• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Μάιο 2020 !

Ιταλία ΣΙΚΕΛΙΑ-Προσκύνημα στο Χτές, Γνωριμιά με το Σήμερα

canf

Member
Μηνύματα
735
Likes
218
Επόμενο Ταξίδι
Ολλανδία
Ταξίδι-Όνειρο
Γύρος Ισπανίας
τι υπεροχη περιγραφη...

μπραβο!:)
 
Μηνύματα
245
Likes
897
A G R I G E N T O​
Ο παλιός Ακράγας​
Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν​
« Κατ’ εκείνους δε τους καιρούς την τε πόλιν και την χώραν την Ακραγαντίνων συνέβαινεν ευδαιμονίας υπάρχειν πλήρη… και γαρ αμπελώνες… και το πλείστον της χώρας ελαίαις κατάφυτον…» (Διοδ. ΙΓ)

Μαγιάτικο απομεσήμερο στην ιερή Κοιλάδα. Το λιτό σιτσιλιάνικο τοπίο στράφτει με κίτρινες και κατακόκκινες αστραπές, κάτω από το λαμπρό ανοιξιάτικο ήλιο. Λάμψεις χρυσαφιές, τα σπάρτα που οργιάζουν! Και ματωμένες αφράτες τούφες, οι παπαρούνες, που βάφουν με το χρώμα της ζωής το ξεραμένο χώμα, σφιχταγκαλιάζουν τους πέτρινους στύλους των ναών. Χαϊδεύουν τα αυλάκια των τραυματισμένων σπονδύλων. Φιλούν τα σπασμένα κιονόκρανα που, από αιώνες, κείτονται πάνω στις ξερολιθιές……….

Είναι ένας κόσμος βουβός, ένας « λαός », που θαρρείς πως αποσύρθηκε με αξιοπρέπεια σε τούτη την ερημιά, μακριά από τον παραλογισμό και την αγωνία του Σήμερα. Είναι μια Σκέψη που κούρνιασε, αδιάφορη πια, μέσα σε ένα γέρικο κορμί ελιάς, κι αγναντεύει από κεί τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Είναι ο κόσμος της πολύτιμης Σιωπής. Ο κόσμος τους Χτες. Ένας κόσμος γνωστός μα κι άγνωστος μαζί. Οι ιστορικές μας αναμνήσεις είναι αμυδρές, ξεχασμένες σε κάποιο σημείο της ξεθεωτικής διαδρομής από το θρανίο ως τα σήμερα. Πόση γνώση χαμένη, πόσα ιστορικά γεγονότα που ποτέ, ως τώρα δεν χρειάστηκε να ξαναθυμηθούμε……….

Καθόμαστε πάνω σε ένα λιθάρι και σκεφτόμαστε. Στρίβουμε τα εγκεφαλικά κύτταρα δίχως έλεος, κι αγωνιζόμαστε να θυμηθούμε. Δεν θέλουμε πολλά. Μας φτάνουν λίγες ιστορικές στιγμές της Σικελίας, για να νοιώσουμε το παλμό που,. τώρα δα, μας λείπει. Και το μυαλό υπακούει. Ακόμα! Τι ανακούφιση. Στην ως την στιγμή σκοτισμένη μνήμη, έρχονται και σταματούν οι πρώτοι Ρόδιοι. Ξεκίνησαν από την γειτονική Γέλα, γύρω στα 580 π.Χ., για να χτίσουν τη νέα πόλη, πάνω στον παλιό οικισμό των Σικανών, ιθαγενών του νησιού. Και πάνω σε τούτα τα ίδια χώματα, φυτεύουν, με αγάπη, έναν πολιτισμό, που γρήγορα ανθίζει και γεμίζει την κοιλάδα με τα δείγματά του. Ναοί δωρικοί, τεράστιοι, αυστηροί, καμωμένοι από πέτρα, ζουν ακόμα και σήμερα, για να θυμούνται και να μας θυμίζουν. Είναι μια εικόνα συγκλονιστική. Ολόκληρο τοπίο αφιερωμένο στην λατρεία των Θεών. Λένε πως 20 τέμπλα ύψωναν τα ρωμαλέα τους κορμιά , στις πάμφωτες μέρες της ακμής του Ακράγαντα.

Σήμερα, μονάχα 7 ναοί βρίσκονται ορθοί ή μισογκρεμισμένοι, για να μας καλωσορίσουν στον ιερό αυτό χώρο. Ο ναός της Ήρας, της Ομόνοιας, ακέρηος και συγκινητικά όμοιος με το Θησείο των Αθηνών, του Ηρακλή, της Δήμητρας, του Ηφαίστου, των Διοσκούρων και το περίφημο Ολυμπιείο, αφιερωμένο στο Δία, ο μεγαλύτερος ναός της Σικελίας. Από του παραπάνω ναούς όλο και κάποια κολώνα στέκει ορθή. Τούτος όμως ο κολοσσός, το ιερό του Δία, είναι ερείπια. Ο «οδηγός» μας, λέει ότι ανάμεσα στους κίονες, και για να μοιράζεται το τρομερό βάρος της οροφής, υπήρχαν 30 γίγαντες πέτρινοι, 10 μέτρα ύψος ο καθείς, που βάσταζαν τη στέγη του ναού. Σήμερα ανάμεσα στα χαλάσματα, κείτεται ξεμοναχιασμένος, σαν νεκρός, ένα από τα φοβερά αυτά όντα του Ολυμπιείου, συναρμολογημένος με στοργή και τρυφεράδα, θα έλεγα. Έτσι μοναχός του, μέσα σε τούτον τον απέραντο χώρο, και πλάι σε τρομακτικού όγκου ερείπια, μοιάζει τόσο μικρός, τόσο απροστάτευτος, που νοιώθεις την ανάγκη να τον χαϊδέψεις και να τον παρηγορήσεις: -Έχεις δίκιο, καλέ μου, είναι σκληρό να πέφτεις. Όμως έτσι λέει ο νόμος. Σήμερα νιός περήφανος, αύριο ανήμπορος να σαλέψεις, πάνω στο χώμα. Προσπάθησε να συνηθίσεις. Σε όλα, ξέρεις συνηθίζει κανείς. Και στην μοναξιά ακόμα…….

Πέρα από το Ολυμπιιείο,υψώνονται οι 4 κολώνες του ναού των Διοσκούρων.
Τέσσερεις ολομόναχοι κίονες, που σχηματίζουν μια μικρή γωνιά. Μια κώχη. Σαν φωλιά!
Είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω δει σε τούτο το χώρο. 4 πανύψηλοι, κομψοί στύλοι, που από μακριά μοιάζουν να ακουμπούν μαλακά πάνω στο βαθύ πράσινο των κυπαρισσιών, που φυτρώνουν πίσω τους. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι, αγκαλιασμένα, κοιτούν μαγεμένα το θέαμα. Μέσα στο λαμπρό φως, την τέλεια ερημιά και την ιερή σιωπή, η τρυφερή παρουσία των δύο παιδιών μοιάζει σαν αίνος στη Ζωή.

Οι δύο κολώνες του ναού του Ηφαίστου στέκουν σε απόσταση από τους Διόσκουρους. Μοιάζουν τόσο ξέμακρες και μοναχικές, όσο μοναχικός έπρεπε να νοιώθει κι ο σακάτης κι άσχημος θεός.
Οι 8 κολώνες του ναού του Ηρακλή, του πιο παλιού τέμπλου του Ακράγαντα, είναι κυκλωμένες από άγριους θάμνους ολάνθιστους, και νεαρά πεύκα. Όλων των λογιών τα χρώματα πάνω στις σκούρες πέτρες, φτιάχνουν ζωγραφιές μοναδικής ομορφιάς.

Είναι χάρμα την Άνοιξη η Κοιλάδα…
Οι ναοί της Ήρας και της Δήμητρας είναι σε μέρος χέρσο. Μονάχα μερικά καχεκτικά ληόδεντρα και το πλούσιο χορτάρι, ζωντανεύουν τον τόπο.
Ο ναός της Ομόνοιας, το κόσμημα της Κοιλάδας, είναι ο καλύτερα διατηρημένος. Ο «οδηγός» μας γράφει πως μοναδικοί του ανταγωνιστές σε ομορφιά και καλή συντήρηση είναι οι ναοί του Paestum, της αρχαίας Ποσειδωνίας, και του Θησείου. Χτισμένος στο ψηλότερο σημείο, ολομόναχος ολομόναχος κι αυτός, ανάμεσα στις γερασμένες ελιές, δημιουργεί, όταν τον βλέπεις από μακριά, μια φανταστική εικόνα. Από πέτρα βαριά, που την κάνει πολύτιμη ο χρόνος, ντυμένος στα ασημιά κύματα του ελαιώνα και περιχυμένος το φως της Μεσογειακής Άνοιξης, μοιάζει με κάστρο ονειρικό, καμωμένο από ουρανό και σύννεφα……..

Κατακαημένοι Ακραγαντίνοι. Απαυδισμένοι από την μόνιμη αλληλοφαγομάρα, έστησαn, στην απελπισία τους, μεγαλόπρεπο δωρικό ναό, και στο βωμό του απόθεσαν τις ελπίδες τους για ομόνοια και συνύπαρξη.

Κατακαημένη Ελλάδα. Και πότε κατάφερες να ξεπεράσεις τη διχόνοια; Και πότε έπαψες να κατακρεουργείς τον εαυτό σου. Και τότε! Και λιγότερο παλιά! Και τώρα!!!. Θαύμα το πώς έζησες και ζεις. Κι εδώ ακόμα, μίλια μακριά, κουβάλησες μαζί σου όλα τα καλά, μα κι όλα τα κουσούρια σου. Κι έγιναν αυτά η αιτία του αφανισμού σου. Όπως πάντα…

Σήμερα ο Ακράγας προσπαθεί να ζωντανέψει τον αρχαίο αυτό τόπο με διάφορες γιορτές. Είναι γνωστό το διεθνές φολκλορικό φεστιβάλ της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Λαϊκά χορευτικά συγκροτήματα από όλον τον κόσμο, χορεύουν ανάμεσα στις παλιές πέτρες, χορούς του τόπου τους. Φέτος από το πανηγύρι της χαράς του Agrigento, όπου χορεύτηκαν ακόμα και χοροί της Κεντρικής Αφρικής, έλειψε η ελληνική παρουσία. Γιατί άραγε;
Κατά τα άλλα ο Ακράγας είναι μια συμπαθητική πόλη δίχως τίποτα το εντυπωσιακό, με το ανάλογο μερίδιό του στην ιταλική βρωμιά. Το κέντρο της υποφερτό, αλλά οι συνοικίες της … φαίνεται πως οι Ιταλοί την βρωμιά την θεωρούν γραφικότητα.



 
Μηνύματα
245
Likes
897
Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ​
Στα ριζά της Αίτνας, ξαπλώνεται η γενναία πόλη της Κατάνης. Κι είναι γενναία, γενναία πολύ, γιατί ζει αψηφώντας το φοβερό θεριό που βρυχάται πάνω από τα κεφάλια 360.000 ζωντανών. Ξυπνούν το πρωί οι άνθρωποι στην Κατάνη και, μοιρολατρικά αρχίζουν να σκουπίζουν την καπνιά από τα μπαλκόνια και τα περβάζια των παραθύρων τους. Κοιτούν κατά την κορφή που στέκει απειλητική, χαμένη μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού, σταυροκοπιούνται και κινούν για τις δουλειές τους. Και προσπαθούν να ξεχάσουν.
Η ζωή της πόλης αρχίζει από τον 7Ο πΧ αιώνα. Οι ρίζες της είναι ελληνικές. Χτισμένη πάνω στο Ιόνιο έζησε και αυτή την παλαβή ιστορία ολόκληρης της Σικελίας, και μοιράστηκε την τύχη της. Το τέλος της ελληνικότητας της ήρθε με την υποταγή στους Ρωμαίους στα 263 μΧ. Κατεστραμμένη από τις ιστορικές αναταραχές κι από τη μανία του ηφαιστείου στα 1693, ξαναχτίστηκε τον 18ο αιώνα, σχεδόν από την αρχή.
Σήμερα είναι μια συμπαθητική πολιτεία, με μερικά όμορφα κτίρια σε σιτσιλιάνικο μπαρόκ, σαν εκείνα τα ανάκτορα των Μπισκάρι, το Σαραβάλε και Βάλε, το Δημαρχικό μέγαρο, το καστέλλο Ουρσίνο, το Πανεπιστήμιο, τη Μητρόπολή της, την κρήνη των ελεφάντων, καμωμένη από λάβα. Τα περισσότερα από τα κτίρια αυτά είναι έργα του περίφημου αρχιτέκτονα Βακαρίνι.
Κι ανάμεσα σε όλα τούτα τα καινούργια κτίσματα η φωνή του μακρινού παρελθόντος. Στην Piazza Stesicoro, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο. Ήταν σούρουπο όταν έφτασα εκεί. Τα ερείπια φάνταζαν αφιλόξενα, με τις επικίνδυνες στοές και τις σκοτεινές καμάρες. Κατέβηκα τα 15-20 σκαλιά από το επίπεδο της πλατείας, και βρέθηκα σε ένα παράξενο χώρο, που με καλούσε και σύγκαιρα με τρόμαζε. Τι διαφορετική όψη έχουν τα ελληνικά θέατρα!. Τούτο δω το μνημείο μού έφερνε στο νου μνήμες ανατριχιαστικές. Έπεισα τον εαυτό μου να προχωρήσει. Πώς το κατάφερα; Μα είναι απλό!, Αρχισα να σφυρίζω σκοπό παράτονο. Ίσα ίσα για να ακούω τον εαυτό μου, έστω μέσα σε εκείνη την ερημιά την γεμάτη μούχλα, υγρασία και σκοτάδι. Τι είχα να φοβηθώ στο κάτω κάτω; Τα θεριά; Τους μονομάχους; Τους βλοσυρούς ρωμαίους στρατιώτες; Μπα σε καλό μου. Όμως κακά είναι τα ψέματα, να σας χαρώ. Ο λαιμός μου ήταν κατάξερος. Γιατί οι -τεράστιες πέτρες, που σχεδίαζαν το αμφιθέατρο, ήταν μαύρες. Η μυρουδιά εκεί μέσα με έπνιγε. Το φως ήταν λιγοστό, και σε μερικές στοές ανύπαρκτο. Τι να μου κάνει το σφύριγμα; Όμως συμβαίνει να είμαι περίεργη. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνήσω το χώρο. Μπρος! Κουράγιο! Προχώρησα στην πρώτη στοά. Υγρή και σκοτεινή. Βγήκα σε ένα μικρό ξέφωτο. Ξανανάσανα. Χώθηκα σε ένα μακρύ διάδρομο άφωτο. Τον πέρασα κυριολεκτικά πηλαλώντας. Κι άλλο ξέφωτο. Ξαναπήρα κουράγιο!. Κι άλλη στοά. Έσταζε νερά. Φρίκη. Και οι χώροι δεν απλώνονταν μονάχα μπρος μου, μα και δεξιά και αριστερά μου. Υπέθεσα πως θα ήταν αποδυτήρια. Μα τι μανία είχαν τούτοι οι άνθρωποι με τις στοές και τις παραστοές, τους διαδρόμους και τα διαδρομάκια, κι όλα σκοτεινά σαν την κόλαση?
Φρίκη. Κι επί τέλους η αρένα. Ουφ! Καιρός δα ήταν. Είναι μισή. Η άλλη μισή έχει καταστραφεί. Έτσι μικρή κι ασήμαντη, σήμερα δεν θυμίζει τίποτε από το παρελθόν της. Είναι η καημένη σα μια κακογερασμένη δυναμική κυρά, που πια δεν έχει δόντια να δαγκώσει. Καθώς κοιτώ τριγύρω, σκέφτομαι το αμφιθέατρο της Βερόνας. Εκεί βλέπεις ό,τι φαίνεται. Δεν ξέρεις να κρύβεται κάτι, κάτω από τις ογκώδεις πέτρες. Εδώ οι Ρωμαίοι βγάζουν τα άπλυτα τους στη φόρα, δείχνοντάς σου τις στοές και τα υπόγεια. Κι είναι όλα τούτα αποκρουστικά, σαν όλα τα άπλυτα……….
Γυρνώ να φύγω. Βιάζομαι. Θαρρώ πως πίσω μου τρέχουν οι μελλοθάνατοι και τα θηρία. Θαρρώ πως βλέπω κάποιον αντίχειρα να στρέφεται προς τα κάτω. Ο Θάνατος! Κοκαλώνω! «Παναγίτσα μου! Για μένα είναι τούτο; Μα τι έπαθα; Τι στο καλό φοβάμαι τόσο; Ψυχραιμία, αγαπητή μου, ψυχραιμία»! ΄Ομως ο αντίχειρας είναι πάντα εκεί. Ανεστραμμένος. Ναι αυτό ήταν τόσην ώρα, και δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ο Θάνατος με κυνηγούσε συνεχώς, γιατί ο Θάνατος έχει στοιχειώσει τούτο τον τόπο……………..
Στην πλατεία του Στησιχόρου, ξαναβρήκα την ανάσα μου και την αξιοπρέπειά μου.!!! Προσπάθησα να πνίξω το προδοτικό λαχάνιασμα, να βγάλω από τα μάτια μου την τρομάρα, να κρύψω τα χέρια μου, που έτρεμαν, πίσω από την πλάτη μου, και με ύφος αδιάφορο να πω στην υπόλοιπη συντροφιά, που φρόνιμα φρόνιμα είχε καθίσει σε κάποιο παγκάκι και περίμενε, εμένα την τρελή, να εξερευνήσω τον τόπο: «Χμ ήταν αρκετά ενδιαφέρον, λίγο άγριο βέβαια, μα άξιζε το κόπο». Κι από μέσα μου, «Αει στο καλό, τι την ήθελα την επίσκεψη? Μου κόπηκαν τα ήπατα»!.
Το μεσημεράκι της άλλης μέρας βρεθήκαμε στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πέτρινο τεράστιο, το ζεμάταγε ο ήλιος και το ζωντάνευε το φως. Ήμερο, γαλήνιο, αναπαυόταν ακουμπώντας τη ράχη του πάνω στους τοίχους των τριγυρινών σπιτιών. Γιατί το δόλιο το θέατρο θαρρείς πως φοράει κορσέ, έτσι που το σφίγγουν, ένα γύρω, σαραβαλιασμένες πολυκατοικίες, και το πλημμυρίζουν λασπόνερα, που βγήκαν στην επιφάνεια από τις ανασκαφές. Είναι ένα θαυμάσιο κτίσμα, τέλεια εγκαταλελειμμένο. Πόσες φορές θα πώ «κρίμα», σε τούτο το νησι?
Στη Μητρόπολη της Κατάνης υπάρχει ο τάφος του Bellini. Ομολογώ πως ήταν έκπληξη για μένα η καταγωγή του δημιουργού της «Υπνοβάτιδας». Το σπίτι του βρίσκεται μερικά μέτρα μακρύτερα.
Στο Παλάτσο Ουρσίνο στεγάζεται σήμερα το Δημοτικό Μουσείο. Εκεί βρίσκεις μια σημαντική ποικιλία, ρωμαϊκών κυρίως, δημιουργημάτων, ανακατεμένων με αναγεννησιακά αγάλματα και πίνακες, ένα ενδιαφέρον οπλοστάσιο, και μια πλουμιστή καρότσα από αυτές που τώρα πια, μόνο στις τοπικές γιορτές τους μπορείς να δεις.
Πάνω στη Via Etnea υπάρχει και το Δημοτικό τους Πάρκο, που οι Κατανιέζοι το θέλουν να στέκει ψηλά. Παραξενιές των Σικελών. Μέσα σε μια πλατεία, φτιάξαν ένα λοφάκι και καταφύτεψαν τις πλαγιές του, στολίζοντας τες με αγάλματα και αναβρυτήρια.
Φεύγοντας από την Κατάνη, δύο πράγματα πήρα μαζί μου. Την τρομάρα μου από το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, και το δέος μου από την όψη της Αίτνας.

 
Μηνύματα
245
Likes
897
το βουνό που βρυχιέται

ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ

Το πρώτο πράμα που βλέπεις πλησιάζοντας στην Κατάνη και νοιώθεις την ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, είναι το ηφαίστειο. Το αισθάνεσαι θυμωμένο, άγριο κακό κι επικίνδυνο. Η κορφή του είναι μόνιμα χαμένη στους πυκνούς μαύρους καπνούς και, που και που, κλωστές χρυσές κόβουν το πάχος του μαύρου σύννεφου και, τότε, σούρχεται να πεις:

«Εν τάξει φίλτατοι, το είδατε το βουνό σας, να το χαίρεστε, πάμε τώρα να φύγουμε, μη χιμήξει ξαφνικά πάνω μας το στοιχείο και τότε…». Και τότε σίγουρα δεν θα προκάνουμε να πούμε πως «ώδινεν όρος…» γιατί δεν θα μας μείνει καιρός να δούμε τι θα … «τέξη». Γιατί εδώ, μάτια μου, ο άκακος «μυς» της παροιμίας είναι θεριό ανήμερο. Κι έτσι και ξεμυτίσει από καμιά μεριά, μαύρο φίδι που μας έφαγε.

Όμως στην Αίτνα δεν έχεις την ευκαιρία να ανέβεις κάθε μέρα. Μια φορά είναι τούτη. Σύμφωνοι, μα άμα της έρθει η όρεξη να κάνει τ ώ ρ α μπαμ?. Ε, τότε θα θυμηθούμε τον Εμπεδοκλή και θα γίνουμε κάρβουνο!!!.

Όλη τη νύχτα η αγωνία μας κράτησε τα μάτια ορθάνοιχτα. Να πάμε; Να μην πάμε; Μετράμε τις τελευταίες εκρήξεις. Το 1966, 1969, 1971. Κανονικά το 1974 είναι η τυχερή χρονιά κι όχι το 1973 (το σωτήριον έτος που μας βρίσκει έτοιμους για την περιπέτεια). Όμως τι; Ηφαίστειο είναι, δεν είναι κομπιούτερ. Μπορεί να χάσει το λογαριασμό ή να τούρθει να εκραγεί νωρίτερα. Θα μας ρωτήσει;

Κι η μέρα ξημέρωσε λαμπρή και ζεστή. Πολύ ζεστή. Όμως στα 3.300 μ. της Αίτνας το χιόνι στράφτει, κι ας είναι τέλος του Μάη. Υποθέτουμε πως εκεί πάνω το κρύο θα τσούξει, και παίρνουμε αγκαλιά βαρειά μάλλινα..

Ξεκινάμε οι μισοί της συντροφιάς. Τόσοι ήμασταν οι τολμηροί. Οι συνετοί μας ξεφώνισαν «παλαβούς», βγήκαν στην είσοδο του Ξενοδοχείου, μας κούνησαν μαντήλια, μας είπαν κάτι για … διαθήκες και για τελευταία … μετάληψη, και μας κοίταξαν με τη λύπη που κοιτάς πάντα τους μελλοθάνατους. « Αve Caesare, I morituri te salutant”!!! Κι εκείνη η απαίσια κορφή δώστου να καπνίζει καταθυμωμένη.
.
Αποτολμήσαμε την ερώτηση στον ξεναγό μας: «Signore, δεν σταματά ποτέ;», «Ναι, ποτέ»! Ωχ! « και σημαίνει πολύ κακό ο καπνός, ή είναι έτσι, προς … εκφοβισμόν;». Μας κοιτά σκεφτικός, βγάζει το τσιγάρο από το στόμα και αποφαίνεται: « Qualque volta… explosione…»..... Μπα που να φας τη γλώσσα σου, χριστιανέ μου. Έκρηξη. «Πως είπατε;» aπορεί. “niente, signore, niente». Άντε να ξεκινάμε κι ο Θεός ο Ήφαιστος να ΄ναι βοήθεια μας».

Ανεβαίνουμε σιγά-σιγά και ξαφνιαζόμαστε με το θράσος των Κατανιέζων. Βίλλες ωραιότατες, μοτέλ, κήποι, αμπέλια, η ζωή σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού του θανάτου. Μα τι κάνουν; Τρελάθηκαν αυτοί; Έτσι φαίνεται. «Όταν ζεις τόσο κοντά στο θάνατο στο τέλος τον συνηθίζεις», εξηγεί ο ξεναγός. Έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Να έρθει η λάβα να σε βρει, σε μερικά χιλιόμετρα απόσταση, το καταλαβαίνουμε, αλλά να πας κάτω από τον κρατήρα, και να προκαλείς το βουνό, είναι, το λιγότερο, παραφροσύνη. Οι Κατανιέζοι όμως αδιαφορούν. Η λάβα κάνει το έδαφος γόνιμο, κι αυτό το εκμεταλλεύονται. «Νοn e’ pericoloso;» ρωτάμε: «Forse», είναι η απάντηση, «ίσως». Αλλά για τους Κατανιέζους η έννοια του επικίνδυνου είναι συμβατική. Συχνά την ξεχνούν, και σκαρφαλώνουν τολμηρά μέχρι ψηλά. Παίρνουμε κουράγιο από την τρέλα τους, κι ανεβαίνουμε ακόμα και ακόμα. Σε κάποιο πλάτωμα σταματάμε. Νοιώθουμε ακόμα κάπως ασφαλείς. Μέχρις εδώ δεν είναι ίσως επικίνδυνο, ή δεν είναι έστω τόσο επικίνδυνο, όσο ψηλότερα. Ρωτάμε: «signore, εδώ δεν είναι pericoloso, έτσι;». Ο signore μας κοιτά ειρωνικά: «Oχι και τόσο, μόνο που, στον τελευταίο σεισμό, άνοιξαν 2 κρατήρες τεράστιοι, 200μ. δεξιά σας…». Ξαφνικά η αναπνοή μας γίνεται … κοντή. «Θα ναι από το ύψος» παρηγορούμαστε. Όμως μέσα μας ξέρουμε πως δεν είναι από την αραιή ατμόσφαιρα. Από «άλλο» είναι!… Κάνουμε κουράγιο και πετιόμαστε να δούμε από κοντά τους φρέσκους κρατήρες (αυτήν την περιέργεια κάποτε θα την πληρώσουμε ακριβά, να μου το θυμάστε). Προσπαθούμε να κάνουμε το γύρο της περιμέτρου τους, και κουραζόμαστε. Είναι τεράστιο. Το άνοιγμα, ολοστρόγγυλο, έχει λείες, -περίεργα λείες-, κατηφοριές. Η φωτιά, καταπώς βγήκε στριφογυριστή, σημάδεψε με την φοβερή κίνηση της τα πλαϊνά του κρατήρα.

Δεύτερο κουράγιο, και κατηφορίζουμε μέχρι το βάθος όπου και το άνοιγμα από όπου ξεχύθηκε η φωτιά. Είναι μεγάλο, μισοσκεπασμένο από ασήκωτα κοτρώνια, που πάνω τους κάθεται αθώα το χιόνι. Στεκόμαστε πάνω του σκεφτικοί, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει «θυμός της γης».

Και τώρα ας ανεβούμε ψηλότερα με το βαγονέτο. Το χιόνι της πλαγιάς είναι κατάμαυρο από τους καπνούς της κορφής. Ύστερα από 10λεπτο ανέβασμα, όπου μας έχει κυριολεκτικά σπάσει η χολή, γιατί ο πρακτικός φύλακας στοίβαξε παραπανίσιους επιβάτες από το κανονικό, τα βαγονάκια μας αδειάζουν πάνω σε χιόνι παχύ, όπου ένας εκχιονιστήρας έχει ανοίξει φαρδύ μονοπάτι που το αγκαλιάζουν δύο παράλληλοι τοίχοι χιονιού πάνω από 2μ ο καθένας. Τα πουλόβερ εντούτοις μας είναι άχρηστα, γιατί κι εδώ στα 2.500μ, η ζέστη είναι αισθητή, παρόλο ότι τα πόδια μας κινδυνεύουν από κρυοπαγήματα. Ήμαστε στο χιόνι μέχρι τον αστράγαλο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους εκχιονιστήρα. Από δω μέχρι την κορφή είναι πορεία κοπιαστική 3 περίπου ωρών.

Περπατάμε καμιάν ώρα, μα το εγχείρημα είναι δύσκολο. Γιατί δεν μπορείς να πεζοπορήσεις με πέδιλα εκεί που θα χρειαζόσουν χοντρές λαστιχένιες γαλότσες. Κι όμως θέλουμε να ανεβούμε. Κάνουμε λίγο κουράγιο ακόμα μα ο δρόμος είναι τραχύς. Με βαριά καρδιά κατεβαίνουμε. Δεν μπορέσουμε να φτάσουμε στο στόμα του λύκου. Κρίμα, έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως γυρίσαμε μπαρουτοκαπνισμένοι από την Αίτνα. Ούτε έκρηξη έγινε, ούτε λάβα μας κυνήγησε, ούτε η γης κομματιάστηκε. Τώρα που είμαστε μερικά χιλιόμετρα μακριά μπορούμε να κάνουμε τους τολμηρούς και να πούμε: «τι κρίμα…». Όμως παρακαλούμε μη μας πιστέψετε. Οι περιγραφές των τελευταίων σεισμών δεν είναι καθόλου… γοητευτικές. Υποθέτουμε πως δεν είναι στον κόσμο πράμα χειρότερο από την οργή της γης. Και δεν είναι μονάχα το τι νοιώθεις με το σείσιμο του εδάφους ή με το γκρέμισμα του κόσμου γύρω σου. Οι γείτονες της Αίτνας έχουν κι ένα άλλο φοβερό προνόμιο. Μπορούν και βλέπουν το άφρισμα του ηφαιστείου. Κι από τη δική του αντάρα μπορούν επίσης να μετρήσουν τον δικό τους κίνδυνο.

Δοκιμάστε να κλείστε για ένα λεφτό τα μάτια σας. Ξαφνικά τα αυτιά σας βουίζουν από κρότους υποχθόνιους που στέλνουν το μήνυμα της συμφοράς. Τα σωθικά της γης κομματιάζονται, γκρεμίζονται, σπάζουν, κολυμπούν στη φωτιά. Ένα βουνό καίγεται στη ρίζα του και σφαδάζει και μουγκρίζει και σείεται από τα θεμέλια του σα θεριό καρφωμένο καταγής. Και κάποτε η πάλη παίρνει τέλος. Κάποιο σημείο υποχωρεί, δεν αντέχει στον πόνο, κι αφήνει διέξοδο στο στοιχείο. Και τότε, πάνω στα 3.300μ της τρομερής κορφής, ξεχύνεται ποτάμι τρομακτικό η φωτιά. Πηδώντας και κλωτσώντας αφρίζει στις πλαγιές και κατρακυλάει σε πλατύς πυρωμένους καταρράκτες. Κατεβάζει σε φαρδείς κυματισμούς, πηχτή, κατακόκκινη λάβα. Απλώνεται και κατηφορίζει βογκώντας, και σκεπάζει τους ζωντανούς κάτω από το καυτερό της πέρασμα. Και ξοπίσω της, άλλη φωτιά, ενώνεται με την πρώτη, κι ύστερα άλλη, ώσπου ένα ολόκληρο πλευρό του βουνού γίνεται μια πυρκαγιά που καίγεται και καίει, και καταπίνει αχόρταγα τη ζωή μέρες και μέρες. Και το βουνό από τη ρίζα του μέχρι την κορφή του, τραντάζεται ολόκληρο, κάνοντας την κοντινή θάλασσα να ανταριάζει, και την άτυχη πόλη να παραδέρνει στο χάος. Και κάποιο πρωί γίνεται ησυχία. Ο φοβερός όγκος των 3.300μ ηρεμεί. Η λάβα μαυρίζει και παγώνει, κι οι άνθρωποι μπορούν πια να κλάψουν τους δικούς τους και τα χαμένα τους σπιτικά. Κάνουν το σταυρό τους κοιτώντας τους πυκνούς καπνούς της κορφής του βουνού του θανάτου, κι αναρωτιούνται: «Πότε θα είναι η άλλη φορά;».

Ξαναχτίζουν λοιπόν ό,τι γκρεμίστηκε, και συνεχίζουν τη ζωή τους σα να μη συνέβη «αυτό» και το ξεχνούν. Είναι αλήθεια παράξενο πόσο οι άνθρωποι συνηθίζουν και ανέχονται, όχι μονάχα την ιδέα της καταστροφής, αλλά κι αυτήν την ίδια την καταστροφή. Η Κατάνια και η Μεσήνα είναι η απόδειξη.

Ο ξεναγός μας εξακολουθεί, υποχρεωτικότατα, να μας κάνει την καρδιά περβόλι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Στα 1950 μια έκρηξη κράτησε 372 μέρες δημιουργώντας κρατήρα πλάτους 800μ.
Στα 1956 επί 3 μέρες και νύχτες οι εκρήξεις ακολουθούσαν η μια την άλλη με τον ρυθμό των 60 εκρήξεων ανά λεπτό. Οι φλόγες πετιόντουσαν σε ύψος 300μ-400μ. Η τεράστια πλαγιά ξεχείλισε από λάβα κι ο κρατήρας υψώθηκε άλλα 32μ. Λέγεται ότι 1.000.000 κ.μ. λάβας έστειλε το εργαστήρι του Ηφαίστου σε κείνο το σεισμό…»

Προσπαθούμε να συλλάβουμε την έκταση της συμφοράς. Αδύνατο. Μονάχα φωτογραφίες με το φλογισμένο βουνό μας δίνουν μια μικρή ιδέα. Προσπαθούμε να την ξεχάσουμε. Σήμερα όλα μοιάζουν ήσυχα. Το χιόνι καταπίνει κάθε ήχο, ο ήλιος είναι χλιαρός, κι η συντροφιά φλυαρεί χαρούμενα και μονάχα το μαύρο σύννεφο του καπνού που βαραίνει πάνω μας, μας κόβει τα ήπατα. Κάνουμε πως δεν βλέπουμε… Όμως αν θέλουμε να ‘μαστε δίκαιοι πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι μαγεία ο περίπατος στα χιόνια της Αίτνας. Νοιώθεις εντελώς απομονωμένος από τον κόσμο, εσύ κι ο κίνδυνος πάνω από το κεφάλι σου. Το συναίσθημα είναι μεγαλειώδες.

Είμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι που υπήρξαμε από τους «τολμηρούς»! Και λοιπόν; Τι πάθαμε; Κι εκεί που μακάριοι απολαμβάναμε την άσπρη σιωπή και το ζεστό ήλιο η γης … σείστηκε μια σταλιά, μακρινό βουητό τρύπησε τα αυτιά μας κι η καρδιά μας πάγωσε ξαφνικά σαν το χιόνι. Μιας στιγμής δισταγμός, και τα πόδια βρέθηκαν να χτυπάν στο κεφάλι από το ξέφρενο τρεχαλητό. Φεύγετε να φεύγουμε. Κι εκεί, πάντα πίσω από την πλάτη μας, να μας κυνηγάει η βοή και κατω από τα πόδια μας να τρεμουλιάζει παράξενα το χώμα. «Aiuto signore aiuto»! Ο ξεναγός μας κοιτάζει συγκαταβατικά και σπεύδει, να μας καθησυχάσει. «Δεν είναι τίποτε». «Τίποτε; Τι λες, άνθρωπε; Εδώ το παλιόβουνο κοντεύει να μας έρθει κατακέφαλα, μ’ όλα τα σωθικά του, κι εσύ ξεράθηκες στα γέλια. Σου ‘στριψε από το φόβο σου;» Ο σκληροτράχηλος Κατανιέζος εξακολουθεί να χαμογελά και να καπνίζει ήσυχος. «Ηρεμήστε, αυτό είναι συνήθεια της αιμοβόρας Κυρίας. Πότε-πότε μπήγει τις φωνές για να μη ξεχνάμε πως υπάρχει, δεν είναι τίποτε σας λέω. Εξακολουθήστε τον περίπατο σας». «Αμ δε! έχουμε κιόλας φτάσει στα πρόθυρα εμφράγματος από την τρομάρα και την ξέφρενη πηλάλα. Να λείπει ο περίπατος. Ό,τι είδαμε, είδαμε. «Πάμε να φύγουμε, να χαρείς τα μάτια σου κ. ξεναγέ, μη γίνουμε καλά καθούμενα κουρνιαχτός και πασπαλίσουμε την Κατάνη». Κοιτώ τους συντρόφους μου. Με ικανοποίηση βλέπω πως σε όλων τα μάτια βρυχιέται ο πανικός. Άλλοι σταυροκοπιούνται κρυφά, κι άλλοι βαστούν την καρδιά τους. Δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Εμείς μωρέ είμαστε οι … «τολμηροί»; Σα δε ντρεπόμαστε. Σύγκαιρα όμως θυμάμαι αυτούς που μείναν στο ξενοδοχείο, κι αναθαρρίζω. Σε σύγκριση με εκείνους είμαστε στ’ αλήθεια τολμηροί. Η σύνεση τους στέρησε θέαμα μεγαλόπρεπο κι ανεπανάληπτο. Έτσι γίνεται καμιά φορά με τη φρόνηση. Σου στερεί την εμπειρία και πολύ συχνά την Ευτυχία. .....
 
Μηνύματα
245
Likes
897
ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ


Σίγουρα ξαφνιαστήκατε. Κι εμείς. Γιατί δεν ξέραμε ότι ο Σικελός «τζίο», «πάντρε», «φρατέλλο» και «κουτζίνο», είναι πολύ αυστηροί. Βέβαια! Κέρβεροι! Φρουροί της σιτσιλιάνικης ηθικής. Αστειεύεστε; Και το «κούτελο»; Τι γίνεται με το «κούτελο»; Να μην είναι παστρικό;

Σπουδαίο πράμα να ’χεις κούτελο καθαρό στη Σικελία. Πολύ σπουδαίο. Μόνο που αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια παράξενη αντίληψη αυτής της «καθαρότητας». Αν μαχαιρώσεις τον γείτονα, γιατί σου στραβομίλησε, το κούτελο σου διόλου δεν ταλαιπωρείται. Αν όμως η θυγατέρα σου βγει πονηρό ραντεβού στις 8 το βράδυ, το κούτελο σου μπορεί να θυμίζει … ρινόκερο…

Επειδή όμως τα νιάτα όλου του κόσμου είναι τα ίδια, με τις ίδιες ανησυχίες, την ίδια βιασύνη, τις ίδιες περιέργειες και τα ίδια όνειρα, οι σιτσιλιάνικες αντιλήψεις παθαίνουν κυριολεκτικά… πανωλεθρία. Έτσι μια κι ο σεβαστός padre di famiglia απαγορεύει αυστηρά την έξοδο μετά το ΄λιοβασίλεμα, οι νεαρές σιτσιλιάνες έκαναν μια σοφή σκέψη: «Και τι πειράζει, δηλαδή, να γίνεται η έξοδος στις 12 το μεσημέρι;» Και η απάντηση ήταν σοφότερη: «' Ολες οι ώρες είναι ίδιες». Θαύμα! Έτσι , αν επισκεφτείτε το καταμεσήμερο κάποιαν έρημη ακρογιαλιά, ή κάποια δασωμένη περιοχή, θα εκπλαγείτε από τον… συνωστισμό. Ντουνιάς, κι όλοι έφηβοι.!!! Πλήθος παιδιών ανάμεσα στα 14-20. Βλέπετε στη Σικελία, τα αίματα βράζουν, κοχλάζουν, ανάβουν νωρίς και γρήγορα.

Το περιστατικό μάς έτυχε στη Μεσήνα, ένα μεσημεράκι, που ο ήλιος έκαιγε. Βρεθήκαμε στο περίφημο στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Αφήσαμε το αυτοκίνητο μακριά από την αμμουδιά, που ήταν βαθειά και απροσπέραστη. Και, καθώς φτάναμε στη θάλασσα, κοκαλώσαμε. Ζευγάρια ντυμένα ή με μπανιερά, προσπαθούσαν φιλότιμα να λύσουν τα φυσικά τους προβλήματα, αδιάφορα για τους παρείσακτους που παραβίαζαν τον παράδεισό τους!!!. Μερικά μέτρα όμως, πέρα από όλους αυτούς, και στη μέση της βαθειάς αμμουδιάς, ένα ζευγάρι παιδιών είχε κάποιο άλλο, πολύ πιο σοβαρό, πρόβλημα να λύσει.

Το σπορ αμάξι του «Ρωμαίου» είχε καθίσει στην άμμο και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ο νεαρός, γυμνός από τη μέση και πάνω και, γυαλίζοντας από τον ιδρώτα που κυλούσε ποτάμι στο στήθος και την πλάτη του, πάσχιζε να αποσπάσει την περιουσία του από το προδοτικό έδαφος. Δίπλα του, ένα κοριτσάκι, μα δεν θα ‘ταν παραπάνω από 14 χρονών, όμως βαμμένο και σημαιοστολισμένο σαν τις βαμπ του προπολεμικού σινεμά, ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Αν δεν ξεκολλούσε, τελικά, τούτο το αναθεματισμένο πράμα εγκαίρως, πώς θα γύριζε στο σπιτάκι του για να ‘ναι στο μεσημεριανό τραπέζι, απέναντι από τον κέρβερο padre, και τον καχύποπτο fratello, με τα μάτια σεμνά χαμηλωμένα και με το ροζ χρώμα της παρθενικής ντροπής στα μάγουλα; Χαλούσε εντελώς η καλοστημένη παράσταση της οικογενειακής ευτυχίας.

Ήδη οι μπογιές είχαν αρχίσει να λειώνουν κάτω από τον καυτερό ήλιο, και μπλάβα ρυάκια ζωγράφιζαν σχήματα αστεία πάνω στα ροδαλά μάγουλα του κοριτσιού.

Η συντροφιά μας μυρίστηκε… «περίπτωση» και σταμάτησε. Χαμογέλασε πρώτα με πονηριά, σχολίασε πικρόχολα μετά, και ξαφνικά ανησύχησε. Μωρέ, τούτοι οι δύο εδώ, κινδύνευαν να μακελευτούν από τα γονικά της κοπελιάς. Χίλιες ιδέες μας μπήκαν στο μυαλό. Μαχαίρια, κουμπούρια, μάχες, βεντέτες, φονικά. Όλη η γνωστή τραγωδία του Σαίκσπηρ ξαναζωντανεμένη.!!!

Ωχ, Παναγιά μου! Έλιωσαν οι καρδιές μας. Ειδικά οι νέοι της συντροφιάς μας ανατρίχιασαν. Σκέψου να συνέβαινε σε αυτούς. Τι να κάνουν τώρα για να βοηθήσουν; Το κακό ήταν πως ήταν λίγοι. Χρειάζονταν κι άλλους. Τους ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Γιατί να μη ζητήσουν βοήθεια από τα άλλα ζευγάρια της παραλίας; Κι αυτός ο ταλαίπωρος Ροντόλφο Βαλεντίνο, γιατί δεν το σκέφτηκε τόσην ώρα να ζητήσει βοήθεια; Πολύ χάπατα, τέλος πάντων, οι Σικελοί.

Μια και δύο, λοιπόν, ένας από όλους πλησίασε ένα ζευγάρι ,ξεροβήχοντας αμήχανα, για να δηλώσει την παρουσία του, και είπε, κουτσά στραβά: «Παρακαλώ, ελάτε να βοηθήσετε να ξεκολλήσει ο φίλος σας». Όταν όμως ο Σικελός αποφάσισε κάποτε να διακόψει την ευφρόσυνη απασχόληση του, και να ρίξει βλέμμα άγριο στον φιλάνθρωπο Έλληνα, ήταν μονάχα για να του πει. «Νον πασιάμο αντέσο σινιόρε, φατσιάμο αμόρε»!!!!. Και ξαναγκάλιασε το κοριτσάκι του, που προσπαθούσε να μυηθεί στα μυστικά του έρωτα, την ώρα που οι σκιές είναι ανύπαρκτες.

Ο Έλληνας τόλμησε να απορήσει: «Μα είναι πατριώτης σας». Τούτη τη φορά ο Σικελός έγινε θηρίο: «Άσε με ήσυχο, και πάρε δρόμο, έ!!» Ο Γραικός έφυγε πισωπατώντας. Είχαμε πια μάθει πως, στην Σικελία, ένα κακό αστείο σε στέλνει στο.... νεκροτομείο. Φιλανθρωπίες εδώ δεν χωράνε. Τώρα; Τώρα βάλτε όλοι τα μπράτσα, τις πλάτες και τις μέσες σας, για να μάθετε να μην είστε άλλη φορά ευαίσθητοι.

Οι προσπάθειες κράτησαν περίπου 3 τέταρτα, μα το ελληνικό πείσμα και η ευρηματικότητα νίκησαν. Κι όταν, πια, το αυτοκίνητο κάθισε σε στέρεο έδαφος, είδαμε επί τέλους το 14χρονο παιδί, να χαμογελάει μέσα από μπλαβά δάκρυα. Ξαφνικά, νοιώσαμε όλοι περήφανοι. Σώσαμε ένα Ρωμαίο και μιαν Ιουλιέττα, από το ξύλο τής χρονιάς τους!!!........

Όμως, ο έρωτας γενικά στην Ιταλία, είναι πρωτότυπος. Πολύ πρωτότυπος. Οι νεαροί Ιταλοί έχουν πολύ πάθος αλλά και πολλή φαντασία. Στη Νάπολι, πάνω στο λόφο τού Ποσίλιπο, μάς δόθηκε ξανα η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε, πάλι μέρα μεσημέρι, αλλά, τούτη τη φορά, μέσα σ' ένα Φίατ,,,πεντακοσαράκι -αν είστε χριστιανοί! ....

΄Ομως, περί αυτού, σε επόμενο κεφάλαιο! Μήν πήξουμε δά, και στούς πολλούς έρωτες. Μπορεί να μάς ...βλάψει!
Λέτε?




http://www.travelstories.gr/members/ioanna-karagianni-3204.html http://www.travelstories.gr/sendmessage.php?do=mailmember&u=3204http://www.travelstories.gr/search.php?do=finduser&u=3204http://www.travelstories.gr/profile.php?do=addlist&userlist=buddy&u=3204
 

KIKI

Member
Μηνύματα
2.796
Likes
7.618
Επόμενο Ταξίδι
Ιορδανία
Ταξίδι-Όνειρο
Αφρική Ναμιμπια
μπα , ο ερωτας δεν βλαπτει !!!
Συνεχιστε παρακαλω .....
 
Μηνύματα
245
Likes
897
Η νοικοκυρά Μεσσήνα




Ύστερα από το Παλέρμο, τη Κατάνια και τον Ακράγαντα, η Μεσσήνα μοιάζει σαν μια ήσυχη νοικοκυρά, που μαγειρεύει νόστιμα φαγιά και κάνει κάτασπρη μπουγάδα. Εδώ δεν υπάρχουν στοιχειωμένα παλάτια, ούτε αρχαίοι ναοί, μήτε και λατομεία με τις … αυτάρες του ωτακουστή Διονυσίου! (Μα καλά κανείς δεν του δίδαξε αυτουνού… καλούς τρόπους? Και ήταν και άρχοντας! Ντροπή του!!)

Με το έμπα σου στην πόλη, ξαφνιάζεσαι με την άψογη ρυμοτομία. Πρώτη μου φορά βρέθηκα σε τόπον άγνωστο και δεν έχασα τον προσανατολισμό μου. Ποιος; Εγώ, που έτσι και με αφήσεις δίχως τις ταμπέλλες στον υπόγειο της Ομονοίας, θα βγω στον Ωρωπό....

Κατεστραμμένη και τούτη στον μεγάλο σεισμό του 1908, ξαναχτίστηκε από την αρχή για να ξανακαταστραφεί με τους βομβαρδισμούς του 1943 και να ξαναχτιστεί, για δεύτερη φορά, μέσα στον ίδιο αιώνα, με την πρόβλεψη μιας μεγαλούπολης, που σήμερα μετράει 260.000 ψυχές.


Κοντά της το ακοίμητο ηφαίστειο που, στα 1908 σε μια έκρηξη οργής, αφάνισε 84.000 κόσμο: «Ένα κατόρθωμα του κακού». Την έλλειψη γραφικότητας, αντικαθιστούν οι φαρδείς δρόμοι, τα ξέφωτα, τα πλατώματα, οι πράσινες νησίδες που σε καλούν να ξεκουράσεις τα πρησμένα από τον ποδαρόδρομο μέλη σου.

Λίγα τα αξιοθέατα της πόλης. Η εκκλησία του Gesu Del Re χτισμένη σε ψήλωμα, αγναντεύει όλη την πόλη και το πόρτο, μαζί με την μαντόνα που στέκει προστατευτικά στη μπασιά του.

Η μητρόπολη, χτισμένη από τους νορμανδούς στα 1168 ,είναι εκκλησιά από μέσα, κι απ’ έξω θέατρο. Στις δύο δωδέκατες ώρες, μεσημέρι και μεσάνυχτα, οι καμπάνες χτυπούν, κι οι χρυσές φιγούρες του καμπαναριού κουνιούνται μέσα στο φως ή κάτω από τις φεγγαροσκιές: Το περιστέρι που πετά, οι φρουροί, οι γυναίκες, ο πετεινός, ο έφηβος, ο γέρος, ο θάνατος!.... Ένας ολόκληρος κόσμος και η ιστορία του, κινούνται με τάξη,επί ένα τέταρτο σχεδόν, και συ πιάνεις τον εαυτό σου να χαζεύει σαν παιδί.

Μέσα η εκκλησία στράφτει από χρώματα, μα δεν μπορεί να κρύψει τις πληγές που, κάθε τόσο, η ταραγμενη γη της ανοίγει. Γιατί η Αίτνα δεν έχει ιερό και όσιο. Σαν όλες τις συμφορές…

Κοντά στην Μητρόπολη, η εκκλησία της Es Annunziata Dei Catelani, ένας κομψός συνδυασμός ρομανικού και αραβο-νορμανδικού ρυθμού.

Ενδιαφέρον επίσης έχει το Εθνικό Μουσείο στην παλιά εκκλησία του Αη-Γιώργη.

Στην πλατεία Cairoli βρίσκεσαι στην καρδιά της πόλης. Κι είναι όμορφη τούτη η καρδιά. Μπορείς να νοιώσεις τον παλμό της στις σβέλτες κουβέντες, στα γελαστά πρόσωπα, στις κακόγουστες βιτρίνες. Σε τούτη την πόλη, που ο θάνατος δεν είναι το «αναπάντεχο», η ζωή έχει τα κέφια της. Γοργοκυλάει μπρος και πλάι σου σαν ποτάμι φουσκωμένο. Το βλέπεις, το νοιώθεις και το χαίρεσαι με όλες σου τις αισθήσεις.

Η Μεσσήνα απέχει μονάχα μισή ώρα από το Ρέτζιο. Μισή ώρα μονάχα για να περάσεις από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Πολύ λίγη απόσταση αλήθεια από το κακό στο χειρότερο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή μας.
Και μια και περάσαμε από τα φοβερά τούτα μέρη ας θυμηθούμε την ιστορία τους.

«Η Σκύλλα ήταν θαλασσινό τέρας της Οδύσσειας που, κατά την περιγραφή της Κίρκης, είχε 12 ποδάρια και έξι σκυλίσια κεφάλια, με 3 σειρές δοντιών στο κάθ’ ένα. Ζούσε σε μια σπηλιά, όπου μονάχα η μισή κατάφερνε να κρύβεται. Μαζί με την Χάρυβδη αποτελούσαν τον τρόμο των ναυτικών, που ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν το φοβερό στενό, διότι κινδύνευαν να κατασπαραχτούν από τις δύο αυτές αβρές κυρίες!!!. Μαμά της Σκύλλας λένε πως ήταν η Κραταιίς ή η Εκάτη, και Μπαμπάς ο Φάρβας. Κατά μιάν άλλη εκδοχή η Μαμά ήταν πάντα η Εκάτη αλλά Μπαμπάς ο Τρίτωνας (καλό κουμάσι η Μαντάμ!. Πως στο καλό μπέρδευε έτσι τους πατεράδες του παιδιού της?. Γιαγιά και Παππούς της ήταν η Έχιδνα και ο Τυφώνας. Για να πούμε την αλήθεια, διόλου δεν ξαφνιαζόμαστε για το «ποιόν» της Σκυλλίτσας!... «Κατά μάνα κατά κύρη…». Τι περιμένατε να γίνει το κοριτσάκι, με τέτοια γονικά?. Πάλι καλό βγήκε.....

Η φιλενάδα της η Χάρυβδη δεν ήταν καλύτερη. Ζούσε πάνω σε ένα βράχο, κάτω από άγριες συκιές, (τούτη εδώ, μάτια μου, ήταν ένα τέρας πολύ… ρομαντικό), κι ήταν η προσωποποίηση του θαλάσσιου στρόβιλου και της πλημμυρίδας. Τρεις φορές την ημέρα έβγαινε να πάρει τον αέρα της, καταπίνοντας τεράστιες ποσότητες νερού που, όταν αποφάσιζε να τις βγάλει, γιατί φαίνεται της έφερναν βαρυστομαχιά, δημιουργούσε τέτοιες τρικυμίες που σειόταν το πέλαγος και πλημμύριζαν οι ακρογιαλιές. Ο Οδυσσέας σώθηκε, γιατί τον συμβούλεψε η Κίρκη να κρατηθεί από τα κλαδιά μιας συκιάς, μέχρις ότου τραβηχτούν τα νερά. Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που κατάφεραν να σωθούν από τις δύο τούτες κυράδες. Ανάμεσά τους ο Ιάσονας και ο Αινείας. Της Χάρυβδης Μάνα ήταν η Γη, και Πατέρας ο Ποσειδώνας. Όπως βλέπετε αυτή ήταν από καλύτερο σόι, αλλά, βρε παιδί μου, τίνος έμοιασε κι έγινε έτσι… τζαναμπέτισσα; Ίσως κάποιος θείος ή Παππούς να φταίει για αυτό. Ποιος ξέρει; Γι αυτό κι ο Δίας έγινε τούρκος, όταν έμαθε πως από λαιμαργία της άρπαξε τα βόδια του Ηρακλή, και την τιμώρησε κατακεραυνώντας την, και την πέταξε στη θάλασσα, στο ακρωτήρι Πέλαρο κοντά στη Μεσσήνα.

Αποχαιρετάμε τις καλές μας φιλενάδες που, οφείλουμε να ομολογήσουμε μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά, και μαζί τους και την Σικελία με όλους της του κινδύνους.....

Ήταν πολύ ωραίο ταξίδι. Ίσως ωραιότερο από ότι θα μπορούσαμε να το φανταστούμε. Πηγαίναμε έχοντας τις επιφυλάξεις μας και γυρνώντας κουβαλήσαμε την συγκίνηση και τον ενθουσιασμό μας.

Ναι, θα το ξαναπώ. Η Σικελία ήταν η συγκινητικότερη ταξιδιωτική εμπειρία μας. Εκεί βρήκαμε την Ελλάδα του Χτες, άγνωστη, παραπονεμένη, μοναχική. Ήταν ο μοναδικός τόπος αρχαιοτήτων, που δεν είχε ούτε ένα τουρίστα, έξω από μας τους Έλληνες. Κρίμα. Άξιζε καλύτερη τύχη και θύμηση ο ιερός τούτος τόπος....

λ Ομως, βιάστηκα να αποχαιρετήσω το νησί. Διότι η Σικελία έχει μιάν ακόμα πανέμορφη πόλη, που την επισκέπτεσαι πρίν περάσεις στην Κάτω Ιταλία. Κι αυτή είναι η Ταορμίνα, άλλο ένα στολίδι αυτού τού τόπου..............

Ας την ανταμώσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
 
Μηνύματα
245
Likes
897



Τ A O R M I N A


Ένα λουλούδι που ανθίζει στα πόδια της Αίτνας....
Έγινε τραγούδι. Και καθώς το τραγουδήσαμε, ο νους μας έφτιαξε μιάν εικόνα απερίγραπτη,την συνέθεταν λουλούδια, ήλιοι, φεγγάρια, γραφικές γωνιές, ρομαντικά σπιτόπουλα.

Πηγαίνοντας στην Ταορμίνα είχα ένα φόβο. Μήπως η φαντασία μου ‘παιζε παιγνίδια άσκημα, κι ο τραγουδημένος τόπος ήταν απρόσωπος, άχρωμος αδιάφορος. Έτσι μου ‘ρχεται να πω: «Συμπαθάτε με, αλλά προτιμώ να μείνω στην Κατάνια. Δεν θέλω να απογοητευτώ». Όμως η περιέργεια, -και σε αυτό το ταξίδι ανεκάλυψα πως, στ’ αλήθεια, είμαι εξοργιστικά περίεργη - με έσπρωχνε να τρέξω, να φτάσω ως εκεί, κι ότι ήταν να γίνει ας γίνονταν.

Έτσι έφτασα ένα πρωινό στον τόπο του τραγουδιού και της ποίησης. Κι η ψυχή σκίρτησε από το θέαμα. Στάθηκα στη μέση της παλιάς πλατείας και κοίταξα. Δρομάκια ανηφορικά, θεόστενα, ξέχειλα από φως και λουλούδια. Σπίτια παλιά, με όψεις μουντές και μπιρμπιλένια μπαλκόνια.... Πόρτες που τις σκέβρωσε το νερό κι ο αέρας, μα που κρατούν ακόμα την αρχοντιά τους,στο γυαλισμένο κι ολοσκάλιστο ρόπτρο, στο βαρύ μπρούτζινο πόμολο.... Πλατώματα κι ανοίγματα προς το πέλαγος, από όπου το μάτι σου συναντά τον ορίζοντα. Εκκλησιές παμπάλαιες, αυστηρές, κάστρα πέτρινα, γκρίζα με ταράτσες κρεμαστές πάνω από γκρεμούς, και τόξα γοτθικά. Ολάνθιστοι καταρράκτες κυλούν πάνω σε σαρακοφαγωμένους τοίχους, και πέργκολες σκιάζουν τις μικρές αυλές. Τους φράχτες καβαλλικεύουν τριανταφυλλιές κι αγιοκλήματα. Και στις καμάρες των θυρόφυλλων σκαρφαλώνουν γιασεμιά. Κι εκείνη η αγορά της!!!. Μαγαζάκια δεκάδες, από όπου ξεχύνονται λογής ευτελή αντικείμενα, χάντρες χρωματιστές, δαχτυλίδια από λάβα, μπλουζιά ολοκέντητα, καπέλα άσπρα, κίτρινα, πορτοκαλιά, φούστες χίπικες, βραχιολάκια της πεντάρας, και γιορντάνια γιορταστικά. Πανηγύρι. Κι ο κόσμος, ο κάθε λογής κόσμος, άσπρες, κίτρινες και μαύρες φυλές, περνοδιαβαίνουν δίχως βιάση, και γεύονται το ευφρόσυνο θέαμα......

Μα ναι! Η Ταορμίνα δεν με γέλασε. Ούτε το τραγούδι της. Είναι και τα δύο πάντα εκεί, πλέοντας σε έναν ωκεανό από φως και χρώματα. Κι η δική μου διάθεση ήταν να αφήσω τον εαυτό μου να πνιγεί μέσα σε τούτο το παλιρροιακό κύμα τής ομορφιάς. Να κλείσω τα μάτια και να πω: «Εμπρός. Κι εγώ μαζί με όλους. Ας χαθώ τώρα». Όμως ο τόπος δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Είναι σπλαχνικός. Σου δίνει και δεν σου ζητά. Το μόνο που ίσως θα θέλει, είναι να τον σκέφτεσαι πότε πότε με αγάπη. Κι εγώ το υποσχέθηκα. Γιατί η Ταορμίνα έμεινε στην καρδιά μου.

Μας ξεμυάλισε όμως ο περίπατος και η Ταορμίνα έχει πολλά ακόμα να δούμε. Υπάρχει κι εδώ η μνήμη η ελληνική. Είναι το περίφημο ελληνορωμαϊκό θέατρο.

Μεσημέριασε πια, κι ο ήλιος δεν έχει οίκτο για τους ταλαίπωρους προσκυνητές. Οι περισσότεροι αγοράζουν βιαστικά ψάθινα καπέλα κι αγκομαχώντας ανηφορίζουμε. Κι η ανηφόρα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Φθάνουμε σχεδόν δίχως ανάσα. Γιατί, θεούλη μου, οι Ελληνες διάλεγαν πάντα τέτοιους τόπους, για την ψυχαγωγία και τη μόρφωση τους; Χάθηκε δα να φτιάξουν το θεατράκι τους κάτω στην πλατεία.
Μανία κι αυτή μια φορά!

Όμως, ω σοφία των προγόνων μας, κι ω αλάνθαστη αίσθηση του ωραίου! Τι είναι τούτο; Στο τέλος ενός πανύψηλου βράχου, 600 πόδια πάνω από το πέλαγος, το θέατρο προσφέρει ένα μοναδικό στον κόσμο σκηνικό: κάτω, την αστραφτερή παραλία της Ταορμίνα, κι απάνω, ακουμπισμένη στον ουρανό, την χιονισμένη Αίτνα με τους μπλαβούς καπνούς της. Ένα θέαμα μεγαλειώδες, που σου κρατά τα μάτια ορθάνοιχτα και λιώνει την ψυχή σου από την συγκίνηση.....

Χτισμένο από τους Ελληνες, με λίγες σειρές κερκίδων κι ένα μονάχα διάζωμα, το θέατρο μεγάλωσε και τελικά διαμορφώθηκε από τους Ρωμαίους. Η σκηνή του, καθαρά ρωμαϊκή, με μια σειρά λεπτόκορμων κιόνων, έχει μιαν ελαφράδα αέρινη, καθώς τους βλέπεις κάτασπρους να ζυγιάζονται στο χείλος του βράχου. Και μέσα από τα τόξα του κατακόκκινου ρωμαϊκού τείχους, η θάλασσα του Ιονίου να στέλνει την γλαυκότητά της, κι ο όγκος της Αίτνας να σου θυμίζει την τρομερή απειλή του. Κι οι σπασμένες κερκίδες σού χαμογελούν δειλά, ανάμεσα από τις παπαρούνες, που πονηρά φυτρώνουν πάνω στα τραύματα που άνοιξαν στον βράχο οι αιώνες. Γιατί είναι αλήθεια βαριά τραυματισμένο το θέατρο της Ταορμίνας. Κι ίσως γι αυτό πιο συγκλονιστικό, πιο κοντινό μας.

Η ματιά μας, καθώς γυρνά μέσα στο χώρο, σταματά σε μια τάφρο σε σχήμα «Τ» ανάποδου, ακριβώς μπρος στη σκηνή. Ρωτιόμαστε με τα μάτια. Ο ξεναγός μας δηλώνει άγνοια. Εμείς επιμένουμε. Κι εκείνη τη στιγμή ένας όμιλος ξένων με τον δικό τους ξεναγό, εκφράζει την ίδια με μας απορία. Για λίγο ο Σικελός διστάζει, και μετά το παίρνει απόφαση: " Η τάφρος δεν υπήρχε αρχικά. Ανοίχτηκε στα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής, μια και το ελληνικό θέατρο είχε γίνει πια αρένα!. Κι επειδή για τους ρωμαίους τα θεάματα, και μάλιστα τα αιματηρά, πήγαιναν πιο μπροστά κι από την τροφή, επινόησαν κάτι καινούργιο για τους θεατές. Άνοιξαν τούτη την τάφρο και, εκατοντάδες δούλοι, ανέβαζαν την παραμονή των αγώνων νερό από την θάλασσα,και γέμιζαν αυτήν την τάφρο αλλά και τα ντεπόζιτα που υπήρχαν ψηλά στο τέλος των κερκίδων. Την καθορισμένη μέρα και ώρα, και μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, έρριχναν στην τάφρο δύο βάρκες με μονομάχους. Χρέος τους? Να πολεμήσουν από βάρκα σε βάρκα μέχρι θανάτου. Πρώτα δύο. Μετά από αυτούς άλλοι δύο, κι άλλοι κι άλλοι, εως ότου το πλήθος να χορτάσει αίμα, να κουραστεί και να πάψει να ουρλιάζει. Κι όταν η τάφρος γέμιζε σάρκες και το νερό γίνονταν κόκκινο, και το θέατρο ησύχαζε από την χλαλοή, άνοιγαν οι καταπακτές της τάφρου, πίσω από την σκηνή, για να αδειάσουν τα ανθρώπινα απομεινάρια στη θάλασσα. Συγχρόνως άνοιγαν και τα ντεπόζιτα από ψηλά, και καθώς το νερό κατέβαινε με ορμή, παρέσυρε κι έπλενε κάθε ίχνος της ανθρώπινης θηριωδίας, κατρακυλώντας πάνω από τα βράχια μέχρι την παραλία. Ως το άλλο πρωί, που έβγαινε ξανά ο ήλιος , τίποτε δεν θύμιζε το όργιο του θανάτου. Μονάχα οι δούλοι, που ξανακατέβαιναν στη θάλασσα με τα βαρέλια για να φέρουν νερό για την επόμενη φιέστα, μακάριζαν τους εαυτούς τους που γεννήθηκαν δούλοι κι όχι μονομάχοι....."

Δεν ξέρω κατά πόσον αυτή η εκδοχή στηρίζεται στην ιστορική αλήθεια, αλλά θαρρώ πως θα μπορούσε θαυμάσια να’ ναι πραγματική. Δεν μας συνήθισαν σε… τρυφερότητες οι Ρωμαίοι. Αντίθετα μάλιστα..

Όμως εμείς,σήμερα, δεν σκεφτόμαστε τους Ρωμαίους. Στήνουμε αυτί να πιάσουμε τα χορικά της Ορέστειας, τον θρήνο της Αντιγόνης, το μοιρολόι της Εκάβης, τον κομμό της Ιφιγένειας. Και ω του θαύματος! Όλα εδώ μέσα μουρμουρίζουν κάτι. Ψιθυρίζουν, σαν μέσα σε λυγμό, πως τα χρόνια δεν χάλασαν τίποτε. Οι πέτρες φαγώθηκαν, οι κολώνες έπεσαν, μα η ελληνική Ιδέα έμεινε. Κι η Ιστορία την κράτησε στοργικά στη Μνήμη της, για να την ακουμπήσει στα χέρια μας. Στα χέρια των σημερινών ταπεινών προσκυνητών του Παρελθόντος. Στούς ΄Ελληνες τού Σήμερα....

Κάπου στο πέλαγος, ανάμεσα Κατάνη και Ταορμίνα, (36 περίπου χλμ. από την πόλη και κατά μήκος της παραλίας των Κυκλώπων), άλλη μια ελληνική θύμηση. Ψηλά Faraglioni –βράχια, στημένα ορθά καταμεσίς του πελάγου-, που οι Σικελοί τα λένε Faraglioni των Κυκλώπων. Ένα από αυτά έριξε, λένε, ο Πολύφημος καταπόδι στον Οδυσσέα, για να χορτάσει την οργή του για το τύφλωμά του από τον Ομηρικό ήρωα. Κάπου λοιπόν εδώ τοποθετούσε η παράδοση το γένος των Κυκλώπων. Φυσικά οι φοβεροί βράχοι που βρίσκονται σκόρπιοι στις νότιες θάλασσες της Ιταλίας, -είναι γνωστά και τα Faraglioni του Κάπρι - πρέπει να έχουν την αιτία τους στα τρία μεγάλα ηφαίστεια της περιοχής: την Αίτνα, τον Βεζούβιο και το Στρόμπολι. Εδώ, σε τούτα τα νερά, φταίει η μανία της Αίτνας, για την ύπαρξη των πελώριων βράχων. Κι ίσως εξ αιτίας της Αίτνας και του άγριου περιβάλλοντος να σκέφτηκε ο Όμηρος να τοποθετήσει εδώ την κατοικία του Πολύφημου. Μια κι όλα είναι τριγύρω μεγάλα και φοβερά στην όψη, επικίνδυνα και ύπουλα, ο ανοικονόμητος, άσκημος και μονόφθαλμος Κύκλωπας ήταν εντελώς…. ασορτί με το σκηνικό, μέσα στην τρομερή σπηλιά του.

 Σε λίγο μπρος στο σπήλιο φτάσαμε μα μέσα αυτός δεν ήταν
 μον’ τα παχιά τ΄αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια
 Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας τ’ αποθαμάξαμε όλο
 Ως που γύρισε, στην πλάτη εκουβαλούσε ξύλα στεγνά ένα ακέρηο φόρτωμα
 Να τά ‘χει για το δείπνο
 Κι ως χάμω τα ‘ριξε αντιλάλησε βαρειά τρογύρα ο βράχος
 Κι εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του βράχου φοβισμένοι…
( Από τη μετάφραση τής Οδύσσεις από τον Καζαντζάκη )

Η παράδοση διάλεξε το ψηλότερο από τα Faraglioni, για να πει πως ήταν αυτό που ο τυφλωμένος γίγας ξαπόστειλε ξοπίσω στον Οδυσσέα για να τον αφανίσει.

Στην Σικελία, άλλη μια φορά θα συναπαντηθούμε με τον Όμηρο. Και θα ‘ναι πάλι για κάποια περιπέτεια, περισσότερο ωστόσο ρομαντική τούτη τη φορά, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη. Χμ! και πόσο επικίνδυνη! Γυναίκες! Σας λέει τούτο τίποτε; Όχι; Υπομονή, κάποτε θα σας …πει…

Όμως είμαστε ακόμα στην Ταορίνα. Μετά το προσκύνημα στην ελληνική μνήμη καιρός να δούμε κι ότι άλλο έχει να μας δείξει η πόλη των λουλουδιών. Τα περισσότερα μνημεία της είναι μεσαιωνικά, σαν εκείνο τον όμορφο πύργο της Badia Vecchia, τον καθεδρικό ναό της αυστηρό και γυμνό, το Palazzo Santo Stefano, το Palazzo Corvaia κοντά στην Αγία Αικατερίνη, εκκλησιά του 16ου αιώνα... Κι όλα αυτά, τα σχετικά καινούργια, κοντά στα θεμέλια αρχαίων ναών, και σε απομεινάρια παλιών τειχών.

Όμως όλοι οι περίπατοι τελειώνουν. Μια ματιά στον ολάνθιστο Jardino Pubblico (το δημόσιο πάρκο) και η ευτυχία τέλος. Δεν λυπόμαστε. Γιατί σε αυτό το ταξίδι, σαν σ’ όλα τα ταξίδια, οι ευτυχίες είναι πολλές. Μόνο πως σε κάθε αναχώρηση λιγοστεύουν κατά μια. Κι είναι αυτό που μας … αγανακτεί. Να πω πως είμαστε πλεονέκτες? Ε, ναί λοιπον, στα ταξίδια είμαστε πλεονέκτες....

Ήδη μια ευτυχία είναι πολύ. Σκεφτείτε τις πολλές. Θα ‘ναι σκάνδαλο. Φεύγουμε λοιπόν δίχως γκρίνια. Θα ‘ταν σαν να βεβηλώναμε την γοητευτική ανάμνηση της Ταορμίνα…
__________________
 
Μηνύματα
245
Likes
897



ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ξεκινώντας για τη Σικελία τα αισθήματα ήταν ανάμικτα: περιέργεια, προσδοκία, κάποιο δέος, επιφύλαξη, υποψία μήπως απογοητευτούμε.


Σικελία! Είναι ένα όνομα που ακούγεται παράξενα.
Sicila. Ακούγεται το ίδιο παράξενα και στα Ιταλικά.
Είναι ένας ήχος που θαρρείς βαραίνει τη γλώσσα σου. Να’ναι το παρελθόν της; Να’ναι ιδέα μας; Ωστόσο, όταν καταφέρναμε να ξεπεράσουμε το ιστορικό δέος, μας αλάφιαζε η σκέψη της Μαφίας, που ήταν ένα ζωντανό, επικίνδυνο παρόν. Θεούλη μου! Εκεί κλέβουν, σκοτώνουν, κάνουν απαγωγές, ζητούν λύτρα, τυραννούν κοσμάκη. Μωρέ, πού πάμε κι εμείς ξυπόλητοι στα αγκάθια; Τι στο καλό ζητάμε στο άντρο των ληστών;

΄Ομως, ξέχωρα από τη λογική και τη φρόνηση, όλοι έχουμε καταχωνιασμένη, σε μια ακρίτσα της ψυχής μας, την αγάπη για την περιπέτεια, τον κίνδυνο, το απροσδόκητο. Αυτή η αγάπη στάθηκε πιο δυνατή από την λογική σε τούτο το ταξίδι που, βέβαια δεν του έλειψαν οι περιπέτειες. Άλλωστε σε ποιο ταξίδι λείπουν; Ούτε η αγωνία μας έλειψε. Νύχτα προσπαθούσαμε, χωρίς πάντα να το καταφέρνουμε, να μη κυκλοφορούμε, παρ’ ότι ο βραδινός περίπατος ανάμεσα στα μπουλούκια των Σικελών, που σουλάτσαραν ξεφωνίζοντας, χειρονομώντας, γελώντας, ήταν πραγματική απόλαυση.

Πολλά ενδιαφέροντα σημεία πόλεων, δεν καταφέραμε να τα επισκεφτούμε ούτε νύχτα ούτε μέρα. Οι ίδιοι οι Σικελοί φρόντισαν να μας κόψουν τη φόρα. Με τα νέα παιδιά δεν ξεθαρρευτήκαμε, και δεν κουβεντιάσαμε, κυκλοφορούσαν πάντα κατά παρέες κι η όψη και το βλέμμα τους δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Έτσι,φοβάμαι, ότι χάσαμε ένα μεγάλο μέρος, και της γραφικότητας, και της σύγχρονης ζωής του νησιού.

Τα χαρακτηριστικά του Ιταλικού νότου, -φοβάμαι πως τώρα πια και του Ιταλικού βορρά-, είναι κι εδώ πολύ έντονα. Αν εξαιρεθεί η Συρακούσα, όλη η Σικελία είναι πνιγμένη στο σκουπίδι. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι μας ταΐσαν σε κείνες τις ανεκδιήγητες Τρατορίες, στις Τάβολε-κάλτνε, στις Πιτσαρίες...

Τα εστιατόρια ήταν κάπως καλύτερα. Φυσικά υπήρχαν και ρεστωράν, που μπορούσες να φας ευχάριστα και νόστιμα κι όχι ιδιαίτερα ακριβά, οπωσδήποτε όμως ακριβούτσικα. Στα άλλα, έκλεινες τα μάτια, έκανες από μέσα σου και μια προσευχή: «Dio mio, να χαρείς, φύλαγε με από τη χολέρα, την πανώλη, την οστρακιά», και κατέβαζες τις καυτές πίτσες και τις... άψητες μακαρονάδες. Τι καημός κι αυτά τα άψητα σπαγγέτι! Τα κατεβάζαμε… «ζωντανά», και τα νοιώθαμε για ώρες να στέκουν …ορθά στο στομάχι μας!!. Φρίκη! Στις διαμαρτυρίες των ξένων, οι Ιταλοί απαντούν απορημένοι: «Μα τα … ζεματίσαμε ξέρετε!» Θεέ και Κύριε, σπανάκια είναι;

Χώρια όμως από τη Μαφία, που φυσικά δεν την… είδαμε, -ίσως φανταζόμασταν ότι οι μαφιόζοι κυκλοφορούν με προσωπίδες και μαύρους μανδύες καταμεσής στους δρόμους,- χώρια από τις αγωνίες μας, και χώρια από τα άψητα σπαγγέτι, η Σικελία ήταν για μας μια έκπληξη. Ξεκινήσαμε να συναντήσουμε μιαν Άγνωστη, κι αποχαιρετήσαμε για Φίλη. Συμφιλιωθήκαμε από την πρώτη στιγμή μαζί της. Αγαπήσαμε τις ξερολιθιές της, τα σπάρτα της, τις γερασμένες ελιές της, τα σκληρά της στείρα χώματα, τις αναιμικές παπαρούνες της, τη μοναξιά και την εγκατάλειψή της. Ήρθαν στιγμές που συγκινηθήκαμε τόσο, ώστε στρέψαμε το πρόσωπο μακριά από τον σύντροφο, τον φίλο, για να μη δει το ύποπτο γυάλισμα στα μάτια..... Ήταν οι ώρες που ζήσαμε, κάτω από τον επίμονο μεσημεριανό ήλιο, στην κοιλάδα των ναών τού Ακράγαντα. Και οι ώρες τού μαγιάτικου δειλινού, στα λατομεία της Συρκούσας. Αξέχαστες στιγμές. Ξαφνικά, τόσα μίλια μακριά από την Ελλάδα, νοιώσαμε την ανάγκη να σκύψουμε και να αγγίξουμε ένα λιθάρι, ένα βράχο, ένα λουλούδι, έχοντας έντονα την αίσθηση πως αγγίζαμε κάτι δικό μας, πολύτιμο και ιερό......

Συχνά λένε: «Η Σικελία! Και τι να δεις εκεί; Ξεραΐλα, και τίποτε άλλο». Μα ναι, αυτή η συγκλονιστική ξεραΐλα είναι εκείνη που αναδεικνύει έτσι, με τέτοια δύναμη, τη λιτή ομορφιά της πέτρας. Πάνω σε ένα βράχο βρίσκεται κι ο Παρθενώνας, παραδομένος στο καμίνι του Ελληνικού καλοκαιριού. Περεχυμένος το ανελέητο αττικό φως. Ούτε ίχνος σκιάς. Ούτε στάλα πράσινου, παρά μονάχα η προκλητική πατίνα της πεντελικής πέτρας, πάνω στο τραχύ λόφο της Ακρόπολης......

Αυτός είναι ο Ακράγας. Όλη η βλάστηση που τον συντροφεύει, σέβεται το ύψος του και μένει χαμηλά. Στα πόδια τών κιόνων. Συντετριμμένη κάτω από το βάρος τού Χρόνου, τής Ιστοριας και της μεγαλοπρέπειάς της. Έ τ σ ι θέλησαν το τοπίο Εκείνοι. Έ τ σ ι, διότι τους θύμιζε τον τόπο που άφησαν πίσω τους. Διότι κουβάλησαν, ώς έδώ, την αγάπη τους για την Ομορφιά και το Φως. Το αιώνιο δέσιμό τους με την σκληρή πέτρα και το τραχύ χώμα......

Κι ενώ η αράδα των αιώνων μακραίνει, οι πέτρες εξακολουθούν να καίγονται κάτω από τον άγριο σικελικό ήλιο, μόνες, κατάμονες, στην κοιλάδα του Agrigento. Στα Λατομεία της Συρακούσας. Στα θέατρα της Ταορμίνας και της Κατάνιας.

Σπάνιοι οι επισκέπτες. Ίσως μερικοί αδιόρθωτοι νοσταλγοί, ή κάποιοι επιστήμονες που ψάχνουν για τις καταβολές αυτής της περίεργης φυλής. Κρίμα. Διότι, τη συγκίνηση που σου δίνει η κιτρινισμένη πέτρα, που βρίσκεται μ ί λ ι α μ α κ ρ ι ά από την καρδιά του ελληνισμού, δεν σου τη δίνει, φοβάμαι, το πολύτιμο μάρμαρο που το φτάνεις με το αστικό λεωφορείο…..
 
Μηνύματα
1.666
Likes
1.327
Επόμενο Ταξίδι
Κρακοβία-Βαρσοβία
Ταξίδι-Όνειρο
...Ιθάκη...
βάλτε λίγο φρένο καλέ, μας λαχανιάσατε.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.635
Μηνύματα
905.135
Μέλη
39.376
Νεότερο μέλος
Vichumills

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom