Alexis K
Member
- Μηνύματα
- 28
- Likes
- 31
Σας μεταφέρω από το προσωπικό μου ημερολόγιο μια εκδρομή που πραγματοποιήσαμε το 2005 στο Μαρόκο. Περιλαμβάνει μια ολιγοήμερη ανάβαση στη κορυφή του Άτλαντα και περιήγηση στο Μαρακές.
Την οργάνωση είχε αναλάβει η εταιρεία Basecamp του Παν. Κοτρωνάρου.
...Την απόφαση για την ανάβαση αυτή, ούτε κι’ εγώ ο ίδιος δεν κατάλαβα πως τη πήρα. Ο Γρηγόρης πάντως ήταν αυτός που με «έψησε» να συμμετάσχω, και επιπλέον το είδα σα προπόνηση εν’ όψει της φθινοπωρινής εξόρμησης στα Ιμαλάϊα. Ήμουν απροπόνητος, με δέκα, τουλάχιστον, παραπάνω κιλά και το τελευταίο μήνα με ταλαιπώρησε μια ίωση που μου στέρησε κάποια σοβαρή προσπάθεια προετοιμασίας. Μόλις που πρόλαβα να περπατήσω μια μέρα στο Πετρούχι, μιά άλλη στο Καλιφώνι και να κάνω μερικά χιλιόμετρα ποδήλατο.
Έτσι λοιπόν τη Τετάρτη (20 Απρ) στις 01.30 συναντηθήκαμε στα διόδια του Ρίου οι: Γρηγόρης Κ, Ασημάκης Π, Νίκος Τ, Παναγιώτης Τ και ο γράφων που μοιρασμένοι σε δύο αυτοκίνητα, βρεθήκαμε μετά από τρεις ώρες στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Δεν άργησε να φανεί και ο Τάκης Π. από τη Τρίπολη και περασμένες 05.00 ήλθε ο Παναγιώτης Κ και μαζί του οι: Ανδρέας Κ, Ιωάννα Θ. και Αίγλη Χ. Για να μη μακρηγορώ το ταξίδι για το Μαρόκο είχε ως εξής σε χρόνο (σε παρένθεση οι ώρα Ελλάδος):
Αθήνα (αναχώρηση) 07.00
Ρώμη (άφιξη) 08.00 (09.00)
Καζαμπλάνκα (άφιξη) 10.30 (13.30)
Μαρακές (άφιξη) 13.05 (16.05)
Σε Ρώμη και Καζαμπλάνκα αλλάξαμε αεροπλάνο.
Ένα μικρό λεωφορείο μας περίμενε στο αεροδρόμιο του Μαρακές και γρήγορα μας μετέφερε στο ξενοδοχείο ImperialHolidays (4 αστέρων) στο κέντρο της πόλης. Το απόγευμα το είχαμε ελεύθερο και έτσι αφού τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια μας, έφυγα με τον Γρηγόρη για μια πρώτη βόλτα στη πόλη. Ξενάγηση βέβαια θα κάναμε τη τελευταία ημέρα της παραμονής μας στη χώρα, αλλά ποιος μας κράταγε!
Η πόλη είναι το στολίδι του Μαρόκου και ο κύριος τουριστικός προορισμός της χώρας. Έχει ένα εκατομμύριο κάτοικους και χωρίζεται στη Νέα και στη Παλιά πόλη. Πρώτα περιηγηθήκαμε στη νέα πόλη του Μαρακές, μια σύγχρονη πόλη με καλή ρυμοτομία και μεγάλους δρόμους. Τα κτίρια σε όλη τη πόλη (παλιά και νέα) είναι, δια νόμου βαμμένα σε ένα ροζ χρώμα, για να αποφύγουν το λευκό που με την αντηλιά του θα κούραζε τα μάτια. Το ωραιότερο δε είναι το βασιλικό θέατρο. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η κυκλοφοριακή αναρχία, παρά την αυστηρή αστυνόμευση που υπήρχε.
Γρήγορα όμως ο δρόμος μας οδήγησε έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τα τείχη διατηρούνται σε άψογη κατάσταση και περιβάλλουν όλη τη παλιά πόλη, έχουν δε μήκος 19 χλμ. Εδώ σμίξαμε όλη η ομάδα και μαζί συνεχίσαμε τη περιήγηση μας. Το πρώτο αξιοθέατο ήταν το τζαμί Κουτούμπια. Κλασσικό δείγμα Μαυριτανικής αρχιτεκτονικής, με ένα πανύψηλο μιναρέ. Περιβάλλεται από πανέμορφο κήπο με πολλά λουλούδια.
Πολύ κοντά στο τζαμί, είναι το κύριο αξιοθέατο της πόλης, η πλατεία DjemmaelFna. Ο πολύβουος αυτός χώρος είναι το βασίλειο των πλανοδίων πωλητών, ζογκλέρ, γητευτών φιδιών, μουσικών κλπ. Τα λόγια είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν τη πανδαισία των χρωμάτων, των ήχων και των οσμών που μας τριγύριζαν. Παρά το ότι είναι στην ουσία τουριστική ατραξιόν διατηρεί το ανατολίτικο χρώμα των παζαριών, αν μάλιστα συνεχίσεις τη περιπλάνηση και στο μεγάλο σκεπαστό παζάρι που αρχίζει από το ανατολικό άκρο της πλατείας και λέγεται ότι περιλαμβάνει 12.000 μαγαζιά.
Στο παζάρι περπατήσαμε για ελάχιστη ώρα γιατί ήταν ήδη σούρουπο και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω, να ετοιμαστούμε για τη πορεία μας στο βουνό την επόμενη μέρα. Η επιστροφή έγινε με κάρο και το ευχαριστηθήκαμε, μόνο που το χρυσοπληρώσαμε λόγω κακής συνεννόησης με το καροτσέρη.
Το άλλο πρωί, Πέμπτη (21 Απρ), στις 08.30, ένα μικρό λεωφορείο μας περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Εδώ γνωρίσαμε τον οδηγό μας, τον Αζίζ και τον μάγειρα μας, τον Μωχάμετ. Αφού τακτοποιήσαμε τους σάκους μας, αλλά και τα υλικά της αποστολής (αντίσκηνα, τρόφιμα κλπ) λίγο μετά της 09.00 ξεκινήσαμε για το βουνό. Σε λιγότερο από μια ώρα κάναμε μια στάση σε κάποιο χωριό στη διαδρομή μας. Εδώ κάναμε τα τελευταία ψώνια και κυρίως εφοδιαστήκαμε με νερό (εμφιαλωμένο).
Η συνέχεια της διαδρομής ήταν πανέμορφη, γιατί αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο βουνό από έναν ασφαλτόδρομο που περνούσε από μερικά βερβέρικα χωριά που μας εντυπωσίασε το κτίσιμο τους και η θέση τους.
Τελικά στις 11.00 φτάσαμε στο χιονοδρομικό κέντρο Oukaimedene σε ύψος 2500 μέτρων. Σταματήσαμε στην είσοδο του οικισμού, δίπλα σε μια μικρή τεχνητή λίμνη και σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Πήραμε τους σάκους μας και ξεκινήσαμε τη πορεία μας, με εξαιρετικό καιρό, ενώ το αυτοκίνητο συνέχισε λίγο πιο πάνω μέχρι το σημείο που περίμεναν τα μουλάρια (έξι) που θα μετέφεραν τον εξοπλισμό μας.
Στην αρχή περπατήσαμε δίπλα από το σαλέ του χιον. κέντρου και από άλλες εγκαταστάσεις (ξενώνες, εστιατόρια, βίλες…), ενώ στη συνέχεια ήταν ο παλιός οικισμός των κτηνοτρόφων με τα λιτά σπίτια κτισμένα με ξερολιθιά. Πλήρης αντίθεση με τα προηγούμενα μοντέρνα κτίρια. Μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα περάσαμε και από τη βάση των λίφτ του χιον. κέντρου. Να σημειώσω εδώ ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο χιον. κέντρο της Αφρικής.
Στη συνέχεια ακολουθήσαμε ένα πλατύ χωματόδρομο κάτω από τη κορφή Oukaimedene (3262μ)και στις 13.00 σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα δίπλα στο δρόμο, όπου ο μάγειρας με τους μουλαράδες, είχαν στήσει μια μεγάλη σκηνή, που χρησίμευε σαν εστιατόριο και μας ετοίμαζε το μεσημεριανό. Το σκηνικό ωραίο να τρώμε το φαγητό σταυροπόδι στη σκηνή, αλλά και το μενού πολύ καλό. Πλούσια πολυσαλάτα, τόνος, τυρί, ψωμί, φρούτο και γλυκό κομπόστα. Σε γενικές γραμμές αυτός θα ήταν ο βασικός κορμός της διατροφής μας, με διάφορες παραλλαγές φυσικά.
Μετά από μια ώρα, στις 14.00 συνεχίσαμε το περπάτημα στον ανηφορικό χωματόδρομο και στις 14.45 φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, στο διάσελο(=Tizi) n’ouAddi (2960μ). Εδώ για πρώτη φορά, χωρίς να έχουμε πλήρη θεά της διαδρομής που θα ακολουθήσουμε, πήραμε μια μικρή ιδέα του τι θα κάναμε τις επόμενες ημέρες.
Μετά τις σχετικές φωτογραφίες και την ενημέρωση από τον Αζίζ συνεχίσαμε σε κατηφορικό μονοπάτι τώρα, με στόχο το χωριό Tacherdit (2300μ), χαμηλά σε μια κοιλάδα. Το τοπίο ήδη έχει αλλάξει. Η ελάχιστη βλάστηση έχει χαθεί και στην ουσία πρόκειται για μια ορεινή έρημο με οάσεις τις διάφορες κοιλάδες ανάμεσα στις κορφές. Νερά γενικά υπήρχαν και σχηματίζονταν ρυάκια ή μικρά ποταμάκια από το λιώσιμο του χιονιού, που κατέληγαν στις κοιλάδες – οάσεις που τα διαχώριζαν με ένα σύνθετο σύστημα καναλιών για να ποτίζουν τις πολλές πεζούλες με τις καλλιέργειες. Από ψηλά και κατηφορίζοντας προς το χωριό, σε εντυπωσιάζει η αντίθεση του γυμνού βραχώδους τοπίου και των καταπράσινων πεζούλων στις κοιλάδες χαμηλότερα.
Στις 17.15 ήμασταν πια μέσα στο χωριό Tacherdit. Στο χωριό κατοικούν Βέρβεροι, όπως και σε όλη τη περιοχή του Άτλαντα. Λαός με ιδιαίτερη κουλτούρα, διαφορετικά ήθη, έθιμα και γλώσσα από το υπόλοιπο Μαρόκο. Οι κατοικίες τους είναι από μονώροφα μέχρι τετραώροφα κτίρια κτισμένα από πηλό και ξύλο για δοκάρια. Οι στέγες από πατημένο χώμα με χαλίκια και άχυρα.
Μισή ώρα μετά το χωριό κοντά στο ποτάμι και δίπλα σε ένα συνοικισμό σε ύψος 2150 μέτρων, ήταν η κατασκήνωση μας. Τα μουλάρια ήσαν ήδη εκεί και είχαν στηθεί δυο μεγάλες σκηνές. Μια για μαγειρείο και μια για τραπεζαρία. Εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να στήσουμε τις πέντε μικρές σκηνές που ανά δυο θα κοιμόμασταν και να πάμε μέχρι το μικρό μπακάλικο του συνοικισμού για εφοδιασμό σε νερό. Στον ίδιο χώρο με εμάς ήταν και μια Γαλλική αποστολή.
Το γεγονός όμως της υπόλοιπης μέρας, ήταν η πληροφορία που μας μετέφεραν οι μουλαράδες, ότι η διαδρομή της επόμενης ημέρας οδηγούσε σε μονοπάτι κλεισμένο από μεγάλες χιονούρες που τα ζώα δεν θα μπορούσαν να περάσουν. Συζητήσαμε στα γρήγορα, μιας και η ώρα πέρναγε, διάφορες εναλλακτικές λύσεις(π.χ. αλλαγή διαδρομής η να προσλάβουμε αχθοφόρους και να αφήσουμε τα μουλάρια κλπ), έγινε και κάποια συνεννόηση με το τουριστικό γραφείο που είχε αναλάβει την οργάνωση (αφού ο Αζίζ με τον Παναγιώτη Κ πήγαν με τα πόδια σε διπλανό χωριό για να έχουν τηλεφωνική επαφή) και τελικά δόθηκε η εξής λύση: Θα νοικιάζαμε άλλα τρία μουλάρια, για να ελαφρώσουν τα έξι που είχαμε και θα πληρώναμε τρεις εργάτες να φύγουν πρωί-πρωί να σκάψουν ένα μονοπάτι στις χιονούρες για να περάσουν τα ζώα. Ικανοποιημένοι όλοι από τη λύση που δόθηκε πέσαμε νωρίς για ύπνο γιατί η επόμενη ημέρα θα ήταν κουραστική.
Το άλλο πρωί, Παρασκευή (22Απρ), κατά τις 08.00 ξεκινήσαμε με σκοπό να ανέβουμε στο διάσελο(=Tizi) n ’Likemt (3555μ) και κατόπιν να κατέβουμε στον οικισμό(= Azib) Likemt (2750μ). Η κλίση της πλαγιάς ήταν μεγάλη, αλλά το καθαρογραμμένο μονοπάτι διευκόλυνε την ανάβαση μας. Διατηρήσαμε καλό ρυθμό και στα μισά της διαδρομής περάσαμε τους Γάλλους, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα από εμάς. Ψηλά βρήκαμε και τους εργάτες που άνοιγαν το μονοπάτι στις χιονούρες για να περάσουν τα μουλάρια.
Τελικά στις 13.00 φτάσαμε στο διάσελο Tizin ’Likemt (3555μ) έχοντας καλύψει υψομετρική διαφορά 1400 μετρων. Η θέα από εδώ ήταν εκπληκτική και για πρώτη φορά είδαμε τη ψηλότερη κορυφή του Άτλαντα το Τουμπκάλ 4167μ που είχαμε στόχο να ανέβουμε. Να σημειώσω ότι μαζί μας ανέβαιναν δυο πιτσιρικάδες από το χωριό που μετέφεραν λίγα αναψυκτικά και σοκολάτες για να μας τα πουλήσουν και να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Μόνο και μόνο για το κόπο τους, αγοράσαμε όλα τα αναψυκτικά, σε αντίθεση με τους αχαρακτήριστους Γάλλους, που όταν έφτασαν δεν δίστασαν να πάρουν ένα αναψυκτικό και δεν το πλήρωσαν. Λίγο πριν τις 14.00 ήρθαν τα ζώα και αφού πήραμε το μεσημεριανό μας αρχίσαμε στις 15.00 να κατηφορίζουμε.
Μετά από μια ώρα κατάβασης σε γυμνό έδαφος και με τον ήλιο συνεχώς από πάνω μας διασταυρωθήκαμε με ένα ποταμάκι και δεν παραλείψαμε να «σβήσουμε» τα πόδια μας στο δροσερό νερό. Λίγο πιο κάτω φάνηκε ο οικισμός AzibLikemt (2750μ) και η στενή κοιλάδα στην οποία θα διανυκτερεύαμε. Στις 17.00 φτάσαμε στο χωριό με τα πέτρινα καλύβια, και μπροστά μας απλώθηκε το θέαμα της καταπράσινης κοιλάδας με τις πάμπολλες πεζούλες και το ποταμό Tifni, που τη διέρρεε. Άλλη μισή ώρα και στις 17.30 ήμασταν στο χώρο της κατασκήνωσης μας στα 2650 μέτρα δίπλα στο ποτάμι και κάτω από το χωριό σε μια μοναδική τοποθεσία.
Τακτοποιηθήκαμε γρήγορα στις σκηνές μας και οι πιο πολλοί κάναμε το μπάνιο μας στο ποτάμι. Τα νερά ήσαν πολύ κρύα αλλά η ατομική καθαριότητα επιβάλλεται όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Στη συνέχεια ήπιαμε το τσάι μας και η νύχτα μας βρήκε να θαυμάζουμε τη λαμπερή πανσέληνο.
Το Σάββατο (23 Απρ), στις 08.00 ξεκινήσαμε τη πορεία μας. Όλη η ανάβαση γίνεται από ένα μονοπάτι που ακολουθεί τη στενή κοιλάδα του μικρού ποταμού Tinzer, ανάμεσα στις κορυφές Agounssn’ Tiniline (3674μ) και Adrarn’ Ouaourege (3615μ). Το μονοπάτι ανηφορίζει, χωρίς μεγάλες κλίσεις και απότομες ανηφόρες και στις 11.00 φτάσαμε στο διάσελο Tizin’Ououraine (3120μ), το ψηλότερο σημείο της ημέρας.
Μικρή στάση για ξεκούραση και άρχισε ο μακρύς κατήφορος για το χωριό Amsouzerte (1800μ). Λίγο πιο κάτω συνάντησα μια παρέα από κορίτσια, που μάζευαν ρίζες από τους λιγοστούς θάμνους στις πλαγιές του βουνού. Μάλλον δεν τους άρεσε που τα φωτογράφησα και με «πήραν» με τις πέτρες για να με αποτρέψουν. Γενικά δεν αρέσει στους μουσουλμάνους να τους φωτογραφίζουν.
Όσο κατεβαίναμε μεγάλωνε και η ζέστη. Αυτή η ημέρα, μας υπενθύμισε για τα καλά ότι είμαστε στις παρυφές της Σαχάρας. Στις 15.00 φτάσαμε στην Amsouzerte . Το μικρό χωριό βρίσκεται στη συμβολή δύο μικρών ποταμών, που οι κάτοικοι χρησιμοποιώντας έξυπνα τα νερά τους έχουν πρασινίσει τις μικρές κοιλάδες, με πολλές πεζούλες με κήπους λαχανικών και καλλιέργειες δημητριακών, αλλά και καρυδιές, αμυγδαλιές κλπ.
Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του οικισμού γιατί σήμερα θα διανυκτερεύαμε σε ένα σπίτι – πανδοχείο Βερβερίνων. Το σπίτι ήταν τριώροφο, χτισμένο από πηλό, αν και είχε κάποιες προσθήκες από τσιμέντο. Οι σκάλες στενές και τα δωμάτια μικρά, αλλά είχε δύο μεγάλες βεράντες-ταράτσες. Είχε ακόμα τουαλέτες ενώ θα μπορούσαμε να κάναμε και μπάνιο. Μεγαλεία με λίγα λόγια. Στη κάτω ταράτσα που θα ήταν και η τραπεζαρία μας, ήπιαμε το τσάι μας και φάγαμε κάτι πρόχειρο για μεσημέρι. Κατόπιν ανεβήκαμε για ξεκούραση στα δύο δωμάτια που είχαμε στη διάθεση μας. Φυσικά δεν είχαν κρεβάτια, παρά μόνο ψάθες για κάτω και πολλές κουβέρτες.
Μετά από λίγο έφυγα με τον Αζίζ και κατεβήκαμε σε ένα μαγαζάκι για να πάρουμε μπουκάλια με νερό. Εκεί μου αποκάλυψε και την έκπληξη της ημέρας. Στο χωριό υπάρχει χαμάμ, παλιό και παραδοσιακό που συνεννοήθηκε να μας περιμένει λίγο αργότερα. Το ανακοινώσαμε στους υπόλοιπους της ομάδας και τελικά έξι από εμάς μπήκαμε στο χαμάμ. Πραγματικά ήταν το κάτι άλλο. Στη κυριολεξία μας αναζωογόνησε και μας καθάρισε από τη σκόνη των προηγουμένων ημερών.
Αργά το απόγευμα, σμίξαμε όλοι σε ένα μικρό καφενείο-μπακάλικο-«μπουτίκ» για καφεδάκι και κουβέντα, ενώ κάποιοι έκαναν τα ψώνια τους στο μικρό «πολυκατάστημα». Όταν νύχτωσε ανεβήκαμε στο σπίτι για το βραδινό μας, που ήταν ένα εκπληκτικό κους-κους που έφτιαξε ο μάγειρας μας ο Μωχάμετ. Κουρασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι από τη σημερινή ημέρα, πέσαμε αργότερα για ύπνο. Σήμερα, αναλογιζόμενος όλη την εκδρομή μας, πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη βραδιά που περάσαμε.
Η Κυριακή (24 Απρ) θα ήταν μια χαλαρή ημέρα, μιας και η πορεία που θα κάναμε ήταν σχετικά μικρή. Λίγο μετά τις 08.00 ξεκινήσαμε από την Amsouzerte να περπατάμε στη στενή κοιλάδα του ποταμού n’ Islani με δυτική κατεύθυνση. Η πορεία γίνεται σε ένα θαυμάσιο τοπίο με μικρούς οικισμούς, πολλές πεζούλες με καλλιέργειες και δένδρα.
Περασμένες 09.00 κάναμε μια μικρή στάση για καφέ και αναψυκτικά στο τελευταίο οικισμό της κοιλάδας, που λέγεται Tirhaltine. Στη βαθιά σκιά μιας καρυδιάς ήπιαμε τη μέντα μας, ενώ ο καφετζής μας ετοίμασε και το κλασσικό πρωινό της περιοχής, λάδι με ψωμί άζυμο. Ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης ενός λιτού αλλά και γραφικού «μοτέλ».
Θα είχε περάσει μια ώρα όταν αρχίσαμε και πάλι να περπατάμε. Η βλάστηση γρήγορα χάθηκε και άρχισε ο ανήφορος στο καλογραμμένο μονοπάτι. Από εδώ και πάνω είχαμε την αίσθηση ότι περπατούσαμε στην έρημο για τα καλά. Δεν είχαμε άμμο, αλλά το βραχώδες τοπίο ήταν σχεδόν γυμνό από βλάστηση. Τα λίγα λουλούδια και κάποιοι καχεκτικοί θάμνοι, δεν μπορούσαν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Το μονοπάτι σε μία ώρα μας έφερε σε υψόμετρο 2400μ σε ένα μικρό διάσελο και από εκεί θαυμάσαμε ένα εξαιρετικό θέαμα. Λίγο πιο χαμηλά, είδαμε τη λίμνη Ifni. Το θέαμα σε συναρπάζει, γιατί σου φαίνεται απίστευτο ότι μέσα σε αυτό το ξερό τοπίο, βρίσκεται μια τέτοια ποσότητα νερού. Από το χάρτη υπολόγισα ότι έχει μήκος περί τα 700-800 μέτρα και πλάτος 200-300 μέτρα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 2300μ, ανάμεσα στις κορφές Oumeksane (3454μ) και AdrarbouOuzal (3651μ).
Φωτογραφίζοντας, αλλά και απολαμβάνοντας το τοπίο στις 12.30 φτάσαμε στο δυτικό άκρο της λίμνης όπου και θα κατασκηνώναμε. Εδώ υπάρχουν και μερικά κτίσματα από ξερολιθιά που το καλοκαίρι τα χρησιμοποιούν για μαγαζάκια ή υπνοδωμάτια οι κάτοικοι της περιοχής, μιας και πολλοί περιπατητές ανεβαίνουν στη λίμνη.
Το μεσημέρι το περάσαμε με τακτοποίηση του εξοπλισμού μας, μπάνιο στη λίμνη και ξεκούραση. Εντύπωση μας προκάλεσε μια παρέα κοριτσιών(9-14 ετών) από τα χωριά που περάσαμε το πρωί, τα οποία μάζευαν ξύλα και ρίζες, για καύσιμα, και μετέφεραν στις πλάτες τους βάρος περί τα …40 κιλά. Δοκιμάσαμε να σηκώσουμε το φορτίο τους και απλώς δεν μπορέσαμε. Τα βάλαμε με τους γονείς τους που τα ταλαιπωρούσαν με αυτά τα ασήκωτα φορτία, αλλά καταλάβαμε ότι τα πράγματα έτσι έχουν εκεί. Τα κεράσαμε σταφίδες και σοκολάτες και έφυγαν … χαμογελώντας!!!
Η ημέρα έκλεισε με χορό και τραγούδι από τη μπάντα που έφτιαξαν οι μουλαράδες μας. Σας περιγράφω τα όργανα της ορχήστρας: Ταψί, μπετόνι νερού, τσαγιέρα, φτυάρι και πάσσαλοι αντίσκηνου (για ντράμς), κουτάλια. Ο ρυθμός που είχαν οι άνθρωποι ήταν εκπληκτικός και μας παρέσυρε για αρκετή ώρα σε χορό, ενώ δεν παραλείψαμε να τραγουδήσουμε (και χορέψουμε) την «Ιτιά» αλλά και ένα γρήγορο χασαποσέρβικο.
Κατά τις 21.30 τραβήξαμε όλοι για ύπνο, μιας και η επόμενη μέρα θα ήταν πιο δύσκολη. Να σημειώσω εδώ ότι τα μισά μουλάρια με το ανάλογο φορτίο έφυγαν τη νύχτα, ακολουθώντας μια διαφορετική πορεία(14-15 ώρες), από αυτή που θα κάναμε την άλλη ημέρα, για την επόμενη κατασκήνωση, μιας και το πέρασμα που θα ακολουθούσαμε ήταν αδιάβατο για τα μουλάρια λόγω του χιονιού και της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Τα υπόλοιπα ζώα θα έκαναν την ίδια διαδρομή το πρωί και θα έφταναν το βράδυ στη κατασκήνωση.
Μεγ. Δευτέρα (25 Απρ). Εγερτήριο στις 05.30, γρήγορο πρωινό και στις 06.15 αναχώρηση. Η διαδρομή με κατεύθυνση Δ-ΒΔ ακολουθεί ένα πλατύ «λούκι» που σχηματίζει ο μικρός χείμαρρος n’ Moursaine και ελίσσεται ανάμεσα σε βράχια και σάρες και μερικές χιονούρες στα ψηλά. Γύρω στα 3300μ, περνά από κάποιους μικρούς καταρράκτες και στις 11.30 φτάσαμε στο διάσελο Tizin’ Ouanoumss σε ύψος 3665μ. Η θέα από εδώ καταπληκτική. Πίσω να φαίνεται όλη η διαδρομή που κάναμε σήμερα και η λίμνη Ifni. Μπροστά μας μια σειρά από ψηλές και χιονισμένες κορφές και στα χαμηλότερα η κοιλάδα που θα μας οδηγούσε στη κατασκήνωση μας.
Η κάθοδος στη κοιλάδα έγινε περπατώντας σε μερικές μεγάλες χιονούρες και σε μισή ώρα βρεθήκαμε δίπλα στο ποταμάκι που τη διαρρέει. Εδώ κάναμε μια καλή στάση για ξεκούραση και κολατσιό. Περασμένες 12.30 συνεχίσαμε τη πορεία μας και σε μια ώρα φτάσαμε στο καταφύγιο Nelter σε ύψος 3207μ. Το καταφύγιο ανήκει στο ClubAlpineFrançaisduCasablanca και είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Κάτω από το καταφύγιο ήταν η κατασκήνωση μας και τα δύο μεγάλα αντίσκηνα είχαν ήδη στηθεί, μιας και τα μουλάρια που έφυγαν τη νύχτα είχαν φτάσει στο χώρο.
Στις 14.00 ήμασταν όλοι στη κατασκήνωση, φάγαμε κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό και περιμένοντας τα υπόλοιπα ζώα, με τον εξοπλισμό μας αρχίσαμε να παρατηρούμε τη διαδρομή και να σχεδιάζουμε τη ανάβαση της επόμενης μέρας στη ψηλότερη κορφή του βουνού. Όσο περνούσε η ώρα το κρύο μεγάλωνε και μιας και δεν είχαμε πολλά ρούχα μαζί μας, στριμωχτήκαμε όλοι μέσα στο αντίσκηνο-τραπεζαρία, περιμένοντας τα μουλάρια. Πράγματι λίγο μετά τη δύση του ήλιου έφτασαν τα μουλάρια, έτσι ντυθήκαμε, ζεσταθήκαμε, στήσαμε τις σκηνές μας και σχετικά νωρίς φάγαμε και πέσαμε για ύπνο, μιας και η αυριανή ημέρα θα ήταν, εκ των πραγμάτων, η «μεγάλη» μέρα.
Για να μη μακρηγορώ, το επόμενο πρωί, Μεγ. Τρίτη (26/4), στις 07.15 ξεκινήσαμε για τη κορφή. Το κρύο αρκετό (-10 C), αλλά η διάθεση μας ζεστή. Στην αρχή η ανάβαση περνά από σάρα με έντονη κλίση. Συνεχίσαμε με εύκολο σκαρφάλωμα από τα βράχια και αργότερα πατήσαμε σε παγωμένο χιόνι. Η κλίση στη χιονισμένη πλαγιά αρκετή αλλά ακολουθούσαμε παλαιότερα πατήματα και έτσι στις 09.00 πατήσαμε πιο ομαλό έδαφος.
Άλλη μία ακόμα ώρα κάναμε να περάσουμε άλλη μία χιονισμένη πλαγιά με αρκετή κλίση και τελικά βρεθήκαμε να περπατάμε στη ράχη της κορυφής., με πολύ σάρα και χωρίς χιόνι. Στις 11.00 τελικά πάτησα στη κορφή Toubkal 4167μ, τη ψηλότερη κορφή του Μαροκινού Άτλαντα. Η κορυφή είναι ένα μεγάλο επίπεδο μέρος, με μια πυραμιδοειδή σιδηροκατασκευή στην ανατολική πλευρά του. Η θέα, βοηθούσης και της πολύ καλής ορατότητας, ήταν απεριόριστη. Μπορούσαμε να δούμε τα βουνά που περάσαμε τις προηγούμενες ημέρες, καθώς και την υπόλοιπη διαδρομή που θα κάναμε στη συνέχεια. Ήταν ακόμα ορατό και ένα μεγάλο κομμάτι της οροσειράς του Άτλαντα που προς τα ανατολικά κατάληγε στη Σαχάρα.
Στη κορφή καθίσαμε πάνω από μία ώρα, αν και οι πρώτοι από την ομάδα έκλεισαν δίωρο εκεί, περιμένοντας. Έπρεπε όμως να αρχίσει η επιστροφή γιατί μας περίμενε πολύωρο περπάτημα για το υπόλοιπο της ημέρας. Η κατάβαση μέχρι τη κατασκήνωση μας έγινε ακολουθώντας τα ίχνη μας. Απλά η ζέστη της ημέρας μαλάκωσε λίγο το παγωμένο χιόνι και αυτό το εκμεταλλευτήκαμε για να αποφύγουμε το περπάτημα στην εξαντλητική σάρα.
Στις 14.30 ήμασταν όλοι στη κατασκήνωση. Τα πράγματα τα είχαν μαζέψει οι μουλαράδες και είχαν αφήσει μόνο τη σκηνή–τραπεζαρία για να φάμε το μεσημεριανό. Στις 15.30 βρεθήκαμε πάλι στο μονοπάτι. Τώρα κατεβαίναμε με βόρεια κατεύθυνση, πάνω από το ποτάμι n’ Isougouanen’ Ouagounss. Το σκληρό τοπίο, ανάμεσα στις ψηλές κορφές, ήταν εξαιρετικό.
Σε υψόμετρο 2500μ περίπου συναντήσαμε έναν Μαροκινό που είχε στήσει ένα υπαίθριο αναψυκτήριο και παράλληλα πουλούσε διάφορες ημιπολύτιμες πέτρες που προφανώς υπάρχουν στο βουνό. Πιο κάτω σε υψόμετρο 2200 μέτρων περάσαμε από ένα ορεινό οικισμό που λέγεται Chamharouch. Οι λιγοστοί κάτοικοι του, ζουν από τη κτηνοτροφία και από τους πεζοπόρους που ανεβαίνουν στον Άτλαντα. Σχεδόν όλος ο οικισμός είναι γεμάτος μικρομάγαζα που πουλούν από χαλιά μέχρι και φαγητό. Να σημειώσω εδώ ότι η διαδρομή που κατεβαίναμε είναι η κύρια διαδρομή ανόδου στη κορυφή Toubkal και τους καλοκαιρινούς μήνες παρουσιάζει μεγάλη κίνηση.
Από εδώ και κάτω αρχίζει και ένα αραιό δάσος από θάμνους και δέντρα, κυρίως κυπαρίσσια. Στις 18.30, σούρουπο πλέον, φτάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό που λέγεται Around (1900m). Για την ακρίβεια περάσαμε κάτω από το χωριό, το οποίο είναι η βάση για τις αναβάσεις στο βουνό. Υπάρχουν κάποιοι ξενώνες, εστιατόριο και ένα υποτυπώδες κάμπινγκ.
Περπατήσαμε για άλλη μία ώρα και στις 19.30 φτάσαμε στο χωριό Imlil (1800μ). Το χωριό είναι και αυτό ένα ορεινό θέρετρο που ζει από τους περιπατητές του βουνού. Έχει πολλά μαγαζιά, από εδώ δε και κάτω αρχίζει η άσφαλτος. Στο κέντρο του χωριού είναι τα γραφεία της εταιρείας Adrar(= βουνό) που οργάνωσε την ανάβαση μας και εκεί μας περίμενε το μικρό λεωφορείο που θα μας μετέφερε στο Μαρακές.
Κατάκοποι από τη πολύωρη σημερινή πορεία ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής. Ο δρόμος ήταν στενός και κατηφορικός και για μεγάλο διάστημα ακολουθούσε ένα ποτάμι. Το τοπίο πρέπει να ήταν πολύ όμορφο, αλλά το σκοτάδι της νύχτας δεν μας επέτρεψε να το απολαύσουμε.
Στις 21.30 φτάσαμε στο Μαρακές και στο ξενοδοχείο Myriem, που θα διανυκτερεύαμε. Μόλις που προλάβαμε το εστιατόριο ανοικτό και φανταστείτε το θέαμα εννέα ατόμων με αρβύλες και σκονισμένα ρούχα να τρώνε σε εστιατόριο 4 αστέρων. Φυσικά η μαζεμένη κούραση μας οδήγησε γρήγορα στα δωμάτια μας για μπάνιο και ύπνο.
Η επόμενη μέρα Μεγ.Τετάρτη (27 Απρ) ήταν αφιερωμένη σε περιήγηση στη πόλη του Μαρακές. Θα είχαμε όλη τη μέρα στη διάθεσή μας αυτοκίνητο και ξεναγό.
Η πρώτη μας επίσκεψη έγινε στο κήπο Majorelle. Ο JacquesMajorelle, γεννήθηκε στη Γαλλία το 1886. Το 1919 ήρθε στο Μαρακές να συνεχίσει τη καριέρα του σαν ζωγράφος. Το 1924 απέκτησε γη και άρχισε να φτιάχνει ένα κήπο με φυτά από όλο τον κόσμο. Το 1962 είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και επέστρεψε στη Γαλλία και σύντομα πέθανε. Τους κήπους ανέλαβαν και συντήρησαν στη συνέχεια οι YvessaintLaurent και PierreBergé. Σήμερα ένα μέρος τους είναι ανοικτό στο κοινό και αποτελούν μια όαση στη πόλη. Στο χώρο αυτό υπάρχει και το μουσείο Ισλαμικής τέχνης που στεγάζεται στο «Μπλέ Σπίτι», το μοναδικό σπίτι με άλλο χρώμα, από το ροζ, στη πόλη.
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε το ερειπωμένο παλάτι ElBadi. Χτίστηκε από τον Ahmedal-Mansour μεταξύ του 1578 και 1602. Εθεωρείτο το ωραιότερο παλάτι του κόσμου και ήταν γνωστό σαν «Ασύγκριτο». Φανταστείτε το μέγεθος του, όταν η κεντρική πισίνα είχε μήκος 90 μέτρα και η κεντρική αυλή είχε μήκος 130 μέτρα. Τελικά το καταστροφικό χέρι του MoulayIsmail κατάστρεψε αυτό το μυθικό κτίριο. Λέγεται ότι έκανε 12 χρόνια να το λεηλατήσει και από τα υλικά του παλατιού αυτού διακοσμήθηκαν 43 άλλα παλάτια!
Νωρίς το μεσημέρι συνεχίσαμε την επίσκεψή μας σε ένα άλλο παλάτι, το Bahia. Είναι σχετικά σύγχρονο, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ένα τμήμα του δεν είναι επισκέψιμο γιατί το χρησιμοποιεί ακόμα η βασιλική οικογένεια. Πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο με εναλλασσόμενες σειρές δωματίων και κήπων. Είναι τέλεια διατηρημένο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα μαυριτανικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης.
Η ώρα όμως πέρασε και πεινάσαμε …ελαφρώς. Με τα πόδια κατευθυνθήκαμε στη περίφημη πλατεία DjemmaelFna και καθίσαμε για φαγητό σε ένα από τα εστιατόρια που τη περιβάλλουν. Αν και ο χώρος είχε ανατολίτικο χρώμα και «χορό της κοιλιάς» εν τούτοις το φαγητό δεν μου άρεσε. Απλά περίμενα να περάσει λίγο η ώρα για να «ξεχυθώ» στο παζάρι.
Για τη συνέχεια ο ξεναγός μας, είχε ετοιμάσει μια βόλτα στο αχανές σκεπαστό παζάρι, και σε κάποια καταστήματα για να ψωνίσουμε. Προσωπικά κρίνοντας και από το φαγητό προηγουμένως και από ανάλογες παλαιότερες εμπειρίες, προτίμησα να αφήσω την υπόλοιπη παρέα και μόνος μου μπήκα στο παζάρι. Για ένα τρίωρο «χάθηκα» στα στενά, απόλαυσα χρώματα και ήχους, έκανα τα σχετικά ψώνια μου (αναμνηστικά, μπαχαρικά κλπ) και τράβηξα πολλές φωτογραφίες.
Στις 18.00 βρέθηκα πάλι με τη παρέα μας και κάναμε για λίγη ώρα τη τελευταία βόλτα στη πλατεία DjemmaelFna. Το ηλιοβασίλεμα το είδαμε από τη ταράτσα ενός καφενείου, με πανοραμική θέα στη πλατεία. Αργότερα ήρθε και το μικρό λεωφορείο και μας μετέφερε στο ξενοδοχείο μας.
Η βραδιά μας συνεχίστηκε κατά τις 22.00 παρέα με τον Αζίζ, που τον είχαμε προσκαλέσει για ένα ποτό. Στην αρχή πήγαμε στο μπαρ ενός άλλου ξενοδοχείου και αργότερα στη ντισκοτέκ Paradise. Tο μαγαζί ήταν πραγματικά υπέροχο και φυσικά «απλησίαστο» για τους ντόπιους, παρά μόνο αν ανήκαν στην εύπορη τάξη. Εννοείται ότι δεν είχε χρώμα ανατολής, παρά κάποια μοντέρνα αραβικά τραγούδια, που ξεσήκωσαν τους ντόπιους. Εντύπωση μας προκάλεσαν οι πολλές κοπέλες, πραγματικά πανέμορφες και προκλητικά ντυμένες που μάλλον έκαναν «άλλες» δουλειές. Τελικά κατά τις 01.30 αποχαιρετήσαμε τον Αζίζ και με ταξί γυρίσαμε στο ξενοδοχείο.
Η Μεγ. Πέμπτη (28 Απρ), ήταν η ημέρα της επιστροφής. Για να μη πολυλογώ η επιστροφή μας ξεκίνησε στις 10.30 και μέσω Καζαμπλάνκας και Μιλάνου, με τις σχετικές καθυστερήσεις των ανταποκρίσεων φτάσαμε στις 00.30 της επομένης στην Αθήνα.
Αυτή, λοιπόν ήταν η περιγραφή της ανάβασης στον Μαροκινό Άτλαντα και της μικρής περιήγησης του Μαρακές. Προσωπικά έμεινα πολύ ικανοποιημένος από αυτά που είδα, από την επιτυχία της ανάβασης και από τη πολύ καλή παρέα που είχαμε.
Την οργάνωση είχε αναλάβει η εταιρεία Basecamp του Παν. Κοτρωνάρου.
...Την απόφαση για την ανάβαση αυτή, ούτε κι’ εγώ ο ίδιος δεν κατάλαβα πως τη πήρα. Ο Γρηγόρης πάντως ήταν αυτός που με «έψησε» να συμμετάσχω, και επιπλέον το είδα σα προπόνηση εν’ όψει της φθινοπωρινής εξόρμησης στα Ιμαλάϊα. Ήμουν απροπόνητος, με δέκα, τουλάχιστον, παραπάνω κιλά και το τελευταίο μήνα με ταλαιπώρησε μια ίωση που μου στέρησε κάποια σοβαρή προσπάθεια προετοιμασίας. Μόλις που πρόλαβα να περπατήσω μια μέρα στο Πετρούχι, μιά άλλη στο Καλιφώνι και να κάνω μερικά χιλιόμετρα ποδήλατο.
Έτσι λοιπόν τη Τετάρτη (20 Απρ) στις 01.30 συναντηθήκαμε στα διόδια του Ρίου οι: Γρηγόρης Κ, Ασημάκης Π, Νίκος Τ, Παναγιώτης Τ και ο γράφων που μοιρασμένοι σε δύο αυτοκίνητα, βρεθήκαμε μετά από τρεις ώρες στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Δεν άργησε να φανεί και ο Τάκης Π. από τη Τρίπολη και περασμένες 05.00 ήλθε ο Παναγιώτης Κ και μαζί του οι: Ανδρέας Κ, Ιωάννα Θ. και Αίγλη Χ. Για να μη μακρηγορώ το ταξίδι για το Μαρόκο είχε ως εξής σε χρόνο (σε παρένθεση οι ώρα Ελλάδος):
Αθήνα (αναχώρηση) 07.00
Ρώμη (άφιξη) 08.00 (09.00)
Καζαμπλάνκα (άφιξη) 10.30 (13.30)
Μαρακές (άφιξη) 13.05 (16.05)
Σε Ρώμη και Καζαμπλάνκα αλλάξαμε αεροπλάνο.
Ένα μικρό λεωφορείο μας περίμενε στο αεροδρόμιο του Μαρακές και γρήγορα μας μετέφερε στο ξενοδοχείο ImperialHolidays (4 αστέρων) στο κέντρο της πόλης. Το απόγευμα το είχαμε ελεύθερο και έτσι αφού τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια μας, έφυγα με τον Γρηγόρη για μια πρώτη βόλτα στη πόλη. Ξενάγηση βέβαια θα κάναμε τη τελευταία ημέρα της παραμονής μας στη χώρα, αλλά ποιος μας κράταγε!
Η πόλη είναι το στολίδι του Μαρόκου και ο κύριος τουριστικός προορισμός της χώρας. Έχει ένα εκατομμύριο κάτοικους και χωρίζεται στη Νέα και στη Παλιά πόλη. Πρώτα περιηγηθήκαμε στη νέα πόλη του Μαρακές, μια σύγχρονη πόλη με καλή ρυμοτομία και μεγάλους δρόμους. Τα κτίρια σε όλη τη πόλη (παλιά και νέα) είναι, δια νόμου βαμμένα σε ένα ροζ χρώμα, για να αποφύγουν το λευκό που με την αντηλιά του θα κούραζε τα μάτια. Το ωραιότερο δε είναι το βασιλικό θέατρο. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η κυκλοφοριακή αναρχία, παρά την αυστηρή αστυνόμευση που υπήρχε.
Γρήγορα όμως ο δρόμος μας οδήγησε έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τα τείχη διατηρούνται σε άψογη κατάσταση και περιβάλλουν όλη τη παλιά πόλη, έχουν δε μήκος 19 χλμ. Εδώ σμίξαμε όλη η ομάδα και μαζί συνεχίσαμε τη περιήγηση μας. Το πρώτο αξιοθέατο ήταν το τζαμί Κουτούμπια. Κλασσικό δείγμα Μαυριτανικής αρχιτεκτονικής, με ένα πανύψηλο μιναρέ. Περιβάλλεται από πανέμορφο κήπο με πολλά λουλούδια.
Πολύ κοντά στο τζαμί, είναι το κύριο αξιοθέατο της πόλης, η πλατεία DjemmaelFna. Ο πολύβουος αυτός χώρος είναι το βασίλειο των πλανοδίων πωλητών, ζογκλέρ, γητευτών φιδιών, μουσικών κλπ. Τα λόγια είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν τη πανδαισία των χρωμάτων, των ήχων και των οσμών που μας τριγύριζαν. Παρά το ότι είναι στην ουσία τουριστική ατραξιόν διατηρεί το ανατολίτικο χρώμα των παζαριών, αν μάλιστα συνεχίσεις τη περιπλάνηση και στο μεγάλο σκεπαστό παζάρι που αρχίζει από το ανατολικό άκρο της πλατείας και λέγεται ότι περιλαμβάνει 12.000 μαγαζιά.
Στο παζάρι περπατήσαμε για ελάχιστη ώρα γιατί ήταν ήδη σούρουπο και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω, να ετοιμαστούμε για τη πορεία μας στο βουνό την επόμενη μέρα. Η επιστροφή έγινε με κάρο και το ευχαριστηθήκαμε, μόνο που το χρυσοπληρώσαμε λόγω κακής συνεννόησης με το καροτσέρη.
Το άλλο πρωί, Πέμπτη (21 Απρ), στις 08.30, ένα μικρό λεωφορείο μας περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Εδώ γνωρίσαμε τον οδηγό μας, τον Αζίζ και τον μάγειρα μας, τον Μωχάμετ. Αφού τακτοποιήσαμε τους σάκους μας, αλλά και τα υλικά της αποστολής (αντίσκηνα, τρόφιμα κλπ) λίγο μετά της 09.00 ξεκινήσαμε για το βουνό. Σε λιγότερο από μια ώρα κάναμε μια στάση σε κάποιο χωριό στη διαδρομή μας. Εδώ κάναμε τα τελευταία ψώνια και κυρίως εφοδιαστήκαμε με νερό (εμφιαλωμένο).
Η συνέχεια της διαδρομής ήταν πανέμορφη, γιατί αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο βουνό από έναν ασφαλτόδρομο που περνούσε από μερικά βερβέρικα χωριά που μας εντυπωσίασε το κτίσιμο τους και η θέση τους.
Τελικά στις 11.00 φτάσαμε στο χιονοδρομικό κέντρο Oukaimedene σε ύψος 2500 μέτρων. Σταματήσαμε στην είσοδο του οικισμού, δίπλα σε μια μικρή τεχνητή λίμνη και σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Πήραμε τους σάκους μας και ξεκινήσαμε τη πορεία μας, με εξαιρετικό καιρό, ενώ το αυτοκίνητο συνέχισε λίγο πιο πάνω μέχρι το σημείο που περίμεναν τα μουλάρια (έξι) που θα μετέφεραν τον εξοπλισμό μας.
Στην αρχή περπατήσαμε δίπλα από το σαλέ του χιον. κέντρου και από άλλες εγκαταστάσεις (ξενώνες, εστιατόρια, βίλες…), ενώ στη συνέχεια ήταν ο παλιός οικισμός των κτηνοτρόφων με τα λιτά σπίτια κτισμένα με ξερολιθιά. Πλήρης αντίθεση με τα προηγούμενα μοντέρνα κτίρια. Μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα περάσαμε και από τη βάση των λίφτ του χιον. κέντρου. Να σημειώσω εδώ ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο χιον. κέντρο της Αφρικής.
Στη συνέχεια ακολουθήσαμε ένα πλατύ χωματόδρομο κάτω από τη κορφή Oukaimedene (3262μ)και στις 13.00 σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα δίπλα στο δρόμο, όπου ο μάγειρας με τους μουλαράδες, είχαν στήσει μια μεγάλη σκηνή, που χρησίμευε σαν εστιατόριο και μας ετοίμαζε το μεσημεριανό. Το σκηνικό ωραίο να τρώμε το φαγητό σταυροπόδι στη σκηνή, αλλά και το μενού πολύ καλό. Πλούσια πολυσαλάτα, τόνος, τυρί, ψωμί, φρούτο και γλυκό κομπόστα. Σε γενικές γραμμές αυτός θα ήταν ο βασικός κορμός της διατροφής μας, με διάφορες παραλλαγές φυσικά.
Μετά από μια ώρα, στις 14.00 συνεχίσαμε το περπάτημα στον ανηφορικό χωματόδρομο και στις 14.45 φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, στο διάσελο(=Tizi) n’ouAddi (2960μ). Εδώ για πρώτη φορά, χωρίς να έχουμε πλήρη θεά της διαδρομής που θα ακολουθήσουμε, πήραμε μια μικρή ιδέα του τι θα κάναμε τις επόμενες ημέρες.
Μετά τις σχετικές φωτογραφίες και την ενημέρωση από τον Αζίζ συνεχίσαμε σε κατηφορικό μονοπάτι τώρα, με στόχο το χωριό Tacherdit (2300μ), χαμηλά σε μια κοιλάδα. Το τοπίο ήδη έχει αλλάξει. Η ελάχιστη βλάστηση έχει χαθεί και στην ουσία πρόκειται για μια ορεινή έρημο με οάσεις τις διάφορες κοιλάδες ανάμεσα στις κορφές. Νερά γενικά υπήρχαν και σχηματίζονταν ρυάκια ή μικρά ποταμάκια από το λιώσιμο του χιονιού, που κατέληγαν στις κοιλάδες – οάσεις που τα διαχώριζαν με ένα σύνθετο σύστημα καναλιών για να ποτίζουν τις πολλές πεζούλες με τις καλλιέργειες. Από ψηλά και κατηφορίζοντας προς το χωριό, σε εντυπωσιάζει η αντίθεση του γυμνού βραχώδους τοπίου και των καταπράσινων πεζούλων στις κοιλάδες χαμηλότερα.
Στις 17.15 ήμασταν πια μέσα στο χωριό Tacherdit. Στο χωριό κατοικούν Βέρβεροι, όπως και σε όλη τη περιοχή του Άτλαντα. Λαός με ιδιαίτερη κουλτούρα, διαφορετικά ήθη, έθιμα και γλώσσα από το υπόλοιπο Μαρόκο. Οι κατοικίες τους είναι από μονώροφα μέχρι τετραώροφα κτίρια κτισμένα από πηλό και ξύλο για δοκάρια. Οι στέγες από πατημένο χώμα με χαλίκια και άχυρα.
Μισή ώρα μετά το χωριό κοντά στο ποτάμι και δίπλα σε ένα συνοικισμό σε ύψος 2150 μέτρων, ήταν η κατασκήνωση μας. Τα μουλάρια ήσαν ήδη εκεί και είχαν στηθεί δυο μεγάλες σκηνές. Μια για μαγειρείο και μια για τραπεζαρία. Εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να στήσουμε τις πέντε μικρές σκηνές που ανά δυο θα κοιμόμασταν και να πάμε μέχρι το μικρό μπακάλικο του συνοικισμού για εφοδιασμό σε νερό. Στον ίδιο χώρο με εμάς ήταν και μια Γαλλική αποστολή.
Το γεγονός όμως της υπόλοιπης μέρας, ήταν η πληροφορία που μας μετέφεραν οι μουλαράδες, ότι η διαδρομή της επόμενης ημέρας οδηγούσε σε μονοπάτι κλεισμένο από μεγάλες χιονούρες που τα ζώα δεν θα μπορούσαν να περάσουν. Συζητήσαμε στα γρήγορα, μιας και η ώρα πέρναγε, διάφορες εναλλακτικές λύσεις(π.χ. αλλαγή διαδρομής η να προσλάβουμε αχθοφόρους και να αφήσουμε τα μουλάρια κλπ), έγινε και κάποια συνεννόηση με το τουριστικό γραφείο που είχε αναλάβει την οργάνωση (αφού ο Αζίζ με τον Παναγιώτη Κ πήγαν με τα πόδια σε διπλανό χωριό για να έχουν τηλεφωνική επαφή) και τελικά δόθηκε η εξής λύση: Θα νοικιάζαμε άλλα τρία μουλάρια, για να ελαφρώσουν τα έξι που είχαμε και θα πληρώναμε τρεις εργάτες να φύγουν πρωί-πρωί να σκάψουν ένα μονοπάτι στις χιονούρες για να περάσουν τα ζώα. Ικανοποιημένοι όλοι από τη λύση που δόθηκε πέσαμε νωρίς για ύπνο γιατί η επόμενη ημέρα θα ήταν κουραστική.
Το άλλο πρωί, Παρασκευή (22Απρ), κατά τις 08.00 ξεκινήσαμε με σκοπό να ανέβουμε στο διάσελο(=Tizi) n ’Likemt (3555μ) και κατόπιν να κατέβουμε στον οικισμό(= Azib) Likemt (2750μ). Η κλίση της πλαγιάς ήταν μεγάλη, αλλά το καθαρογραμμένο μονοπάτι διευκόλυνε την ανάβαση μας. Διατηρήσαμε καλό ρυθμό και στα μισά της διαδρομής περάσαμε τους Γάλλους, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα από εμάς. Ψηλά βρήκαμε και τους εργάτες που άνοιγαν το μονοπάτι στις χιονούρες για να περάσουν τα μουλάρια.
Τελικά στις 13.00 φτάσαμε στο διάσελο Tizin ’Likemt (3555μ) έχοντας καλύψει υψομετρική διαφορά 1400 μετρων. Η θέα από εδώ ήταν εκπληκτική και για πρώτη φορά είδαμε τη ψηλότερη κορυφή του Άτλαντα το Τουμπκάλ 4167μ που είχαμε στόχο να ανέβουμε. Να σημειώσω ότι μαζί μας ανέβαιναν δυο πιτσιρικάδες από το χωριό που μετέφεραν λίγα αναψυκτικά και σοκολάτες για να μας τα πουλήσουν και να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Μόνο και μόνο για το κόπο τους, αγοράσαμε όλα τα αναψυκτικά, σε αντίθεση με τους αχαρακτήριστους Γάλλους, που όταν έφτασαν δεν δίστασαν να πάρουν ένα αναψυκτικό και δεν το πλήρωσαν. Λίγο πριν τις 14.00 ήρθαν τα ζώα και αφού πήραμε το μεσημεριανό μας αρχίσαμε στις 15.00 να κατηφορίζουμε.
Μετά από μια ώρα κατάβασης σε γυμνό έδαφος και με τον ήλιο συνεχώς από πάνω μας διασταυρωθήκαμε με ένα ποταμάκι και δεν παραλείψαμε να «σβήσουμε» τα πόδια μας στο δροσερό νερό. Λίγο πιο κάτω φάνηκε ο οικισμός AzibLikemt (2750μ) και η στενή κοιλάδα στην οποία θα διανυκτερεύαμε. Στις 17.00 φτάσαμε στο χωριό με τα πέτρινα καλύβια, και μπροστά μας απλώθηκε το θέαμα της καταπράσινης κοιλάδας με τις πάμπολλες πεζούλες και το ποταμό Tifni, που τη διέρρεε. Άλλη μισή ώρα και στις 17.30 ήμασταν στο χώρο της κατασκήνωσης μας στα 2650 μέτρα δίπλα στο ποτάμι και κάτω από το χωριό σε μια μοναδική τοποθεσία.
Τακτοποιηθήκαμε γρήγορα στις σκηνές μας και οι πιο πολλοί κάναμε το μπάνιο μας στο ποτάμι. Τα νερά ήσαν πολύ κρύα αλλά η ατομική καθαριότητα επιβάλλεται όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Στη συνέχεια ήπιαμε το τσάι μας και η νύχτα μας βρήκε να θαυμάζουμε τη λαμπερή πανσέληνο.
Το Σάββατο (23 Απρ), στις 08.00 ξεκινήσαμε τη πορεία μας. Όλη η ανάβαση γίνεται από ένα μονοπάτι που ακολουθεί τη στενή κοιλάδα του μικρού ποταμού Tinzer, ανάμεσα στις κορυφές Agounssn’ Tiniline (3674μ) και Adrarn’ Ouaourege (3615μ). Το μονοπάτι ανηφορίζει, χωρίς μεγάλες κλίσεις και απότομες ανηφόρες και στις 11.00 φτάσαμε στο διάσελο Tizin’Ououraine (3120μ), το ψηλότερο σημείο της ημέρας.
Μικρή στάση για ξεκούραση και άρχισε ο μακρύς κατήφορος για το χωριό Amsouzerte (1800μ). Λίγο πιο κάτω συνάντησα μια παρέα από κορίτσια, που μάζευαν ρίζες από τους λιγοστούς θάμνους στις πλαγιές του βουνού. Μάλλον δεν τους άρεσε που τα φωτογράφησα και με «πήραν» με τις πέτρες για να με αποτρέψουν. Γενικά δεν αρέσει στους μουσουλμάνους να τους φωτογραφίζουν.
Όσο κατεβαίναμε μεγάλωνε και η ζέστη. Αυτή η ημέρα, μας υπενθύμισε για τα καλά ότι είμαστε στις παρυφές της Σαχάρας. Στις 15.00 φτάσαμε στην Amsouzerte . Το μικρό χωριό βρίσκεται στη συμβολή δύο μικρών ποταμών, που οι κάτοικοι χρησιμοποιώντας έξυπνα τα νερά τους έχουν πρασινίσει τις μικρές κοιλάδες, με πολλές πεζούλες με κήπους λαχανικών και καλλιέργειες δημητριακών, αλλά και καρυδιές, αμυγδαλιές κλπ.
Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του οικισμού γιατί σήμερα θα διανυκτερεύαμε σε ένα σπίτι – πανδοχείο Βερβερίνων. Το σπίτι ήταν τριώροφο, χτισμένο από πηλό, αν και είχε κάποιες προσθήκες από τσιμέντο. Οι σκάλες στενές και τα δωμάτια μικρά, αλλά είχε δύο μεγάλες βεράντες-ταράτσες. Είχε ακόμα τουαλέτες ενώ θα μπορούσαμε να κάναμε και μπάνιο. Μεγαλεία με λίγα λόγια. Στη κάτω ταράτσα που θα ήταν και η τραπεζαρία μας, ήπιαμε το τσάι μας και φάγαμε κάτι πρόχειρο για μεσημέρι. Κατόπιν ανεβήκαμε για ξεκούραση στα δύο δωμάτια που είχαμε στη διάθεση μας. Φυσικά δεν είχαν κρεβάτια, παρά μόνο ψάθες για κάτω και πολλές κουβέρτες.
Μετά από λίγο έφυγα με τον Αζίζ και κατεβήκαμε σε ένα μαγαζάκι για να πάρουμε μπουκάλια με νερό. Εκεί μου αποκάλυψε και την έκπληξη της ημέρας. Στο χωριό υπάρχει χαμάμ, παλιό και παραδοσιακό που συνεννοήθηκε να μας περιμένει λίγο αργότερα. Το ανακοινώσαμε στους υπόλοιπους της ομάδας και τελικά έξι από εμάς μπήκαμε στο χαμάμ. Πραγματικά ήταν το κάτι άλλο. Στη κυριολεξία μας αναζωογόνησε και μας καθάρισε από τη σκόνη των προηγουμένων ημερών.
Αργά το απόγευμα, σμίξαμε όλοι σε ένα μικρό καφενείο-μπακάλικο-«μπουτίκ» για καφεδάκι και κουβέντα, ενώ κάποιοι έκαναν τα ψώνια τους στο μικρό «πολυκατάστημα». Όταν νύχτωσε ανεβήκαμε στο σπίτι για το βραδινό μας, που ήταν ένα εκπληκτικό κους-κους που έφτιαξε ο μάγειρας μας ο Μωχάμετ. Κουρασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι από τη σημερινή ημέρα, πέσαμε αργότερα για ύπνο. Σήμερα, αναλογιζόμενος όλη την εκδρομή μας, πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη βραδιά που περάσαμε.
Η Κυριακή (24 Απρ) θα ήταν μια χαλαρή ημέρα, μιας και η πορεία που θα κάναμε ήταν σχετικά μικρή. Λίγο μετά τις 08.00 ξεκινήσαμε από την Amsouzerte να περπατάμε στη στενή κοιλάδα του ποταμού n’ Islani με δυτική κατεύθυνση. Η πορεία γίνεται σε ένα θαυμάσιο τοπίο με μικρούς οικισμούς, πολλές πεζούλες με καλλιέργειες και δένδρα.
Περασμένες 09.00 κάναμε μια μικρή στάση για καφέ και αναψυκτικά στο τελευταίο οικισμό της κοιλάδας, που λέγεται Tirhaltine. Στη βαθιά σκιά μιας καρυδιάς ήπιαμε τη μέντα μας, ενώ ο καφετζής μας ετοίμασε και το κλασσικό πρωινό της περιοχής, λάδι με ψωμί άζυμο. Ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης ενός λιτού αλλά και γραφικού «μοτέλ».
Θα είχε περάσει μια ώρα όταν αρχίσαμε και πάλι να περπατάμε. Η βλάστηση γρήγορα χάθηκε και άρχισε ο ανήφορος στο καλογραμμένο μονοπάτι. Από εδώ και πάνω είχαμε την αίσθηση ότι περπατούσαμε στην έρημο για τα καλά. Δεν είχαμε άμμο, αλλά το βραχώδες τοπίο ήταν σχεδόν γυμνό από βλάστηση. Τα λίγα λουλούδια και κάποιοι καχεκτικοί θάμνοι, δεν μπορούσαν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Το μονοπάτι σε μία ώρα μας έφερε σε υψόμετρο 2400μ σε ένα μικρό διάσελο και από εκεί θαυμάσαμε ένα εξαιρετικό θέαμα. Λίγο πιο χαμηλά, είδαμε τη λίμνη Ifni. Το θέαμα σε συναρπάζει, γιατί σου φαίνεται απίστευτο ότι μέσα σε αυτό το ξερό τοπίο, βρίσκεται μια τέτοια ποσότητα νερού. Από το χάρτη υπολόγισα ότι έχει μήκος περί τα 700-800 μέτρα και πλάτος 200-300 μέτρα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 2300μ, ανάμεσα στις κορφές Oumeksane (3454μ) και AdrarbouOuzal (3651μ).
Φωτογραφίζοντας, αλλά και απολαμβάνοντας το τοπίο στις 12.30 φτάσαμε στο δυτικό άκρο της λίμνης όπου και θα κατασκηνώναμε. Εδώ υπάρχουν και μερικά κτίσματα από ξερολιθιά που το καλοκαίρι τα χρησιμοποιούν για μαγαζάκια ή υπνοδωμάτια οι κάτοικοι της περιοχής, μιας και πολλοί περιπατητές ανεβαίνουν στη λίμνη.
Το μεσημέρι το περάσαμε με τακτοποίηση του εξοπλισμού μας, μπάνιο στη λίμνη και ξεκούραση. Εντύπωση μας προκάλεσε μια παρέα κοριτσιών(9-14 ετών) από τα χωριά που περάσαμε το πρωί, τα οποία μάζευαν ξύλα και ρίζες, για καύσιμα, και μετέφεραν στις πλάτες τους βάρος περί τα …40 κιλά. Δοκιμάσαμε να σηκώσουμε το φορτίο τους και απλώς δεν μπορέσαμε. Τα βάλαμε με τους γονείς τους που τα ταλαιπωρούσαν με αυτά τα ασήκωτα φορτία, αλλά καταλάβαμε ότι τα πράγματα έτσι έχουν εκεί. Τα κεράσαμε σταφίδες και σοκολάτες και έφυγαν … χαμογελώντας!!!
Η ημέρα έκλεισε με χορό και τραγούδι από τη μπάντα που έφτιαξαν οι μουλαράδες μας. Σας περιγράφω τα όργανα της ορχήστρας: Ταψί, μπετόνι νερού, τσαγιέρα, φτυάρι και πάσσαλοι αντίσκηνου (για ντράμς), κουτάλια. Ο ρυθμός που είχαν οι άνθρωποι ήταν εκπληκτικός και μας παρέσυρε για αρκετή ώρα σε χορό, ενώ δεν παραλείψαμε να τραγουδήσουμε (και χορέψουμε) την «Ιτιά» αλλά και ένα γρήγορο χασαποσέρβικο.
Κατά τις 21.30 τραβήξαμε όλοι για ύπνο, μιας και η επόμενη μέρα θα ήταν πιο δύσκολη. Να σημειώσω εδώ ότι τα μισά μουλάρια με το ανάλογο φορτίο έφυγαν τη νύχτα, ακολουθώντας μια διαφορετική πορεία(14-15 ώρες), από αυτή που θα κάναμε την άλλη ημέρα, για την επόμενη κατασκήνωση, μιας και το πέρασμα που θα ακολουθούσαμε ήταν αδιάβατο για τα μουλάρια λόγω του χιονιού και της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Τα υπόλοιπα ζώα θα έκαναν την ίδια διαδρομή το πρωί και θα έφταναν το βράδυ στη κατασκήνωση.
Μεγ. Δευτέρα (25 Απρ). Εγερτήριο στις 05.30, γρήγορο πρωινό και στις 06.15 αναχώρηση. Η διαδρομή με κατεύθυνση Δ-ΒΔ ακολουθεί ένα πλατύ «λούκι» που σχηματίζει ο μικρός χείμαρρος n’ Moursaine και ελίσσεται ανάμεσα σε βράχια και σάρες και μερικές χιονούρες στα ψηλά. Γύρω στα 3300μ, περνά από κάποιους μικρούς καταρράκτες και στις 11.30 φτάσαμε στο διάσελο Tizin’ Ouanoumss σε ύψος 3665μ. Η θέα από εδώ καταπληκτική. Πίσω να φαίνεται όλη η διαδρομή που κάναμε σήμερα και η λίμνη Ifni. Μπροστά μας μια σειρά από ψηλές και χιονισμένες κορφές και στα χαμηλότερα η κοιλάδα που θα μας οδηγούσε στη κατασκήνωση μας.
Η κάθοδος στη κοιλάδα έγινε περπατώντας σε μερικές μεγάλες χιονούρες και σε μισή ώρα βρεθήκαμε δίπλα στο ποταμάκι που τη διαρρέει. Εδώ κάναμε μια καλή στάση για ξεκούραση και κολατσιό. Περασμένες 12.30 συνεχίσαμε τη πορεία μας και σε μια ώρα φτάσαμε στο καταφύγιο Nelter σε ύψος 3207μ. Το καταφύγιο ανήκει στο ClubAlpineFrançaisduCasablanca και είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Κάτω από το καταφύγιο ήταν η κατασκήνωση μας και τα δύο μεγάλα αντίσκηνα είχαν ήδη στηθεί, μιας και τα μουλάρια που έφυγαν τη νύχτα είχαν φτάσει στο χώρο.
Στις 14.00 ήμασταν όλοι στη κατασκήνωση, φάγαμε κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό και περιμένοντας τα υπόλοιπα ζώα, με τον εξοπλισμό μας αρχίσαμε να παρατηρούμε τη διαδρομή και να σχεδιάζουμε τη ανάβαση της επόμενης μέρας στη ψηλότερη κορφή του βουνού. Όσο περνούσε η ώρα το κρύο μεγάλωνε και μιας και δεν είχαμε πολλά ρούχα μαζί μας, στριμωχτήκαμε όλοι μέσα στο αντίσκηνο-τραπεζαρία, περιμένοντας τα μουλάρια. Πράγματι λίγο μετά τη δύση του ήλιου έφτασαν τα μουλάρια, έτσι ντυθήκαμε, ζεσταθήκαμε, στήσαμε τις σκηνές μας και σχετικά νωρίς φάγαμε και πέσαμε για ύπνο, μιας και η αυριανή ημέρα θα ήταν, εκ των πραγμάτων, η «μεγάλη» μέρα.
Για να μη μακρηγορώ, το επόμενο πρωί, Μεγ. Τρίτη (26/4), στις 07.15 ξεκινήσαμε για τη κορφή. Το κρύο αρκετό (-10 C), αλλά η διάθεση μας ζεστή. Στην αρχή η ανάβαση περνά από σάρα με έντονη κλίση. Συνεχίσαμε με εύκολο σκαρφάλωμα από τα βράχια και αργότερα πατήσαμε σε παγωμένο χιόνι. Η κλίση στη χιονισμένη πλαγιά αρκετή αλλά ακολουθούσαμε παλαιότερα πατήματα και έτσι στις 09.00 πατήσαμε πιο ομαλό έδαφος.
Άλλη μία ακόμα ώρα κάναμε να περάσουμε άλλη μία χιονισμένη πλαγιά με αρκετή κλίση και τελικά βρεθήκαμε να περπατάμε στη ράχη της κορυφής., με πολύ σάρα και χωρίς χιόνι. Στις 11.00 τελικά πάτησα στη κορφή Toubkal 4167μ, τη ψηλότερη κορφή του Μαροκινού Άτλαντα. Η κορυφή είναι ένα μεγάλο επίπεδο μέρος, με μια πυραμιδοειδή σιδηροκατασκευή στην ανατολική πλευρά του. Η θέα, βοηθούσης και της πολύ καλής ορατότητας, ήταν απεριόριστη. Μπορούσαμε να δούμε τα βουνά που περάσαμε τις προηγούμενες ημέρες, καθώς και την υπόλοιπη διαδρομή που θα κάναμε στη συνέχεια. Ήταν ακόμα ορατό και ένα μεγάλο κομμάτι της οροσειράς του Άτλαντα που προς τα ανατολικά κατάληγε στη Σαχάρα.
Στη κορφή καθίσαμε πάνω από μία ώρα, αν και οι πρώτοι από την ομάδα έκλεισαν δίωρο εκεί, περιμένοντας. Έπρεπε όμως να αρχίσει η επιστροφή γιατί μας περίμενε πολύωρο περπάτημα για το υπόλοιπο της ημέρας. Η κατάβαση μέχρι τη κατασκήνωση μας έγινε ακολουθώντας τα ίχνη μας. Απλά η ζέστη της ημέρας μαλάκωσε λίγο το παγωμένο χιόνι και αυτό το εκμεταλλευτήκαμε για να αποφύγουμε το περπάτημα στην εξαντλητική σάρα.
Στις 14.30 ήμασταν όλοι στη κατασκήνωση. Τα πράγματα τα είχαν μαζέψει οι μουλαράδες και είχαν αφήσει μόνο τη σκηνή–τραπεζαρία για να φάμε το μεσημεριανό. Στις 15.30 βρεθήκαμε πάλι στο μονοπάτι. Τώρα κατεβαίναμε με βόρεια κατεύθυνση, πάνω από το ποτάμι n’ Isougouanen’ Ouagounss. Το σκληρό τοπίο, ανάμεσα στις ψηλές κορφές, ήταν εξαιρετικό.
Σε υψόμετρο 2500μ περίπου συναντήσαμε έναν Μαροκινό που είχε στήσει ένα υπαίθριο αναψυκτήριο και παράλληλα πουλούσε διάφορες ημιπολύτιμες πέτρες που προφανώς υπάρχουν στο βουνό. Πιο κάτω σε υψόμετρο 2200 μέτρων περάσαμε από ένα ορεινό οικισμό που λέγεται Chamharouch. Οι λιγοστοί κάτοικοι του, ζουν από τη κτηνοτροφία και από τους πεζοπόρους που ανεβαίνουν στον Άτλαντα. Σχεδόν όλος ο οικισμός είναι γεμάτος μικρομάγαζα που πουλούν από χαλιά μέχρι και φαγητό. Να σημειώσω εδώ ότι η διαδρομή που κατεβαίναμε είναι η κύρια διαδρομή ανόδου στη κορυφή Toubkal και τους καλοκαιρινούς μήνες παρουσιάζει μεγάλη κίνηση.
Από εδώ και κάτω αρχίζει και ένα αραιό δάσος από θάμνους και δέντρα, κυρίως κυπαρίσσια. Στις 18.30, σούρουπο πλέον, φτάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό που λέγεται Around (1900m). Για την ακρίβεια περάσαμε κάτω από το χωριό, το οποίο είναι η βάση για τις αναβάσεις στο βουνό. Υπάρχουν κάποιοι ξενώνες, εστιατόριο και ένα υποτυπώδες κάμπινγκ.
Περπατήσαμε για άλλη μία ώρα και στις 19.30 φτάσαμε στο χωριό Imlil (1800μ). Το χωριό είναι και αυτό ένα ορεινό θέρετρο που ζει από τους περιπατητές του βουνού. Έχει πολλά μαγαζιά, από εδώ δε και κάτω αρχίζει η άσφαλτος. Στο κέντρο του χωριού είναι τα γραφεία της εταιρείας Adrar(= βουνό) που οργάνωσε την ανάβαση μας και εκεί μας περίμενε το μικρό λεωφορείο που θα μας μετέφερε στο Μαρακές.
Κατάκοποι από τη πολύωρη σημερινή πορεία ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής. Ο δρόμος ήταν στενός και κατηφορικός και για μεγάλο διάστημα ακολουθούσε ένα ποτάμι. Το τοπίο πρέπει να ήταν πολύ όμορφο, αλλά το σκοτάδι της νύχτας δεν μας επέτρεψε να το απολαύσουμε.
Στις 21.30 φτάσαμε στο Μαρακές και στο ξενοδοχείο Myriem, που θα διανυκτερεύαμε. Μόλις που προλάβαμε το εστιατόριο ανοικτό και φανταστείτε το θέαμα εννέα ατόμων με αρβύλες και σκονισμένα ρούχα να τρώνε σε εστιατόριο 4 αστέρων. Φυσικά η μαζεμένη κούραση μας οδήγησε γρήγορα στα δωμάτια μας για μπάνιο και ύπνο.
Η επόμενη μέρα Μεγ.Τετάρτη (27 Απρ) ήταν αφιερωμένη σε περιήγηση στη πόλη του Μαρακές. Θα είχαμε όλη τη μέρα στη διάθεσή μας αυτοκίνητο και ξεναγό.
Η πρώτη μας επίσκεψη έγινε στο κήπο Majorelle. Ο JacquesMajorelle, γεννήθηκε στη Γαλλία το 1886. Το 1919 ήρθε στο Μαρακές να συνεχίσει τη καριέρα του σαν ζωγράφος. Το 1924 απέκτησε γη και άρχισε να φτιάχνει ένα κήπο με φυτά από όλο τον κόσμο. Το 1962 είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και επέστρεψε στη Γαλλία και σύντομα πέθανε. Τους κήπους ανέλαβαν και συντήρησαν στη συνέχεια οι YvessaintLaurent και PierreBergé. Σήμερα ένα μέρος τους είναι ανοικτό στο κοινό και αποτελούν μια όαση στη πόλη. Στο χώρο αυτό υπάρχει και το μουσείο Ισλαμικής τέχνης που στεγάζεται στο «Μπλέ Σπίτι», το μοναδικό σπίτι με άλλο χρώμα, από το ροζ, στη πόλη.
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε το ερειπωμένο παλάτι ElBadi. Χτίστηκε από τον Ahmedal-Mansour μεταξύ του 1578 και 1602. Εθεωρείτο το ωραιότερο παλάτι του κόσμου και ήταν γνωστό σαν «Ασύγκριτο». Φανταστείτε το μέγεθος του, όταν η κεντρική πισίνα είχε μήκος 90 μέτρα και η κεντρική αυλή είχε μήκος 130 μέτρα. Τελικά το καταστροφικό χέρι του MoulayIsmail κατάστρεψε αυτό το μυθικό κτίριο. Λέγεται ότι έκανε 12 χρόνια να το λεηλατήσει και από τα υλικά του παλατιού αυτού διακοσμήθηκαν 43 άλλα παλάτια!
Νωρίς το μεσημέρι συνεχίσαμε την επίσκεψή μας σε ένα άλλο παλάτι, το Bahia. Είναι σχετικά σύγχρονο, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ένα τμήμα του δεν είναι επισκέψιμο γιατί το χρησιμοποιεί ακόμα η βασιλική οικογένεια. Πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο με εναλλασσόμενες σειρές δωματίων και κήπων. Είναι τέλεια διατηρημένο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα μαυριτανικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης.
Η ώρα όμως πέρασε και πεινάσαμε …ελαφρώς. Με τα πόδια κατευθυνθήκαμε στη περίφημη πλατεία DjemmaelFna και καθίσαμε για φαγητό σε ένα από τα εστιατόρια που τη περιβάλλουν. Αν και ο χώρος είχε ανατολίτικο χρώμα και «χορό της κοιλιάς» εν τούτοις το φαγητό δεν μου άρεσε. Απλά περίμενα να περάσει λίγο η ώρα για να «ξεχυθώ» στο παζάρι.
Για τη συνέχεια ο ξεναγός μας, είχε ετοιμάσει μια βόλτα στο αχανές σκεπαστό παζάρι, και σε κάποια καταστήματα για να ψωνίσουμε. Προσωπικά κρίνοντας και από το φαγητό προηγουμένως και από ανάλογες παλαιότερες εμπειρίες, προτίμησα να αφήσω την υπόλοιπη παρέα και μόνος μου μπήκα στο παζάρι. Για ένα τρίωρο «χάθηκα» στα στενά, απόλαυσα χρώματα και ήχους, έκανα τα σχετικά ψώνια μου (αναμνηστικά, μπαχαρικά κλπ) και τράβηξα πολλές φωτογραφίες.
Στις 18.00 βρέθηκα πάλι με τη παρέα μας και κάναμε για λίγη ώρα τη τελευταία βόλτα στη πλατεία DjemmaelFna. Το ηλιοβασίλεμα το είδαμε από τη ταράτσα ενός καφενείου, με πανοραμική θέα στη πλατεία. Αργότερα ήρθε και το μικρό λεωφορείο και μας μετέφερε στο ξενοδοχείο μας.
Η βραδιά μας συνεχίστηκε κατά τις 22.00 παρέα με τον Αζίζ, που τον είχαμε προσκαλέσει για ένα ποτό. Στην αρχή πήγαμε στο μπαρ ενός άλλου ξενοδοχείου και αργότερα στη ντισκοτέκ Paradise. Tο μαγαζί ήταν πραγματικά υπέροχο και φυσικά «απλησίαστο» για τους ντόπιους, παρά μόνο αν ανήκαν στην εύπορη τάξη. Εννοείται ότι δεν είχε χρώμα ανατολής, παρά κάποια μοντέρνα αραβικά τραγούδια, που ξεσήκωσαν τους ντόπιους. Εντύπωση μας προκάλεσαν οι πολλές κοπέλες, πραγματικά πανέμορφες και προκλητικά ντυμένες που μάλλον έκαναν «άλλες» δουλειές. Τελικά κατά τις 01.30 αποχαιρετήσαμε τον Αζίζ και με ταξί γυρίσαμε στο ξενοδοχείο.
Η Μεγ. Πέμπτη (28 Απρ), ήταν η ημέρα της επιστροφής. Για να μη πολυλογώ η επιστροφή μας ξεκίνησε στις 10.30 και μέσω Καζαμπλάνκας και Μιλάνου, με τις σχετικές καθυστερήσεις των ανταποκρίσεων φτάσαμε στις 00.30 της επομένης στην Αθήνα.
Αυτή, λοιπόν ήταν η περιγραφή της ανάβασης στον Μαροκινό Άτλαντα και της μικρής περιήγησης του Μαρακές. Προσωπικά έμεινα πολύ ικανοποιημένος από αυτά που είδα, από την επιτυχία της ανάβασης και από τη πολύ καλή παρέα που είχαμε.
Attachments
-
34,1 KB Προβολές: 147
Last edited by a moderator: