Greg_ce
Member
- Μηνύματα
- 179
- Likes
- 3.475
- Ταξίδι-Όνειρο
- U.S. Route 66
8η ημέρα (Σάββατο 03-08-2019)
Oberammergau – Linderhof - Neuschwanstein - Nesselwang
Η ημέρα μας ξεκίνησε παίρνοντας το πρωινό μας στο ισόγειο του ξενοδοχείου 4Rest Hotel Hall. Όχι όμως στο χώρο του ξενοδοχείου, αλλά σε café που στεγάζεται στο ίδιο κτίριο. Ο καφές ήταν υπέροχος και μπορώ να πω, πολύ καλύτερος από αυτόν που σερβίρουν τα ξενοδοχεία. Πήραμε 2 sandwiches, 2 strudels ( μήλου και κανέλας) και 2 cappuccinos μόνο με 15,30 €.
Tips:
Λίγο πριν το Ζέεφελντ (Seefeld in Tirol) σταματήσαμε σε βενζινάδικο OMV για ανεφοδιασμό. Γεμίσαμε το αυτοκίνητο με βενζίνη, αφού σε λίγο θα μπαίναμε στη Γερμανία που είχε πιο ακριβή βενζίνη. Η τιμή της βενζίνης δεν ήταν η πιο οικονομική που βρήκαμε στην Αυστρία, αλλά ήταν πολύ φτηνότερη από την αντίστοιχης ποιότητας βενζίνη στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, η τιμή της βενζίνης MaxxMotion 100plus είχε 1,519 €/lt.
Λίγο αργότερα, περνώντας το Ζέεφελντ, συναντήσαμε το Schlossberg Castle. Η όμορφη εικόνα αυτού του μικρού κάστρου σε συνδυασμό με το καταπράσινο τοπίο, είχε ήδη αρχίσει να μας μαγεύει και να μας προϊδεάζει για αυτά που θα δούμε στη συνέχεια.
Η ώρα ήταν 10:30 και λίγο πριν φτάσουμε στην πόλη Γκάρμις-Παρτενκίρχεν (Garmisch-Partenkirchen), κάναμε μία ακόμη στάση για να θαυμάσουμε το υπέροχο τοπίο.
Πραγματικά, αυτές οι διαδρομές είναι υπέροχες για όποιον λατρεύει την οδήγηση στη φύση.
Μετά από 30 λεπτά διαδρομής και απόσταση 20 km φτάσαμε στο χωριό Ομπεραμεργκάου. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων. Σταθμεύσαμε στον υπαίθριο χώρο στην είσοδο του χωριού. Εκεί υπήρχε μία πινακίδα που ανέφερε ότι η στάθμευση ήταν δωρεάν από τις 8:00 το πρωί του Σαββάτου μέχρι τις 13:00 το μεσημέρι της Κυριακής. Εκείνο που μας ανησύχησε ήταν η αναφορά περί αντικών αυτοκινήτων (oldtimer). Παρ’ αυτά αφού δεν βρήκαμε και κάποιο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων, αποφασίσαμε να ρισκάρουμε τη στάθμευση, για να μην σπαταλάμε αδίκως τον χρόνο μας.
Αυτός είναι ο λόγος που το χωριό αποτελεί έναν από τους πιο μοναδικούς προορισμούς στην Ευρώπη.
Εδώ, το νηπιαγωγείο με τοιχογραφίες από την, γνωστή σ’ όλους μας, ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας.
Ακριβώς απέναντι ο βρεφονηπιακός σταθμός, με τοιχογραφίες από το παραμύθι των αδελφών Grimm, «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ» (Hansel and Gretel).
Πρόκειται για παραδοσιακό παραμύθι της κεντρικής Ευρώπης, το οποίο μοιάζει αρκετά (ειδικά στην εισαγωγή του) με το παραμύθι του «Κοντορεβιθούλη».
Το παραμύθι που αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες περιγράφει την ιστορία δύο φτωχών γονέων που λόγω του λιμού αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους στο δάσος. Εκεί, αυτά απάγονται από μια μάγισσα που ζει, σε ένα σπίτι κατασκευασμένο από τούρτα, γλυκίσματα και πολλές άλλες λιχουδιές που δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τα δύο παιδιά, τελικά καταφέρνουν να δραπετεύσουν, λόγω του ότι υπερέχουν σε εξυπνάδα και επιστρέφουν στους γονείς τους, που βέβαια έχουν μετανιώσει για την πράξη τους.
Και βαδίζοντας προς το κέντρο του χωριού συναντάμε το πιο γνωστό κτίριο, για τις τοιχογραφίες του, στο Oberammergau. Το «Σπίτι του Πόντιου Πιλάτου» (Pilatushaus). Χρονολογείται από τον 18ο αιώνα και πήρε το όνομά του από τις εντυπωσιακές προοπτικές τοιχογραφίες του Franz Seraph Zwink.
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει το ξενοδοχείο Alte Post Hotel. Και εδώ συναντάμε την εικόνα του εσταυρωμένου στην πρόσοψή του.
Η πλαϊνή πρόσοψη του Alte Post Hotel, έχει τοιχογραφίες με βουκολικές αναπαραστάσεις της καθημερινότητας.
Και στο εσωτερικό του ξενοδοχείου, είναι ιδιαίτερο το τζάκι από πλακίδια πορσελάνης.
Ακριβώς απέναντι ένα κτίριο με ζωγραφισμένες εικόνες θρησκευτικού περιεχομένου. Το θέμα των τοιχογραφιών περιγράφει τα Θεία Πάθη, την Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού.
Από πού όμως προκύπτει αυτή η θρησκευτικότητα;
Η ιστορία έχει ως εξής:
Το Ομπεραμεργκάου το 1663 βρέθηκε αντιμέτωπο με μια θανατηφόρα επιδημία βουβωνικής πανώλης (πανούκλα). Την περίοδο αυτή, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, μαστίζονταν απ’ αυτή την αρρώστια, με συνέπεια τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της. Εκείνη την εποχή, οι κάτοικοι του χωριού έκαναν ένα ευφάνταστο τάμα. Υποσχέθηκαν ότι αν ο Θεός τους σώσει, να κάνουν κάθε δέκα χρόνια αναπαράσταση των Παθών του Χριστού, μ’ ένα έργο που θα απεικονίζει τη ζωή και το θάνατο του Ιησού.
Η πρώτη παράσταση πραγματοποιήθηκε το 1634. Από τότε τηρώντας τον όρκο τους, περίπου 2.000 ντόπιοι - που πρέπει είτε να έχουν γεννηθεί στο Oberammergau ή να έχουν ζήσει σ’ αυτό μια εικοσαετία - ζωντανεύουν την ιστορία του Ιησού για μια περίοδο πέντε μηνών.
Όλη η παράσταση, περιστρέφεται γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αποκαλείται «Oberammergau Passion Play». Είναι μια συγκινητική γιορτή δράματος και μουσικής, που προσελκύει θεατές και θρησκευόμενους από όλο τον κόσμο.
Πιο πέρα ένα ακόμη κτίριο με τον εσταυρωμένο Ιησού.
Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους του χωριού δεν σταματήσαμε να θαυμάζουμε τις τοιχογραφίες των κτιρίων. Όλα σχεδόν τα κτίρια του χωριού καλύπτονταν στην πρόσοψή τους από διακοσμητικές τοιχογραφίες.
Το είδος αυτό της ζωγραφικής, γνωστό ως Lüftlmalerei (ζωγραφική αέρα), μεταφέρθηκε στη Νότια Βαυαρία από την Ιταλία τον 18ο αιώνα.
Σταθήκαμε για λίγο σ’ ένα γεωμορφολογικό χάρτη, που υπήρχε στην πλατεία του χωριού, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τη θέση του χωριού σε σχέση με τα περιβάλλοντα όρη των Βαυαρικών Άλπεων.
Αφού γυρίσαμε όλα τα στενά δρομάκια του χωριού, τελειώσαμε τη βόλτα μας περπατώντας στον πεζόδρομο δίπλα στο ποτάμι Ammer, που ρέει μέσα στο χωριό. Ξεκουραστήκαμε για λίγο στα παγκάκια που βρίσκονταν στην κοίτη του ποταμού και γεμίσαμε το μυαλό μας με ειδυλλιακές εικόνες.
Αλήθεια, τι ηρεμία και γαλήνη σου προσφέρουν αυτά τα μέρη!
Μετά από λίγο κατευθυνθήκαμε στο χώρο στάθμευσης, ενώ η ώρα ήταν 12:20. Ευτυχώς δεν είχαμε κάποιο απρόοπτο, με τη στάθμευση και έτσι ξεκινήσαμε για το παλάτι Linderhof που απείχε μόνο 14 km.
Στο παλάτι Linderhof φτάσαμε στις 12:45, ακολουθώντας μια υπέροχη καταπράσινη διαδρομή δίπλα στο ποταμό Linder. Μπαίνοντας στο χώρο του του παλατιού πληρώσαμε 2,50 € για τη στάθμευση του αυτοκινήτου.
Το τοπίο σ’ όλη περιοχή ήταν υπέροχο, αλλά στο φροντισμένο χώρο του παλατιού γινόταν σαγηνευτικά όμορφο. Οι φροντισμένοι κήποι, τα ανθισμένα παρτέρια, τα καταπράσινα λοφάκια με την οργιώδη βλάστηση, το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής, τα ποταμάκια, οι λιμνούλες και τόσο άλλα συνέθεταν μια ακόμα οπτική μελωδία, αντίστοιχη με του μεγάλου κλασσικού συνθέτη Wagner που τόσο αγάπησε ο Ludwig II.
Κατευθυνθήκαμε στο χώρο έκδοσης των εισιτηρίων και εκδώσαμε εισιτήρια για την αγγλόφωνη ξενάγηση του παλατιού.
Info:
Περπατώντας μέσα από όμορφα διαμορφωμένα δρομάκια, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο παλάτι.
Μείναμε έκθαμβοι από την αισθητική του χώρου. Το κτιριακό περιτύπωμα του παλατιού, οι υπέροχες διακοσμημένες όψεις του, η λιμνούλα μπροστά του, με το επιχρυσωμένο σιντριβάνι της αρχαίας ρωμαϊκής θεάς των λουλουδιών και της άνοιξης «Flora», ο λόφος με την ροτόντα, η γεωμετρική συμμετρία των κλιμάκων και των κήπων, στα μάτια μας το έκανε πιο εντυπωσιακό.
Το σιντριβάνι της λίμνης εκτόξευε νερό κάθε μισή ώρα σε ύψος 22 μ.
Μοναδική εξαίρεση στη συμμετρία του τοπίου και στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χώρου, που διατάρασσε τη γεωμετρία του σχεδίου, ήταν το τεράστιο δέντρο, που αποτυπώνεται στα δεξιά της φωτογραφίας.
Το δένδρο είναι μια φλαμουριά περίπου 300 ετών. Λέγεται δε, ότι η ονομασία του δένδρου που στα γερμανικά είναι «Linden» έδωσε το όνομα στην περιοχή και στο παλάτι.
Δεν άργησε να έρθει και η σειρά του group που είχαμε ενταχθεί, για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση στο εσωτερικό του παλατιού.
Ξεναγός μας, ήταν μια μικρή γερμανιδούλα που μας παρέλαβε με χαμόγελο και πολλή ευγένεια για την ξενάγηση.
Η φωτογράφηση απαγορευόταν στο εσωτερικό, ωστόσο έβγαλα μία μόνο φωτογραφία από το χώρο της εισόδου. Είναι χαρακτηριστικό το άγαλμα του αυτοκράτορα Λουδοβίκου πάνω στο άλογο. Όμως το άγαλμα που βρίσκεται στη μέση του χώρου της εισόδου, δεν αναπαριστά τον Λουδοβίκο τον Β’ της Βαυαρίας αλλά τον Λουδοβίκο τον ΙΔ’ της Γαλλίας, για τον οποίο ο πρώτος, έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα θαυμασμού και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στον τρόπο διακυβέρνησής του.
(West Tapestry Room - photo from internet)
Η ξενάγηση ξεκίνησε, αφού ανεβήκαμε στον α΄ όροφο. Το πρώτο δωμάτιο που επισκεφθήκαμε ήταν το «West Tapestry Room». Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο ταπισερί με θέματα ειδυλλιακών στιγμών στη φύση. Χαρακτηριστικό του δωματίου ήταν το μεγάλο πορσελάνινο παγώνι, ένα πτηνό που λάτρευε ο Λουδοβίκος ο Β’, καθώς και το όρθιο πιάνο, που εξαιτίας του ονομαζόταν και «Music Room».
(Audience Room - photo from internet)
Περάσαμε στο επόμενο δωμάτιο που ήταν το δωμάτιο του κοινού «Audience Room». Παρά το όνομά του ο Λουδοβίκος ο Β’ δεν το χρησιμοποίησε ποτέ ως αίθουσα ακροατηρίου του κοινού. Άλλωστε ήταν ένας μοναχικός και ιδιαίτερος άνθρωπος που δεν είχε πολλές κοινωνικότητες. Το δωμάτιο αυτό, απ’ ότι μας είπε η ξεναγός, το χρησιμοποίησε περισσότερο ως χώρο γραφείου, για τη μελέτη των κάστρων που σχεδίαζε.
(Bedroom - photo from internet)
Και περάσαμε σ’ ένα από τα εντυπωσιακότερα δωμάτια του παλατιού, το «King's Bedroom», που ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του παλατιού.
Το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο σε υπερυψωμένο βάθρο, ενώ περικλείονταν από ένα επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα. Η όλη χωροταξική τοποθέτηση του τεράστιου κρεβατιού, σε συνδυασμό με τα μορφολογικά στοιχεία του, έδινε την εντύπωση ενός βωμού. Χαρακτηριστικό ήταν το μπλε χρώμα, που παρέπεμπε σε βασιλιά, εξ’ ου και ο «γαλαζοαίματος» όταν κάνουμε αναφορά για βασιλική καταγωγή. Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένας πολυέλαιος με 108 κεριά.
(Dining Room - photo from internet)
Αμέσως μετά περάσαμε στο δωμάτιο της τραπεζαρίας «Dining Room». Εδώ μείναμε με το στόμα ανοιχτό μ’ αυτά που ακούσαμε!
Αυτό το δωμάτιο ήταν διάσημο κυρίως για το τραπέζι του, γνωστό ως «wishing table» ή «τραπέζι των επιθυμιών». Το τραπέζι αυτό, μέσω ενός μηχανισμού μανιβέλας, μπορούσε να κατέβει στο ισόγειο που ήταν ο χώρος της κουζίνας. Έτσι το σερβίρισμα των φαγητών γινόταν χωρίς την παρουσία σερβιτόρου και ο βασιλιάς παρέμενε ανεπιτήρητος κατά την διάρκεια του φαγητού.
Ο Λουδοβίκος ο Β’ δεν ήθελε κανέναν γύρω από το τραπέζι του κατά την διάρκεια των γευμάτων του. Ωστόσο, το προσωπικό έπρεπε να στρώνει το τραπέζι για τουλάχιστον τέσσερα άτομα, επειδή λέγεται ότι ο βασιλιάς συνομιλούσε με φανταστικούς ανθρώπους ενώ έτρωγε, όπως ο Λουδοβίκος ο ΙΔ’, η Μαρία Αντουανέτα, η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ που ήταν η επίσημη ερωμένη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, κ.λπ. Συνήθιζε να τους χαιρετάει και να συνομιλεί μαζί τους, σαν να τους είχε πραγματικά καλεσμένους του στο τραπέζι.
(Hall of Mirrors - photo from internet)
Και η ξενάγηση τελείωσε με το εντυπωσιακό δωμάτιο των καθρεπτών «Hall of Mirrors».
Αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε από τον βασιλιά ως σαλόνι. Του άρεσε να κάθεται εκεί να διαβάζει όλη τη νύχτα. Ο Λουδοβίκος ο Β’ κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και έμενε ξύπνιος τη νύχτα. Οι καθρέφτες που κάλυπταν κάθε σημείο των τοίχων του δωματίου, υπό το φως των κεριών έδιναν ένα εκθαμβωτικό αποτέλεσμα. Στο διαταραγμένο μυαλό του βασιλιά το φως των κεριών με τις αντανακλάσεις στους καθρέπτες, του έδιναν την ψευδαίσθηση μιας ατελείωτης λεωφόρου.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στους υπέροχα διατηρημένους κήπους του παλατιού.
Και ακολουθήσαμε τα μονοπάτια που ο μοναχικός και απόμακρος «βασιλιάς» συνήθιζε να περπατά μόνος του και να φαντασιώνεται ήρωες από τις όπερες του Βάγκνερ, τους οποίους ταύτιζε με τον εαυτό του. Σ’ αυτά τα δασικά μονοπάτια περιπλανιόταν ο Λουδοβίκος ο Β’, βυθισμένος στις σκέψεις του, ενώ μονολογούσε μεγαλοφώνως.
Περπατώντας φτάσαμε στο Μαυριτανικού Περίπτερο «Moorish Kiosk». Αυτό το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Karl von Diebitsch για τη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι το 1867.
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Β’ το αγόρασε το 1876. Το πιο αξιοσημείωτο έπιπλο αυτού του κτηρίου ήταν ο Θρόνος Παγώνι, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχε ένας γυάλινος πολυέλεος και μια μαρμάρινη κρήνη. Εδώ ο «βασιλιάς» συνήθιζε να διαβάζει, πίνοντας το τσάι του και καπνίζοντας ναργιλέ, ενώ οι υπηρέτες ήταν ντυμένοι με ανατολίτικες στολές.
Επιστρέφοντας στο χώρο του παλατιού, η γυναίκα μου έμεινε στο χώρο της λιμνούλας και εγώ ανέβηκα στο λόφο απέναντι από το παλάτι για να απολαύσω τη θέα.
Στην κορυφή του λόφου, υπήρχε ένας υπέροχος μαρμάρινος Ναός της Αφροδίτης. Ο ναός αποτελείτο από μια στρογγυλή ελληνική ροτόντα που φέρονταν σε έξι κίονες κορινθιακού ρυθμού. Στο εσωτερικό της δέσποζε το άγαλμα της Αφροδίτης, περιστοιχιζόμενο από δύο αγγελάκια.
Η κούραση από την ανάβαση των κλιμάκων, είχε ως αντιστάθμισμα μια πανοραμική θέα του Linderhof. Πραγματικά, άξιζε τον κόπο.
Info:
Ο Λουδοβίκος στέφθηκε βασιλιάς της Βαυαρίας στις 10 Μαρτίου του 1864, ύστερα από το θάνατο του πατέρα του από ασθένεια.
Επρόκειτο για μια φοβερά αντιφατική προσωπικότητα, στην οποία συνυπήρχαν, μέσα σε απέραντη σύγχυση, η μεγαλομανία, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, η θρησκοληψία, η ροπή στις ηδονές, η σκληρότητα και η αγάπη στην τέχνη. Ίσως αυτός ο κυκεώνας μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του τον τρέλανε.
Τα μεγαλύτερα άγχη του νέου βασιλιά, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ήταν η απόκτηση ενός διαδόχου, μιας και αυτό το επέβαλε η τάξη πραγμάτων την εποχής. Στα είκοσι δύο χρόνια της βασιλείας του, παρά το ότι αρραβωνιάστηκε τη Σοφία Καρλόττα της Βαυαρίας, ανέβαλε συνεχώς το γάμο του, λόγω των ομοφυλοφιλικών του τάσεων.
Η σχέση που σημάδεψε τη ζωή του ήταν αυτή με το Ριχάρδο Βάγκνερ. Κάλεσε το μεγάλο συνθέτη κοντά του την πρώτη ημέρα που ανέλαβε βασιλιάς, του χορήγησε ένα γιγάντιο μισθό και του παραχώρησε ένα παλάτι, για να ζει με την ερωμένη του, την κόμισσα Φον Μπόλοφ, κόρη του άλλου μεγάλου συνθέτη Λιστ. Αν και ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι οι δύο άνδρες είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, οι Βαυαροί είχαν αρχίσει να χλευάζουν το βασιλιά τους.
Οι Βαυαροί μπορεί να γελούσαν με τη σχέση του βασιλιά τους με τον Βάγκνερ, δεν είχαν δει όμως ακόμα τίποτε.
O Λουδοβίκος, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο εξαχρειωνόταν ερωτικά. Οι περισσότερες φωτογραφίες του βασιλιά που υπάρχουν στα αρχεία είναι με τους εραστές του, που συνήθως τους διόριζε υπασπιστές του. Πασίγνωστες ήταν οι σχέσεις του με τον Παύλο φον Τάξις, με έναν ηθοποιό ονόματι Καιντς και με το Ριχάρδο Χόρνιγκ, σταβλάρχη, τον οποίο πήρε ως συνοδό του σε επίσημο βασιλικό ταξίδι στη Γαλλία.
Προς το τέλος της βασιλείας του, έβγαινε μεταμφιεσμένος τις νύχτες και επέστρεφε στο παλάτι με χαμάληδες, αμαξάδες και μεθυσμένους στρατιώτες. Φήμες έλεγαν επίσης ότι έγδυνε τους άνδρες της φρουράς του και τους έβαζε να παλεύουν, ενώ αυτός παρακολουθούσε σαν να βρισκόταν σε αρχαιοελληνική παλαίστρα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν φανερό από το τρόπο της ζωής του ότι τρελαινόταν. Πρωτοποριακές πολιτικές επιλογές συμβάδιζαν με παρανοϊκές αποφάσεις. Διαφώνησε με τη στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας που προωθούσαν οι Πρώσοι, αρνήθηκε να παραστεί στο θρίαμβο που διοργανώθηκε στο Παρίσι για τη νίκη των Γερμανών στο γαλλογερμανικό πόλεμο το 1871 και, παρά τη θρησκοληψία του, διέταξε το διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας.
Παράλληλα, είχε μια φοβερή μεγαλομανία, που την εξέφραζε χτίζοντας πύργους. Όταν όμως το Δημόσιο Ταμείο αρνήθηκε να του δώσει λεφτά για να αποπερατώσει τον πύργο του Χερενχίμζεε, δήλωσε ότι θα πουλήσει τη Βαυαρία.
Η κυβέρνηση τον αποδοκίμασε και τότε αυτός την έπαυσε, ορίζοντας καινούρια, με πρωθυπουργό τον κουρέα του και δύο μαγείρους του ως βασικούς υπουργούς. Η διαταγή του θεωρήθηκε άκυρη. Μια επιτροπή ψυχιάτρων έκανε έρευνα στο προσωπικό του και αποφάσισε επισήμως ότι ο βασιλιάς έπασχε από ανίατη παράνοια. Ο διάδοχος πρίγκιπας Λεοπόλδος, ο υπουργός Εξωτερικών και οι ψυχίατροι τον επισκέφθηκαν στον πύργο και τον έντυσαν με το ζουρλομανδύα μετά από μάχη, καθώς η φρουρά του αρνήθηκε να τον παραδώσει.
Ένα μήνα αργότερα, ενώ βγήκε για μία βόλτα στη λίμνη δίπλα στον πύργο όπου είναι έγκλειστος, ανακαλύπτεται νεκρός. Η επίσημη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο Λουδοβίκος σκότωσε το συνοδό του κι έπειτα αυτοκτόνησε διά πνιγμού, εκδοχή που αμφισβητήθηκε πολύ.
Κάπως έτσι τελειώσαμε την περιήγησή μας στο παλάτι Linderhof. Η ώρα είχε πάει 15:50 και ξεκινήσαμε για το κάστρο Neuschwanstein. Η διαδρομή από το Linderhof προς το κάστρο Neuschwanstein, ήταν μαγική. Ο δρόμος ήταν ορεινός μέσα σ΄ ένα καταπράσινο τοπίο, με γρήγορες ανοιχτές καμπές και μερικά πιο αργά αλλά τεχνικά κομμάτια στροφών και φουρκέτων. Μια διαδρομή που ήταν η χαρά της οδήγησης. Περισσότερο συναντήσαμε μοτοσικλετιστές, που κινούνταν εξαιρετικά γρήγορα, με εκπληκτικά πλαγιάσματα των μηχανών στις γρήγορες καμπές. Απόλαυση από τη μία να τους βλέπεις και από την άλλη να οδηγείς.
Από το Linderhof μετά από 8 Km, περάσαμε και πάλι στα εδάφη της Αυστρίας, ενώ συνολικά μετά από 17 Km, βρεθήκαμε στην αυστριακή λίμνη Plannsee.
Δεν παραλείψαμε να κάνουμε δύο διαφορετικές στάσεις στη λίμνη Plansee, για να την απολαύσουμε και να βγάλουμε φωτογραφίες.
Από τη λίμνη κατευθυνθήκαμε προς Füssen (Φύσεν), αφού περάσαμε και πάλι σε γερμανικό έδαφος μετά από 22 km. Η συνολική διαδρομή από το παλάτι Linderhof μέχρι το χώρο στάθμευσης στο Schwangau (Σβανγκάου) ήταν 44 km.
Σταθμεύσαμε στο χώρο στάθμευσης Parkplatz P2 Königsschlösser, στις 17:00 και ξεκινήσαμε την άνοδο προς το κάστρο με τα πόδια. Η απόσταση μέχρι το κάστρο Neuschwanstein ήταν 1600 m, ενώ η υψομετρική διαφορά 148 m. Δηλαδή, η μέση κλίση του δρόμου ήταν 9%.
Ανεβαίνοντας στα δεξιά μας είχαμε άλλο ένα κάστρο. Το κάστρο Hohenschwangau (Χοχενσβανγκάου). Τα κάστρο αυτό αποτέλεσε την επίσημη καλοκαιρινή και κυνηγετική κατοικία του Μαξιμιλιανού Β’, της συζύγου του Μαρίας της Πρωσίας και των δύο γιων τους Λουδοβίκου Β’ και Όθωνα. Οι νεαροί πρίγκιπες πέρασαν εδώ τα περισσότερα χρόνια της εφηβείας τους. Η βασίλισσα Μαρία, που αγαπούσε να περπατάει στα βουνά, δημιούργησε μέσα στο κάστρο έναν αλπικό κήπο με φυτά που συγκεντρώθηκαν από όλες τις Άλπεις. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έμεναν στο κεντρικό κτήριο, ενώ τα αγόρια στο παράρτημα.
Και ενώ, τόσο η κατάβαση όσο και η ανάβαση στο κάστρο γινόταν με άμαξες, αλλά και με λεωφορεία, εμείς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε με τα πόδια, κρατώντας ένα σχετικά γρήγορο ρυθμό. Θα μου πείτε γιατί επιλέξαμε να ταλαιπωρηθούμε και δεν χρησιμοποιήσαμε κάποιο άλλο μέσο; Μα γιατί τα εισιτήρια για το κάστρο εκδίδονταν μέχρι τις 17:00, ενώ αυτό ήταν ανοιχτό μέχρι τις 18:00. Άρα, η επιλογή ήταν μόνο μία, για να το προλάβουμε ανοιχτό. Τα πόδια μας…
Τελικά μετά από 20 λεπτά σχετικά γρήγορο περπάτημα φτάσαμε στον χώρο του κάστρου. Δεν θα έλεγα ότι κουραστήκαμε ιδιαίτερα. Μπορεί η διαδρομή να είχε μια σχετική ανάβαση, αλλά ήταν σ’ όλο το μήκος της σκιερή, ενώ μπορούσες να χαζεύεις τόσα πράγματα (τα κάστρα, τον κόσμο, το φυσικό περιβάλλον, κ.α), που σε έκαναν να ξεχνάς την κούραση. Καμιά φορά το πάθος και η θέληση υπερνικά τη φυσική κόπωση.
Αν με ρωτούσε κάποιος αν αξίζει να πάει με τα πόδια. Θα απαντούσα, αναμφισβήτητα ναι!!
Η ώρα ήταν ήδη 17:25 όταν κάναμε μια πρώτη στάση στη μεταλλική πλατφόρμα (Skywalk Neuschwanstein) που προβαλλόταν στο κενό και μας εξασφάλιζε μια ωραία εικόνα του κάστρου.
Από ένα πλάτωμα, ακριβώς απέναντι είχαμε τη θέα της λίμνης Alpsee.
Τελικά προλάβαμε και μπήκαμε στο εσωτερικό του κάστρου και περπατήσαμε στα δύο επίπεδα των αύλιων χώρων του.
Στην πάνω εσωτερική αυλή του κάστρου υπήρχε μια επίτοιχη πινακίδα που έκανε μια μικρή αναφορά στην ιστορία του κάστρου.
Σύμφωνα λοιπόν με τα γραφόμενα, ο θεμέλιος λίθος του κάστρου μπήκε από το Λουδοβίκο το Β’ στις 5 Σεπτεμβρίου 1869. Η αρχιτεκτονική του κάστρου είναι ένα συνονθύλευμα διαφόρων τύπων δόμησης που προσπαθεί να προσομοιάσει με το ρωμανικό στυλ του 13ου αιώνα.
Κτίστηκε σύμφωνα με τα σχέδια των Eduard Riedel και Georg Dollmann, τα οποία εμπνεύστηκαν από εξιδανικευμένα σκίτσα του σκηνογράφου Christian Jank. Ο Λουδοβίκος, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έκανε πάρα πολλές αλλαγές και παρεμβάσεις. Είχε αρχίσει να τρελαίνει τους μηχανικούς και τους τεχνίτες με τις συνεχείς μεταβολές των σχεδίων της δόμησης.
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Λουδοβίκου το κάστρο κατασκευάστηκε με πολλά διαφορετικά τμήματα κτισμάτων. Τα χαρακτηριστικότερα αυτών ήταν της πύλης, των ιπποτών, του παλατιού, του παρεκκλησίου, των δωματίων των Κυριών.
Όταν πέθανε το 1886, τα μόνα τμήματα που είχαν αποπερατωθεί ήταν το παλάτι και τα κτίρια των ιπποτών και της πύλης.
Το εσωτερικό της κύριας πύλης.
Από το κάστρο η γέφυρα Marienbrücke, την οποία επιλέγουν πολλοί για μια πανοραμική φωτογραφία του κάστρου.
Κατεβήκαμε από το κάστρο και πάλι με τα πόδια, ενώ πλέον παρατηρούσαμε με περισσότερη λεπτομέρεια τα μαγαζιά και τις ταβέρνες που υπήρχαν στο δρόμο για το χώρο στάθμευσης.
Πληρώσαμε 7 € για στάθμευση περίπου 2 ωρών και ξεκινήσαμε για το χωριουδάκι Reichenbach, όπου βρίσκονταν το ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε.
Info:
Πριν φύγουμε από την περιοχή κάναμε μία ακόμα στάση έξω από το χωριό Σβανγκάου (Schwangau), για να απολαύσουμε τη θέα του κάστρου από μακριά.
Εδώ θέσαμε μεταξύ ημών το ερώτημα. Ποιο μας εντυπωσίασε περισσότερο; Το παλάτι Linderhof ή το κάστρο Neuschwanstein;
Στη γυναίκα μου άρεσε περισσότερο το κάστρο Neuschwanstein, για την εντυπωσιακή εξωτερική του όψη, την επιβλητικότητα της κατασκευής του και τη μοναδικότητα της αρχιτεκτονικής του.
Εμένα με εντυπωσίασε περισσότερο το παλάτι Linderhof, για την κομψή αρχιτεκτονική του, αλλά πολύ περισσότερο για τον περιβάλλοντα χώρο του.
Το παλάτι Linderhof μπορεί να μην είναι τόσο δημοφιλές όσο το Neuschwanstein, αλλά ήταν το μοναδικό παλάτι που ο Λουδοβίκος ο Β’ τελείωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Επίσης σ’ αυτό έμεινε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και κατά συνέπεια το συνοδεύουν οι συνήθειες, οι φήμες και οι δοξασίες του τρόπου ζωής του βασιλιά.
Τέλος στον περιβάλλοντα χώρο του παλατιού Linderhof μπορείς να περιπλανηθείς σχεδόν μόνος, αφού δεν έχει την πολυκοσμία του κάστρου Neuschwanstein. Είναι όμορφο να περπατάς του δασικούς δρόμους, που έζησε αυτός ο ιδιόρρυθμος βασιλιάς, προσπαθώντας να αντιληφθείς τη διαφορετικότητά του, τη μοναξιά του και εν τέλει την δυστυχία του.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο ξενοδοχείο στις 19:40, διανύοντας 30 km από το Schwangau (Σβανγκάου) μέχρι το ξενοδοχείο Landgasthof Zum. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στο χωριό Reichenbach του δήμου Nesselwang, στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων.
Η ξενοδόχος αφού μας καλωσόρισε μας έδωσε το κλειδί του δωματίου «Anna». Μας ρώτησε αν θα δειπνήσουμε. Αφού της το επιβεβαιώσαμε, ανεβήκαμε στο δωμάτιο για να αφήσουμε τα πράγματά μας.
Το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Παντού είχε κόκκινες καρδούλες, στα μαξιλάρια, έξω από την πόρτα, στο χαλάκι της εισόδου, μέχρι και στο keyring. Γενικά υπήρχε μια ρομαντική νότα στο δωμάτιο.
Δεν αργήσαμε να κατέβουμε στο χώρο του εστιατορίου και η ευγενική κυρία Anna μας οδήγησε στο τραπέζι μας, που είχε και την κάρτα «Reserwiert».
Πήραμε χοιρινό φιλέτο με μπέικον, σαλάτα διάφορων χορταρικών με βαλσάμικο και 2 μπύρες Hell Paulaner. Τα πιάτα ήταν υπέροχα. Και επειδή είχε ενδιαφέρον το βαυαρικό μενού, βλέποντας και κάποια πιάτα που είχαν σερβίρει στα διπλανά τραπέζια, ζητήσαμε εκ νέου τον κατάλογο για να ξαναπαραγγείλουμε. Η απάντηση που λάβαμε ήταν ότι η κουζίνα είχε κλείσει, από τις 21:00 και μόνο μπύρα μπορούσαμε να παραγγείλουμε. Έτσι αρκεστήκαμε σε 2 ακόμα ποτήρια μπύρα.
Λάβαμε ωστόσο το μήνυμα, ότι στη Γερμανία, όταν αναφέρουν ότι η κουζίνα κλείνει στις 21:00, το εννοούν και μάλλον τους φαίνεται αγενές να ζητάς παράταση του χρόνου σερβιρίσματος. Μας έδωσαν την εντύπωση ότι ενοχλήθηκαν με αυτό, πιθανώς γιατί έτσι καταστρατηγούνται τα ωράρια των εργαζομένων. Η πιστή εφαρμογή των κανόνων, σε κάθε έκφανση της ζωής τους, μάλλον, είναι το κύριο χαρακτηριστικό των Γερμανών.
Βγαίνοντας από το εστιατόριο, περπατήσαμε για λίγο στα μικρά λιβάδια γύρω από το ξενοδοχείο. Μια απόλυτη σιγή επικρατούσε, ενώ το σκοτάδι άρχισε να γίνεται βαρύ. Κοιτάξαμε στον ουρανό και επειδή δεν είχε φώτα και αντανακλάσεις, είδαμε όλα τα αστρικά συμπλέγματα. Δεν είχαμε ξαναδεί τόσα αστέρια στον ουρανό! Είναι διαφορετικό και απόκοσμα όμορφο να περπατάς στο σκοτάδι, με μια ησυχία που προκαλεί δέος, κάτω από τη λάμψη των άστρων. Έτσι ρομαντικά κλείσαμε τη μέρα μας…
Oberammergau – Linderhof - Neuschwanstein - Nesselwang
Η ημέρα μας ξεκίνησε παίρνοντας το πρωινό μας στο ισόγειο του ξενοδοχείου 4Rest Hotel Hall. Όχι όμως στο χώρο του ξενοδοχείου, αλλά σε café που στεγάζεται στο ίδιο κτίριο. Ο καφές ήταν υπέροχος και μπορώ να πω, πολύ καλύτερος από αυτόν που σερβίρουν τα ξενοδοχεία. Πήραμε 2 sandwiches, 2 strudels ( μήλου και κανέλας) και 2 cappuccinos μόνο με 15,30 €.
Tips:
- Το πρωινό στο ξενοδοχείο 4Rest Hotel Hall στοίχιζε 13,90 €/άτομο, ενώ στο ισόγειο κατάστημα στην ίδια περίπου τιμή πήραμε ένα πλήρες πρωινό για δύο άτομα. Συνεπώς, συστήνεται ανεπιφύλαχτα η μη επιλογή πρωινού στο εν λόγω ξενοδοχείο, αφού υπάρχει η ανωτέρω εναλλακτική λύση.
- Το strudel μήλου ήταν πραγματικά αξεπέραστο και αξίζει κάποιος να το δοκιμάσει στην περιοχή.
Λίγο πριν το Ζέεφελντ (Seefeld in Tirol) σταματήσαμε σε βενζινάδικο OMV για ανεφοδιασμό. Γεμίσαμε το αυτοκίνητο με βενζίνη, αφού σε λίγο θα μπαίναμε στη Γερμανία που είχε πιο ακριβή βενζίνη. Η τιμή της βενζίνης δεν ήταν η πιο οικονομική που βρήκαμε στην Αυστρία, αλλά ήταν πολύ φτηνότερη από την αντίστοιχης ποιότητας βενζίνη στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, η τιμή της βενζίνης MaxxMotion 100plus είχε 1,519 €/lt.
Λίγο αργότερα, περνώντας το Ζέεφελντ, συναντήσαμε το Schlossberg Castle. Η όμορφη εικόνα αυτού του μικρού κάστρου σε συνδυασμό με το καταπράσινο τοπίο, είχε ήδη αρχίσει να μας μαγεύει και να μας προϊδεάζει για αυτά που θα δούμε στη συνέχεια.
Η ώρα ήταν 10:30 και λίγο πριν φτάσουμε στην πόλη Γκάρμις-Παρτενκίρχεν (Garmisch-Partenkirchen), κάναμε μία ακόμη στάση για να θαυμάσουμε το υπέροχο τοπίο.
Πραγματικά, αυτές οι διαδρομές είναι υπέροχες για όποιον λατρεύει την οδήγηση στη φύση.
Μετά από 30 λεπτά διαδρομής και απόσταση 20 km φτάσαμε στο χωριό Ομπεραμεργκάου. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων. Σταθμεύσαμε στον υπαίθριο χώρο στην είσοδο του χωριού. Εκεί υπήρχε μία πινακίδα που ανέφερε ότι η στάθμευση ήταν δωρεάν από τις 8:00 το πρωί του Σαββάτου μέχρι τις 13:00 το μεσημέρι της Κυριακής. Εκείνο που μας ανησύχησε ήταν η αναφορά περί αντικών αυτοκινήτων (oldtimer). Παρ’ αυτά αφού δεν βρήκαμε και κάποιο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων, αποφασίσαμε να ρισκάρουμε τη στάθμευση, για να μην σπαταλάμε αδίκως τον χρόνο μας.
- Oberammergau
Αυτός είναι ο λόγος που το χωριό αποτελεί έναν από τους πιο μοναδικούς προορισμούς στην Ευρώπη.
Εδώ, το νηπιαγωγείο με τοιχογραφίες από την, γνωστή σ’ όλους μας, ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας.
Ακριβώς απέναντι ο βρεφονηπιακός σταθμός, με τοιχογραφίες από το παραμύθι των αδελφών Grimm, «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ» (Hansel and Gretel).
Πρόκειται για παραδοσιακό παραμύθι της κεντρικής Ευρώπης, το οποίο μοιάζει αρκετά (ειδικά στην εισαγωγή του) με το παραμύθι του «Κοντορεβιθούλη».
Το παραμύθι που αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες περιγράφει την ιστορία δύο φτωχών γονέων που λόγω του λιμού αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους στο δάσος. Εκεί, αυτά απάγονται από μια μάγισσα που ζει, σε ένα σπίτι κατασκευασμένο από τούρτα, γλυκίσματα και πολλές άλλες λιχουδιές που δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τα δύο παιδιά, τελικά καταφέρνουν να δραπετεύσουν, λόγω του ότι υπερέχουν σε εξυπνάδα και επιστρέφουν στους γονείς τους, που βέβαια έχουν μετανιώσει για την πράξη τους.
Και βαδίζοντας προς το κέντρο του χωριού συναντάμε το πιο γνωστό κτίριο, για τις τοιχογραφίες του, στο Oberammergau. Το «Σπίτι του Πόντιου Πιλάτου» (Pilatushaus). Χρονολογείται από τον 18ο αιώνα και πήρε το όνομά του από τις εντυπωσιακές προοπτικές τοιχογραφίες του Franz Seraph Zwink.
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει το ξενοδοχείο Alte Post Hotel. Και εδώ συναντάμε την εικόνα του εσταυρωμένου στην πρόσοψή του.
Η πλαϊνή πρόσοψη του Alte Post Hotel, έχει τοιχογραφίες με βουκολικές αναπαραστάσεις της καθημερινότητας.
Και στο εσωτερικό του ξενοδοχείου, είναι ιδιαίτερο το τζάκι από πλακίδια πορσελάνης.
Ακριβώς απέναντι ένα κτίριο με ζωγραφισμένες εικόνες θρησκευτικού περιεχομένου. Το θέμα των τοιχογραφιών περιγράφει τα Θεία Πάθη, την Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού.
Από πού όμως προκύπτει αυτή η θρησκευτικότητα;
Η ιστορία έχει ως εξής:
Το Ομπεραμεργκάου το 1663 βρέθηκε αντιμέτωπο με μια θανατηφόρα επιδημία βουβωνικής πανώλης (πανούκλα). Την περίοδο αυτή, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, μαστίζονταν απ’ αυτή την αρρώστια, με συνέπεια τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της. Εκείνη την εποχή, οι κάτοικοι του χωριού έκαναν ένα ευφάνταστο τάμα. Υποσχέθηκαν ότι αν ο Θεός τους σώσει, να κάνουν κάθε δέκα χρόνια αναπαράσταση των Παθών του Χριστού, μ’ ένα έργο που θα απεικονίζει τη ζωή και το θάνατο του Ιησού.
Η πρώτη παράσταση πραγματοποιήθηκε το 1634. Από τότε τηρώντας τον όρκο τους, περίπου 2.000 ντόπιοι - που πρέπει είτε να έχουν γεννηθεί στο Oberammergau ή να έχουν ζήσει σ’ αυτό μια εικοσαετία - ζωντανεύουν την ιστορία του Ιησού για μια περίοδο πέντε μηνών.
Όλη η παράσταση, περιστρέφεται γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αποκαλείται «Oberammergau Passion Play». Είναι μια συγκινητική γιορτή δράματος και μουσικής, που προσελκύει θεατές και θρησκευόμενους από όλο τον κόσμο.
Πιο πέρα ένα ακόμη κτίριο με τον εσταυρωμένο Ιησού.
Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους του χωριού δεν σταματήσαμε να θαυμάζουμε τις τοιχογραφίες των κτιρίων. Όλα σχεδόν τα κτίρια του χωριού καλύπτονταν στην πρόσοψή τους από διακοσμητικές τοιχογραφίες.
Το είδος αυτό της ζωγραφικής, γνωστό ως Lüftlmalerei (ζωγραφική αέρα), μεταφέρθηκε στη Νότια Βαυαρία από την Ιταλία τον 18ο αιώνα.
Σταθήκαμε για λίγο σ’ ένα γεωμορφολογικό χάρτη, που υπήρχε στην πλατεία του χωριού, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τη θέση του χωριού σε σχέση με τα περιβάλλοντα όρη των Βαυαρικών Άλπεων.
Αφού γυρίσαμε όλα τα στενά δρομάκια του χωριού, τελειώσαμε τη βόλτα μας περπατώντας στον πεζόδρομο δίπλα στο ποτάμι Ammer, που ρέει μέσα στο χωριό. Ξεκουραστήκαμε για λίγο στα παγκάκια που βρίσκονταν στην κοίτη του ποταμού και γεμίσαμε το μυαλό μας με ειδυλλιακές εικόνες.
Αλήθεια, τι ηρεμία και γαλήνη σου προσφέρουν αυτά τα μέρη!
Μετά από λίγο κατευθυνθήκαμε στο χώρο στάθμευσης, ενώ η ώρα ήταν 12:20. Ευτυχώς δεν είχαμε κάποιο απρόοπτο, με τη στάθμευση και έτσι ξεκινήσαμε για το παλάτι Linderhof που απείχε μόνο 14 km.
- Linderhof Palace
Στο παλάτι Linderhof φτάσαμε στις 12:45, ακολουθώντας μια υπέροχη καταπράσινη διαδρομή δίπλα στο ποταμό Linder. Μπαίνοντας στο χώρο του του παλατιού πληρώσαμε 2,50 € για τη στάθμευση του αυτοκινήτου.
Το τοπίο σ’ όλη περιοχή ήταν υπέροχο, αλλά στο φροντισμένο χώρο του παλατιού γινόταν σαγηνευτικά όμορφο. Οι φροντισμένοι κήποι, τα ανθισμένα παρτέρια, τα καταπράσινα λοφάκια με την οργιώδη βλάστηση, το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής, τα ποταμάκια, οι λιμνούλες και τόσο άλλα συνέθεταν μια ακόμα οπτική μελωδία, αντίστοιχη με του μεγάλου κλασσικού συνθέτη Wagner που τόσο αγάπησε ο Ludwig II.
Κατευθυνθήκαμε στο χώρο έκδοσης των εισιτηρίων και εκδώσαμε εισιτήρια για την αγγλόφωνη ξενάγηση του παλατιού.
Info:
- Η ξενάγηση στο παλάτι γινόταν μόνο σε δύο γλώσσες, την Αγγλική και την Γερμανική. Το κόστος του εισιτηρίου/άτομο ήταν 8,50 €.
- Η στάθμευση δεν είχε κάποιο χρονικό περιορισμό και ήταν 2,50 € για όλη την ημέρα.
Περπατώντας μέσα από όμορφα διαμορφωμένα δρομάκια, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο παλάτι.
Μείναμε έκθαμβοι από την αισθητική του χώρου. Το κτιριακό περιτύπωμα του παλατιού, οι υπέροχες διακοσμημένες όψεις του, η λιμνούλα μπροστά του, με το επιχρυσωμένο σιντριβάνι της αρχαίας ρωμαϊκής θεάς των λουλουδιών και της άνοιξης «Flora», ο λόφος με την ροτόντα, η γεωμετρική συμμετρία των κλιμάκων και των κήπων, στα μάτια μας το έκανε πιο εντυπωσιακό.
Το σιντριβάνι της λίμνης εκτόξευε νερό κάθε μισή ώρα σε ύψος 22 μ.
Μοναδική εξαίρεση στη συμμετρία του τοπίου και στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χώρου, που διατάρασσε τη γεωμετρία του σχεδίου, ήταν το τεράστιο δέντρο, που αποτυπώνεται στα δεξιά της φωτογραφίας.
Το δένδρο είναι μια φλαμουριά περίπου 300 ετών. Λέγεται δε, ότι η ονομασία του δένδρου που στα γερμανικά είναι «Linden» έδωσε το όνομα στην περιοχή και στο παλάτι.
Δεν άργησε να έρθει και η σειρά του group που είχαμε ενταχθεί, για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση στο εσωτερικό του παλατιού.
Ξεναγός μας, ήταν μια μικρή γερμανιδούλα που μας παρέλαβε με χαμόγελο και πολλή ευγένεια για την ξενάγηση.
Η φωτογράφηση απαγορευόταν στο εσωτερικό, ωστόσο έβγαλα μία μόνο φωτογραφία από το χώρο της εισόδου. Είναι χαρακτηριστικό το άγαλμα του αυτοκράτορα Λουδοβίκου πάνω στο άλογο. Όμως το άγαλμα που βρίσκεται στη μέση του χώρου της εισόδου, δεν αναπαριστά τον Λουδοβίκο τον Β’ της Βαυαρίας αλλά τον Λουδοβίκο τον ΙΔ’ της Γαλλίας, για τον οποίο ο πρώτος, έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα θαυμασμού και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στον τρόπο διακυβέρνησής του.
(West Tapestry Room - photo from internet)
Η ξενάγηση ξεκίνησε, αφού ανεβήκαμε στον α΄ όροφο. Το πρώτο δωμάτιο που επισκεφθήκαμε ήταν το «West Tapestry Room». Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο ταπισερί με θέματα ειδυλλιακών στιγμών στη φύση. Χαρακτηριστικό του δωματίου ήταν το μεγάλο πορσελάνινο παγώνι, ένα πτηνό που λάτρευε ο Λουδοβίκος ο Β’, καθώς και το όρθιο πιάνο, που εξαιτίας του ονομαζόταν και «Music Room».
(Audience Room - photo from internet)
Περάσαμε στο επόμενο δωμάτιο που ήταν το δωμάτιο του κοινού «Audience Room». Παρά το όνομά του ο Λουδοβίκος ο Β’ δεν το χρησιμοποίησε ποτέ ως αίθουσα ακροατηρίου του κοινού. Άλλωστε ήταν ένας μοναχικός και ιδιαίτερος άνθρωπος που δεν είχε πολλές κοινωνικότητες. Το δωμάτιο αυτό, απ’ ότι μας είπε η ξεναγός, το χρησιμοποίησε περισσότερο ως χώρο γραφείου, για τη μελέτη των κάστρων που σχεδίαζε.
(Bedroom - photo from internet)
Και περάσαμε σ’ ένα από τα εντυπωσιακότερα δωμάτια του παλατιού, το «King's Bedroom», που ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του παλατιού.
Το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο σε υπερυψωμένο βάθρο, ενώ περικλείονταν από ένα επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα. Η όλη χωροταξική τοποθέτηση του τεράστιου κρεβατιού, σε συνδυασμό με τα μορφολογικά στοιχεία του, έδινε την εντύπωση ενός βωμού. Χαρακτηριστικό ήταν το μπλε χρώμα, που παρέπεμπε σε βασιλιά, εξ’ ου και ο «γαλαζοαίματος» όταν κάνουμε αναφορά για βασιλική καταγωγή. Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένας πολυέλαιος με 108 κεριά.
(Dining Room - photo from internet)
Αμέσως μετά περάσαμε στο δωμάτιο της τραπεζαρίας «Dining Room». Εδώ μείναμε με το στόμα ανοιχτό μ’ αυτά που ακούσαμε!
Αυτό το δωμάτιο ήταν διάσημο κυρίως για το τραπέζι του, γνωστό ως «wishing table» ή «τραπέζι των επιθυμιών». Το τραπέζι αυτό, μέσω ενός μηχανισμού μανιβέλας, μπορούσε να κατέβει στο ισόγειο που ήταν ο χώρος της κουζίνας. Έτσι το σερβίρισμα των φαγητών γινόταν χωρίς την παρουσία σερβιτόρου και ο βασιλιάς παρέμενε ανεπιτήρητος κατά την διάρκεια του φαγητού.
Ο Λουδοβίκος ο Β’ δεν ήθελε κανέναν γύρω από το τραπέζι του κατά την διάρκεια των γευμάτων του. Ωστόσο, το προσωπικό έπρεπε να στρώνει το τραπέζι για τουλάχιστον τέσσερα άτομα, επειδή λέγεται ότι ο βασιλιάς συνομιλούσε με φανταστικούς ανθρώπους ενώ έτρωγε, όπως ο Λουδοβίκος ο ΙΔ’, η Μαρία Αντουανέτα, η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ που ήταν η επίσημη ερωμένη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, κ.λπ. Συνήθιζε να τους χαιρετάει και να συνομιλεί μαζί τους, σαν να τους είχε πραγματικά καλεσμένους του στο τραπέζι.
(Hall of Mirrors - photo from internet)
Και η ξενάγηση τελείωσε με το εντυπωσιακό δωμάτιο των καθρεπτών «Hall of Mirrors».
Αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε από τον βασιλιά ως σαλόνι. Του άρεσε να κάθεται εκεί να διαβάζει όλη τη νύχτα. Ο Λουδοβίκος ο Β’ κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και έμενε ξύπνιος τη νύχτα. Οι καθρέφτες που κάλυπταν κάθε σημείο των τοίχων του δωματίου, υπό το φως των κεριών έδιναν ένα εκθαμβωτικό αποτέλεσμα. Στο διαταραγμένο μυαλό του βασιλιά το φως των κεριών με τις αντανακλάσεις στους καθρέπτες, του έδιναν την ψευδαίσθηση μιας ατελείωτης λεωφόρου.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στους υπέροχα διατηρημένους κήπους του παλατιού.
Και ακολουθήσαμε τα μονοπάτια που ο μοναχικός και απόμακρος «βασιλιάς» συνήθιζε να περπατά μόνος του και να φαντασιώνεται ήρωες από τις όπερες του Βάγκνερ, τους οποίους ταύτιζε με τον εαυτό του. Σ’ αυτά τα δασικά μονοπάτια περιπλανιόταν ο Λουδοβίκος ο Β’, βυθισμένος στις σκέψεις του, ενώ μονολογούσε μεγαλοφώνως.
Περπατώντας φτάσαμε στο Μαυριτανικού Περίπτερο «Moorish Kiosk». Αυτό το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Karl von Diebitsch για τη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι το 1867.
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Β’ το αγόρασε το 1876. Το πιο αξιοσημείωτο έπιπλο αυτού του κτηρίου ήταν ο Θρόνος Παγώνι, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχε ένας γυάλινος πολυέλεος και μια μαρμάρινη κρήνη. Εδώ ο «βασιλιάς» συνήθιζε να διαβάζει, πίνοντας το τσάι του και καπνίζοντας ναργιλέ, ενώ οι υπηρέτες ήταν ντυμένοι με ανατολίτικες στολές.
Επιστρέφοντας στο χώρο του παλατιού, η γυναίκα μου έμεινε στο χώρο της λιμνούλας και εγώ ανέβηκα στο λόφο απέναντι από το παλάτι για να απολαύσω τη θέα.
Στην κορυφή του λόφου, υπήρχε ένας υπέροχος μαρμάρινος Ναός της Αφροδίτης. Ο ναός αποτελείτο από μια στρογγυλή ελληνική ροτόντα που φέρονταν σε έξι κίονες κορινθιακού ρυθμού. Στο εσωτερικό της δέσποζε το άγαλμα της Αφροδίτης, περιστοιχιζόμενο από δύο αγγελάκια.
Η κούραση από την ανάβαση των κλιμάκων, είχε ως αντιστάθμισμα μια πανοραμική θέα του Linderhof. Πραγματικά, άξιζε τον κόπο.
Info:
- Λίγα λόγια για τον Λουδοβίκο τον Β’ (Ludwig II)
Ο Λουδοβίκος στέφθηκε βασιλιάς της Βαυαρίας στις 10 Μαρτίου του 1864, ύστερα από το θάνατο του πατέρα του από ασθένεια.
Επρόκειτο για μια φοβερά αντιφατική προσωπικότητα, στην οποία συνυπήρχαν, μέσα σε απέραντη σύγχυση, η μεγαλομανία, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, η θρησκοληψία, η ροπή στις ηδονές, η σκληρότητα και η αγάπη στην τέχνη. Ίσως αυτός ο κυκεώνας μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του τον τρέλανε.
Τα μεγαλύτερα άγχη του νέου βασιλιά, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ήταν η απόκτηση ενός διαδόχου, μιας και αυτό το επέβαλε η τάξη πραγμάτων την εποχής. Στα είκοσι δύο χρόνια της βασιλείας του, παρά το ότι αρραβωνιάστηκε τη Σοφία Καρλόττα της Βαυαρίας, ανέβαλε συνεχώς το γάμο του, λόγω των ομοφυλοφιλικών του τάσεων.
Η σχέση που σημάδεψε τη ζωή του ήταν αυτή με το Ριχάρδο Βάγκνερ. Κάλεσε το μεγάλο συνθέτη κοντά του την πρώτη ημέρα που ανέλαβε βασιλιάς, του χορήγησε ένα γιγάντιο μισθό και του παραχώρησε ένα παλάτι, για να ζει με την ερωμένη του, την κόμισσα Φον Μπόλοφ, κόρη του άλλου μεγάλου συνθέτη Λιστ. Αν και ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι οι δύο άνδρες είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, οι Βαυαροί είχαν αρχίσει να χλευάζουν το βασιλιά τους.
Οι Βαυαροί μπορεί να γελούσαν με τη σχέση του βασιλιά τους με τον Βάγκνερ, δεν είχαν δει όμως ακόμα τίποτε.
O Λουδοβίκος, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο εξαχρειωνόταν ερωτικά. Οι περισσότερες φωτογραφίες του βασιλιά που υπάρχουν στα αρχεία είναι με τους εραστές του, που συνήθως τους διόριζε υπασπιστές του. Πασίγνωστες ήταν οι σχέσεις του με τον Παύλο φον Τάξις, με έναν ηθοποιό ονόματι Καιντς και με το Ριχάρδο Χόρνιγκ, σταβλάρχη, τον οποίο πήρε ως συνοδό του σε επίσημο βασιλικό ταξίδι στη Γαλλία.
Προς το τέλος της βασιλείας του, έβγαινε μεταμφιεσμένος τις νύχτες και επέστρεφε στο παλάτι με χαμάληδες, αμαξάδες και μεθυσμένους στρατιώτες. Φήμες έλεγαν επίσης ότι έγδυνε τους άνδρες της φρουράς του και τους έβαζε να παλεύουν, ενώ αυτός παρακολουθούσε σαν να βρισκόταν σε αρχαιοελληνική παλαίστρα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν φανερό από το τρόπο της ζωής του ότι τρελαινόταν. Πρωτοποριακές πολιτικές επιλογές συμβάδιζαν με παρανοϊκές αποφάσεις. Διαφώνησε με τη στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας που προωθούσαν οι Πρώσοι, αρνήθηκε να παραστεί στο θρίαμβο που διοργανώθηκε στο Παρίσι για τη νίκη των Γερμανών στο γαλλογερμανικό πόλεμο το 1871 και, παρά τη θρησκοληψία του, διέταξε το διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας.
Παράλληλα, είχε μια φοβερή μεγαλομανία, που την εξέφραζε χτίζοντας πύργους. Όταν όμως το Δημόσιο Ταμείο αρνήθηκε να του δώσει λεφτά για να αποπερατώσει τον πύργο του Χερενχίμζεε, δήλωσε ότι θα πουλήσει τη Βαυαρία.
Η κυβέρνηση τον αποδοκίμασε και τότε αυτός την έπαυσε, ορίζοντας καινούρια, με πρωθυπουργό τον κουρέα του και δύο μαγείρους του ως βασικούς υπουργούς. Η διαταγή του θεωρήθηκε άκυρη. Μια επιτροπή ψυχιάτρων έκανε έρευνα στο προσωπικό του και αποφάσισε επισήμως ότι ο βασιλιάς έπασχε από ανίατη παράνοια. Ο διάδοχος πρίγκιπας Λεοπόλδος, ο υπουργός Εξωτερικών και οι ψυχίατροι τον επισκέφθηκαν στον πύργο και τον έντυσαν με το ζουρλομανδύα μετά από μάχη, καθώς η φρουρά του αρνήθηκε να τον παραδώσει.
Ένα μήνα αργότερα, ενώ βγήκε για μία βόλτα στη λίμνη δίπλα στον πύργο όπου είναι έγκλειστος, ανακαλύπτεται νεκρός. Η επίσημη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο Λουδοβίκος σκότωσε το συνοδό του κι έπειτα αυτοκτόνησε διά πνιγμού, εκδοχή που αμφισβητήθηκε πολύ.
Κάπως έτσι τελειώσαμε την περιήγησή μας στο παλάτι Linderhof. Η ώρα είχε πάει 15:50 και ξεκινήσαμε για το κάστρο Neuschwanstein. Η διαδρομή από το Linderhof προς το κάστρο Neuschwanstein, ήταν μαγική. Ο δρόμος ήταν ορεινός μέσα σ΄ ένα καταπράσινο τοπίο, με γρήγορες ανοιχτές καμπές και μερικά πιο αργά αλλά τεχνικά κομμάτια στροφών και φουρκέτων. Μια διαδρομή που ήταν η χαρά της οδήγησης. Περισσότερο συναντήσαμε μοτοσικλετιστές, που κινούνταν εξαιρετικά γρήγορα, με εκπληκτικά πλαγιάσματα των μηχανών στις γρήγορες καμπές. Απόλαυση από τη μία να τους βλέπεις και από την άλλη να οδηγείς.
Από το Linderhof μετά από 8 Km, περάσαμε και πάλι στα εδάφη της Αυστρίας, ενώ συνολικά μετά από 17 Km, βρεθήκαμε στην αυστριακή λίμνη Plannsee.
Δεν παραλείψαμε να κάνουμε δύο διαφορετικές στάσεις στη λίμνη Plansee, για να την απολαύσουμε και να βγάλουμε φωτογραφίες.
Από τη λίμνη κατευθυνθήκαμε προς Füssen (Φύσεν), αφού περάσαμε και πάλι σε γερμανικό έδαφος μετά από 22 km. Η συνολική διαδρομή από το παλάτι Linderhof μέχρι το χώρο στάθμευσης στο Schwangau (Σβανγκάου) ήταν 44 km.
- Κάστρο Νοϊσβανστάιν (Schloss Neuschwanstein)
Σταθμεύσαμε στο χώρο στάθμευσης Parkplatz P2 Königsschlösser, στις 17:00 και ξεκινήσαμε την άνοδο προς το κάστρο με τα πόδια. Η απόσταση μέχρι το κάστρο Neuschwanstein ήταν 1600 m, ενώ η υψομετρική διαφορά 148 m. Δηλαδή, η μέση κλίση του δρόμου ήταν 9%.
Ανεβαίνοντας στα δεξιά μας είχαμε άλλο ένα κάστρο. Το κάστρο Hohenschwangau (Χοχενσβανγκάου). Τα κάστρο αυτό αποτέλεσε την επίσημη καλοκαιρινή και κυνηγετική κατοικία του Μαξιμιλιανού Β’, της συζύγου του Μαρίας της Πρωσίας και των δύο γιων τους Λουδοβίκου Β’ και Όθωνα. Οι νεαροί πρίγκιπες πέρασαν εδώ τα περισσότερα χρόνια της εφηβείας τους. Η βασίλισσα Μαρία, που αγαπούσε να περπατάει στα βουνά, δημιούργησε μέσα στο κάστρο έναν αλπικό κήπο με φυτά που συγκεντρώθηκαν από όλες τις Άλπεις. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έμεναν στο κεντρικό κτήριο, ενώ τα αγόρια στο παράρτημα.
Και ενώ, τόσο η κατάβαση όσο και η ανάβαση στο κάστρο γινόταν με άμαξες, αλλά και με λεωφορεία, εμείς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε με τα πόδια, κρατώντας ένα σχετικά γρήγορο ρυθμό. Θα μου πείτε γιατί επιλέξαμε να ταλαιπωρηθούμε και δεν χρησιμοποιήσαμε κάποιο άλλο μέσο; Μα γιατί τα εισιτήρια για το κάστρο εκδίδονταν μέχρι τις 17:00, ενώ αυτό ήταν ανοιχτό μέχρι τις 18:00. Άρα, η επιλογή ήταν μόνο μία, για να το προλάβουμε ανοιχτό. Τα πόδια μας…
Τελικά μετά από 20 λεπτά σχετικά γρήγορο περπάτημα φτάσαμε στον χώρο του κάστρου. Δεν θα έλεγα ότι κουραστήκαμε ιδιαίτερα. Μπορεί η διαδρομή να είχε μια σχετική ανάβαση, αλλά ήταν σ’ όλο το μήκος της σκιερή, ενώ μπορούσες να χαζεύεις τόσα πράγματα (τα κάστρα, τον κόσμο, το φυσικό περιβάλλον, κ.α), που σε έκαναν να ξεχνάς την κούραση. Καμιά φορά το πάθος και η θέληση υπερνικά τη φυσική κόπωση.
Αν με ρωτούσε κάποιος αν αξίζει να πάει με τα πόδια. Θα απαντούσα, αναμφισβήτητα ναι!!
Η ώρα ήταν ήδη 17:25 όταν κάναμε μια πρώτη στάση στη μεταλλική πλατφόρμα (Skywalk Neuschwanstein) που προβαλλόταν στο κενό και μας εξασφάλιζε μια ωραία εικόνα του κάστρου.
Από ένα πλάτωμα, ακριβώς απέναντι είχαμε τη θέα της λίμνης Alpsee.
Τελικά προλάβαμε και μπήκαμε στο εσωτερικό του κάστρου και περπατήσαμε στα δύο επίπεδα των αύλιων χώρων του.
Στην πάνω εσωτερική αυλή του κάστρου υπήρχε μια επίτοιχη πινακίδα που έκανε μια μικρή αναφορά στην ιστορία του κάστρου.
Σύμφωνα λοιπόν με τα γραφόμενα, ο θεμέλιος λίθος του κάστρου μπήκε από το Λουδοβίκο το Β’ στις 5 Σεπτεμβρίου 1869. Η αρχιτεκτονική του κάστρου είναι ένα συνονθύλευμα διαφόρων τύπων δόμησης που προσπαθεί να προσομοιάσει με το ρωμανικό στυλ του 13ου αιώνα.
Κτίστηκε σύμφωνα με τα σχέδια των Eduard Riedel και Georg Dollmann, τα οποία εμπνεύστηκαν από εξιδανικευμένα σκίτσα του σκηνογράφου Christian Jank. Ο Λουδοβίκος, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έκανε πάρα πολλές αλλαγές και παρεμβάσεις. Είχε αρχίσει να τρελαίνει τους μηχανικούς και τους τεχνίτες με τις συνεχείς μεταβολές των σχεδίων της δόμησης.
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Λουδοβίκου το κάστρο κατασκευάστηκε με πολλά διαφορετικά τμήματα κτισμάτων. Τα χαρακτηριστικότερα αυτών ήταν της πύλης, των ιπποτών, του παλατιού, του παρεκκλησίου, των δωματίων των Κυριών.
Όταν πέθανε το 1886, τα μόνα τμήματα που είχαν αποπερατωθεί ήταν το παλάτι και τα κτίρια των ιπποτών και της πύλης.
Το εσωτερικό της κύριας πύλης.
Από το κάστρο η γέφυρα Marienbrücke, την οποία επιλέγουν πολλοί για μια πανοραμική φωτογραφία του κάστρου.
Κατεβήκαμε από το κάστρο και πάλι με τα πόδια, ενώ πλέον παρατηρούσαμε με περισσότερη λεπτομέρεια τα μαγαζιά και τις ταβέρνες που υπήρχαν στο δρόμο για το χώρο στάθμευσης.
Πληρώσαμε 7 € για στάθμευση περίπου 2 ωρών και ξεκινήσαμε για το χωριουδάκι Reichenbach, όπου βρίσκονταν το ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε.
Info:
- Το κόστος στάθμευσης είναι 7€ για τις πρώτες έξι ώρες. Για κάθε επιπλέον ώρα η χρέωση είναι 1 €.
Πριν φύγουμε από την περιοχή κάναμε μία ακόμα στάση έξω από το χωριό Σβανγκάου (Schwangau), για να απολαύσουμε τη θέα του κάστρου από μακριά.
Εδώ θέσαμε μεταξύ ημών το ερώτημα. Ποιο μας εντυπωσίασε περισσότερο; Το παλάτι Linderhof ή το κάστρο Neuschwanstein;
Στη γυναίκα μου άρεσε περισσότερο το κάστρο Neuschwanstein, για την εντυπωσιακή εξωτερική του όψη, την επιβλητικότητα της κατασκευής του και τη μοναδικότητα της αρχιτεκτονικής του.
Εμένα με εντυπωσίασε περισσότερο το παλάτι Linderhof, για την κομψή αρχιτεκτονική του, αλλά πολύ περισσότερο για τον περιβάλλοντα χώρο του.
Το παλάτι Linderhof μπορεί να μην είναι τόσο δημοφιλές όσο το Neuschwanstein, αλλά ήταν το μοναδικό παλάτι που ο Λουδοβίκος ο Β’ τελείωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Επίσης σ’ αυτό έμεινε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και κατά συνέπεια το συνοδεύουν οι συνήθειες, οι φήμες και οι δοξασίες του τρόπου ζωής του βασιλιά.
Τέλος στον περιβάλλοντα χώρο του παλατιού Linderhof μπορείς να περιπλανηθείς σχεδόν μόνος, αφού δεν έχει την πολυκοσμία του κάστρου Neuschwanstein. Είναι όμορφο να περπατάς του δασικούς δρόμους, που έζησε αυτός ο ιδιόρρυθμος βασιλιάς, προσπαθώντας να αντιληφθείς τη διαφορετικότητά του, τη μοναξιά του και εν τέλει την δυστυχία του.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο ξενοδοχείο στις 19:40, διανύοντας 30 km από το Schwangau (Σβανγκάου) μέχρι το ξενοδοχείο Landgasthof Zum. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στο χωριό Reichenbach του δήμου Nesselwang, στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων.
Η ξενοδόχος αφού μας καλωσόρισε μας έδωσε το κλειδί του δωματίου «Anna». Μας ρώτησε αν θα δειπνήσουμε. Αφού της το επιβεβαιώσαμε, ανεβήκαμε στο δωμάτιο για να αφήσουμε τα πράγματά μας.
Το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Παντού είχε κόκκινες καρδούλες, στα μαξιλάρια, έξω από την πόρτα, στο χαλάκι της εισόδου, μέχρι και στο keyring. Γενικά υπήρχε μια ρομαντική νότα στο δωμάτιο.
Δεν αργήσαμε να κατέβουμε στο χώρο του εστιατορίου και η ευγενική κυρία Anna μας οδήγησε στο τραπέζι μας, που είχε και την κάρτα «Reserwiert».
Πήραμε χοιρινό φιλέτο με μπέικον, σαλάτα διάφορων χορταρικών με βαλσάμικο και 2 μπύρες Hell Paulaner. Τα πιάτα ήταν υπέροχα. Και επειδή είχε ενδιαφέρον το βαυαρικό μενού, βλέποντας και κάποια πιάτα που είχαν σερβίρει στα διπλανά τραπέζια, ζητήσαμε εκ νέου τον κατάλογο για να ξαναπαραγγείλουμε. Η απάντηση που λάβαμε ήταν ότι η κουζίνα είχε κλείσει, από τις 21:00 και μόνο μπύρα μπορούσαμε να παραγγείλουμε. Έτσι αρκεστήκαμε σε 2 ακόμα ποτήρια μπύρα.
Λάβαμε ωστόσο το μήνυμα, ότι στη Γερμανία, όταν αναφέρουν ότι η κουζίνα κλείνει στις 21:00, το εννοούν και μάλλον τους φαίνεται αγενές να ζητάς παράταση του χρόνου σερβιρίσματος. Μας έδωσαν την εντύπωση ότι ενοχλήθηκαν με αυτό, πιθανώς γιατί έτσι καταστρατηγούνται τα ωράρια των εργαζομένων. Η πιστή εφαρμογή των κανόνων, σε κάθε έκφανση της ζωής τους, μάλλον, είναι το κύριο χαρακτηριστικό των Γερμανών.
Βγαίνοντας από το εστιατόριο, περπατήσαμε για λίγο στα μικρά λιβάδια γύρω από το ξενοδοχείο. Μια απόλυτη σιγή επικρατούσε, ενώ το σκοτάδι άρχισε να γίνεται βαρύ. Κοιτάξαμε στον ουρανό και επειδή δεν είχε φώτα και αντανακλάσεις, είδαμε όλα τα αστρικά συμπλέγματα. Δεν είχαμε ξαναδεί τόσα αστέρια στον ουρανό! Είναι διαφορετικό και απόκοσμα όμορφο να περπατάς στο σκοτάδι, με μια ησυχία που προκαλεί δέος, κάτω από τη λάμψη των άστρων. Έτσι ρομαντικά κλείσαμε τη μέρα μας…
Last edited: