hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Κεφ.5: Νησί Senja, η μικρογραφία της Νορβηγίας
Το ελικοφόρο αεροπλάνο της εταιρείας Widerøe μας μετέφερε από την Alta νότια προς το Tromsø κάνοντας μια στάση στη πόλη Lakselv, η οποία ήταν… βορειοανατολικά!
Πρακτικά πετάξαμε βόρεια για να ξανακάνουμε την ίδια διαδρομή προς νότο. Ουδόλως μας προβλημάτισε αυτό το πηγαιν’έλα, καθώς η μέρα ήταν υπέροχη και η θέα προς τις χιονοσκεπείς πλαγιές των άλπεων Lyngen άκρως εντυπωσιακή. Ένοιωθες τις κορφές των βουνών να πετάγονται από τη γης σαν να θέλουν ν’αγγίξουν το μικρό μας αεροσκάφος.
Στο αεροδρόμιο του Tromsø, η εταιρεία ενοικίασης προς μεγάλη μας έκπληξη, αναβάθμισε τη κράτηση από το ταπεινό VW Polo σε ένα station wagon Avensis με ενσωματωμένο GPS (βρήκα παιχνίδι εγώ) και πορτ μπαγκαζ για να χωρέσουν όλα μας τα προικιά κι άλλα τόσα.
To σημερινό πρόγραμμα προέβλεπε μια διαδρομή 230 χλμ προς το νησί Senja, την οποία λόγω της μεσημεριανής άφιξης έπρεπε να καλύψουμε εγκαίρως. Η Senja αν και δεν ήταν ακριβώς πάνω στη διαδρομή, επελέγη σαν ενδιάμεσος σταθμός προς τα Lofoten για ένα και μοναδικό λόγο: στα διάφορα sites την περιέγραφαν σαν μινιατούρα της νορβηγικής φύσης, ειδικά στο βορειοδυτικό κομμάτι της (κι αυτό μου ακουγόταν σαν πρόκληση).
Επειδή οι υποδομές δεν είναι πλούσιες στο νησί κατάφερα τελικά να κλείσω διαμονή… στο πουθενά, σε ένα ταπεινό hytte στο Fjordbotn camping, (χωρίς όμως τουαλέτα) έναντι της ευτελούς για τα νορβηγικά δεδομένα τιμής των 63?. Μια μέρα δε βλάπτει και χωρίς μπάνιο, άλλωστε στην Νορβηγία δεν ρίχνεις και ποταμούς ιδρώτα για να νοιώθεις άβολα. Και στο κάτω κάτω ολίγη μπίχλα εδώ στα αποστειρωμένα δεν θα έβλαπτε. Προφάσεις όπως αντιλαμβάνεστε για να δικαιολογήσω την ανάγκη να κρατηθεί το budget του ταξιδιού σε χαμηλά επίπεδα.
Ήδη από τα πρώτα χιλιόμετρα αφότου εγκαταλείψαμε το Tromsø άρχισαν τα επιφωνήματα και οι συχνές στάσεις για φωτογραφίες. Η άπνοια κι ο λαμπερός ήλιος δημιουργούσαν ιδανικές συνθήκες για σχεδόν καρτ-ποσταλικές απεικονίσεις των φιόρδ. Στην αδιατάρακτη ηρεμία των νερών καθρεφτιζόταν κάθε λεπτομέρεια των βουνών δημιουργώντας μαγευτικές εικόνες.
Γρανιτένιοι όγκοι και πλαγιές κατάφορτες με δένδρα μας συντρόφευαν σε κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής μας.
Η είσοδος στο νησί Senja γίνεται μέσω μιας γέφυρας (από τις πάμπολλες που διαθέτει η Νορβηγία) στα περίχωρα της πόλης Finnsnes.
Το τοπίο στην ανατολική ακτή του νησιού σχετικά επίπεδο και γαλήνιο. Πολύχρωμες κιτρινομώβ καρπέτες από μικρά λουλούδια έσπαγαν την μονοτονία του καταπράσινου τοπίου μαζί με μοναχικά hytter ή μικρά χωριά.
Φτάσαμε λίγο πριν τις 7μμ στο κάμπινγκ και τακτοποιηθήκαμε στο μικροσκοπικό μας ξύλινο hytte.
Ευτελής η τιμή, ευτελές και το hytte: ένας μικρός χώρος περιελάμβανε μια απαρχαιωμένη κουζινούλα (ειδικά ο ηλεκτρικός πίνακας ήταν από άλλη εποχή όπως απεφάνθη ο ειδικός) κι ένα τραπεζάκι με μερικές καρέκλες μπροστά από το παράθυρο με θέα το φιορδ. Η κρεβατοκάμαρα πίσω από ένα παραβάν σεντονιού απαρτιζόταν από κρεβάτια διώροφα. Κάτι σε στρατώνα ή Νταχάου θύμιζε, αλλά ένα βράδυ ήταν κι οι απαιτήσεις λιγοστές.
Γεμάτα όλα τα γειτονικά hytte, κυρίως από μια τεράστια παρέα ρώσων που είχαν μετακομίσει με όλον τον εξοπλισμό κατάδυσης.
Η ανύπαρκτη παραλία και η παγωμένη θάλασσα απομάκρυνε κάθε σκέψη για βουτιά στα πεντακάθαρα νερά.
Αφού χαλαρώσαμε στην μικροσκοπική βεράντα, αποφασίσαμε πως θ’αποφύγουμε να γευματίσουμε στο μικρό εστιατόριο του κάμπινγκ θέτοντας εν αμφιβόλω την ικανότητά του να καλύψει τις γαστριμαργικές μας ανάγκες. Κάτι θα βρίσκαμε στο δρόμο μας.
Χωρίς το άγχος του «άντε να προλάβουμε πριν νυχτώσει» ξεκινήσαμε την εξερεύνηση του νησιού στις…. 8μμ!! Άπλετο φως παντού.
Πρώτος προορισμός το μικροσκοπικό νησάκι Husøy (το νησί του σπιτιού) στην αγκαλιά του Øyfjorden.
Η διαδρομή προς τα κεί ήταν αρχικά παράκτια, μετά όμως μια παράκαμψη, στα τελευταία 12 χλμ έγινε μεσόγεια κι ανηφορική σ’ένα βραχώδες γυμνό τοπίο.
Ο travelogatos άρχισε να αδημονεί: «πού στο καλό το χτίσανε;» Δικαιολογημένα γιατί δεν είχαμε ακόμα οπτική επαφή με τη θάλασσα καθώς ορθώνονταν σαν παραπέτασμα μπροστά μας αιχμηρές βουνοκορφές. Ξαφνικά ο δρόμος μας οδήγησε μέσα από το τολκιενικό Riventunnelen (με 935 μέτρα μήκος!) στη καρδιά των βράχων, σε μια κατηφορική πορεία προς τη θάλασσα που έκοβε την ανάσα. Στην έξοδο του τούνελ αποκαλύφθηκε μπροστά μας το μικρό νησί.
Μια σταλιά γης μήκους 1km και πλάτους μόλις 500 μέτρων που συνδέεται με γέφυρα με τη στεριά. Η γέφυρα λειτουργεί και σαν κυματοθραύστης παρέχοντας απάγκιο λιμάνι στα ψαροκάικα. Το νησάκι άρχισε να κατοικείται το 1950. Τότε υπήρχε πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Σήμερα ζουν εκεί βία 250 ψυχές με κύρια ασχολία το ψάρεμα.
«Καλά έφτιαξαν ένα δρόμο 12 χλμ, σκάβοντας όλο το βουνό, για να μπορεί να συνδεθεί οδικώς μια σταλιά χωριό;» απόρησε εκ νέου ο συνοδοιπόρος μου.
Φτάνοντας στην γέφυρα ξετυλίχθηκε στα μάτια μας μια από τις ομορφότερες εικόνες του ταξιδιού. Στα αδιασάλευτα νερά του λιμανιού καθρεφτίζονταν τα πάντα. Τα πολύχρωμα σπιτάκια, οι βαρκούλες και τα ψαροκάικα, οι απότομες βουνοπλαγιές του φιόρδ με τις γυμνές κορφές σαν μαχαίρια να σκίζουν τον ουρανό. Ήμασταν κατάμονοι κι η ηρεμία, τα χρώματα, το φως, όλα, μας είχαν συνεπάρει.
Με το αμάξι επιχειρήσαμε να διασχίσουμε τους δρόμους του νησιού. Ουσιαστικά 2-3 στενά. Σπιτάκια πολύχρωμα αγκαλιασμένα το ένα με το άλλο κι απόλυτη ερημιά. Μόνο μια παρέα καθισμένη σε μια βεράντα μας κοιτούσε απορημένη.
Όλα σ’αυτό το μικρό μέρος είναι μιας δρασκελιάς δρόμος: το σχολείο, η εκκλησία, το παντοπωλείο, το εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών και το φημολογούμενο εστιατόριο το οποίο όσο κι αν ψάξαμε δεν το εντοπίσαμε (ήμασταν σχεδόν νηστικοί όλη μέρα).
Εντούτοις συνεπαρμένοι από το τοπίο κάναμε μια μικρή πεζοπορία μέχρι την άκρη του νησιού, στο φάρο, όπου αγναντέψαμε το πέλαγος μέσα από το στενό άνοιγμα του φιόρδ, τις κορφές του ολούθε, ακούγοντας μόνο τις κραυγές των γλάρων και τις μικρές βάρκες να ξανοίγονται καταμεσής της θάλασσας.
Άποψη του Øyfjorden από το φάρο του Husøy
Αποχαιρετήσαμε το γραφικότατο Husøy με μια δεύτερη ομοβροντία ήχων από τις φωτογραφικές μηχανές μας και συνεχίσαμε το δρόμο προς το «γειτονικό» ψαροχώρι Fjordgård στην αντίπερα όχθη του Øyfjorden. Πάλι πίσω τα 12 χλμ μέσα από το τούνελ, ανηφορικός δρόμος στη συνέχεια με μικρές λίμνες όπου ζωγραφίζονταν οι βουνοκορφές και πάλι ένα τολκιενικό τούνελ που μ’έκανε να αναφωνήσω: «Welcome to the mines of Moria!!!»
Λίμνη ανάμεσα στα βουνά, στη διαδρομή για το Fjordgård
To Fjordgård μας υποδέχθηκε σε απόλυτη σιωπή σαν χωριό βγαλμένο από μυθιστόρημα τρόμου του Lovecraft. Από κεί μπορούσε κανείς να δει στο βάθος το Husøy και να απολαύσει τις απότομες πλαγιές του φιόρδ από μια άλλη οπτική γωνία. Τα φιλόδοξα σχέδια για δείπνο έπρεπε να λάβουν κι άλλη αναβολή, Δεν υπήρχε τίποτα στο χωριό.
Άποψη του φιορδ από το Fjordgård
Στο βάθος διαγράφεται το σχήμα του Husøy
Μέσα από τα τούνελ πάλι βγήκαμε στο κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς τα δυτικά του νησιού. Η διαδρομή εξαιρετική, κορφές να χάσκουν πάνω από τα κεφάλια μας, πλαγιές απότομες να βυθίζονται στα απάνεμα νερά… κι όλα αυτά λουσμένα στο φώς… στις 11 το βράδυ!
Η επόμενη στάση-παράκαμψη, ήταν στο ψαροχώρι Medfjord όπου επιτέλους αξιωθήκαμε να δούμε ΚΑΙ κόσμο.
Μια παρέα είχε απλώσει τα καλούδια της σ’ένα τραπέζι και με συνοδεία άφθονης μπύρας απολάμβανε δείπνο υπό τον ήλιο του μεσονυχτίου. Με το στομάχι να έχει φτάσει στο στόμα, τους κοιτάζαμε όλο μοχθηρία και ενδόμυχα εκλιπαρούσαμε να μας ελεήσουν προσκαλώντας κι εμάς στο γαστριμαργικό τους όργιο. Αλλοίμονο, η λογική λέει ότι αυτές δεν είναι συνήθεις πρακτικές των βορείων.
Είχε φτάσει πια σχεδόν 12, ήμασταν πεινασμένοι, κουρασμένοι κι… απελπισμένοι. Ώσπου διαπιστώνουμε ότι το χωριό αυτό διαθέτει ξενώνα που λειτουργεί και σαν μπαρ- εστιατόριο!! Δεν το σκεφτήκαμε λεπτό.
Αν και η κουζίνα θεωρητικά ήταν κλειστή, εκλιπαρήσαμε τον μπάρμαν να μας ετοιμάσει ό,τι ήθελε κι αγαπούσε. Έτσι καταφέραμε να αποφύγουμε την υπογλυκαιμία, καταβρογχθίζοντας σε ελάχιστο χρόνο τα χάμπουργκερ με τις τηγανητές πατάτες με συνοδεία άφθονης μπύρας.
Δειπνίζαμε σε ένα σχεδόν άδειο μαγαζί μέχρι τη στιγμή που εισήλθε μια παρέα μοναχικών νεανίδων με διάθεση και στυλ σκανδιναβής τουρίστριας που απαντάται μαζικά στα μπαράκια των ελληνικών νησιών (ο νοών νοείτο).
«Πού βρεθήκανε στο πουθενά 4 γυναίκες μόνες τους;» απόρησα αφελώς. «Αφού οι άντρες τους τις παρατήσανε και πήγανε για ψάρεμα» απάντησε ευφυώς ο travelogatos αυξάνοντας την ευφορία που οι θερμίδες του χάμπουργκερ και το αλκοόλ της μπύρας είχαν επιφέρει στον οργανισμό μας.
«Τι ώρα «δύει» εδώ ο ήλιος;» Εκφράσαμε την απορία μας στον μπάρμαν αφού ήταν περασμένες 12 και το φως δεν έλεγε να μειωθεί ούτε στο ελάχιστο. «Κατά τις 1 είναι στο χαμηλότερο σημείο του» μας απάντησε κι εμείς ευθύς μαζί μ’ ένα πούλμαν άρτι αφιχθέντων τουριστών στηθήκαμε να τον απολαύσουμε και για μια ακόμα φορά να τον αποθανατίσουμε. Και όπως έχετε καταλάβει «δύση» σημαίνει εκεί τέτοια εποχή ότι ο δίσκος του ήλιου δεν αγγίζει καν τον ορίζοντα ουρανού-θάλασσας.
Με είχε πιάσει ναυτία από τη κούραση. Αναζητούσα παρηγοριά στην ιδέα πως θα σκοτεινιάσει για να πάμε να κοιμηθούμε, όμως ο ήλιος με εκδικιόταν αρχίζοντας το ταξίδι της… επόμενης μέρας. Είχε αρχίσει να ανατέλλει κατά τις 01:30 όταν αποφασίσαμε ότι είναι αδύνατο να περιφερόμαστε στη Senja σαν τα φαντάσματα κι έπρεπε να γυρίσουμε στο hytte μας. Είχαμε μακρύ ταξίδι την επόμενη μέρα.
Φθάνοντας στο κάμπινγκ σχεδόν 2 το "βράδυ", όλα ήταν αδιασάλευτα. Ακούστηκε πάλι ο παράταιρος ήχος των μηχανών να αποτυπώνει ένα τοπίο σα ζωγραφικό πίνακα.
Δεν θυμάμαι και πολλά. Έπεσα στο κρεβάτι παραπατώντας από τη κούραση και βυθίστηκα σ’ένα ύπνο που ούτε οι ακτίνες του ήλιου που έλουζαν τα πάντα και τρύπωναν σαν το κλέφτη μέσα στο hytte μας, μπόρεσε να μου διαταράξει…
Καληνύχτα σας ; Καλημέρα σας ; Δεν ξέρω τι να πω πια! Πάλι μπερδεύτηκα!
Το ελικοφόρο αεροπλάνο της εταιρείας Widerøe μας μετέφερε από την Alta νότια προς το Tromsø κάνοντας μια στάση στη πόλη Lakselv, η οποία ήταν… βορειοανατολικά!
Πρακτικά πετάξαμε βόρεια για να ξανακάνουμε την ίδια διαδρομή προς νότο. Ουδόλως μας προβλημάτισε αυτό το πηγαιν’έλα, καθώς η μέρα ήταν υπέροχη και η θέα προς τις χιονοσκεπείς πλαγιές των άλπεων Lyngen άκρως εντυπωσιακή. Ένοιωθες τις κορφές των βουνών να πετάγονται από τη γης σαν να θέλουν ν’αγγίξουν το μικρό μας αεροσκάφος.
Στο αεροδρόμιο του Tromsø, η εταιρεία ενοικίασης προς μεγάλη μας έκπληξη, αναβάθμισε τη κράτηση από το ταπεινό VW Polo σε ένα station wagon Avensis με ενσωματωμένο GPS (βρήκα παιχνίδι εγώ) και πορτ μπαγκαζ για να χωρέσουν όλα μας τα προικιά κι άλλα τόσα.
To σημερινό πρόγραμμα προέβλεπε μια διαδρομή 230 χλμ προς το νησί Senja, την οποία λόγω της μεσημεριανής άφιξης έπρεπε να καλύψουμε εγκαίρως. Η Senja αν και δεν ήταν ακριβώς πάνω στη διαδρομή, επελέγη σαν ενδιάμεσος σταθμός προς τα Lofoten για ένα και μοναδικό λόγο: στα διάφορα sites την περιέγραφαν σαν μινιατούρα της νορβηγικής φύσης, ειδικά στο βορειοδυτικό κομμάτι της (κι αυτό μου ακουγόταν σαν πρόκληση).
Επειδή οι υποδομές δεν είναι πλούσιες στο νησί κατάφερα τελικά να κλείσω διαμονή… στο πουθενά, σε ένα ταπεινό hytte στο Fjordbotn camping, (χωρίς όμως τουαλέτα) έναντι της ευτελούς για τα νορβηγικά δεδομένα τιμής των 63?. Μια μέρα δε βλάπτει και χωρίς μπάνιο, άλλωστε στην Νορβηγία δεν ρίχνεις και ποταμούς ιδρώτα για να νοιώθεις άβολα. Και στο κάτω κάτω ολίγη μπίχλα εδώ στα αποστειρωμένα δεν θα έβλαπτε. Προφάσεις όπως αντιλαμβάνεστε για να δικαιολογήσω την ανάγκη να κρατηθεί το budget του ταξιδιού σε χαμηλά επίπεδα.
Ήδη από τα πρώτα χιλιόμετρα αφότου εγκαταλείψαμε το Tromsø άρχισαν τα επιφωνήματα και οι συχνές στάσεις για φωτογραφίες. Η άπνοια κι ο λαμπερός ήλιος δημιουργούσαν ιδανικές συνθήκες για σχεδόν καρτ-ποσταλικές απεικονίσεις των φιόρδ. Στην αδιατάρακτη ηρεμία των νερών καθρεφτιζόταν κάθε λεπτομέρεια των βουνών δημιουργώντας μαγευτικές εικόνες.
Γρανιτένιοι όγκοι και πλαγιές κατάφορτες με δένδρα μας συντρόφευαν σε κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής μας.
Η είσοδος στο νησί Senja γίνεται μέσω μιας γέφυρας (από τις πάμπολλες που διαθέτει η Νορβηγία) στα περίχωρα της πόλης Finnsnes.
Το τοπίο στην ανατολική ακτή του νησιού σχετικά επίπεδο και γαλήνιο. Πολύχρωμες κιτρινομώβ καρπέτες από μικρά λουλούδια έσπαγαν την μονοτονία του καταπράσινου τοπίου μαζί με μοναχικά hytter ή μικρά χωριά.
Φτάσαμε λίγο πριν τις 7μμ στο κάμπινγκ και τακτοποιηθήκαμε στο μικροσκοπικό μας ξύλινο hytte.
Ευτελής η τιμή, ευτελές και το hytte: ένας μικρός χώρος περιελάμβανε μια απαρχαιωμένη κουζινούλα (ειδικά ο ηλεκτρικός πίνακας ήταν από άλλη εποχή όπως απεφάνθη ο ειδικός) κι ένα τραπεζάκι με μερικές καρέκλες μπροστά από το παράθυρο με θέα το φιορδ. Η κρεβατοκάμαρα πίσω από ένα παραβάν σεντονιού απαρτιζόταν από κρεβάτια διώροφα. Κάτι σε στρατώνα ή Νταχάου θύμιζε, αλλά ένα βράδυ ήταν κι οι απαιτήσεις λιγοστές.
Γεμάτα όλα τα γειτονικά hytte, κυρίως από μια τεράστια παρέα ρώσων που είχαν μετακομίσει με όλον τον εξοπλισμό κατάδυσης.
Η ανύπαρκτη παραλία και η παγωμένη θάλασσα απομάκρυνε κάθε σκέψη για βουτιά στα πεντακάθαρα νερά.
Αφού χαλαρώσαμε στην μικροσκοπική βεράντα, αποφασίσαμε πως θ’αποφύγουμε να γευματίσουμε στο μικρό εστιατόριο του κάμπινγκ θέτοντας εν αμφιβόλω την ικανότητά του να καλύψει τις γαστριμαργικές μας ανάγκες. Κάτι θα βρίσκαμε στο δρόμο μας.
Χωρίς το άγχος του «άντε να προλάβουμε πριν νυχτώσει» ξεκινήσαμε την εξερεύνηση του νησιού στις…. 8μμ!! Άπλετο φως παντού.
Πρώτος προορισμός το μικροσκοπικό νησάκι Husøy (το νησί του σπιτιού) στην αγκαλιά του Øyfjorden.
Η διαδρομή προς τα κεί ήταν αρχικά παράκτια, μετά όμως μια παράκαμψη, στα τελευταία 12 χλμ έγινε μεσόγεια κι ανηφορική σ’ένα βραχώδες γυμνό τοπίο.
Ο travelogatos άρχισε να αδημονεί: «πού στο καλό το χτίσανε;» Δικαιολογημένα γιατί δεν είχαμε ακόμα οπτική επαφή με τη θάλασσα καθώς ορθώνονταν σαν παραπέτασμα μπροστά μας αιχμηρές βουνοκορφές. Ξαφνικά ο δρόμος μας οδήγησε μέσα από το τολκιενικό Riventunnelen (με 935 μέτρα μήκος!) στη καρδιά των βράχων, σε μια κατηφορική πορεία προς τη θάλασσα που έκοβε την ανάσα. Στην έξοδο του τούνελ αποκαλύφθηκε μπροστά μας το μικρό νησί.
Μια σταλιά γης μήκους 1km και πλάτους μόλις 500 μέτρων που συνδέεται με γέφυρα με τη στεριά. Η γέφυρα λειτουργεί και σαν κυματοθραύστης παρέχοντας απάγκιο λιμάνι στα ψαροκάικα. Το νησάκι άρχισε να κατοικείται το 1950. Τότε υπήρχε πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Σήμερα ζουν εκεί βία 250 ψυχές με κύρια ασχολία το ψάρεμα.
«Καλά έφτιαξαν ένα δρόμο 12 χλμ, σκάβοντας όλο το βουνό, για να μπορεί να συνδεθεί οδικώς μια σταλιά χωριό;» απόρησε εκ νέου ο συνοδοιπόρος μου.
Φτάνοντας στην γέφυρα ξετυλίχθηκε στα μάτια μας μια από τις ομορφότερες εικόνες του ταξιδιού. Στα αδιασάλευτα νερά του λιμανιού καθρεφτίζονταν τα πάντα. Τα πολύχρωμα σπιτάκια, οι βαρκούλες και τα ψαροκάικα, οι απότομες βουνοπλαγιές του φιόρδ με τις γυμνές κορφές σαν μαχαίρια να σκίζουν τον ουρανό. Ήμασταν κατάμονοι κι η ηρεμία, τα χρώματα, το φως, όλα, μας είχαν συνεπάρει.
Με το αμάξι επιχειρήσαμε να διασχίσουμε τους δρόμους του νησιού. Ουσιαστικά 2-3 στενά. Σπιτάκια πολύχρωμα αγκαλιασμένα το ένα με το άλλο κι απόλυτη ερημιά. Μόνο μια παρέα καθισμένη σε μια βεράντα μας κοιτούσε απορημένη.
Όλα σ’αυτό το μικρό μέρος είναι μιας δρασκελιάς δρόμος: το σχολείο, η εκκλησία, το παντοπωλείο, το εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών και το φημολογούμενο εστιατόριο το οποίο όσο κι αν ψάξαμε δεν το εντοπίσαμε (ήμασταν σχεδόν νηστικοί όλη μέρα).
Εντούτοις συνεπαρμένοι από το τοπίο κάναμε μια μικρή πεζοπορία μέχρι την άκρη του νησιού, στο φάρο, όπου αγναντέψαμε το πέλαγος μέσα από το στενό άνοιγμα του φιόρδ, τις κορφές του ολούθε, ακούγοντας μόνο τις κραυγές των γλάρων και τις μικρές βάρκες να ξανοίγονται καταμεσής της θάλασσας.
Άποψη του Øyfjorden από το φάρο του Husøy
Αποχαιρετήσαμε το γραφικότατο Husøy με μια δεύτερη ομοβροντία ήχων από τις φωτογραφικές μηχανές μας και συνεχίσαμε το δρόμο προς το «γειτονικό» ψαροχώρι Fjordgård στην αντίπερα όχθη του Øyfjorden. Πάλι πίσω τα 12 χλμ μέσα από το τούνελ, ανηφορικός δρόμος στη συνέχεια με μικρές λίμνες όπου ζωγραφίζονταν οι βουνοκορφές και πάλι ένα τολκιενικό τούνελ που μ’έκανε να αναφωνήσω: «Welcome to the mines of Moria!!!»
Λίμνη ανάμεσα στα βουνά, στη διαδρομή για το Fjordgård
To Fjordgård μας υποδέχθηκε σε απόλυτη σιωπή σαν χωριό βγαλμένο από μυθιστόρημα τρόμου του Lovecraft. Από κεί μπορούσε κανείς να δει στο βάθος το Husøy και να απολαύσει τις απότομες πλαγιές του φιόρδ από μια άλλη οπτική γωνία. Τα φιλόδοξα σχέδια για δείπνο έπρεπε να λάβουν κι άλλη αναβολή, Δεν υπήρχε τίποτα στο χωριό.
Άποψη του φιορδ από το Fjordgård
Στο βάθος διαγράφεται το σχήμα του Husøy
Μέσα από τα τούνελ πάλι βγήκαμε στο κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς τα δυτικά του νησιού. Η διαδρομή εξαιρετική, κορφές να χάσκουν πάνω από τα κεφάλια μας, πλαγιές απότομες να βυθίζονται στα απάνεμα νερά… κι όλα αυτά λουσμένα στο φώς… στις 11 το βράδυ!
Η επόμενη στάση-παράκαμψη, ήταν στο ψαροχώρι Medfjord όπου επιτέλους αξιωθήκαμε να δούμε ΚΑΙ κόσμο.
Μια παρέα είχε απλώσει τα καλούδια της σ’ένα τραπέζι και με συνοδεία άφθονης μπύρας απολάμβανε δείπνο υπό τον ήλιο του μεσονυχτίου. Με το στομάχι να έχει φτάσει στο στόμα, τους κοιτάζαμε όλο μοχθηρία και ενδόμυχα εκλιπαρούσαμε να μας ελεήσουν προσκαλώντας κι εμάς στο γαστριμαργικό τους όργιο. Αλλοίμονο, η λογική λέει ότι αυτές δεν είναι συνήθεις πρακτικές των βορείων.
Είχε φτάσει πια σχεδόν 12, ήμασταν πεινασμένοι, κουρασμένοι κι… απελπισμένοι. Ώσπου διαπιστώνουμε ότι το χωριό αυτό διαθέτει ξενώνα που λειτουργεί και σαν μπαρ- εστιατόριο!! Δεν το σκεφτήκαμε λεπτό.
Αν και η κουζίνα θεωρητικά ήταν κλειστή, εκλιπαρήσαμε τον μπάρμαν να μας ετοιμάσει ό,τι ήθελε κι αγαπούσε. Έτσι καταφέραμε να αποφύγουμε την υπογλυκαιμία, καταβρογχθίζοντας σε ελάχιστο χρόνο τα χάμπουργκερ με τις τηγανητές πατάτες με συνοδεία άφθονης μπύρας.
Δειπνίζαμε σε ένα σχεδόν άδειο μαγαζί μέχρι τη στιγμή που εισήλθε μια παρέα μοναχικών νεανίδων με διάθεση και στυλ σκανδιναβής τουρίστριας που απαντάται μαζικά στα μπαράκια των ελληνικών νησιών (ο νοών νοείτο).
«Πού βρεθήκανε στο πουθενά 4 γυναίκες μόνες τους;» απόρησα αφελώς. «Αφού οι άντρες τους τις παρατήσανε και πήγανε για ψάρεμα» απάντησε ευφυώς ο travelogatos αυξάνοντας την ευφορία που οι θερμίδες του χάμπουργκερ και το αλκοόλ της μπύρας είχαν επιφέρει στον οργανισμό μας.
«Τι ώρα «δύει» εδώ ο ήλιος;» Εκφράσαμε την απορία μας στον μπάρμαν αφού ήταν περασμένες 12 και το φως δεν έλεγε να μειωθεί ούτε στο ελάχιστο. «Κατά τις 1 είναι στο χαμηλότερο σημείο του» μας απάντησε κι εμείς ευθύς μαζί μ’ ένα πούλμαν άρτι αφιχθέντων τουριστών στηθήκαμε να τον απολαύσουμε και για μια ακόμα φορά να τον αποθανατίσουμε. Και όπως έχετε καταλάβει «δύση» σημαίνει εκεί τέτοια εποχή ότι ο δίσκος του ήλιου δεν αγγίζει καν τον ορίζοντα ουρανού-θάλασσας.
Με είχε πιάσει ναυτία από τη κούραση. Αναζητούσα παρηγοριά στην ιδέα πως θα σκοτεινιάσει για να πάμε να κοιμηθούμε, όμως ο ήλιος με εκδικιόταν αρχίζοντας το ταξίδι της… επόμενης μέρας. Είχε αρχίσει να ανατέλλει κατά τις 01:30 όταν αποφασίσαμε ότι είναι αδύνατο να περιφερόμαστε στη Senja σαν τα φαντάσματα κι έπρεπε να γυρίσουμε στο hytte μας. Είχαμε μακρύ ταξίδι την επόμενη μέρα.
Φθάνοντας στο κάμπινγκ σχεδόν 2 το "βράδυ", όλα ήταν αδιασάλευτα. Ακούστηκε πάλι ο παράταιρος ήχος των μηχανών να αποτυπώνει ένα τοπίο σα ζωγραφικό πίνακα.
Δεν θυμάμαι και πολλά. Έπεσα στο κρεβάτι παραπατώντας από τη κούραση και βυθίστηκα σ’ένα ύπνο που ούτε οι ακτίνες του ήλιου που έλουζαν τα πάντα και τρύπωναν σαν το κλέφτη μέσα στο hytte μας, μπόρεσε να μου διαταράξει…
Καληνύχτα σας ; Καλημέρα σας ; Δεν ξέρω τι να πω πια! Πάλι μπερδεύτηκα!
Video-ανασκόπηση της επίσκεψής μας στη Senja
(επανάληψη μήτηρ μαθήσεως!)
(επανάληψη μήτηρ μαθήσεως!)
Last edited by a moderator: