Despinna
Member
- Μηνύματα
- 174
- Likes
- 163
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού, Ινδία, Αργεντινή,
Περιεχόμενα
(Μέρος Α -Οστάνδη)
….Η Μπριζ (όπως ανέφερα στο μικρό σχετικό οδοιπορικό μου) υπήρξε αυτό που λέμε…έρωτας με την πρώτη ματιά (ήδη από την ταινία, σε μια αίθουσα κινηματογράφου ένα χειμωνιάτικο βράδυ, χρόνια πριν – και όταν την επισκέφθηκα, - η γοητεία της πόλης έγινε πραγματικότητα, -αυθεντική, παραμυθένια και απίστευτη δυνατή), υπερσκιάζοντας, με τη δική της ιδιαίτερη «γητειά», πανέμορφες πόλεις όπως η Πράγα (που επίσης τη λατρεύω) ή η Βενετία… Μικρή πόλη, σε τρεις μερες την είχαμε σχεδόν γυρίσει, -πάντα όμως υπήρχε για μένα μια γωνιά, ένα γεφύρι, ένα στενό, που πρόσφερε μια νέα εικόνα, μια μικρή αποκάλυψη. Ήταν μάλλον επειδή με το περπάτημα (και μάλιστα σε πολύ κρύο και αρκετή βροχή) είχα (ακόμα κι εγώ) εξαντληθεί και δεν ενιωθα σχεδόν τα πόδια μου που συμφώνησα στην πρόταση της εκδρομής (με τι άλλο; τρένο φυσικά!) στη γειτονική Γάνδη.. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει (αν και ήταν ακόμα σχετικά νωρίς το μεσημέρι), η βροχή δεν είχε σταματήσει, και η προοπτική της ξεκούρασης μέσα σε ένα βαγόνι, με εικόνες της βελγικής (φλαμανδικής μάλλον!) υπαίθρου να ταξιδεύουν μαζί μας έμοιαζε ξαφνικά αν μη τι άλλο ιδιαίτερα δελεαστική. Έτσι, αφού εντυπωσιαστήκαμε για μια ακόμα φορά από τον απίστευτο αριθμό ποδηλάτων έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό της μικρής πόλης (αλεπάλληλες σειρές με ποδήλατα, τόσο πολλά συγκεντρωμένα σε ένα μέρος δεν είχα –και δεν έχω! –ξαναδεί, οδεύσαμε προς το εσωτερικό του σταθμού, όπου ανακαλύψαμε ότι το τρένο για τη Γάνδη είχε μόλις αποχωρήσει (με το επόμενο να είναι σε 3 ώρες περίπου). «Το επόμενο τρένο, που πάει»; ρώτησα την ευγενική υπάλληλο, εντυπωσιασμένη από τα γνήσια κόκκινα μαλλιά της (κάποιες Φλαμανδές, μοιάζανε πραγματικά βγαλμένες από πίνακα της Αναγεννήσεως!). «Οστάντ» μου απάντησε….Οστάνδη, λοιπόν… Μια απορία δίπλα μου, κάτι σαν «…μα, η Γάνδη είναι στην αντίθετη κατεύθυνση», αντιμετωπίστηκε με ένα βιαστικό «ναι, θα πάμε μετά». Αποβιβαστήκαμε στο τρένο (τελευταία στιγμή), και….ξεκινήσαμε…
Καθώς το τρένο διέσχιζε το βόρειο κομμάτι της χώρας, το τοπίο άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά….ο σταθμός της Οστάνδης δίνει μια αίσθηση σαν να έχεις φθάσει «στην άκρη»…..σε μια άκρη….ίσως γιατί απλώνεται η θάλασσα, μια διαφορετική θάλασσα από το Αιγαίο και το Ιόνιο που αποτελούν πια τα βιώματά μου, μια θάλασσα πιο ανοιχτή, πιο άγρια, πιο αυστηρή, πιο….μεγάλη. Χαζεύοντας το τοπίο, με εμένα «χαμένη» κάπου σε αυτή την παράξενη αίσθηση, είμασταν σχεδόν έξω από το σταθμό όταν το χέρι μου κινήθηκε μηχανικά προς την τσάντα, σε αναζήτηση της φωτογραφικής μηχανής, για να συνειδητοποιήσω ότι…κάτι έλειπε….Είχα ξεχάσει την τσάντα στο τρένο! Για καλή μου τύχη, η Οστάνδη είναι τερματικός σταθμός (αυτή η …άκρη, που έλεγα), και το τρένο ήταν ακόμα εκεί, με το μόνιτορ από πάνω να δείχνει ότι αναχωρεί σε 2 λεπτά με κατεύθυνση τις Βρυξέλλες. Σχεδόν απελπισμένη (ως συνήθως, τα πάντα ήταν σε αυτή τη μικρή τσάντα, εισιτήρια, ταυτότητες, κλειδιά, μηχανή, κινητό), «μπούκαρα» στο τρένο και άρχισα να τρέχω από βαγόνι σε βαγόνι, σίγουρη σχεδόν για το μάταιον της αναζητησής μου…Τα βαγόνια είχαν αρχίσει να γεμίζουν από κόσμο που προσπαθούσε να βολευτεί εκμεταλλευόμενος το «προνόμιο» που σου δίνει το να ανεβαίνεις στο τρένο στην αφετηρία, επιλέγοντας θέση, και εξασφαλίζοντας μια όσο το δυνατό πιο άνετη διαδρομή. Σχεδόν δεν το πίστευα στα μάτια μου όταν, ενώ έτρεχα ψάχνοντας σε κατάσταση «αλλοφροσύνης» τα καθίσματα με το βλέμμα, μια παρέα που μόλις είχε καθίσει με κοίταξε με χαμόγελο, ρωτώντας με αν είχα ξεχάσει κάτι, και αποκαλύπτοντας την τσάντα μου, ανέπαφη, μπροστά μου! Η ανακούφισή μου ήταν έκδηλη, τα χαμόγελα των ανθρώπων αληθινά (νομίζω ότι το χάρηκαν που κατάφεραν να βοηθήσουν), και η τσάντα….στα χέρια μου. Ομολογώ ότι δεν συγκράτησα (δυστυχώς) τα πρόσωπα εκείνης της παρέας, δεν μπορώ καν να θυμηθω αν ήταν νέοι ή μεγάλοι σε ηλικία, όμως πάντα θα τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ, για την τιμιότητα και την καλοσύνη τους,-αφενός μου εξασφάλισαν την απρόσκοπτη και χαλαρή απόλαυση του ταξιδιού (γλυτώνοντας με από πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, πόσο μάλλον που την επομένη το βράδυ πετούσαμε για Αθήνα) και αφετέρου μου έδειξαν, (για μια ακόμα φορά), πως οι άνθρωποι είναι απλά…..άνθρωποι, και πως ναι, η τιμιότητα παραμένει αξία και ηθική αρχή –για ορισμένους, -πάντα ανεξαρτήτως συνόρων. Τελευταία στιγμή ίσα που πρόλαβα να πηδήξω από το τρένο, πριν κλείσουν οι πόρτες (με τους βέλγους να με χαιρετούν από το παράθυρο), ανάλαφρη ξαφνικά (και ας ήξερα πως για το επόμενο δίωρο είχα να αντιμετωπίσω «διάλεξη» για την αφηρημάδα, για «τον κόσμο μου», και όλα τα σχετικά.. Τέλος καλό όλα καλά – χαλάλι!).
Η εντύπωσή μου από την σύντομη επίσκεψή μου στην Οστάνδη είναι ότι δεν είναι τόσο «πόλη», όσο «λιμάνι», και πάλι όχι ακριβώς «λιμάνι» (με τις δικές μου εικόνες τουλάχιστον), όσο μια…άκρη….ένα σημείο αφετηρίας…θα μπορούσα ισως να πω κομβικό σημείο, σημείο σταθμός, αφετηρίας και άφιξης, αλλά, δεν ξέρω γιατί, εμένα μου εντυπώθηκε σαφώς σαν «αφετηρία», σαν μια «άκρη» από όπου παίρνεις το πλοίο, και ταξιδεύεις προς τις βόρειες θάλασσες…. Απλωτή πόλη, ανοιχτή, χωρίς καμπύλες, -δεν ξέρω αν θα τη χαρακτήριζα «όμορφη», σίγουρα όμως μια πόλη «ιδιαίτερη», διαφορετική μέσα στην ιδιαιτερότητά της. -το βλέμμα να χάνεται στην επίπεδη γραμμή του ορίζοντα, αναζητώντας το σημείο που ο ουρανός συναντάει τη θάλασσα, σε ένα μπλε, που όμως είναι τελείως διαφορετικό από το δικο «μας», έντονο, λαμπερό μπλε, - ένα μπλε πιο σκοτεινό, πιο άγριο, με λιγότερες διακυμάνσεις χρωμάτων και παιχνιδίσματα….ένα μπλε -γκρι…..
Μια σύντομη βόλτα προς το εσωτερικό της πόλης, στάση σε έναν επιβλητικό καθεδρικό ναό (που θύμιζε μάλλον Ισπανία, ή Ιταλία), και μετά τα βήματά μας μας οδήγησαν, πού αλλού;….στην αποβάθρα! Πλοία μεγάλα, αρκετά ιστιοφόρα, πολλά ψαράδικα, -σκαριά που έφεραν πάνω τους κάτι αυθεντικό, - ιστορίες από θαλασσόλυκους και καταιγίδες και κύματα. Λίγος κόσμος (πώς είναι το πολύβουο και «στριμωγμένο» λιμάνι της Αθήνας, ο Πειραιάς; ε, καμία σχέση!), και μια μακριά, πολύ μακριά, κατά μήκος της αποβάθρας, σειράς από καντίνες, με ο,τι ψαρο-φαγικό μπορεί να βάλει ο νους (τον δικό μου νου πάντως τον ξεπέρασαν, καθώς η πλειονότητα των ψαρικών ήταν είδη που δεν ήξερα τι είναι και έβλεπα για πρώτη –και μοναδική έως σήμερα- φορά). Παστά ψάρια, ωμά ψάρια τύπου σούσι, καπνιστά τύπου ρέγγας, περίεργα ψάρια που κρέμονταν από σχοινιά, τσουκάλια με ψαρόσουπες διαφόρων ειδών, καραβίδες-γαρίδες-αστακοειδή σε άπειρες μορφές και συνδυασμούς (τηγανιτά, βραστά, τύπου σαλάτα, με διαφορες σάλτσες κτλ). Και, φυσικά, (σήμα κατατεθέν ίσως του φαγητού στο Βέλγιο),……πατάτες τηγανιτές…! Όπου και να γυρίσεις, σχεδόν πάντα θα δεις τουλάχιστον δύο ανθρώπους να περπατάνε τσιμπώντας με τα μικρά πλαστικά πιρουνάκια πατάτες τηγανιτές από τις ειδικές χάρτινες συσκευασίες…Η διάδοση μάλιστα της πατάτας είναι φαίνεται τόση, που κατά μήκος της προκυμαίας υπήρχαν σε τακτά διαστήματα πινακίδες, που έδειχναν ότι…απαγορεύεται να ταίζεις τους γλάρους με πατάτες!!! Και εδώ έρχεται το άλλο χαρακτηριστικό του λιμανιού της Οστάνδης…Οι γλάροι! Πολλοί γλάροι! (προφανώς όλο και κάποια πατατούλα θα τσιμπάνε, παρά τις απαγορεύσεις). Μεγάλοι γλάροι, που συνέβαλαν με την παρουσία τους στην ιδιαίτερη, παράξενη φυσιογνωμία αυτής της πόλης. Και το βλέμμα να χάνεται στις βόρειες θάλασσες…να ταξιδεύει…..
Το περπάτημα κατά μήκος της προκυμαίας ήταν ευχάριστο, έκανε κρύο και ψιλόβρεχε πού και πού παράλληλα όμως είχε βγει ένας δειλός (μα πάντα ζωογόνος ήλιος), η παρέα των γλάρων συνέθετε μια ξεχωριστή πινελιά, ενώ οι μυρωδιές από τις καντίνες ερέθιζαν την αίσθηση της όσφρησης. Ωστόσο, η ώρα περνούσε, και το τρένο για Γάνδη (που είχαμε χάσει στην Μπρυζ) θα έφευγε σε λίγα λεπτά. Σχεδόν τρέχοντας επιστρέψαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, και, αφού παραλίγο να χάσουμε το τρένο (γιατί εγώ χάζευα το υπερσύγχρονο τρένο που διέσχιζε την Ευρώπη μέσω Μάγχης και που μόλις είχε μπει στον σταθμό) ξανα-επιβιβαστήκαμε, με κατεύθυνση Μπρυζ- Γάνδη αυτή τη φορά…Τι κι αν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει (κι ας ήταν ακόμα απόγευμα)…Ο νους διψούσε για εικόνες, άπληστος, αχόρταγος νου, να δει, να γεμίσει παραστάσεις, εμπειρίες, τοπία, να χωρέσει τον κόσμο….
….Η Μπριζ (όπως ανέφερα στο μικρό σχετικό οδοιπορικό μου) υπήρξε αυτό που λέμε…έρωτας με την πρώτη ματιά (ήδη από την ταινία, σε μια αίθουσα κινηματογράφου ένα χειμωνιάτικο βράδυ, χρόνια πριν – και όταν την επισκέφθηκα, - η γοητεία της πόλης έγινε πραγματικότητα, -αυθεντική, παραμυθένια και απίστευτη δυνατή), υπερσκιάζοντας, με τη δική της ιδιαίτερη «γητειά», πανέμορφες πόλεις όπως η Πράγα (που επίσης τη λατρεύω) ή η Βενετία… Μικρή πόλη, σε τρεις μερες την είχαμε σχεδόν γυρίσει, -πάντα όμως υπήρχε για μένα μια γωνιά, ένα γεφύρι, ένα στενό, που πρόσφερε μια νέα εικόνα, μια μικρή αποκάλυψη. Ήταν μάλλον επειδή με το περπάτημα (και μάλιστα σε πολύ κρύο και αρκετή βροχή) είχα (ακόμα κι εγώ) εξαντληθεί και δεν ενιωθα σχεδόν τα πόδια μου που συμφώνησα στην πρόταση της εκδρομής (με τι άλλο; τρένο φυσικά!) στη γειτονική Γάνδη.. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει (αν και ήταν ακόμα σχετικά νωρίς το μεσημέρι), η βροχή δεν είχε σταματήσει, και η προοπτική της ξεκούρασης μέσα σε ένα βαγόνι, με εικόνες της βελγικής (φλαμανδικής μάλλον!) υπαίθρου να ταξιδεύουν μαζί μας έμοιαζε ξαφνικά αν μη τι άλλο ιδιαίτερα δελεαστική. Έτσι, αφού εντυπωσιαστήκαμε για μια ακόμα φορά από τον απίστευτο αριθμό ποδηλάτων έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό της μικρής πόλης (αλεπάλληλες σειρές με ποδήλατα, τόσο πολλά συγκεντρωμένα σε ένα μέρος δεν είχα –και δεν έχω! –ξαναδεί, οδεύσαμε προς το εσωτερικό του σταθμού, όπου ανακαλύψαμε ότι το τρένο για τη Γάνδη είχε μόλις αποχωρήσει (με το επόμενο να είναι σε 3 ώρες περίπου). «Το επόμενο τρένο, που πάει»; ρώτησα την ευγενική υπάλληλο, εντυπωσιασμένη από τα γνήσια κόκκινα μαλλιά της (κάποιες Φλαμανδές, μοιάζανε πραγματικά βγαλμένες από πίνακα της Αναγεννήσεως!). «Οστάντ» μου απάντησε….Οστάνδη, λοιπόν… Μια απορία δίπλα μου, κάτι σαν «…μα, η Γάνδη είναι στην αντίθετη κατεύθυνση», αντιμετωπίστηκε με ένα βιαστικό «ναι, θα πάμε μετά». Αποβιβαστήκαμε στο τρένο (τελευταία στιγμή), και….ξεκινήσαμε…
Καθώς το τρένο διέσχιζε το βόρειο κομμάτι της χώρας, το τοπίο άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά….ο σταθμός της Οστάνδης δίνει μια αίσθηση σαν να έχεις φθάσει «στην άκρη»…..σε μια άκρη….ίσως γιατί απλώνεται η θάλασσα, μια διαφορετική θάλασσα από το Αιγαίο και το Ιόνιο που αποτελούν πια τα βιώματά μου, μια θάλασσα πιο ανοιχτή, πιο άγρια, πιο αυστηρή, πιο….μεγάλη. Χαζεύοντας το τοπίο, με εμένα «χαμένη» κάπου σε αυτή την παράξενη αίσθηση, είμασταν σχεδόν έξω από το σταθμό όταν το χέρι μου κινήθηκε μηχανικά προς την τσάντα, σε αναζήτηση της φωτογραφικής μηχανής, για να συνειδητοποιήσω ότι…κάτι έλειπε….Είχα ξεχάσει την τσάντα στο τρένο! Για καλή μου τύχη, η Οστάνδη είναι τερματικός σταθμός (αυτή η …άκρη, που έλεγα), και το τρένο ήταν ακόμα εκεί, με το μόνιτορ από πάνω να δείχνει ότι αναχωρεί σε 2 λεπτά με κατεύθυνση τις Βρυξέλλες. Σχεδόν απελπισμένη (ως συνήθως, τα πάντα ήταν σε αυτή τη μικρή τσάντα, εισιτήρια, ταυτότητες, κλειδιά, μηχανή, κινητό), «μπούκαρα» στο τρένο και άρχισα να τρέχω από βαγόνι σε βαγόνι, σίγουρη σχεδόν για το μάταιον της αναζητησής μου…Τα βαγόνια είχαν αρχίσει να γεμίζουν από κόσμο που προσπαθούσε να βολευτεί εκμεταλλευόμενος το «προνόμιο» που σου δίνει το να ανεβαίνεις στο τρένο στην αφετηρία, επιλέγοντας θέση, και εξασφαλίζοντας μια όσο το δυνατό πιο άνετη διαδρομή. Σχεδόν δεν το πίστευα στα μάτια μου όταν, ενώ έτρεχα ψάχνοντας σε κατάσταση «αλλοφροσύνης» τα καθίσματα με το βλέμμα, μια παρέα που μόλις είχε καθίσει με κοίταξε με χαμόγελο, ρωτώντας με αν είχα ξεχάσει κάτι, και αποκαλύπτοντας την τσάντα μου, ανέπαφη, μπροστά μου! Η ανακούφισή μου ήταν έκδηλη, τα χαμόγελα των ανθρώπων αληθινά (νομίζω ότι το χάρηκαν που κατάφεραν να βοηθήσουν), και η τσάντα….στα χέρια μου. Ομολογώ ότι δεν συγκράτησα (δυστυχώς) τα πρόσωπα εκείνης της παρέας, δεν μπορώ καν να θυμηθω αν ήταν νέοι ή μεγάλοι σε ηλικία, όμως πάντα θα τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ, για την τιμιότητα και την καλοσύνη τους,-αφενός μου εξασφάλισαν την απρόσκοπτη και χαλαρή απόλαυση του ταξιδιού (γλυτώνοντας με από πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, πόσο μάλλον που την επομένη το βράδυ πετούσαμε για Αθήνα) και αφετέρου μου έδειξαν, (για μια ακόμα φορά), πως οι άνθρωποι είναι απλά…..άνθρωποι, και πως ναι, η τιμιότητα παραμένει αξία και ηθική αρχή –για ορισμένους, -πάντα ανεξαρτήτως συνόρων. Τελευταία στιγμή ίσα που πρόλαβα να πηδήξω από το τρένο, πριν κλείσουν οι πόρτες (με τους βέλγους να με χαιρετούν από το παράθυρο), ανάλαφρη ξαφνικά (και ας ήξερα πως για το επόμενο δίωρο είχα να αντιμετωπίσω «διάλεξη» για την αφηρημάδα, για «τον κόσμο μου», και όλα τα σχετικά.. Τέλος καλό όλα καλά – χαλάλι!).
Η εντύπωσή μου από την σύντομη επίσκεψή μου στην Οστάνδη είναι ότι δεν είναι τόσο «πόλη», όσο «λιμάνι», και πάλι όχι ακριβώς «λιμάνι» (με τις δικές μου εικόνες τουλάχιστον), όσο μια…άκρη….ένα σημείο αφετηρίας…θα μπορούσα ισως να πω κομβικό σημείο, σημείο σταθμός, αφετηρίας και άφιξης, αλλά, δεν ξέρω γιατί, εμένα μου εντυπώθηκε σαφώς σαν «αφετηρία», σαν μια «άκρη» από όπου παίρνεις το πλοίο, και ταξιδεύεις προς τις βόρειες θάλασσες…. Απλωτή πόλη, ανοιχτή, χωρίς καμπύλες, -δεν ξέρω αν θα τη χαρακτήριζα «όμορφη», σίγουρα όμως μια πόλη «ιδιαίτερη», διαφορετική μέσα στην ιδιαιτερότητά της. -το βλέμμα να χάνεται στην επίπεδη γραμμή του ορίζοντα, αναζητώντας το σημείο που ο ουρανός συναντάει τη θάλασσα, σε ένα μπλε, που όμως είναι τελείως διαφορετικό από το δικο «μας», έντονο, λαμπερό μπλε, - ένα μπλε πιο σκοτεινό, πιο άγριο, με λιγότερες διακυμάνσεις χρωμάτων και παιχνιδίσματα….ένα μπλε -γκρι…..
Μια σύντομη βόλτα προς το εσωτερικό της πόλης, στάση σε έναν επιβλητικό καθεδρικό ναό (που θύμιζε μάλλον Ισπανία, ή Ιταλία), και μετά τα βήματά μας μας οδήγησαν, πού αλλού;….στην αποβάθρα! Πλοία μεγάλα, αρκετά ιστιοφόρα, πολλά ψαράδικα, -σκαριά που έφεραν πάνω τους κάτι αυθεντικό, - ιστορίες από θαλασσόλυκους και καταιγίδες και κύματα. Λίγος κόσμος (πώς είναι το πολύβουο και «στριμωγμένο» λιμάνι της Αθήνας, ο Πειραιάς; ε, καμία σχέση!), και μια μακριά, πολύ μακριά, κατά μήκος της αποβάθρας, σειράς από καντίνες, με ο,τι ψαρο-φαγικό μπορεί να βάλει ο νους (τον δικό μου νου πάντως τον ξεπέρασαν, καθώς η πλειονότητα των ψαρικών ήταν είδη που δεν ήξερα τι είναι και έβλεπα για πρώτη –και μοναδική έως σήμερα- φορά). Παστά ψάρια, ωμά ψάρια τύπου σούσι, καπνιστά τύπου ρέγγας, περίεργα ψάρια που κρέμονταν από σχοινιά, τσουκάλια με ψαρόσουπες διαφόρων ειδών, καραβίδες-γαρίδες-αστακοειδή σε άπειρες μορφές και συνδυασμούς (τηγανιτά, βραστά, τύπου σαλάτα, με διαφορες σάλτσες κτλ). Και, φυσικά, (σήμα κατατεθέν ίσως του φαγητού στο Βέλγιο),……πατάτες τηγανιτές…! Όπου και να γυρίσεις, σχεδόν πάντα θα δεις τουλάχιστον δύο ανθρώπους να περπατάνε τσιμπώντας με τα μικρά πλαστικά πιρουνάκια πατάτες τηγανιτές από τις ειδικές χάρτινες συσκευασίες…Η διάδοση μάλιστα της πατάτας είναι φαίνεται τόση, που κατά μήκος της προκυμαίας υπήρχαν σε τακτά διαστήματα πινακίδες, που έδειχναν ότι…απαγορεύεται να ταίζεις τους γλάρους με πατάτες!!! Και εδώ έρχεται το άλλο χαρακτηριστικό του λιμανιού της Οστάνδης…Οι γλάροι! Πολλοί γλάροι! (προφανώς όλο και κάποια πατατούλα θα τσιμπάνε, παρά τις απαγορεύσεις). Μεγάλοι γλάροι, που συνέβαλαν με την παρουσία τους στην ιδιαίτερη, παράξενη φυσιογνωμία αυτής της πόλης. Και το βλέμμα να χάνεται στις βόρειες θάλασσες…να ταξιδεύει…..
Το περπάτημα κατά μήκος της προκυμαίας ήταν ευχάριστο, έκανε κρύο και ψιλόβρεχε πού και πού παράλληλα όμως είχε βγει ένας δειλός (μα πάντα ζωογόνος ήλιος), η παρέα των γλάρων συνέθετε μια ξεχωριστή πινελιά, ενώ οι μυρωδιές από τις καντίνες ερέθιζαν την αίσθηση της όσφρησης. Ωστόσο, η ώρα περνούσε, και το τρένο για Γάνδη (που είχαμε χάσει στην Μπρυζ) θα έφευγε σε λίγα λεπτά. Σχεδόν τρέχοντας επιστρέψαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, και, αφού παραλίγο να χάσουμε το τρένο (γιατί εγώ χάζευα το υπερσύγχρονο τρένο που διέσχιζε την Ευρώπη μέσω Μάγχης και που μόλις είχε μπει στον σταθμό) ξανα-επιβιβαστήκαμε, με κατεύθυνση Μπρυζ- Γάνδη αυτή τη φορά…Τι κι αν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει (κι ας ήταν ακόμα απόγευμα)…Ο νους διψούσε για εικόνες, άπληστος, αχόρταγος νου, να δει, να γεμίσει παραστάσεις, εμπειρίες, τοπία, να χωρέσει τον κόσμο….
Attachments
-
174,3 KB Προβολές: 98