soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα εκπληκτικό κείμενο για το νησί–λεπροκομείο, τη Σπιναλόγκα, γραμμένο τη δεκαετία του ’30, παραθέτει ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης στο βιβλίο του «Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι. Η άγνωστη Ελλάδα του 1936» (Καστανιώτης, 2005). Εκπληκτικό όχι μόνο λόγω θέματος, αλλά και γιατί μάς θυμίζει ότι υπήρχε δημοσιογραφία, υπήρχε ρεπορτάζ και στην προ-ιντερνετική εποχή. Χωρίς ίχνος αισθηματολογίας, χωρίς φωτογραφική μηχανή και βιντεοκάμερα, χωρίς μαγνητοφωνάκι, χωρίς καν στυλό διαρκείας, ο Κ. Κολοκοτρώνης, έγραψε ένα «μοντέρνο» άρθρο που δημοσιεύθηκε σε τρία πρωτοσέλιδα της εφημερίδας «Ελεύθερος Ανθρωπος» (1930 - 1938).
Για «πρώην ανθρώπους» μιλάει ο δημοσιογράφος. Για ένα νησί που «δεν υπάγεται πουθενά» και όπου «η ασφάλεια τηρείται από το αίσθημα της απελπισίας που σφιχτοδένει σε σιδερένιες φιλίες απελπισμένες υπάρξεις. Η φωνή τους δεν ακούγεται ποτέ ώς εδώ στην Αθήνα γιατί τα γράμματά τους κατάσχονται. Οι πληγές τους μένουν ανοιχτές γιατί μπαμπάκι και γάζα δεν υπάρχει. Τα στόματά τους δεν δροσίζονται από νερό γιατί στις στέρνες τους κολυμπάνε ψόφια ποντίκια...»
«Μεριάστε!» Αυτή ήταν η λέξη που άκουγαν διαρκώς οι επισκέπτες του νησιού. Και οι λεπροί, όπως διαβάζουμε, μέριαζαν φοβισμένοι, κούρνιαζαν στο εσωτερικό των σπιτιών τους. Ωστόσο, εκείνος ο δημοσιογράφος αντίκρισε κατάματα τη δυστυχία και την εγκατάλειψη, περιέγραψε τη γενική εικόνα, αλλά έκανε «ζουμ» και στις λεπτομέρειες: στη γριά που ζύμωνε κουλουράκια της Λαμπρής με όσα δάχτυλα της είχαν απομείνει, στο καφενείο που το στόλιζε μια λιθογραφία με την είσοδο του βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, στο νεκροταφείο, το στραμμένο στο Κρητικό Πέλαγος, κάτω από τα μπεντένια του κάστρου, με τα ονόματα των νεκρών γραμμένα με μαύρη μπογιά στους προχειροφτιαγμένους ξύλινους σταυρούς.
Με 10.000 κατάδικους και εκτοπισμένους μίλησε ο 30χρονος τότε Τσέχοφ στη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στη νήσο Σαχαλίνη το 1890. Η εμπειρία αυτή δεν αποτυπώνεται στα θέματα του έργου του, όμως άλλαξε το βλέμμα του συγγραφέα, λένε οι μελετητές. Και σήμερα υπάρχουν γραφιάδες και ντοκιμαντερίστες που βρέθηκαν και βρίσκονται στα μέτωπα του κοινωνικού πολέμου, που έχουν δικαίωμα να πουν «οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων».
Δεν γίνεται να ακολουθήσει ο καθένας μας το παράδειγμα του Τσέχοφ ή του γνωστού Γερμανού δημοσιογράφου Γκύντερ Βάλραφ που πρώτα «ζούσε» το θέμα του και μετά έγραφε γι’ αυτό. Αλλο όμως η βιωματική δημοσιογραφία, και άλλο η ανοξείδωτη, η αεροστεγής, η αποστειρωμένη δημοσιογραφία, η αβάδιστη και ατσαλάκωτη. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε στη διάθεσή μας τόσες πληροφορίες, τόσες πηγές, μόνο που σήμερα είναι πολύ εύκολο να βυθιστούμε στον μικρόκοσμό μας, να ταυτίσουμε τις εμπειρίες μας, τα συμφέροντά μας, το σινάφι μας, τον κύκλο μας με την κοινωνία –και να μιλάμε, με ύφος περισπούδαστο, εν ονόματι της κοινωνίας, του έθνους, του μέλλοντος.
Αγριος, τραχύς, ανελέητος είναι ο κόσμος της Σπιναλόγκας του ’30, όπως τον περιγράφει ο K. Kολοκοτρώνης, ένας κόσμος που δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε ό,τι συναντάμε στο «Νησί» της Βικτόριας Χίνσλοπ, αν και δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ή αντιπαράθεσης. Αλλα είδη, άλλες εποχές.
Πληθαίνουν σήμερα, έρχονται πιο κοντά μας οι Σαχαλίνες και οι Σπιναλόγκες τις οποίες πρέπει να γνωρίζουμε όχι για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, αλλά για τις ανάγκες τις δικές μας, τις προσωπικές, έτσι ώστε να μη νιώθουμε και να μη φαινόμαστε ψεύτικοι όταν μιλάμε και για την «ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου» του τραγουδιού («Τhe sunny side of the street»)... και αλίμονο αν ξεχάσουμε ότι υπάρχει «και» αυτή.
΄Καθημερινή" 17-10-10