St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 897
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Προσκύνημα στο Χτες, γνωριμία με το Σήμερα.
Φαίνεται πως από πάντα ο Έλληνας κουβαλάει μαζί του την Ελλάδα. Μπορεί να γκρινιάζει για την ξεραΐλα της, για τα βράχια της, για την στέρφα γης, μα κατά βάθος τη λατρεύει έτσι όπως είναι: γυμνή κι ανυπεράσπιστη κάτω από τον ανελέητο ήλιο της, που της καψαλίζει το κορμί και της αγριεύει την όψη…. Την αγαπάει για τα βάρβαρα καλοκαίρια της, για τους γλυκείς χειμώνες της, τη νοιώθει μέσα του να σπαρταράει όλο ζωντάνια σαν τύχει να αγναντέψει μια ρίζα ελιάς, ένα κλήμα φορτωμένο σταφύλι, πλημμυρίζει από έρωτα γι’ αυτήν όταν πίνει ένα ποτήρι μπρούσκο κρασί, ή όταν μυρίζει την αψάδα της γης μετά την πρώτη φθινοπωρινή βροχή…..
Είναι παράξενος τόπος η Ελλάδα. Και πιο παράξενος ο Έλληνας. Γκρινιάζει μ΄ό,τι αγαπάει. Μα αν ποτέ τύχει να τον αφήσεις να διαλέξει μια καινούργια κώχη για να ριζώσει από την αρχή, θα ψάξει με λύσσα να βρει μιαν ολόιδια, σαν αυτήν που άφησε πίσω του δίχως να επιτρέψει στον εαυτό του την παραμικρή παραλλαγή.
Παράδειγμα η Σικελία, η ψυχή της Μεγάλης Ελλάδας. Ένα κομμάτι αττικής γης φερμένο θαρρείς, τόσα μίλια μακριά, στους ώμους των πρώτων αποίκων. Είναι εκεί κάτω μια άλλη Ελλάδα, η «Μεγάλη» , που σε συγκινεί σήμερα και σε συγκλονίζει με τους θρηνητικούς αντίλαλους της Ιστορίας. Φτάνουν στα αυτιά σου μέσα από τους πεσμένους σπονδύλους, τους μοναχικούς κίονες, τα τραυματισμένα κιονόκρανα. Κάθε ναός διηγείται ψιθυριστά, σα να εμπιστεύεται μονάχα εσένα, -τον καινούργιο Έλληνα, το βιαστικό, τον πολυάσχολο, τον ψύχραιμο-, ένα θαυμάσιο, ένα ανεπανάληπτο μυστικό. Κι εκεί, καθώς τρέχεις στην Κοιλάδα των Ναών του Ακράγαντα με μια μηχανή στο χέρι, ξαφνικά νοιώθεις, πως το «αντικείμενο» που φωτογραφίζεις περπατά μέσα στη μηχανή σου! Σε πλησιάζει! Σε αγγίζει! Ακουμπά πάνω σου. Ένα εκτυφλωτικό, μαγιάτικο φως σταλάζει πάνω στις πανάρχαιες πέτρες του, και τα σχοίνα του χαϊδεύουν τρυφερά τους στύλους με τις ανθισμένες κροκάτες εκρήξεις τους. Είσαι μαγεμένος από την εικόνα, και αναπηδάς τρομαγμένος όταν ακούς ξαφνικά μια φωνή βαθειά κουρασμένη κι απόμακρη:
- Καλώς όρισες. Να ‘ξερες πόση ζεστασιά μου ‘φερες. Να ‘ξερες πόσες μνήμες μου ζωντάνεψες. Μη βιαστείς να φύγεις, δες την ερημιά ένα γύρω. Μου κάνει κακό. Είναι άσχημο να σε ξεχνούν όταν σε έχουν πολύ αγαπήσει. Κι εδώ ο τόπος λατρεύτηκε πολύ, χρόνια αιώνες. Τούτη η Κοιλάδα υπήρξε ιερή, υπήρξε καταφύγιο, υπήρξε Ιδέα. Βλέπεις; Τι έμεινε; Οι ελιές, τα πεύκα, τα σχοίνα και τα κουφάρια μας. Όμως ο αέρας είναι πάντα ο ίδιος, τα καλοκαίρια καυτά όπως και στην Πατρίδα, και οι άνοιξες τρυφερές σαν το ροδίτικο ξημέρωμα. Αλήθεια, μήπως είσαι από το νησί;
Είμαι απελπισμένη που δεν είμαι από τη Ρόδο για να δώσω μια μικρή χαρά στη μοναχική κολώνα του Ναού του Ηρακλή που μου ψιλοκουβεντιάζει. Όμως την πληροφορώ πως βρέθηκα κάποτε στην Κάμειρο και στην Λίνδο, και τα στεγνά πέτρινα χείλια προσπαθούν να χαμογελάσουν:
- Ώστε τις είδες;
- Και βέβαια τις είδα
- Αν τύχει να τις ξαναδείς, πες τους πως είμαστε καλά. Λίγο μονάχες, βέβαια, μα τι να γίνει, έτσι είναι η ξενιτιά. Άραγε πόσα χρόνια ακόμα; Πόσες χιλιάδες χρόνια από τότε που οι Ροδίτες πάτησαν τούτον τον τόπο, φτιάχνοντας αυτήν εδώ την αποικία; Αλήθεια, ξένη, θυμάσαι καθόλου αυτό το μακρινό παραμύθι ή μη και το ξέχασες επειδή πέρασε τόσος καιρός;
Ξαφνικά ο φακός αδειάζει. Τι στο καλό έπαθα; Η μηχανή κρέμεται τώρα ανοιχτή από το λαιμό μου κι εγώ νοιώθω τον ήλιο να με ζεματάει. Το φως είναι τρομακτικό. Η ατμόσφαιρα έχει μιάν εκπληκτική καθαρότητα, ο αέρας χλιαρός κι οι κολώνες πάντα εκεί. Ακίνητες, ρεμβαστικές, αγναντεύουν πάνω από μας, πάνω από τα γύρω βουνά, πάνω από τους Καιρούς, τη μοίρα της Ελλάδας. Μια μοίρα παράξενη και κακή. Μια μοίρα φόνισσα, που σήμερα στήνει κολώνες στον Ακράγαντα, και την επόμενη επιχειρεί να τις καταστρέψει με τα ίδια τα χέρια που τις έστησε. Που τις λούζει με αίμα αδελφικό για να τις πομπέψει, ενώ δε νοιώθει πως πομπεύει την Ιστορία της….
Σε αυτήν την συγκλονιστική στιγμή τον Ακράγαντα, θυμηθήκαμε, για πρώτη φορά, την Εκστρατεία στη Σικελία και την τραγική αδελφοκτονία…
Στην Σικελία ξαναγυρίσαμε σαν αδιάβαστοι μαθητές στις καταβολές μας. Πόσο λίγο τις ξέραμε! Τι δίκιο που είχε ο κίονας στο ναό του Ηρακλή. Πόση δόξα, πόσος πολιτισμός, πόση ομορφιά, αλλά και πόση πίκρα, πόση παραφροσύνη. Και τώρα; Και τώρα μια βιαστική επίσκεψη, μια δυνατή συγκίνηση, και μια δειλή υπόσχεση επιστροφής στον τόπο που δεν είναι πια δικός μας, μα που οι Ιταλοί τον δέχονται, δίχως επιφύλαξη, σαν ελληνικό. Θυμάμαι το περιστατικό στον Ακράγαντα και γελάω ακόμα.
Γηραιά κυρία της συντροφιάς, που είχε τάξει σκοπό της ζωής της, πριν πεθάνει, να δει το ναός της Ομόνοιας στο Agrigento, στάθηκε απειλητική, μπρος σε ένα φουκαρά Σικελό που έπινε βαλαντωμένος από τη ζέστη την παγωμένη του μπύρα, στο μικρό bar, και χτυπώντας άγρια το μπαστούνι της καταγής, του φώναξε κατά πρόσωπο:
- Questa terra e’ nostra;
Κι ο Σικελός κοιτώντας την αδιάφορα και βαρυεστημένα:
- Bene, allora, prendi le tue pietre e va via;;;;
Σωστά: σύμφωνοι κυρά μου, η γης είναι δική σου, μα πώς να το κάνουμε βρίσκεται στην Ιταλία. Πάρε λοιπόν αγκαλιά τις «πέτρες» σου και άμε στο καλό…
Καμιά διάθεση αμφισβήτησης από τον αγράμματο Ιταλό για την προέλευση των μνημείων. Καμιά τάση οικειοποίησης. Κι είναι ζεστοί άνθρωποι οι Σικελοί. Ακούν ελληνικά και σηκώνονται από το τραπέζι τους, πλησιάζουν χαμογελώντας δειλά, σου εύχονται «καλή όρεξη» και ρωτούν:
- Έλληνες ε; ήρθατε για επίσκεψη στην αρχαία σας πατρίδα, τη Μεγάλη Ελλάδα. Καλώς ορίσατε λοιπόν και καλή διαμονή.
Αυτές οι φράσεις: «Ρatria Antica» και «Μagna Grecia», μοιάζουν με τραγούδι στα αυτιά μας. Κι η καρδιά μας φουσκώνει από συγκίνηση για την αυθόρμητη ευγένεια και τη ζεστασιά των ανθρώπων του νησιού. Η αγάπη τους για την Ελλάδα και τους Έλληνες είναι έκδηλη παντού. Ακόμα και στην καλυμμένη μα επίμονη προσπάθεια τους να μας προφυλάξουν από τις κλοπές και την τυχόν κακοποίηση. Όμως ο Σικελός γίνεται… σφίγγα, αν τύχει και του μιλήσεις για την Μαφία. Κλείνεται σα σάλιαγκας στο καβούκι του, και σου εξηγεί με σοβαρότητα πως: «το απέναντι Monumento είναι αραβικής προελεύσεως». Κι εκεί τελειώνει η διαφώτιση σου σχετική με τη ζωή και τη δράση της Μαφίας. Δηλαδή, πας και φεύγεις δίχως να μάθεις τι ακριβώς συμβαίνει στο νησί.
Είχα την άτυχη έμπνευση να επιμείνω πολλές φορές, και με διαφορετικά πρόσωπα, πάνω σε αυτό το θέμα, με την ελπίδα ότι τελικά κάποιος τολμηρός θα μου άνοιγε επιτέλους τα μάτια. Όμως ο μόνος τολμηρός με συμβούλεψε το μόνο τολμηρό πράγμα που έμαθα: «Μη πολυρωτάς για τη Μαφία, αν δε θέλεις κάποια νύχτα να εξαφανιστείς από το ξενοδοχείο σου.»
Τον πράκτορα 007 τον απολαμβάνω, είναι η αλήθεια, στο πανί, μα με κανένα τρόπο δε θα ήθελα να τον μιμηθώ στη Σικελία. Οι προοπτικές του παιγνιδιού διαγράφονταν μάλλον μακάβριες. Κι επειδή μέσα στις άλλες μου μικρές επιθυμίες, είναι και η θανή μου στο σπίτι μου, στη πατρίδα και στο κρεβάτι μου, έπαψα να ρωτώ και να ψάχνω. Έτσι, συγχωρήστε μου την άγνοια. Το τίμημα της γνώσης μου φάνηκε πολύ βαρύ. Έπειτα, ούτε κι εσάς θα εξυπηρετούσε. Γιατί κανείς, από όσο ξέρω, δεν έγραψε τις εντυπώσεις του , για τις μεθόδους της Μαφίας, από τον άλλον κόσμο. Φαίνεται πως κι ο Άγιος Πέτρος ασχολείται με τη λογοκρισία.
Λέτε να ‘ναι…. βαλτός;;;
Φαίνεται πως από πάντα ο Έλληνας κουβαλάει μαζί του την Ελλάδα. Μπορεί να γκρινιάζει για την ξεραΐλα της, για τα βράχια της, για την στέρφα γης, μα κατά βάθος τη λατρεύει έτσι όπως είναι: γυμνή κι ανυπεράσπιστη κάτω από τον ανελέητο ήλιο της, που της καψαλίζει το κορμί και της αγριεύει την όψη…. Την αγαπάει για τα βάρβαρα καλοκαίρια της, για τους γλυκείς χειμώνες της, τη νοιώθει μέσα του να σπαρταράει όλο ζωντάνια σαν τύχει να αγναντέψει μια ρίζα ελιάς, ένα κλήμα φορτωμένο σταφύλι, πλημμυρίζει από έρωτα γι’ αυτήν όταν πίνει ένα ποτήρι μπρούσκο κρασί, ή όταν μυρίζει την αψάδα της γης μετά την πρώτη φθινοπωρινή βροχή…..
Είναι παράξενος τόπος η Ελλάδα. Και πιο παράξενος ο Έλληνας. Γκρινιάζει μ΄ό,τι αγαπάει. Μα αν ποτέ τύχει να τον αφήσεις να διαλέξει μια καινούργια κώχη για να ριζώσει από την αρχή, θα ψάξει με λύσσα να βρει μιαν ολόιδια, σαν αυτήν που άφησε πίσω του δίχως να επιτρέψει στον εαυτό του την παραμικρή παραλλαγή.
Παράδειγμα η Σικελία, η ψυχή της Μεγάλης Ελλάδας. Ένα κομμάτι αττικής γης φερμένο θαρρείς, τόσα μίλια μακριά, στους ώμους των πρώτων αποίκων. Είναι εκεί κάτω μια άλλη Ελλάδα, η «Μεγάλη» , που σε συγκινεί σήμερα και σε συγκλονίζει με τους θρηνητικούς αντίλαλους της Ιστορίας. Φτάνουν στα αυτιά σου μέσα από τους πεσμένους σπονδύλους, τους μοναχικούς κίονες, τα τραυματισμένα κιονόκρανα. Κάθε ναός διηγείται ψιθυριστά, σα να εμπιστεύεται μονάχα εσένα, -τον καινούργιο Έλληνα, το βιαστικό, τον πολυάσχολο, τον ψύχραιμο-, ένα θαυμάσιο, ένα ανεπανάληπτο μυστικό. Κι εκεί, καθώς τρέχεις στην Κοιλάδα των Ναών του Ακράγαντα με μια μηχανή στο χέρι, ξαφνικά νοιώθεις, πως το «αντικείμενο» που φωτογραφίζεις περπατά μέσα στη μηχανή σου! Σε πλησιάζει! Σε αγγίζει! Ακουμπά πάνω σου. Ένα εκτυφλωτικό, μαγιάτικο φως σταλάζει πάνω στις πανάρχαιες πέτρες του, και τα σχοίνα του χαϊδεύουν τρυφερά τους στύλους με τις ανθισμένες κροκάτες εκρήξεις τους. Είσαι μαγεμένος από την εικόνα, και αναπηδάς τρομαγμένος όταν ακούς ξαφνικά μια φωνή βαθειά κουρασμένη κι απόμακρη:
- Καλώς όρισες. Να ‘ξερες πόση ζεστασιά μου ‘φερες. Να ‘ξερες πόσες μνήμες μου ζωντάνεψες. Μη βιαστείς να φύγεις, δες την ερημιά ένα γύρω. Μου κάνει κακό. Είναι άσχημο να σε ξεχνούν όταν σε έχουν πολύ αγαπήσει. Κι εδώ ο τόπος λατρεύτηκε πολύ, χρόνια αιώνες. Τούτη η Κοιλάδα υπήρξε ιερή, υπήρξε καταφύγιο, υπήρξε Ιδέα. Βλέπεις; Τι έμεινε; Οι ελιές, τα πεύκα, τα σχοίνα και τα κουφάρια μας. Όμως ο αέρας είναι πάντα ο ίδιος, τα καλοκαίρια καυτά όπως και στην Πατρίδα, και οι άνοιξες τρυφερές σαν το ροδίτικο ξημέρωμα. Αλήθεια, μήπως είσαι από το νησί;
Είμαι απελπισμένη που δεν είμαι από τη Ρόδο για να δώσω μια μικρή χαρά στη μοναχική κολώνα του Ναού του Ηρακλή που μου ψιλοκουβεντιάζει. Όμως την πληροφορώ πως βρέθηκα κάποτε στην Κάμειρο και στην Λίνδο, και τα στεγνά πέτρινα χείλια προσπαθούν να χαμογελάσουν:
- Ώστε τις είδες;
- Και βέβαια τις είδα
- Αν τύχει να τις ξαναδείς, πες τους πως είμαστε καλά. Λίγο μονάχες, βέβαια, μα τι να γίνει, έτσι είναι η ξενιτιά. Άραγε πόσα χρόνια ακόμα; Πόσες χιλιάδες χρόνια από τότε που οι Ροδίτες πάτησαν τούτον τον τόπο, φτιάχνοντας αυτήν εδώ την αποικία; Αλήθεια, ξένη, θυμάσαι καθόλου αυτό το μακρινό παραμύθι ή μη και το ξέχασες επειδή πέρασε τόσος καιρός;
Ξαφνικά ο φακός αδειάζει. Τι στο καλό έπαθα; Η μηχανή κρέμεται τώρα ανοιχτή από το λαιμό μου κι εγώ νοιώθω τον ήλιο να με ζεματάει. Το φως είναι τρομακτικό. Η ατμόσφαιρα έχει μιάν εκπληκτική καθαρότητα, ο αέρας χλιαρός κι οι κολώνες πάντα εκεί. Ακίνητες, ρεμβαστικές, αγναντεύουν πάνω από μας, πάνω από τα γύρω βουνά, πάνω από τους Καιρούς, τη μοίρα της Ελλάδας. Μια μοίρα παράξενη και κακή. Μια μοίρα φόνισσα, που σήμερα στήνει κολώνες στον Ακράγαντα, και την επόμενη επιχειρεί να τις καταστρέψει με τα ίδια τα χέρια που τις έστησε. Που τις λούζει με αίμα αδελφικό για να τις πομπέψει, ενώ δε νοιώθει πως πομπεύει την Ιστορία της….
Σε αυτήν την συγκλονιστική στιγμή τον Ακράγαντα, θυμηθήκαμε, για πρώτη φορά, την Εκστρατεία στη Σικελία και την τραγική αδελφοκτονία…
Στην Σικελία ξαναγυρίσαμε σαν αδιάβαστοι μαθητές στις καταβολές μας. Πόσο λίγο τις ξέραμε! Τι δίκιο που είχε ο κίονας στο ναό του Ηρακλή. Πόση δόξα, πόσος πολιτισμός, πόση ομορφιά, αλλά και πόση πίκρα, πόση παραφροσύνη. Και τώρα; Και τώρα μια βιαστική επίσκεψη, μια δυνατή συγκίνηση, και μια δειλή υπόσχεση επιστροφής στον τόπο που δεν είναι πια δικός μας, μα που οι Ιταλοί τον δέχονται, δίχως επιφύλαξη, σαν ελληνικό. Θυμάμαι το περιστατικό στον Ακράγαντα και γελάω ακόμα.
Γηραιά κυρία της συντροφιάς, που είχε τάξει σκοπό της ζωής της, πριν πεθάνει, να δει το ναός της Ομόνοιας στο Agrigento, στάθηκε απειλητική, μπρος σε ένα φουκαρά Σικελό που έπινε βαλαντωμένος από τη ζέστη την παγωμένη του μπύρα, στο μικρό bar, και χτυπώντας άγρια το μπαστούνι της καταγής, του φώναξε κατά πρόσωπο:
- Questa terra e’ nostra;
Κι ο Σικελός κοιτώντας την αδιάφορα και βαρυεστημένα:
- Bene, allora, prendi le tue pietre e va via;;;;
Σωστά: σύμφωνοι κυρά μου, η γης είναι δική σου, μα πώς να το κάνουμε βρίσκεται στην Ιταλία. Πάρε λοιπόν αγκαλιά τις «πέτρες» σου και άμε στο καλό…
Καμιά διάθεση αμφισβήτησης από τον αγράμματο Ιταλό για την προέλευση των μνημείων. Καμιά τάση οικειοποίησης. Κι είναι ζεστοί άνθρωποι οι Σικελοί. Ακούν ελληνικά και σηκώνονται από το τραπέζι τους, πλησιάζουν χαμογελώντας δειλά, σου εύχονται «καλή όρεξη» και ρωτούν:
- Έλληνες ε; ήρθατε για επίσκεψη στην αρχαία σας πατρίδα, τη Μεγάλη Ελλάδα. Καλώς ορίσατε λοιπόν και καλή διαμονή.
Αυτές οι φράσεις: «Ρatria Antica» και «Μagna Grecia», μοιάζουν με τραγούδι στα αυτιά μας. Κι η καρδιά μας φουσκώνει από συγκίνηση για την αυθόρμητη ευγένεια και τη ζεστασιά των ανθρώπων του νησιού. Η αγάπη τους για την Ελλάδα και τους Έλληνες είναι έκδηλη παντού. Ακόμα και στην καλυμμένη μα επίμονη προσπάθεια τους να μας προφυλάξουν από τις κλοπές και την τυχόν κακοποίηση. Όμως ο Σικελός γίνεται… σφίγγα, αν τύχει και του μιλήσεις για την Μαφία. Κλείνεται σα σάλιαγκας στο καβούκι του, και σου εξηγεί με σοβαρότητα πως: «το απέναντι Monumento είναι αραβικής προελεύσεως». Κι εκεί τελειώνει η διαφώτιση σου σχετική με τη ζωή και τη δράση της Μαφίας. Δηλαδή, πας και φεύγεις δίχως να μάθεις τι ακριβώς συμβαίνει στο νησί.
Είχα την άτυχη έμπνευση να επιμείνω πολλές φορές, και με διαφορετικά πρόσωπα, πάνω σε αυτό το θέμα, με την ελπίδα ότι τελικά κάποιος τολμηρός θα μου άνοιγε επιτέλους τα μάτια. Όμως ο μόνος τολμηρός με συμβούλεψε το μόνο τολμηρό πράγμα που έμαθα: «Μη πολυρωτάς για τη Μαφία, αν δε θέλεις κάποια νύχτα να εξαφανιστείς από το ξενοδοχείο σου.»
Τον πράκτορα 007 τον απολαμβάνω, είναι η αλήθεια, στο πανί, μα με κανένα τρόπο δε θα ήθελα να τον μιμηθώ στη Σικελία. Οι προοπτικές του παιγνιδιού διαγράφονταν μάλλον μακάβριες. Κι επειδή μέσα στις άλλες μου μικρές επιθυμίες, είναι και η θανή μου στο σπίτι μου, στη πατρίδα και στο κρεβάτι μου, έπαψα να ρωτώ και να ψάχνω. Έτσι, συγχωρήστε μου την άγνοια. Το τίμημα της γνώσης μου φάνηκε πολύ βαρύ. Έπειτα, ούτε κι εσάς θα εξυπηρετούσε. Γιατί κανείς, από όσο ξέρω, δεν έγραψε τις εντυπώσεις του , για τις μεθόδους της Μαφίας, από τον άλλον κόσμο. Φαίνεται πως κι ο Άγιος Πέτρος ασχολείται με τη λογοκρισία.
Λέτε να ‘ναι…. βαλτός;;;
Last edited by a moderator: