε κάτι τύπους εν τω μεταξύ και την είχαν πέσει σε μια αίθουσα κατάχαμα. Μας άρεσε η ιδέα και απλωθήκαμε κι εμείς.
Όχι για πολύ όμως. Οι καραμπινιέροι μας την έπεσαν με κλωτσιές. Εννοείται έδιωξαν και τους άλλους πιτσιρικάδες, με τους οποίους πιάνουμε την κουβέντα στα αγγλικά. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι όλοι ήμασταν έλληνες!
Η μοναδική αίθουσα αναμονής στο σταθμό ήταν μία με διαστάσεις περίπου 10 επί 10 μέτρα. Είχε γύρω-γύρω καρέκλες για τον κόσμο και στη μέση τίποτα. Ήτανε τουλάχιστον 20 «άστεγοι» σαν κι εμάς. Εκεί καθίσαμε κι εμείς. Κάποια στιγμή μας πιάνουν τα γέλια με το Γιώργο γιατί ήταν ένας ταλαίπωρος, που όπως κοιμόταν καθιστός, του έπεφτε μπροστά το κεφάλι και αυτομάτως το ανασήκωνε, δίχως να ξυπνά. Τον κοιτούσαμε και γελούσαμε, αντί να κλαίμε για τη δική μας θέση. Κι εκείνος τουλάχιστον δεν θα είχε χρήματα. Εμείς που είχαμε;
Το πρωί μπήκαμε στο τρένο και σε 10 λεπτά ήμασταν στη Βενετία. Είναι μια πόλη που όσο και να στην περιγράψουν ή σου δείξουν φωτογραφίες και φιλμ, δεν πρόκειται να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Πρέπει να πας ο ίδιος.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό, μαζί με ένα τσούρμο άλλους τουρίστες.
Σηκωθήκαμε το πρωί και τώρα είναι οχτώ η ώρα και ταξιδεύουμε για Φλωρεντία. Στη Βενετία τα πράγματα σχεδόν όλα είναι ακριβά, όπως και στην Ελλάδα. Μερικά, όπως παραδείγματος χάριν τα γυαλικά, είναι πιο φτηνά και πολύ μάλιστα. Χθες έκανε πολύ κρύο και προχθές βροχή. Τώρα απ' ό,τι βλέπω η μέρα ξεκινά με καλό καιρό.
Τέλος 1ου από 4 ή 5 μέρη