interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.200
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Περιεχόμενα
Στην Πόλη ζουν 14 εκατομύρια άνθρωποι και ένας ανυπολόγιστος αριθμός από γάτες. Οι δεύτερες μάλιστα έχουν κατακτήσει κάθε γωνιά της πόλης: από τα σοκάκια και τα μειντάνια, τις αυλές των τζαμιών και τα παζάρια μέχρι και την ταράτσα του 5ου ορόφου σε ένα hostel στο Καντίκιοϊ της Ασιατικής Ισταμπουλ. Όπως μαρτυρούν μάλιστα και τα γκράφιτι οι γάτες τις Πόλης είναι ιδιαιτέρα ατίθασες τελευταία. Τις επόμενες μέρες θα έχουμε την ευκαιρία να εξερευνήσουμε κάποια από τα μυστήρια αυτής της πόλης και να τα καταγράψουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, έχοντας για παρέα έναν χνουδωτό μαύρο γάτο με φουντωτή ουρά.
Έφτασα στο Σαμπιχά Γκιοκτσέν αργά το απόγευμα μια ζεστή μέρα στα τέλη Ιουλίου. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου ιδιαίτερα λιγομίλητοι, μου δείχναν με νοήματα που έπρεπε να πάω για να πάρω το Οτομπούς για την πόλη. Ο εισπράκτορας πέρασε και χωρίς να βγάλει κουβέντα πήρε τις λίρες και μας έβγαλε εισητήρια για την την περιοχή Καντίκιοϊ. Χαλάρωσα και άρχισα να παρατηρώ τα περίτεχνα σχέδια στο γρασίδι και τις τούρκικες σημαίες στα παράθυρα που ήταν το σταθερό μοτίβο για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Και πάνω που ήταν όλα υπό έλεγχο, ξαφνικά έμεινα από αναπνοή αντικρύζοντας την Πόλη! Άμαθος από Νουμπάι ή από Νιου Γιόρκ και τέτοια, με μεγάλη έκπληξη αντίκρυσα τους τεράστιους πύργους, τις υπερκατασκευές που ξεπροβάλλουν ανάμεσα από μια θάλασσα τσιμέντου που εκτείνεται σε όλες τις κατευθύσεις και σκαρφαλώνει πάνω στους λόφους. ΟΚ, η πόλη είναι μεγάλη και δεν ντρέπεται να το δείξει!
Ο ρεσεψιονίστ είναι βαρύς τύπος, δεν σπαταλάει τις λέξεις. Γράφει σε ένα χαρτί τον αριθμό δωματίου και τον κωδικό της εισόδου και άντε στο καλό. Μάλιστα ξενερώνει με τις προσπάθειές μου να του μιλήσω στα Τούρκικα και μου λέει: «Μα δεν είμαι Τούρκος». Επίσης, με διαβεβαιώνει ότι η περιοχή είναι ασφαλής 24 ώρες το 24ωρο, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ωραία λοιπόν, μια και είναι νωρίς ακόμα προλαβαίνουμε να πάμε μια βόλτα. Μέχρι στιγμής, μετράμε ένα χάσιμο μόνο στα σοκάκια ψάχνοντας το hostel, όπου ευτυχώς πήρα την βοήθεια μιας Ιρανής φοιτήτριας η οποία επέστρεψε καλοκαίρι με την παρέα της από την Τεχεράνη για να δουν τον «Τοίχο» του Ρότζερ Γότερς. Τώρα είναι καιρός να χαθούμε πραγματικά στα στενά του Καντίκιοϊ για να πάρουμε ένα πρώτο άκουσμα από την «ροκ» αυτή γειτονιά που θα μας φιλοξενίσει για τις επόμενες μέρες.
Η περιοχή είναι ένα δίκτυο από στενά σοκάκια που κατηφορίζουν σε ένα λιμανάκι που ονομάζεται Ισκελε (αποβάθρα). Περνώντας από τα στενά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω κάτι μυστήριους τύπους μέσα σε σκοτεινά γραφεία, να περιμένουν για να κάνουν ποιος ξέρει τι μυστήρια μπίζνα. Ανάμεσα στα σπίτια βλέπεις κάτι παλιά καφενεία, τύπου τεκέδες, όπου οι θαμώνες κάθονται σε χαμηλά τραπέζια και κοιτάνε όλοι το εκάστωτε καρντάσι που έχει βγει στην είσοδο για να κάνει το τσιγάρο του. Οργανωμένοι οι Τούρκοι. Μπορεί να αναγκάζονται λόγω νομοθεσίας να καπνίζουν στον δρόμο, τουλάχιστον εδώ έχουν φροντίσει να τοποθετήσουν κάτι μεγάλα στρογγυλά τασάκια για να φουμάρουν με την άνεσή τους. Πιο κάτω ένας δρόμος με μπαρ, κοιτάω από το τζάμι να δω τι παίζει, νάσου μια κυρία μου χτυπάει το τζάμι και μου γνέφει έλα μέσα, έλα να με κεράσεις ένα τσάι (!) και να την βρούμε... Χμμ, αλλίως μας τα είχανε πει. Παρακάτω, μικρές πορτίτσες, και βλέπεις μέσα κάτι παλιακά κρεβάτια και παπούδες να ζούνε σε συνθήκες μεσαίωνα. Βγαίνω σε ένα κεντρικό πεζόδρομο και να ο πολιτισμός` μοντέρνος κόσμος να πίνει την μπύρα του και να διασκεδάζει στα μπαράκια, δίπλα σε ένα τζαμί. Κοσμοπολίτικος αέρας. Ώρα για στάση σε έναν πλανώδιο και παγωτό με χαλβά και σιρόπι. Καλά τα πάμε!
Κατεβαίνω προς την αποβάθρα, εκεί που ξεκινάνε τα καραβάκια και τα φέρυ που διασχίζουν τον Βόσπορο για να περάσεις στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Το ίδιο το λιμανάκι είναι «περατζάδα» για τον κόσμο που απολαμβάνει την ζεστή βραδιά. Μια ευφορία επικρατεί στην ατμόσφαιρα, καμία σχέση με τους μουντρούχους υπαλλήλους που είχα αντιμετωπίσει νωρίτερα! Η φωνές του ιμάμη αντηχεί, και ο κόσμος μπουλόυκι συνδιαλέγεται με τους πλανόδιους μικροπωλητές που ανθούν εδώ: πάγκοι με μύδια, κουλούρια, αναπτήρες και ένα σωρό άλλα μικροπράγματα. Προχωράω προς την άκρη του λιμανιού, για να πάρω μια ανάσα από τον κόσμο. Κάθομαι σε ένα πεζούλι, με θέα τον σιδηροδρομικό σταθμό, δίπλα στην θάλασσα, που θυμίζει έντονα τον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Οι ψαράδες απέναντι, έχουν παρατήσει την δουλειά και χαζοτρώνε μέσα στο καΐκι, ακούγοντας μουσική στο ράδιο. Οι εικόνες της μέρας κατακλύζουν το μυαλό: Από την μια στιγμή στην άλλη έχω φτάσει σε ένα τελείως παλαβό μέρος του πλανήτη και δεν το έχω πάρει ακόμα χαμπάρι. Γυρίζοντας στο hostel, η τελευταία στιγμή μαγείας. Στην διασταύρωση ανάμεσα από δύο μικρά σοκάκια ένα τσούρμο παιδάκια παίζουν σε μια μικρή αλάνα, ανάμεσα από φωτισμένες πολυκατοικίες, και από τα παράθυρα, στην σειρά το ένα πάνω από το άλλο ξεπροβάλουν κεφάλια μανάδων, κατά μήκος όλου του στενού, που χαζεύουν τα τζιέρια τους.
Καθισμένος αμέριμνα στο κρεβάτι στο δωμάτιο του 5ο όροφου, βλέπω κάτι να κινείται στον φωταγωγό. Και να ξεπετάγεται ένας μαύρος φουντωτός γάτος με ορμή, τρέχει όλο το δωμάτιο και κρύβεται κάπου στην μπροστινή βεράντα. Ο Νταν, ο Αμερικάνος «γείτονας» τον βλέπει και μου λέει, «μην ανησυχείς, βρίσκεσαι στην Ισταμπούλ, εδώ οι γάτες είναι παντού». Μετά την σύντομη γνωριμία με τον μαύρο γάτο του hostel και έναν θορυβώδη Ιάπωνα που κάθε λίγο κοπανούσε τις πόρτες, αποφάσισα ότι χρειάζομαι είναι ένα καλό ύπνο. Δεν θα κρατήσει όμως πολύ, αφού κατά τις 2:30 ακούγεται ξαφνικά δυνατός θόρυβος τυμπάνων από τον δρόμο. Ένα τσούρμο έχει σκοπό να ξυπνήσει τον κόσμο για να πάει αυτός για φαγητό! Γιατί ξέχασα να σας πω, έχουμε Ραμαζάνι εδώ! Και το επόμενο γεύμα, το επονομαζόμενο Ιφταρ, είναι μετά την δύση της επόμενης μέρας... Υποτίθεται!
Έφτασα στο Σαμπιχά Γκιοκτσέν αργά το απόγευμα μια ζεστή μέρα στα τέλη Ιουλίου. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου ιδιαίτερα λιγομίλητοι, μου δείχναν με νοήματα που έπρεπε να πάω για να πάρω το Οτομπούς για την πόλη. Ο εισπράκτορας πέρασε και χωρίς να βγάλει κουβέντα πήρε τις λίρες και μας έβγαλε εισητήρια για την την περιοχή Καντίκιοϊ. Χαλάρωσα και άρχισα να παρατηρώ τα περίτεχνα σχέδια στο γρασίδι και τις τούρκικες σημαίες στα παράθυρα που ήταν το σταθερό μοτίβο για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Και πάνω που ήταν όλα υπό έλεγχο, ξαφνικά έμεινα από αναπνοή αντικρύζοντας την Πόλη! Άμαθος από Νουμπάι ή από Νιου Γιόρκ και τέτοια, με μεγάλη έκπληξη αντίκρυσα τους τεράστιους πύργους, τις υπερκατασκευές που ξεπροβάλλουν ανάμεσα από μια θάλασσα τσιμέντου που εκτείνεται σε όλες τις κατευθύσεις και σκαρφαλώνει πάνω στους λόφους. ΟΚ, η πόλη είναι μεγάλη και δεν ντρέπεται να το δείξει!
Ο ρεσεψιονίστ είναι βαρύς τύπος, δεν σπαταλάει τις λέξεις. Γράφει σε ένα χαρτί τον αριθμό δωματίου και τον κωδικό της εισόδου και άντε στο καλό. Μάλιστα ξενερώνει με τις προσπάθειές μου να του μιλήσω στα Τούρκικα και μου λέει: «Μα δεν είμαι Τούρκος». Επίσης, με διαβεβαιώνει ότι η περιοχή είναι ασφαλής 24 ώρες το 24ωρο, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ωραία λοιπόν, μια και είναι νωρίς ακόμα προλαβαίνουμε να πάμε μια βόλτα. Μέχρι στιγμής, μετράμε ένα χάσιμο μόνο στα σοκάκια ψάχνοντας το hostel, όπου ευτυχώς πήρα την βοήθεια μιας Ιρανής φοιτήτριας η οποία επέστρεψε καλοκαίρι με την παρέα της από την Τεχεράνη για να δουν τον «Τοίχο» του Ρότζερ Γότερς. Τώρα είναι καιρός να χαθούμε πραγματικά στα στενά του Καντίκιοϊ για να πάρουμε ένα πρώτο άκουσμα από την «ροκ» αυτή γειτονιά που θα μας φιλοξενίσει για τις επόμενες μέρες.
Η περιοχή είναι ένα δίκτυο από στενά σοκάκια που κατηφορίζουν σε ένα λιμανάκι που ονομάζεται Ισκελε (αποβάθρα). Περνώντας από τα στενά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω κάτι μυστήριους τύπους μέσα σε σκοτεινά γραφεία, να περιμένουν για να κάνουν ποιος ξέρει τι μυστήρια μπίζνα. Ανάμεσα στα σπίτια βλέπεις κάτι παλιά καφενεία, τύπου τεκέδες, όπου οι θαμώνες κάθονται σε χαμηλά τραπέζια και κοιτάνε όλοι το εκάστωτε καρντάσι που έχει βγει στην είσοδο για να κάνει το τσιγάρο του. Οργανωμένοι οι Τούρκοι. Μπορεί να αναγκάζονται λόγω νομοθεσίας να καπνίζουν στον δρόμο, τουλάχιστον εδώ έχουν φροντίσει να τοποθετήσουν κάτι μεγάλα στρογγυλά τασάκια για να φουμάρουν με την άνεσή τους. Πιο κάτω ένας δρόμος με μπαρ, κοιτάω από το τζάμι να δω τι παίζει, νάσου μια κυρία μου χτυπάει το τζάμι και μου γνέφει έλα μέσα, έλα να με κεράσεις ένα τσάι (!) και να την βρούμε... Χμμ, αλλίως μας τα είχανε πει. Παρακάτω, μικρές πορτίτσες, και βλέπεις μέσα κάτι παλιακά κρεβάτια και παπούδες να ζούνε σε συνθήκες μεσαίωνα. Βγαίνω σε ένα κεντρικό πεζόδρομο και να ο πολιτισμός` μοντέρνος κόσμος να πίνει την μπύρα του και να διασκεδάζει στα μπαράκια, δίπλα σε ένα τζαμί. Κοσμοπολίτικος αέρας. Ώρα για στάση σε έναν πλανώδιο και παγωτό με χαλβά και σιρόπι. Καλά τα πάμε!
Κατεβαίνω προς την αποβάθρα, εκεί που ξεκινάνε τα καραβάκια και τα φέρυ που διασχίζουν τον Βόσπορο για να περάσεις στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Το ίδιο το λιμανάκι είναι «περατζάδα» για τον κόσμο που απολαμβάνει την ζεστή βραδιά. Μια ευφορία επικρατεί στην ατμόσφαιρα, καμία σχέση με τους μουντρούχους υπαλλήλους που είχα αντιμετωπίσει νωρίτερα! Η φωνές του ιμάμη αντηχεί, και ο κόσμος μπουλόυκι συνδιαλέγεται με τους πλανόδιους μικροπωλητές που ανθούν εδώ: πάγκοι με μύδια, κουλούρια, αναπτήρες και ένα σωρό άλλα μικροπράγματα. Προχωράω προς την άκρη του λιμανιού, για να πάρω μια ανάσα από τον κόσμο. Κάθομαι σε ένα πεζούλι, με θέα τον σιδηροδρομικό σταθμό, δίπλα στην θάλασσα, που θυμίζει έντονα τον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Οι ψαράδες απέναντι, έχουν παρατήσει την δουλειά και χαζοτρώνε μέσα στο καΐκι, ακούγοντας μουσική στο ράδιο. Οι εικόνες της μέρας κατακλύζουν το μυαλό: Από την μια στιγμή στην άλλη έχω φτάσει σε ένα τελείως παλαβό μέρος του πλανήτη και δεν το έχω πάρει ακόμα χαμπάρι. Γυρίζοντας στο hostel, η τελευταία στιγμή μαγείας. Στην διασταύρωση ανάμεσα από δύο μικρά σοκάκια ένα τσούρμο παιδάκια παίζουν σε μια μικρή αλάνα, ανάμεσα από φωτισμένες πολυκατοικίες, και από τα παράθυρα, στην σειρά το ένα πάνω από το άλλο ξεπροβάλουν κεφάλια μανάδων, κατά μήκος όλου του στενού, που χαζεύουν τα τζιέρια τους.
Καθισμένος αμέριμνα στο κρεβάτι στο δωμάτιο του 5ο όροφου, βλέπω κάτι να κινείται στον φωταγωγό. Και να ξεπετάγεται ένας μαύρος φουντωτός γάτος με ορμή, τρέχει όλο το δωμάτιο και κρύβεται κάπου στην μπροστινή βεράντα. Ο Νταν, ο Αμερικάνος «γείτονας» τον βλέπει και μου λέει, «μην ανησυχείς, βρίσκεσαι στην Ισταμπούλ, εδώ οι γάτες είναι παντού». Μετά την σύντομη γνωριμία με τον μαύρο γάτο του hostel και έναν θορυβώδη Ιάπωνα που κάθε λίγο κοπανούσε τις πόρτες, αποφάσισα ότι χρειάζομαι είναι ένα καλό ύπνο. Δεν θα κρατήσει όμως πολύ, αφού κατά τις 2:30 ακούγεται ξαφνικά δυνατός θόρυβος τυμπάνων από τον δρόμο. Ένα τσούρμο έχει σκοπό να ξυπνήσει τον κόσμο για να πάει αυτός για φαγητό! Γιατί ξέχασα να σας πω, έχουμε Ραμαζάνι εδώ! Και το επόμενο γεύμα, το επονομαζόμενο Ιφταρ, είναι μετά την δύση της επόμενης μέρας... Υποτίθεται!
Attachments
-
130,3 KB Προβολές: 1.362