delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Κυριακή βράδυ, στο “Friends Hostel” του Βουκουρεστίου, με τα χέρια και το αριστερό μισό του μετώπου μου πρησμένα, αλλά, το σημαντικότερο, με το αριστερό μάτι ασύυυγκριτα καλύτερα απ' ότι το είδα (και τρόμαξα) χθες το πρωί. Στις εφτά, πριν από μιάμιση ώρα δηλαδή, υποτίθεται ότι έφευγα για Κισινάου, όμως έτσι όπως είμαι μετά τα αμέτρητα τσιμπήματα ενοχλητικών ζωυφίων, προτίμησα να... κάτσω εδώ που κάθομαι...
Το χόστελ είναι μια χαρά, καθαρότατο, όμως το κρεβάτι μου έτυχε να έχει εκείνα τα... κακά πλάσματα (ό,τι μπορούν κάνουν για να επιβιώσουν κι εκείνα τα καημένα), που σε κάνουν να ξυπνάς το πρωί και να συνειδητοποιείς ότι σε έχουν... γαζώσει, ότι τα χέρια σου (και όχι μόνο) έχουν γίνει... οροπέδιο, με “πλαγιές” κατακόκκινες, που σε προκαλούν να τις ξύσεις. Μου είχε τύχει ξανά, κι είμαι βέβαιος ότι θα μου ξανατύχει. Εκείνο που με ταρακούνησε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το πρήξιμο στο μάτι. Με το που ξύπνησα κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όμως δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να με κοιτάξω στον καθρέφτη και να δω το μάτι μου να είναι μεγαλύτερο κι απ' το στήθος της Όλγας της Φαρμάκη (είναι πρωτοσέλιδη στο ρουμανικό Playboy, κι έτυχε, έτυχε δηλαδή, 10-15 φορές, να πέσει το μάτι μου στο ρημάδι το βυυυ-πρωτοσέλιδο). Όχι τίποτε άλλο, αλλά χθες το απόγευμα έπρεπε να βγω και φωτογραφία με έναν Βραζιλιάνο, πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ, που τώρα παίζει στη Ραπίντ Βουκουρεστίου, κι ανησυχούσα μία πώς θα φαινόμουν στη φωτογραφία, και μία ακόμα αν θα δεχόταν το παλικάρι να βγούμε φωτογραφία, ή αν θα με έβλεπε και θα σκιαζόταν...
Τέλος πάντων, σκοτίστηκα για το μέτωπο και τα χέρια, το μάτι μ' ενδιαφέρει, και το μάτι είναι πολύ καλύτερα, οπότε αύριο φεύγω, χωρίς να ρίξω και μαύρο δάκρυ, από το Βουκουρέστι. Επόμενος προορισμός, Κισινάου (Μολδαβία), ή Κλουζ Ναπόκα (τελικά, και όχι “Κλούι Νάποκα” που την άκουγα συνήθως). Θα εξαρτηθεί από δύο μέιλ που περιμένω μέχρι τις δύο αύριο το μεσημέρι.
Βουκουρέστι. Δε με συνεπήρε. Η αλήθεια είναι πως δε με συνεπήρε. Θέλετε επειδή συνάντησα όλο κι όλο ένα άτομο που ζει εδώ; Θέλετε επειδή μου έτυχε αυτό που μου έτυχε με τα ζωύφια; Θέλετε επειδή ήμουν πάρα πολύ απασχολημένος με την (ευχάριστη) υποχρέωση που έχω στο άλλο σάιτ, και δεν είχα χρόνο να βρω παρέα; Δεν ξέρω... Μου άρεσαν οι πλατιές λεωφόροι, μου άρεσε η “ανοιχτωσιά”, “γούσταρα” πολύ την εμπειρία του Ρουμανία-Γαλλία στο ολοκαίνουργιο Εθνικό Στάδιο (μου “κάθισε” πολύ καλά το ότι διεθνής με τη Ρουμανία είναι ένας παίκτης του ΠΑΟΚ, δίπλα στον οποίο επίσης έβαλα τα αγέλαστα μούτρα μου σε μία φωτογραφία), ακόμη και το χθεσινό Ραπίντ-Μπρασόβ μου άφησε δύο-τρεις αναμνήσεις για μια ζωή, όμως...
Σκέφτομαι ότι θα είχα δει το Βουκουρέστι με πολύ διαφορετικό μάτι αν είχα συναντήσει περισσότερο κόσμο, και αν το “ιστορικό κέντρο” του δεν ήταν ένα εργοτάξιο και μισό. Σε μία πόλη στην οποία η στενότερη λεωφόρος είναι δύο φορές μεγαλύτερη από την Εγνατία στη Θεσσαλονίκη ή την Πανεπιστημίου στην Αθήνα, χρειάζεσαι ένα κομμάτι πιο... “ζεστό”, πιο “να κάτσουμε στο πλακόστρωτο πάνω στο στενάκι να πιούμε κάτι και να χαζέψουμε τον κόσμο να περνάει”, κι αυτό τη δεδομένη χρονική περίοδο στο Βουκουρέστι αποτελεί πολυτέλεια. Είναι σαν να ξεθεώνεσαι όλη μέρα στο περπάτημα, να έρχεται το βράδυ, να πέφτεις στο κρεβάτι του κοιτώνα σου (αν ταξιδεύεις με τον δικό μου προϋπολογισμό) να ξαποστάσεις, και στις τρεις και κάτι μετά τα μεσάνυχτα σκάνε μύτη τέσσερις φασαριατζήδες που μόλις έφθασαν στο χόστελ και κάνουν ΤΟΝ θόρυβο με το φως αναμμένο, ψάχνοντας τα κρεβάτια τους, ανοίγοντας τους σάκους τους, και βγάζοντας μία-μία όλες τις σακούλες που έχουν μέσα...
Κάτι άλλο που μου χτύπησε άσχημα στο Βουκουρέστι είναι η ανέχεια που φαίνεται πως μαστίζει πολλούς. Πείτε με αναίσθητο, αλλά δε συγκινούμαι βλέποντας ζητιάνα στα σκαλιά εκκλησίας να επαιτεί, με μάγουλα μεγαλύτερα κι απ' του Πάγκαλου. Όταν όμως βλέπεις ηλικιωμένους να περπατούν με το ζόρι, σχεδόν σκελετωμένοι, και να ψάχνουν στα σκουπίδια, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Και δυστυχώς αυτήν την εικόνα την είδα πολλές φορές στο Βουκουρέστι, πολλές-πολλές περισσότερες απ' ότι στη Σόφια.
Όσο για το... περίφημο “Παλάτι του Κοινοβουλίου”, το κτίριο που κάνει τη δική μας Βουλή να μοιάζει με σκυλάκι κανίς δίπλα σε σκύλο του Αγίου Βερνάρδου, η κοπέλα που συνάντησα (δουλεύει σαν σύμβουλος γερουσιαστή) το αποκάλεσε “Σπίτι του Λαού”, αλλά ένας νοσοκόμος που ρώτησα για κατευθύνσεις περπατώντας μία μέρα, το αποκάλεσε “εκείνο το μεγάλο γαμημ*νο κτίριο”. Μπορεί να τα έχει με τους 130-τόσους... καλοφαγάδες που κάνουν -μερικώς- κουμάντο στη χώρα από τα έδρανά τους, μπορεί να είναι γιος κάποιου εκ των δεκάδων χιλιάδων που τη δεκαετία του '80 αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν, όταν ο Τσαουσέσκου “απαλλοτρίωσε” μία τεράστια έκταση στο κέντρο της πόλης για να υλοποιήσει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που είχε βάλει στο μυαλό του...
Τελευταίο για Βουκουρέστι, το “κόλπο” Ρουμάνων που έχουν στήσει “ελληνικά” μαγαζιά, “πουλώντας” Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα ελληνικό φαγητό. Στο “ιστορικό κέντρο” της πόλης υπάρχει εδώ κι έναν χρόνο μία “Ταβέρνα Μαρία, Ελληνική Κουζίνα”, στην οποία Έλληνας είναι μόνο ο μάγειρας. Πριν από δύο μήνες, δε, άνοιξε μαγαζί που λέγεται “Gyros Thessalonikis”. Έλληνας είναι μόνο ο κύριος που ετοιμάζει τα σάντουιτς τα μεσημέρια. Ρουμάνος το αφεντικό, που του άρεσε η Θεσσαλονίκη και ο γύρος μας, και είπε “δε δοκιμάζω να ανοίξω κάτι τέτοιο στο Βουκουρέστι;” Τα σάντουιτς δεν είναι μικρά, όμως έχουν πολλή... πρασινάδα, κι αρκετές πατάτες. Δυσανάλογα λίγο κρέας για το μέγεθός τους, και κυρίως για την τιμή τους (13 λέι, κάτι λιγότερο από τρία ευρώ).
Κατά τ' άλλα, νομίζω ότι καταλαβαίνω πώς αισθάνονται εκείνοι που γεννιούνται σε σώμα άνδρα, αλλά όλα μέσα τους τους λένε ότι είναι γυναίκες, και το αντίθετο, εκείνες που γεννιούνται γυναίκες, αλλά όλα μέσα τους τις λένε ότι είναι άνδρες. Εννοώ ότι από την πρώτη μέρα του ταξιδιού ακούω μουσική μόνο στα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά, ότι με Γερμανούς και λοιπούς Ευρωπαίους μιλάω πέντε λεπτά και με τους λιγοστούς Λατινοαμερικάνους που έχω πετύχει πέρασα πολλή-πολλή περισσότερη ώρα, ότι όταν περπατάω στον δρόμο κι είμαι “στο κέφι” σφυρίζω και τραγουδάω (αν δεν υπάρχει ψυχή γύρω μου) τραγούδια ενός -μακαρίτη- Αργεντινού τραγουδιστή, ή ενός συγκροτήματος από τη Βραζιλία. Όλα μέσα μου μου λένε ότι ΕΚΕΙ έπρεπε να είμαι, ότι ΕΚΕΙ πρέπει να βρεθώ όσο πιο σύντομα γίνεται, όχι για τουρισμό-ταξίδι, αλλά για να ζήσω, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Κατά προτίμηση στην Αργεντινή, είτε στο Μπουένος Άιρες είτε στο Ροσάριο. Στην Αργεντινή να ζω, και στη Βραζιλία να πηγαίνω... ταξιδάκι αναψυχής μια φορά το δίμηνο. I'm working on that(...).
Το χόστελ είναι μια χαρά, καθαρότατο, όμως το κρεβάτι μου έτυχε να έχει εκείνα τα... κακά πλάσματα (ό,τι μπορούν κάνουν για να επιβιώσουν κι εκείνα τα καημένα), που σε κάνουν να ξυπνάς το πρωί και να συνειδητοποιείς ότι σε έχουν... γαζώσει, ότι τα χέρια σου (και όχι μόνο) έχουν γίνει... οροπέδιο, με “πλαγιές” κατακόκκινες, που σε προκαλούν να τις ξύσεις. Μου είχε τύχει ξανά, κι είμαι βέβαιος ότι θα μου ξανατύχει. Εκείνο που με ταρακούνησε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το πρήξιμο στο μάτι. Με το που ξύπνησα κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όμως δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να με κοιτάξω στον καθρέφτη και να δω το μάτι μου να είναι μεγαλύτερο κι απ' το στήθος της Όλγας της Φαρμάκη (είναι πρωτοσέλιδη στο ρουμανικό Playboy, κι έτυχε, έτυχε δηλαδή, 10-15 φορές, να πέσει το μάτι μου στο ρημάδι το βυυυ-πρωτοσέλιδο). Όχι τίποτε άλλο, αλλά χθες το απόγευμα έπρεπε να βγω και φωτογραφία με έναν Βραζιλιάνο, πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ, που τώρα παίζει στη Ραπίντ Βουκουρεστίου, κι ανησυχούσα μία πώς θα φαινόμουν στη φωτογραφία, και μία ακόμα αν θα δεχόταν το παλικάρι να βγούμε φωτογραφία, ή αν θα με έβλεπε και θα σκιαζόταν...
Τέλος πάντων, σκοτίστηκα για το μέτωπο και τα χέρια, το μάτι μ' ενδιαφέρει, και το μάτι είναι πολύ καλύτερα, οπότε αύριο φεύγω, χωρίς να ρίξω και μαύρο δάκρυ, από το Βουκουρέστι. Επόμενος προορισμός, Κισινάου (Μολδαβία), ή Κλουζ Ναπόκα (τελικά, και όχι “Κλούι Νάποκα” που την άκουγα συνήθως). Θα εξαρτηθεί από δύο μέιλ που περιμένω μέχρι τις δύο αύριο το μεσημέρι.
Βουκουρέστι. Δε με συνεπήρε. Η αλήθεια είναι πως δε με συνεπήρε. Θέλετε επειδή συνάντησα όλο κι όλο ένα άτομο που ζει εδώ; Θέλετε επειδή μου έτυχε αυτό που μου έτυχε με τα ζωύφια; Θέλετε επειδή ήμουν πάρα πολύ απασχολημένος με την (ευχάριστη) υποχρέωση που έχω στο άλλο σάιτ, και δεν είχα χρόνο να βρω παρέα; Δεν ξέρω... Μου άρεσαν οι πλατιές λεωφόροι, μου άρεσε η “ανοιχτωσιά”, “γούσταρα” πολύ την εμπειρία του Ρουμανία-Γαλλία στο ολοκαίνουργιο Εθνικό Στάδιο (μου “κάθισε” πολύ καλά το ότι διεθνής με τη Ρουμανία είναι ένας παίκτης του ΠΑΟΚ, δίπλα στον οποίο επίσης έβαλα τα αγέλαστα μούτρα μου σε μία φωτογραφία), ακόμη και το χθεσινό Ραπίντ-Μπρασόβ μου άφησε δύο-τρεις αναμνήσεις για μια ζωή, όμως...
Σκέφτομαι ότι θα είχα δει το Βουκουρέστι με πολύ διαφορετικό μάτι αν είχα συναντήσει περισσότερο κόσμο, και αν το “ιστορικό κέντρο” του δεν ήταν ένα εργοτάξιο και μισό. Σε μία πόλη στην οποία η στενότερη λεωφόρος είναι δύο φορές μεγαλύτερη από την Εγνατία στη Θεσσαλονίκη ή την Πανεπιστημίου στην Αθήνα, χρειάζεσαι ένα κομμάτι πιο... “ζεστό”, πιο “να κάτσουμε στο πλακόστρωτο πάνω στο στενάκι να πιούμε κάτι και να χαζέψουμε τον κόσμο να περνάει”, κι αυτό τη δεδομένη χρονική περίοδο στο Βουκουρέστι αποτελεί πολυτέλεια. Είναι σαν να ξεθεώνεσαι όλη μέρα στο περπάτημα, να έρχεται το βράδυ, να πέφτεις στο κρεβάτι του κοιτώνα σου (αν ταξιδεύεις με τον δικό μου προϋπολογισμό) να ξαποστάσεις, και στις τρεις και κάτι μετά τα μεσάνυχτα σκάνε μύτη τέσσερις φασαριατζήδες που μόλις έφθασαν στο χόστελ και κάνουν ΤΟΝ θόρυβο με το φως αναμμένο, ψάχνοντας τα κρεβάτια τους, ανοίγοντας τους σάκους τους, και βγάζοντας μία-μία όλες τις σακούλες που έχουν μέσα...
Κάτι άλλο που μου χτύπησε άσχημα στο Βουκουρέστι είναι η ανέχεια που φαίνεται πως μαστίζει πολλούς. Πείτε με αναίσθητο, αλλά δε συγκινούμαι βλέποντας ζητιάνα στα σκαλιά εκκλησίας να επαιτεί, με μάγουλα μεγαλύτερα κι απ' του Πάγκαλου. Όταν όμως βλέπεις ηλικιωμένους να περπατούν με το ζόρι, σχεδόν σκελετωμένοι, και να ψάχνουν στα σκουπίδια, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Και δυστυχώς αυτήν την εικόνα την είδα πολλές φορές στο Βουκουρέστι, πολλές-πολλές περισσότερες απ' ότι στη Σόφια.
Όσο για το... περίφημο “Παλάτι του Κοινοβουλίου”, το κτίριο που κάνει τη δική μας Βουλή να μοιάζει με σκυλάκι κανίς δίπλα σε σκύλο του Αγίου Βερνάρδου, η κοπέλα που συνάντησα (δουλεύει σαν σύμβουλος γερουσιαστή) το αποκάλεσε “Σπίτι του Λαού”, αλλά ένας νοσοκόμος που ρώτησα για κατευθύνσεις περπατώντας μία μέρα, το αποκάλεσε “εκείνο το μεγάλο γαμημ*νο κτίριο”. Μπορεί να τα έχει με τους 130-τόσους... καλοφαγάδες που κάνουν -μερικώς- κουμάντο στη χώρα από τα έδρανά τους, μπορεί να είναι γιος κάποιου εκ των δεκάδων χιλιάδων που τη δεκαετία του '80 αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν, όταν ο Τσαουσέσκου “απαλλοτρίωσε” μία τεράστια έκταση στο κέντρο της πόλης για να υλοποιήσει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που είχε βάλει στο μυαλό του...
Τελευταίο για Βουκουρέστι, το “κόλπο” Ρουμάνων που έχουν στήσει “ελληνικά” μαγαζιά, “πουλώντας” Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα ελληνικό φαγητό. Στο “ιστορικό κέντρο” της πόλης υπάρχει εδώ κι έναν χρόνο μία “Ταβέρνα Μαρία, Ελληνική Κουζίνα”, στην οποία Έλληνας είναι μόνο ο μάγειρας. Πριν από δύο μήνες, δε, άνοιξε μαγαζί που λέγεται “Gyros Thessalonikis”. Έλληνας είναι μόνο ο κύριος που ετοιμάζει τα σάντουιτς τα μεσημέρια. Ρουμάνος το αφεντικό, που του άρεσε η Θεσσαλονίκη και ο γύρος μας, και είπε “δε δοκιμάζω να ανοίξω κάτι τέτοιο στο Βουκουρέστι;” Τα σάντουιτς δεν είναι μικρά, όμως έχουν πολλή... πρασινάδα, κι αρκετές πατάτες. Δυσανάλογα λίγο κρέας για το μέγεθός τους, και κυρίως για την τιμή τους (13 λέι, κάτι λιγότερο από τρία ευρώ).
Κατά τ' άλλα, νομίζω ότι καταλαβαίνω πώς αισθάνονται εκείνοι που γεννιούνται σε σώμα άνδρα, αλλά όλα μέσα τους τους λένε ότι είναι γυναίκες, και το αντίθετο, εκείνες που γεννιούνται γυναίκες, αλλά όλα μέσα τους τις λένε ότι είναι άνδρες. Εννοώ ότι από την πρώτη μέρα του ταξιδιού ακούω μουσική μόνο στα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά, ότι με Γερμανούς και λοιπούς Ευρωπαίους μιλάω πέντε λεπτά και με τους λιγοστούς Λατινοαμερικάνους που έχω πετύχει πέρασα πολλή-πολλή περισσότερη ώρα, ότι όταν περπατάω στον δρόμο κι είμαι “στο κέφι” σφυρίζω και τραγουδάω (αν δεν υπάρχει ψυχή γύρω μου) τραγούδια ενός -μακαρίτη- Αργεντινού τραγουδιστή, ή ενός συγκροτήματος από τη Βραζιλία. Όλα μέσα μου μου λένε ότι ΕΚΕΙ έπρεπε να είμαι, ότι ΕΚΕΙ πρέπει να βρεθώ όσο πιο σύντομα γίνεται, όχι για τουρισμό-ταξίδι, αλλά για να ζήσω, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Κατά προτίμηση στην Αργεντινή, είτε στο Μπουένος Άιρες είτε στο Ροσάριο. Στην Αργεντινή να ζω, και στη Βραζιλία να πηγαίνω... ταξιδάκι αναψυχής μια φορά το δίμηνο. I'm working on that(...).