zmaria
Member
Μέχρι να φτάσουμε στον επόμενο προορισμό μας, το νησί Wua Talap ή αλλιώς κοιμισμένη αγελάδα (!), στήνεται ένας μικρός μπουφές από κοκκινιστό, πατάτες φούρνου, κοτόπουλο με κάρυ, βραστά λαχανικά, ρύζι (αλίμονο!) και για επιδόρπιο καρπούζι και ανανά. Το φαγητό δεν είναι κάτι το σπουδαίο, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Απόδειξη, ότι τρώει μέχρι και η αδερφή μου! Λίγο, μην υπερβάλλω κιόλας! Εγώ πάλι την έχω καταβρεί με το ρύζι και τις διάφορες πικάντικες σάλτσες. Φτάνουμε στο νησί και είναι πανέμορφο... Επιτέλους η εξωτική παραλία που ονειρευόμασταν όταν κλείναμε τα εισιτήρια για Ταϋλάνδη.
Θα κάτσουμε αρκετές ώρες εδώ και ο αρχηγός απαριθμεί τις επιλογές μας. Μπορούμε απλά να κάτσουμε στην φανταστική αμμουδερή παραλία και να χαρούμε το μπάνιο μας στην θάλασσα κάνοντας snorkeling. Μπορούμε ακόμα να ακολουθήσουμε μια ανοδική διαδρομή 500 μέτρων, διάρκειας μισής ώρας και να φτάσουμε στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Εκεί μπορούμε να απολαύσουμε την breathtaking πανοραμική θέα του αρχιπελάγους της Ang Thong. Έτσι περιγράφεται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Άλλη επιλογή είναι να προχωρήσουμε γύρω στα 250 μέτρα και να φτάσουμε στην Bua Boke cave, ή αλλιώς την σπηλιά των Λοτών, όπου μπορούμε να αντικρίσουμε μια φυσική ομορφιά από σταλαγμίτες και σταλακτίτες. Με κοιτάει η Κλαίρη χαμογελώντας πονηρά και γρήγορα με προλαβαίνει πριν μιλήσω: «Μόνο μην μου πεις να ανέβουμε εκεί ψηλά! Δεν παίζει...». Όχι της λέω, εντάξει, χορτάσαμε πανοραμική θέα για σήμερα. Αλλά μια βόλτα μέχρι την σπηλιά να την κάνουμε, κρίμα είναι να μην δούμε τίποτα. 200-300 μέτρα πόσο κουραστικά να είναι πια? Άντε καλά, λέει συγκαταθετικά.
Το καράβι αράζει και ο κόσμος χύνεται ενθουσιασμένος στην τεράστια παραλία. Η άμμος είναι λευκή και όλο το νησί στολίζεται από ψηλά φοινικόδεντρα και πυκνή βλάστηση.
Στο βάθος διακρίνουμε δύο γραφικά ψάθινα μπαράκια κι η Κλαίρη πολύ τα λιμπίζεται.
Ο Ταϋλανδός που βρίσκεται πίσω από το μπαρ σταματάει το διάλειμμα που κάνει για να φάει κι εξυπηρετεί τον διψασμένο κόσμο δίνοντας αβέρτα νερά και φυσικούς χυμούς. Όλο τρώνε αυτοί οι Ταϋλανδοί!
Στα πολύ θετικά του νησιού, είναι ότι δεν έχει καθόλου κόσμο, ίσως και το γκρουπ της εκδρομής να είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες. Ανάμεσα από την παραλία και το μπαρ, βρίσκεται ενα μικρό κιόσκι όπου μπορείς να αφήσεις τα πράγματα σου με ασφάλεια. Σου δίνουν έναν αριθμό για να τα ζητήσεις μετά.
Λέω στην Κλαίρη να πάμε να δούμε αρχικά την σπηλιά και μετά να αράξουμε με την ησυχία μας στην παραλία. Έτσι κι αλλιώς, έτσι που ψιχαλίζει δεν σου κάνει αίσθηση για πλατσουρίσματα. Συμφωνεί, τι να κάνει κι αυτή με την "δεν βάζω κώλο κάτω" που έμπλεξε!
Αφήνουμε τις πετσέτες μας στο μικρό κιόσκι και κατευθυνόμαστε προς την σπηλιά. Υπάρχουν μικρές πινακίδες να σε οδηγήσουν ως εκεί. Είμαστε στην αρχή ακόμα όταν διακρίνονται μπροστά μας κάτι σκαλοπάτια. Η Κλαίρη ανεβαίνει 2-3, κοντοστέκεται και λέει: «Μαράκι, να σου πω κάτι, δεν θέλω να έρθω, κι αν έρθω θα γκρινιάζω και δεν μου αρέσει να γκρινιάζω. Και θα στην χαλάσω κι εσένα». Μου το λέει πάνω στην ώρα που θέλω να της το πω κι εγώ. Είναι κρίμα να κάνει κάτι που δεν θέλει για να έχω εγώ παρέα. Αμφιταλαντεύομαι για το αν θα πάω μόνη μου, μόνο για κλάσματα του δευτερολέπτου. Άντε πήγαινε της λέω στο μπαράκι να αράξεις, να πιεις καμιά μπίρα κι εγώ πάω λίγο να δω τι λέει η σπηλιά. Κι έτσι χωριζόμαστε. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και βρίσκομαι μόνη μου σε ένα χωμάτινο μονοπάτι να περπατάω ανάμεσα από καταπράσινα φυτά, έχοντας πανύψηλα δέντρα να κάνουν σκιά στο διάβα μου.
Είναι πανέμορφα και ευχαριστιέμαι αυτήν την επαφή με την φύση. Στεναχωριέμαι που δεν έχω κάποιον να την μοιραστώ αλλά από το να μην το ζω καθόλου, το προτιμώ χίλιες φορές. Κάποιοι άλλοι έχουν προηγηθεί από μένα αλλά έχουν προχωρήσει αρκετά μπροστά και δεν τους βλέπω πια. Όταν λέω μπροστά, εννοώ πάνω πλέον καθώς το μονοπάτι από ίσιωμα έχει αρχίσει να γίνεται ανηφορικό. Σιγά σιγά εμφανίζονται σκοινιά δεξιά και αριστερά, τα οποία υπάρχουν εκεί για να βοηθούν τον κόσμο να ανέβει.
Έχω σταματήσει από ώρα να περπατάω και πλέον κάνω ανάβαση σε χωμάτινους βράχους μέσα στην ζούγκλα μόνη μου, δεν φαίνεται ψυχή να ακολουθεί. Όσο ανεβαίνω, ψιχαλίζει περισσότερο πλέον, αλλά δεν βρέχομαι καθώς η βλάστηση είναι πυκνή και με καλύπτουν τα δέντρα. Όμως έχω αρχίσει να αγχώνομαι όταν σκέφτομαι τι θα κάνω στην κατάβαση με τις γλιστερές σαγιονάρες μου. Είναι δετές, αλλά δεν παύουν να είναι σαγιονάρες και να γλιστράνε πολύ. Κι αν βρέξει κανονικά? Ωστόσο, ούτε σκέψη για να γυρίσω πίσω. Έχω ανέβει πάρα πολύ για να μην δω τελικά την σπηλιά, άσε που (μεταξύ μας) διασκεδάζω απίστευτα με αυτήν την μικρή περιπέτεια. Όσο ανεβαίνω ο προορισμός μου γίνεται και πιο απότομος. Είναι πια τόσο ανηφορικός που το σκοινί που κρατιέμαι, μου είναι απαραίτητο αν δεν θέλω να γκρεμοτσακιστώ. Άλλωστε τα σκοινιά, είναι οι μόνες πλέον «οδηγίες» μου προς την σπηλιά. Πρέπει να ενεργοποιήσω όλους τους (αγύμναστους κυρίως) μυς μου για να μπορώ να σκαρφαλώσω. Ακούω ανθρώπινες φωνές, νιώθω πως είμαι πολύ κοντά και αναθαρρεύω. Λίγα κατσάβραχα ακόμα και τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνη. Βροντές, έχουν αρχίσει να σχίζουν με θόρυβο τον ουρανό. Με το που ανεβαίνω τον τελευταίο βράχο και πατάω επιτέλους σε ίσιωμα αντικρίζω την όμορφη σπηλιά. Και τότε ξεσπάει η καταιγίδα. Ω, Θεέ μου..
Θα κάτσουμε αρκετές ώρες εδώ και ο αρχηγός απαριθμεί τις επιλογές μας. Μπορούμε απλά να κάτσουμε στην φανταστική αμμουδερή παραλία και να χαρούμε το μπάνιο μας στην θάλασσα κάνοντας snorkeling. Μπορούμε ακόμα να ακολουθήσουμε μια ανοδική διαδρομή 500 μέτρων, διάρκειας μισής ώρας και να φτάσουμε στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Εκεί μπορούμε να απολαύσουμε την breathtaking πανοραμική θέα του αρχιπελάγους της Ang Thong. Έτσι περιγράφεται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Άλλη επιλογή είναι να προχωρήσουμε γύρω στα 250 μέτρα και να φτάσουμε στην Bua Boke cave, ή αλλιώς την σπηλιά των Λοτών, όπου μπορούμε να αντικρίσουμε μια φυσική ομορφιά από σταλαγμίτες και σταλακτίτες. Με κοιτάει η Κλαίρη χαμογελώντας πονηρά και γρήγορα με προλαβαίνει πριν μιλήσω: «Μόνο μην μου πεις να ανέβουμε εκεί ψηλά! Δεν παίζει...». Όχι της λέω, εντάξει, χορτάσαμε πανοραμική θέα για σήμερα. Αλλά μια βόλτα μέχρι την σπηλιά να την κάνουμε, κρίμα είναι να μην δούμε τίποτα. 200-300 μέτρα πόσο κουραστικά να είναι πια? Άντε καλά, λέει συγκαταθετικά.
Το καράβι αράζει και ο κόσμος χύνεται ενθουσιασμένος στην τεράστια παραλία. Η άμμος είναι λευκή και όλο το νησί στολίζεται από ψηλά φοινικόδεντρα και πυκνή βλάστηση.
Στο βάθος διακρίνουμε δύο γραφικά ψάθινα μπαράκια κι η Κλαίρη πολύ τα λιμπίζεται.
Ο Ταϋλανδός που βρίσκεται πίσω από το μπαρ σταματάει το διάλειμμα που κάνει για να φάει κι εξυπηρετεί τον διψασμένο κόσμο δίνοντας αβέρτα νερά και φυσικούς χυμούς. Όλο τρώνε αυτοί οι Ταϋλανδοί!
Στα πολύ θετικά του νησιού, είναι ότι δεν έχει καθόλου κόσμο, ίσως και το γκρουπ της εκδρομής να είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες. Ανάμεσα από την παραλία και το μπαρ, βρίσκεται ενα μικρό κιόσκι όπου μπορείς να αφήσεις τα πράγματα σου με ασφάλεια. Σου δίνουν έναν αριθμό για να τα ζητήσεις μετά.
Λέω στην Κλαίρη να πάμε να δούμε αρχικά την σπηλιά και μετά να αράξουμε με την ησυχία μας στην παραλία. Έτσι κι αλλιώς, έτσι που ψιχαλίζει δεν σου κάνει αίσθηση για πλατσουρίσματα. Συμφωνεί, τι να κάνει κι αυτή με την "δεν βάζω κώλο κάτω" που έμπλεξε!
Αφήνουμε τις πετσέτες μας στο μικρό κιόσκι και κατευθυνόμαστε προς την σπηλιά. Υπάρχουν μικρές πινακίδες να σε οδηγήσουν ως εκεί. Είμαστε στην αρχή ακόμα όταν διακρίνονται μπροστά μας κάτι σκαλοπάτια. Η Κλαίρη ανεβαίνει 2-3, κοντοστέκεται και λέει: «Μαράκι, να σου πω κάτι, δεν θέλω να έρθω, κι αν έρθω θα γκρινιάζω και δεν μου αρέσει να γκρινιάζω. Και θα στην χαλάσω κι εσένα». Μου το λέει πάνω στην ώρα που θέλω να της το πω κι εγώ. Είναι κρίμα να κάνει κάτι που δεν θέλει για να έχω εγώ παρέα. Αμφιταλαντεύομαι για το αν θα πάω μόνη μου, μόνο για κλάσματα του δευτερολέπτου. Άντε πήγαινε της λέω στο μπαράκι να αράξεις, να πιεις καμιά μπίρα κι εγώ πάω λίγο να δω τι λέει η σπηλιά. Κι έτσι χωριζόμαστε. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και βρίσκομαι μόνη μου σε ένα χωμάτινο μονοπάτι να περπατάω ανάμεσα από καταπράσινα φυτά, έχοντας πανύψηλα δέντρα να κάνουν σκιά στο διάβα μου.
Είναι πανέμορφα και ευχαριστιέμαι αυτήν την επαφή με την φύση. Στεναχωριέμαι που δεν έχω κάποιον να την μοιραστώ αλλά από το να μην το ζω καθόλου, το προτιμώ χίλιες φορές. Κάποιοι άλλοι έχουν προηγηθεί από μένα αλλά έχουν προχωρήσει αρκετά μπροστά και δεν τους βλέπω πια. Όταν λέω μπροστά, εννοώ πάνω πλέον καθώς το μονοπάτι από ίσιωμα έχει αρχίσει να γίνεται ανηφορικό. Σιγά σιγά εμφανίζονται σκοινιά δεξιά και αριστερά, τα οποία υπάρχουν εκεί για να βοηθούν τον κόσμο να ανέβει.
Έχω σταματήσει από ώρα να περπατάω και πλέον κάνω ανάβαση σε χωμάτινους βράχους μέσα στην ζούγκλα μόνη μου, δεν φαίνεται ψυχή να ακολουθεί. Όσο ανεβαίνω, ψιχαλίζει περισσότερο πλέον, αλλά δεν βρέχομαι καθώς η βλάστηση είναι πυκνή και με καλύπτουν τα δέντρα. Όμως έχω αρχίσει να αγχώνομαι όταν σκέφτομαι τι θα κάνω στην κατάβαση με τις γλιστερές σαγιονάρες μου. Είναι δετές, αλλά δεν παύουν να είναι σαγιονάρες και να γλιστράνε πολύ. Κι αν βρέξει κανονικά? Ωστόσο, ούτε σκέψη για να γυρίσω πίσω. Έχω ανέβει πάρα πολύ για να μην δω τελικά την σπηλιά, άσε που (μεταξύ μας) διασκεδάζω απίστευτα με αυτήν την μικρή περιπέτεια. Όσο ανεβαίνω ο προορισμός μου γίνεται και πιο απότομος. Είναι πια τόσο ανηφορικός που το σκοινί που κρατιέμαι, μου είναι απαραίτητο αν δεν θέλω να γκρεμοτσακιστώ. Άλλωστε τα σκοινιά, είναι οι μόνες πλέον «οδηγίες» μου προς την σπηλιά. Πρέπει να ενεργοποιήσω όλους τους (αγύμναστους κυρίως) μυς μου για να μπορώ να σκαρφαλώσω. Ακούω ανθρώπινες φωνές, νιώθω πως είμαι πολύ κοντά και αναθαρρεύω. Λίγα κατσάβραχα ακόμα και τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνη. Βροντές, έχουν αρχίσει να σχίζουν με θόρυβο τον ουρανό. Με το που ανεβαίνω τον τελευταίο βράχο και πατάω επιτέλους σε ίσιωμα αντικρίζω την όμορφη σπηλιά. Και τότε ξεσπάει η καταιγίδα. Ω, Θεέ μου..
Attachments
-
261,3 KB Προβολές: 10
-
206,7 KB Προβολές: 12
-
316,5 KB Προβολές: 11
-
290,2 KB Προβολές: 11
-
355,5 KB Προβολές: 10
-
335 KB Προβολές: 9
-
416,7 KB Προβολές: 11
-
331 KB Προβολές: 12