liz
Member
- Μηνύματα
- 159
- Likes
- 343
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γύρος του κόσμου
Κιότο
Με μισή καρδιά άφησα το Τόκιο κι όσους γνώρισα πίσω και πήγα προς Κιότο όπου θα καθόμουν για 2 μέρες. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μπόρεσα να δω και το μεγαλοπρεπές όρος Φούτζι, γιατί ευτυχώς είχε ευκρίνεια. Όλοι μέσα στο τρένο, Γιαπωνέζοι και gaijins (ξένοι) παρατήσαμε ότι κάναμε μόλις το πρωτοαντικρύσαμε από τα παράθυρα του τρένου και το κοιτούσαμε με δέος για μερικά λεπτά μέχρι να το αφήσουμε πίσω μας.
Τo hostel στο Κιότο τίποτα το ιδιαίτερο, ήταν το μόνο μαζί με 2-3 άλλα που είχαν διαθέσιμα κρεβάτια, όμως βρισκόταν 5 λεπτά περπάτημα απ’το σταθμό. Νομίζω πως ο Yorgos είχε δίκιο και πως αν δεν με είχε προειδοποιήσει μπορεί να είχα ψιλοαπογοητευτεί σε σύγκριση μ’αυτά που άκουγα πριν πάω, όπως αρκετά από τα άτομα που γνώρισα. Όμως όντας προετοιμασμένη, πέρασα υπέροχα κι εξάλλου αν δεν πήγαινα θα έσκαγα από περιέργεια Από τη μια όντως πολύ τουριστικό, το σύγχρονο κομμάτι της πόλης άσχημο, από την άλλη ναοί να ξεπροβάλλουν παντού και στους φωτογενείς κήπους εκρήξεις χρωμάτων που ήταν χάρμα οφθαλμών. Τα πάντα ανθισμένα, τα cherry blossoms είχαν κι εδώ την τιμητική τους όπου κι αν πήγαινες. Η ατμόσφαιρα και οι άνθρωποι πολύ πιο χαλαροί απ’ότι στο Τόκιο, προσέχεις αμέσως τη διαφορά. Επισκέφτηκα όσα μέρη πρόλαβα στον λίγο αυτό χρόνο. Αρχικά το χρυσό ναό Kinkaku-ji όπου πληρώνεις, μπαίνεις, κάνεις μια γύρα για 15 λεπτά, στο διάβα σου ένα σωρό μαγαζιά με σουβενίρ και βγαίνεις. Έπειτα στον Ryoan-ji στον οποίο βρίσκεται ο πιο φημισμένος ζεν κήπος ξηρού τοπίου: υπάρχουν 15 πέτρες, όμως από όποια οπτική γωνία κι αν κοιτάξεις μπορείς να δεις μέχρι 14. Στον Tenryuji και στο δάσος με μπαμπού που βρίσκεται ακριβώς πίσω του, καθώς και στο βουνό Arashiyama το οποίο ήταν καλυμμένο με δέντρα σε όλους τους τόνους του πράσινου και του ροζ κι έμοιαζε από μακριά σαν μπουκέτο λουλουδιών. Στο International Manga Museum όπου όλοι δανείζονταν manga από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του μουσείου και τα διάβαζαν ξαπλωμένοι στο γρασίδι κάτω απ’τον ήλιο. Ατελείωτες βόλτες στην πόλη, πολλοί οι μικρότεροι και λιγότερο γνωστοί ναοί που επισκέφτηκα μα δεν θυμάμαι.
Αξέχαστο θα μου μείνει το νυχτερινό σεργιάνι στο ατμοσφαιρικό Pontocho, τη γραφική πρώην κόκκινη συνοικία που είναι γεμάτη με εστιατόρια, τεϊοποτεία και διαπερνάται από ένα κανάλι ονόματι Takasegawa με μικρές γεφυρούλες. Κατά μήκος του καναλιού ανθισμένες κερασιές κι απ’τις δυο μεριές που φωτίζονταν από φαναράκια, ένα υπέροχο ελαφρύ, ανοιξιάτικο αεράκι φυσούσε παρασέρνοντας τα πέταλα των δέντρων μιας και το full bloom είχε περάσει πριν λίγο καιρό, μικρά παιδιά άπλωναν τα χέρια τους για να τα πιάσουν σαν να ‘ταν χιόνι και με μουσική υπόκρουση ισπανική κιθάρα στο mp3 (το βίτσιο, βίτσιο) περπατούσα μέσα σε μια βροχή από πέταλα και νόμιζα πως είμαι σε όνειρο...Όπως παντού όμως, μεγάλο ρόλο έπαιξε το timing, έτσι όταν έκανα την ίδια διαδρομή από την ανάποδη, είχε αρχίσει να πλακώνει κόσμος και η μαγεία είχε χαθεί.
Αξέχαστο και το πρώτο μου βράδυ στην πόλη, στο πάρκο Maruyama όπου πήγα μετά από υπόδειξη ντόπιου. Η ατμόσφαιρα υπέροχη και όμοια με όλα τα πάρκα που είχα πάει προηγουμένως και που θα πήγαινα για χανάμι: παράξενα φαγητά και γλυκά πωλούνταν σε κιόσκια, συνάδελφοι, φίλοι και πολλοί φοιτητές κάθονταν στα χαρακτηριστικά μπλε πλαστικά τραπεζομάντιλα που έστρωναν στα πάρκα ή σε τατάμι κι έπιναν, συζητούσαν, γελούσαν, μεθούσαν. Γενικά λένε πως αυτή την περίοδο οι Ιάπωνες βγάζουν προς τα έξω τον πιο χαλαρό εαυτό τους. Εκεί που περπατούσα τρώγοντας κάτι σαν λουκουμά με χταπόδι, μ’αρπάζει ένας Γιαπωνέζος και με πηγαίνει στην παρέα του, συστηνόμαστε, κάθομαι μαζί τους, με κερνούν πεντανόστιμα σπιτικά μεζεδάκια κι άφθονο, τέλειο σάκε, τα λέγαμε και πέρασα μαζί τους καταπληκτικά (να ‘ναι καλά τα λίγα γιαπωνέζικα που πρόλαβα να μάθω πριν φύγω και το πολύ εύχρηστο phrasebook του lonely planet που είχα πάρει μαζί μου, γιατί τα αγγλικά όλων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιορίζονται σε hello, right, left, go straight, where are you from, what’s your name, I love you, me boyfriend και το καλύτερο όσων άκουσα “see the moon? (αναστεναγμός) moon very important for Japanese, we make babies(κλείσιμο ματιού)», τι γέλιο – αυτά, τίποτ’ άλλο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο υπέροχοι άνθρωποι είναι – τουλάχιστον όσοι γνώρισα το διάστημα που ήμουν εκεί – ο αποχαιρετισμός με μια από τις κοπέλες της παρέας αργότερα. Την ευχαριστούσα, της είπα πως οι Γιαπωνέζοι είναι οι πιο ευγενικοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει, πως είναι πολύ σημαντικό για κάποιον που ταξιδεύει να τον κάνουν να νιώθει σαν στο σπίτι του, πως αυτή και όλοι τους θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι σπίτι μου κι αυτή μου έσφιγγε τα χέρια και μου ‘λεγε δακρυσμένη ευχαριστώ ξανά και ξανά ενώ υποκλινόταν συνέχεια…
Με μισή καρδιά άφησα το Τόκιο κι όσους γνώρισα πίσω και πήγα προς Κιότο όπου θα καθόμουν για 2 μέρες. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μπόρεσα να δω και το μεγαλοπρεπές όρος Φούτζι, γιατί ευτυχώς είχε ευκρίνεια. Όλοι μέσα στο τρένο, Γιαπωνέζοι και gaijins (ξένοι) παρατήσαμε ότι κάναμε μόλις το πρωτοαντικρύσαμε από τα παράθυρα του τρένου και το κοιτούσαμε με δέος για μερικά λεπτά μέχρι να το αφήσουμε πίσω μας.
Τo hostel στο Κιότο τίποτα το ιδιαίτερο, ήταν το μόνο μαζί με 2-3 άλλα που είχαν διαθέσιμα κρεβάτια, όμως βρισκόταν 5 λεπτά περπάτημα απ’το σταθμό. Νομίζω πως ο Yorgos είχε δίκιο και πως αν δεν με είχε προειδοποιήσει μπορεί να είχα ψιλοαπογοητευτεί σε σύγκριση μ’αυτά που άκουγα πριν πάω, όπως αρκετά από τα άτομα που γνώρισα. Όμως όντας προετοιμασμένη, πέρασα υπέροχα κι εξάλλου αν δεν πήγαινα θα έσκαγα από περιέργεια Από τη μια όντως πολύ τουριστικό, το σύγχρονο κομμάτι της πόλης άσχημο, από την άλλη ναοί να ξεπροβάλλουν παντού και στους φωτογενείς κήπους εκρήξεις χρωμάτων που ήταν χάρμα οφθαλμών. Τα πάντα ανθισμένα, τα cherry blossoms είχαν κι εδώ την τιμητική τους όπου κι αν πήγαινες. Η ατμόσφαιρα και οι άνθρωποι πολύ πιο χαλαροί απ’ότι στο Τόκιο, προσέχεις αμέσως τη διαφορά. Επισκέφτηκα όσα μέρη πρόλαβα στον λίγο αυτό χρόνο. Αρχικά το χρυσό ναό Kinkaku-ji όπου πληρώνεις, μπαίνεις, κάνεις μια γύρα για 15 λεπτά, στο διάβα σου ένα σωρό μαγαζιά με σουβενίρ και βγαίνεις. Έπειτα στον Ryoan-ji στον οποίο βρίσκεται ο πιο φημισμένος ζεν κήπος ξηρού τοπίου: υπάρχουν 15 πέτρες, όμως από όποια οπτική γωνία κι αν κοιτάξεις μπορείς να δεις μέχρι 14. Στον Tenryuji και στο δάσος με μπαμπού που βρίσκεται ακριβώς πίσω του, καθώς και στο βουνό Arashiyama το οποίο ήταν καλυμμένο με δέντρα σε όλους τους τόνους του πράσινου και του ροζ κι έμοιαζε από μακριά σαν μπουκέτο λουλουδιών. Στο International Manga Museum όπου όλοι δανείζονταν manga από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του μουσείου και τα διάβαζαν ξαπλωμένοι στο γρασίδι κάτω απ’τον ήλιο. Ατελείωτες βόλτες στην πόλη, πολλοί οι μικρότεροι και λιγότερο γνωστοί ναοί που επισκέφτηκα μα δεν θυμάμαι.
Αξέχαστο θα μου μείνει το νυχτερινό σεργιάνι στο ατμοσφαιρικό Pontocho, τη γραφική πρώην κόκκινη συνοικία που είναι γεμάτη με εστιατόρια, τεϊοποτεία και διαπερνάται από ένα κανάλι ονόματι Takasegawa με μικρές γεφυρούλες. Κατά μήκος του καναλιού ανθισμένες κερασιές κι απ’τις δυο μεριές που φωτίζονταν από φαναράκια, ένα υπέροχο ελαφρύ, ανοιξιάτικο αεράκι φυσούσε παρασέρνοντας τα πέταλα των δέντρων μιας και το full bloom είχε περάσει πριν λίγο καιρό, μικρά παιδιά άπλωναν τα χέρια τους για να τα πιάσουν σαν να ‘ταν χιόνι και με μουσική υπόκρουση ισπανική κιθάρα στο mp3 (το βίτσιο, βίτσιο) περπατούσα μέσα σε μια βροχή από πέταλα και νόμιζα πως είμαι σε όνειρο...Όπως παντού όμως, μεγάλο ρόλο έπαιξε το timing, έτσι όταν έκανα την ίδια διαδρομή από την ανάποδη, είχε αρχίσει να πλακώνει κόσμος και η μαγεία είχε χαθεί.
Αξέχαστο και το πρώτο μου βράδυ στην πόλη, στο πάρκο Maruyama όπου πήγα μετά από υπόδειξη ντόπιου. Η ατμόσφαιρα υπέροχη και όμοια με όλα τα πάρκα που είχα πάει προηγουμένως και που θα πήγαινα για χανάμι: παράξενα φαγητά και γλυκά πωλούνταν σε κιόσκια, συνάδελφοι, φίλοι και πολλοί φοιτητές κάθονταν στα χαρακτηριστικά μπλε πλαστικά τραπεζομάντιλα που έστρωναν στα πάρκα ή σε τατάμι κι έπιναν, συζητούσαν, γελούσαν, μεθούσαν. Γενικά λένε πως αυτή την περίοδο οι Ιάπωνες βγάζουν προς τα έξω τον πιο χαλαρό εαυτό τους. Εκεί που περπατούσα τρώγοντας κάτι σαν λουκουμά με χταπόδι, μ’αρπάζει ένας Γιαπωνέζος και με πηγαίνει στην παρέα του, συστηνόμαστε, κάθομαι μαζί τους, με κερνούν πεντανόστιμα σπιτικά μεζεδάκια κι άφθονο, τέλειο σάκε, τα λέγαμε και πέρασα μαζί τους καταπληκτικά (να ‘ναι καλά τα λίγα γιαπωνέζικα που πρόλαβα να μάθω πριν φύγω και το πολύ εύχρηστο phrasebook του lonely planet που είχα πάρει μαζί μου, γιατί τα αγγλικά όλων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιορίζονται σε hello, right, left, go straight, where are you from, what’s your name, I love you, me boyfriend και το καλύτερο όσων άκουσα “see the moon? (αναστεναγμός) moon very important for Japanese, we make babies(κλείσιμο ματιού)», τι γέλιο – αυτά, τίποτ’ άλλο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο υπέροχοι άνθρωποι είναι – τουλάχιστον όσοι γνώρισα το διάστημα που ήμουν εκεί – ο αποχαιρετισμός με μια από τις κοπέλες της παρέας αργότερα. Την ευχαριστούσα, της είπα πως οι Γιαπωνέζοι είναι οι πιο ευγενικοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει, πως είναι πολύ σημαντικό για κάποιον που ταξιδεύει να τον κάνουν να νιώθει σαν στο σπίτι του, πως αυτή και όλοι τους θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι σπίτι μου κι αυτή μου έσφιγγε τα χέρια και μου ‘λεγε δακρυσμένη ευχαριστώ ξανά και ξανά ενώ υποκλινόταν συνέχεια…