Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.371
- Likes
- 18.669
- Επόμενο Ταξίδι
- Bordeaux
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
Η περιπέτεια
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας με κατεύθυνση προς Sighisoara. Εδώ πια ο δρόμος είχε χωθεί βαθιά πια μέσα στη φύση και είχε αρχίσει να γίνεται και ελικοειδής.
Δύο πράγματα μας είπαν να προσέχουμε στη Ρουμανία: τα αδέσποτα σκυλιά και τα μπλόκα στους Εθνικούς δρόμους. Τα σκυλιά τα προσέχαμε, τα μπλόκα όμως;
Μετά από μια προσπέραση ημιφορτηγού σε ένα σημείο που είχε μια «στροφούλα» ξαφνικά εμφανίστηκε πίσω μας ένα περιπολικό. Καλά που βρέθηκε αυτό; Από πού βγήκε;
Σταματήσαμε στην άκρη δείχνοντας κατά τα γνωστά άδεια και δίπλωμα. Με μια χαρά Αγγλικά οι δύο τροχονόμοι μας ενημέρωσαν ότι κάναμε παράβαση και έπρεπε να πληρώσουμε 450 lei και ότι θα έπρεπε να παραδώσουμε και το δίπλωμα!
Η λέξη πανικός είναι πολύ μικρή για να εκφράσει το τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα να μιλάω ακατάπαυστα και ούτε που θυμάμαι τι έλεγα.
«Αδύνατον, είμαστε τουρίστες, χρειαζόμαστε το δίπλωμα, πως θα γυρίσουμε πίσω» και άλλα πολλά που μάλλον δεν έβγαζαν πολύ νόημα γιατί μου «έβγαιναν» και πολλά greeglish.
Απομακρύνθηκαν για λίγο οι δύο αστυνομικοί. Έκαναν μια μικρή σύσκεψη και μετά μας πλησίασε πάλι ο ένας από τους δύο και μας είπε:
«Άντε εντάξει. Επειδή όμως καταγραφήκατε δεν μπορούμε να μη σας κόψουμε πρόστιμο. Το μικρότερο δυνατόν είναι 150lei».
«Εντάξει» τους λέμε, «μόνο που δεν έχουμε lei» (η αλήθεια είναι ότι μας είχε τελειώσει το συνάλλαγμα).
«Έχουμε μόνο euro και κάρτα»!
Μετά άρχισε μια "ψιλοανάκριση". Από πού είστε; Πως βρεθήκατε εδώ; Που πάτε; κ.α. τέτοια.
«Έλληνες είμαστε»
«Α! Έλληνες; Έχω την κόρη μου που σπουδάζει στην Ελλάδα» λέει ο ένας.
Τελείως αυθόρμητα, στο πλαίσιο του ομιλήν ακαταπαύστως λέω:
«Τέλεια θα πεις στην κόρη σου να έρθει από το σπίτι μας να τη γνωρίσουμε και ότι χρειάζεται… σε μας». Βάλανε τα γέλια και οι δύο και ο άνδρας μου συγχρόνως!
Μετά ξανακάνανε μια σύσκεψη. Στη συνέχεια ο μεγαλύτερος σε ηλικία (αυτός με την κόρη) κοιτάει τον μικρότερο και του δίνει το λόγο. Και τότε ο μικρότερος γυρνάει και μας λέει:
«Το χρειάζεστε πολύ το δίπλωμα»;
Κοιταχτήκαμε αποσβολωμένοι για κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβουμε ότι… μας πειράζανε! Σκάσαμε όλοι στα γέλια και μετά τους ευχαριστήσαμε, δίνοντας το τηλέφωνο και τη διεύθυνση μας στην Αθήνα παροτρύνοντας τον να μας στείλει… την κόρη του!
Φύγαμε ανακουφισμένοι και ευχαριστημένοι. Μεγάλη λαχτάρα περάσαμε. Τώρα όμως που την ξεπεράσαμε νιώθαμε πιο ευχαριστημένοι από όσο είμαστε πριν την πάθουμε. Happening δεν ήθελα; Αυτό κι αν ήταν happening! Καλά να πάθω!
Παραμυθένια Sighisoara
Φτάσαμε στη Sighisoara. Παρκάραμε έξω από τα τείχη. Δεν βγήκαμε όμως αμέσως από το αυτοκίνητο. Τα δύο αρσενικά της παρέας νιώθανε πολύ κουρασμένα και ρίξανε έναν μισάωρο ύπνο μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ όταν είμαι εκδρομή δεν μπορώ να χάσω χρόνο με ύπνο. Περίμενα υπομονετικά μισή ώρα και μετά τους ξύπνησα.
«Τόσα χιλιόμετρα κάναμε. Θα πάμε να δούμε τη Sighisoara;»
Ανεβήκαμε τα σκαλιά που οδηγούν σε αυτήν την καστροπολιτεία και φτάσαμε στο ιστορικό της κέντρο.
Η Sighisoara είναι μια πόλη με «χαρακτήρα» στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, που έχει χαρακτηριστεί Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Unesco. Είναι μια πανέμορφη πόλη γοτθικών επιρροών, που προέκυψε από την ανάγκη να υπάρξει ένα κέντρο εμπόρων και μαστόρων τον 12αι. Και εκεί έμεινε. Στον 12αιώνα.
Η πόλη είναι παραμυθένια. Για να είμαι ακριβής, πρόκειται για άλλη μια παραμυθένια πόλη. Έχει πολλά καλοδιατηρημένα μεσαιωνικά δρομάκια και κτίρια. Περπατήσαμε στα καλντερίμια και στις πλατείες της, είδαμε τις υπέροχες εκκλησίες της, το Πύργο του ρολογιού, που είναι στολίδι για την πόλη και ανεβήκαμε μέσω της φημισμένης σκεπαστής σκάλας (Σκάρα Σκολαρίλορ) στο λόφο με την εκκλησία Bicerica din Deal.
Βρήκαμε και το πασίγνωστο σπίτι (εστιατόριο πια) που γεννήθηκε ο παλουκωτής Vlad Tsepes. Δεν καθίσαμε όμως για φαγητό. Προτιμήσαμε να κάνουμε βόλτες. Βγάλαμε φωτογραφίες με το άγαλμα του Vlad, θαυμάσαμε τη θέα της νέας πόλης από τη «βεράντα» του ρολογιού, βγάλαμε φωτογραφίες και με αυτό και μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ένα δύωρο.
Μερικές εικόνες της Sighisoara...
Το σπίτι του Βλαντ Τσέπες, που όλοι ξέρουν και που δεν περνάει απαρατήρητο...
Και η είσοδός του...
«Ας φύγουμε» λέμε. Να μη μας βρει η νύχτα στο δρόμο. Έχει και μπλόκα…Οπότε πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε φάει. Είχε αρχίσει η πείνα. Στο δρόμο παρατήρησα ότι υπήρχαν ταβέρνες εξοχικές με σταματημένα φορτηγά απ’ έξω και λέω στον άντρα μου: «Οι φορτηγατζήδες ξέρουν τις καλές ταβέρνες και σε αυτές πάνε και τρώνε. Δεν πάμε και εμείς;»
Στην επόμενη λοιπόν ταβέρνα που συναντήσαμε, η οποία είχε δύο φορτηγά παρκαρισμένα απ’ έξω και τζάκι που κάπνιζε, σταματήσαμε. Belvedere λεγόταν. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, από τα ωραιότερα που έχω φάει. Φάγαμε δύο σούπες πεντανόστιμες (μία με χοιρινό και μια με φασόλια και λουκάνικο) και μία ποικιλία κρεατικών για τρία άτομα και πληρώσαμε και 58 lei δηλαδή 13€!!!
Η ταβέρνα αυτή ήταν πολύ κοντά στο σημείο που μας είχαν σταματήσει οι αστυνομικοί νωρίτερα.
Η ταβέρνα...
Και το φαγητό...
Τελικά σε αυτές τις στροφές του δρόμου ήταν γραφτό να νιώσουμε έντονες συγκινήσεις και όταν πηγαίναμε…(με το μπλόκο) και όταν γυρνούσαμε από τη Sighisoara…(με το φαγητό)!
Επιστρέψαμε στο Brasov κάνοντας πάλι μιαν απόπειρα να δούμε τη Μαύρη Εκκλησία και εσωτερικά, αλλά πάλι ήταν κλειστή. Μετά κάναμε μιαν άλλη απόπειρα μήπως λόγω Μ. Δευτέρας είχε λειτουργία (ξέρετε σαν happening) η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, αλλά και αυτή ήταν κλειστή. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ήταν Μ. Δευτέρα βράδυ και δεν είχε λειτουργία; Ήθελα λίγο και εγώ να πάρω μια γεύση πως είναι η Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα σε μια άλλη Ορθόδοξη χώρα.
Σχετικά με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου: θα τολμήσω να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηρισμό που δεν ταιριάζει ίσως σε εκκλησία αλλά είχε μια άγρια ομορφιά! Λίγο η αρχιτεκτονική της, λίγο του ότι ήταν σούρουπο, λίγο του ότι οι φιγούρες των εξωτερικών νωπογραφιών νόμιζες ότι σε παρακολουθούσαν, λίγο η ομίχλη και το διπλανό νεκροταφείο, λίγο του ότι ψυχολογικά επηρεάζεσαι όταν νιώθεις ότι βρίσκεσαι στη Ρουμανία, μου δημιούργησαν μια εικόνα τόσο εξωτική και μια ανατριχίλα…
Για του λόγου το αληθές….
Μπορεί να φταίνε και οι ταινίες που έχω δει. Αλλά τι σημασία έχει; Εμένα μου άρεσε η αναστάτωση που μου δημιούργησαν οι παραπάνω εικόνες.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο με τους άνδρες της παρέας να βλέπουν snooker στην τηλεόραση και εγώ να κάνω τον απολογισμό αυτής της τόσο έντονης ημέρας.
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας με κατεύθυνση προς Sighisoara. Εδώ πια ο δρόμος είχε χωθεί βαθιά πια μέσα στη φύση και είχε αρχίσει να γίνεται και ελικοειδής.
Δύο πράγματα μας είπαν να προσέχουμε στη Ρουμανία: τα αδέσποτα σκυλιά και τα μπλόκα στους Εθνικούς δρόμους. Τα σκυλιά τα προσέχαμε, τα μπλόκα όμως;
Μετά από μια προσπέραση ημιφορτηγού σε ένα σημείο που είχε μια «στροφούλα» ξαφνικά εμφανίστηκε πίσω μας ένα περιπολικό. Καλά που βρέθηκε αυτό; Από πού βγήκε;
Σταματήσαμε στην άκρη δείχνοντας κατά τα γνωστά άδεια και δίπλωμα. Με μια χαρά Αγγλικά οι δύο τροχονόμοι μας ενημέρωσαν ότι κάναμε παράβαση και έπρεπε να πληρώσουμε 450 lei και ότι θα έπρεπε να παραδώσουμε και το δίπλωμα!
Η λέξη πανικός είναι πολύ μικρή για να εκφράσει το τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα να μιλάω ακατάπαυστα και ούτε που θυμάμαι τι έλεγα.
«Αδύνατον, είμαστε τουρίστες, χρειαζόμαστε το δίπλωμα, πως θα γυρίσουμε πίσω» και άλλα πολλά που μάλλον δεν έβγαζαν πολύ νόημα γιατί μου «έβγαιναν» και πολλά greeglish.
Απομακρύνθηκαν για λίγο οι δύο αστυνομικοί. Έκαναν μια μικρή σύσκεψη και μετά μας πλησίασε πάλι ο ένας από τους δύο και μας είπε:
«Άντε εντάξει. Επειδή όμως καταγραφήκατε δεν μπορούμε να μη σας κόψουμε πρόστιμο. Το μικρότερο δυνατόν είναι 150lei».
«Εντάξει» τους λέμε, «μόνο που δεν έχουμε lei» (η αλήθεια είναι ότι μας είχε τελειώσει το συνάλλαγμα).
«Έχουμε μόνο euro και κάρτα»!
Μετά άρχισε μια "ψιλοανάκριση". Από πού είστε; Πως βρεθήκατε εδώ; Που πάτε; κ.α. τέτοια.
«Έλληνες είμαστε»
«Α! Έλληνες; Έχω την κόρη μου που σπουδάζει στην Ελλάδα» λέει ο ένας.
Τελείως αυθόρμητα, στο πλαίσιο του ομιλήν ακαταπαύστως λέω:
«Τέλεια θα πεις στην κόρη σου να έρθει από το σπίτι μας να τη γνωρίσουμε και ότι χρειάζεται… σε μας». Βάλανε τα γέλια και οι δύο και ο άνδρας μου συγχρόνως!
Μετά ξανακάνανε μια σύσκεψη. Στη συνέχεια ο μεγαλύτερος σε ηλικία (αυτός με την κόρη) κοιτάει τον μικρότερο και του δίνει το λόγο. Και τότε ο μικρότερος γυρνάει και μας λέει:
«Το χρειάζεστε πολύ το δίπλωμα»;
Κοιταχτήκαμε αποσβολωμένοι για κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβουμε ότι… μας πειράζανε! Σκάσαμε όλοι στα γέλια και μετά τους ευχαριστήσαμε, δίνοντας το τηλέφωνο και τη διεύθυνση μας στην Αθήνα παροτρύνοντας τον να μας στείλει… την κόρη του!
Φύγαμε ανακουφισμένοι και ευχαριστημένοι. Μεγάλη λαχτάρα περάσαμε. Τώρα όμως που την ξεπεράσαμε νιώθαμε πιο ευχαριστημένοι από όσο είμαστε πριν την πάθουμε. Happening δεν ήθελα; Αυτό κι αν ήταν happening! Καλά να πάθω!
Παραμυθένια Sighisoara
Φτάσαμε στη Sighisoara. Παρκάραμε έξω από τα τείχη. Δεν βγήκαμε όμως αμέσως από το αυτοκίνητο. Τα δύο αρσενικά της παρέας νιώθανε πολύ κουρασμένα και ρίξανε έναν μισάωρο ύπνο μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ όταν είμαι εκδρομή δεν μπορώ να χάσω χρόνο με ύπνο. Περίμενα υπομονετικά μισή ώρα και μετά τους ξύπνησα.
«Τόσα χιλιόμετρα κάναμε. Θα πάμε να δούμε τη Sighisoara;»
Ανεβήκαμε τα σκαλιά που οδηγούν σε αυτήν την καστροπολιτεία και φτάσαμε στο ιστορικό της κέντρο.
Η Sighisoara είναι μια πόλη με «χαρακτήρα» στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, που έχει χαρακτηριστεί Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Unesco. Είναι μια πανέμορφη πόλη γοτθικών επιρροών, που προέκυψε από την ανάγκη να υπάρξει ένα κέντρο εμπόρων και μαστόρων τον 12αι. Και εκεί έμεινε. Στον 12αιώνα.
Η πόλη είναι παραμυθένια. Για να είμαι ακριβής, πρόκειται για άλλη μια παραμυθένια πόλη. Έχει πολλά καλοδιατηρημένα μεσαιωνικά δρομάκια και κτίρια. Περπατήσαμε στα καλντερίμια και στις πλατείες της, είδαμε τις υπέροχες εκκλησίες της, το Πύργο του ρολογιού, που είναι στολίδι για την πόλη και ανεβήκαμε μέσω της φημισμένης σκεπαστής σκάλας (Σκάρα Σκολαρίλορ) στο λόφο με την εκκλησία Bicerica din Deal.
Βρήκαμε και το πασίγνωστο σπίτι (εστιατόριο πια) που γεννήθηκε ο παλουκωτής Vlad Tsepes. Δεν καθίσαμε όμως για φαγητό. Προτιμήσαμε να κάνουμε βόλτες. Βγάλαμε φωτογραφίες με το άγαλμα του Vlad, θαυμάσαμε τη θέα της νέας πόλης από τη «βεράντα» του ρολογιού, βγάλαμε φωτογραφίες και με αυτό και μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ένα δύωρο.
Μερικές εικόνες της Sighisoara...
Το σπίτι του Βλαντ Τσέπες, που όλοι ξέρουν και που δεν περνάει απαρατήρητο...
Και η είσοδός του...
«Ας φύγουμε» λέμε. Να μη μας βρει η νύχτα στο δρόμο. Έχει και μπλόκα…Οπότε πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε φάει. Είχε αρχίσει η πείνα. Στο δρόμο παρατήρησα ότι υπήρχαν ταβέρνες εξοχικές με σταματημένα φορτηγά απ’ έξω και λέω στον άντρα μου: «Οι φορτηγατζήδες ξέρουν τις καλές ταβέρνες και σε αυτές πάνε και τρώνε. Δεν πάμε και εμείς;»
Στην επόμενη λοιπόν ταβέρνα που συναντήσαμε, η οποία είχε δύο φορτηγά παρκαρισμένα απ’ έξω και τζάκι που κάπνιζε, σταματήσαμε. Belvedere λεγόταν. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, από τα ωραιότερα που έχω φάει. Φάγαμε δύο σούπες πεντανόστιμες (μία με χοιρινό και μια με φασόλια και λουκάνικο) και μία ποικιλία κρεατικών για τρία άτομα και πληρώσαμε και 58 lei δηλαδή 13€!!!
Η ταβέρνα αυτή ήταν πολύ κοντά στο σημείο που μας είχαν σταματήσει οι αστυνομικοί νωρίτερα.
Η ταβέρνα...
Και το φαγητό...
Τελικά σε αυτές τις στροφές του δρόμου ήταν γραφτό να νιώσουμε έντονες συγκινήσεις και όταν πηγαίναμε…(με το μπλόκο) και όταν γυρνούσαμε από τη Sighisoara…(με το φαγητό)!
Επιστρέψαμε στο Brasov κάνοντας πάλι μιαν απόπειρα να δούμε τη Μαύρη Εκκλησία και εσωτερικά, αλλά πάλι ήταν κλειστή. Μετά κάναμε μιαν άλλη απόπειρα μήπως λόγω Μ. Δευτέρας είχε λειτουργία (ξέρετε σαν happening) η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, αλλά και αυτή ήταν κλειστή. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ήταν Μ. Δευτέρα βράδυ και δεν είχε λειτουργία; Ήθελα λίγο και εγώ να πάρω μια γεύση πως είναι η Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα σε μια άλλη Ορθόδοξη χώρα.
Σχετικά με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου: θα τολμήσω να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηρισμό που δεν ταιριάζει ίσως σε εκκλησία αλλά είχε μια άγρια ομορφιά! Λίγο η αρχιτεκτονική της, λίγο του ότι ήταν σούρουπο, λίγο του ότι οι φιγούρες των εξωτερικών νωπογραφιών νόμιζες ότι σε παρακολουθούσαν, λίγο η ομίχλη και το διπλανό νεκροταφείο, λίγο του ότι ψυχολογικά επηρεάζεσαι όταν νιώθεις ότι βρίσκεσαι στη Ρουμανία, μου δημιούργησαν μια εικόνα τόσο εξωτική και μια ανατριχίλα…
Για του λόγου το αληθές….
Μπορεί να φταίνε και οι ταινίες που έχω δει. Αλλά τι σημασία έχει; Εμένα μου άρεσε η αναστάτωση που μου δημιούργησαν οι παραπάνω εικόνες.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο με τους άνδρες της παρέας να βλέπουν snooker στην τηλεόραση και εγώ να κάνω τον απολογισμό αυτής της τόσο έντονης ημέρας.
Last edited: