Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 258
- Likes
- 2.839
Cave Trekking στις σπηλιές του Hang Tien – Μέρα Πρώτη
Ο ξεναγός έφτασε μόλις ολοκλήρωσα το πρωινό μου· πήρα την πραμάτεια μου και ανέβηκα στο πουλμανάκι. Παραλάβαμε το ζευγάρι των Ολλανδών που είχαν κλείσει την ίδια εκδρομή, καθώς και τον δεύτερο ξεναγό από το χωριό του. Ο ένας ξεναγός λεγόταν Τζουν, ο άλλος Ντον. Ιούνης και Αυγή.
Στη διαδρομή περάσαμε από λιβάδια όπου Βιετναμέζοι με τα παραδοσιακά τους κωνικά καπέλα εργάζονταν στη λασπωμένη γη. Στα χωριά απ’ όπου περάσαμε υπήρχαν και σπίτια κατασκευασμένα πάνω σε βαρέλια, που στις πλημμύρες επιπλέουν. Οι κάτοικοι, τις εποχές των πλημυρών, ανεβάζουν τους βίσωνές τους στα βουνά, παρατάνε τα σπίτια τους και μετακομίζουν στα επιπλέοντα σπίτια τους, μαζί με τα κοτόπουλά τους.
Φτάσαμε στο κέντρο επιχειρήσεων, αφήσαμε τα μπαγκάζια μας, ετοιμάσαμε τους σάκους μας με τα απαραίτητα για το διήμερο κι ενημερωθήκαμε για το τουρ με λεπτομέρειες. Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλα γκρουπ, που θα είχαν άλλες διαδρομές στην περιοχή, όπως ημερήσιες εξορμήσεις, αλλά εμείς ξεκινήσαμε πρώτοι καθώς είχαμε δρόμο μπροστά μας.
Το όχημα, που μας μετέφερε μέσα από κακοτράχαλο χωματόδρομο που προσομοίωνε ροντέο, μας παράτησε φαινομενικά στη μέση του πουθενά. Ο ήλιος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του και το χάδι του με έκανε να ξεφορτωθώ τη μακρυμάνικη μπλούζα, πράγμα ευοίωνο. Ο ένας οδηγός μαζί με τον υπεύθυνο ασφαλείας μπήκε μες στη ζούγκλα αποκαλύπτοντας το μονοπάτι, οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ακολουθήσαμε και στο τέλος της ουράς ο άλλος οδηγός.
Ο υπεύθυνος ασφαλείας ήξερε τα κατατόπια, αναγνώριζε τα δηλητηριώδη φυτά και τι έπρεπε να προσέχουμε, αλλά δεν γνώριζε αγγλικά. Οι υπόλοιποι μας πληροφορούσαν για ό,τι θεωρούσαν ενδιαφέρον ή σχετικό ή απαντούσαν στις απορίες μας· «δώσε θάρρος στον χωριάτη…» λένε και μεγαλύτερος χωριάτης από μένα στο τουρ δεν υπήρχε, βέβαια παραπάνω από πρόθυμοι εκείνοι να απαντήσουν.
Για να γίνω και λίγο δικηγόρος του διαβόλου (aka της αφεντιάς μου), δεν υπήρχε και μεγάλος ανταγωνισμός (ως προς την «χωριατοσύνη»), καθώς ήμασταν ο ελάχιστος δυνατός αριθμός που θα λάμβανε τη μέγιστη φροντίδα. Αν ήμασταν δυο άτομα, θα υπήρχε ένας μόλις οδηγός, ενώ στον μέγιστο αριθμό συμπλήρωσης του γκρουπ, πάλι δυο οδηγοί θα υπήρχαν. Λαμβάναμε private tour σε τιμές ομαδικού.
Η διαδρομή ξεκινά μέσα από λασπωμένα μονοπάτια, σμιλεμένα από το σύρσιμο κορμών από βίσωνες, παράνομη δραστηριότητα στα μέρη εκείνα, αλλά φτωχοί οι άνθρωποι και τρόπο να βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος ψάχνουν. Η γραμμή που αφήνουν στο πέρασμά τους είναι πλημμυρισμένη με νερό, οπότε περπατάμε με ανοιχτά τα πόδια, κάθε παπούτσι και σ’ άλλη όχθη του μονοπατιού.
Στο μεταξύ μαθαίνω και τις ιστορίες των δυο οδηγών: αν και νεότεροί μου είχαν ξεκινήσει να φτιάχνουν οικογένεια, ο ένας με παιδί, ο άλλος σύντομα θα παντρευόταν.
Σταδιακά το έδαφος γίνεται πιο βραχώδες, σε σημεία απαιτείται ελαφρύ σκαρφάλωμα, περπάτημα πάνω σε πεσμένους κορμούς που λειτουργούν ως γέφυρα πάνω από το ρέμα, γενικά το ζω δίχως ενδοιασμό.
Το τοπίο ξαναγίνεται λείο, συναντάμε και ενδιαφέρουσα χλωρίδα που περιλαμβάνει λουλούδια που στο άγγιγμα τα πέταλά τους μαζεύονται, σαν να βιώνουν ξαφνικό θάνατο, μέχρι που επανέρχονται στην πρότερη μορφή τους μόλις αισθανθούν ότι ο κίνδυνος έχει παρέλθει (don’t touch me). Ή φύλλα που αν τα τρίψεις στα χέρια σου κουβαλάς για ώρα τη μυρωδιά του λεμονιού (lemongrass).
Προσπεράσαμε το καμπ που κανονικά θα κοιμόμασταν το βράδυ, για να πάμε σε ένα καλύτερο, που τύχαινε εκείνη τη μέρα να είναι άδειο. Με τη βοήθεια της βάρκας περάσαμε ένα μικρό μέρος του ποταμιού, αφήσαμε τα πράγματά μας στις σκηνές μας, κάναμε μια μικρή βόλτα στα πέριξ που περιλάμβανε και μια φυσική πισίνα με μικρό καταρράκτη, φάγαμε και κινήσαμε για μια μικρή σπηλιά, που θα μας έδινε μετά από κάνα μισάωρο την πρώτη μας δόση από τις σπηλιές του συμπλέγματος.
Στη διαδρομή σκαρφαλώσαμε, ισορροπήσαμε σε κορμούς με τη βοήθεια σχοινιών, περάσαμε ποτάμια μουσκεύοντας τα παπούτσια και τις κάλτσες. Όταν είδαμε το άνοιγμα της σπηλιάς από μακριά, φαντάστηκα ότι θα θέλαμε τουλάχιστον καμιά ώρα, διαδρομή που ούτε τέταρτο δεν διήρκησε. Μπήκαμε μέσα με τους φακούς αναμμένους στα κράνη μας κι αρχίσαμε την εξερεύνησή μας, κατεβαίνοντας στα έγκατά της.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε μια διακλάδωση· από τη μια πλευρά έμπαινε από ψηλά φως, δείγμα ότι υπήρχε μια τρύπα, ενώ συνέχιζε σε βάθος, μονοπάτι που δεν ακολουθήσαμε: δεν είχε εξερευνηθεί πλήρως η σπηλιά, όπως μας είπε ο Τζουν. Από την άλλη αρχίσαμε να συναντάμε δείγματα ζωής.
Υπήρχαν αράχνες, γρύλοι και νυχτερίδες, που αποτελούν το ελάχιστο δυνατό οικοσύστημα μες στα σπήλαια. Οι αράχνες καραδοκούν και τρώνε τους γρύλους που πέφτουν στον ιστό τους, οι νυχτερίδες τρέφονται με αράχνες, ενώ οι ίδιες, όταν πεθαίνουν, γίνονται τροφή για τους γρύλους. Ένας όμορφος κύκλος.
Μπαίνοντας πιο βαθιά στη σπηλιά, το κλίμα γίνεται πιο θερμό και υγρό. Βέβαια το μονοπάτι σταματούσε πριν να δούμε νερό, κι έτσι γυρίσαμε πίσω, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στους σχηματισμούς στα τοιχώματα του σπήλαιου.
Επιστρέψαμε στο καμπ, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή κι είχαμε ελεύθερο χρόνο μέχρι να ετοιμαστεί το δείπνο. Οι Ολλανδοί αποφάσισαν να κάνουν μια βουτιά στη βάθρα και πήγα για παρέα, χωρίς να έχω ακόμη αποφασίσει αν θα έκανα μπάνιο. Σκεφτόμουν τη μοτοποδηλατάδα στον Βορρά του Βιετνάμ, που μπορεί να ακυρωνόταν αν το κρύωμά μου χειροτέρευε πάλι· δεν ήθελα να ξαναπεράσω το κρυολόγημα πάνω που το ταξίδι έμπαινε σε μια σειρά.
Βούτηξαν οι δυο Ολλανδοί, αφού ο άντρας έφαγε μια τούμπα όσο προσπαθούσε να ισορροπήσει στις γλιστερές όχθες. Εγώ χάζευα το τοπίο κι αφέθηκα στην ηρεμία που γεννούσε. Αφού οι άλλοι βγήκαν, ντύθηκαν κι επέστρεψαν στο καμπ, αποφάσισα να αγνοήσω τον φόβο, είτε αρρώσταινα χειρότερα είτε έχανα την ευκαιρία να το κάνω, την επιλογή μου θα τη μετάνιωνα, κι επειδή, when in doubt, καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες, έκανα τη βουτιά μου κι εγώ.
Το νερό δεν ήταν παγωμένο, όπως σε αντίστοιχα ελληνικά ποτάμια· ήταν σίγουρα δροσερό, αλλά το βρήκα ό,τι έπρεπε για κλείσιμο της μέρας. Απόλαυση.
Στη συνέχεια καθίσαμε για δείπνο, με BBQ κοτόπουλο, σούπα με μοσχάρι, ρύζι, τόφου με σάλτσα ντομάτας, χορταρικά και σαλατικά, ομελέτα, καθώς και happy water, όπως αποκάλεσαν το αλκοολούχο συνοδευτικό, που φαντάζομαι ήταν το δικό τους τσίπουρο. Έφαγα του σκασμού, ενώ το βράδυ μάς έμαθαν ένα παιχνίδι με χαρτιά, που θυμίζει τίτσου. Η θητεία στην ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση απέδωσε καρπούς, τελικά, με αποτέλεσμα να κερδίσω.
Επέστρεψα στη σκηνή μου, πλήρης (από εικόνες, εμπειρίες, φαγητό), γνωρίζοντας ότι αυτή ήταν η καλύτερη μέρα του ταξιδιού μου μέχρι στιγμής. Πλήρης μα κι ενθουσιασμένος για τη συνέχεια, μιας κι αύριο θα βλέπαμε τις μεγάλες σπηλιές της εκδρομής.
Ο ξεναγός έφτασε μόλις ολοκλήρωσα το πρωινό μου· πήρα την πραμάτεια μου και ανέβηκα στο πουλμανάκι. Παραλάβαμε το ζευγάρι των Ολλανδών που είχαν κλείσει την ίδια εκδρομή, καθώς και τον δεύτερο ξεναγό από το χωριό του. Ο ένας ξεναγός λεγόταν Τζουν, ο άλλος Ντον. Ιούνης και Αυγή.
Στη διαδρομή περάσαμε από λιβάδια όπου Βιετναμέζοι με τα παραδοσιακά τους κωνικά καπέλα εργάζονταν στη λασπωμένη γη. Στα χωριά απ’ όπου περάσαμε υπήρχαν και σπίτια κατασκευασμένα πάνω σε βαρέλια, που στις πλημμύρες επιπλέουν. Οι κάτοικοι, τις εποχές των πλημυρών, ανεβάζουν τους βίσωνές τους στα βουνά, παρατάνε τα σπίτια τους και μετακομίζουν στα επιπλέοντα σπίτια τους, μαζί με τα κοτόπουλά τους.
Φτάσαμε στο κέντρο επιχειρήσεων, αφήσαμε τα μπαγκάζια μας, ετοιμάσαμε τους σάκους μας με τα απαραίτητα για το διήμερο κι ενημερωθήκαμε για το τουρ με λεπτομέρειες. Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλα γκρουπ, που θα είχαν άλλες διαδρομές στην περιοχή, όπως ημερήσιες εξορμήσεις, αλλά εμείς ξεκινήσαμε πρώτοι καθώς είχαμε δρόμο μπροστά μας.
Το όχημα, που μας μετέφερε μέσα από κακοτράχαλο χωματόδρομο που προσομοίωνε ροντέο, μας παράτησε φαινομενικά στη μέση του πουθενά. Ο ήλιος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του και το χάδι του με έκανε να ξεφορτωθώ τη μακρυμάνικη μπλούζα, πράγμα ευοίωνο. Ο ένας οδηγός μαζί με τον υπεύθυνο ασφαλείας μπήκε μες στη ζούγκλα αποκαλύπτοντας το μονοπάτι, οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ακολουθήσαμε και στο τέλος της ουράς ο άλλος οδηγός.
Ο υπεύθυνος ασφαλείας ήξερε τα κατατόπια, αναγνώριζε τα δηλητηριώδη φυτά και τι έπρεπε να προσέχουμε, αλλά δεν γνώριζε αγγλικά. Οι υπόλοιποι μας πληροφορούσαν για ό,τι θεωρούσαν ενδιαφέρον ή σχετικό ή απαντούσαν στις απορίες μας· «δώσε θάρρος στον χωριάτη…» λένε και μεγαλύτερος χωριάτης από μένα στο τουρ δεν υπήρχε, βέβαια παραπάνω από πρόθυμοι εκείνοι να απαντήσουν.
Για να γίνω και λίγο δικηγόρος του διαβόλου (aka της αφεντιάς μου), δεν υπήρχε και μεγάλος ανταγωνισμός (ως προς την «χωριατοσύνη»), καθώς ήμασταν ο ελάχιστος δυνατός αριθμός που θα λάμβανε τη μέγιστη φροντίδα. Αν ήμασταν δυο άτομα, θα υπήρχε ένας μόλις οδηγός, ενώ στον μέγιστο αριθμό συμπλήρωσης του γκρουπ, πάλι δυο οδηγοί θα υπήρχαν. Λαμβάναμε private tour σε τιμές ομαδικού.
Η διαδρομή ξεκινά μέσα από λασπωμένα μονοπάτια, σμιλεμένα από το σύρσιμο κορμών από βίσωνες, παράνομη δραστηριότητα στα μέρη εκείνα, αλλά φτωχοί οι άνθρωποι και τρόπο να βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος ψάχνουν. Η γραμμή που αφήνουν στο πέρασμά τους είναι πλημμυρισμένη με νερό, οπότε περπατάμε με ανοιχτά τα πόδια, κάθε παπούτσι και σ’ άλλη όχθη του μονοπατιού.
Στο μεταξύ μαθαίνω και τις ιστορίες των δυο οδηγών: αν και νεότεροί μου είχαν ξεκινήσει να φτιάχνουν οικογένεια, ο ένας με παιδί, ο άλλος σύντομα θα παντρευόταν.
Σταδιακά το έδαφος γίνεται πιο βραχώδες, σε σημεία απαιτείται ελαφρύ σκαρφάλωμα, περπάτημα πάνω σε πεσμένους κορμούς που λειτουργούν ως γέφυρα πάνω από το ρέμα, γενικά το ζω δίχως ενδοιασμό.
Το τοπίο ξαναγίνεται λείο, συναντάμε και ενδιαφέρουσα χλωρίδα που περιλαμβάνει λουλούδια που στο άγγιγμα τα πέταλά τους μαζεύονται, σαν να βιώνουν ξαφνικό θάνατο, μέχρι που επανέρχονται στην πρότερη μορφή τους μόλις αισθανθούν ότι ο κίνδυνος έχει παρέλθει (don’t touch me). Ή φύλλα που αν τα τρίψεις στα χέρια σου κουβαλάς για ώρα τη μυρωδιά του λεμονιού (lemongrass).
Προσπεράσαμε το καμπ που κανονικά θα κοιμόμασταν το βράδυ, για να πάμε σε ένα καλύτερο, που τύχαινε εκείνη τη μέρα να είναι άδειο. Με τη βοήθεια της βάρκας περάσαμε ένα μικρό μέρος του ποταμιού, αφήσαμε τα πράγματά μας στις σκηνές μας, κάναμε μια μικρή βόλτα στα πέριξ που περιλάμβανε και μια φυσική πισίνα με μικρό καταρράκτη, φάγαμε και κινήσαμε για μια μικρή σπηλιά, που θα μας έδινε μετά από κάνα μισάωρο την πρώτη μας δόση από τις σπηλιές του συμπλέγματος.
Στη διαδρομή σκαρφαλώσαμε, ισορροπήσαμε σε κορμούς με τη βοήθεια σχοινιών, περάσαμε ποτάμια μουσκεύοντας τα παπούτσια και τις κάλτσες. Όταν είδαμε το άνοιγμα της σπηλιάς από μακριά, φαντάστηκα ότι θα θέλαμε τουλάχιστον καμιά ώρα, διαδρομή που ούτε τέταρτο δεν διήρκησε. Μπήκαμε μέσα με τους φακούς αναμμένους στα κράνη μας κι αρχίσαμε την εξερεύνησή μας, κατεβαίνοντας στα έγκατά της.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε μια διακλάδωση· από τη μια πλευρά έμπαινε από ψηλά φως, δείγμα ότι υπήρχε μια τρύπα, ενώ συνέχιζε σε βάθος, μονοπάτι που δεν ακολουθήσαμε: δεν είχε εξερευνηθεί πλήρως η σπηλιά, όπως μας είπε ο Τζουν. Από την άλλη αρχίσαμε να συναντάμε δείγματα ζωής.
Υπήρχαν αράχνες, γρύλοι και νυχτερίδες, που αποτελούν το ελάχιστο δυνατό οικοσύστημα μες στα σπήλαια. Οι αράχνες καραδοκούν και τρώνε τους γρύλους που πέφτουν στον ιστό τους, οι νυχτερίδες τρέφονται με αράχνες, ενώ οι ίδιες, όταν πεθαίνουν, γίνονται τροφή για τους γρύλους. Ένας όμορφος κύκλος.
Μπαίνοντας πιο βαθιά στη σπηλιά, το κλίμα γίνεται πιο θερμό και υγρό. Βέβαια το μονοπάτι σταματούσε πριν να δούμε νερό, κι έτσι γυρίσαμε πίσω, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στους σχηματισμούς στα τοιχώματα του σπήλαιου.
Επιστρέψαμε στο καμπ, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή κι είχαμε ελεύθερο χρόνο μέχρι να ετοιμαστεί το δείπνο. Οι Ολλανδοί αποφάσισαν να κάνουν μια βουτιά στη βάθρα και πήγα για παρέα, χωρίς να έχω ακόμη αποφασίσει αν θα έκανα μπάνιο. Σκεφτόμουν τη μοτοποδηλατάδα στον Βορρά του Βιετνάμ, που μπορεί να ακυρωνόταν αν το κρύωμά μου χειροτέρευε πάλι· δεν ήθελα να ξαναπεράσω το κρυολόγημα πάνω που το ταξίδι έμπαινε σε μια σειρά.
Βούτηξαν οι δυο Ολλανδοί, αφού ο άντρας έφαγε μια τούμπα όσο προσπαθούσε να ισορροπήσει στις γλιστερές όχθες. Εγώ χάζευα το τοπίο κι αφέθηκα στην ηρεμία που γεννούσε. Αφού οι άλλοι βγήκαν, ντύθηκαν κι επέστρεψαν στο καμπ, αποφάσισα να αγνοήσω τον φόβο, είτε αρρώσταινα χειρότερα είτε έχανα την ευκαιρία να το κάνω, την επιλογή μου θα τη μετάνιωνα, κι επειδή, when in doubt, καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες, έκανα τη βουτιά μου κι εγώ.
Το νερό δεν ήταν παγωμένο, όπως σε αντίστοιχα ελληνικά ποτάμια· ήταν σίγουρα δροσερό, αλλά το βρήκα ό,τι έπρεπε για κλείσιμο της μέρας. Απόλαυση.
Στη συνέχεια καθίσαμε για δείπνο, με BBQ κοτόπουλο, σούπα με μοσχάρι, ρύζι, τόφου με σάλτσα ντομάτας, χορταρικά και σαλατικά, ομελέτα, καθώς και happy water, όπως αποκάλεσαν το αλκοολούχο συνοδευτικό, που φαντάζομαι ήταν το δικό τους τσίπουρο. Έφαγα του σκασμού, ενώ το βράδυ μάς έμαθαν ένα παιχνίδι με χαρτιά, που θυμίζει τίτσου. Η θητεία στην ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση απέδωσε καρπούς, τελικά, με αποτέλεσμα να κερδίσω.
Επέστρεψα στη σκηνή μου, πλήρης (από εικόνες, εμπειρίες, φαγητό), γνωρίζοντας ότι αυτή ήταν η καλύτερη μέρα του ταξιδιού μου μέχρι στιγμής. Πλήρης μα κι ενθουσιασμένος για τη συνέχεια, μιας κι αύριο θα βλέπαμε τις μεγάλες σπηλιές της εκδρομής.