emouli
Member
- Μηνύματα
- 1.239
- Likes
- 3.531
- Ταξίδι-Όνειρο
- Καταρράκτες Βικτώρια, ε;
Στα λιμάνια του Bay of Biscay
Ξημερώνει Κυριακή! Και τι Κυριακή! Πασχαλιά! Πρωινό μας σερβίρει με φροντίδα μια γλυκύτατη γιαγιά, μάλλον η μητέρα του Batu (ο ιδιοκτήτης του καταλύματος). Μας μιλάει συνεχώς ισπανικά και παρόλο που εμείς δεν καταλαβαίνουμε γρι, αυτή δεν πτοείται! Πάντως με τη νοηματική, βγάλαμε μια άκρη. Μόλις τελειώνουμε το φαγητό, αποφασίζουμε να συνεχίσουμε τον καφέ μας στη προέκταση του σαλονιού (σαν μπαλκόνι) στην πλευρά του κήπου και να απολαύσουμε την φύση!
Ήρθε όμως η ώρα να μαζευόμαστε σιγά-σιγά. Φορτώνουμε τα πράγματα στο αμάξι και ακούμε τις τελευταίες συμβουλές του Batu. Αποχαιρετιζόμαστε και κατευθυνόμαστε προς τα βουνά της Covadonga. Η πρώτη στάση θα είναι στη Basilica of Santa Maria la Real de Covadonga. Εξάλλου η μέρα απαιτεί εκκλησιασμό! Να τη, λοιπόν! Πάνω σ’ ένα λόφο ξεπροβάλει με μεγαλοπρέπεια αυτή η υπέροχη εκκλησία, η οποία είναι αφιερωμένη στην Παρθένο Μαρία. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1877 και ολοκληρώθηκε το 1901. Επίσης τη ροζέ της εμφάνιση την οφείλει στα μάρμαρα ιδίου χρώματος που εξορύχθηκαν από τα γύρω βουνά. Έξω από την εκκλησία στέκει το άγαλμα του Πελάγιο, του πρώτου βασιλιά της Αστουρίας. Η ιστορία λέει πως στη μάχη της Covadonga το 722 μ.Χ. οι χριστιανοί με αρχηγό τον Πελάγιο πέτυχαν την πρώτη νίκη στην Ιβηρική έναντι των μουσουλμάνων (πάντα με τη βοήθεια της Παναγίας ). Τέσπα, πάμε παρακάτω.
Φτάνοντας συναντάμε αρκετό κόσμο και μάλιστα στο παρκινγκ γινόταν ένας ψιλοχαμός. Αφού παρκάρουμε, ανηφορίζουμε προς την εκκλησία. Πρέπει να έχουν κάποια γιορτή, γιατί στον περίβολο βλέπουμε να κάθεται μια μπάντα από νεαρά άτομα ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Μέσα στην εκκλησία γίνεται λειτουργία και έχει πάρα πολύ κόσμο. Δεν μπορούμε ούτε να την φωτογραφίσουμε, ούτε να την εξερευνήσουμε. Κάνουμε μια βόλτα στην περιοχή και συνεχίζουμε τη διαδρομή μας για τις λίμνες.
Μετά από 12-13 χλμ ανάβασης στον φιδίσιο δρόμο φτάνουμε τελικά στις λίμνες. Αυτό το σημείο θεωρείται το κέντρο του Εθνικού Πάρκου των Πίκος. Είμαστε πολύ τυχεροί. Ο καιρός είναι φανταστικός και δεν έχει παρά ελάχιστα άτομα στην περιοχή. Η καθαρή μέρα μάς δίνει τη δυνατότητα να αγναντέψουμε τα γύρω βουνά και στο βάθος τον Βισκαϊκό κόλπο (ίσως και τον ωκεανό; ). Κάνουμε έναν περίπατο και καθόμαστε στους ξύλινους πάγκους μιας καντίνας με θέα την λίμνη. Ο καθαρός αέρας μας άνοιξε την όρεξη κι έτσι η κοπέλα της καντίνας ετοιμάζει ένα πιάτο με διάφορα ντόπια τυριά και αλλαντικά συνοδευόμενα από μπύρες. Περνάμε σούπερ! Σε λίγο θα πρέπει να φύγουμε, μα δεν μας κάνει καρδιά. Τι καλύτερο από το αραλίκι στη λιακάδα;
Έχουμε κανονίσει όμως κάτι σπέσιαλ. Μια επίσκεψη στο σπήλαιο Tito Bustillo. Είναι κι αυτό προϊστορικό σπήλαιο με βραχογραφίες που απεικονίζουν ζώα κτλ, μάλιστα τα ευρήματα χρονολογούνται από το 25.000 π.Χ. μέχρι το 10.000 π.Χ. Το συγκεκριμένο είναι επισκέψιμο κατόπιν κράτησης, γι’ αυτό κι εμείς είχαμε κάνει τα κουμάντα μας. Αρωγός μας ήταν ο καλός κύριος και ιδιοκτήτης του casona los caballeros. Όταν μείναμε εκεί αυτός μεσολάβησε για να γίνει η κράτηση, αφού ο ίδιος συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με την υπάλληλο. Όπως καταλαβαίνετε μας εξυπηρέτησε αφάνταστα μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρουμε μόνοι μας.
Ξεκινάμε λοιπόν για τη Ribadesella όπου βρίσκεται το σπήλαιο. Η Ribadesella είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό στις ακτές της Κανταβρικής θάλασσας στο οποίο μάλιστα εκβάλει ο ποταμός Sella. Η κράτηση ήταν για συγκεκριμένη ώρα, όμως εμείς δεν υπολογίσαμε καλά τον χρόνο που χρειαζόμασταν για να κατέβουμε απ’ τα βουνά. Κι έτσι φτάνουμε για ελάχιστα λεπτά καθυστερημένοι. Δυστυχώς το γκρουπ έχει ήδη μπει μέσα για να αρχίσει η ξενάγηση. Παρότι κλάφτηκα στην υπάλληλο που βρισκόταν εκεί, πως «ήρθαμε απ’ την Ελλάδα και είναι κρίμα κι άδικο να μην μπούμε» κι άλλα τέτοια, αυτή ήταν ανένδοτη. Μάλιστα και τα επόμενα γκρουπ μας είπε πως ήταν κλεισμένα. Γκαντεμιά, ρε γαμώτο! Περισσότερο σπάστηκα εγώ, επειδή εγώ είχα και την μεγαλύτερη επιθυμία να το επισκεφτώ. Γι’ αυτό κι οι υπόλοιποι σαν καλοί φίλοι με παρηγορούν και με καλοπιάνουν. Εντωμεταξύ λόγω βιασύνης δεν μπορέσαμε να δούμε καλύτερα και το Cangas de Onis. Μόνο λίγο, στα πεταχτά. Δεν πτοούμαι όμως. Τώρα πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Για διαμονή έχουμε κλείσει λίγο έξω απ’ το Μπιλμπάο, αλλά μέχρι εκεί είναι πάνω από 200 χλμ. Έτσι λέμε να τη σπάσουμε στη μέση τη διαδρομή και να κάνουμε στάση στο San Vicente de la Barquera. Γι’ αυτό το μέρος είχαμε διαβάσει τις προηγούμενες μέρες σε έναν οδηγό της περιοχής που έπεσε στα χέρια μας και μας είχε φανεί ενδιαφέρον.
Ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά λοιπόν στη Ribadesella και αφήνουμε πίσω μας την Αστουρία.
Μπαίνουμε και πάλι στη Κανταβρια και μετά από λίγο φτάνουμε στον Άγιο Βικέντιο του Λιμανιού (δική μου ελεύθερη απόδοση ).
«Ε, λοιπόν αυτή η παραθαλάσσια κωμόπολη αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη» ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα μόλις την πρωτοαντίκρισα.
Παρκάρουμε τ’ αυτοκίνητο κι αρχίζουμε την εξερεύνηση στα δρομάκια. Λέμε να κατευνάσουμε πρώτα την πείνα μας και να συνεχίσουμε αργότερα την βόλτα μας. Σουλατσάρουμε στον παραλιακό δρόμο χαζεύοντας τα ψαρομάγαζα που λόγω της ηλιόλουστης μέρας είναι φίσκα από κόσμο (μάλλον ντόπιους γιατί τουρίστες δεν είδαμε, αν και η περιοχή μαζεύει πολλούς Βρετανούς κυρίως το καλοκαίρι, αφού το Santander συνδέεται ακτοπλοϊκά με το Plymouth). Τελικά βρίσκουμε τραπέζι σε μια ψαροταβέρνα και καθόμαστε. Είναι Κυριακή του Πάσχα αλλά εμείς παραγγέλνουμε ψάρια, θαλασσινά και φυσικά παέγια. Εξάλλου βρισκόμαστε σε ψαρότοπο οπότε αυτή η επιλογή είναι μονόδρομος. Τρώμε καλά, πίνουμε συντηρητικά (έχουμε δρόμο, μην ξεχνιόμαστε ) και πληρώνουμε λίγα. Σειρά έχει ένα παγωτάκι και βόλτα στον λόφο. Εκεί στέκει το κάστρο με τα μεσαιωνικά τείχη και η εκκλησία Santa Maria de los Angeles, δηλαδή τα βασικά αξιοθέατα της πόλης. Αφού ανηφορίζουμε το πλακόστρωτο σοκάκι φτάνουμε στα τείχη. Από κει ψηλά η θέα είναι μαγική! Απέναντί μας ορθώνονται οι Κορυφές τις Ευρώπης, χιονισμένες και μεγαλόπρεπες! Από την άλλη πλευρά αγναντεύουμε τη θάλασσα και την Puente de la Maza. Αυτή η γέφυρα ξεκίνησε να κατασκευάζεται τον 15ο αι. και με τα 32 τόξα της ήταν η μεγαλύτερη της περιοχής εκείνη την εποχή. Είναι πανέμορφα και δεν χορταίνουμε την θέα και τον ήλιο. Όμως έχει έρθει η ώρα της αναχώρησης κι έτσι ξεκουβαλάμε σιγά-σιγά.
Η επόμενη στάση είναι λίγο έξω από το Μπιλμπάο στο ξενοδοχείο Ibaia, όπου έχουμε κλείσει δωμάτια. Το ξενοδοχείο, πρώην μοναστήρι του 17ου αι., βρίσκεται στη βασκικη εξοχή, δηλαδή μέσα στο πράσινο και είναι εξαιρετικό. Εκεί ξεκουραζόμαστε και φρεσκαριζόμαστε και όταν πια αναχωρούμε για το Μπιλμπάο έχει ήδη νυχτώσει. Φτάνουμε στην πόλη και αφού κάνουμε μια βόλτα με το αμάξι χαζεύοντας τα φωτισμένα κτίρια αποφασίζουμε να βρούμε πού χτυπάει η καρδιά της βραδινής διασκέδασης. Όχι τίποτε εξαλλοσύνες, απλά κάποιο ωραίο εστιατόριο για φαγητό και έπειτα ίσως κι ένα ποτάκι στο χαλαρό. Όμως έχει περάσει η ώρα και δεν υπάρχει έντονη δραστηριότητα στην πόλη. Ρωτάμε κάποιον ταξιτζή αλλά δεν είναι εύκολο να συνεννοηθούμε. Συμβουλευόμαστε το gps χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά ακολουθώντας τις πινακίδες φτάνουμε στο ιστορικό κέντρο. Παρκάρουμε και χωνόμαστε στα σοκάκια, αλλά είναι αρκετά ερημικά (και κάπως παρακμιακά μπορώ να πω) αφού, απ’ ότι φαίνεται, εδώ είναι το εμπορικό κέντρο και τέτοια ώρα όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά. Μου ‘ρχεται στο νου το "Παράξενη πόλη" από Τρύπες και αρχίζω να το τραγουδάω. Με εμπνέει η ατμόσφαιρα του νυχτερινού Μπίλμπο. Επιστρέφουμε στο αμάξι και κινάμε γι' αλλού. Με τα πολλά βρίσκουμε μια περιοχή που έχει κάποια εστιατόρια (με αρκετό κόσμο κιόλας), όμως λόγω περασμένης ώρας οι κουζίνες τους έχουν κλείσει. Καταλήγουμε σ’ ένα πίντσος μπαρ και επιτέλους καθόμαστε να τσιμπήσουμε κάτι και να πιούμε καμιά μπύρα! Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα ένας τύπος μάλλον μαστουρωμένος (τον οποίο είχαμε δει νωρίτερα έξω στο δρόμο να τρεκλίζει) και πλησιάζει την Α. που καθόταν στην άκρη της μπάρας. Ανήσυχη η Α. αρχίζει να μαζεύεται κι όσο μαζευόταν η ίδια τόσο την πλησίαζε ο άλλος. Έτσι η Α. παίρνει παραμάσχαλα την τσάντα της και χώνεται ανάμεσά μας. Μετά από λίγο φεύγει κι ο νεαρός, ευτυχώς χωρίς να δημιουργηθούν παρατράγουδα. Η βραδιά προχωράει με γοργούς ρυθμούς κι έτσι η παρέα ετοιμάζεται για αναχώρηση. Έχουμε όλοι ανάγκη από ύπνο. Το μοναστήρι να 'ναι καλά…
Σβήσαν τα φώτα στα στενά
του λιμανιού τα καλντερίμια σκοτεινά
και σταμάτησε η ζωή
το ψέμα το φτασιδωμένο της να ζει.
Αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που έχω απ' το Μπιλμπάο.
Last edited: