hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.167
- Likes
- 14.538
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Κεφ.7: Η ακαταμάχητη γοητεία των Lofoten
Την πρώτη μέρα (αν θεωρήσουμε το σύντομο ημίφως ως νύχτα) ξεχυθήκαμε οδικώς για φωτογράφηση του γειτονικού μας Reine i Lofoten που είναι και η κλασσική καρτποσταλική εικόνα των Lofoten. Η μέρα ήταν λαμπρή με πεντακάθαρη ατμόσφαιρα.
Πήραμε τη ανιούσα σ’ένα λοφάκι απ’όπου μπορούσαμε να έχουμε πανοραμική άποψη του οικισμού και του Reinefjord με τα παρακλάδια του στο βάθος. Μόνη μας παρέα οι γλάροι που έκροζαν ολόγυρά μας.
Η θέα μαγευτική, αντίστοιχη των προσδοκιών μου. Στο βάθος, γυμνά, άγρια βουνά βυθίζονται απόκρημνα στα παγωμένα νερά του φιόρδ, μπροστά μας η συστάδα από τα μικρά νησάκια που φιλοξενούν τα σπιτάκια του οικισμού κι ενώνονται με γέφυρες. Τα σπίτια παραδοσιακά σκανδιναβικά: ξύλινα, πολύχρωμα, συνέθεταν μαζί με τη φύση ένα πίνακα που δεν χόρταινε το μάτι μας ν’απολαμβάνει.
Η πυξίδα έδειχνε κατεύθυνση προς τον νοτιότερο οικισμό του νησιού, το χωριό με το κουραστικό όνομα... Å (κάτι ανάλογο στην χώρα μας θα ονομαζόταν Ω).
Το Å i Lofoten λοιπόν, με τα λιγοστά σπίτια μα περισσότερα ψαροκάικα, τους λιγοστούς κατοίκους αλλά πολλαπλάσιους γλάρους δείχνει να απολαμβάνει τη γεωγραφική του εσχατιά. Τα πάντα εκεί στο μικροσκοπικό λιμανάκι του περιστρέφονται γύρω από το ψάρεμα. Μέχρι και σχετικό μουσείο διαθέτει. Σύντομη βόλτα στη προβλήτα, φωτογράφηση των γλάρων που έχουν φωλιάσει στα περβάζια των παραθύρων, χαζολόγημα στις εκτάσεις με φιλέτα αποξηραμένου μπακαλιάρου κι... επιστροφή.
Μόλις 3 χλμ αφότου είχαμε εγκαταλείψει το Å, προσπεράσαμε το γραφικό ψαροχώρι Sørvågen, όπου στο απάνεμο λιμανάκι του ανακαλύψαμε ένα ήσυχο (σάμπτως θα ήταν και τίποτ’αλλο; ) εστιατόριο, το Maren Anna στο οποίο η είσοδος γινόταν μέσω γέφυρας από το οδόστρωμα. Ο travelogatos βρήκε ευκαιρία απουσία κοινού να καμώνεται τον Rachmaninov κοπανώντας άτσαλα τα πλήκτρα του πιάνου που κοσμούσε το περιποιημένο εσωτερικό του εστιατορίου κάνοντας τα κόκκαλα του μεγάλου ρώσου μουσουργού να τρίζουν. Ευτυχώς με το δέλεαρ της μπυρός συνοδεία μεζέ (μιας και είχε μεσημεριάσει) απαρνήθηκε εύκολα τις μουσικές του ανησυχίες κι έτσι βρεθήκαμε στη βεραντούλα να χαζεύουμε γλάρους και τα ψαροκάικα (ανθρώποι δεν κυκλοφορούσαν και πολλοί)
Επιστρέψαμε στο Reine.
Aπό μπακαλιαροψαράδες λοιπόν, οι κάτοικοι του Reine, το έριξαν επιτυχώς στο tourism business, καθώς κάποιος σίγουρα τους σφύριξε ότι η θέση του χωριού τους είναι προνομιούχα κι ότι πλείστοι ομο/αλλο-εθνείς θα πλήρωναν μια μέρα ένα σκασμό λεφτά για ν’απολαύσουν την μεγαλοπρέπεια του τοπίου και την πληκτική ηρεμία από το μπαλκόνι ενός πρώην ταπεινού ψαραδόσπιτου (rorbu). Όπερ και εγένετο, με την μετατροπή όλων των rorbuer σε τουριστικά καταλύμματα.
Στο κέντρο του Reine ψωνίσαμε τις προμήθειές μας από το μικρό σουπερμαρκετ και μετά οδεύοντας προς το κατάλυμμά μας κάναμε και μια στάση στο delicatessen ιχθυοπωλείο όπου εγώ ο κατάπτυστος αποφάσισα ότι ήταν μοναδική η ευκαιρία να αγοράσουμε φιλέτο... φάλαινας., το οποίο μαγειρεύτηκε και αναλώθηκε το ίδιο βράδυ συνοδεία ελληνικού οίνου. Δεν θα αναλύσω τις γευστικές μου εμπειρίες, κυρίως για να αποφύγω τη δικαιολογήμενη μήνιν των οικολόγων (μεταξύ μας... θύμιζε περισσότερο τετράποδο παρά ψάρι).
Oι επόμενες δυό μέρες στα Lofoten δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογο καιρό. Βαριά συννεφιά, ψιλόβροχο μας συντρόφευαν τόσο που σχεδόν ξεχάσαμε ότι κάναμε... καλοκαιρινές διακοπές.
Κινηθήκαμε πια βόρεια. 17χλμ από το κατάλυμμά μας κάναμε μια μικρή παράκαμψη περνώντας πάνω από τις εντυπωσιακές γέφυρες προς τον μικρό οικισμό Fredvang που εκτός των διάσπαρτων σπιτιών, τα μόνα που δηλώνουν ότι εδώ πρέπει να ζουν κι άνθρωποι, διαθέτει μια μεγάλη παραλία. Η μαυρίλα κι η βροχή δεν την έκανε διόλου δελεαστική, αλλά και υπό συνθήκες ηλιοφάνειας αμφιβάλλω αν θα έμπαινα στο κόπο να βουτήξω στα παγωμένα νερά του νορβηγικού βορρά.
Μικρή στάση στη διαδρομή και στο χωριό Ramberg, που κι αυτό φημίζεται για την παραλία του. Πραγματικά σε άλλα γεωγραφικά πλάτη θα ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο. Τώρα με τη μαντάρα μόνο δυό αδέσποτοι έλληνες την περιδιάβαιναν. Στο Ramberg όμως το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Και κάποιους κατοίκους είδαμε στο δρόμο αλλά μέχρι και ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο του χωριού παρακολουθήσαμε για λίγο! Κοσμοσυρροή δηλαδή.
Λίγα χιλιόμετρα μετά ξαναβρεθήκαμε στις εξωτικές (!) παραλίες του νησιού Flakstadøy, όπου περπατήσαμε παρέα με τα πρόβατα και τις γελάδες της περιοχής. Η έκπληξη ήρθε στο γραφικό μικρό παρεκκλήσι του κοιμητηρίου του χωριού Flakstad όπου ο οργανοπαίχτης πρόβαρε άνευ ακροατηρίου.
Απολαύσαμε τις νότες του εκκλησιαστικού οργάνου πριν συνεχίσουμε μέσω του υποθαλάσσιου τούνελ προς το νησί Vestvågøya, όπου προσπερνώντας το Leknes (το οποίο με τους 10,000 κατοίκους του έλαβε status πόλης το 2002 και διαθέτει αεροδρόμιο) καταλήξαμε στο μικρό χωριό Borg όπου βρίσκεται το Lofotr Viking Museum.
Σ’αυτό το μέρος στα χαμένα η αρχαιολογική σκαπάνη το 1983 ανακάλυψε το μεγαλύτερο κτίριο από την περίοδο των Βίκινγκς στη Νορβηγία. Χρονολογούμενο από το 500μΧ. Έχει διαστάσεις 83 μέτρα σε μήκος και 9 μέτρα σε πλάτος. Μην βάλει ο νους σας κάτι μεγαλειώδες. Τα θεμέλια του σπιτιού βρέθηκαν κι αυτό που βλέπεις σήμερα είναι πρακτικά κάτι πασσάλους θαμμένους στο χώμα. Ως προς τι ο ενθουσιασμός απόρησα…
Επειδή όμως επιχειρηματικά αυτό μπορούσε ν’αποδώσει εκεί στο πουθενά, οι σοφοί νορβηγοί βάλανε έναν αρχιτέκτονα να κάνει μια πιστή(?) ανακατασκευή του σπιτιού, το οποίο το γέμισαν με εκθέματα, κέρινα ομοιώματα, καθώς και ρεαλιστικές αναπαραστάσεις χώρων όπως η αίθουσα θρόνου, το μαγειρείο, το υπνοδωμάτιο, το σιδηρουργείο… Μετά την υποχρεωτική ξενάγηση και το πες πες απ’όπου δεν αποκόμισα τίποτα, περιδιαβήκαμε τους χώρους όπου είδαμε ντοπιους ντυμένους a la Viking, το τσουκάλι να κοχλάζει στη φωτιά για να γευματίσεις a la Viking (πολύ ακριβό φαΐ τρώγανε οι πρόγονοι), μας πετάξανε και μερικές κακόγουστες ρέπλικες από ασπίδες, όπλα και περικεφαλαίες για να φωτογραφηθούμε ξελιγωμένοι a la Viking και μας υπέδειξαν το δρόμο στη θάλασσα για να δούμε μια –επίσης- ρέπλικα πλοίου a la Viking. Όλα a la και faux.
Σκεφθείτε να κάναμε και μεις μια faux αρχαία Αθήνα, να κυκλοφορούν οι υπάλληλοι με χλαμύδες, να σερβίρεται γύρος με greek salad και οίνον κεκαρμένον πλησίον ενός καλλιτσιμεντένιου ναού και ότι άλλο kitsch θα μπορούσε να βάλει ένα δαιμόνιο επιχειρηματικό μυαλό. Ελπίζω μόνο γνήσια αναπαράσταση των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων να μην σχεδίαζαν γιατί προβλέπω να γινόταν το αδιαχώρητο (ο νοών νοείτο…)
Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Στη διαδρομή δοκιμάσαμε τις ικανότητές μας να πετάμε το πέλεκυ και να τοξοβολούμε (άθλιες επιδόσεις και στα δύο) , πριν καταλήξουμε στη ρέπλικα του πλοίου των Βίκινγκ για να τραβήξουμε τάχαμου κουπί και να σφίξουν τα μπράτσα. Τώρα πώς με αυτό το σκάφος έγιναν φόβος και τρόμος των φουρτουνιασμένων βόρειων θαλασσών, απορώ...
Από το μουσείο συνεχίσαμε στη ετέρα πολίχνη, το Svolvær των 9,500 ψυχών, μεγαλούπολη για τα δεδομένα των Lofoten. Μαγαζιά, σουπερμάρκετ, κόσμος να κυκλοφορεί στην αγορά. Η στάση πέραν από την αγορά νέων προμηθειών, έγινε για να επισκεφθούμε το Magic Ice. Όπως προδίδει το όνομά του πρόκειται για μια μόνιμη έκθεση γλυπτών εμπνευσμένων από τη ζωή των ψαράδων, κατασκευασμένων από πάγο (ακόμη και τα ποτήρια στο μπαρ ήταν από πάγο) εντυπωσιακά φωτισμένα με πολύχρωμα LED Η απαλή μουσική μαζί με τις εναλλαγές του φωτισμού και τη λάμψη των κεριών συνέθεταν μια μοναδική μαγική ατμόσφαιρα.
Στα Lofoten τα οποία οργώσαμε πάνω κάτω, κάναμε και κάποιες παρακάμψεις εκτός του κεντρικού δρόμου που κατέληγαν συνήθως σε μικρά ψαροχώρια:
Stamsund, Kabelvåg, Henningsvær κάποια από αυτά...
Όλα γραφικά, ίδιο σκηνικό σε παραλλαγή, σχεδόν ερημικά και με τη καταχνιά ακόμα πιο απόκοσμα.
Ο δρόμος της επιστροφής προς το Tromsø την 3η μέρα ήταν μακρύς, καμμιά 600αριά χιλιόμετρα από εναλλακτικές διαδρομές για να μην βλέπουμε ξανά τα ίδια.
Ακτές, λιμνούλες, φιορδ, καταρράκτες απ΄όλα είχε το μενού. Στάσεις συνεχείς, καταιγισμός κλικ των φωτογραφικών μηχανών, ώσπου αργά το απόγευμα φτάσαμε στο Tromsø.
Καταλύσαμε σ’ένα οικονομικό ξενοδοχείο κοντά στο κέντρο της πόλης και το βραδάκι (ο Θεός να το κάνει βράδυ), κατά τις 11μμ, με άπλετο φως ξεκινήσαμε μια σύντομη περιήγηση στους σχεδόν έρημους δρόμους της πόλης.
Εμείς και κάποιοι ξέμπαρκοι…
Την πρώτη μέρα (αν θεωρήσουμε το σύντομο ημίφως ως νύχτα) ξεχυθήκαμε οδικώς για φωτογράφηση του γειτονικού μας Reine i Lofoten που είναι και η κλασσική καρτποσταλική εικόνα των Lofoten. Η μέρα ήταν λαμπρή με πεντακάθαρη ατμόσφαιρα.
Πήραμε τη ανιούσα σ’ένα λοφάκι απ’όπου μπορούσαμε να έχουμε πανοραμική άποψη του οικισμού και του Reinefjord με τα παρακλάδια του στο βάθος. Μόνη μας παρέα οι γλάροι που έκροζαν ολόγυρά μας.
Η θέα μαγευτική, αντίστοιχη των προσδοκιών μου. Στο βάθος, γυμνά, άγρια βουνά βυθίζονται απόκρημνα στα παγωμένα νερά του φιόρδ, μπροστά μας η συστάδα από τα μικρά νησάκια που φιλοξενούν τα σπιτάκια του οικισμού κι ενώνονται με γέφυρες. Τα σπίτια παραδοσιακά σκανδιναβικά: ξύλινα, πολύχρωμα, συνέθεταν μαζί με τη φύση ένα πίνακα που δεν χόρταινε το μάτι μας ν’απολαμβάνει.
Η πυξίδα έδειχνε κατεύθυνση προς τον νοτιότερο οικισμό του νησιού, το χωριό με το κουραστικό όνομα... Å (κάτι ανάλογο στην χώρα μας θα ονομαζόταν Ω).
Το Å i Lofoten λοιπόν, με τα λιγοστά σπίτια μα περισσότερα ψαροκάικα, τους λιγοστούς κατοίκους αλλά πολλαπλάσιους γλάρους δείχνει να απολαμβάνει τη γεωγραφική του εσχατιά. Τα πάντα εκεί στο μικροσκοπικό λιμανάκι του περιστρέφονται γύρω από το ψάρεμα. Μέχρι και σχετικό μουσείο διαθέτει. Σύντομη βόλτα στη προβλήτα, φωτογράφηση των γλάρων που έχουν φωλιάσει στα περβάζια των παραθύρων, χαζολόγημα στις εκτάσεις με φιλέτα αποξηραμένου μπακαλιάρου κι... επιστροφή.
Μόλις 3 χλμ αφότου είχαμε εγκαταλείψει το Å, προσπεράσαμε το γραφικό ψαροχώρι Sørvågen, όπου στο απάνεμο λιμανάκι του ανακαλύψαμε ένα ήσυχο (σάμπτως θα ήταν και τίποτ’αλλο; ) εστιατόριο, το Maren Anna στο οποίο η είσοδος γινόταν μέσω γέφυρας από το οδόστρωμα. Ο travelogatos βρήκε ευκαιρία απουσία κοινού να καμώνεται τον Rachmaninov κοπανώντας άτσαλα τα πλήκτρα του πιάνου που κοσμούσε το περιποιημένο εσωτερικό του εστιατορίου κάνοντας τα κόκκαλα του μεγάλου ρώσου μουσουργού να τρίζουν. Ευτυχώς με το δέλεαρ της μπυρός συνοδεία μεζέ (μιας και είχε μεσημεριάσει) απαρνήθηκε εύκολα τις μουσικές του ανησυχίες κι έτσι βρεθήκαμε στη βεραντούλα να χαζεύουμε γλάρους και τα ψαροκάικα (ανθρώποι δεν κυκλοφορούσαν και πολλοί)
Επιστρέψαμε στο Reine.
Aπό μπακαλιαροψαράδες λοιπόν, οι κάτοικοι του Reine, το έριξαν επιτυχώς στο tourism business, καθώς κάποιος σίγουρα τους σφύριξε ότι η θέση του χωριού τους είναι προνομιούχα κι ότι πλείστοι ομο/αλλο-εθνείς θα πλήρωναν μια μέρα ένα σκασμό λεφτά για ν’απολαύσουν την μεγαλοπρέπεια του τοπίου και την πληκτική ηρεμία από το μπαλκόνι ενός πρώην ταπεινού ψαραδόσπιτου (rorbu). Όπερ και εγένετο, με την μετατροπή όλων των rorbuer σε τουριστικά καταλύμματα.
Στο κέντρο του Reine ψωνίσαμε τις προμήθειές μας από το μικρό σουπερμαρκετ και μετά οδεύοντας προς το κατάλυμμά μας κάναμε και μια στάση στο delicatessen ιχθυοπωλείο όπου εγώ ο κατάπτυστος αποφάσισα ότι ήταν μοναδική η ευκαιρία να αγοράσουμε φιλέτο... φάλαινας., το οποίο μαγειρεύτηκε και αναλώθηκε το ίδιο βράδυ συνοδεία ελληνικού οίνου. Δεν θα αναλύσω τις γευστικές μου εμπειρίες, κυρίως για να αποφύγω τη δικαιολογήμενη μήνιν των οικολόγων (μεταξύ μας... θύμιζε περισσότερο τετράποδο παρά ψάρι).
Oι επόμενες δυό μέρες στα Lofoten δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογο καιρό. Βαριά συννεφιά, ψιλόβροχο μας συντρόφευαν τόσο που σχεδόν ξεχάσαμε ότι κάναμε... καλοκαιρινές διακοπές.
Κινηθήκαμε πια βόρεια. 17χλμ από το κατάλυμμά μας κάναμε μια μικρή παράκαμψη περνώντας πάνω από τις εντυπωσιακές γέφυρες προς τον μικρό οικισμό Fredvang που εκτός των διάσπαρτων σπιτιών, τα μόνα που δηλώνουν ότι εδώ πρέπει να ζουν κι άνθρωποι, διαθέτει μια μεγάλη παραλία. Η μαυρίλα κι η βροχή δεν την έκανε διόλου δελεαστική, αλλά και υπό συνθήκες ηλιοφάνειας αμφιβάλλω αν θα έμπαινα στο κόπο να βουτήξω στα παγωμένα νερά του νορβηγικού βορρά.
Μικρή στάση στη διαδρομή και στο χωριό Ramberg, που κι αυτό φημίζεται για την παραλία του. Πραγματικά σε άλλα γεωγραφικά πλάτη θα ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο. Τώρα με τη μαντάρα μόνο δυό αδέσποτοι έλληνες την περιδιάβαιναν. Στο Ramberg όμως το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Και κάποιους κατοίκους είδαμε στο δρόμο αλλά μέχρι και ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο του χωριού παρακολουθήσαμε για λίγο! Κοσμοσυρροή δηλαδή.
Λίγα χιλιόμετρα μετά ξαναβρεθήκαμε στις εξωτικές (!) παραλίες του νησιού Flakstadøy, όπου περπατήσαμε παρέα με τα πρόβατα και τις γελάδες της περιοχής. Η έκπληξη ήρθε στο γραφικό μικρό παρεκκλήσι του κοιμητηρίου του χωριού Flakstad όπου ο οργανοπαίχτης πρόβαρε άνευ ακροατηρίου.
Απολαύσαμε τις νότες του εκκλησιαστικού οργάνου πριν συνεχίσουμε μέσω του υποθαλάσσιου τούνελ προς το νησί Vestvågøya, όπου προσπερνώντας το Leknes (το οποίο με τους 10,000 κατοίκους του έλαβε status πόλης το 2002 και διαθέτει αεροδρόμιο) καταλήξαμε στο μικρό χωριό Borg όπου βρίσκεται το Lofotr Viking Museum.
Σ’αυτό το μέρος στα χαμένα η αρχαιολογική σκαπάνη το 1983 ανακάλυψε το μεγαλύτερο κτίριο από την περίοδο των Βίκινγκς στη Νορβηγία. Χρονολογούμενο από το 500μΧ. Έχει διαστάσεις 83 μέτρα σε μήκος και 9 μέτρα σε πλάτος. Μην βάλει ο νους σας κάτι μεγαλειώδες. Τα θεμέλια του σπιτιού βρέθηκαν κι αυτό που βλέπεις σήμερα είναι πρακτικά κάτι πασσάλους θαμμένους στο χώμα. Ως προς τι ο ενθουσιασμός απόρησα…
Επειδή όμως επιχειρηματικά αυτό μπορούσε ν’αποδώσει εκεί στο πουθενά, οι σοφοί νορβηγοί βάλανε έναν αρχιτέκτονα να κάνει μια πιστή(?) ανακατασκευή του σπιτιού, το οποίο το γέμισαν με εκθέματα, κέρινα ομοιώματα, καθώς και ρεαλιστικές αναπαραστάσεις χώρων όπως η αίθουσα θρόνου, το μαγειρείο, το υπνοδωμάτιο, το σιδηρουργείο… Μετά την υποχρεωτική ξενάγηση και το πες πες απ’όπου δεν αποκόμισα τίποτα, περιδιαβήκαμε τους χώρους όπου είδαμε ντοπιους ντυμένους a la Viking, το τσουκάλι να κοχλάζει στη φωτιά για να γευματίσεις a la Viking (πολύ ακριβό φαΐ τρώγανε οι πρόγονοι), μας πετάξανε και μερικές κακόγουστες ρέπλικες από ασπίδες, όπλα και περικεφαλαίες για να φωτογραφηθούμε ξελιγωμένοι a la Viking και μας υπέδειξαν το δρόμο στη θάλασσα για να δούμε μια –επίσης- ρέπλικα πλοίου a la Viking. Όλα a la και faux.
Σκεφθείτε να κάναμε και μεις μια faux αρχαία Αθήνα, να κυκλοφορούν οι υπάλληλοι με χλαμύδες, να σερβίρεται γύρος με greek salad και οίνον κεκαρμένον πλησίον ενός καλλιτσιμεντένιου ναού και ότι άλλο kitsch θα μπορούσε να βάλει ένα δαιμόνιο επιχειρηματικό μυαλό. Ελπίζω μόνο γνήσια αναπαράσταση των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων να μην σχεδίαζαν γιατί προβλέπω να γινόταν το αδιαχώρητο (ο νοών νοείτο…)
Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Στη διαδρομή δοκιμάσαμε τις ικανότητές μας να πετάμε το πέλεκυ και να τοξοβολούμε (άθλιες επιδόσεις και στα δύο) , πριν καταλήξουμε στη ρέπλικα του πλοίου των Βίκινγκ για να τραβήξουμε τάχαμου κουπί και να σφίξουν τα μπράτσα. Τώρα πώς με αυτό το σκάφος έγιναν φόβος και τρόμος των φουρτουνιασμένων βόρειων θαλασσών, απορώ...
Από το μουσείο συνεχίσαμε στη ετέρα πολίχνη, το Svolvær των 9,500 ψυχών, μεγαλούπολη για τα δεδομένα των Lofoten. Μαγαζιά, σουπερμάρκετ, κόσμος να κυκλοφορεί στην αγορά. Η στάση πέραν από την αγορά νέων προμηθειών, έγινε για να επισκεφθούμε το Magic Ice. Όπως προδίδει το όνομά του πρόκειται για μια μόνιμη έκθεση γλυπτών εμπνευσμένων από τη ζωή των ψαράδων, κατασκευασμένων από πάγο (ακόμη και τα ποτήρια στο μπαρ ήταν από πάγο) εντυπωσιακά φωτισμένα με πολύχρωμα LED Η απαλή μουσική μαζί με τις εναλλαγές του φωτισμού και τη λάμψη των κεριών συνέθεταν μια μοναδική μαγική ατμόσφαιρα.
Στα Lofoten τα οποία οργώσαμε πάνω κάτω, κάναμε και κάποιες παρακάμψεις εκτός του κεντρικού δρόμου που κατέληγαν συνήθως σε μικρά ψαροχώρια:
Stamsund, Kabelvåg, Henningsvær κάποια από αυτά...
Όλα γραφικά, ίδιο σκηνικό σε παραλλαγή, σχεδόν ερημικά και με τη καταχνιά ακόμα πιο απόκοσμα.
Ο δρόμος της επιστροφής προς το Tromsø την 3η μέρα ήταν μακρύς, καμμιά 600αριά χιλιόμετρα από εναλλακτικές διαδρομές για να μην βλέπουμε ξανά τα ίδια.
Ακτές, λιμνούλες, φιορδ, καταρράκτες απ΄όλα είχε το μενού. Στάσεις συνεχείς, καταιγισμός κλικ των φωτογραφικών μηχανών, ώσπου αργά το απόγευμα φτάσαμε στο Tromsø.
Εμείς και κάποιοι ξέμπαρκοι…
Last edited by a moderator: