soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Στις παραπάνω εντυπώσεις από την Ιαπωνία δεν μπορώ να μην αναφερθώ για το παιχνίδι Πατσίνγκο. Είναι μια οθόνη όρθια που μοιάζει μα τα φλιπεράκια. Με ένα μοχλό πετάς μια μπίλια η οποία όταν μπει στην κατάλληλη υποδοχή βγάζει κι άλλες μπίλιες. Tην μπίλια δεν μπορείς να την χτυπήσεις δεύτερη φορά όπως στα φλιπεράκια. Οι Γιαπωνέζοι είχαν ψύχωση με τούτο το παιχνίδι. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, άλλοι από το πρωί μέσα στις μεγάλες αίθουσες των πατσίγκο. Το δοκιμάζαμε κι εμείς και ήταν αρκετά διασκεδαστικό.
Αυτό το παιχνίδι που δεν το είδα σε καμιά άλλη χώρα, είναι νομίζω ένας τρόπος εκτόνωσης από το καθημερινό στρες που δέχεται εδώ ο κάτοικος της πόλης, στη δουλειά του, στα γραφεία κ.α., και δεν είναι λίγες οι φορές που συναντάς στα πατσίγκο άτομα κουστουμαρισμένα ασχολούνται με τις μπίλιες.
Οι αίθουσες των πατσίγκο ήταν τεράστιες, και οι συσκευές τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη. Έπαιζες ενώ καθόσουν. Ένας συνεχής θόρυβος από το κτύπημα της μπίλιας που προξενούσαν τα ηλεκτρονικά μέρη της συσκευής, σκέπαζε όλο το χώρο. Αρκετοί είχαν δίπλα τους κασελάκια των 500 τεμαχίων γεμάτα. Υπήρχαν βέβαια οι ειδήμονες, οι οποίοι πριν καθίσουν έλεγχαν το μοχλό που τον προτιμούσαν μαλακό για να ρυθμίζουν την ταχύτητα εκτόξευσης. Εκατό γιεν κόστιζαν οι τριάντα μπίλιες. Τα τυχόν κέρδη ανταλλάσσονταν μόνο με γλυκά, αναψύχτηκα, τσιγάρα και άλλα είδη περιπτέρου που είχε το κατάστημα. Στα κρυφά όμως, αυτός που είχε κερδίσει μια μεγάλη ποσότητα την πούλαγε σε κάποιον άλλο πελάτη σε καλή γι’ αυτόν τιμή απ’ ότι αν την αγόραζε από το κατάστημα
Στον εμπορικό δρόμο του Κόμπε συνάντησα μια άλλη αίθουσα με κουλοχέρηδες, μπλάκ τζακ ρουλέτα κ.α. Κι εδώ με χίλια γιεν αγόραζες είκοσι μάρκες , περνούσες λίγη ώρα από τον χρόνο σου και αισθανόσουν σαν να βρισκόσουν σε καζίνο… Ξανά κι΄ εδω τα κέρδη ανταλλάσσονταν με διάφορα είδη περιπτέρου.
Η παραμικρή θολούρα του ορίζοντα της Ιαπωνίας έχει τώρα χαθεί. Ήμασταν ξανά περιτριγυρισμένοι από το όμορφο βαθύ μπλε. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και η θάλασσα ήρεμη. Η πορεία μας ήταν προς το νότο και κάθε μέρα ήταν πιο καλοκαιρινή από την προηγούμενη. Ήταν Φεβρουάριος όταν αναχωρήσαμε από τον Πειραιά, Πάσχα κάναμε στην Κίνα και τώρα είχαμε Ιούνιο.
Στην Μανίλα θα φορτώναμε κοντέινερς τα οποία θα δενόταν πάνω στο κατάστρωμα και πάνω από τα αμπάρια. Έτσι ο χρόνος παραμονής μας στη χώρα αυτή θα ήταν πολύ περιορισμένος. Με πλοία Ro-Ro, Containers ή τάνκερ, δεν ήμουν ποτέ φίλος.
Από τη δεξιά μας πλευρά σε απόσταση λίγων ημερών βρισκόταν μια άλλη Κίνα. Η Taiwan ή Φορμόζα. Το νησί που δεν πέρασε τα επαναστατική θύελλα του Μάο. Είχα την τύχη και την επισκέφτηκα δυο φορές, και τις δυο στα σπουδαιότερα λιμάνια της το Keloong και το Kaousioung. Σε μια απ’ τις δύο αυτές φορές κάναμε και μια επίσκεψη με διανυκτέρευση στην Ταϊπέι την πρωτεύουσα. Ήταν μοντέρνα και μεγαλούπολη από τότε. Στην Ταιβάν βλέπαμε μια μικρή Ιαπωνία ως προς τον εκσυγχρονισμό, (την εργατικότητα, την καθαριότητα, την τάξη), μόνο που εδώ ήταν παντρεμένος με τον κινέζικο πολιτισμό. Τα κινέζικα προϊόντα εντυπωσίαζαν με τη λεπτότητα και το γούστο τους, ιδίως τα πολυάριθμα και περίτεχνα φαναράκια. Πάλι εδώ υπήρχαν οι στενοί εμπορικοί δρόμοι, με τα μικρομάγαζα, τα χρώματα, τις περίεργες πραμάτειες, τις παράξενες επιγραφές, και τις μυρουδιές από τα μικρομαγειρεία. Ήμασταν, (ή ήμουν), οι μόνοι ξένοι που ανάμεσα σε χιλιάδες Κινέζους, απολαμβάναμε αυτή την καθημερινή εμποροπανήγυρη, όπου κανείς δεν σε ενοχλούσε για οποιονδήποτε λόγο …Αυτό το γνωρίζαμε πριν ακόμα πάμε. Χαιρόμασταν όταν πηγαίναμε σε τέτοια μέρη, όπου ήμασταν σίγουροι για την ασφάλεια μας, που ήταν και η πρώτη μας σκέψη στις χώρες που πηγαίναμε. Στην Ιαπωνία, στην Κίνα του Μάο αλλά και στην Εθνικιστική Κίνα, μπορούσες να κυκλοφορείς χωρίς πρόβλημα μόνος, στα στενοσόκακα, στα σκοτάδια, δεν θα σε «έκλεβε» ο ταξιτζής, ο οποίος κι’ εδώ φορά τα άσπρα του γάντια και την στολή του, ούτε ο έμπορας. Δεν χρειαζόταν να έκρυβες κάπου πάνω σου τα περισσότερα χρήματα που κρατούσες, όπως κάναμε συχνά σε άλλα μέρη κυρίως στα λιμάνια των ΗΠΑ, μην τύχει και σε ληστέψουν. Απεναντίας μάλιστα, στο Καουσιούνγκ που τύχαμε στην κινέζικη πρωτοχρονιά, μια οικογένεια μας κάλεσε στο μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο γεύμα τους. Πήγαμε τέσσερα άτομα, ήταν κι αυτοί αρκετοί, με τις κινέζικες ενδυμασίες τους, ένα μεγάλο χαμηλό στρογγυλό τραπέζι και γύρω απ’ αυτό όλοι μας καθίσαμε σταυροπόδι στο έδαφος. Μια μεγάλη πιατέλα γεμάτη με μεγάλα βραστά ψάρια ήταν στη μέση του τραπεζιού, μια άλλη με άσπρο ρύζι, τα γνωστά μικρά ποτηράκια από πορσελάνη με τις σάλτσες, αλλά και άλλα είδη ψαριών διαφορετικά μαγειρεμένα και οστρακοειδή. Εδώ υπήρχαν μόνο τα γνωστά ξυλάκια αλλά δεν ήταν πρώτη μας φορά. Η χαρά τους που πραγματοποίησαν σε μας το έθιμο της πρωτοχρονιάς τους, ήταν ισάξια με τη δική μας που γνωρίσαμε από τόσο κοντά ένα κινέζικο σπιτικό με το έθιμο τους.
Εν αντιθέσει με την Κίνα του Μάο όπου ακούγαμε μόνο εμβατήρια, εδώ παίρναμε μια ιδέα της κινέζικης μουσικής και των τραγουδιών. Οι λέξεις έρχονται δύσκολα στην ακοή, αλλά η μουσική τους καλλιεργημένη εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν της λείπει το εξωτικό ύφος.
Ταξιδεύαμε τώρα στη περιοχή μεταξύ Ταιβάν και Β. Φιλιππίνων που ονομάζεται Λουζόν. Το ίδιο ονομάζεται και η Β.Α. θαλάσσια περιοχή των Φιλιππίνων. Η Λουζόν είναι γνωστή από τους τυφώνες οι οποίοι συχνά περνούν από εδώ και ταλαιπωρούν τις γύρω κατοικημένες περιοχές.
Πέντε μέρες μετά την αναχώρηση μας από Γιοκοχάμα φτάσαμε στην Μανίλα που βρίσκεται στο 14ο βόρειο. Το κλίμα είναι τροπικό κλίμα με πολύ ζέστη. Όπως περιμέναμε η παραμονή μας στην Μανίλα κράτησε είκοσι ώρες. Την Μανίλα τη γνώρισα μερικά χρόνια πριν απ’ αυτό το ταξίδι και ήταν πρωτοχρονιά. Ήταν μια μεγαλούπολη με αρκετό πράσινο, λεωφόρους, γέφυρες, μνημεία, ποτάμια, αλλά πολύ κουραστική για να την περπατάς λόγω της πολυκοσμίας και της αφόρητης ζέστης την ημέρα. Μας αποζημίωσε όμως το νησάκι Σεμπού που βρίσκεται μέσα σε ένα σύμπλεγμα από άλλα νησιά ακόμα πιο νότια. Το ταξίδι ανάμεσα από αυτά τα καταπράσινα νησάκια ήταν ονειρεμένο. Η πόλη Cebu ήταν πνιγμένη στο πράσινο, και είχε αρκετά μνημεία των πρώτων Ισπανών θαλασσοπόρων.
Ήταν ημέρα των Θεοφανείων όταν μαζί με τον Μ…Κ… από Χίο, και με μοτοσικλέτες (παπάκια) αγορασμένες δεύτερο χέρι από την Ιαπωνία, οδηγήσαμε στους δρόμους δίπλα στους καταπράσινους κάμπους, μέχρι που φτάσαμε σε φοινικόδεντρα που έφταναν μέχρι τη παραλία. Λαχταρούσαμε μια επαφή με τη κοραλλένια θάλασσα που τόσους μήνες ζούσαμε κοντά της αλλά δεν την απολαμβάναμε. Για να περπατήσεις όμως στο βυθό, έπρεπε να ήσουν φακίρης. Τα κοράλλια βρίσκονταν παντού και ήταν κοφτερά σαν μαχαίρια. Βρήκαμε τελικά μια διέξοδο προς τα βαθιά και απολαύσαμε τα ζεστά νερά, κοιτάζοντας προς την ερημική παραλία τους τεράστιους κοκκοφοίνικες πυκνοί σαν δάσος. Κοιτάζαμε όμως και δυο άτομα που μας παρακολουθούσαν επίμονα και ενοχλητικά από την ακτή. Σ’ αυτή τη χώρα ήταν ενοχλητική η αδιακρισία των ντόπιων. Τελικά εξ αιτίας ίσως της ντόπιας παρέα μας δεν μας δημιούργησαν πρόβλημα.
Το άλλο μεγάλο νησί που πήγαμε μετά τη Σεμπού, ήταν το Μιντανάο. Πρώτα στο λιμάνι Ίλιγκαν, και μετά στο Νταβάο. Το λιμάνι του Ίλιγκαν ήταν μια απλή αποβάθρα κοντά σε εργοστάσιο υλοτομίας στη άκρη ενός δάσους. Η πόλη απείχε μισή ώρα με το αυτοκίνητο. Εδώ φορτώσαμε κόντρα πλακέ. Μπροστά από το πλοίο βλέπαμε ένα απέραντο δάσος με πανύψηλα δένδρα. Στο εργοστάσιο δίπλα ήταν ποτάμι γεμάτο από κορμούς δένδρων διαμέτρου μέχρι τριών μέτρων. Τους κορμούς αυτούς τους έριχναν στο νερό από άλλες περιοχές του δάσους, με τη ροή του νερού κατέληγαν εδώ, και με ένα απλό φράγμα τους συγκρατούσαν. Τεράστια μηχανήματα τους σήκωναν και μεγάλα δυνατά πριόνια τους έκοβαν σε σανίδες. Όλη η περιοχή εδώ του δάσους ήταν ένα εργοτάξιο.
Στο Νταβάο έμπαινες στην πόλη κάτω από μια μεγάλη αψίδα ή οποία έγραφε ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη (largest) πόλη στον κόσμο. Για τις Φιλιππίνες ήταν πράγματι η μεγαλύτερη σε έκταση. Βρίσκεται στα νότια του νησιού Μιντανάο. Είχε πολύ αναπτυγμένες όλες τις υπηρεσίες, και το εμπόριο. Εν συγκρίσει με το μέγεθος της, το κέντρο της ήταν μικρό. Καλή ρυμοτομία αλλά τα καλά καφέ-εστιατόρια ήταν ελάχιστα. Εδώ ήταν που έκανα το μοναδικό γνήσιο μασάζ που έχω κάνει σε ασιατικές χώρες. Τη διεύθυνση την πήρα από ένα ντόπιο υπεύθυνο του φορτίου μας και σ’ ένα σημείωμα έγραψε λίγα λόγια για να το δείξω. Βρέθηκα μπροστά σε ένα ισόγειο κουρείο με τρεις κουρείς να κουρεύουν, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Μπαίνω διστακτικά μήπως έγινε λάθος, δείχνω το χαρτάκι, και με στέλνουν στο επάνω όροφο στα ιδιαίτερα…