Η επόμενη μέρα μας βρίσκει σε θερμούς εναγκαλισμούς με την σπιτονοικοκυρά μας την Εύα ενώ της παραδίδουμε το κλειδί του κόκκινου ξύλινου κουκλόσπιτου που μας φιλοξένησε για ένα βράδυ. Δεν είναι εύκολος ο αποχωρισμός από το Djupavik. Μέσα σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες, κατά έναν περίεργο τρόπο νοιώθω να έχω δεθεί με το μέρος, την γοητευτικά σκληρή απομόνωσή του αλλά και την γαλήνια ζεστασιά του ζευγαριού που έκανε τη δύσκολη επιλογή ζωής να μείνει εδώ, στην άκρη του πουθενά, και να αποσπάσει τον τόπο από την απόλυτη ανθρώπινη εγκατάλειψη, καθιστώντας συνάμα εφικτή την επίσκεψή μας χάρη στην παροχή της απαραίτητης στέγης.
Αντίο Εύα! Δεν σε ξεχνώ. Ακόμα και σήμερα, δυόμιση χρόνια μετά, εξακολουθώ να σε ανακαλώ συχνά πυκνά στις μνήμες μου, ειδικά τις μουντές μέρες του χειμώνα όπου τόσο μ’ αρέσει να σε φαντάζομαι - καθώς εσύ η ίδια μου περιέγραψες - να περιμένεις το σέλας να στήσει χορό στον ουρανό πάνω από το ερειπωμένο εργοστάσιο για να βγεις να περπατήσεις στην παραλία, μόνη μέσα στην αρκτική νύχτα…
Στο μεταξύ ξαναπαίρνουμε το δρόμο Νο 643, τον ίδιο που διατρέξαμε την προηγούμενη μέρα κατά μήκος της ακτής Strandir, με πρώτο προορισμό της μέρας το Holmavik για ανεφοδιασμό σε βενζίνη και τρόφιμα και την απαραίτητη στάση για καφέ. Το Holmavik σηματοδοτεί την ανατολική είσοδο ή έξοδο των Βορειοδυτικών Φιορδ, ανάλογα την φορά της διαδρομής του καθένα. Για μας εν προκειμένω θ’ αποτελέσει το σημείο οριστικού αποχαιρετισμού στα Vestfirdir. Η περιήγησή μας σ’ ένα από τα πιο ιδιαίτερα και συναρπαστικά κομμάτια της Ισλανδίας έχει μόλις ολοκληρωθεί.
Τα φιορδ ωστόσο συνεχίζονται κορδελωτά και κατά μήκος του δρόμου Νο 61 που ακολουθούμε μετά το Holmavik: Steingrimfjordur, Kollafjordur, Bitrufjordur, το ένα πιο γαλήνιο από το άλλο.
Το κατάλυμά μας για σήμερα μας περιμένει στο χόστελ του Saeberg (Accommodation - North Iceland - Ring road 1 / S, τιμή τετράκλινου 60 ευρώ, Αυγ. 2009 ), λίγο έξω από το Reykir, πάνω στην ανατολική ακτή του Hrulafjordur. Μόλις 210 χιλιόμετρα χωρίζουν το Djupavik από το Saeberg, που σημαίνει ότι μετά την πρωινή οδήγηση έχουμε στη διάθεσή μας όλο τον απαιτούμενο χρόνο για μια απογευματινή βόλτα 90 χλμ. στην χερσόνησο Vatness.
Κι εδώ θα βιώσουμε την ίδια τραχιά ομορφιά της ερήμωσης. Κάθετα βράχια που υψώνονται πάνω από γκρίζες ηφαιστιογενείς παραλίες, παράξενοι βράχινοι σχηματισμοί - στασίδια για άφοβα θαλασσοπούλια,
άλογα ελεύθερης βοσκής με ανεμίζουσα χαίτη νοτισμένη στην αλμύρα,
παρατεταμένοι περίπατοι σε ιμπρεσσιονιστικά τοπία βουτηγμένα στην παστέλ αρκτική μελαγχολία.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε ξεβρασμένα φύκια και οξειδωμένα έρμαια, η μοναδική συνάντηση ολόκληρης της διαδρομής: ένας άντρας μ’ ένα παιδί, ο μικρός γαντζωμένος πάνω στους ώμους του πατέρα, σαν το σύμβολο του ανθρώπινου πείσματος για επιβίωση σ’ αυτές τις αφιλόξενες εσχατιές.
Οι φώκιες που συχνάζουν συστηματικά στην παραλία του Osar, δεν θα μας κάνουν τη χάρη να ποζάρουν για πορτραίτο. Έχουν αποσυρθεί στην απέναντι πλευρά του μικρού φιορδ, σ’ ένα απολύτως απρόσιτο σημείο και ίσα που τις διακρίνουμε με τα κιάλια, καμιά εικοσαριά αραγμένες στριμωχτά πλάι πλάι στην παραλία. Πότε πότε μια-δυο βουτάνε στο νερό, κάνουν μερικές απλωτές παράλληλα με την ακτή και ξαναβγαίνουν στο ίδιο μακρινό σημείο χωρίς να πλησιάσουν προς το μέρος μας. Ας είναι. Σε κάποια άλλη ευκαιρία ίσως σταθούμε πιο τυχεροί.
Glaumbaer
Αναχωρώντας το πρωί από το Saeberg με ανατολική κατεύθυνση συναντάμε πλέον τον "δρόμο-δακτύλιο" ή αλλιώς ring road ή "Εθνική Νο1", ήτοι την βασική οδική αρτηρία που διατρέχει περιφερειακά όλη την Ισλανδία. Σήμερα πρόκειται να διανυκτερεύσουμε στο Akureyri, την σημαντικότερη πόλη του ισλανδικού βορρά. Πριν όμως φτάσουμε εκεί, έχουμε πολλά και θαυμαστά να δούμε καθ’ οδόν, και κυρίως τα χαρακτηριστικά κτήρια από τύρφη με πρώτο και καλύτερο δείγμα την αναστηλωμένη φάρμα-μουσείο στο Glaumbaer. Γι αυτό και στο ύψος του Varmahlid στρίβουμε βόρεια στην Νο 75 για να φτάσουμε μετά από 8 χιλιόμετρα στον πρώτο στόχο της ημέρας.
Τα κτίρια της φάρμας του Glaumbaer ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους του 18ου και 19ου αιώνα. Όσο εντυπωσιακά ωστόσο είναι τα κτίσματα αυτού του είδους, άλλο τόσο θλιβερά είναι τα αίτια που οδήγησαν τους Ισλανδούς εκείνης της εποχής να στραφούν στην τύρφη ως βασικό οικοδομικό υλικό. Και τα αίτια δεν είναι δυστυχώς άλλα από τη συστηματική και αλόγιστη χρήση του ξύλου από τους προγόνους τους κατά τους προηγούμενους αιώνες, γεγονός που κάποια στιγμή επέφερε την σχεδόν ολοκληρωτική αποψίλωση της Ισλανδίας από δέντρα. Με άλλα λόγια η οικοδόμηση κτισμάτων από τύρφη υπήρξε εν πολλοίς αποτέλεσμα οικολογικής καταστροφής και ουσιαστικά επιβλήθηκε εξ ανάγκης στην άδεντρη πλέον Ισλανδία. Από την άλλη, αυτή η παρελθούσα περιβαλλοντική κακοδιαχείριση σίγουρα δεν είναι άσχετη με το απίστευτα υψηλό επίπεδο οικολογικής συνείδησης των Ισλανδών και την απαρέγκλιτη προσήλωσή τους στην προστασία της Φύσης.
Η πρωτότυπη αυτή τεχνική οικοδόμησης συνίστατο αρχικά στην κατασκευή δύο λεπτών «κελυφών» από ξύλο εισαγωγής, όπου ανάμεσά τους εγκιβωτιζόταν ένα παχύ στρώμα τύρφης που λειτουργούσε ουσιαστικά σαν φυσικό θερμομονωτικό υλικό. Η δε σκεπή καλυπτόταν από ένα πυκνό «ζωντανό» χλοοτάπητα που συνέχιζε με τα χρόνια ν’ αναπτύσσεται δημιουργώντας ένα εξαιρετικά στέρεο και συμπαγές σύμπλεγμα ριζών και χώματος. Τα κτίρια αυτού του τύπου μπορούσαν ν’ αντέξουν γύρω στον ένα αιώνα αρκεί η στέγη να είχε σχεδιαστεί με τη σωστή κλίση. Μια υπερβολικά μεγάλη κλίση θα είχε σαν συνέπεια οι ρίζες να υπερβαίνουν τα όρια ελαστικότητάς τους και να σπάνε κατά τις περιόδους σχετικής ανομβρίας με αποτέλεσμα το πλέγμα τους να αραιώνει και να περνάει αργότερα το νερό της βροχής. Αντίθετα, μια ανεπαρκής κλίση θα οδηγούσε το νερό να λιμνάζει πάνω στη στέγη και τις ρίζες να σαπίζουν, προκαλώντας με διαφορετικό τρόπο το ίδιο αποτέλεσμα: την αποδυνάμωση της στεγανότητας της χορτοκάλυψης και τελικά την εισδοχή του νερού μέσα στο οικοδόμημα
Η παραπάνω τεχνική δεν προσφερόταν ωστόσο για την κατασκευή μεγάλων κτισμάτων. Γι αυτό και η τυπική ισλανδική φάρμα δεν είχε ποτέ την μορφή κάποιου ενιαίου κτιρίου αλλά απαρτιζόταν από ένα σύμπλεγμα πολλών μικρών ανεξάρτητων κτισμάτων συνδεδεμένων μεταξύ τους από έναν κεντρικό διάδρομο.
Ακολουθώντας αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό μοντέλο, η φάρμα του Glaumbaer διαθέτει έναν διάδρομο γύρω στα είκοσι μέτρα μήκους που επιτρέπει την πρόσβαση σε εννιά διαφορετικά τμήματα της φάρμας. Καθιστικό, μαγειρείο, αίθουσα παρασκευής και συντήρησης τροφίμων, γραφείο, υπνοδωμάτια, αποθηκευτικοί χώροι … όλα μαρτυρούν έναν τρόπο ζωής απόλυτα αυτάρκη και ταυτόχρονα συλλογικό.
Στάση πρώτη στο δωμάτιο-γραφείο του εθνικού ποιητή JonasHallgrimson: Ξύλινο πάτωμα, έπιπλα εποχής, και στίχους των ποιημάτων του κεντημένοι στις κουρτίνες
ενώ ακριβώς απέναντι, από την άλλη πλευρά του διαδρόμου συναντάμε το πρώτο σαλόνι της φάρμας, με το πιάνο και τις φωτογραφίες εποχής διαφόρων επιφανών αντρών της περιοχής.
Συνέχεια έχει η κουζίνα-μαγειρείο, το αρχαιότερο απ’ όλα τα κτίσματα του Glaumbaer, που χρονολογείται από τα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ συνέχισε να χρησιμοποιείται αδιαλείπτως μέχρι τις αρχές του 20ου. Στον χώρο αυτό μαγειρευόταν το φαγητό για τους είκοσι και πλέον ενοίκους της φάρμας ενώ χρησιμοποιούταν και για το κάπνισμα του κρέατος που κρεμόταν σε τσιγκέλια από την οροφή. Φαίνεται μάλιστα πως η καπνιά δρούσε ευεργετικά ως προς τη συντήρηση του χώρου, απορροφώντας την υγρασία και προστατεύοντας το ξύλο. Ακριβώς δίπλα από την κουζίνα, το παρασκευαστήριο ήταν το κυρίως «βασίλειο» της συζύγου του ιδιοκτήτη της φάρμας, ενώ από την άλλη πλευρά του διαδρόμου διάφοροι αποθηκευτικοί χώροι και κελάρια εξασφάλιζαν τη διατήρηση των τροφίμων – εντόσθια, τυροπήγματα, γαλακτοκομικά, σιτηρά κ.α. – με τα οποία η οικογένεια έπρεπε να βγάλει τους μακριούς αρκτικούς χειμώνες.
Στο βάθος εκτεινόταν και το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κτίσματα, η αποκαλούμενη Badstofa, που ήταν ο κυρίως χώρος συγκέντρωσης αλλά και ο συλλογικός κοιτώνας όλων των ενοίκων της φάρμας. Εκεί το κάθε μέλος εργαζόταν κατά την ημέρα καθισμένο στο κρεβάτι του. Οι άντρες έξαιναν μαλλί, έφτιαχναν σκοινιά από τρίχες αλόγου, ή σκάλιζαν χρηστικά αντικείμενα σε ξύλο, ενώ η πλευρά των γυναικών έβλεπε προς τα παράθυρα καθώς οι εργασίες τους (κλώση και ράψιμο) απαιτούσε περισσότερο φως. Τις ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες, οι άνθρωποι δούλευαν υπό το φως των κεριών, διανθίζοντας τις ώρες τους με απαγγελίες ποιημάτων ή την αφήγηση κάποιας σάγκα από την πλούσια ισλανδική μυθολογία.
Το τοπίο της φάρμας συμπλήρωναν οι χώροι αποθήκευσης των γεωργικών και λοιπών εργαλείων, οι οποίοι ωστόσο στεγάζονταν σε ξεχωριστά κτίσματα με αυτόνομη εξωτερική πρόσβαση. Μέσα σ’ όλα, το μάτι μου δεν μπορεί παρά να σταθεί στα εντυπωσιακού μεγέθους ξύλινα χιονοπέδηλα.
Μετά από την χορταστική επίσκεψη στο Glaumbaer και τον δηλωμένο έρωτα της παρέας για τα κτίσματα από τύρφη, δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε στον πειρασμό μιας νέας παράκαμψης για το Holar, όπου και μια άλλη ενδιαφέρουσα συλλογή τυρφόσπιτων που μάλιστα κατοικούνταν μέχρι το 1945.
Όταν πλέον προσεγγίζουμε το Akureyriνωρίς το απόγευμα, το κοντέρ θα έχει γράψει 280 χιλιόμετρα για τη μέρα.
Akureyri
Κι εδώ μας περιμένει το χοστελάκι μας Accommodation - North Iceland - / Akureyri φιλόξενο και πεντακάθαρο, με το γνωστό τετράκλινο στα 65 ευρώ. Δεν ήρθε όμως ακόμα η ώρα για να τ’ απολαύσουμε. Με τέτοιο γλυκό απογευματινό φως να μας χαμογελάει, ίσα που ξεφορτώνουμε τις αποσκευές μας για να ξαναπάρουμε τους δρόμους, με τα πόδια αυτή τη φορά.
Με μία μόνο λέξη, το Αkureyri είναι απλά κουκλίστικο. Ευάερο, ευήλιο και λουλουδιασμένο.
Δεν χορταίνουμε να το περπατάμε, να χαιρόμαστε την ηρεμία του, να χαζεύουμε τα καλόγουστα κτίρια του και να στεκόμαστε για καφέ με οποιαδήποτε αφορμή και σε κάθε ευκαιρία.
Δεν θα μπορούσαμε εννοείται να παραλείψουμε και μια επίσκεψη στο λόφο όπου στέκει η κάπως φουτουριστική πλην ενδιαφέρουσα Akureyrarkirkja, σήμα κατατεθέν της πόλης.
Και βεβαίως μια βόλτα στο λιμάνι είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα για να ολοκληρωθεί γλυκά μια ακόμη τέλεια μέρα.
Σε ευχαριστω Ζεζεμπελ που αναπροσδιοριζεις τις ταξιδιωτικες μου επιθυμιες ,δειχνοντας και περιγραφοντας τοσο ομορφα ..μια ουτως ή αλλως πανεμορφη χωρα.
Παίδες, σας ευχαριστώ όλους που είστε εδώ και δείχνετε ανοχή στις αργοπορείες μου. Και μια προτροπή: στη ζωή δεν προλαβαίνουμε να τα δούμε όλα, γι αυτό και χρειάζονται προτεραίοτητες. Και η Ισλανδία είναι μια απ' αυτές. Άμεση. Πριν φτάσουν πάλι οι τιμές στο θεό.
Γνωστό και ως «πρωτεύουσα» της Ισλανδίας στην παρατήρηση φαλαινών, το λιμανάκι του Husavik, καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Akureyri, μπορεί να καυχιέται για τη συγκέντρωση δώδεκα διαφορετικών ειδών θαλάσσιων κητών στα νερά του κόλπου του. Από την πιο συνηθισμένη ρυγχοφάλαινα μέχρι τη σπάνια γαλάζια, χωρίς να αποκλείονται οι ευκαιριακές όρκες και άλλες ανάλογες συναρπαστικές συναντήσεις. Με τέτοιες πληροφορίες, περιττό να πω ότι ξεκινάμε από το Akureyri με μεγάλες προσδοκίες εν όψει της προβλεπόμενης βόλτας με καϊκι για whale-watching.
Λίγα λόγια περί της φαλαινοθηρίας
Έχω πει σε προηγούμενη ευκαιρία για το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ευαισθητοποίησης των Ισλανδών στα περιβαλλοντικά ζητήματα, στο ζήτημα ωστόσο της προστασίας των φαλαινών παρατηρείται ιστορικά μία κάποια αμφιθυμία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 1915 το ισλανδικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο απόλυτης απαγόρευσης κάθε κυνηγετικής δραστηριότητας σε βάρος αυτών των υπέροχων θαλάσσιων θηλαστικών, το μέτρο αυτό άρθηκε το 1948. Τα επόμενα τριάντα επτά χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1985, οπότε και επιβλήθηκε προσωρινό μορατόριουμ στο κυνήγι της φάλαινας κάτω από την πίεση διεθνών οργανώσεων προστασίας του περιβάλλοντος, οι Ισλανδοί ανέπτυξαν αξιοσημείωτη φαλαινοθηρική δραστηριότητα. Μπορεί ο μέσος όρος των διακοσίων σφαγιασθέντων κητών ετησίως για κείνη την περίοδο ν’ ακούγεται μικρός, δεν είναι ωστόσο καθόλου αμελητέος για τα πληθυσμιακά δεδομένα της χώρας.
Από το 1985 μέχρι τις μέρες μας η ισλανδική πολιτική στον τομέα της φαλαινοθηρίας χαρακτηρίζεται από μια συνεχή αμφιταλάντευση και προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα στην αυξανόμενη διεθνή απαίτηση για την πλήρη απαγόρευσή της και την πίεση των εγχώριων αλιευτικών κύκλων που πασχίζουν ποικιλοτρόπως για την επαναφορά του ελεύθερου κυνηγιού. Οι τελευταίοι κέρδισαν πόντους το 2003, όταν για πρώτη φορά μετά από δυο σχεδόν δεκαετίες το Υπουργείο Αλιείας επέτρεψε τη θήρα 38 φαλαινών Minkeγια λόγους «επιστημονικής έρευνας», ενώ στις 17 Οκτωβρίου 2006 η ισλανδική κυβέρνηση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα θεσμοθετώντας το «λελογισμένο» κυνήγι για εμπορική εκμετάλλευση, με όριο τις 39 φάλαινες ετησίως. Εξ όσων γνωρίζω, η πολιτική αυτή ισχύει και σήμερα, κατατάσσοντας την Ισλανδία, μαζί με τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, μεταξύ των ελάχιστων κρατών του πλανήτη που συνεχίζουν την φαλαινοθηρία.
Husavik
Πώς χαρακτήρισα το Akureyri κατά την βόλτα μας την προηγούμενη μέρα; Κουκλίστικο; Ε λοιπόν, φτάνοντας στο Husavikσυνειδητοποιώ αμέσως ότι μάλλον βιάστηκα, γιατί τι επίθετο θα βρω τώρα για να περιγράψω αυτό το χάρμα οφθαλμών που αποκαλύπτεται μπροστά μου; Δείτε.
Όσο περιορισμένο σε έκταση είναι το Husavik - μόλις 2500 τυχεροί κατοικούν τα πανέμορφα ξύλινα σπιτάκια με την άπαρτη θέα πάνω στον ήρεμο κόλπο του Skjalfandiκαι τη χιονισμένη οροσειρά που τον περικλείει – άλλο τόσο απλωμένη στο χρόνο είναι η ιστορία του. Για την ακρίβεια, εδώ καταγράφεται η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση εποίκων στην Ισλανδία. Βέβαια, η τιμή αυτή απονέμεται συνήθως στο Ρέικιαβικ και στον Ινγκολφούρ Άρναρσον, πλην όμως αυτό προφανώς οφείλεται στο καλύτερο μάρκετινγκ που διαθέτουν οι εν λόγω – αλλιώς δεν εξηγείται. Διότι, κατά τα λοιπά, η ιστορική πραγματικότητα είναι άλλη και έχει ως έξης:
Η ανθρωπότητα διένυε το χριστιανικό έτος 850 όταν κάποιος Βίκινγκ ονόματι Γκάρνταρ Σβάβαρσον, ορμώμενος από τα σουηδικά παράλια, αντί να τραβήξει νότια όπως συνηθίζουν οι σημερινοί απόγονοί του και ν’ ανακαλύψει πριν απ’ αυτούς τη Μεσόγειο και τη Ρόδο, έβαλε πλώρη βόρεια ν’ αναζητήσει τη μυθική Thula, ή αλλιώς Χώρα του Χιονιού. Τώρα γιατί με τόσο χιόνι στη Σουηδία το’ χε καημό να ψάξει και γι άλλο, θα σας γελάσω. Γεγονός πάντως είναι ότι έφτασε κάποια στιγμή στην (αβάφτιστη τότε) Ισλανδία, έκανε πρώτα μια στάση στη νότια ακτή, στο Hornafjordurκαι στη συνέχεια ξεμπάρκαρε στον κόλπο του Skjalfandi όπου έστησε έναν καταυλισμό που ονόμασε Husavik. Αφού λοιπόν ξεχειμώνιασε, φαίνεται πως τον έπιασε νοσταλγία για τα πάτρια, κι έτσι με την έλευση της άνοιξης αποφάσισε να πάρει το κύμα της επιστροφής. Όχι όμως πριν κατοχυρώσει το νησί στ’ όνομά του. Κυριολεκτικά. Και τ' όνομα αυτού Γκαρνταρσχολμούρ, δηλαδή το νησί του Γκάρνταρ.
Και καθώς ως γνωστόν ατομική ιδιοκτησία χωρίς αστυνόμευση δεν αντέχει στο χρόνο, φρόντισε ν’ αφήσει πίσω του μερικούς από τους σκλάβους του να το παίξουν σεκιούριτι μέχρι να γυρίσει. (Κάτι μου λέει ότι δεν ζητήθηκε η σύμφωνη γνώμη τους). Όπως και να’ χει, η ουσία είναι ότι τελικά ο Γκαρνταρ δεν γύρισε ποτέ στο νησί «του», κι έτσι θέλοντας και μη, οι σκλάβοι ξέμειναν οριστικά εκεί, αποκομμένοι δια παντός από τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε και έστησαν την πρώτη μόνιμη ανθρώπινη κοινότητα στην Ισλανδία.
Εδώ φάλαινα, εκεί φάλαινα, που είναι τελικά η φαλαίνα;
Με τα εισιτήρια του whalewatchingστο χέρι, χαζεύω για πολλοστή φορά τις σχετικές αφίσες των πρακτορείων.
Ε, να μην γυρίσουμε κι εμείς με μία ανάλογη φωτογραφία;
Άντε έστω και με μία όπως αυτή:
Έμπλεη ενθουσιασμού φαντάζομαι ήδη ουρές και πίδακες να ξεπηδάνε εδώ κι εκεί και κοπάδια από όρκες να δίνουν σάλτα έξω από το νερό. Ο Ζυρ έχει λιγότερο αισιόδοξη άποψη, περίπου μαύρη για την ακρίβεια:
- Ξέχνα τις φωτογραφίες. Ούτε μία πιθανότητα στις χίλιες δεν έχουμε να πετύχουμε κάτι αξιόλογο σε μια δίωρη βολτούλα, στριμωγμένοι παρέα με άλλους πενήντα βλάκες σαν κι εμάς που όλοι μαζί θα προσπαθούμε να φωτογραφήσουμε ο ένας πάνω από το κεφάλι του άλλου.
Μα που το ήξερε; Έχει ξανάρθει; Αυτό σκέφτομαι καθώς κάθομαι στη θέση μου από την δεξιά πλευρά του πλοιάριου και αντιλαμβάνομαι ότι έτσι και εμφανιστεί φάλαινα π.χ. στ’ αριστερά θα πρέπει να πηδήξω πάνω από καμιά εικοσαριά συνεπιβάτες για να φτάσω (κάποτε) σε θέση φωτογραφικής βολής. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι δηλαδή.
Στο μεταξύ ένα μέλος του πληρώματος μας εξηγεί τους κανονισμούς που έτσι κι αλλιώς αποκλείουν ακόμα και τη σκέψη απελπισίας που μόλις έκανα. «Απαγορεύεται η μετακίνηση πέρα δώθε για λόγους ευστάθειας του πλοίου». Μάλιστα. Πάνε λοιπόν οι αριστερές φάλαινες, τις έχω χάσει από χέρι, και απομένουν μόνο οι δεξιές (ο,τι χειρότερο δηλαδή).
Όσο για τον εντοπισμό των κητών, θα φροντίσει λέει γι αυτό ο επί τούτου αρμόδιος ο οποίος θα μας ενημερώνει από την ντουντούκα του πλοίου χρησιμοποιώντας ωρολογιακό κώδικα: δώδεκα η ώρα θα σημαίνει φάλαινα μπροστά, στον άξονα της πλώρης, έξι η ώρα θα σημαίνει φάλαινα πίσω, στον άξονα της πρύμνης, τρεις η ώρα στα δεξιά της πορείας μας, εννιά η ώρα στα αριστερά και ούτω καθ’ εξής. Έξυπνο κι απλό το σύστημα, δεν λέω, αν υπήρχαν όμως και φάλαινες, θα ήταν ακόμα καλύτερα. Ήδη έχει περάσει ο μισός και βάλε χρόνος της βόλτας και το μόνο που έχουμε δει είναι κάτι μακρινές αναταράξεις στις «τέσσερις», στις «οκτώ» και στις «έντεκα», σημάδι αδιάψευστο ότι «κάτι» κινείται στα νερά του κόλπου αλλά … πέραν αυτού, ουδέν. Ευτυχώς που υπάρχουν τα πανέμορφα σκαριά των άλλων πλοιαρίων, με ανάλογο αριθμό επίδοξων φαλαινοπαρατηρητών, για να’ χουμε κάτι να φωτογραφίζουμε.
Ώσπου, ξαφνικά:
- Ρυγχοφάλαινα στις δέκα.
Φτου σου γκαντεμιά! Ε, άμα δεν σε θέλει, δεν σε θέλει, πάει και τελείωσε. Μια φάλαινα εμφανίστηκε επιτέλους, κι αυτή από τη λάθος μεριά!
Όλοι οι επιβάτες της αριστερής πλευράς του πλοίου έχουν σηκωθεί με τις φωτογραφικές μηχανές προτεταμένες, έτοιμοι να πυροβολήσουν, κι εγώ κοιτώ τις πλάτες τους.
Να όμως που ξαφνικά ανάμεσά τους διακρίνω και την πλάτη του αγαπημένου μου. Πότε βρέθηκε εκεί;
- Απάνω της Ζυρ, μη και σου ξεφύγει! Ρίξε κατά ριπές!
Μπα. Ποιες ριπές και πράσιν’ άλογα. Τζάμπα η αναστάτωση. Κάτι βόλτες έκοψε το κήτος ίσα για ν’ ανακατέψει τα νερά, έβγαλε κάποια στιγμή ένα φτερό στην επιφάνεια, κι … αυτό ήταν. Άλλο δεν μας αποκάλυψε.
Τέλος χρόνου. Επιστροφή στο λιμάνι. Μια ζεστή σοκολάτα μας αποζημιώνει μερικώς για τις ματαιωμένες φαλαινικές μας φιλοδοξίες. Ε, δεν θα σκάσουμε κιόλας για μερικές ουρές που δεν είδαμε. Σιγά τ’ αυγά! (όσα δεν φτάνει η αλεπού…).
Εξάλλου τόσα και τόσα έχουμε ακόμα να ανακαλύψουμε σ’ αυτό το νησί των θαυμάτων (από το επόμενο επεισόδιο).
Συμφωνώ απόλυτα με τις περιγραφές σχετικά με το whale-watching. Η φάση είναι ολίγον έως αρκετά τουριστικοποιημένη, το δε χωριό μοιάζει να ζει μόνο απ' τις ορδές τουριστών που καταφτάνουν για να μπουν στα πλοιάρια. Κατά τ' άλλα υπάρχουν και άλλα μέρη για whale-watching όπως στο Dalvik στο φιορδ που βρίσκεται το Ακουρέυρι.
Πάντως τα χιονισμένα βουνά απέναντι απ' το Χούσαβικ μέσα στο καλοκαίρι είναι όλα τα λεφτά!