Dorotija
Member
- Μηνύματα
- 1.297
- Likes
- 701
- Επόμενο Ταξίδι
- Να είναι η Κρακοβία?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Yemen
Λοιπόν το τοπικ είναι ενδιαφέρον, ας πω κι εγώ το πονεμένο τραβελστόρυ μου.
Θατανε κάπου στο 2003, εγώ στα 19 και ξεκινάμε για βερολίνο. Η παρέα αποτελείται από μαθητές του φροντιστηρίου των Γερμανικών που πήγαινα τότε. Περιμένω να έχουμε μαζευτεί 10-15 άτομα. Στο αεροδρόμιο βρίσκω πάνω από 30. Αγόρια βαριεστημένα λες και τους είχαν κουβαλήσει στο ΕλΒενιζέλος με το ζόρι. Κορίτσια να έχουν ξεσηκώσει όλες τις αναχωρήσεις με τις φωνές τους και να τα βάζουν με τις checkinατζούδες γιατί δεν τις αφήνουν να περάσουν τις τεράστιες και υπερφορτωμένες βαλίτσες τους.
Φτάνουμε με τα χίλια ζόρια στο Βερολίνο, καταλύουμε σε κεντρικότατο φοβερό χόστελ 4-6 σε κάθε δωμάτιο με δική του τουαλέτα. Ξανά γκρίνια για το ποιος θα πάρει το πανω κρεβάτι, γιατί το μπάνιο είναι μικρό και χωρίς κουρτίνα, γιατί η μια κουβέρτα είναι φθαρμένη στις άκρες. Παίρνω οικειοθελώς όλα τα άβολα και ελαττωματικά μπας και το βουλώσουν επιτέλους (ματαιότης ματαιοτήτων)
Από πολύ νωρίς ξεχωρίσαμε 7-8 άτομα με κοινή αντίληψη περί ταξιδιού, ανάμεσα σε αυτούς και ο γιος του ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου που είχε σπουδάσει στην πόλη και ήξερε όλα τα κινκυ μυστικά της.
Οι μέρες που ακολούθησαν δεν έχω αποφασίσει αν ήταν όνειρο ή εφιάλτης.
Μετακινούμασταν στην πόλη με τα πόδια; Πονούσανε τα πόδια τους και κουράζονταν. Μπαίναμε στο μετρό; Μπερδεύονταν, χάναν τις στάσεις, αργούσαν. Αξιοθέατα; Βαριόντουσαν. Βόλτες; Κουράζονταν. Βρώμικο; Ούτε λόγος! Εστιατόρια; Ακριβά… Τρώγαμε πόρτα στα καφέ γιατί με το που μπαίναμε αρχίζανε τη βαβούρα και να μετακινούνε καρέκλες και τραπέζια κατά βούληση χωρίς συνεννόηση με κάποιον σερβιτόρο. Στα μουσεία και τους χώρους τέχνης οι μισοί ακούγονταν πάντα μέχρι έξω –οι άλλοι μισοί την έβγαζαν από την Τρίτη μέρα και μετά στα καφέ των μουσείων η αν δεν είχε, στα παγκάκια. Στο μετρό, αχ αυτό το πρώτο μου μετρό εκτός ελλάδας, μπαίναμε πρώτοι πρώτοι, σπρώχνοντας αυτούς που πήγαιναν να βγουν. Δεν ήξερα που να κρυφτώ από τη ντροπή μου.
Πηγαίναμε σε καταπληκτικές μπυραρίες, εμείς παίζαμε με τις μπίρες και άλλοι παράγγελναν Χαινεκεν (γιατί οι υπόλοιπες 70 ποικιλίες του καταλόγου δεν ξέραν αν θα τους αρέσουν!) Πεινούσαμε στο δρόμο; Εμείς τσακίζαμε λαχταριστά wurstστα πανταχού παρόντα inbissκαι άλλοι πήγαιναν στα McDonalds. Ένα βράδυ που κάποιος από αυτή την παρέα είχε γενέθλια και πήγαμε σε ένα τουρκικό μαγαζί, ο τύπος είχε κουβαλήσει μαζί του όλη τη δισκογραφία του Πλούταρχου και ζητούσε από τον απίθανο μουστακαλή ιδιοκτήτη να βγάλει τα δικά του και να βάλει αυτά!
Το αποκορύφωμα ήταν η ατάκα του τελευταίου τη μέρα που φεύγαμε: Τι κρύος λαός αυτοί οι Γερμανοί ρε παιδί μου!
Βέβαια υπήρχε και η άλλη πλευρά του γκρουπ… που έφαγε και βρώμικο, που είδε και μουσεία, που περπάτησε, που έβγαλε φωτογραφίες, άκουσε ξεναγήσεις, ενδιαφέρθηκε, ρώτησε, έμαθε, βαρέθηκε, γέλασε, συγκινήθηκε, δεν γκρίνιαζε για το κρύο, έπινε αψέντι με ντόπιους σε υπόγεια παρακμιακά καφέ και τελειωμένες μπιραρίες και όταν η ώρα πήγαινε 12 ανακάλυπτε άφτερ κλαμπάκια και στριπτιτζάδικα και χανόταν μες στο πλήθος μέχρι το πρωί! Κι όταν έφευγε, τελευταία μέρα, είπε: γειά σου υπέροχο βερολίνο μου! Θα ξανάρθω!
Εγώ έγινα ένα με αυτούς τους ανθρώπους, και έδωσα δυο όρκους:
1.Ότι πάντα έτσι γεμάτα θέλω ναναι τα ταξίδια μου
2.ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ με γκρουπ! ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ με δυο ντουζινες αγνωστους ανθρωπους -τουλάχιστον σε εύκολους προορισμούς! Για το καλό της ψυχικής μου υγείας και του ταξιδιού όλων μας..
Θατανε κάπου στο 2003, εγώ στα 19 και ξεκινάμε για βερολίνο. Η παρέα αποτελείται από μαθητές του φροντιστηρίου των Γερμανικών που πήγαινα τότε. Περιμένω να έχουμε μαζευτεί 10-15 άτομα. Στο αεροδρόμιο βρίσκω πάνω από 30. Αγόρια βαριεστημένα λες και τους είχαν κουβαλήσει στο ΕλΒενιζέλος με το ζόρι. Κορίτσια να έχουν ξεσηκώσει όλες τις αναχωρήσεις με τις φωνές τους και να τα βάζουν με τις checkinατζούδες γιατί δεν τις αφήνουν να περάσουν τις τεράστιες και υπερφορτωμένες βαλίτσες τους.
Φτάνουμε με τα χίλια ζόρια στο Βερολίνο, καταλύουμε σε κεντρικότατο φοβερό χόστελ 4-6 σε κάθε δωμάτιο με δική του τουαλέτα. Ξανά γκρίνια για το ποιος θα πάρει το πανω κρεβάτι, γιατί το μπάνιο είναι μικρό και χωρίς κουρτίνα, γιατί η μια κουβέρτα είναι φθαρμένη στις άκρες. Παίρνω οικειοθελώς όλα τα άβολα και ελαττωματικά μπας και το βουλώσουν επιτέλους (ματαιότης ματαιοτήτων)
Από πολύ νωρίς ξεχωρίσαμε 7-8 άτομα με κοινή αντίληψη περί ταξιδιού, ανάμεσα σε αυτούς και ο γιος του ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου που είχε σπουδάσει στην πόλη και ήξερε όλα τα κινκυ μυστικά της.
Οι μέρες που ακολούθησαν δεν έχω αποφασίσει αν ήταν όνειρο ή εφιάλτης.
Μετακινούμασταν στην πόλη με τα πόδια; Πονούσανε τα πόδια τους και κουράζονταν. Μπαίναμε στο μετρό; Μπερδεύονταν, χάναν τις στάσεις, αργούσαν. Αξιοθέατα; Βαριόντουσαν. Βόλτες; Κουράζονταν. Βρώμικο; Ούτε λόγος! Εστιατόρια; Ακριβά… Τρώγαμε πόρτα στα καφέ γιατί με το που μπαίναμε αρχίζανε τη βαβούρα και να μετακινούνε καρέκλες και τραπέζια κατά βούληση χωρίς συνεννόηση με κάποιον σερβιτόρο. Στα μουσεία και τους χώρους τέχνης οι μισοί ακούγονταν πάντα μέχρι έξω –οι άλλοι μισοί την έβγαζαν από την Τρίτη μέρα και μετά στα καφέ των μουσείων η αν δεν είχε, στα παγκάκια. Στο μετρό, αχ αυτό το πρώτο μου μετρό εκτός ελλάδας, μπαίναμε πρώτοι πρώτοι, σπρώχνοντας αυτούς που πήγαιναν να βγουν. Δεν ήξερα που να κρυφτώ από τη ντροπή μου.
Πηγαίναμε σε καταπληκτικές μπυραρίες, εμείς παίζαμε με τις μπίρες και άλλοι παράγγελναν Χαινεκεν (γιατί οι υπόλοιπες 70 ποικιλίες του καταλόγου δεν ξέραν αν θα τους αρέσουν!) Πεινούσαμε στο δρόμο; Εμείς τσακίζαμε λαχταριστά wurstστα πανταχού παρόντα inbissκαι άλλοι πήγαιναν στα McDonalds. Ένα βράδυ που κάποιος από αυτή την παρέα είχε γενέθλια και πήγαμε σε ένα τουρκικό μαγαζί, ο τύπος είχε κουβαλήσει μαζί του όλη τη δισκογραφία του Πλούταρχου και ζητούσε από τον απίθανο μουστακαλή ιδιοκτήτη να βγάλει τα δικά του και να βάλει αυτά!
Το αποκορύφωμα ήταν η ατάκα του τελευταίου τη μέρα που φεύγαμε: Τι κρύος λαός αυτοί οι Γερμανοί ρε παιδί μου!
Βέβαια υπήρχε και η άλλη πλευρά του γκρουπ… που έφαγε και βρώμικο, που είδε και μουσεία, που περπάτησε, που έβγαλε φωτογραφίες, άκουσε ξεναγήσεις, ενδιαφέρθηκε, ρώτησε, έμαθε, βαρέθηκε, γέλασε, συγκινήθηκε, δεν γκρίνιαζε για το κρύο, έπινε αψέντι με ντόπιους σε υπόγεια παρακμιακά καφέ και τελειωμένες μπιραρίες και όταν η ώρα πήγαινε 12 ανακάλυπτε άφτερ κλαμπάκια και στριπτιτζάδικα και χανόταν μες στο πλήθος μέχρι το πρωί! Κι όταν έφευγε, τελευταία μέρα, είπε: γειά σου υπέροχο βερολίνο μου! Θα ξανάρθω!
Εγώ έγινα ένα με αυτούς τους ανθρώπους, και έδωσα δυο όρκους:
1.Ότι πάντα έτσι γεμάτα θέλω ναναι τα ταξίδια μου
2.ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ με γκρουπ! ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ με δυο ντουζινες αγνωστους ανθρωπους -τουλάχιστον σε εύκολους προορισμούς! Για το καλό της ψυχικής μου υγείας και του ταξιδιού όλων μας..