travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.850
- Likes
- 15.909
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Στην υπέροχη Λαχόρη. Πρώτη μέρα.
Όπως είχαμε κανονίσει από την προηγούμενη ημέρα, πήραμε το πρωινό στις 6:00 το πρωί και στις 6:30 με το αυτοκίνητό μας και ξεκινούσαμε για να πάμε όσο πιο γρήγορα γινόταν στη Λαχόρη. Υπάρχουν δύο δρόμοι για να πάει κάποιος. Ο ένας είναι ο δρόμος της εθνικής οδού που έχει απόσταση 377 km, αλλά το κάνεις σε λίγο πάνω από 4 ώρες. Ο άλλος έχει απόσταση 320 km αλλά κάνεις μία ώρα περίπου περισσότερο. Εμείς κάναμε μία αλλαγή στο πρόγραμμα. Ήταν να πάμε από τον ένα δρόμο και να γυρίσουμε από τον άλλο και τους αλλάξαμε. Έτσι πήραμε τον πιο σύντομο χρονικά για να πάμε γρηγορότερα στην όμορφη πόλη. Με δύο τρεις μικρές στάσεις φτάσαμε στην Λαχόρη πριν τις 12 μεσημέρι.
Η διαδρομή δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η περισσότερη ήταν σε ένα επίπεδο έδαφος, με ένα δρόμο που είχε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση. Μόνο σε ένα σημείο έπρεπε να ανέβουμε και να κατέβουμε ένα βουνό, σχετικά χαμηλό όμως. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 300 μέτρα υψόμετρο περισσότερο από την υπόλοιπη πεδιάδα. Όταν ήταν λοιπόν να πάρουμε την κατηφόρα, αστυνομικοί σταματούσαν όλα τα οχήματα που ήταν μεγαλύτερα από το δικό μας και τα μάζευαν για να κατέβουν την κατηφόρα όλα μαζί, ενώ μπροστά ήταν ένα αστυνομικό όχημα. Μας είπαν ότι αυτό γίνεται γιατί πριν από κάμποσο καιρό έγινε ένα τρομερό δυστύχημα και δεν ήθελαν να ξανασυμβεί σε αυτό τον δρόμο, που ενώ είχε αρκετές λωρίδες κυκλοφορίας, στην κατηφόρα ήταν πολύ επικίνδυνος.
Ο Ασίφ μας είπε ότι το βράδυ είχε πλημμύρες στη Λαχόρη. Το διαπιστώσαμε όταν φτάσαμε που ορισμένοι δρόμοι ήταν ποτάμια. Μάλιστα μια φορά αναγκαστήκαμε και κάναμε αναστροφή, αφού δεν μπορούσε κανείς να περάσει από το δρόμο που είχε τουλάχιστον ένα μέτρο νερό. Σε μεγάλο μέρος της διαδρομής μας ως τη Λαχόρη άλλωστε έβρεχε, και σε μερικές περιπτώσεις καταρρακτωδώς.
Η πρώτη στάση που κάναμε στη Λαχόρη (πριν πάμε στο ξενοδοχείο μας, στο οποίο πήγαμε σχεδόν βράδυ) ήταν για να επισκεφθούμε την παλιά πόλη. Είχε ακόμα μια ψιλή βροχή, αλλά σύντομα και αυτή σταμάτησε. Όλη η πόλη θυμίζει καθαρά Ινδία, αφού η απόσταση από τη γειτονική χώρα δεν είναι παραπάνω από 30 km. Όταν λέω ότι θυμίζει Ινδία, εννοώ ότι έχει πολλούς βρώμικους δρόμους, μαγαζιά πολύ μικρά, που πουλούν όμως πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και άπειρο κόσμο να γυρίζει εδώ και εκεί, με κάποιον σκοπό φαντάζομαι. Ανά πάσα στιγμή φυσικά κινδυνεύεις να σε τρακάρει ένα μηχανάκι ή ένα αυτοκίνητο και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Η παλιά πόλη στη Λαχόρη είναι τεράστια, αλλά εμείς περπατήσαμε περίπου 10 λεπτά για να φτάσουμε σε ένα πάρα πολύ όμορφο τζαμί. Πήραμε μια γεύση από την περιοχή και το κλίμα της. Πριν φύγουμε κάναμε και μικρή βόλτα στα πέριξ.
Μετά γυρίσαμε πίσω και πήραμε το αυτοκίνητο μας και κατευθυνθήκαμε στο παλιό κάστρο της πόλης. Εκεί ήταν πολύ όμορφα γιατί είχε κάποια πολύ παλιά κτίρια τα οποία όταν είχαν κατασκευαστεί σίγουρα θα ήταν πανέμορφα και με μεγάλες πολυτέλειες. Τώρα οι αναπαλαιώσεις δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένες και έτσι δεν τα απολαμβάνεις. Στο χώρο αυτό υπάρχουν και δύο μεγάλα τζαμιά τα οποία βέβαια επισκεφθήκαμε. Το ένα είναι το υπέροχο Badshahi Mosque.
Εννοείται ότι και εδώ υπήρχε πάρα πολύς κόσμος, που γυρνούσε για να δει τα μέρη αυτά. Όμως δεν είδαμε σχεδόν κανένα τουρίστα, τουλάχιστον λευκό. Κανονικά θα μέναμε λίγη ώρα περισσότερο, αλλά η Ντίνα είχε ζητήσει από τον ξεναγό να μας πάει σε κάποιους τάφους βασιλέων που δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ο ξεναγός μας προσπάθησε να βρει λίγο χρόνο για να πάμε, αλλά τελικά είχε πολύ κίνηση στους δρόμους, και για να μη χάσουμε την τελετή που γίνεται στα σύνορα με την υποστολή των σημαιών ταυτόχρονα του Πακιστάν και τις Ινδίας, αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε σε αυτό το μποτιλιάρισμα. Περάσαμε όμως από μία υπερυψωμένη γέφυρα για να τραβήξουμε φωτογραφία έναν μιναρέ των Σιχ, τον Minar-e Pakistan, ο οποίος είναι το έμβλημα της πόλης. Όμως δεν πήγαμε πολύ κοντά σε αυτόν γιατί ο ξεναγός είπε ότι δεν είναι επισκέψιμος, λόγω ακριβώς το ότι είναι ναός των Σιχ. Δεν τον πολυπιστέψαμε.
Φύγαμε για να πάμε στα σύνορα με την Ινδία, να δούμε την τελετή υποστολής της σημαίας. Πήγαμε πολύ νωρίς αν και ήδη πολύς κόσμος είχε μαζευτεί. Είχαμε γίνει το αξιοθέατο όλου αυτού του κόσμου που περίμενε να ανοίξουν οι πόρτες για να περάσει στο χώρο που θα γινόταν η τελετή. Πράγματι σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι μας κοιτούσαν και πολλοί από αυτούς που δεν ντρεπόταν, μας ζητούσαν να βγάλουν φωτογραφίες μαζί μας. Μάλιστα πολλοί ζητούσαν να τους τραβήξουμε εμείς φωτογραφία με τις δικές μας μηχανές και έτσι να τους έχουμε εμείς, χωρίς αυτοί να έχουν κάτι από εμάς. Δεν είμαι υπερβολικός αν πω ότι άμα θέλαμε μπορούσαμε να τραβήξουμε φωτογραφία με τουλάχιστον τους μισούς από αυτούς άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Στο χώρο της εισόδου φτάσαμε από τις τρεις και μισή και ήδη είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος όπως είπα. Λίγο μετά τις 16:00 ανοίξανε κάποιες διόδους για να περάσουμε στο χώρο της τελετής. Από άλλη πύλη περνούσαν οι άνδρες και από άλλη οι γυναίκες, που λίγο μετά ανακατεύονταν. Όπως προχωρούσαμε λίγο με τα πόδια μπροστά μας φαινόταν η εξέδρες που έχουν στήσει οι Ινδοί για να βλέπουν και από τη δικιά τους πλευρά όλη αυτή την ιστορία. Λίγο μετά τις 16:00 είχαμε καθίσει σε πολύ καλές θέσεις διότι σε αυτές βάζουν τους τουρίστες. Ο ξεναγός βέβαια μας είπε ότι αυτός είχε μεριμνήσει με κάποιες γνωριμίες που έχει, αλλά εγώ δεν τον πιστεύω, γιατί όλοι οι τουρίστες είχαμε καθίσει μαζί. Και αν ο κόσμος από το Πακιστάν ήταν περίπου 2000 άτομα, οι αλλοδαποί τουρίστες δεν ήταν περισσότεροι από 20. Μία παρέα που ήταν μπροστά μας, τους ρωτήσαμε και ήταν 4 άτομα από την Ισπανία. Αυτούς αργότερα τους συναντήσαμε πάλι αφού ακολουθούσαν παρόμοια διαδρομή με μας.
Το θέμα είναι ότι μόλις καθίσαμε, δηλαδή λίγο μετά τις 4, άρχισαν από τα μεγάφωνα να βάζουν οι Πακιστανοί κάποια τραγούδια της χώρας τους και από την άλλη μεριά, δίπλα μας δηλαδή, οι Ινδοί να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Μιλάμε για μία τρομερή φασαρία η οποία δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν τελείωσε όλη αυτή η τελετή, περίπου στις 7, σχεδόν τρεις ώρες. Όσο έπαιζαν αυτά τα τραγούδια από τα δυνατά μεγάφωνα κάτω στο δρόμο που θα γινόταν λίγο αργότερα η τελετή υπήρχαν διάφοροι Πακιστανοί με στολές οι οποίοι παρακινούσαν τον κόσμο να φωνάζει και να χειροκροτεί. Κάτι ανάλογο γινόταν και από την πλευρά των Ινδών, αλλά εμείς δεν ακούγαμε και πολλά από τους δίπλα γιατί υπερίσχυαν τα μεγάφωνα της δικιάς μας περιοχής. Από τη μεριά των Ινδών μάλλον ήταν περισσότεροι αυτοί που παραβρίσκονταν στο γεγονός, αλλά είχαν και περισσότερες κερκίδες, οι οποίες όμως δεν ήταν εντελώς γεμάτες. Το κακό είναι ότι από εκεί που καθόμασταν δεν μπορούσαμε να δούμε την τελετή που έκαναν οι στρατιώτες της γειτονικής χώρας.
Στις 6 ακριβώς ξεκίνησε η επίσημη τελετή και από τις δύο πλευρές. Εκπαιδευμένοι στρατιώτες αλλά και στρατιωτικοί μεγαλύτερης ηλικίας έδιναν τη δική τους παράσταση. Με υπέροχες στρατιωτικές στολές προσπαθούσαν να μας δείξουν ότι μπορούν να παρελάσουν με ιδιαίτερη δυναμικότητα. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ύψωναν τα πόδια τους ορισμένες φορές ψηλότερα ακόμα και από το κεφάλι τους καθώς βημάτιζαν με στόμφο. Η αλήθεια είναι ότι εντυπωσιάστηκα από κάποιους που ήταν σχετικά υπέρβαροι, αλλά είχαν μεγάλη ευλυγισία σε αυτό που έκαναν.
Είδαμε την τελετή λοιπόν όπου δύο στρατιωτικοί από τις δύο πλευρές έκανα μία χειραψία τελείως τυπική. Κατόπιν υπέστειλαν της σημαίες τους ο ένας πολύ κοντά με τον άλλον. Δύο στρατιωτικοί τις δίπλωσαν και τις πήραν να πάνε να τις φυλάξουν μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Η όλη παράσταση κράτησε βέβαια πάνω από μισή ώρα και είχε κάποιο ενδιαφέρον. Όμως με τόση φασαρία που γινόταν, ήδη από δύο ώρες νωρίτερα έφευγες με ένα κεφάλι καζάνι. Έτσι φύγαμε και εμείς και πήγαμε στο αυτοκίνητό μας. Σε λιγότερο από μία ώρα είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο μας για να ξεκουραστούμε επιτέλους.
Είναι ένα πολύ παλιό ξενοδοχείο, αλλά έχει βέβαια ανακαινιστεί και ονομάζεται Faletti’s Hotel. Μας έδωσαν 2 τεράστια δωμάτια στο ισόγειο, αλλά αυτό (το ισόγειο) δεν μας πειράζει. Τα δωμάτια όχι μόνο είναι πολύ μεγάλα αλλά έχουν και ένα καθιστικό με δικιά του τηλεόραση και καναπέδες. Επίσης μας έχουν γλυκά για να φάμε και φρούτα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας περίμενε ο ιδιοκτήτης της τουριστικής εταιρείας που μας κάνει το ταξίδι, ο γνωστός μου από τις ιντερνετικές επαφές Σαχίντ. Είναι ένας ευγενικός κύριος κοντά στα 60, που φυσικά ήρθε για να πληρωθεί, αφού ακόμα δεν είχαμε δώσει καθόλου χρήματα, ούτε καν την προκαταβολή, όπως έχω αναφέρει ήδη. Είχαμε πει στον ξεναγό ο οποίος φώναξε έναν γνωστό του για να αλλάξουμε κάποια χρήματα. Εγώ άλλαξα 150€ προς 299 ρουπίες το κάθε ένα ευρώ. Δηλαδή η ισοτιμία που μου έδωσε ήταν λίγο καλύτερη από το 290 που πήρα στο Islamabad στο ξενοδοχείο.
Το ξενοδοχείο είχε δικό του εστιατόριο το οποίο είδαμε ότι δούλευε και ο τιμοκατάλογος μας έδειξε ότι ήταν αρκετά οικονομικό, για την ποιότητα που είχε. Το κάθε πιάτο έκανε από 4 μέχρι 6 ευρώ. Και τα αναψυκτικά ή ό,τι άλλο παίρναμε θα είχε ένα με δύο ευρώ. Εμείς όμως προτιμήσαμε να κάνουμε μία βόλτα στη γειτονιά μας. Εκεί που είχαμε απογοητευτεί ότι δε θα βρίσκαμε κάτι τοπικό να φάμε, αφού περπατήσαμε πάνω από 500 μέτρα βρήκαμε μερικά μαγαζάκια που είχαν κυρίως κοτόπουλο και διάφορα άλλα φαγώσιμα. Όμως δεν είχαν ούτε αρνί ούτε μοσχάρι. Η Ντίνα συμβιβάστηκε με δύο πιάτα πατάτες τηγανιτές, ενώ εμείς οι υπόλοιποι φάγαμε εκτός από πατάτες και κοτόπουλο. Καθίσαμε εκεί μέσα στη ζέστη και «απολαύσαμε» το κοτόπουλο. Πιο πολύ απολαυστική βέβαια ήταν η τιμή αφού δώσαμε 10€ όλοι μαζί γι’ αυτά που φάγαμε. Και ήταν τρεις μερίδες κοτόπουλο, τέσσερις μερίδες τηγανιτές πατάτες και ένα αναψυκτικό.
Το πρόβλημα είναι ότι όσον αφορά στο κοτόπουλο, άλλο του έλεγες ότι ήθελες και άλλο σου έφερνε. Για παράδειγμα οι φίλοι μας παράγγειλαν μπούτια αλλά τους έφεραν στήθος. Εγώ παράγγειλα σουβλάκι κοτόπουλο, αλλά δεν μου έφεραν τίποτα παρά μόνο μία μερίδα πατάτες. Όταν έφεραν το κοτόπουλο του Γιάννη τους είπα ότι θέλω και εγώ ένα ίδιο, αλλά μετά από λίγο μου έφερε ένας κάποια κομμάτια κοτόπουλο ψητό με καυτερή σάλτσα. Θύμιζε λίγο Ικαρία όλη αυτή η ιστορία, αλλά εγώ καταλαβαίνω τι έγινε. Ο τύπος του οποίου το μαγαζί καθίσαμε είχε σταματήσει να ψήνει και πήγαινε από ένα διπλανό μαγαζί και έφερνε ότι του έδιναν. Πάντως δεν ήταν και τόσο άσχημα.
Δίπλα μας ήταν ένας νεαρός ο οποίος έπαιζε μία μελόντικα. Δεν μπορώ να πω ότι έπαιζε καλά. Το παιδί καθόταν δίπλα σε ένα τραπέζι μόνο του και έπαιζε τη μελόντικα, λες και έκανε προπόνηση. Στο τραπέζι μας δεν ξέρω για ποιο λόγο μας έφεραν δώρο από την αρχή 4 κομμάτια κέικ σε δύο πιάτα, πριν μας φέρουν το κυρίως φαγητό. Η Ντίνα του προσέφερε το ένα πιάτο με τα δύο κομμάτια και εκείνος τα έφαγε με βουλιμία. Αφού εμείς δεν θα τρώγαμε έτσι κι αλλιώς ούτε τα άλλα δύο κομμάτια, του τα έδωσε και αυτά τα οποία επίσης καταβρόχθισε. Στο τέλος του δώσαμε και 140 ρουπίες και έμεινε πολύ ευχαριστημένο το παιδί. Ήξερε καλά αγγλικά και φαινότανε ευγενικό και μορφωμένο, αλλά μάλλον πεινούσε. Γενικά έχει πολλούς ζητιάνους στο Πακιστάν. Εμείς συνήθως δεν δίναμε τίποτα αλλά θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ που τρώγαμε τα καυτερά κεμπάπ στο Ισλαμαμπάντ, που ο Γιάννης δεν μπορούσε να φάει το ένα. Περνούσε λοιπόν κάποιο ζητιάνος, και αυτός νεαρός, και του έδωσαν το κεμπάπ και το πήρε με χαρά. Αφού φάγαμε λοιπόν τα κοτόπουλα και τις πατάτες φύγαμε για το ξενοδοχείο μας για να κάνουμε ένα μπάνιο και να ξεκουραστούμε.
Πάλι για την επόμενη μέρα το πρωί παρακαλέσαμε τον ξεναγό να αλλάξει λίγο το πρόγραμμα και να μπορέσουμε να δούμε μερικά άλλα ενδιαφέροντα μέρη στη Λαχόρη. Εκείνος συμφώνησε γιατί δεν ήθελε να μας χαλάει χατίρι.
Εδώ θα δείτε ένα βίντεο από τη Λαχώρη. Θα ακολουθήσει και άλλο.
Όπως είχαμε κανονίσει από την προηγούμενη ημέρα, πήραμε το πρωινό στις 6:00 το πρωί και στις 6:30 με το αυτοκίνητό μας και ξεκινούσαμε για να πάμε όσο πιο γρήγορα γινόταν στη Λαχόρη. Υπάρχουν δύο δρόμοι για να πάει κάποιος. Ο ένας είναι ο δρόμος της εθνικής οδού που έχει απόσταση 377 km, αλλά το κάνεις σε λίγο πάνω από 4 ώρες. Ο άλλος έχει απόσταση 320 km αλλά κάνεις μία ώρα περίπου περισσότερο. Εμείς κάναμε μία αλλαγή στο πρόγραμμα. Ήταν να πάμε από τον ένα δρόμο και να γυρίσουμε από τον άλλο και τους αλλάξαμε. Έτσι πήραμε τον πιο σύντομο χρονικά για να πάμε γρηγορότερα στην όμορφη πόλη. Με δύο τρεις μικρές στάσεις φτάσαμε στην Λαχόρη πριν τις 12 μεσημέρι.
Η διαδρομή δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η περισσότερη ήταν σε ένα επίπεδο έδαφος, με ένα δρόμο που είχε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση. Μόνο σε ένα σημείο έπρεπε να ανέβουμε και να κατέβουμε ένα βουνό, σχετικά χαμηλό όμως. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 300 μέτρα υψόμετρο περισσότερο από την υπόλοιπη πεδιάδα. Όταν ήταν λοιπόν να πάρουμε την κατηφόρα, αστυνομικοί σταματούσαν όλα τα οχήματα που ήταν μεγαλύτερα από το δικό μας και τα μάζευαν για να κατέβουν την κατηφόρα όλα μαζί, ενώ μπροστά ήταν ένα αστυνομικό όχημα. Μας είπαν ότι αυτό γίνεται γιατί πριν από κάμποσο καιρό έγινε ένα τρομερό δυστύχημα και δεν ήθελαν να ξανασυμβεί σε αυτό τον δρόμο, που ενώ είχε αρκετές λωρίδες κυκλοφορίας, στην κατηφόρα ήταν πολύ επικίνδυνος.
Ο Ασίφ μας είπε ότι το βράδυ είχε πλημμύρες στη Λαχόρη. Το διαπιστώσαμε όταν φτάσαμε που ορισμένοι δρόμοι ήταν ποτάμια. Μάλιστα μια φορά αναγκαστήκαμε και κάναμε αναστροφή, αφού δεν μπορούσε κανείς να περάσει από το δρόμο που είχε τουλάχιστον ένα μέτρο νερό. Σε μεγάλο μέρος της διαδρομής μας ως τη Λαχόρη άλλωστε έβρεχε, και σε μερικές περιπτώσεις καταρρακτωδώς.
Η πρώτη στάση που κάναμε στη Λαχόρη (πριν πάμε στο ξενοδοχείο μας, στο οποίο πήγαμε σχεδόν βράδυ) ήταν για να επισκεφθούμε την παλιά πόλη. Είχε ακόμα μια ψιλή βροχή, αλλά σύντομα και αυτή σταμάτησε. Όλη η πόλη θυμίζει καθαρά Ινδία, αφού η απόσταση από τη γειτονική χώρα δεν είναι παραπάνω από 30 km. Όταν λέω ότι θυμίζει Ινδία, εννοώ ότι έχει πολλούς βρώμικους δρόμους, μαγαζιά πολύ μικρά, που πουλούν όμως πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και άπειρο κόσμο να γυρίζει εδώ και εκεί, με κάποιον σκοπό φαντάζομαι. Ανά πάσα στιγμή φυσικά κινδυνεύεις να σε τρακάρει ένα μηχανάκι ή ένα αυτοκίνητο και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Η παλιά πόλη στη Λαχόρη είναι τεράστια, αλλά εμείς περπατήσαμε περίπου 10 λεπτά για να φτάσουμε σε ένα πάρα πολύ όμορφο τζαμί. Πήραμε μια γεύση από την περιοχή και το κλίμα της. Πριν φύγουμε κάναμε και μικρή βόλτα στα πέριξ.
Μετά γυρίσαμε πίσω και πήραμε το αυτοκίνητο μας και κατευθυνθήκαμε στο παλιό κάστρο της πόλης. Εκεί ήταν πολύ όμορφα γιατί είχε κάποια πολύ παλιά κτίρια τα οποία όταν είχαν κατασκευαστεί σίγουρα θα ήταν πανέμορφα και με μεγάλες πολυτέλειες. Τώρα οι αναπαλαιώσεις δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένες και έτσι δεν τα απολαμβάνεις. Στο χώρο αυτό υπάρχουν και δύο μεγάλα τζαμιά τα οποία βέβαια επισκεφθήκαμε. Το ένα είναι το υπέροχο Badshahi Mosque.
Εννοείται ότι και εδώ υπήρχε πάρα πολύς κόσμος, που γυρνούσε για να δει τα μέρη αυτά. Όμως δεν είδαμε σχεδόν κανένα τουρίστα, τουλάχιστον λευκό. Κανονικά θα μέναμε λίγη ώρα περισσότερο, αλλά η Ντίνα είχε ζητήσει από τον ξεναγό να μας πάει σε κάποιους τάφους βασιλέων που δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ο ξεναγός μας προσπάθησε να βρει λίγο χρόνο για να πάμε, αλλά τελικά είχε πολύ κίνηση στους δρόμους, και για να μη χάσουμε την τελετή που γίνεται στα σύνορα με την υποστολή των σημαιών ταυτόχρονα του Πακιστάν και τις Ινδίας, αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε σε αυτό το μποτιλιάρισμα. Περάσαμε όμως από μία υπερυψωμένη γέφυρα για να τραβήξουμε φωτογραφία έναν μιναρέ των Σιχ, τον Minar-e Pakistan, ο οποίος είναι το έμβλημα της πόλης. Όμως δεν πήγαμε πολύ κοντά σε αυτόν γιατί ο ξεναγός είπε ότι δεν είναι επισκέψιμος, λόγω ακριβώς το ότι είναι ναός των Σιχ. Δεν τον πολυπιστέψαμε.
Φύγαμε για να πάμε στα σύνορα με την Ινδία, να δούμε την τελετή υποστολής της σημαίας. Πήγαμε πολύ νωρίς αν και ήδη πολύς κόσμος είχε μαζευτεί. Είχαμε γίνει το αξιοθέατο όλου αυτού του κόσμου που περίμενε να ανοίξουν οι πόρτες για να περάσει στο χώρο που θα γινόταν η τελετή. Πράγματι σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι μας κοιτούσαν και πολλοί από αυτούς που δεν ντρεπόταν, μας ζητούσαν να βγάλουν φωτογραφίες μαζί μας. Μάλιστα πολλοί ζητούσαν να τους τραβήξουμε εμείς φωτογραφία με τις δικές μας μηχανές και έτσι να τους έχουμε εμείς, χωρίς αυτοί να έχουν κάτι από εμάς. Δεν είμαι υπερβολικός αν πω ότι άμα θέλαμε μπορούσαμε να τραβήξουμε φωτογραφία με τουλάχιστον τους μισούς από αυτούς άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Στο χώρο της εισόδου φτάσαμε από τις τρεις και μισή και ήδη είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος όπως είπα. Λίγο μετά τις 16:00 ανοίξανε κάποιες διόδους για να περάσουμε στο χώρο της τελετής. Από άλλη πύλη περνούσαν οι άνδρες και από άλλη οι γυναίκες, που λίγο μετά ανακατεύονταν. Όπως προχωρούσαμε λίγο με τα πόδια μπροστά μας φαινόταν η εξέδρες που έχουν στήσει οι Ινδοί για να βλέπουν και από τη δικιά τους πλευρά όλη αυτή την ιστορία. Λίγο μετά τις 16:00 είχαμε καθίσει σε πολύ καλές θέσεις διότι σε αυτές βάζουν τους τουρίστες. Ο ξεναγός βέβαια μας είπε ότι αυτός είχε μεριμνήσει με κάποιες γνωριμίες που έχει, αλλά εγώ δεν τον πιστεύω, γιατί όλοι οι τουρίστες είχαμε καθίσει μαζί. Και αν ο κόσμος από το Πακιστάν ήταν περίπου 2000 άτομα, οι αλλοδαποί τουρίστες δεν ήταν περισσότεροι από 20. Μία παρέα που ήταν μπροστά μας, τους ρωτήσαμε και ήταν 4 άτομα από την Ισπανία. Αυτούς αργότερα τους συναντήσαμε πάλι αφού ακολουθούσαν παρόμοια διαδρομή με μας.
Το θέμα είναι ότι μόλις καθίσαμε, δηλαδή λίγο μετά τις 4, άρχισαν από τα μεγάφωνα να βάζουν οι Πακιστανοί κάποια τραγούδια της χώρας τους και από την άλλη μεριά, δίπλα μας δηλαδή, οι Ινδοί να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Μιλάμε για μία τρομερή φασαρία η οποία δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν τελείωσε όλη αυτή η τελετή, περίπου στις 7, σχεδόν τρεις ώρες. Όσο έπαιζαν αυτά τα τραγούδια από τα δυνατά μεγάφωνα κάτω στο δρόμο που θα γινόταν λίγο αργότερα η τελετή υπήρχαν διάφοροι Πακιστανοί με στολές οι οποίοι παρακινούσαν τον κόσμο να φωνάζει και να χειροκροτεί. Κάτι ανάλογο γινόταν και από την πλευρά των Ινδών, αλλά εμείς δεν ακούγαμε και πολλά από τους δίπλα γιατί υπερίσχυαν τα μεγάφωνα της δικιάς μας περιοχής. Από τη μεριά των Ινδών μάλλον ήταν περισσότεροι αυτοί που παραβρίσκονταν στο γεγονός, αλλά είχαν και περισσότερες κερκίδες, οι οποίες όμως δεν ήταν εντελώς γεμάτες. Το κακό είναι ότι από εκεί που καθόμασταν δεν μπορούσαμε να δούμε την τελετή που έκαναν οι στρατιώτες της γειτονικής χώρας.
Στις 6 ακριβώς ξεκίνησε η επίσημη τελετή και από τις δύο πλευρές. Εκπαιδευμένοι στρατιώτες αλλά και στρατιωτικοί μεγαλύτερης ηλικίας έδιναν τη δική τους παράσταση. Με υπέροχες στρατιωτικές στολές προσπαθούσαν να μας δείξουν ότι μπορούν να παρελάσουν με ιδιαίτερη δυναμικότητα. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ύψωναν τα πόδια τους ορισμένες φορές ψηλότερα ακόμα και από το κεφάλι τους καθώς βημάτιζαν με στόμφο. Η αλήθεια είναι ότι εντυπωσιάστηκα από κάποιους που ήταν σχετικά υπέρβαροι, αλλά είχαν μεγάλη ευλυγισία σε αυτό που έκαναν.
Είδαμε την τελετή λοιπόν όπου δύο στρατιωτικοί από τις δύο πλευρές έκανα μία χειραψία τελείως τυπική. Κατόπιν υπέστειλαν της σημαίες τους ο ένας πολύ κοντά με τον άλλον. Δύο στρατιωτικοί τις δίπλωσαν και τις πήραν να πάνε να τις φυλάξουν μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Η όλη παράσταση κράτησε βέβαια πάνω από μισή ώρα και είχε κάποιο ενδιαφέρον. Όμως με τόση φασαρία που γινόταν, ήδη από δύο ώρες νωρίτερα έφευγες με ένα κεφάλι καζάνι. Έτσι φύγαμε και εμείς και πήγαμε στο αυτοκίνητό μας. Σε λιγότερο από μία ώρα είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο μας για να ξεκουραστούμε επιτέλους.
Είναι ένα πολύ παλιό ξενοδοχείο, αλλά έχει βέβαια ανακαινιστεί και ονομάζεται Faletti’s Hotel. Μας έδωσαν 2 τεράστια δωμάτια στο ισόγειο, αλλά αυτό (το ισόγειο) δεν μας πειράζει. Τα δωμάτια όχι μόνο είναι πολύ μεγάλα αλλά έχουν και ένα καθιστικό με δικιά του τηλεόραση και καναπέδες. Επίσης μας έχουν γλυκά για να φάμε και φρούτα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας περίμενε ο ιδιοκτήτης της τουριστικής εταιρείας που μας κάνει το ταξίδι, ο γνωστός μου από τις ιντερνετικές επαφές Σαχίντ. Είναι ένας ευγενικός κύριος κοντά στα 60, που φυσικά ήρθε για να πληρωθεί, αφού ακόμα δεν είχαμε δώσει καθόλου χρήματα, ούτε καν την προκαταβολή, όπως έχω αναφέρει ήδη. Είχαμε πει στον ξεναγό ο οποίος φώναξε έναν γνωστό του για να αλλάξουμε κάποια χρήματα. Εγώ άλλαξα 150€ προς 299 ρουπίες το κάθε ένα ευρώ. Δηλαδή η ισοτιμία που μου έδωσε ήταν λίγο καλύτερη από το 290 που πήρα στο Islamabad στο ξενοδοχείο.
Το ξενοδοχείο είχε δικό του εστιατόριο το οποίο είδαμε ότι δούλευε και ο τιμοκατάλογος μας έδειξε ότι ήταν αρκετά οικονομικό, για την ποιότητα που είχε. Το κάθε πιάτο έκανε από 4 μέχρι 6 ευρώ. Και τα αναψυκτικά ή ό,τι άλλο παίρναμε θα είχε ένα με δύο ευρώ. Εμείς όμως προτιμήσαμε να κάνουμε μία βόλτα στη γειτονιά μας. Εκεί που είχαμε απογοητευτεί ότι δε θα βρίσκαμε κάτι τοπικό να φάμε, αφού περπατήσαμε πάνω από 500 μέτρα βρήκαμε μερικά μαγαζάκια που είχαν κυρίως κοτόπουλο και διάφορα άλλα φαγώσιμα. Όμως δεν είχαν ούτε αρνί ούτε μοσχάρι. Η Ντίνα συμβιβάστηκε με δύο πιάτα πατάτες τηγανιτές, ενώ εμείς οι υπόλοιποι φάγαμε εκτός από πατάτες και κοτόπουλο. Καθίσαμε εκεί μέσα στη ζέστη και «απολαύσαμε» το κοτόπουλο. Πιο πολύ απολαυστική βέβαια ήταν η τιμή αφού δώσαμε 10€ όλοι μαζί γι’ αυτά που φάγαμε. Και ήταν τρεις μερίδες κοτόπουλο, τέσσερις μερίδες τηγανιτές πατάτες και ένα αναψυκτικό.
Το πρόβλημα είναι ότι όσον αφορά στο κοτόπουλο, άλλο του έλεγες ότι ήθελες και άλλο σου έφερνε. Για παράδειγμα οι φίλοι μας παράγγειλαν μπούτια αλλά τους έφεραν στήθος. Εγώ παράγγειλα σουβλάκι κοτόπουλο, αλλά δεν μου έφεραν τίποτα παρά μόνο μία μερίδα πατάτες. Όταν έφεραν το κοτόπουλο του Γιάννη τους είπα ότι θέλω και εγώ ένα ίδιο, αλλά μετά από λίγο μου έφερε ένας κάποια κομμάτια κοτόπουλο ψητό με καυτερή σάλτσα. Θύμιζε λίγο Ικαρία όλη αυτή η ιστορία, αλλά εγώ καταλαβαίνω τι έγινε. Ο τύπος του οποίου το μαγαζί καθίσαμε είχε σταματήσει να ψήνει και πήγαινε από ένα διπλανό μαγαζί και έφερνε ότι του έδιναν. Πάντως δεν ήταν και τόσο άσχημα.
Δίπλα μας ήταν ένας νεαρός ο οποίος έπαιζε μία μελόντικα. Δεν μπορώ να πω ότι έπαιζε καλά. Το παιδί καθόταν δίπλα σε ένα τραπέζι μόνο του και έπαιζε τη μελόντικα, λες και έκανε προπόνηση. Στο τραπέζι μας δεν ξέρω για ποιο λόγο μας έφεραν δώρο από την αρχή 4 κομμάτια κέικ σε δύο πιάτα, πριν μας φέρουν το κυρίως φαγητό. Η Ντίνα του προσέφερε το ένα πιάτο με τα δύο κομμάτια και εκείνος τα έφαγε με βουλιμία. Αφού εμείς δεν θα τρώγαμε έτσι κι αλλιώς ούτε τα άλλα δύο κομμάτια, του τα έδωσε και αυτά τα οποία επίσης καταβρόχθισε. Στο τέλος του δώσαμε και 140 ρουπίες και έμεινε πολύ ευχαριστημένο το παιδί. Ήξερε καλά αγγλικά και φαινότανε ευγενικό και μορφωμένο, αλλά μάλλον πεινούσε. Γενικά έχει πολλούς ζητιάνους στο Πακιστάν. Εμείς συνήθως δεν δίναμε τίποτα αλλά θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ που τρώγαμε τα καυτερά κεμπάπ στο Ισλαμαμπάντ, που ο Γιάννης δεν μπορούσε να φάει το ένα. Περνούσε λοιπόν κάποιο ζητιάνος, και αυτός νεαρός, και του έδωσαν το κεμπάπ και το πήρε με χαρά. Αφού φάγαμε λοιπόν τα κοτόπουλα και τις πατάτες φύγαμε για το ξενοδοχείο μας για να κάνουμε ένα μπάνιο και να ξεκουραστούμε.
Πάλι για την επόμενη μέρα το πρωί παρακαλέσαμε τον ξεναγό να αλλάξει λίγο το πρόγραμμα και να μπορέσουμε να δούμε μερικά άλλα ενδιαφέροντα μέρη στη Λαχόρη. Εκείνος συμφώνησε γιατί δεν ήθελε να μας χαλάει χατίρι.
Εδώ θα δείτε ένα βίντεο από τη Λαχώρη. Θα ακολουθήσει και άλλο.