Dva Srca
Member
- Μηνύματα
- 558
- Likes
- 1.056
- Επόμενο Ταξίδι
- ΗΠΑ
- Ταξίδι-Όνειρο
- Οπουδήποτε Πολυνησία
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία 1η (Ένας παράξενος ιντερνετικός φίλος)][B](I)[/B][B] Ένας παράξενος ιντερνετικός φίλος (Έξω οι βλάχοι από το Beograd)[/B
- Ιστορία 2η (Βαλκανικές γλωσσικές θεωρί-γι-ες)][B](II)[/B] [B]Βαλκανικές γλωσσικές θεωρί-γι-ες (Ένας σύντομος αποκλεισμός στην Κροατία)[/B
- Ιστορία 3η (Η χώρα των αντιθέσεων) Μέρος 1ο][B](ΙΙΙ)[/B] [B]Η χώρα των αντιθέσεων (Με την άσχημη πρωτεύουσα)[/B
- Ιστορία 3η (Η χώρα των αντιθέσεων) Μέρος 2ο][B](ΙΙΙ)[/B] [B]Η χώρα των αντιθέσεων (Με την άσχημη πρωτεύουσα)[/B
- Ιστορία 4η (Ο Σέρβος businessman)][B](IV)[/B] [B]Ο Σέρβος businessman (με έδρα τα Σκόπια)[/B
- Ιστορία 5η (7 ώρες στα Σκόπια)][B](V)[/B] [B]7 ώρες στα Σκόπια (Από τη Gevgelija στο Kumanovo)[/B
- Ιστορία 6η (Ένα ιδιαίτερο ζευγάρι)][B](VI)[/B
Όπως ίσως πολλοί έχετε καταλάβει (και μερικοί ήδη ξέρετε), με την πρώην Γιουγκοσλαβία (και ιδιαίτερα με τη Σερβία) με δένει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, μια σχέση που ελπίζω κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον να γίνει πιο μόνιμη και σταθερή, την οποία όμως για την ώρα απολαμβάνω να φαντάζομαι από την πρώτη μου πατρίδα, την Ελλάδα. Αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας μερικές ιστορίες που έχω ήδη ζήσει άμεσα ή έμμεσα σε αυτές τις μικρές, πολυτάραχες χώρες, παρά να σας κουράσω με αναλυτικές περιγραφές.
Πριν ξεκινήσω οφείλω να προσπαθήσω να σας περάσω ένα συναίσθημα, όσο αυτό είναι δυνατόν φυσικά. Αυτές λοιπόν οι πολλές μικρές χώρες των δυτικών Βαλκανίων, που κάποτε ήταν μία μεγάλη συνομοσπονδία και σήμερα είναι "απόλυτα διακριτές", συνδέονταν πάντοτε με μια περίεργη σχέση που δεν είναι ούτε μόνο πολιτική, ούτε μόνο ιστορική. Μια σχέση που αν δε μπεις στη διαδικασία να την αναζητήσεις ή να τη γνωρίσεις πιο στενά και προσωπικά, δε θα τη νιώσεις ποτέ. Κάποτε η SARAH (ναι, η αγαπητή συμφορουμίτισσα), μου είχε πει ότι για εκείνη η Γιουγκοσλαβία ήταν τότε η "χώρα των Bijelo Dugme και των Merlin, η χώρα του cevap και του burek". Πρόκειται για 2 συγκροτήματα πολύ γνωστά, από το πρώτο μάλιστα ξεκίνησε ο Goran Bregovic και 2 τοπικά εδέσματα/σχετικά πρόχειρα φαγητά. Αυτή η φράση έχει ίσως πιο βαρυσήμαντη έννοια απ' όσο φαινομενικά μπορεί να νομίζει κανείς. Γιατί για τον καθένα, η Γιουγκοσλαβία σήμαινε κάτι διαφορετικό τότε και ακόμα και σήμερα σημαίνει κάτι διαφορετικό για τους περισσότερους, ωστόσο ήταν καθολικά αντιληπτή ως ένα ενιαίο σύνολο.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι για να καταλάβετε τις αφηγήσεις που θα ακολουθήσουν, ορισμένες φορές θα χρειαστεί να "διαγράψετε" στο μυαλό σας τα σύνορα των σημερινών εθνικών κρατών και να αντιμετωπίσετε λέξεις όπως "Βόσνιος", "Σέρβος" κλπ. όπως θα αντιμετωπίζατε τις αντίστοιχες δικές μας "Κρητικός", "Πελοποννήσιος", ώστε να καταλάβετε λίγο καλύτερα ορισμένα σημεία που θα διαβάσετε στις ιστορίες.
Να τονίσω ωστόσο ότι όλες οι ιστορίες που θα ακολουθήσουν αφορούν την μετα-Γιουγκοσλαβική σύγχρονη εποχή. Ο σκοπός μου είναι να βιώσετε το κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στους πληθυσμούς αυτής της ταραγμένης και πολυδιάστατης περιοχής, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που μελετάει ενδελεχώς όλες της τις πτυχές και αναζητά καθημερινά την ευκαιρία να έρθει λίγο πιο κοντά στη δική του πολυαγαπημένη Ιθάκη
[Για λόγους καλαισθησίας -ας όψεται η τελειομανία μου- η πρώτη ιστορία θα ακοολουθήσει σε άλλο post]
Σερβικά ξεκίνησα να μαθαίνω στα 18 μου, αρκετά αργά δηλαδή. Η απόφαση ελήφθη εν ψυχρώ μέσα σε μια νύχτα, μπήκα στο amazon, αγόρασα ένα βιβλίο, το βιβλίο έφτασε μετά από μια εβδομάδα η μελέτη ξεκίνησε. Τα βασικά τα ήξερα, λίγο από φίλους, λίγο από τα βιβλία και τις εφημερίδες, λίγο από ομιλίες που άκουγα από δω και από εκεί. Βασική συννενόηση λοιπόν δε χρειαζόταν να μάθω, τα καλημέρα καλησπέρα σας τα έπαιζα στα δάχτυλα.
Η πρόοδός μου ήταν εντυπωσιακά γρήγορη, αλλά υποβοηθούμενη όπως είπα από τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μου. Φυσικά απαιτούσε εκ μέρους μου απίστευτη προσπάθεια και επιμονή, γιατί χωρίς δάσκαλο πάνω από το κεφάλι μου έπρεπε να ορίζω ο ίδιος αυστηρά τις ώρες διαβάσματός μου και να προσαρμόζω κατάλληλα το χρόνο μου και το πρόγραμμά μου, ώστε να έχει πιο γρήγορο αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια. Το πρόβλημα όμως ήταν ένα και παρέμενε άλυτο, όσο περνούσαν οι εβδομάδες: πώς θα μπορούσα να βάλω σε καθημερινή εφαρμογή όσα μάθαινα, πώς θα εξασκούμουν και θα μάθαινα λίγες παραπάνω καθημερινές φράσεις;
Η ιδέα δεν άργησε να μου έρθει. Θα έψαχνα για έναν ιντερνετικό φίλο από κάποια από αυτές τις χώρες, κατά προτίμηση από τη Σερβία, μιας και προτιμούσα να ξεκινήσω από τα πιο βατά standard σερβικά, προτού προχωρήσω και λίγο στην κροατική διάλεκτο (περισσότερα για αυτό σε μελλοντική ιστορία). Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να προσεγγίσω μια χαριτωμένη ψιλο-rock Σέρβα με δάφορους σκοπούς αυτή μου ανακοίνωσε ότι τα έφταξε με έναν συμμαθητή της και δε θα είχε τόσο καιρό να μιλάει μαζί μου. Απογοητευμένος για λίγο εγώ, αποφάσισα να ψάξω αλλού. Και η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
Τον Bojan τον γνώρισα λίγες εβδομάδες μετά, εντελώς τυχαία. Είχε μια μικρή online έκθεση φωτογραφίας (κυρίως με δικά του πορτρέτα και λίγες φωτογραφίες από ένα ταξίδι στη Μόσχα), του έκανα ένα κοπλιμέντο για μία φωτογραφία, με ρώτησε πώς ξέρω σερβικά και το ένα έφερε το άλλο. Αφού του εξήγησα τους λόγους που αγαπούσα τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας τόσο (με απλούστατα σερβικά πολύ χαμηλού επιπέδου να τονίσω), εκείνος μου απάντησε με μια ΕΚΘΕΣΗ περίπου 10 παραγράφων γραμμένη σε ΑΠΤΑΙΣΤΑ σερβικά και μου εξηγούσε σε τι συμφωνούσε και σε τι διαφωνούσε σχετικά με τις θεωρίες μου. Τότε δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα και έτσι έμελλε να μείνει αυτή η έκθεση ιδεών σχεδόν ανέγγιχτη για πολύυυυ καιρό ακόμα...
Με ρώτησε αν έχω skype ή κάτι αντίστοιχο, ώστε να εικοινωνούμε πιο τακτικά. Του δίνω, αρχίζουμε να μιλάμε. Μου ζητάει φωτογραφία. Αρχίζει να μου βρωμάει η υπόθεση. Του δίνω μια λίγο παλιότερη, στην οποία ήμουν σχεδόν αγνώριστος. "You are hot", μου λέει κατά λέξη και αρχίζω να δαγκώνομαι εγώ. Μάααααλιστα, σκέφτομαι, αλλά λέω να του δώσω μια ακόμα ευκαιρία. Μιλήσαμε για μουσική.
"Μισώ την turbo folk", μου λέει χαρακτηριστικά, "είναι σκέτο σκουπίδι. Παίζει να έχω να ακούσω σερβική μουσική κανα χρόνο. Προτιμώ τα αγγλικά πλέον". Εδώ πρέπει να σας πω ότι η turbo folk είναι η αντίστοιχη δική μας ελαφρολαική μουσική, μόνο που εκεί θυμίζει σχεδόν αποκλειστικά σκυλάδικο. Φανταστείτε δηλαδή μόνο φωνές όπως του Μπουγά, του Χριστοδουλόπουλου και της Δημητρίου. Οι στίχοι είναι ΙΔΑΝΙΚΟΙ για να μάθει κανείς λίγα σερβικά, καθώς επαναλαμβάνονται μέχρι θανάτου. Μάλιστα, ένα από αυτά τα τραγούδια, το "Volim Te" ("σε αγαπώ") της Ceca, όπως ακόμα και σήμερα λέω, το εκτιμώ μόνο και μόνο επειδή με βοήθησε να μάθω την υποτακτική.
"Ωστόσο μου αρέσει αυτό", μου λέει και μου στέλνει σε αρχείο mp3 ένα τραγούδι της Ceca, που ονομαζόταν Beograd (Βελιγράδι). "Γιατί σου αρέσει τόσο το συγκεκριμένο;" τον ρωτάω. "Επειδή πολύ απλά μιλάει για την πόλη μου. Ξέρεις, το Βελιγράδι για μένα είναι η μόνη πόλη στη Σερβία. Να φανταστείς, τόσα χρόνια δεν έχω πάει παρά σε 3 σερβικές πόλεις, και μόνο το Βελιγράδι θεωρώ άξιο αναφοράς". Εκπλήσσομαι εγώ, πολύ σκληρά λόγια να λέει κανείς για μια χώρα που έχει τουλάχιστον άλλες 2-3 όμορφες πόλεις, ανάμεσά τους και το απίστευτα αξιομνημόνευτο Νόβι Σαντ. "Ούτε το Νόβι Σαντ σ'αρέσει;" Απαντάει αρνητικά εκείνος και συνεχίζει "Το Βελιγράδι είναι το μόνο που αξίζει, όλα τα άλλα είναι χωριά. Και οι άνθρωποι που ζουν εκεί χωριάτες. Δε τους μπορώ καθόλου".
Αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν πολυσυμπαθώ αυτό το άτομο, ωστόσο κάτι με κρατάει να του μιλήσω λίγο παραπάνω. Περιττό να σας πω ότι ο διάλογός μας έγινε σε έναν αχταρμά ανάμεικτων σερβικών, αγγλικών και απειροελάχιστων ελληνικών και άλλων γλωσσών. Συνεχίσαμε να μιλάμε για πολλά άλλα θέματα, μέχρι που η πρώτη μας κουβέντα κάπου εκεί πέθανε και αποχαιρετιστήκαμε. Νόμιζα ότι δε θα υπάρξει δεύτερη, κι όμως υπήρξε. Και τρίτη, και τέταρτη. Και πάντα τελείωνε με μια αίσθηση ανικανοποίητου, καθώς ξεμέναμε από θέματα και οι γλώσσες δε μας βοηθούσαν να συννενοηθούμε.
"Δε με ενδιαφέρει τίνος είναι το Κόσοβο", μου λέει μια άλλη μέρα, "όσο το Βελιγράδι είναι ελεύθερο και όσο ζω εδώ, δεν έχω ανάγκη κανένα Κόσοβο. Ας το πάρουν οι φαταούλες οι Αλβανοί κι αυτό, όλα νομίζουν ότι είναι δικά τους στα Βαλκάνια".
"Μισείς τους Αλβανούς;" τον ρωτάω εντελώς απροκάλυπτα, σαν δημοσιογράφος που μπαίνει στο ψητό απευθείας.
"Όχι, δε τους μισώ, ωστόσο τους θεωρώ αχάριστους. Είχαν κάποτε πολλά, ζήτησαν περισσότερα. Και τελικά όλα στράφηκαν εναντίον τους. Και σήμερα ζητάνε κι άλλα και δε σκέφτονται το τίμημα. Μόνο το παρόν, δε βλέπουν καν στο μέλλον, λίγο μπροστά από τη μύτη τους. Ωστόσο, θα μπορούσα να πω ότι μισώ τους Βόσνιους".
Εκεί μπορώ να πω ότι εξεπλάγην. Από διάφορες συζητήσεις μου με αυτό το παιδί, δεν είχα λάβει την εικόνα ότι ήταν ο κλασικός εθνικιστής Σέρβος, που μισεί μουσουλμάνους και Κροάτες μετά την απόσχιση περιοχών από τη Γιουγκοσλαβία και ξαφνικά μου ξεφουρνίζει αυτό.
"Μπορείς να μου πεις γιατί; Έχεις πρώτα απ' όλα πάει ποτέ στη Βοσνία;"
"Όχι, ποτέ, ωστόσο δε χρειάζεται, γιατί όλη η Βοσνία μετακόμισε εκείνη δίπλα μου! Περπατάνε στο δρόμο και τους καταλαβαίνεις, μιλάνε έτσι βλάχικα, πολύ άσχημα, χαλάνε τη γλώσσα. Τη λένε βοσνιακά, αλλά ουσιαστικά είναι η δική μας γλώσσα, αλλά εντελώς παραλλαγμένη. Είναι πολύ άσχημο να το ακούς. Και είναι μυστήριοι γενικά, δε τους καταλαβαίνω καθόλου. Δε με νοιάζει που είναι μουσουλμάνοι, κι εγώ άθεος είμαι, αλλά με πειράζει που δε σέβονται".
"Έχεις σκεφτεί ότι ίσως ζουν στο Βελιγράδι πολλά χρόνια, πριν ακόμα χωριστούν οι χώρες; Μην ξεχνάς ότι το '94 ήταν ακόμα ένα θεωρητικά"
"Δε με ενδιαφέρει. Πρέπει να μάθουν να φέρονται όπως όλοι εδώ, δεν ανήκουν στο Βελιγράδι αυτοί, δεν είναι... πώς να το πω, δεν είναι city people".
Και πολλές άλλες τέτοιες μικροσυζητήσεις. Σε μια άλλη, μου αποκάλυψε ότι είναι αμφισεξουαλικός και ότι το ξέρει από πολύ μικρός, αλλά στη χώρα του όλα αυτά θεωρούνται ανώμαλα και ανήθικα, οπότε δε το λέει σε κανέναν και ειδικά όχι στους γονείς του. Μερικές φορές νιώθω να με φλερτάρει όχι και τόσο διακριτικά. Του το λέω και συμμορφώνεται. Με τον καιρό μαθαίνω πολλά γι' αυτόν, μερικά τον κάνουν να φαίνεται πολύ προσιτός, άλλα τόσο απρόσιτος. Μπορεί από τα παραπάνω να σας φάνηκε αντιπαθής, όμως δεν είναι ακριβώς αυτό. Είναι ισχυρογνώμων, είναι πεισματάρης και έχει περίεργες απόψεις για μερικά ζητήματα.
Όταν επισκέφθηκα το Βελιγράδι περίπου 3 μήνες μετά, δε του είπα ότι θα πάω. Δεν αισθανόμουν έτοιμος να τον γνωρίσω, για πολλούς λόγους. Περπατώντας ένα απόγευμα προς την πλατεία Trg Republike, τον βλέπω στο δρόμο. Κοιτάω προσεκτικά να βεβαιωθώ ότι είναι αυτός. Φωνάζω το όνομά του. Γυρίζει και με κοιτάει. Γουρλώνει τα μάτια, με πλησιάζει και για λίγο μένουμε με το στόμα ανοιχτό και οι 2. Η σύμπτωση ήταν απίστευτη. Ανταλλάζουμε αριθμούς κινητών και μου υπόσχεται ότι θα με ξεναγήσει "στο Βελιγράδι του" μια άλλη μέρα, δεν ήθελε να παρατήσει τους φίλους του.
Φεύγω την επόμενη μέρα για μια ολιγοήμερη εξόρμηση στο Μαυροβούνιο. Στο λεωφορείο που με πήγαινε από την Podgorica στη Budva, ακούω το τραγούδι Beograd. Από την turbo folk, αμφιλεγόμενη, πληθωρική Ceca. Αρχίζω να το σιγομουρμουράω ασυναίσθητα, μέχρι που καταλαβαίνω ότι είναι αυτό που μου είχε στείλει τότε ο Bojan. Πόσες ακόμα συμπτώσεις, θεε μου!
Επιστρέφω στο Βελιγράδι λίγες μέρες μετά. Ο Bojan μου είχε στείλει μήνυμα στο email μου ότι ακόμα δε μπορούσε να πιστέψει ότι με είδε, ότι με συμπάθησε πολύ και επέμενε να βρεθούμε. Ζήτησε και συγγνώμη που με παράτησε και δε μου ζήτησε να πάω μαζί τους βόλτα εκείνο το απόγευμα. Κλείνουμε ένα ραντεβού στην Knez Mihailova 2 μέρες μετά. Βρισκόμαστε και μου κάνει μια ξενάγηση της πόλης, εξηγώντας μου διάφορα μικρά μυστικά της πόλης που την κάνουν μοναδική και δείχνοντάς μου όλα τα underground κλαμπ που του αρέσουν.
"Η τάση στη Σερβία είναι η πανκ πλέον. Και λίγο η ροκ. Οι νέοι έχουν βαρεθεί την turbo folk, επαναστατούν με το δικό τους τρόπο".
Σήμερα, ο Bojan έχει κάνει τα μαλλιά του μοικάνα, τελείωσε το τεχνικό λύκειο (στη Σερβία τα τεχνικά τα τελειώνει κανείς στα 19 περίπου) και σπουδάζει ηλεκτρολόγος. Ακούει ρωσική πανκ, χωρίς να ξέρει ρωσικά, όλο υπόσχεται ότι θα ταξιδέψει αλλά πάντα προτιμά να ξοδέψει το χαρτζιλίκι του σε συναυλίες και μπύρα, παρά σε εισιτήρια τρένου και ακόμα και σήμερα δεν ξέρει πώς να συνεχισει μια κουβέντα για πάνω από μισή ώρα. Μου κάνει συχνά κομπλιμέντα για τα σερβικά μου. Βελτιώθηκα πολύ, λέει. Μου μαθαίνει και φράσεις αργκό, λίγες βρισιές. Αισθάνεται περήφανος. Παρ' όλα αυτά, είναι ο δικός μου ιντερνετικός φίλος, ένας φίλος που απ' ότι φαίνεται ήταν γραφτό να γνωρίσω, ένας φίλος που συμπαθώ παρά τις παράξενες απόψεις του και παρά το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, αισθάνομαι την ίδια παράξενη αμηχανία μερικές φορές μιλώντας μαζί του.
Πριν τρεις μήνες, θυμήθηκα την έκθεση ιδεών που μου είχε στείλει τότε. Την ξέθαψα σε κάποιο παλιό mail, τη διάβασα. Μου περιέγραφε την κατάσταση της χώρας, μου εξηγούσε από ποια άποψη η Σερβία θεωρείται φτωχή, ποια είναι τα μειονεκτήματα των Σέρβων και πώς αισθάνονται για τους Έλληνες. Δε χρειάστηκε ούτε μια φορά να ανοίξω λεξικό. Χαμογέλασα και τον ευχαρίστησα από μέσα μου για την βοήθειά του, που για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν. Ίσως γι' αυτό τελικά αισθανόμουν αυτή την παράξενη συμπάθεια και ευγνωμοσύνη για τον "εκκεντρικό" Bojan, επειδή με τον τρόπο του με βοήθησε να φτάσω λίγο πιο κοντά στο όνειρό μου.
Τα Σερβικά είναι μια γλώσσα που πριν μερικούς αιώνες ήταν αδιαμφισβήτητα μια και μοναδική. Σήμερα όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια, για πολιτικούς, ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους.
Όσοι έχετε διαβάσει τις ιστορίες του Γιώργου από το φόρουμ μας, θα προσέξατε ότι στα Ισπανικά συμβαίνει το φαινόμενο να υπάρχουν διαφορετικές λέξεις αργκό από τη μία χώρα στην άλλη, ενώ κάποιες προφορές είναι πολύ δυσνόητες για έναν ομιλητή με άλλο γλωσσικό υπόβαθρο. Το ίδιο ακριβώς πράγμα ισχύει και στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Υπάρχει όμως μια πολύ βασική διαφορά. Εκεί που τα ισπανικά λέγονται παντού ισπανικά, και απλά αλλάζουν μέρη της γλώσσας, προφορές και διάλεκτοι, στις μικρές αυτές χώρες των Βαλκανίων ξεπηδούν συνέχεια γλώσσες από εκεί που δε το περιμένει ο πιο διορατικός γλωσσολόγος! Έτσι, μέσα σε περίπου 20 χρόνια, τα σερβικά έγιναν σερβο-κροάτικα, τα σερβο-κροάτικα σερβικά και κροατικά, μετά σε αυτά προστέθηκαν τα βοσνιακά, κατόπιν τα "μαυροβουνιώτικα" (μου φαίνεται αστείο και μόνο που το λέω), τα τελευταία μάλιστα πολύ πρόσφατα. Κι αν προσθέσει κανείς και τις διάφορες διαλέκτους των σερβικών που μιλιούνται σε περιοχές των Σκοπίων, της βόρειας Αλβανίας και της βόρειας Κροατίας, τότε οι διάλεκτοι πολλαπλασιάζονται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Απλά -για την ώρα- αυτές οι τελευταίες δεν έχουν αποκτήσει επίσημη ισχύ κάπου ως διακριτές γλώσσες.
Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ιστορία, σκοπός μου ήταν να μάθω πρώτα standard σερβικά, κατόπιν κροατικά. Ωστόσο κάτι τέτοιο απεδείχθη αδύνατο. Ήταν αδύνατο επειδή μάθαινα τη γλώσσα μόνος μου, άνευ διδασκάλου, οπότε εκμεταλλευόμουν ό,τι πηγές έβρισκα και πολλές από αυτές ήταν στον κροατικό τρόπο γραφής. Τώρα θα με ρωτήσετε τι εννοώ κροατικό τρόπο γραφής. Όχι, δεν εννοώ ότι οι Σέρβοι γράφουν με το κυριλλικό και οι Κροάτες με το λατινικό αλφάβητο. Και οι Σέρβοι χρησιμοποιούν επίσημα και το λατινικό αλφάβητο και επίσης ένα αλφάβητο μόνο δεν μπορεί να αλλάξει μια γλώσσα, ώστε να θεωρηθεί "διαφορετική", αν όλα τα άλλα της στοιχεία παραμένουν ίδια και απαράλλακτα από μια άλλη. Η παράγραφος που ακολουθεί εξηγεί ορισμένα γλωσσολογικά πράγματα που ίσως για μερικούς να είναι βαρετά, για άλλους ενδιαφέροντα, ανάλογα με το σε ποια κατηγορία ανήκετε μπορείτε να την προσπεράσετε ή όχι. Πάντως θα βοηθήσει ελαφρά στην κατανόηση τόσο της ιστορίας, όσο και του τίτλου που διάλεξα για αυτήν.
Η σερβική γλώσσα βασίζεται σε ένα σύστημα γραφής και εκφοράς του λόγου που λέγεται ekavski govor (σε ελεύθερη μετάφραση "εκαβικός λόγος"). Αντίθετα, η Κροατική και σε μεγάλο βαθμό και οι υπόλοιπες, βασίζονται στο σύστημα ijekavski govor ("ιεκαβικός λόγος" ή "ιγιεκαβικός λόγος"). Μπορεί να φαίνεται λίγο πολύπλοκο, αλλά δεν είναι τόσο. Στην ουσία, στις περισσότερες λέξεις, οι μεν Σέρβοι προτιμούν το απλό γράμμα e, εκεί που οι υπόλοιποι διαλέγουν να το αντικαταστήσουν με ije. Παραδείγματα: Η λέξη γάλα στα σερβικά mleko, στα Κροατικά mlijeko. Άλλο παράδειγμα έτσι απλό, το επίθετο όμορφος στα σερβικά lep, στα κροατικά lijep. Ωστόσο δεν είναι η μόνη αλλαγή που υπάρχει. Οι Κροάτες, προσπαθώντας να διαχωρίσουν τη γλώσσα τους όσο το δυνατόν περισσότερο από τη σερβική, με την πάροδο του χρόνου άρχισαν κατευθυνόμενα από τις αρχές να χρησιμοποιούν από μικρή ηλικία κάποιες λέξεις που προέρχονται από τα παλαιά σλαβικά, τις οποίες η σερβική γλώσσα έχει αντικαταστήσει από παλιά με τις αντίστοιχες λατινικές ή ελληνικές. Έτσι, οι μήνες στα σερβικά έχουν τα κλασικά ονόματα και είναι πλήρως αναγνωρίσιμοι από έναν Έλληνα (Septembar, Oktobar κλπ), ενώ οι αντίστοιχες κροατικές δεν είναι καθόλου γνωστές σε κανέναν που δεν έχει μελετήσει τη γλώσσα (Rujan, Listopad κλπ). Το ίδιο έχει συμβεί και με λέξεις ελληνικές, όπως μουσική (muzika / glazba). Πάντως, όλοι οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι αυτή η αλλαγή της γλώσσας έγινε βεβιασμένα και όχι με το φυσικό τρόπο, καθαρά για να δημιουργήσει μια γλώσσα από το μηδέν (όπως σε μελλοντική ιστορία θα σας εξηγήσω και για τη γλώσσα των Σκοπίων ή Σλαβομακεδονική διάλεκτο). Μάλιστα, αυτή η υποψία εντείνεται πολύ από το γεγονός ότι η χρήση πολλών λέξεων από αυτές ξεκίνησε να αναγεννάται συστηματικά λίγο πριν το 1990, οπότε και η Κροατία ήταν στα πρόθυρα απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβία.
Όταν πρωτοβρέθηκα στην Κροατία, δεν περίμενα να κάτσω περισσότερο από μερικές ώρες σαν μονοήμερη εκδρομή. Ο λόγος δεν ήταν ότι έμεινα παραπάνω επειδή ξετρελάθηκα (αν και μου άρεσε απίστευτα πολύ, αλλά στην προκειμένη δεν ήταν αυτό το κίνητρο), ο λόγος ήταν ότι απλά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΗΚΑ εκεί. Βρισκόμουν στο Μαυροβούνιο, όπου είχα περάσει ήδη 5 μέρες στην ακτή, και αποφάσισα να πάω για πρώτη φορά και στο Dubrovnik, χωρίς όμως να ξενοικιάσω το δωμάτιο όπου έμενα στο Μαυροβούνιο, καθώς θα επέστρεφα. Αφού χάθηκα στη Budva και κατάφερα με δυσκολία να βρω το σταθμό των λεωφορείων (η πόλη αυτή είναι πραγματικά ανόητα χτισμένη - περισσότερα γι' αυτό σε μελλοντική ιστορία), έκλεισα ένα εισιτήριο με το δεύτερο λεωφορείο που ήταν στο προγραμματισμένο δρομολόγιο, αν και σκόπευα να πάρω το πολύ πρωινό, με σκοπό να κάτσω μερικές ώρες και να επιστρέψω, αλλά να είναι αρκετές ώστε να δω το ιστορικό κέντρο της πόλης. Εν τω μεταξύ στη Budva όλοι με καθησύχαζαν ότι θα βρω λεωφορείο να γυρίσω, ωστόσο δεν ήξεραν να μου πουν τι ώρα ακριβώς θα είχε νυχτερινά δρομολόγια από εκεί.
Φτάνω εγώ περιχαρής στο Dubrovnik στη 1 το μεσημέρι περίπου, κατεβαίνω και αμέσως μου ορμάνε κάτι κυριούλες με χαρτόνια που έγραφαν πάνω ROOMS. Με κυκλώνουν και αρχίζουν να μου μιλάνε άλλη στα αγγλικά, άλλη στα κροατικά, τέλος πάντων ένα χάος. "Όχι ευχαριστώ", τους λέω στα σερβικά (η συγκεκριμένη φράση δε διαφέρει στα κροατικά) και εκείνες καταλαβαίνουν ότι μάλλον είμαι από εκεί και μετά από 2-3 ερωτήσεις του τύπου "Είστε σίγουρος; Μένετε εδώ;" με αφήνουν να πάω στην ευχή του θεού. Πλησιάζω το γκισέ για εισιτήρια, ζητάω ένα εισιτήριο για το επόμενο δρομολόγιο μέσα στη μέρα.
"Nema (δεν υπάρχει)", μου λέει η ψυχρή ταμίας και αρχίζει αμέσως να εξυπηρετεί τον επόμενο πελάτη, ενώ δεν είχα καν φύγει από μπροστά της. Αφού ρίχνω μια ματιά στο πρόγραμμα, συνειδητοποιώ ότι το νωρίτερο που θα μπορούσα να φύγω από εκεί ήταν στις 11 της επόμενης ημέρας. Με βαριά καρδιά βγάζω εισιτήρια για την επομένη και αρχίζω να περιπλανιέμαι στην πόλη. Να τονίσω ότι πάνω μου είχα τα εξής 50 ευρώ, τα οποία και άλλαξα επιτόπου όλα σε κούνες σε ένα ανταλλακτήριο εκεί δίπλα.
Σε αυτό το σημείο θα σχολιάσω κάτι που είπε η Earth Citizen σε προηγούμενο ποστ. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με την αλλαγή ευρώ σε κούνες είχα και στο Μαυροβούνιο. Φανταστείτε εν τω μεταξύ ότι εγώ τους μιλούσα και στη γλώσσα τους και τα ζήταγα, και πάλι δε μου δίνανε. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, μάλλον ειδικά με το Μαυροβούνιο πρέπει να υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός και σε τουριστικό επίπεδο. Λες και θα κατάφερναν να με κρατήσουν εκεί αν ήθελα να φύγω, τέλος πάντων... Κάποια στιγμή δέχτηκαν να μου τα αλλάξουν σε μια τράπεζα, αλλά η ισοτιμία που μου δίναν ήταν κάκιστη και αρνήθηκα.
Άρχισα λοιπόν να περιπλανιέμαι γύρω από το σταθμό του Dubrovnik, η περιοχή αυτή δε θυμίζει σε τίποτα την όμορφη παλιά πόλη, είναι ένα εμπορικό λιμάνι χωρίς κανένα γιοτ ή άλλο τουριστικό σκάφος, μόνο εμπορικά και επιβατηγά πλοία και βάρκες ντόπιων για ψάρεμα κλπ. Καμία γραφικότητα, καμία σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι. Συνειδητοποιώ λοιπόν σε εκείνο το σημείο ότι χρειάζομαι ίντερνετ, να βρω το πιο φθηνό χόστελ που υπήρχε και να κλείσω μια κλίνη για ένα βράδυ. Δεν είχα μαζί μου ούτε αποσκευές, τίποτα. Τον εαυτό μου, ένα πορτοφόλι με 50 ευρώ αλλαγμένα σε κούνες και άλλα αντικείμενα πρώτης ανάγκης, κάτι τετράδια κλπ. Βλέπω στον ορίζοντα μια ταμπέλα που έλεγε το εξής κουλό:
"PIZZA - INTERNET CAFE - FOOD"
Πλησιάζω, μια κυρία γύρω στα 50 με υποδέχεται, ψυχή μέσα. Της μιλάω αγγλικά στην αρχή, δε θέλω να καταλάβει ότι καταλαβαίνω, για να την εκπλήξω τυχόν αργότερα (κάτι που τελικά ήταν πολύ καλή ιδέα). Το κατάστημα ήταν στενότατο, με 4 τραπεζάκια ξύλινα και καρεκλίτσες, πολύ απλοικό, η κουζίνα ακριβώς μπροστά, χωριζόταν από το μέρος όπου έτρωγε κανείς μόνο με έναν ξύλινο πάγκο, οπότε οι φούρνοι και όλες οι συσκευές ήταν πλήρως ορατές. Της λέω στα αγγλικά ότι χρειάζομαι πρόσβαση στο ίντερνετ. Μου λέει ότι η μισή ώρα είναι περίπου 2 ευρώ (σε κούνες φυσικά). Δέχομαι, μιας και δεν είχα άλλη λύση, και περιμένω να με οδηγήσει σε κάποιον άλλο χώρο, όπου θα είχε υπολογιστές. Εξάλλου, έγραφε και INTERNET CAFE στην ταμπέλα. Εξαφανίζεται για λίγο και επιστρέφει με ένα ανοιχτό λάπτοπ, το συνδέει στο ίντερνετ και το αφήνει μπροστά μου.
Μπαίνω εγώ σε διάφορα sites για χόστελς, βρίσκω ένα καλό, αρχίζω να σημειώνω στο τετράδιό μου διευθύνσεις. Με βλέπει αυτή και με ρωτάει με σπασμένα αγγλικά αν ψάχνω κάποια οδό κλπ. Απαντώ αρνητικά και συνεχίζω τη δουλειά. Αυτή ψιλιάστηκε ότι έψαχνα δωμάτια και με κοιτούσε πολύ επίμονα. Τελικά βρίσκει το θάρρος και με ρωτάει: "Δωμάτιο ψάχνετε;" Αφού είχα καρφωθεί κι εγώ απαντάω θετικά. Μου φέρνει ευθύς αμέσως μια μπροσούρα με φωτογραφίες από κάποιο δωμάτιο και προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάτι που δε το καταλάβαινα. Πάνω στη μπροσούρα εγώ διαβάζω στα κροατικά ότι το δωμάτιο ήταν στην παλιά πόλη, πολή κοντά σε κάποιο καθολικό ναό. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν που αυτή προσπαθούσε να μου εξηγήσει μάλλον αυτό, γυρίζω και της λέω σε άπταιστα σερβικά "είναι κοντά στα μνημεία;" Τρελαίνεται αυτή. Με κοιτάει καλά καλά και μου λέει "Μιλάτε Κροατικά!" Εγώ αν και έχω ανάγκη το δωμάτιο που μου προσφέρει, λέω να κάνω μια μικρή έρευνα, όπως μου αρέσει, έτσι απαντάω με τρόπο που δεν περίμενε: "Μιλάω σερβικά, απλά καταλαβαίνω και κροατικά". Εκείνη για λίγο παγώνει πάλι, ωστόσο γρήγορα σκέφτεται και μου λέει "Τέλεια! Ίδια γλώσσα έχουμε βασικά!" Μπροστά στη θέα του πιθανού χρήματος βλέπετε, ο μέσος Κροάτης ξεχνάει πολύ εύκολα κάθε καχυποψία και κάθε άσχημη μνήμη από το παρελθόν. Και καλά κάνει άλλωστε, γιατί ένα μεγάλο μέρος του τουρισμού τους προέρχεται από τις γειτονικές χώρες. Μέχρι αυτό το σημείο, γλώσσες ίδιες, λέξεις ολόιδιες. Δεν πέσαμε βλέπετε ούτε μία φορά στο φαινόμενο "ije".
Αρχίζουμε πλέον σκληρές διαπραγματεύσεις για την τιμή, της εξηγώ ότι δεν έχω λεφτά, ότι ζητάω διανυκτέρευση από ατύχημα, ότι είναι για μία νύχτα. Τελικά με τούτα και με κείνα κλείνω το δωμάτιο από 40 ευρώ που μου έλεγε το άτομο στα 15. Στην τιμή ενός χόστελ δηλαδή. Μου εξηγεί ότι το δωμάτιο είναι πάνω από μια άλλη πιτσαρία που έχει η κουνιάδα της και ότι πρόκειται για ένα μικρό διαμέρισμα ουσιαστικά, όχι ακριβώς δωμάτιο ξενοδοχείου. Επίσης μου δείχνει στο χάρτη πόσο κοντά είναι από τα βασικά μνημεία. Φυσικά δέχομαι την πρόταση και μάλιστα μου λέει ότι θα καλέσει τον άνδρα της να έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητο. Και το ίντερνετ κερασμένο, επειδή χάρηκε "που συννενοηθήκαμε τόσο καλά". Τέλεια, η περιπέτεια είχε αίσιο και γρήγορο τέλος.
Μετά από μια πρόχειρη συζήτηση με τον λίγο βαρύ-πεπόνι άντρα της στο αυτοκίνητο, σταματάει και μου λέει ότι σε εκείνο το σημείο πρέπει να κατέβω, επειδή αρχίζει το λιθόστρωτο και δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα το μεσημέρι και το απόγευμα. Κατεβαίνω και έρχεται μια ασπροντυμένη γυναίκα με τσόκαρα νοσοκομείου κουβαλώντας έναν τεράστιο σάκο ολόλευκο στην πλάτη, μάλλον με λευκά είδη μέσα από το ξενοδοχείο. Με παραλαμβάνει και συστηνόμαστε. Της φαίνεται εξωφρενικά περίεργο που μιλάω σερβικά, ακόμα δε πιο περίεργο που κατάφερα να συννενοηθώ τόσο καλά με την κουνιάδα της στην πιτσαρία. "Εδώ μιλάμε κροατικά", μου λέει, "η δική μας οικογένεια δεν είναι εχθρική προς του Σέρβους, ωστόσο θα σε συμβούλευα να λες ότι μιλάς Κροατικά αν σε ρωτήσει κανείς στο δρόμο". Συμφωνώ και τολμάω να της πω ότι μέχρι στιγμής δεν έχω συναντήσει ιδιαίτερες διαφορές, ωστόσο δυσκολεύομαι να καταλάβω μερικές λέξεις, κυρίως λόγω ταχύτητας της στο λόγο. "Να σου πω εγώ κάτι; Όση ώρα μιλάμε, 5 λεπτά τώρα, εγώ πρόσεξα αμέσως αρκετές διαφορές σε εσένα. Ωστόσο δεν έχει σημασία η διάλεκτος, αλλά η ταμπέλα που βάζεις στη γλώσσα. Λέγε ότι μιλάς κροατικά και δε θα έχεις πρόβλημα, ακόμα κι αν όλοι ξέρουν ότι δε λες αλήθεια". Προσφέρομαι να βοηθήσω με το βάρος που κουβαλάει αλλά αρνείται. "Το κάνω κάθε μέρα", μου λέει, "είμαι δυνατή πια". Μερικές φορές, όταν νιώθει βέβαιη για τα αγγλικά της, μου λέει ορισμένες φράσεις στα αγγλικά, λες και αισθάνεται άσχημα που μου μιλάει σε ξένη γλώσσα που δεν καταλαβαίνω...
Το δωμάτιο ήταν σε ένα καλντερίμι στην καρδιά της παλιάς πόλης, πεντακάθαρο με πολύ μαλακό κρεβάτι και περιποιημένο μπάνιο, η δεύτερη πιτσαρία της οικογένειας ήταν από κάτω ακριβώς, οπότε αν χρειαζόμουν οτιδήποτε για το δωμάτιο μπορούσα απλά να τους φωνάξω και μου το φέρνανε, γενικότερα ήταν από τις καλύτερες "επενδύσεις" που έχω κάνει ποτέ στα ταξίδια μου. Η Iva (έτσι λεγόταν η οικοδέσποινά μου με τον σάκο γεμάτο σεντόνια) μου εξηγούσε όσο έκανε το απαραίτητο registration στο ίντερνετ πόσο με ζήλευε που έμενα στην Αθήνα, πόσο είχε βαρεθεί την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, στην οποία έπρεπε να κάνει δυο δουλειές, μαγείρισσα και ξενοδόχος, για να επιζήσει. Όμως πλέον είχε πατήσει τα 45, το είχε πάρει απόφαση ότι η ζωή της θα συνεχιζόταν και θα τελείωνε εκεί.
Όσο έμεινα στην πόλη, είδα πολλά εξαιρετικά μνημεία, έκανα βόλτα σε γραφικά καλντερίμια και φωτογράφισα πανέμορφα κτίρια - όρθια έργα τέχνης. Αυτή η πόλη έχει βγει από άλλη εποχή. Έπαθα όμως και μερικά πολιτισμικά σοκ, όταν παραδείγματος χάριν, πήγα να ψωνίσω σε ένα βιβλιοπωλείο έναν μικρό χάρτη και ο πωλητής μου λέει με την πιο έντονη κροατική προφορά που έχω ακούσει ποτέ μέχρι σήμερα "hvala lijepo (ευχαριστώ πολύ)", τονίζοντας ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ για τα δικά μου δεδομένα το li. Πρέπει να τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια για κανα-δυο δευτερόλεπτα, πριν πάρω τα ρέστα μου και χαιρετήσω.
Συνειδητοποίησα τότε ότι οι διαφορές στην προφορά φαίνονται πολύ πιο έντονα σε σύντομες, κοφτές εκφράσεις, όπως αυτή που μου είπε ο ταμίας. Γιατί από τις συζητήσεις που έκανα με τις δύο κυρίες νωρίτερα, οι μόνες διαφορές που εντόπιζα ήταν τόσο μικρές, που μέχρι να τις επεξεργαστώ η κουβέντα είχε συνεχιστεί και τις είχα ξεχάσει. Ωστόσο, ίσως απλά να ήταν το δικό μου αυτί καλό για ξένο, γιατί με άλλα άτομα που είχα μιλήσει δεν είχαν την ίδια ευκολία να καταλάβουν τους Κροάτες. Ίσως πάλι να είναι και θέμα του αν μιλάς με κάποιον από το βορρά ή το νότο.
Εγκατέλειψα το Dubrovnik το επόμενο πρωί νωρίς-νωρίς και όλοι φάνηκαν στεναχωρημένοι που με έβλεπαν να φεύγω. Δεν ήταν τουριστική περίοδος και ήμουν ο μόνος επισκέπτης που είχαν για μερικές εβδομάδες.
"Είσαι σίγουρος ότι δε μπορείς να μείνεις λίγο ακόμα;" με ρώτησε η Ίβα πριν με αγκαλιάσει και με αποχαιρετήσει. "Στα κροατικά το λέμε καλή αντάμωση, στα σερβικά πώς το λέτε;"
"Καλή αντάμωση", της λέω χαμογελώντας, πιάνοντας το αστείο της.
Φεύγοντας από το Dubrovnik, είδα από το λεωφορείο μια διαφήμιση που έλεγε:
"Srbija. Tako blizu, tako lijepa" (Σερβία, τόσο κοντά, τόσο όμορφη).
Λίγες μέρες μετά, είδα κοντά στο αεροδρόμιο του Βελιγραδίου, όπου βρέθηκα σε ανταπόκριση από το Μαυροβούνιο για Αθήνα, μια αντίστοιχη:
"Hrvatska. Τako blizu, tako lepa" (Κροατία, τόσο κοντά, τόσο όμορφη).
Χαμογέλασα μελαγχολικά και έδειξα το εισιτήριό μου στον ελεγκτή του λεωφορείου της Jat Airways. Ένα ακόμα πανέμορφο ταξίδι είχε τελειώσει.
Το Μαυροβούνιο είναι από τις αγαπημένες μου χώρες. Όχι επειδή είναι τόσο ωραίο, όσο ίσως νομίζετε, ούτε επειδή έχει τις απίστευτες τουριστικές υποδομές. Μου αρέσει πολύ επειδή απλά είναι η μόνη χώρα, στην οποία σε τόσο μικρή έκταση έχω βρει τόσες πολλές αντιθέσεις.
Με μέγεθος μικρότερο της Πελοποννήσου, το Μαυροβούνιο είναι γεγονός ότι δεν έπεισε πολύ κόσμο ότι θα τα κατάφερνε να επιβιώσει, μετά την απόσχισή του από την ένωση Σερβίας-Μαυροβουνίου το 2006. Η χώρα είχε αρκετά προβλήματα διαφθοράς, μια άξια αναφοράς και ειδικής μεταχείρισης αλβανική μειονότητα στο νότο (περιοχή Ulcinj - Bar), αλλά και έναν πληθυσμό που στις τελευταίες απογραφές έχει τη μεγαλύτερη εθνική σύγχυση που θα συναντήσει κανείς στην Ευρώπη. Τι εννοώ με αυτό. Πριν μερικές δεκαετίες, ο πληθυσμός του Μαυροβουνίου δήλωνε στη συντριπτική του πλειοψηφία σερβικής καταγωγής. Μιλούσαν σερβικά, αισθάνονταν μέρος της Σερβίας τόσο πολιτισμικά όσο και γεωγραφικά. Το Μαυροβούνιο δέχτηκε ιδιαίτερη προσοχή από τον Γιόσιπ Τίτο, ο οποίος το λάτρευε και είχε την εξοχική του κατοικία εκεί. Λέγεται μάλιστα ότι το Μαυροβούνιο έχαιρε ιδιαίτερης μεταχείρισης, που σε μεγάλο βαθμό προκαλούσε την ενόχληση άλλων σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Μάλιστα, ακόμα και σήμερα οι Μαυροβούνιοι έχουν τη φήμη των πολύ τεμπέληδων ανθρώπων, περίπου την ίδια άποψη που έχουν για τους Έλληνες οι δυτικοευρωπαίοι. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η μικρή αυτή χώρα δεν πέτυχε τίποτα με τον κάματο του λαού της, αλλά με εξωτερική βοήθεια. Αν θέλετε τη δική μου ταπεινή γνώμη, σε ένα βαθμό αυτή η άποψη ευσταθεί.
Σταδιακά άρχισε να αναδεύεται το φαινόμενο της "αφύπνισης των Μαυροβουνίων". Εθνικά σύμβολα, παραδοσιακές στολές και ιστορικές στιγμές μεγαλείου ξεθάφτηκαν από τα συρτάρια και άρχισαν να προβάλλονται παντού. Όπως οι Σλαβομακεδόνες, έτσι και οι Μαυροβούνιοι τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης της Γιουγκοσλαβίας "αναγεννήθηκαν εθνικά". Έτσι, στις επόμενες απογραφές οι μισοί κάτοικοι δήλωναν Μαυροβούνιοι, έπειτα αυτό ξανάλλαζε μόλις η Σερβία έκανε κάποιο καλό για το Μαυροβούνιο, οπότε το ποσοστό αυτό έπεφτε πίσω στο 20% περίπου και ούτω καθεξής.
Μια ιστορία που έχει πλάκα είναι αυτή της ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου. Στη χώρα έγινε δημοψήφισμα, στο οποίο έπρεπε μια πλειοψηφία της τάξης περίπου του 55% να ψηφίσει υπέρ της ανεξαρτησίας, ώστε αυτή να αποκτήσει νομική και διεθνή ισχύ. Τελικά, μόλις το 55 κόμμα κάτι ψιλά τοις εκατό όσων προσήλθαν στην κάλπη ψήφισαν θετικά. Έτσι, η ανεξαρτησία κερδήθηκε εξαιρετικά οριακά. Άρχισαν αμέσως οι διαφωνίες για το κατα πόσο η ανεξαρτησία τελικά ήταν επιθυμητη από το λαό, καθώς ένα περίπου 20% του πληθυσμού απείχε από την ψηφοφορία, οπότε ίσως και να άλλαζε το αποτέλεσμά της αν είχαν ψηφίσει κι εκείνοι. Άλλοι κατηγόρησαν αμέσως τους Αλβανούς ότι κάναν προπαγάνδα, ώστε να πείσουν πολλούς ντόπιους Σλάβους ή Ρομά να ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας, σε αντίποινα για όσα είχαν συμβεί στο Κοσσυφοπέδιο μερικά χρόνια νωρίτερα. Μεγάλη αναστάτωση για ένα εξίσου μεγάλο και τολμηρό βήμα, του οποίου την επιτυχία πολλοί αμφισβήτησαν. Τελικά το Μαυροβούνιο τα κατάφερε, κυρίως χάρη στον τουρισμό του. Πρόσφατα έκανε και αίτηση να ενταχθεί στους κόλπους της Ε.Ε., αν και όλοι συμφωνούν ότι έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει.
Πρώτη φορά βρέθηκα στο Μαυροβούνιο ενάμιση χρόνο μετά την ανεξαρτησία του. Ήταν μεγάλο μου απωθημένο να πάω, ίσως μεγαλύτερο από την ίδια την Κροατία, για την οποία είχα ακούσει εξ' αρχής τα καλύτερα. Αποφάσισα να συνδυάσω μια επίσκεψη εκεί με ένα σύντομο ταξιδάκι στο Βελιγράδι (τότε που συνάντησα και τον Bojan τυχαία για πρώτη φορά, όπως περιγράφεται στην ιστορία I). Πήρα το τρένο από Βελιγράδι, στην αρχή σκοπεύοντας να φτάσω το δρομολόγιο μέχρι τέλους, στο Bar. Ωστόσο, με τράβηξε η Ριβιέρα της περιοχής της Budva (Budvanska Rivijera), έτσι αποφάσισα να αλλάξω τα αρχικά μου σχέδια και να κλείσω λίγες νύχτες πριν την αναχώρησή μου ένα δωμάτιο στη Budva. Για να φτάσω στη ριβιέρα, έπρεπε να αποβιβαστώ αναγκαστικά στην Podgorica, αν και ΟΛΟΙ οι Σέρβοι φίλοι μου με είχαν συμβουλεύσει να την αποφύγω δια ροπάλου. Όλοι επέμεναν ότι ήταν τόσο άσχημη, που όσοι πήγαιναν στο Μαυροβούνιο προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο του Tivat, παρά αυτό της Podgorica. Επίσης, με προέτρεπαν να μην χαλάσω τα χρήματά μου ούτε νύχτα για να μείνω εκεί, αλλά να φύγω απευθείας για ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ άλλη πόλη της χώρας. Μιλάμε τώρα ότι θυμάμαι τουλάχιστον τέσσερα άτομα να μου τα λένε όλα αυτά, άτομα τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σε γούστο και τρόπο ζωής.
Στο βαγόνι συνεπιβάτισσές μου ήταν τρεις Μαυροβούνιες, με κλασικά μεσογειακά καμπυλωτά σώματα, βαλκανικές μύτες και μαλλί κομμωτηρίου. Κουτσομπόλευαν όλη την ώρα, δε το κλεισαν το στόμα τους καθόλου. Η μία κάπνιζε και σα φουγάρο. Διάβαζαν κουτσομπολίστικα περιοδικά και σχολίαζαν τα πάντα, εγώ όλη την ώρα δεν έβγαζα άχνα, νόμιζαν ότι δεν τις καταλάβαινα κι έτσι μιλούσαν ελεύθερα. Στην αρχή απολάμβανα τη συζήτησή τους, όμως κάποια στιγμή που προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο έβαλαν μουσική στο κινητό Κάποιο τραγούδι της Celine Dion από τα πιο καινούργια της. Και σα να μην έφτανε αυτό, τραγουδούσαν κιόλας! Οπότε ενώ κάτι συζητούσαν λογομαχώντας έντονα και κάνοντας απίστευτη φασαρία (νομίζω κάτι λέγαν για τον Tom Hanksκαι το αν έχει βαφτιστεί χριστιανός ορθόδοξος ή όχι), επεμβαίνω εγώ στα σερβικά κι εκείνες αμέσως άλλαξαν εντελώς στάση, μιας και κατάλαβαν ότι με είχαν τσαντίσει με τη συμπεριφορά τους.
Λίγο πριν φτάσουμε στην Podgorica, δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που αντίκρυσα. Περάσαμε ένα τεράστιο και βαθύτατο φαράγγι, η γραμμή του τρένου ήταν πάνω σε μια γέφυρα που στηριζόταν σε πανήψυλους πυλώνες με τεράστιο πάχος που έφταναν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ασύλληπτο ύψος. Και από κάτω να περνάει ένα πεντακάθαρο και διάφανο ποταμάκι, που συνέχιζε λίγο έξω από την πρωτεύουσα, στα -κακάσχημα- προάστια. Όσο άσχημη εικόνα έμελλε να μου αφήσει η πρωτεύουσα, τόσο πολύ έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου αυτή η εικόνα. Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι το Μαυροβούνιο έχει πολλά φαράγγια, μερικά από τα οποία είναι απίστευτα βαθιά και όμορφα. Λόγω της πολύ ορεινής φύσης της χώρας, η μόνη σιδηροδρομική διαδρομή που μέχρι σήμερα έχει φτιαχτεί και λειτουργεί τακτικά με αρκετά μεγάλο αριθμό επιβατών είναι αυτή που ξεκινά από το Βελιγράδι και φτάνει στο Bar. Η διαδρομή είναι πανέμορφη μετά τα σύνορα Σερβίας-Μαυροβουνίου και αξίζει τον κόπο.
Φτάνω στην Podgorica γύρω στις 9 το βράδυ και αμέσως σπεύδω σε αναζήτηση λεωφορείου για την ακτή. Προσπάθησα να ακολουθήσω τη συμβουλή των φίλων μου και να μην ξοδέψω ούτε ευρώ στην πρωτεύουσα για διαμονή. Το πρώτο διαθέσιμο λεωφορείο ξεκινούσε στις 22:15 περίπου και (όπως μου είπαν λανθασμένα) θα έκανε περίπου 2 ώρες να φτάσει. Χαρούμενος εγώ που βρήκα μέσο μεταφοράς, αρχίζω να κάνω μια πρόχειρη βόλτα γύρω από το σταθμό σε αναζήτηση τροφής. Με είχε ρημάξει η πείνα 9 ώρες στο τρένο και τουε σταθμούς. Η μόνη λύση που έβρισκα σε κοντινή απόσταση (είχα και τις αποσκευές βλέπετε) ήταν στον ίδιο το σταθμό, σε μια καντίνα που υποτίθεται ότι είχε μεγάλη ποικιλία από burgers, πίτσες και άλλα τέτοια γρήγορα εδέσματα. Εξυπηρετούσε μια ηλικιωμένη κυριούλα με λίγο φρικιαστική φωνή αλλά πολύ καθαρή προφορά, που φορούσε τσόκαρα νοσοκομείου και ολόλευκη στολή, λες και ήταν νοσοκόμα ή δούλευε σε εργοστάσιο παραγωγής τροφίμων. Τη ρωτάω τι έχει διαθέσιμο εκείνη την ώρα. Η μόνη μου επιλογή ήταν το burger (που στη Σερβία λέγεται Pljeskavica και περιλαμβάνει ένα τεράστιο μπιφτέκι, σχεδόν διπλάσιο ή και τριπλάσιο από αυτά που σερβίρουν στα McDonalds κλπ). Εκτός από το μπιφτέκι, οι άλλες μου επιλογές ήταν ανάμεσα σε κάτι που έμοιαζε με τουρσί, σε μια κόκκινη πικάντικη σάλτσα που λέγεται Ajvar και κάτι ψιλοκομμένα λαχανικά. Ζητάω να μου βάλει απ' όλα, επειδή πεινούσα σα λύκος και κάθομαι να φάω. Όσο έτρωγα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι έτρωγα κρέας γάτας. Το φαινομενικά θεσπέσιο burger μου ήταν σκληρό, με μπαγιάτικο ξαναζεσταμένο ψωμί, ξερό και χωρίς καθόλου ζουμί κατεψυγμένο μπιφτέκι από ποιος-ξέρει-τι-κρέας και όλα τα συνοδευτικά που είχα βάλει να κοντεύουν να με οδηγήσουν στην παράνοια! Ας όψεται η ανάγκη και η πείνα, όλο το έφαγα, χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο. Γάτα; Γάτα. Γιατί όχι;
Στην τουαλέτα του σταθμού που πήγα έκανε κουμάντο μια οικογένεια Ρομά, στην οποία πλήρωνες ένα ποσό για να χρησιμοποιήσεις τη λεκάνη και άλλο ένα αν ήθελες και χαρτί και δεν είχες δικό σου. Την ώρα που μπήκα, το περίπου 8 χρονών κοριτσάκι τους σφουγγάριζε το πάτωμα, σφουγγαρίζοντας πολλάκις και τα δικά μου παπούτσια (μάλλον τα θεωρούσε βρώμικα ή πίστευε ότι αν τα σφουγγάριζε δε θα αφήναν λεκέδες στο πάτωμα), ενώ το αγοράκι είχε πέσει στο "φρεσκοσφουγγαρισμένο" πάτωμα και έπαιζε με ένα πυροσβεστικό αμαξάκι. Οι άντρες της "συμμορίας" με κοιτούσαν με μισό μάτι, πράγμα που μου δημιούργησε σχετική αμηχανία και ανασφάλεια, ωστόσο αποφάσισα να διατηρήσω χαμηλό προφίλ και να συνεχίσω.
Μετά από μια σύντομη βόλτα στην κακάσχημη πόλη, με τα ατσούμπαλα κτίρια και τις κομμουνιστικές κατοικίες, τα σοβατισμένα ολόλευκα λεωφορεία που φτύνανε μαυρίλα και ρύπους και τα neon signs Toshiba και άλλων εταιριών από δω και από εκεί δίπλα σε παρακμιακά motel με τρεμάμενες επιγραφές (όπως στα θρίλερ), πήρα το λεωφορείο μου και εγκατέλειψα την καλτ Podgorica για πιο εύκρατα κλίματα. Στο δρόμο πρόσεξα δύο πράγματα: Πρώτον, ΠΟΛΛΕΣ ρωσικές πινακίδες και επιγραφές. Αυτό οφείλεται στους πολλούς Ρώσους επενδυτές και τουρίστες, ωστόσο αγγίζει τη σφαίρα του παραλόγου σε ένα βαθμό. Δεύτερον, τα πολλά έργα και μπλόκα που γίνονταν σε διάφορα σημεία του δρόμου. Έτσι, το ταξίδι 2 ωρών που μου περιέφραψαν κράτησε σχεδόν 3,5 ώρες. Στο λεωφορείο άκουσα και το περιβόητο τραγύδι Beograd, το σιγομουρμούρησα και τράβηξα την προσοχή ενός πιτσιρικά, ο οποίος άρχισε να με ρωτά διάφορα πράγματα και πιάσαμε την κουβέντα, μέχρι που κατέβηκα.
Ο Filip λοιπόν ήταν 18 ετών, έμοιαζε όμως με 16. Σπούδαζε τουριστικά επαγγέλματα και έμενε μόνιμα στο πανέμορφο Kotor. Ενδιαφέρθηκε πολύ για την περίπτωσή μου και με ρώτησε αν θα ήταν καλό γι αυτόν να κάνει κάποια πρακτική στην Ελλάδα, σε κάποιο νησί, μόλις θα τελείωνε τις σπουδές του. Μου εξήγησε επίσης ότι ο τουρισμός στο Μαυροβούνιο δεν είχε αποδώσει ακόμα τους καρπούς που περίμενε το κράτος, καθώς οι κύριοι πελάτες παρέμεναν οι Σέρβοι, οι οποίοι, όπως μου πε χαρακτηριστικά "δεν έχουν αρκετά βαθιές τσέπες". Στόχος ήταν να προσελκυθούν σύντομα Γερμανοί και Ιταλοί, στους οποίους πόνταραν πολύ οι Μαυροβούνιοι για τη μελλοντική τους ευημερία. Ο ίδιος ο Filip, όταν τον ρώτησα αν αισθάνεται Μαυροβούνιος ή Σέρβος, μου απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό ότι ήταν Σέρβος και ότι είχε στεναχωρηθεί για το χωρισμό των 2 χωρών. Ήταν γι' αυτόν μεγάλη αδικία και θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει σε τέλμα τις σχέσεις με τη Σερβία. "Μην ακούς τι σου λένε εδώ, όλοι οι Σλάβοι σε αυτή τη χώρα Σέρβοι είναι. Δεν υπάρχει Μαυροβουνιακό έθνος, ή μαυροβουνιακή γλώσσα. Αυτά είναι παραμύθια. Σέρβοι γεννηθήκαμε, μαζί πορευτήκαμε με τη Σερβία τόσα χρόνια και ξαφνικά... Γίνεται αυτό που έγινε. Μεγάλη αδικία!"
Ο Filip μου εξηγεί πού περίπου είναι το ξενοδοχείο μου. Ζητώ από τον οδηγό ευγενικά να με κατεβάσει σε εκείνο το σημείο, επειδή είναι αργά και θα χαθώ στους δρόμους νυχτιάτικα. Ο οδηγός παραξενεύεται από την προφορά μου και εμπαίζει κάποιες γλωσσικές επιλογές που κάνω. "Μην τον κοροιδεύεις, δεν είναι Σλάβος", λέει η συνοδός, κάνοντάς με να αισθανθώ από όλη την κατάσταση λίγο προσβεβλημένος. Τουλάχιστον έπεισα τον οδηγό να κάνει μια στάση και να μου βγάλει και τη βαλίτσα, για να φύγω.
Στο δρόμο ρώτησα άλλες 5 φορές που είναι το ξενοδοχείο, το οποίο το έβλεπα, όμως δεν έβλεπα πουθενά την είσοδό του. Ήταν τεράστιο, καταλάμβανε σχεδόν όλη την παραλία και είχε μια είσοδο τόσο μικρή και ασήμαντη, που την προσπέρασα 3 φορές. Όλοι όσοι με εξυπηρετούσαν με ρωτούσαν αν είμαι Ρώσος. Εκπλήσσονταν που δεν ήμουν.
Έφτασα στο ξενοδοχείο μου κατά τη 1:30, έκανα check-in και οι κοπέλες στη ρεσεψιόν μου εξήγησαν κάτι που φαινόταν σημαντικό, ωστόσο με την ταχύτητα που μιλούσαν και την λίγο παράξενη προφορά τους δεν κατάλαβα τα πάντα. Αποσπασματικά έπιασα τις λέξεις "στο μπάνιο... ζεστό νερό... βάννα... διακόπτης". Φαντάστηκα ότι μου μιλούσαν για κάποιο κουμπί θερμοσίφωνα. Επίσης μου ζήτησαν συγγνώμη για τη φασαρία που θα έπρεπε να υποστώ την υπόλοιπη νύχτα, καθώς κάποιο σχολείο από τη Σερβία είχε πάει εκεί για 5ήμερη και είχαν κάποιο πάρτυ αποχαιρετισμού.
Εκείνο το βράδυ έκανα δύο λάθη: Πρώτον, υποτίμησα τη σοβαρότητα της απολογίας σχετικά με τη φασαρία, θεωρώντας ότι δε θα ήταν τόσο ενοχλητική. Δεύτερον, έψαχνα σαν μανιακός μέσα στην ταλαιπωρία και τη νύχτα διακόπτη θερμοσίφωνα σε ένα δωμάτιο που είχε μόνο ένα διακόπτη φωτός και κανέναν άλλο...
Μέρος Δεύτερο
Μου πήρε μισή ώρα να βρω έναν τρόπο να κάνω μπάνιο εκείνο το βράδυ. Τελικά οι ευγενικότατες ρεσεψιονίστ εννοούσαν ότι για να έχει κανείς ζεστό νερό στο μπάνιο, έπρεπε να αφήσει τη βρύση να τρέξει για μερικά λεπτά, έτσι ώστε να ζεσταθεί το νερό. Τα μερικά λεπτά έγιναν πάνω από δέκα και, αφού έκλαψα από μέσα μου για το νερό που σπαταλήθηκε τόσο από εμένα όσο και από τους άλλους επισκέπτες του ξενοδοχείου, επιτέλους ξεκουράστηκα με ένα ζεστό ντους.
Η ξεκούρασή μου δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Το δωμάτιό μου ήταν... από τα "φθηνά", γι' αυτό η μπαλκονόπορτά του έβγαινε απευθείας στην πίσω αυλή του ξενοδοχείου, όπου όσο έκανα μπάνιο είχαν εκδράμει οι ΒΑΡΒΑΡΟΙ! Μεθυσμένοι Σέρβοι έφηβοι είχαν ξαπλώσει στο γρασίδι και τραγουδούσαν ό,τι ύμνο ποδοσφαιρικής ομάδας, ό,τι turbo folk της κακιάς ώρας είχε γραφτεί ποτέ. Και σα να μην έφτανε αυτό, μερικοί από αυτούς ερχόντουσαν κοντά στα παράθυρα και προσπαθούσαν να δουν μέσα στα δωμάτια. Κάποιοι κατάλαβαν ότι ήμουν από την Ελλάδα και φώναζαν ό,τι ήξεραν στα ελληνικά: "σ'αγαπώ", "Ελλάδα αδέλφια", "Ολυμπιακός/Παναθηναικός" και άλλα τέτοια όμορφα. Έκλεισα ενοχλημένος τις κουρτίνες και προσπάθησα να κοιμηθώ. Κατά τις 4 τα κατάφερα. Τα τραγούδια δεν είχαν σταματήσει ακόμα.
Η Budva είναι μια πόλη με πολύ παράξενη και ταχέως αναπτυσσόμενη ρυμοτομία που τρομάζει κάποιον που δεν έχει συνηθίσει σε τόσο έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Σε μερικά σημεία του δρόμου, το πεζοδρόμιο ξαφνικά εξαφανίζεται και βρίσκεσαι να περπατάς μέσα στα αυτοκίνητα, επειδή οι εργάτες κάποιας οικοδομής έχουν στενέψει για λόγους ασφαλείας για μερικές ώρες τους δρόμους. Μπορεί κανείς να δει 10όροφα τερατουργήματα, που στο πρόωρο στάδιο κατασκευής τους δε θυμίζουν σε τίποτα τα λαμπερά κτίρια που δείχνουν τα previews που έχουν αναρτηθεί και αποτελούν το στόχο της κατασκευαστικής εταιρίας. Όλα έχουν θέα τη θάλασσα, στερόντας την ομορφιά της Αδριατικής από τους μόνιμους κατοίκους για χάρη του τουρισμού. Μέσα σε λιγότερα από 5 χρόνια, η Budva κλήθηκε να μετατραπεί σε θέρετρο της τάξεως του Dubrovnik, κάτι τέτοιο φυσικά δεν ήταν εφικτό, έτσι η πόλη έχει καταλήξει σήμερα να μοιάζει σε μερικά σημεία της με τσιμεντένια τενεκεδούπολη, γεμάτη μπάζα, κίνηση τις μεσημεριανές ώρες, μισοτελειωμένες κατασκευές και τράπεζες. ΠΟΛΛΕΣ τράπεζες. Από τις οποίες ΚΑΜΙΑ δε μου άλλαζε συνάλλαγμα σε κούνες Κροατίας (όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ιστορία).
Ο παραλιακός πεζόδρομος είναι λίγο πιο ευχάριστος, ωστόσο αποπνέει μια αίσθηση βαλκανικής παρακμής (της οποίας δηλώνω φαν εδώ και πολλά χρόνια ασταμάτητα). Ανάμεσα στις πιτσαρίες και τις ψαροταβέρνες με τα συντριβανάκια ή τις κούνιες μπαλκονιού, μπορεί κανείς να δει χαλάσματα βαμμένα με σπρέι ("Το Κόσοβο είναι Σερβία" και άλλα τέτοια πολιτικά μηνύματα), ένα μισογκρεμισμένο αντίγραφο-νάνο του πύργου του Άιφελ, σπασμένες εξέδρες για συναυλίες και άλλα events. Η περιποίηση δίπλα στην εγκατάλειψη. Τεμπελιά των Μαυροβουνίων; Αδιαφορία των τοπικών αρχών; Προβλήματα με τις άδειες ιδιοκτησίας της γης; Δεν ξέρω τι από τα παραπάνω φταίει, πάντως στη Budva, το κύριο θέρετρο της Budvanska Rivijera, τίποτα δε θυμίζει τη λέξει Ριβιέρα. Όλα φωνάζουν Βαλκάνια.
Η παλιά πόλη είναι λίγο καλύτερη, πιο περιποιημένη από όσα την περιβάλλουν, ωστόσο και εμφανώς πιο ακριβή σε είδη διατροφής, καφετέριες κλπ. Τη νύχτα όλα φαίνονται λίγο πιο όμορφα, εκτός από τη γιγαντοοθόνη που προβάλλει διαφημίσεις κάθε λογής, από αρώματα του Dior μέχρι το πρωτάθλημα ιστιοπλοίας του επόμενου μήνα. Μια μάσκα αποκριάτικη είναι ακόμα δεμένη πάνω σε έναν στύλο στην είσοδο, φθαρμένη από τη βροχή και τον αέρα. Οι άνθρωποι σχετικά ευγενικοί, αλλά μόνο αν τους προσεγγίσεις στη γλώσσα τους. Όλα φαίνονται να λειτουργούν πολύ καλύτερα και ευκολότερα έτσι. Αξέχαστος θα μου μείνει ένας σερβιτόρος σε μια καφετέρια στην παλιά πόλη, πανύψηλος και θεόρατος, απίστευτα μυώδης και με ξυρισμένο κρανίο, σαν καταδρομέας, γεμάτος τατουάζ στα μπράτσα. Στην αρχή με πλησιάζει με ακαμψία και σχετική αγένεια. Μιλάμε λίγο. Αφού έρχεται η ώρα να φύγω, του αφήνω καλό μπουρμπουάρ. Μου λέει ευχαριστώ και χαμογελάει ευγενικά, επιδεικνύοντάς μου τα σιδεράκια που καλύπτουν την πάνω του οδοντοστοιχεία για πρώτη φορά. Ο άνθρωπος που μου έμοιαζε για 30χρονος που υπηρετούσε στις ειδικές δυνάμεις, ήταν ένας απλός και καθημερινός νεαρός άντρας γύρω στα 22, πολύ κοντά στη δική μου ηλικία δηλαδή, που πιθανότατα δούλευε για το χαρτζιλίκι. Ο ορισμός της φράσης "τα φαινόμενα απατούν".
Αφήνω τη Budva για το Kotor. Η πόλη είναι κτισμένη γύρω από το νοτιότερο φιορδ της Ευρώπης. Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι το Μαυροβούνιο, λόγω της πολύ έντονης διαφορετικότητας των τοπίων του και της ισχυρής φυσικής του κληρονομιάς, διεκδικεί πολλές πρωτιές σε τέτοια ζητήματα στην Ευρώπη: Νοτιότερο φιορδ, βαθύτερο φαράγγι, νοτιότερος παγετώνας (glacier) στη γηραιά ήπειρο (το τελευταίο ρεκόρ διεκδικεί και η Βουλγαρία τα τελευταία χρόνια).
Το Kotor έχει μια αίσθηση έντονης ηρεμίας, τουλάχιστον στα μέσα της άνοιξης που το επισκέφθηκα εγώ. Απ' έξω, τα τείχη του σε συνδυασμό με τα γαλανά νερά θυμίζουν εικόνες από τον "Άρχοντα των Δαχτυλιδιών", χωρίς καμία υπερβολή. Τα παλιά τείχη σκαρφαλώνουν μέχρι την κορυφή του λόφου και δημιουργούν ένα φρούριο, το οποίο πιθανότατα προστάτευε την πόλη από πειρατικές και άλλες εχθρικές επιδρομές. Μπαίνω μέσα στα τείχη. Η απόλυτη ηρεμία. Να ξεκαθαρίσω ότι η παλιά πόλη, παρ' όλο που προστατεύεται και αυτή από την Unesco, δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα. Είναι κατοικημένη κανονικά, σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης πόλης. Ωστόσο, αν και αντιλαμβάνομαι την ανθρώπινη παρουσία γύρω μου, δε βλέπω ψυχή. Απλωμένα ρούχα από το ένα μπαλκονάκι στο άλλο, ο ήχος μιας γραφομηχανής, ένα μικρό κατάστημα με αντίκες, αλλά είμαι ο μόνος που περπατάει στα σοκάκια. Απολαμβάνω την ηρεμία της στιγμής, λίγο προτού χρειαστεί να γυρίσω πίσω στη νέα πόλη, για να επισκεφθώ την πολύβουη υπαίθρια αγορά. Εκεί μπορεί κανείς να βρει τα πάντα, από λαχανικά μέχρι βότανα, από λάδι μέχρι κρασί και ρακή δαμάσκηνο (sljivovica), από λουλούδια μέχρι σπόρους για φύτεμα. Πολλά μαγικά χρώματα σε αυτή την τόσο μικρή αλλά ενδιαφέρουσα αγορά.
Θέλω πολύ να επιστρέψω κάποια στιγμή στο Μαυροβούνιο, ωστόσο προηγείται η Βοσνία, μια χώρα την οποία ακόμα δεν έχω καταφέρει να δω και να γνωρίσω από κοντά, αν και ξέρω δεκάδες μικρές και ενδιαφέρουσες ιστορίες να σας πω και οι οποίες θα ακολουθήσουν σε άλλο κεφάλαιο. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα επισκεφθώ το Niksic, και θα γνωρίσω από κοντά τα εργοστάσια της περιβόητης και γευστικότατης μπύρας Niksicko, που είναι αγαπητή σε όλες τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να αισθάνεται δέος βλέποντας το βαθύτατο φαράγγι Tara ή την απέραντη λίμνη Σκώδρα (Skadar) και να χάνεται μέσα στον πολυπολιτισμικό κόσμο του πολύβουου λιμανιού του Bar.
Το Μαυροβούνιο είναι μια χώρα τόσο μικρή, κι όμως τόσο σύνθετη. Μια χώρα που πάντοτε συμπορευόταν με τη Σερβία, όμως πάντοτε είχε το δικό της χαρακτήρα και τη δική της, ελαφρά διαφοροποιημένη ιστορία. Μια χώρα που έχει πολλά προβλήματα να λύσει, αλλά αυτό είναι που την κάνει τόσο μυστηριώδη και όμορφη στα δικά μου μάτια. Μια χώρα, που περικλείει μέσα της χιλιάδες διαφορετικές εικόνες αυτής της περιοχής, αυτής της ιδέας που ονομάζεται Βαλκάνια.
Πριν λίγα χρόνια, εργαζόμουν σε μια πολύ γνωστή αλυσίδα εμπορικών καταστημάτων ως υπάλληλος. Τη δουλειά αυτή την έβλεπα εντελώς προσωρινά από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί, χωρίς καμία πρόθεση να παραμείνω για περισσότερο από ένα χρόνο. Τελικά, πάνω στο εξάμηνο, ενώ κόντευα να βαρέσω διάλυση από το στρες και την πίεση που δεχόμουν, και έχοντας πάρει απόφαση ότι δεν άξιζε τον κόπο να ταλαιπωρούμαι τόσο για το βασικό μισθό, αποφάσισα ότι ήθελα να παραιτηθώ. Η απόφαση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ανάμεσα στους συναδέλφους μου, οι οποίοι δεν είχαν καταλάβει όλον αυτό τον καιρό ότι ήμουν τόσο δυσαρεστημένος από τη δουλειά αυτή και εξεπλάγησαν.
"Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να φύγεις; Και πώς βρίσκεις δουλειά μετά;"
"Παιδιά, νομίζω έχω αποφασίσει. Έχω αρκετά χρήματα να κάνω ένα κουμάντο μέχρι να βρω κάτι άλλο, εξάλλου όπως ξέρετε κανονίζω και ένα ταξιδάκι σε ένα μήνα, θέλω να το χαρώ, χωρίς να έχω στο κεφάλι μου ότι θα πρέπει να ξαναγυρίσω εδώ μέσα!"
Οι μέρες περνούσαν, στους ανωτέρους μου δεν είχα πει ούτε λέξη. Σκόπευα να τους τα ξεφουρνίσω όλα λίγες μέρες πριν αποχωρήσω οριστικά, ώστε να μην έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους να μου αλλάξουν τη γνώμη. Ωστόσο, λίγο το θέλγητρο των χρημάτων (ακόμα ακι λίγα τα χρήματα σου δίνουν μια αίσθηση ασφάλειας), λίγο κάτι άδειες που δεν είχα πάρει, λίγο τα λόγια των συναδέλφων και η συμπαράστασή τους, με έβαλαν αρκετές φορές σε σκέψη γύρω από την απόφασή μου. Είχε φτάσει Παρασκευή, σκόπευα αρχικά να δουλέψω το αργότερο μέχρι εκείνο το Σάββατο, ωστόσο ακόμα τίποτα. Δεν είχα πει τίποτα στο διευθυντή, δεν είχα κάνει την παραμικρή κίνηση. Δίσταζα.
Είχα πρωινή βάρδια εκείνη τη μέρα. Χαμηλή κίνηση στο κατάστημα, βαριόμουν εγώ, βαριόταν και ο συνάδελφος δίπλα, νυσταγμένοι και οι δύο πλησιάζαμε απρόθυμα τους λιγοστούς πελάτες με σκοπό να εξυπηρετήσουμε. Κάποια στιγμή σκάνε μύτη δύο κουστουμάτοι. Ο συνάδελφος απασχολημένος, αναστενάζω βαριά και τους πλησιάζω χωρίς την παραμικρή διάθεση. Οι περισσότεροι όμοιοί τους στο παρελθόν στο λαιμό μου έκατσαν, ή ξυνοί, ή αγενείς, ή σνομπ ήταν. Και σε έπρηζαν και δεν ψώνιζαν στην τελική επειδή "πλήρωνε η εταιρία".
Καλημερίζω ευγενικά. Απαντά μόνο ο ένας άντρας στα ελληνικά, φυσιολογικά. Αρχίζω να τους ρωτάω τα κλασικά, αν ψάχνουν κάτι, πώς μπορώ να βοηθήσω. Ενδιαφέρονται για έναν υπολογιστή. Με τούτα και με κείνα, ψιλοπιάνουμε συζήτηση με τον πρώτο που μου μίλησε, ενώ ο άλλος χαζεύει το κατάστημα σαν να μην έχει ξαναμπεί ποτέ σε πολυκατάστημα και γυρνοβολάει σαν την άδικη κατάρα μέσα στο μαύρο κουστούμι του ανάμεσα σε οθόνες, καλώδια και αξεσουάρ. Άχνα δεν έβγαζε.
Έτσι όπως μιλούσαμε, ο πελάτης μου λέει με ευγένεια ότι προβληματιζόταν για κάποιο τεχνικό ζήτημα μιας υπηρεσίας που του πρότεινα, επειδή δε ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα. Προσπαθώντας να κάνω σωστά τη δουλειά μου εγώ, αλλά και από περιέργεια, τον ρωτάω που εργάζεται με κάθε διακριτικότητα. Μου απαντά εντελώς ανοιχτά: "Στα Σκόπια".
Αρχίζουμε να πιάνουμε κουβέντα γύρω από το ζήτημα. Ρωτάω να μάθω εγώ πώς τον αντιμετωπίζουν εκεί, πώς τα βρίσκει με τη γλώσσα, ανεφέρω κάποια στιγμή ότι έχω ιδιαίτερες σχέσεις με Σερβία. Ο πελάτης εκπλήσσεται και με κοιτάει με ένα πονηρό χαμόγελο.
"Μιλάς και Σερβικά;" με ρωτάει πριν του κουνήσω συγκαταβατικά το κεφάλι και τονίσω ότι μόλις λίγο καιρό πριν άρχισα να μαθαίνω επισταμένα τη γλώσσα.
"Boris! Έλα να δεις, βρήκα συντοπίτη σου!" φωνάζει στα αγγλικά τον άνδρα που χάζευε τριγύρω όλη εκείνη την ώρα αμίλητος. Όσο πλησιάζει, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι είναι το κλασικό δείγμα Σέρβου από την περιοχή των Διναρικών Ορών: εκτός από πολύ ψηλός και λιγνός αλλά χωρίς να βγάζει αδυναμία, έχει σκούρα γαλάζια μάτια που προδίδουν μια μυστήρια ταλαιπωρία ή κούραση, βαλκανικό πρόσωπο με άγαρμπα χαρακτηριστικά και περίεργη μύτη και μια συνολική ευγένεια στην παρουσία του, που σε λίγους ανθρώπους έχω συναντήσει μέχρι σήμερα πριν καλά-καλά τους ακούσω να μιλάνε.
Ο Boris στέκεται πλέον απέναντί μου και μου πιάνει κουβέντα. Με ρωτάει πού έμαθα σερβικά, με ρωτάει για την καταγωγή μου, αν έχω πάει ποτέ στη Σερβία, αν μου άρεσε. Καταλαβαίνει ότι δυσκολεύομαι λίγο και με βοηθάει μιλώντας σε μερικά σημεία στα αγγλικά, ωστόσο εκτιμά απίστευτα την προσπάθειά μου. Δηλώνει το ενδιαφέρον του και το θαυμασμό του για το κατάστημα. Δεν έχει λέει ποτέ ξαναδεί τέτοιο. Και τι τιμές! Απίστευτες! Τον κοιτάω να έχει σχεδόν φτάσει σε έκσταση και με πιάνουν τα γέλια. Ο πάγος σπάει και αρχίζουμε να μιλάμε λίγο περισσότερο η τρεις μας.
Ο Έλληνας λέγεται Μπάμπης. Δουλεύει στα Σκόπια εδώ και δύο χρόνια επειδή, όπως μου λέει χαρακτηριστικά, "δε τον χωράει ο τόπος". Ζούσε μέχρι τότε μόνιμα σε νησί με τη γυναίκα και τα παιδιά. Βρήκε όμως καλή δουλειά, με καλά λεφτά, έτσι τους πήρε και τους τρεις και μετακόμισαν στη γείτονα. Βγάζει αρκετά λεφτά για να συντηρεί την οικογένεια, έτσι η γυναίκα του δε χρειάζεται για την ώρα να εργάζεται.
Ο Σέρβος έχει κι αυτός οικογένεια. Είναι από τη νότια Σερβία όμως ζει στα Σκόπια πολλά χρόνια τώρα. Πηγαίνει πίσω στην πατρίδα του μόνο το Πάσχα και λίγο το καλοκαίρι. Με ρωτάει αν μου αρέσει το Μαυροβούνιο. Του απαντάω ότι μέχρι εκείνη τη μέρα δεν έχω αξιωθεί να πάω. "Κακώς!" με μαλώνει και μαζί με τον Μπάμπη μου εξηγούν πώς αποφάσισαν να κάνουν ένα road trip ένα τριήμερο με τις γυναίκες τους και τα παιδιά και έμειναν με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Όση ώρα μιλούσαμε, ο Μπάμπης είχε πάρει ένα κουτί υπολογιστή στη μασχάλη. Και γνωριμία κάναμε, και την πώληση την πετύχαμε. Τέλεια! Το θέλανε λέει για έναν συνάδελφό τους. Εκεί είναι όλα πολύ ακριβά για τα τοπικά μέσα εισοδήματα, έτσι ένας φορητός υπολογιστής θεωρείται μεγάλη πολυτέλεια ακόμα και για κάποιον που δουλεύει σε μια μικρή πολυεθνική, όπως η δική τους!
Ο Boris με ρωτάει ξαφνικά αν έχω ένα κομμάτι χαρτί και στυλό. Του δίνω και μου σημειώνει με δική του πρωτοβουλία το email του. "Αν ποτέ σε βγάλει ο δρόμος σου στα Σκόπια, στείλε ένα mail, θα σε φιλοξενήσω ή εγώ ή ο Μπάμπης στο σπίτι μας! Να δεις και την πόλη, να γνωρίσεις τις οικογένειές μας, να εξασκήσεις και τα σερβικά σου. Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνεις". Μαζί με το χαρτί, που άφησε και μια επαγγελματική του κάρτα. "Δεν ξέρεις ποτέ πού μπορεί να σε βγάλει η ζωή, δε θα μείνεις για πάντα εδώ, ίσως γίνεις κι εσύ σα το Μπάμπη μια μέρα!"
Λέγοντάς μου αυτά, με αποχαιρέτησαν και προχώρησαν προς το ταμείο. Με τον Boris ανταλλάξαμε email 3-4 φορές, για καλό Πάσχα και άλλα τέτοια όμορφα. Στα Σκόπια τελικά πήγα, αλλά δεν κατάφερα να τον συναντήσω. Σε αντίθεση με την πρώτη μας συνάντηση, φαίνεται πως η δεύτερη δεν ήταν της μοίρας γραφτή. Ωστόσο σκοπεύω κάποια στιγμή, όταν εκδράμω ξανά προς τα βόρεια, να τους τιμήσω με την παρουσία μου. Έχουν περάσει και λίγα χρόνια από τότε, θα έχουμε σίγουρα πολλά να πούμε.
Αμέσως μετά τη γνωριμία μας, συνειδητοποίησα ότι μερικά πράγματα στη ζωή έρχονται από εκεί που δε τα περιμένεις, σα σημάδια για μια νέα στροφή στη ζωή, μια αλλαγή. Αυτή η συνάντηση με τον Boris και το Μπάμπη για μένα ήταν μια τέτοια σημαδιακή συγκυρία. Έγινε τη μέρα που σκόπευα αρχικά να παραιτηθώ αλλά δίσταζα, τη μέρα που πιθανότατα θα έθαβα για ποιος ξέρει πόσον καιρό ακόμα την προσωπική μου ευημερία για μια δουλειά που με μπούχτιζε.
Βάζοντας την επαγγελματική κάρτα του Boris στην τσέπη, κατευθύνθηκα με σιγουριά προς το γραφείο του διευθυντή. Ένα μήνα μετά, ταξίδευα με τρένο για Σερβία, εντελώς ελεύθερος από τα βάρη μιας ζωής που δε με αντιπροσώπευε και που ανήκε πια στο παρελθόν.
Το τρένο σταμάτησε στη συνοριακή διάβαση της Γευγελής (Gevgelija), λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι. Εγώ, η Pitchforksally και η CellarDoor βρισκόμασταν από τη Θεσσαλονίκη μέχρι εκείνο το σημείο του ταξιδιού μας στον ίδιο χώρο με έναν μόνο κι έρμο Αμερικανό τουρίστα, με τον οποίο δεν είχαμε ακόμα πει πολλά πολλά. Πριν μπουν οι ελεγκτές για τον τυπικό έλεγχο διαβατηρίων, του πιάσαμε κουβέντα, βλέποντάς τον εμφανέστατα ζαλισμένο από τη θύελλα ελληνικών μας μέσα στις προηγούμενες 3 περίπου ώρες, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι ήμασταν λίγο αγενείς όλη εκείνη την ώρα.
Ο τύπος είχε ως μοναδικές του αποσκευές ένα εκδρομικό σακίδιο πλάτης και μια σακούλα με τρόφιμα, αγορασμένα από γνωστή αλυσίδα ελληνικών σουπερμάρκετ. Άρχισε να μας λέει την ιστορία του, πώς ξεκίνησε από μια από τις λιγότερο γνωστές πολιτείες των ΗΠΑ, για να βρεθεί στην Καμπότζη. Ο στόχος του; Μέσα σε ένα εξάμηνο να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του, περνώντας από όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες του χάρτη. Έχοντας διασχίσει την Ινδοκίνα με κάθε δυνατό μεταφορικό μέσο έφτασε στην Κίνα και τη Μογγολία, απ' όπου πήρε τον Υπερσιβηρικό και έφτασε στη Μόσχα. Από εκεί η διαδρομή του τον οδήγησε στα Βαλκάνια, αν και στην Ελλάδα δεν έκατσε παρά μόνο σε stop-over από την Κωνσταντινούπολη. Είχε μπροστά του ακόμα περίπου 2 μήνες ταξιδιού, προτού επιστρέψει στο σπίτι του. Έχοντας μείνει εντυπωσιασμένοι από τα κατορθώματά του, ανυπομονούσαμε να ξεκινήσει και πάλι το τρένο, για να ακούσουμε και τις υπόλοιπες λεπτομέρειες. Ίσως τελικά το ταξίδι να μην ήταν εξίσου βαρετό με αυτόν για συνεπιβάτη!
Η χαρά μας δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Ένας ροδαλός, στρουμπουλός άνδρας μπήκε στο χώρο μας, ζητώντας διαβατήρια στη σλαβομακεδονική γλώσσα. Τον κατάλαβα και έδωσα τις απαραίτητες εξηγήσεις και στους άλλους. Βγάλαν όλοι τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και του τα έδωσαν, αλλά πριν από αυτό, κληθήκαμε όλοι να απαντήσουμε στην κλασική ερώτηση που γίνεται στα σύνορα, σχετικά με την καταγωγή μας: "Makedonci? Grci? Albanci? Srbi?" ρώτησε επιλεκτικά ο ελεγκτής (νομίζω οι μεταφράσεις είναι προφανείς) με εμάς να απαντάμε Grci και εμένα να απαντώ εκ μέρους του Αμερικάνου Amerikanac. Η επόμενη ερώτηση αφορούσε τυχόν πράγματα που είχαμε να δηλώσουμε. Ανέλαβα πάλι εγώ, εξηγώντας ότι μέσα στις βαλίτσες μας είχαμε μόνο ρούχα. Ο ελεγκτής με κοίταξε λίγο ύποπτα, ωστόσο ικανοποιήθηκε από την απάντηση και έφυγε.
Όση ώρα κρατούσαν στον έλεγχο τα διαβατήριά μας, οι τρεις μας και ο Αμερικάνος κάναμε πλάκα για το θέμα της γρίπης των χοίρων, που μόλις είχε ξεκινήσει να εξαπλώνεται εκείνη την περίοδο και να γίνεται πρώτο θέμα στα ΜΜΕ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μπαίνει μέσα στην "καμπίνα" μας ένας άλλος ελεγκτής, με το διαβατήριο του Αμερικάνου και ένα κορίτσι γύρω στα 17 στο πλευρό του. Στην αρχή άρχισαν να μας μιλούν στα σλαβομακεδονικά, ωστόσο φαίνονταν να μην εκτιμούν την προχειρότατη μετάφρασή μου και να θέλουν να μιλήσουν μόνο με τον Αμερικάνο. Το κορίτσι αποκάλυψε το λόγο της επίσκεψής του μαζί με τον ελεγκτή:
"He is asking if you have any disease (ρωτάει αν έχετε κάποια ασθένεια)", ρώτησε το κορίτσι, μεταφράζοντας εξίσου πρόχειρα την πρόταση του ελεγκτή. Ο Αμερικάνος αρνήθηκε.
"He is asking when you left from the USA (ρωτάει πότε φύγατε από τις ΗΠΑ)", με τον Αμερικάνο να απαντά ότι δεν έχει πάει στις ΗΠΑ τόυς τελευταίους 4 μήνες και ότι κι ο ίδιος για τη γρίπη έμαθε από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
"He says that you follow him (λέει να τον ακολουθήσετε)". Εμείς έχουμε αρχίσει να δαγκωνόμαστε και ο Αμερικάνος σηκώνεται πειθαναγκαστικά και τους ακολουθεί. Λίγο πριν βγουν από την καμπίνα, ο ελεγκτής λέει κάτι ακόμα. Η κοπελίτσα είχε ήδη "λακίσει".
"Λέει να πάρετε τα πράγματα σας μαζί, τουλάχιστον τη βασική σας αποσκευή", εξηγώ στον Αμερικάνο. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ σκούρα. Υπήρχε βλέπετε αυτή η φήμη τότε ότι οι ΗΠΑ είχαν τόσα πολλά κρούσματα, που αποτελούσαν απειλή για αυτές τις μικρές ευρωπαικές χώρες, που ακόμα δεν είχαν ούτε ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα και σκόπευαν να διατηρηθούν έτσι για όσο καιρό απαιτούταν.
Είδαμε από το παράθυρο τον Αμερικάνο να μπαίνει σε ένα μικρό οίκημα σα σταθμαρχείο. Εν τω μεταξύ, ο πρώτος ελεγκτής μας έφερε τα διαβατήριά μας σφραγισμένα και δίχως να μας προκαλέσει το παραμικρό πρόβλημα. Μας τραγούδησε μάλιστα και το "Ο Γιώργος είναι πονηρός", το οποίο πολύ του άρεσε, όπως μας αξομολογήθηκε σε σπαστά ελληνικά.
Ξαφνικά, το τρένο άρχισε να κινείται. "ΚΑΛΕ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ;" αναφωνήσαμε σχεδόν με ένα στόμα μια φωνή, την ώρα που αφήναμε τον Αμερικάνο και τη Γευγελή πίσω μας. Το μόνο που έμεινε να μας τον θυμίζει στο υπόλοιπο του ταξιδιού, ήταν η σακούλα του με το προσφάι του, και μια κούπα πλαστική που φιλοξενούσε τον ζεστό πρωινό καφέ του. Θα προλάβαινε άραγε το βραδινό τρένο για Σκόπια; Ή θα τον ταλαιπωρούσαν κι άλλο; Κανείς δεν ξέρει και κανείς δε θα μάθει ποτέ.
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε με τους τρεις μας να συνεχίζουμε το παραλήρημά μας στα ελληνικά. Μέχρι εκείνο το σημείο, ήμασταν μόνοι οι 3 μας στο βαγόνι, με μόνη μας ενόχληση έναν ακόμα ελεγκτή που επιβεβαίωνε ότι είχαμε πάνω μας εισιτήριο. Περίπου μία ώρα αργότερα όμως, φτάσαμε στην πόλη Prilep, όπου ανέβηκε μια μεσήλικη κυρία, ντυμένη με καθωσπρέπει αλλά λίγο παλιομοδίτικο μωβ ταγιέρ. Με ρώτησε στη γλώσσα της αν είναι ελεύθερη κάποια θέση και μπορεί να καθίσει. Της απάντησα ότι μπορεί. Ευθύς αμέσως μας έπιασε κουβέντα, λέγοντας κάτι για τον καιρό. Της εξήγησα ότι δεν κατάλαβα πολύ καλά και ότι δε μιλάω τη γλώσσα της. Παραξενεύτηκε.
Εδώ αξίζει να κάνω μία μικρή παρένθεση: Κάθε φορά που απαντούσα σε οποιονδήποτε άνθρωπο από τα Σκόπια μου απηύθηνε το λόγο, του απαντούσα στα Σερβικά. Και όλοι μα όλοι με καταλάβαιναν πλήρως και μου απαντούσαν και γενικά συνεννοούμασταν άψογα. Πάντοτε πίστευα ότι η Σλαβομακεδονική γλώσσα στην ουσία είναι μια διάλεκτος, κι όχι μια γλώσσα αυτή καθαυτή, ωστόσο εκείνη την ημέρα οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Σε μεγάλο βαθμό, η γλώσσα αυτή είναι κατασκευασμένη, με πολλά στοιχεία από τη βουλγαρική γλώσσα, ωστόσο με την προφορά και λίγο λεξιλόγιο από τη σερβική γλώσσα. Όλοι ανεξαιρέτως οι Σκοπιανοί καταλαβαίνουν άπταιστα σερβικά και βουλγαρικά. Τόσο άπταιστα, που ένας Έλληνας που ακούει την Κυπριακή διάλεκτο είναι από άλλον πλανήτη. Καμία απολύτως σχέση δηλαδή. Ελάχιστες λέξεις διαφέρουν και ουσιαστικά η γλώσσα τους έχει αλλάξει τόσο τα τελευταία 30 χρόνια, που τα παλιά τους κείμενα μοιάζαν σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα σύγχρονα βουλγαρικά.
Εξήγησα στην ευγενικότατη κυρία ότι μιλάω σερβικά και όχι πολύ καλά ακόμα, οπότε η προφορά της με μπερδεύει λίγο. Χαμογέλασε με κατανόηση και με ρώτησε αν είμαστε από την Ελλάδα. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. "Εγώ από ελληνικά", μου εξηγεί, "δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα - ντεν γκαταλαφαίνω! - είναι πολύ δύσκολα" έκανε και την προσπάθειά της να μας επιδείξει τις ελάχιστες γνώσεις της. Επίσης μου ξεκαθάρισε ότι είναι δασκάλα, οπότε εκτιμά πολύ την οποιαδήποτε προσπάθεια. Αφού ωστόσο κατάλαβε με μεγάλη της απογοήτευση ότι δε θα μπορούσε να πιάσει κουβέντα με την άνεση που μάλλον προσδοκούσε, άνοιξε ένα ασπρόμαυρο βιβλίο με τίτλο "Παγκόσμια και Μακεδονικά ρεκόρ 1980-1990" και άρχισε να το μελετάει ενδελεχώς. Έτσι κύλησε το υπόλοιπο ταξίδι μας μέχρι τα Σκόπια, με το τρένο να κινείται παράλληλα στον ποταμό Vardar (Αξιό) με τα καφέ χωμάτινα νερά του και τα φτωχικά, αλλά αξιοπρεπή βαλκανικά τοπία που τον περιέβαλλαν.
Όταν λέω μέχρι τα Σκόπια ωστόσο, μην ξεγελιέστε ότι κάναμε εκδρομούλα. Από το Prilep μέχρι τα Σκόπια με αυτοκίνητο δεν θα ήταν πάνω από μία, άντε μιάμιση ώρα δρόμος. Όταν όμως περνάς από το Prilep στο Krushevo, το Veles και το Shtip, και από εκεί οδεύεις με το αργό τρένο προς το Kumanovo μέσω Σκοπίων, αυτό σημαίνει ότι κάνεις ένα τεράαααστιο ζιγκ-ζαγκ, της τάξης του Αθήνα-Άρτα-Λαμία-Τρίκαλα, αλλά σε μια μικρότερη επιφάνεια γης. Η μία ώρα λοιπόν έγινε 5 και φτάσαμε στα Σκόπια αποκαμωμένοι. Η κυριούλα κατέβηκε, λέγοντάς μας το πιο ανατριχιαστικό "goodbye" που έχω ακούσει μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Στα Σκόπια κάναμε στάση για περίπου ένα τέταρτο, με τα κορίτσια να αναρωτιούνται αν θα προλαβαίναμε να φάμε τίποτα στο σταθμό, επειδή δεν είχαμε μαζί μας προμήθειες για το ταξίδι (που αναμενόταν πιο μακρύ απ' όσο αρχικά προβλέπαμε). Τελικά, φοβούμενοι με την ιστορία του Αμερικάνου, κάναμε τουμπεκί και μείναμε στο βαγόνι μας. Μέγα λάθος.
Το ταξίδι συνεχίστηκε, με το τρένο να μπαίνει στην αλβανική περιοχή των Σκοπίων. Σε εκείνες τις πόλεις κοντά στα σύνορα με το Κόσοβο, ελάχιστοι νέοι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο τρένο, και σχεδόν όλοι μιλούσαν μεταξύ τους αλβανικά. Επίσης, ήταν εμφανώς χαμηλότερου εισοδήματος και τα χωριά τους απέπνεεαν μια αίσθηση φτώχιας και εγκατάλειψης. Στα σύνορα με τη Σερβία, στην περιοχή της πεδιάδας του Preshevo, το τρένο έκανε και πάλι στάση. Οι περισσότεροι Αλβανοί επιβάτες εδώ αποβιβάστηκαν, μιας και το Preshevo είναι η μόνη περιοχή της Σερβίας εκτός από το Κόσοβο που έχει μεγάλο αριθμό Αλβανών κατοίκων. Ο έλεγχος έγινε και πάλι από τις αρχές και των δύο χωρών. Οι Σέρβοι ήταν πολύ τυπικοί, οι Σκοπιανοί όμως... όχι και τόσο. Ένας άνδρας μας πλησίασε και άρχισε να ρωτάει στη γλώσσα του τα κλασικά, αν έχουμε τίποτα να δηλώσουμε, και το μακρυνάρι με τις πιθανές καταγωγές.
"Makedonci, Grci, Srbi, Albanci?"
"Grci."
"Είσαστε σίγουρος;"
"Προφανώς και είμαι σίγουρος!"
"Τότε γιατί μιλάτε μακεδονικά;"
"Δε μιλάω τη γλώσσα σας, μιλάω σερβικά. Είναι διαφορετικό, δεν είναι;", έκανα κι εγώ τον εμπαιγμό μου, μη χάσω!
"Εγώ επιμένω ότι είστε Μακεδόνας. Από πού είσαστε;"
"Από την Αθήνα".
"Α, καλά", έχασε απευθείας το ενδιαφέρον του ο ελεγκτής, "τότε ΣΙΓΟΥΡΑ δεν είστε Μακεδόνας".
Έφυγε αφήνοντάς μας πίσω να σκυλιάζουμε με αυτή του τη δήλωση. Ειδικά η Pitchforksally, μετά από τις πολλές απανωτές ερωτήσεις για την καταγωγή, ήταν στα πρόθυρα να αρχίσει να απαντά γεμάτη πατριωτικό ενδιαφέρον MAKEDONCI! με ύφος που υπονοούσε τη γνωστή φράση "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ", αλλά τη συγκράτησα, για να αποφύγουμε τη μοίρα του.... Αμερικάνου.
Στο υπόλοιπο ταξίδι, που έγινε εκτός εδαφών ΠΓΔΜ, σχεδόν ψοφήσαμε της πείνας, ενώ μοιραστήκαμε και την καμπίνα μας με έναν μεθυσμένο Ρομά που αφού μας ρώτησε τι γλώσσες μιλάμε και απογοητεύτηκε που δε μπορούσε να συννενοηθεί στη γλώσσα των Ρομά, τα Γερμανικά, τα Ουγγρικά ή τα Ρουμανικά που γνώριζε, πήρε θάρρος και μόνο που δεν ακούμπησε τα πόδια του πάνω μας, την ώρα που ξάπλωνε αγκαλιάζοντας το μπουκάλι με τη ρακί του. Κάποια στιγμή, άλλος ένας μεθυσμένος, Σέρβος αυτή τη φορά, κυκλοφορούσε στο τρένο φορώντας ένα καπέλο ναυτικού, αποκαλώντας τους πάντες Majstore (μάστορα) και κερνώντας οποιονδήποτε έβλεπε στα...κυβικά του ρακή που κουβαλούσε μαζί του. Με τον Ρομά του βαγονιού μας αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα φιλική σχέση, αλλά δεν κατάφεραν να τη συνεχίσουν και αργότερα, επειδή ήταν και οι δύο τύφλα στο μεθύσι. Νομίζω μάλιστα ότι και οι δύο κοιμήθηκαν τόσο βαθιά προς το τέλος του ταξιδιού, που λογικά θα χρειάστηκε κάποιος να τους ξυπνήσει, για να αποβιβαστούν από το τρένο.
Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο Βελιγράδι, με τα διαβατήριά μας σφραγισμένα 2 φορές, το στομάχι μας δεμένο κόμπο από την πείνα, τα πόδια μας πιασμένα από το καθισιό και την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα, έχοντας φτάσει στα όρια από την πολύωρη αναμονή μέχρι τη σερβική πρωτεύουσα...
Ένα ιδιαίτερο ζευγάρι (το γούνινο γατάκι που έμεινε ορφανό)
Την Aleksandra τη γνώρισα μέσω μιας ιστοσελίδας φωτογραφίας. Ήταν πολύ δημοφιλής και αγαπητή σε όλους, όχι τόσο για τις περίτεχνες και καλλιτεχνικές φωτογραφίες της, όσο για το θερμό χαρακτήρα της και την ευγένειά της, που ακόμα και μέσω ίντερνετ σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή. Ίσως να ήταν το μόνο άτομο που έχω γνωρίσει στο διαδίκτυο μέχρι σήμερα, για το οποίο δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν τόσο αυθεντικό και τόσο ιδιαίτερο όσο φαινόταν και στην πραγματική ζωή.
Πάντοτε θαύμαζε την προσπάθειά μου να μάθω τη γλώσσα της, κυρίως όμως μου έδειχνε πάντα μεγάλη αδυναμία, επειδή προέρχομαι από την Ελλάδα. Στη γκαλερί της, μπορούσε κανείς να δει κυρίως φωτογραφίες από ελληνικά νησιά και τη Χαλκιδική, μέρη στα οποία είχε πάει ούτε μία, ούτε δύο, αλλά πάνω από δέκα φορές.
Όταν αποφάσισα να επισκεφθώ το Βελιγράδι πριν περίπου ένα χρόνο, σκέφτηκα ότι απλά όφειλα να γνωρίσω από κοντά αυτή την γυναίκα, που τόσο είχα συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Έτσι, επικοινώνησα μαζί της, ανακοινώνοντάς της ότι θα επισκεπτόμουν την πόλη της και θα το ήθελα πολύ να βρεθούμε για καφέ και ίσως μια σύντομη ξενάγηση, καθώς ήθελα πολύ να δω την πόλη μέσα από τα μάτια της. Εκείνη συμφώνησε αμέσως, μου έδωσε μάλιστα και τον αριθμό του κινητού της, για να επικοινωνήσω μαζί της μόλις θα έφτανα.
Ο ένας μήνας πέρασε με την ταχύτητα μερικών ωρών και βρέθηκα στο τρένο για Βελιγράδι. Μετά το πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, φτάσαμε λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και άρχισα μέσα στο σκοτάδι να βλέπω τα πρώτα μικρά φωτάκια, ένδειξη πολιτισμού μετά από πολλές ώρες στα έρημα και ακαλλιέργητα χωράφια. Η ώρα έντεκα περίπου, σε καμια ώρα θα φτάναμε. Αν και ήταν αργά, έπρεπε να επικοινωνήσω με την Aleksandra, αν ήθελα να βρεθούμε το επόμενο πρωί, όπως κανονίζαμε. Ήταν Πρωτομαγιά και μια από τις ελάχιστες ημέρες που θα ήταν ελεύθερη από την κουραστική και απαιτητική δουλειά της. Χωρίς να σκεφτώ δεύτερη φορά ότι η ώρα ήταν ακατάλληλη, σήκωσα το κινητό στο αυτί μου και περίμενα απάντηση.
Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Μια ηχογραφημένη φωνή άρχισε να μου εξηγεί κάτι στα σερβικά, αλλά ούτε το σήμα ούτε η ποιότητα της ηχογράφησης ήταν αρκετά καλή, ώστε να καταλάβω τι έλεγε. Κλείνω. Κοιτάζω με απελπισία τον μεθυσμένο και αποκοιμισμένο, πλέον, Ρομά που είχε καταλάβει κανα μισάωρο πριν τις μισές θέσεις του δωματίου, όπου καθόμουν σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι και αναστενάζω. Ξαναπροσπαθώ να τηλεφωνήσω. Τζίφος. Αυτή τη φορά δε βγήκε ούτε η φωνή της τηλεφωνήτριας, αλλά μόνο ένα ενοχλητικό βουητό. Τα παρατάω και αποφασίζω να στείλω ένα μήνυμα, αυτό λογικά θα ήταν πιο εύκολο.
Όση ώρα περίμενα την απάντησή της, με είχαν ζώσει τα φίδια. Αν δεν είχε λάβει το μήνυμα; Αν κοιμόταν και το έβλεπε το πρωί; Πώς θα βρισκόμασταν τελικά στην πόλη για την πολυπόθητη πρώτη γνωριμία και ξενάγηση; Κοιτούσα νευρικός μία την οθόνη του τηλεφώνου, μια τον Ρομά να σκαλίζει το προσωπικό του θησαυροφυλάκιο ροχαλίζοντας και μία τα φωτάκια έξω από το παράθυρο, που συνεχώς και πλήθαιναν. Και τότε ήρθε η απάντηση.
"Να συναντηθούμε αύριο κάπου κεντρικά, κατά προτίμηση στην πλατεία Slavija, τι λες;"
Δεν ήθελα και πολύ εγώ, για να χαζοχαρώ. Απάντησα θετικά και ευθύς αμέσως ξέχασα τα πάντα, την κούρασή μου, την κατάληψη της θέσης μου, την πείνα μου, όλα.
Την επόμενη ημέρα, έφτασα μπροστά από το ξενοδοχείο Slavija επί της ομώνυμης πλατείας και είδα το γνώριμο πρόσωπο της Aleksandra να αναρωτιέται αν ο τύπος στο απέναντι πεζοδρόμιο ήμουν όντως εγώ. Ωστόσο, εκείνη δεν ήταν μόνη. Τη συνόδευε ένας κοντούλης και λίγο παχουλός άνδρας με σκούρα μαύρα γένια και μαλλιά. Και οι δύο φορούσαν στους ώμους τους μικρά εκδρομικά σακίδια. Ο άνδρας μου συστήθηκε ως Ivo, με την ιδιότητα του αρραβωνιαστικού της Aleksandra. Συστηθήκαμε, προσπαθήσαμε να σπάσουμε λίγο τον πάγο της πρώτης γνωριμίας και αρχίσαμε τη βόλτα μας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Με το ζευγάρι μιλούσαμε ανάμεικτα σερβικά και αγγλικά, ενώ το επίπεδο των αγγλικών τους με εντυπωσίασε, αν και αργότερα επρόκειτο να μάθω σε τι οφειλόταν.
Καθώς περπατούσαμε γύρω από τα κτίρια του Κοινοβουλίου, του Δημαρχείου, των μεγάλων θεάτρων της πόλης, παρατήρησα ότι και οι δυο τους κρατούσαν μια φωτογραφική μηχανή ανά χείρας και τραβούσαν φωτογραφίες από την ίδια την πόλη, στην οποία μεγάλωσαν και λίγο-πολύ έζησαν όλη τους τη ζωή. "Μας αρέσει να βλέπουμε μια νέα οπτική γωνία του Βελιγραδίου κάθε μέρα", μου είπαν χαμογελαστοί όταν τους ρώτησα σχετικά. Αργότερα μπήκαμε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο (Mamut για όσους ενδιαφέρονται) και μου πρότειναν βιβλία που θα μπορούσα να διαβάσω και ανταποκρίνονταν στο επίπεδό μου. Αγόρασαν κι εκείνοι 4-5 βιβλία μαγειρικής, καθώς δήλωσαν λάτρεις του χειροποίητου φαγητού και της δημιουργικότητας στην κουζίνα. Ακόμα ένας πόντος για το ήδη ενδιαφέρον ζευγάρι νέων φίλων μου.
Όταν πλέον φτάσαμε στον μποέμικο δρόμο Skandarlija, είχε φτάσει η ώρα του φαγητού. Πρότειναν να κάτσουμε στο εστιατόριο "Τα τρία καπέλα" (Tri Sesira), ένα από τα πιο παλιά και φημισμένα της πόλης. Άφησα την παραγγελία των εδεσμάτων καθαρά πάνω τους, με περιέργεια να δω τι θα επέλεγαν. Όταν έφτασαν οι δίσκοι στο τραπέζι, ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους! Ενώ ζητήσαμε μερίδες για τρία άτομα, το φαγητό έφτανε και περίσσευε για τουλάχιστον πέντε Αρχίσαμε να τρώμε τα ορεκτικά (cevapcici και prsut, μικρά δηλαδή κεμπαπάκια και πεντανόστιμο προσούτο) και να συζητάμε, με σκοπό να γνωριστούμε καλύτερα. Ο Ivo μου περιέγραψε πώς έκανε πρόταση γάμου στην Aleksandra, ενώ λίγες μέρες πριν με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να διαλέξει το δαχτυλίδι που θα της προσέφερε. "Φοβόμουν ότι δε θα της αρέσει", μου είπε και η Aleksandra σήκωσε το χέρι της, για να το δω. Έμεινα έκπληκτος, αν και δεν είμαι ιδιαίτερα σχετικός με τα κοσμήματα, το συγκεκριμένο δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε εμένα! Ήταν περίτεχνο, εντυπωσιακό και ταυτόχρονα λιτό, εξαιρετική επιλογή. "Πώς του λες όχι με τέτοιο δαχτυλίδι;" γέλασε η Aleksandra, που εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι φορούσε και άλλα περίτεχνα κοσμήματα πάνω της, το χαρακτηριστικότερο από τα οποία ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σε σχήμα κουκουβάγιας.
"Α, μεγάλη λατρεία έχω με τις κουκουβάγιες", μου εξήγησε, "είναι το αγαπημένο μου ζώο, δεν ξέρω ακριβώς γιατί αλλά πάντα αισθανόμουν κοντά τους. Έχω και ένα μικρό τατουάζ στην πλάτη με μια κουκουβάγια, το έκανα πέρυσι". Ο Ivo όλη εκείνη την ώρα χαμογελούσε, προκαλώντας με να ρωτήσω το λόγο. "Μας αρέσουν γενικά τα ζώα, αλλά πέρα από τις κουκουβάγιες, έχουμε λατρεία με τις γάτες. Στο σπίτι μας συμβιώνουμε με τρεις! Είναι για την ώρα τα παιδιά μας".
Αφού μου ανέλυσαν περισσότερα για την φιλοζωική τους δράση, η κουβέντα πήγε στο επάγγελμά τους. Η Aleksandra δουλεύει για έναν οργανισμό εκπαίδευσης νέων ανθρώπων, με σκοπό την ομαλότερη ένταξή τους στον εργασιακό στίβο. Λόγω της θέσης της, πρέπει συχνά να συμμετέχει σε σεμινάρια σε όλο τον δυτικό κόσμο, από την Αργεντινή μέχρι την Τουρκία. Γι' αυτό και τα αγγλικά της ήταν τόσο καλά, επειδή ουσιαστικά είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί περισσότερο στη δουλειά της. Όσο για τον Ivo; Σχεδιάζει ιστοσελίδες για επιχειρήσεις και επαγγελματίες και δουλεύει αποκλειστικά από το σπίτι. "Τα λεφτά είναι καλά", μου εξηγούν, "αλλά πρέπει να περνάμε αρκετές μέρες το χρόνο χωριστά. Πριν τρία χρόνια μάλιστα η Aleksandra έπρεπε να δουλέψει στο παράρτημα Σκοπίων και ζούσε μόνιμα εκεί για περισσότερα από δύο χρόνια. Ήταν δύσκολα, αλλά τα καταφέραμε!"
Η συζήτηση πήγε αβίαστα στα Σκόπια. Ρώτησα την Aleksandra πώς είναι η κατάσταση εκεί από τη δική της οπτική γωνία. Περίμενα να τους υπερασπιστεί, καθώς είχε όπως μου περιέγραψε πολλούς αδελφικούς φίλους σε αυτή την πόλη, ωστόσο έκανε ακριβώς το αντίθετο: "Δεν ξέρω ποια είναι η δική σου άποψη περί του θέματος, αλλά εγώ θεωρώ ότι αυτή η χώρα στο εσωτερικό της πολιτικά προσσεγίζει τα όρια της δικατορίας! Πολλή καθοδήγηση από τα ΜΜΕ, σκπληροπυρηνικοί και ακροδεξιοί πολιτικοί, πολιτική στασιμότητα, προβλήματα σχεδόν με όλους τους γείτονες, όχι μόνο με εσάς. Δε θα μου άρεσε καθόλου να ζω εκεί μόνιμα".
"Πάντα τα Σκόπια ήταν ένα βάρος για τη Γιουγκοσλαβία", μου εξηγεί ο Ivo, "ήταν η πιο φτωχή από τις ομοσπονδιακές δημοκρατίες του Τίτο, πάντα χρειαζόταν οικονομική στήριξη, πάντα είχε εσωτερικά προβλήματα, γενικά λίγοι άνθρωποι έχουν καλή άποψη για τη χώρα αυτή εδώ". Πιάστηκα κι εγώ από την κουβέντα του και ρώτησα περισσότερα για την Γιουγκοσλαβία. "Ξέρεις τι; Ήταν καλά, όχι με την έννοια ότι είναι καλύτερα από σήμερα, δεν πάσχω από Jugonostalgija (νοσταλγία των σύγχρονων για την περίοδο της Γιουγκοσλαβίας), ωστόσο δεν υπήρχαν αυτές οι ανόητες έριδες, οι πόλεμοι, οι θάνατοι. Όλα αυτά μας έκαναν να αμφιβάλλουμε για πολλά πράγματα, για το εφήμερο της ζωής, για τη δύναμη του κράτους μας, για τη δική μας ανθρωπιά. Ήταν καλά τότε αλλά δε το βλέπαμε ότι ήταν καλά. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε υπήρχαν προβλήματα και όλοι εστίαζαν σε αυτά. Ίσως αυτό προκάλεσε τόση καταστροφή. Αλλά ανεξάρτητα από όσα λένε στα κανάλια και τα βιβλία σήμερα, η Γιουγκοσλαβία για τους κατοίκους της ήταν μια απόλυτα φυσική ένωση κρατών, δεν είχε τίποτα το καθοδηγούμενο και το βεβιασμένο".
Προσπαθούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν όλες αυτές οι μικρές χώρες των Βαλκανίων, που προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι ΔΕΝ απέκτησαν μέσα σε μερικά χρόνια γλώσσες, ύμνους, συνείδηση και γηγενή πληθυσμό κάποτε ήταν ένα αδιαίρετο, ισχυρό, συμφιλιωμένο κομμάτι. Αδυνατούσα να το καταλάβω. Μάλλον πρέπει να το ζήσει κανείς, για να ξέρει πραγματικά πώς είναι η αίσθηση.
"Πώς ήταν τα πράγματα την εποχή των βομβαρδισμών;" ρώτησα το ζευγάρι, γεμάτος περιέργεια να μάθω. Μου μιλούσαν τόσο άνετα, που ήμουν βέβαιος ότι δε θα αποτελούσε ερώτηση-ταμπού η συγκεκριμένη μου απορία. "Εγώ φοβόμουν πολύ", ξεκίνησε η Aleksandra, "κρυβόμουν με την οικογένειά μου στα καταφύγια, προσπαθούσα να επικοινωνώ κάθε μέρα με τους συγγενείς μου, να βεβαιωθώ ότι είναι όλοι καλά. Ήταν η κόλασή μου. Αλλά πέρασε και όλα είναι πάλι καλά. Δε μισώ κανέναν και δε ρίχνω την ευθύνη σε κανέναν συγκεκριμένα. Δε θα μισήσω τους Αμερικάνους πολίτες, επειδή τα κράτη μας είχαν μια σύγκρουση. Φταίξαμε εμείς, έφταιξαν κι εκείνοι. Εξίσου". Στράφηκα προς τον Ivo, περιμένοντας να ακούσω τη δική του γνώμη. "Εγώ, μπορεί να μη το πιστέψεις, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα. Ήμουν φοιτητής τότε, και το στέκι μου ήταν η Akademija, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί για μπύρες και ξημεροβραδιαζόμουν μέχρι να πέσω στις 6 το πρωί για ύπνο. Πραγματικά δεν κατάλαβα τίποτα, δεν ανησύχησα καθόλου και δεν με άγγιξε όλη αυτή η ιστορία. Δεν άφησα κανέναν να μου κάνει πλύση εγκεφάλου, ούτε έτρεξα για τη ζωή μου. Συνέχισα να ζω και αν μου ερχόταν καμια βόμβα στο κεφάλι, απλά ακαριαία θα πέθαινα. Δεν υπήρχαν άλλες επιλογές".
Μέσα στις επόμενες δύο ώρες συζήτησης φάγαμε τόσο, που κοντέψαμε να σκάσουμε. Τα φαγητά περίσσεψαν και, φυσικά, το ζευγάρι τα μάζεψε για να ταίσει τα "παιδιά του". Μόλις με είδαν να βγάζω το πορτοφόλι μου, για να πληρώσω, μου έκοψαν μαχαίρι κάθε πρόθεση. "Σεβάσου τη σερβική φιλοξενία. Αυτή σου ζητάει να κατεβάσεις το πορτοφόλι, όχι εμείς". Γέλασα και τους υποσχέθηκα ότι μια μέρα θα γεύονταν και εκείνοι την ελληνική φιλοξενία, αν ο δρόμος τους έβγαζε προς τα νότια.
Λίγους μήνες μετά, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην Καστοριά, είδα σε ένα μαγαζί ένα πολύ χαριτωμένο γούνινο γατάκι και αμέσως θυμήθηκα την Aleksandra και τον Ivo. Το αγόρασα και, όταν επέστρεψα στο σπίτι, επικοινώνησα μαζί τους, για να ζητήσω τη διεύθυνσή τους και να τους το στείλω. Η Aleksandra αρνήθηκε ευγενικά: "Δε χρειάζεται να μας στέιλεις κανένα δώρο, ούτε να αισθάνεσαι υποχρεωμένος. Αφού τα συμφωνήσαμε, όταν συναντηθούμε στην Ελλάδα, θα μας περιποιηθείς ανάλογα".
Το γατάκι έχει πλέον γίνει ενός έτους, αλλά φαίνεται ίδιο και απαράλλακτο. Η Aleksandra δεν έχει καταφέρει ακόμα να έρθει στην Αθήνα, αλλά μέσα στους προηγούμενους μήνες έχει ταξιδέψει σε 4 άλλες χώρες για δουλειά. Ο Ivo έχει βρει νέο χόμπι: τραβάει από το παράθυρό του φωτογραφίες με χιόνι και κεραυνούς και μου τις στέλνει αραιά και πού. Το γατάκι νοσταλγεί το σπίτι που δε γνώρισε ποτέ και ζηλεύει τις 3 γάτες του ζευγαριού, ωστόσο εγώ (σαν καλός κηδεμόνας) το καθησυχάζω ότι μια μέρα θα το παραδώσω στα χέρια για τα οποία προορίζεται με απόλυτη βεβαιότητα.
Αυτό για το οποίο δεν είμαι καθόλου σίγουρος, είναι αν εγώ ποτέ θα καταφέρω να το ακολουθήσω στη χώρα που έφτασα να θεωρώ δεύτερο σπίτι μου, στη χώρα που μου έμαθε πώς είναι να αγαπάς με πάθος μια ιδέα, στη χώρα που είναι τόσο κοντά μου κι όμως μας χωρίζουν τόσα πολλά. Κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον, η ίδια η Γιουγκοσλαβία άλλωστε αποτελεί ζωντανή απόδειξη: Είκοσι-πέντε χρόνια πριν, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τις τραγικές καταστάσεις που έμελλε να ακολουθήσουν. Ωστόσο η ζωή συνεχίστηκε. Και σταδιακά βελτιώνεται. Και οι βαθύτερες πληγές σιγά-σιγά επουλώνονται. Αν υπάρχει κάτι που με δίδαξε η μέχρι τώρα εμπειρία μου με τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι αυτό: Να μη θεωρώ τίποτα στη ζωή δεδομένο ή προδιαγεγραμμένο. Να προσπαθώ πάντα για το καλύτερο, ξεκινώντας αν χρειαστεί από το μηδέν.
Η ζωή είναι μπροστά.
Ευχαριστώ όλους εσάς που μπήκατε στον κόπο και διαθέσατε το χρόνο σας, για να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Τα σχόλιά σας και το ενδιαφέρον σας μου έδωσαν ώθηση να συνεχίσω και να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό, ώστε να έχουν οι ιστορίες αυτές λίγο πιο "λογοτεχνική" χροιά, ώστε να είναι πιο ευχάριστες (ελπίζω) στην ανάγνωση. Σε αυτό το σημείο, οι "Ιστορίες από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας", μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένες. Ο καθένας σας μπορεί να τις ερμήνευσε με το δικό του τρόπο, άλλοι να πήραν ταξιδιωτικές πληροφορίες, άλλοι να επομόνωσαν τα ιστορικά/κοινωνικά στοιχεία, άλλοι να τις είδαν απλώς σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα από την καθημερινότητά τους. Ο δικός μου απώτερος στόχος, πέρα από όλα τα παραπάνω, ήταν να δείτε έστω και λίγο την περιοχή αυτή του κόσμου μέσα από τα δικά μου μάτια και τα μάτια των κατοίκων της. Ελπίζω να το πέτυχα έστω και στον ελάχιστο βαθμό - Dva Srca.
Πριν ξεκινήσω οφείλω να προσπαθήσω να σας περάσω ένα συναίσθημα, όσο αυτό είναι δυνατόν φυσικά. Αυτές λοιπόν οι πολλές μικρές χώρες των δυτικών Βαλκανίων, που κάποτε ήταν μία μεγάλη συνομοσπονδία και σήμερα είναι "απόλυτα διακριτές", συνδέονταν πάντοτε με μια περίεργη σχέση που δεν είναι ούτε μόνο πολιτική, ούτε μόνο ιστορική. Μια σχέση που αν δε μπεις στη διαδικασία να την αναζητήσεις ή να τη γνωρίσεις πιο στενά και προσωπικά, δε θα τη νιώσεις ποτέ. Κάποτε η SARAH (ναι, η αγαπητή συμφορουμίτισσα), μου είχε πει ότι για εκείνη η Γιουγκοσλαβία ήταν τότε η "χώρα των Bijelo Dugme και των Merlin, η χώρα του cevap και του burek". Πρόκειται για 2 συγκροτήματα πολύ γνωστά, από το πρώτο μάλιστα ξεκίνησε ο Goran Bregovic και 2 τοπικά εδέσματα/σχετικά πρόχειρα φαγητά. Αυτή η φράση έχει ίσως πιο βαρυσήμαντη έννοια απ' όσο φαινομενικά μπορεί να νομίζει κανείς. Γιατί για τον καθένα, η Γιουγκοσλαβία σήμαινε κάτι διαφορετικό τότε και ακόμα και σήμερα σημαίνει κάτι διαφορετικό για τους περισσότερους, ωστόσο ήταν καθολικά αντιληπτή ως ένα ενιαίο σύνολο.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι για να καταλάβετε τις αφηγήσεις που θα ακολουθήσουν, ορισμένες φορές θα χρειαστεί να "διαγράψετε" στο μυαλό σας τα σύνορα των σημερινών εθνικών κρατών και να αντιμετωπίσετε λέξεις όπως "Βόσνιος", "Σέρβος" κλπ. όπως θα αντιμετωπίζατε τις αντίστοιχες δικές μας "Κρητικός", "Πελοποννήσιος", ώστε να καταλάβετε λίγο καλύτερα ορισμένα σημεία που θα διαβάσετε στις ιστορίες.
Να τονίσω ωστόσο ότι όλες οι ιστορίες που θα ακολουθήσουν αφορούν την μετα-Γιουγκοσλαβική σύγχρονη εποχή. Ο σκοπός μου είναι να βιώσετε το κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στους πληθυσμούς αυτής της ταραγμένης και πολυδιάστατης περιοχής, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που μελετάει ενδελεχώς όλες της τις πτυχές και αναζητά καθημερινά την ευκαιρία να έρθει λίγο πιο κοντά στη δική του πολυαγαπημένη Ιθάκη
[Για λόγους καλαισθησίας -ας όψεται η τελειομανία μου- η πρώτη ιστορία θα ακοολουθήσει σε άλλο post]
Σερβικά ξεκίνησα να μαθαίνω στα 18 μου, αρκετά αργά δηλαδή. Η απόφαση ελήφθη εν ψυχρώ μέσα σε μια νύχτα, μπήκα στο amazon, αγόρασα ένα βιβλίο, το βιβλίο έφτασε μετά από μια εβδομάδα η μελέτη ξεκίνησε. Τα βασικά τα ήξερα, λίγο από φίλους, λίγο από τα βιβλία και τις εφημερίδες, λίγο από ομιλίες που άκουγα από δω και από εκεί. Βασική συννενόηση λοιπόν δε χρειαζόταν να μάθω, τα καλημέρα καλησπέρα σας τα έπαιζα στα δάχτυλα.
Η πρόοδός μου ήταν εντυπωσιακά γρήγορη, αλλά υποβοηθούμενη όπως είπα από τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μου. Φυσικά απαιτούσε εκ μέρους μου απίστευτη προσπάθεια και επιμονή, γιατί χωρίς δάσκαλο πάνω από το κεφάλι μου έπρεπε να ορίζω ο ίδιος αυστηρά τις ώρες διαβάσματός μου και να προσαρμόζω κατάλληλα το χρόνο μου και το πρόγραμμά μου, ώστε να έχει πιο γρήγορο αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια. Το πρόβλημα όμως ήταν ένα και παρέμενε άλυτο, όσο περνούσαν οι εβδομάδες: πώς θα μπορούσα να βάλω σε καθημερινή εφαρμογή όσα μάθαινα, πώς θα εξασκούμουν και θα μάθαινα λίγες παραπάνω καθημερινές φράσεις;
Η ιδέα δεν άργησε να μου έρθει. Θα έψαχνα για έναν ιντερνετικό φίλο από κάποια από αυτές τις χώρες, κατά προτίμηση από τη Σερβία, μιας και προτιμούσα να ξεκινήσω από τα πιο βατά standard σερβικά, προτού προχωρήσω και λίγο στην κροατική διάλεκτο (περισσότερα για αυτό σε μελλοντική ιστορία). Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να προσεγγίσω μια χαριτωμένη ψιλο-rock Σέρβα με δάφορους σκοπούς αυτή μου ανακοίνωσε ότι τα έφταξε με έναν συμμαθητή της και δε θα είχε τόσο καιρό να μιλάει μαζί μου. Απογοητευμένος για λίγο εγώ, αποφάσισα να ψάξω αλλού. Και η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
Τον Bojan τον γνώρισα λίγες εβδομάδες μετά, εντελώς τυχαία. Είχε μια μικρή online έκθεση φωτογραφίας (κυρίως με δικά του πορτρέτα και λίγες φωτογραφίες από ένα ταξίδι στη Μόσχα), του έκανα ένα κοπλιμέντο για μία φωτογραφία, με ρώτησε πώς ξέρω σερβικά και το ένα έφερε το άλλο. Αφού του εξήγησα τους λόγους που αγαπούσα τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας τόσο (με απλούστατα σερβικά πολύ χαμηλού επιπέδου να τονίσω), εκείνος μου απάντησε με μια ΕΚΘΕΣΗ περίπου 10 παραγράφων γραμμένη σε ΑΠΤΑΙΣΤΑ σερβικά και μου εξηγούσε σε τι συμφωνούσε και σε τι διαφωνούσε σχετικά με τις θεωρίες μου. Τότε δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα και έτσι έμελλε να μείνει αυτή η έκθεση ιδεών σχεδόν ανέγγιχτη για πολύυυυ καιρό ακόμα...
Με ρώτησε αν έχω skype ή κάτι αντίστοιχο, ώστε να εικοινωνούμε πιο τακτικά. Του δίνω, αρχίζουμε να μιλάμε. Μου ζητάει φωτογραφία. Αρχίζει να μου βρωμάει η υπόθεση. Του δίνω μια λίγο παλιότερη, στην οποία ήμουν σχεδόν αγνώριστος. "You are hot", μου λέει κατά λέξη και αρχίζω να δαγκώνομαι εγώ. Μάααααλιστα, σκέφτομαι, αλλά λέω να του δώσω μια ακόμα ευκαιρία. Μιλήσαμε για μουσική.
"Μισώ την turbo folk", μου λέει χαρακτηριστικά, "είναι σκέτο σκουπίδι. Παίζει να έχω να ακούσω σερβική μουσική κανα χρόνο. Προτιμώ τα αγγλικά πλέον". Εδώ πρέπει να σας πω ότι η turbo folk είναι η αντίστοιχη δική μας ελαφρολαική μουσική, μόνο που εκεί θυμίζει σχεδόν αποκλειστικά σκυλάδικο. Φανταστείτε δηλαδή μόνο φωνές όπως του Μπουγά, του Χριστοδουλόπουλου και της Δημητρίου. Οι στίχοι είναι ΙΔΑΝΙΚΟΙ για να μάθει κανείς λίγα σερβικά, καθώς επαναλαμβάνονται μέχρι θανάτου. Μάλιστα, ένα από αυτά τα τραγούδια, το "Volim Te" ("σε αγαπώ") της Ceca, όπως ακόμα και σήμερα λέω, το εκτιμώ μόνο και μόνο επειδή με βοήθησε να μάθω την υποτακτική.
"Ωστόσο μου αρέσει αυτό", μου λέει και μου στέλνει σε αρχείο mp3 ένα τραγούδι της Ceca, που ονομαζόταν Beograd (Βελιγράδι). "Γιατί σου αρέσει τόσο το συγκεκριμένο;" τον ρωτάω. "Επειδή πολύ απλά μιλάει για την πόλη μου. Ξέρεις, το Βελιγράδι για μένα είναι η μόνη πόλη στη Σερβία. Να φανταστείς, τόσα χρόνια δεν έχω πάει παρά σε 3 σερβικές πόλεις, και μόνο το Βελιγράδι θεωρώ άξιο αναφοράς". Εκπλήσσομαι εγώ, πολύ σκληρά λόγια να λέει κανείς για μια χώρα που έχει τουλάχιστον άλλες 2-3 όμορφες πόλεις, ανάμεσά τους και το απίστευτα αξιομνημόνευτο Νόβι Σαντ. "Ούτε το Νόβι Σαντ σ'αρέσει;" Απαντάει αρνητικά εκείνος και συνεχίζει "Το Βελιγράδι είναι το μόνο που αξίζει, όλα τα άλλα είναι χωριά. Και οι άνθρωποι που ζουν εκεί χωριάτες. Δε τους μπορώ καθόλου".
Αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν πολυσυμπαθώ αυτό το άτομο, ωστόσο κάτι με κρατάει να του μιλήσω λίγο παραπάνω. Περιττό να σας πω ότι ο διάλογός μας έγινε σε έναν αχταρμά ανάμεικτων σερβικών, αγγλικών και απειροελάχιστων ελληνικών και άλλων γλωσσών. Συνεχίσαμε να μιλάμε για πολλά άλλα θέματα, μέχρι που η πρώτη μας κουβέντα κάπου εκεί πέθανε και αποχαιρετιστήκαμε. Νόμιζα ότι δε θα υπάρξει δεύτερη, κι όμως υπήρξε. Και τρίτη, και τέταρτη. Και πάντα τελείωνε με μια αίσθηση ανικανοποίητου, καθώς ξεμέναμε από θέματα και οι γλώσσες δε μας βοηθούσαν να συννενοηθούμε.
"Δε με ενδιαφέρει τίνος είναι το Κόσοβο", μου λέει μια άλλη μέρα, "όσο το Βελιγράδι είναι ελεύθερο και όσο ζω εδώ, δεν έχω ανάγκη κανένα Κόσοβο. Ας το πάρουν οι φαταούλες οι Αλβανοί κι αυτό, όλα νομίζουν ότι είναι δικά τους στα Βαλκάνια".
"Μισείς τους Αλβανούς;" τον ρωτάω εντελώς απροκάλυπτα, σαν δημοσιογράφος που μπαίνει στο ψητό απευθείας.
"Όχι, δε τους μισώ, ωστόσο τους θεωρώ αχάριστους. Είχαν κάποτε πολλά, ζήτησαν περισσότερα. Και τελικά όλα στράφηκαν εναντίον τους. Και σήμερα ζητάνε κι άλλα και δε σκέφτονται το τίμημα. Μόνο το παρόν, δε βλέπουν καν στο μέλλον, λίγο μπροστά από τη μύτη τους. Ωστόσο, θα μπορούσα να πω ότι μισώ τους Βόσνιους".
Εκεί μπορώ να πω ότι εξεπλάγην. Από διάφορες συζητήσεις μου με αυτό το παιδί, δεν είχα λάβει την εικόνα ότι ήταν ο κλασικός εθνικιστής Σέρβος, που μισεί μουσουλμάνους και Κροάτες μετά την απόσχιση περιοχών από τη Γιουγκοσλαβία και ξαφνικά μου ξεφουρνίζει αυτό.
"Μπορείς να μου πεις γιατί; Έχεις πρώτα απ' όλα πάει ποτέ στη Βοσνία;"
"Όχι, ποτέ, ωστόσο δε χρειάζεται, γιατί όλη η Βοσνία μετακόμισε εκείνη δίπλα μου! Περπατάνε στο δρόμο και τους καταλαβαίνεις, μιλάνε έτσι βλάχικα, πολύ άσχημα, χαλάνε τη γλώσσα. Τη λένε βοσνιακά, αλλά ουσιαστικά είναι η δική μας γλώσσα, αλλά εντελώς παραλλαγμένη. Είναι πολύ άσχημο να το ακούς. Και είναι μυστήριοι γενικά, δε τους καταλαβαίνω καθόλου. Δε με νοιάζει που είναι μουσουλμάνοι, κι εγώ άθεος είμαι, αλλά με πειράζει που δε σέβονται".
"Έχεις σκεφτεί ότι ίσως ζουν στο Βελιγράδι πολλά χρόνια, πριν ακόμα χωριστούν οι χώρες; Μην ξεχνάς ότι το '94 ήταν ακόμα ένα θεωρητικά"
"Δε με ενδιαφέρει. Πρέπει να μάθουν να φέρονται όπως όλοι εδώ, δεν ανήκουν στο Βελιγράδι αυτοί, δεν είναι... πώς να το πω, δεν είναι city people".
Και πολλές άλλες τέτοιες μικροσυζητήσεις. Σε μια άλλη, μου αποκάλυψε ότι είναι αμφισεξουαλικός και ότι το ξέρει από πολύ μικρός, αλλά στη χώρα του όλα αυτά θεωρούνται ανώμαλα και ανήθικα, οπότε δε το λέει σε κανέναν και ειδικά όχι στους γονείς του. Μερικές φορές νιώθω να με φλερτάρει όχι και τόσο διακριτικά. Του το λέω και συμμορφώνεται. Με τον καιρό μαθαίνω πολλά γι' αυτόν, μερικά τον κάνουν να φαίνεται πολύ προσιτός, άλλα τόσο απρόσιτος. Μπορεί από τα παραπάνω να σας φάνηκε αντιπαθής, όμως δεν είναι ακριβώς αυτό. Είναι ισχυρογνώμων, είναι πεισματάρης και έχει περίεργες απόψεις για μερικά ζητήματα.
Όταν επισκέφθηκα το Βελιγράδι περίπου 3 μήνες μετά, δε του είπα ότι θα πάω. Δεν αισθανόμουν έτοιμος να τον γνωρίσω, για πολλούς λόγους. Περπατώντας ένα απόγευμα προς την πλατεία Trg Republike, τον βλέπω στο δρόμο. Κοιτάω προσεκτικά να βεβαιωθώ ότι είναι αυτός. Φωνάζω το όνομά του. Γυρίζει και με κοιτάει. Γουρλώνει τα μάτια, με πλησιάζει και για λίγο μένουμε με το στόμα ανοιχτό και οι 2. Η σύμπτωση ήταν απίστευτη. Ανταλλάζουμε αριθμούς κινητών και μου υπόσχεται ότι θα με ξεναγήσει "στο Βελιγράδι του" μια άλλη μέρα, δεν ήθελε να παρατήσει τους φίλους του.
Φεύγω την επόμενη μέρα για μια ολιγοήμερη εξόρμηση στο Μαυροβούνιο. Στο λεωφορείο που με πήγαινε από την Podgorica στη Budva, ακούω το τραγούδι Beograd. Από την turbo folk, αμφιλεγόμενη, πληθωρική Ceca. Αρχίζω να το σιγομουρμουράω ασυναίσθητα, μέχρι που καταλαβαίνω ότι είναι αυτό που μου είχε στείλει τότε ο Bojan. Πόσες ακόμα συμπτώσεις, θεε μου!
Επιστρέφω στο Βελιγράδι λίγες μέρες μετά. Ο Bojan μου είχε στείλει μήνυμα στο email μου ότι ακόμα δε μπορούσε να πιστέψει ότι με είδε, ότι με συμπάθησε πολύ και επέμενε να βρεθούμε. Ζήτησε και συγγνώμη που με παράτησε και δε μου ζήτησε να πάω μαζί τους βόλτα εκείνο το απόγευμα. Κλείνουμε ένα ραντεβού στην Knez Mihailova 2 μέρες μετά. Βρισκόμαστε και μου κάνει μια ξενάγηση της πόλης, εξηγώντας μου διάφορα μικρά μυστικά της πόλης που την κάνουν μοναδική και δείχνοντάς μου όλα τα underground κλαμπ που του αρέσουν.
"Η τάση στη Σερβία είναι η πανκ πλέον. Και λίγο η ροκ. Οι νέοι έχουν βαρεθεί την turbo folk, επαναστατούν με το δικό τους τρόπο".
Σήμερα, ο Bojan έχει κάνει τα μαλλιά του μοικάνα, τελείωσε το τεχνικό λύκειο (στη Σερβία τα τεχνικά τα τελειώνει κανείς στα 19 περίπου) και σπουδάζει ηλεκτρολόγος. Ακούει ρωσική πανκ, χωρίς να ξέρει ρωσικά, όλο υπόσχεται ότι θα ταξιδέψει αλλά πάντα προτιμά να ξοδέψει το χαρτζιλίκι του σε συναυλίες και μπύρα, παρά σε εισιτήρια τρένου και ακόμα και σήμερα δεν ξέρει πώς να συνεχισει μια κουβέντα για πάνω από μισή ώρα. Μου κάνει συχνά κομπλιμέντα για τα σερβικά μου. Βελτιώθηκα πολύ, λέει. Μου μαθαίνει και φράσεις αργκό, λίγες βρισιές. Αισθάνεται περήφανος. Παρ' όλα αυτά, είναι ο δικός μου ιντερνετικός φίλος, ένας φίλος που απ' ότι φαίνεται ήταν γραφτό να γνωρίσω, ένας φίλος που συμπαθώ παρά τις παράξενες απόψεις του και παρά το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, αισθάνομαι την ίδια παράξενη αμηχανία μερικές φορές μιλώντας μαζί του.
Πριν τρεις μήνες, θυμήθηκα την έκθεση ιδεών που μου είχε στείλει τότε. Την ξέθαψα σε κάποιο παλιό mail, τη διάβασα. Μου περιέγραφε την κατάσταση της χώρας, μου εξηγούσε από ποια άποψη η Σερβία θεωρείται φτωχή, ποια είναι τα μειονεκτήματα των Σέρβων και πώς αισθάνονται για τους Έλληνες. Δε χρειάστηκε ούτε μια φορά να ανοίξω λεξικό. Χαμογέλασα και τον ευχαρίστησα από μέσα μου για την βοήθειά του, που για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν. Ίσως γι' αυτό τελικά αισθανόμουν αυτή την παράξενη συμπάθεια και ευγνωμοσύνη για τον "εκκεντρικό" Bojan, επειδή με τον τρόπο του με βοήθησε να φτάσω λίγο πιο κοντά στο όνειρό μου.
Τα Σερβικά είναι μια γλώσσα που πριν μερικούς αιώνες ήταν αδιαμφισβήτητα μια και μοναδική. Σήμερα όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια, για πολιτικούς, ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους.
Όσοι έχετε διαβάσει τις ιστορίες του Γιώργου από το φόρουμ μας, θα προσέξατε ότι στα Ισπανικά συμβαίνει το φαινόμενο να υπάρχουν διαφορετικές λέξεις αργκό από τη μία χώρα στην άλλη, ενώ κάποιες προφορές είναι πολύ δυσνόητες για έναν ομιλητή με άλλο γλωσσικό υπόβαθρο. Το ίδιο ακριβώς πράγμα ισχύει και στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Υπάρχει όμως μια πολύ βασική διαφορά. Εκεί που τα ισπανικά λέγονται παντού ισπανικά, και απλά αλλάζουν μέρη της γλώσσας, προφορές και διάλεκτοι, στις μικρές αυτές χώρες των Βαλκανίων ξεπηδούν συνέχεια γλώσσες από εκεί που δε το περιμένει ο πιο διορατικός γλωσσολόγος! Έτσι, μέσα σε περίπου 20 χρόνια, τα σερβικά έγιναν σερβο-κροάτικα, τα σερβο-κροάτικα σερβικά και κροατικά, μετά σε αυτά προστέθηκαν τα βοσνιακά, κατόπιν τα "μαυροβουνιώτικα" (μου φαίνεται αστείο και μόνο που το λέω), τα τελευταία μάλιστα πολύ πρόσφατα. Κι αν προσθέσει κανείς και τις διάφορες διαλέκτους των σερβικών που μιλιούνται σε περιοχές των Σκοπίων, της βόρειας Αλβανίας και της βόρειας Κροατίας, τότε οι διάλεκτοι πολλαπλασιάζονται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Απλά -για την ώρα- αυτές οι τελευταίες δεν έχουν αποκτήσει επίσημη ισχύ κάπου ως διακριτές γλώσσες.
Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ιστορία, σκοπός μου ήταν να μάθω πρώτα standard σερβικά, κατόπιν κροατικά. Ωστόσο κάτι τέτοιο απεδείχθη αδύνατο. Ήταν αδύνατο επειδή μάθαινα τη γλώσσα μόνος μου, άνευ διδασκάλου, οπότε εκμεταλλευόμουν ό,τι πηγές έβρισκα και πολλές από αυτές ήταν στον κροατικό τρόπο γραφής. Τώρα θα με ρωτήσετε τι εννοώ κροατικό τρόπο γραφής. Όχι, δεν εννοώ ότι οι Σέρβοι γράφουν με το κυριλλικό και οι Κροάτες με το λατινικό αλφάβητο. Και οι Σέρβοι χρησιμοποιούν επίσημα και το λατινικό αλφάβητο και επίσης ένα αλφάβητο μόνο δεν μπορεί να αλλάξει μια γλώσσα, ώστε να θεωρηθεί "διαφορετική", αν όλα τα άλλα της στοιχεία παραμένουν ίδια και απαράλλακτα από μια άλλη. Η παράγραφος που ακολουθεί εξηγεί ορισμένα γλωσσολογικά πράγματα που ίσως για μερικούς να είναι βαρετά, για άλλους ενδιαφέροντα, ανάλογα με το σε ποια κατηγορία ανήκετε μπορείτε να την προσπεράσετε ή όχι. Πάντως θα βοηθήσει ελαφρά στην κατανόηση τόσο της ιστορίας, όσο και του τίτλου που διάλεξα για αυτήν.
Η σερβική γλώσσα βασίζεται σε ένα σύστημα γραφής και εκφοράς του λόγου που λέγεται ekavski govor (σε ελεύθερη μετάφραση "εκαβικός λόγος"). Αντίθετα, η Κροατική και σε μεγάλο βαθμό και οι υπόλοιπες, βασίζονται στο σύστημα ijekavski govor ("ιεκαβικός λόγος" ή "ιγιεκαβικός λόγος"). Μπορεί να φαίνεται λίγο πολύπλοκο, αλλά δεν είναι τόσο. Στην ουσία, στις περισσότερες λέξεις, οι μεν Σέρβοι προτιμούν το απλό γράμμα e, εκεί που οι υπόλοιποι διαλέγουν να το αντικαταστήσουν με ije. Παραδείγματα: Η λέξη γάλα στα σερβικά mleko, στα Κροατικά mlijeko. Άλλο παράδειγμα έτσι απλό, το επίθετο όμορφος στα σερβικά lep, στα κροατικά lijep. Ωστόσο δεν είναι η μόνη αλλαγή που υπάρχει. Οι Κροάτες, προσπαθώντας να διαχωρίσουν τη γλώσσα τους όσο το δυνατόν περισσότερο από τη σερβική, με την πάροδο του χρόνου άρχισαν κατευθυνόμενα από τις αρχές να χρησιμοποιούν από μικρή ηλικία κάποιες λέξεις που προέρχονται από τα παλαιά σλαβικά, τις οποίες η σερβική γλώσσα έχει αντικαταστήσει από παλιά με τις αντίστοιχες λατινικές ή ελληνικές. Έτσι, οι μήνες στα σερβικά έχουν τα κλασικά ονόματα και είναι πλήρως αναγνωρίσιμοι από έναν Έλληνα (Septembar, Oktobar κλπ), ενώ οι αντίστοιχες κροατικές δεν είναι καθόλου γνωστές σε κανέναν που δεν έχει μελετήσει τη γλώσσα (Rujan, Listopad κλπ). Το ίδιο έχει συμβεί και με λέξεις ελληνικές, όπως μουσική (muzika / glazba). Πάντως, όλοι οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι αυτή η αλλαγή της γλώσσας έγινε βεβιασμένα και όχι με το φυσικό τρόπο, καθαρά για να δημιουργήσει μια γλώσσα από το μηδέν (όπως σε μελλοντική ιστορία θα σας εξηγήσω και για τη γλώσσα των Σκοπίων ή Σλαβομακεδονική διάλεκτο). Μάλιστα, αυτή η υποψία εντείνεται πολύ από το γεγονός ότι η χρήση πολλών λέξεων από αυτές ξεκίνησε να αναγεννάται συστηματικά λίγο πριν το 1990, οπότε και η Κροατία ήταν στα πρόθυρα απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβία.
Όταν πρωτοβρέθηκα στην Κροατία, δεν περίμενα να κάτσω περισσότερο από μερικές ώρες σαν μονοήμερη εκδρομή. Ο λόγος δεν ήταν ότι έμεινα παραπάνω επειδή ξετρελάθηκα (αν και μου άρεσε απίστευτα πολύ, αλλά στην προκειμένη δεν ήταν αυτό το κίνητρο), ο λόγος ήταν ότι απλά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΗΚΑ εκεί. Βρισκόμουν στο Μαυροβούνιο, όπου είχα περάσει ήδη 5 μέρες στην ακτή, και αποφάσισα να πάω για πρώτη φορά και στο Dubrovnik, χωρίς όμως να ξενοικιάσω το δωμάτιο όπου έμενα στο Μαυροβούνιο, καθώς θα επέστρεφα. Αφού χάθηκα στη Budva και κατάφερα με δυσκολία να βρω το σταθμό των λεωφορείων (η πόλη αυτή είναι πραγματικά ανόητα χτισμένη - περισσότερα γι' αυτό σε μελλοντική ιστορία), έκλεισα ένα εισιτήριο με το δεύτερο λεωφορείο που ήταν στο προγραμματισμένο δρομολόγιο, αν και σκόπευα να πάρω το πολύ πρωινό, με σκοπό να κάτσω μερικές ώρες και να επιστρέψω, αλλά να είναι αρκετές ώστε να δω το ιστορικό κέντρο της πόλης. Εν τω μεταξύ στη Budva όλοι με καθησύχαζαν ότι θα βρω λεωφορείο να γυρίσω, ωστόσο δεν ήξεραν να μου πουν τι ώρα ακριβώς θα είχε νυχτερινά δρομολόγια από εκεί.
Φτάνω εγώ περιχαρής στο Dubrovnik στη 1 το μεσημέρι περίπου, κατεβαίνω και αμέσως μου ορμάνε κάτι κυριούλες με χαρτόνια που έγραφαν πάνω ROOMS. Με κυκλώνουν και αρχίζουν να μου μιλάνε άλλη στα αγγλικά, άλλη στα κροατικά, τέλος πάντων ένα χάος. "Όχι ευχαριστώ", τους λέω στα σερβικά (η συγκεκριμένη φράση δε διαφέρει στα κροατικά) και εκείνες καταλαβαίνουν ότι μάλλον είμαι από εκεί και μετά από 2-3 ερωτήσεις του τύπου "Είστε σίγουρος; Μένετε εδώ;" με αφήνουν να πάω στην ευχή του θεού. Πλησιάζω το γκισέ για εισιτήρια, ζητάω ένα εισιτήριο για το επόμενο δρομολόγιο μέσα στη μέρα.
"Nema (δεν υπάρχει)", μου λέει η ψυχρή ταμίας και αρχίζει αμέσως να εξυπηρετεί τον επόμενο πελάτη, ενώ δεν είχα καν φύγει από μπροστά της. Αφού ρίχνω μια ματιά στο πρόγραμμα, συνειδητοποιώ ότι το νωρίτερο που θα μπορούσα να φύγω από εκεί ήταν στις 11 της επόμενης ημέρας. Με βαριά καρδιά βγάζω εισιτήρια για την επομένη και αρχίζω να περιπλανιέμαι στην πόλη. Να τονίσω ότι πάνω μου είχα τα εξής 50 ευρώ, τα οποία και άλλαξα επιτόπου όλα σε κούνες σε ένα ανταλλακτήριο εκεί δίπλα.
Σε αυτό το σημείο θα σχολιάσω κάτι που είπε η Earth Citizen σε προηγούμενο ποστ. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με την αλλαγή ευρώ σε κούνες είχα και στο Μαυροβούνιο. Φανταστείτε εν τω μεταξύ ότι εγώ τους μιλούσα και στη γλώσσα τους και τα ζήταγα, και πάλι δε μου δίνανε. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, μάλλον ειδικά με το Μαυροβούνιο πρέπει να υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός και σε τουριστικό επίπεδο. Λες και θα κατάφερναν να με κρατήσουν εκεί αν ήθελα να φύγω, τέλος πάντων... Κάποια στιγμή δέχτηκαν να μου τα αλλάξουν σε μια τράπεζα, αλλά η ισοτιμία που μου δίναν ήταν κάκιστη και αρνήθηκα.
Άρχισα λοιπόν να περιπλανιέμαι γύρω από το σταθμό του Dubrovnik, η περιοχή αυτή δε θυμίζει σε τίποτα την όμορφη παλιά πόλη, είναι ένα εμπορικό λιμάνι χωρίς κανένα γιοτ ή άλλο τουριστικό σκάφος, μόνο εμπορικά και επιβατηγά πλοία και βάρκες ντόπιων για ψάρεμα κλπ. Καμία γραφικότητα, καμία σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι. Συνειδητοποιώ λοιπόν σε εκείνο το σημείο ότι χρειάζομαι ίντερνετ, να βρω το πιο φθηνό χόστελ που υπήρχε και να κλείσω μια κλίνη για ένα βράδυ. Δεν είχα μαζί μου ούτε αποσκευές, τίποτα. Τον εαυτό μου, ένα πορτοφόλι με 50 ευρώ αλλαγμένα σε κούνες και άλλα αντικείμενα πρώτης ανάγκης, κάτι τετράδια κλπ. Βλέπω στον ορίζοντα μια ταμπέλα που έλεγε το εξής κουλό:
"PIZZA - INTERNET CAFE - FOOD"
Πλησιάζω, μια κυρία γύρω στα 50 με υποδέχεται, ψυχή μέσα. Της μιλάω αγγλικά στην αρχή, δε θέλω να καταλάβει ότι καταλαβαίνω, για να την εκπλήξω τυχόν αργότερα (κάτι που τελικά ήταν πολύ καλή ιδέα). Το κατάστημα ήταν στενότατο, με 4 τραπεζάκια ξύλινα και καρεκλίτσες, πολύ απλοικό, η κουζίνα ακριβώς μπροστά, χωριζόταν από το μέρος όπου έτρωγε κανείς μόνο με έναν ξύλινο πάγκο, οπότε οι φούρνοι και όλες οι συσκευές ήταν πλήρως ορατές. Της λέω στα αγγλικά ότι χρειάζομαι πρόσβαση στο ίντερνετ. Μου λέει ότι η μισή ώρα είναι περίπου 2 ευρώ (σε κούνες φυσικά). Δέχομαι, μιας και δεν είχα άλλη λύση, και περιμένω να με οδηγήσει σε κάποιον άλλο χώρο, όπου θα είχε υπολογιστές. Εξάλλου, έγραφε και INTERNET CAFE στην ταμπέλα. Εξαφανίζεται για λίγο και επιστρέφει με ένα ανοιχτό λάπτοπ, το συνδέει στο ίντερνετ και το αφήνει μπροστά μου.
Μπαίνω εγώ σε διάφορα sites για χόστελς, βρίσκω ένα καλό, αρχίζω να σημειώνω στο τετράδιό μου διευθύνσεις. Με βλέπει αυτή και με ρωτάει με σπασμένα αγγλικά αν ψάχνω κάποια οδό κλπ. Απαντώ αρνητικά και συνεχίζω τη δουλειά. Αυτή ψιλιάστηκε ότι έψαχνα δωμάτια και με κοιτούσε πολύ επίμονα. Τελικά βρίσκει το θάρρος και με ρωτάει: "Δωμάτιο ψάχνετε;" Αφού είχα καρφωθεί κι εγώ απαντάω θετικά. Μου φέρνει ευθύς αμέσως μια μπροσούρα με φωτογραφίες από κάποιο δωμάτιο και προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάτι που δε το καταλάβαινα. Πάνω στη μπροσούρα εγώ διαβάζω στα κροατικά ότι το δωμάτιο ήταν στην παλιά πόλη, πολή κοντά σε κάποιο καθολικό ναό. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν που αυτή προσπαθούσε να μου εξηγήσει μάλλον αυτό, γυρίζω και της λέω σε άπταιστα σερβικά "είναι κοντά στα μνημεία;" Τρελαίνεται αυτή. Με κοιτάει καλά καλά και μου λέει "Μιλάτε Κροατικά!" Εγώ αν και έχω ανάγκη το δωμάτιο που μου προσφέρει, λέω να κάνω μια μικρή έρευνα, όπως μου αρέσει, έτσι απαντάω με τρόπο που δεν περίμενε: "Μιλάω σερβικά, απλά καταλαβαίνω και κροατικά". Εκείνη για λίγο παγώνει πάλι, ωστόσο γρήγορα σκέφτεται και μου λέει "Τέλεια! Ίδια γλώσσα έχουμε βασικά!" Μπροστά στη θέα του πιθανού χρήματος βλέπετε, ο μέσος Κροάτης ξεχνάει πολύ εύκολα κάθε καχυποψία και κάθε άσχημη μνήμη από το παρελθόν. Και καλά κάνει άλλωστε, γιατί ένα μεγάλο μέρος του τουρισμού τους προέρχεται από τις γειτονικές χώρες. Μέχρι αυτό το σημείο, γλώσσες ίδιες, λέξεις ολόιδιες. Δεν πέσαμε βλέπετε ούτε μία φορά στο φαινόμενο "ije".
Αρχίζουμε πλέον σκληρές διαπραγματεύσεις για την τιμή, της εξηγώ ότι δεν έχω λεφτά, ότι ζητάω διανυκτέρευση από ατύχημα, ότι είναι για μία νύχτα. Τελικά με τούτα και με κείνα κλείνω το δωμάτιο από 40 ευρώ που μου έλεγε το άτομο στα 15. Στην τιμή ενός χόστελ δηλαδή. Μου εξηγεί ότι το δωμάτιο είναι πάνω από μια άλλη πιτσαρία που έχει η κουνιάδα της και ότι πρόκειται για ένα μικρό διαμέρισμα ουσιαστικά, όχι ακριβώς δωμάτιο ξενοδοχείου. Επίσης μου δείχνει στο χάρτη πόσο κοντά είναι από τα βασικά μνημεία. Φυσικά δέχομαι την πρόταση και μάλιστα μου λέει ότι θα καλέσει τον άνδρα της να έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητο. Και το ίντερνετ κερασμένο, επειδή χάρηκε "που συννενοηθήκαμε τόσο καλά". Τέλεια, η περιπέτεια είχε αίσιο και γρήγορο τέλος.
Μετά από μια πρόχειρη συζήτηση με τον λίγο βαρύ-πεπόνι άντρα της στο αυτοκίνητο, σταματάει και μου λέει ότι σε εκείνο το σημείο πρέπει να κατέβω, επειδή αρχίζει το λιθόστρωτο και δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα το μεσημέρι και το απόγευμα. Κατεβαίνω και έρχεται μια ασπροντυμένη γυναίκα με τσόκαρα νοσοκομείου κουβαλώντας έναν τεράστιο σάκο ολόλευκο στην πλάτη, μάλλον με λευκά είδη μέσα από το ξενοδοχείο. Με παραλαμβάνει και συστηνόμαστε. Της φαίνεται εξωφρενικά περίεργο που μιλάω σερβικά, ακόμα δε πιο περίεργο που κατάφερα να συννενοηθώ τόσο καλά με την κουνιάδα της στην πιτσαρία. "Εδώ μιλάμε κροατικά", μου λέει, "η δική μας οικογένεια δεν είναι εχθρική προς του Σέρβους, ωστόσο θα σε συμβούλευα να λες ότι μιλάς Κροατικά αν σε ρωτήσει κανείς στο δρόμο". Συμφωνώ και τολμάω να της πω ότι μέχρι στιγμής δεν έχω συναντήσει ιδιαίτερες διαφορές, ωστόσο δυσκολεύομαι να καταλάβω μερικές λέξεις, κυρίως λόγω ταχύτητας της στο λόγο. "Να σου πω εγώ κάτι; Όση ώρα μιλάμε, 5 λεπτά τώρα, εγώ πρόσεξα αμέσως αρκετές διαφορές σε εσένα. Ωστόσο δεν έχει σημασία η διάλεκτος, αλλά η ταμπέλα που βάζεις στη γλώσσα. Λέγε ότι μιλάς κροατικά και δε θα έχεις πρόβλημα, ακόμα κι αν όλοι ξέρουν ότι δε λες αλήθεια". Προσφέρομαι να βοηθήσω με το βάρος που κουβαλάει αλλά αρνείται. "Το κάνω κάθε μέρα", μου λέει, "είμαι δυνατή πια". Μερικές φορές, όταν νιώθει βέβαιη για τα αγγλικά της, μου λέει ορισμένες φράσεις στα αγγλικά, λες και αισθάνεται άσχημα που μου μιλάει σε ξένη γλώσσα που δεν καταλαβαίνω...
Το δωμάτιο ήταν σε ένα καλντερίμι στην καρδιά της παλιάς πόλης, πεντακάθαρο με πολύ μαλακό κρεβάτι και περιποιημένο μπάνιο, η δεύτερη πιτσαρία της οικογένειας ήταν από κάτω ακριβώς, οπότε αν χρειαζόμουν οτιδήποτε για το δωμάτιο μπορούσα απλά να τους φωνάξω και μου το φέρνανε, γενικότερα ήταν από τις καλύτερες "επενδύσεις" που έχω κάνει ποτέ στα ταξίδια μου. Η Iva (έτσι λεγόταν η οικοδέσποινά μου με τον σάκο γεμάτο σεντόνια) μου εξηγούσε όσο έκανε το απαραίτητο registration στο ίντερνετ πόσο με ζήλευε που έμενα στην Αθήνα, πόσο είχε βαρεθεί την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, στην οποία έπρεπε να κάνει δυο δουλειές, μαγείρισσα και ξενοδόχος, για να επιζήσει. Όμως πλέον είχε πατήσει τα 45, το είχε πάρει απόφαση ότι η ζωή της θα συνεχιζόταν και θα τελείωνε εκεί.
Όσο έμεινα στην πόλη, είδα πολλά εξαιρετικά μνημεία, έκανα βόλτα σε γραφικά καλντερίμια και φωτογράφισα πανέμορφα κτίρια - όρθια έργα τέχνης. Αυτή η πόλη έχει βγει από άλλη εποχή. Έπαθα όμως και μερικά πολιτισμικά σοκ, όταν παραδείγματος χάριν, πήγα να ψωνίσω σε ένα βιβλιοπωλείο έναν μικρό χάρτη και ο πωλητής μου λέει με την πιο έντονη κροατική προφορά που έχω ακούσει ποτέ μέχρι σήμερα "hvala lijepo (ευχαριστώ πολύ)", τονίζοντας ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ για τα δικά μου δεδομένα το li. Πρέπει να τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια για κανα-δυο δευτερόλεπτα, πριν πάρω τα ρέστα μου και χαιρετήσω.
Συνειδητοποίησα τότε ότι οι διαφορές στην προφορά φαίνονται πολύ πιο έντονα σε σύντομες, κοφτές εκφράσεις, όπως αυτή που μου είπε ο ταμίας. Γιατί από τις συζητήσεις που έκανα με τις δύο κυρίες νωρίτερα, οι μόνες διαφορές που εντόπιζα ήταν τόσο μικρές, που μέχρι να τις επεξεργαστώ η κουβέντα είχε συνεχιστεί και τις είχα ξεχάσει. Ωστόσο, ίσως απλά να ήταν το δικό μου αυτί καλό για ξένο, γιατί με άλλα άτομα που είχα μιλήσει δεν είχαν την ίδια ευκολία να καταλάβουν τους Κροάτες. Ίσως πάλι να είναι και θέμα του αν μιλάς με κάποιον από το βορρά ή το νότο.
Εγκατέλειψα το Dubrovnik το επόμενο πρωί νωρίς-νωρίς και όλοι φάνηκαν στεναχωρημένοι που με έβλεπαν να φεύγω. Δεν ήταν τουριστική περίοδος και ήμουν ο μόνος επισκέπτης που είχαν για μερικές εβδομάδες.
"Είσαι σίγουρος ότι δε μπορείς να μείνεις λίγο ακόμα;" με ρώτησε η Ίβα πριν με αγκαλιάσει και με αποχαιρετήσει. "Στα κροατικά το λέμε καλή αντάμωση, στα σερβικά πώς το λέτε;"
"Καλή αντάμωση", της λέω χαμογελώντας, πιάνοντας το αστείο της.
Φεύγοντας από το Dubrovnik, είδα από το λεωφορείο μια διαφήμιση που έλεγε:
"Srbija. Tako blizu, tako lijepa" (Σερβία, τόσο κοντά, τόσο όμορφη).
Λίγες μέρες μετά, είδα κοντά στο αεροδρόμιο του Βελιγραδίου, όπου βρέθηκα σε ανταπόκριση από το Μαυροβούνιο για Αθήνα, μια αντίστοιχη:
"Hrvatska. Τako blizu, tako lepa" (Κροατία, τόσο κοντά, τόσο όμορφη).
Χαμογέλασα μελαγχολικά και έδειξα το εισιτήριό μου στον ελεγκτή του λεωφορείου της Jat Airways. Ένα ακόμα πανέμορφο ταξίδι είχε τελειώσει.
Το Μαυροβούνιο είναι από τις αγαπημένες μου χώρες. Όχι επειδή είναι τόσο ωραίο, όσο ίσως νομίζετε, ούτε επειδή έχει τις απίστευτες τουριστικές υποδομές. Μου αρέσει πολύ επειδή απλά είναι η μόνη χώρα, στην οποία σε τόσο μικρή έκταση έχω βρει τόσες πολλές αντιθέσεις.
Με μέγεθος μικρότερο της Πελοποννήσου, το Μαυροβούνιο είναι γεγονός ότι δεν έπεισε πολύ κόσμο ότι θα τα κατάφερνε να επιβιώσει, μετά την απόσχισή του από την ένωση Σερβίας-Μαυροβουνίου το 2006. Η χώρα είχε αρκετά προβλήματα διαφθοράς, μια άξια αναφοράς και ειδικής μεταχείρισης αλβανική μειονότητα στο νότο (περιοχή Ulcinj - Bar), αλλά και έναν πληθυσμό που στις τελευταίες απογραφές έχει τη μεγαλύτερη εθνική σύγχυση που θα συναντήσει κανείς στην Ευρώπη. Τι εννοώ με αυτό. Πριν μερικές δεκαετίες, ο πληθυσμός του Μαυροβουνίου δήλωνε στη συντριπτική του πλειοψηφία σερβικής καταγωγής. Μιλούσαν σερβικά, αισθάνονταν μέρος της Σερβίας τόσο πολιτισμικά όσο και γεωγραφικά. Το Μαυροβούνιο δέχτηκε ιδιαίτερη προσοχή από τον Γιόσιπ Τίτο, ο οποίος το λάτρευε και είχε την εξοχική του κατοικία εκεί. Λέγεται μάλιστα ότι το Μαυροβούνιο έχαιρε ιδιαίτερης μεταχείρισης, που σε μεγάλο βαθμό προκαλούσε την ενόχληση άλλων σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Μάλιστα, ακόμα και σήμερα οι Μαυροβούνιοι έχουν τη φήμη των πολύ τεμπέληδων ανθρώπων, περίπου την ίδια άποψη που έχουν για τους Έλληνες οι δυτικοευρωπαίοι. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η μικρή αυτή χώρα δεν πέτυχε τίποτα με τον κάματο του λαού της, αλλά με εξωτερική βοήθεια. Αν θέλετε τη δική μου ταπεινή γνώμη, σε ένα βαθμό αυτή η άποψη ευσταθεί.
Σταδιακά άρχισε να αναδεύεται το φαινόμενο της "αφύπνισης των Μαυροβουνίων". Εθνικά σύμβολα, παραδοσιακές στολές και ιστορικές στιγμές μεγαλείου ξεθάφτηκαν από τα συρτάρια και άρχισαν να προβάλλονται παντού. Όπως οι Σλαβομακεδόνες, έτσι και οι Μαυροβούνιοι τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης της Γιουγκοσλαβίας "αναγεννήθηκαν εθνικά". Έτσι, στις επόμενες απογραφές οι μισοί κάτοικοι δήλωναν Μαυροβούνιοι, έπειτα αυτό ξανάλλαζε μόλις η Σερβία έκανε κάποιο καλό για το Μαυροβούνιο, οπότε το ποσοστό αυτό έπεφτε πίσω στο 20% περίπου και ούτω καθεξής.
Μια ιστορία που έχει πλάκα είναι αυτή της ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου. Στη χώρα έγινε δημοψήφισμα, στο οποίο έπρεπε μια πλειοψηφία της τάξης περίπου του 55% να ψηφίσει υπέρ της ανεξαρτησίας, ώστε αυτή να αποκτήσει νομική και διεθνή ισχύ. Τελικά, μόλις το 55 κόμμα κάτι ψιλά τοις εκατό όσων προσήλθαν στην κάλπη ψήφισαν θετικά. Έτσι, η ανεξαρτησία κερδήθηκε εξαιρετικά οριακά. Άρχισαν αμέσως οι διαφωνίες για το κατα πόσο η ανεξαρτησία τελικά ήταν επιθυμητη από το λαό, καθώς ένα περίπου 20% του πληθυσμού απείχε από την ψηφοφορία, οπότε ίσως και να άλλαζε το αποτέλεσμά της αν είχαν ψηφίσει κι εκείνοι. Άλλοι κατηγόρησαν αμέσως τους Αλβανούς ότι κάναν προπαγάνδα, ώστε να πείσουν πολλούς ντόπιους Σλάβους ή Ρομά να ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας, σε αντίποινα για όσα είχαν συμβεί στο Κοσσυφοπέδιο μερικά χρόνια νωρίτερα. Μεγάλη αναστάτωση για ένα εξίσου μεγάλο και τολμηρό βήμα, του οποίου την επιτυχία πολλοί αμφισβήτησαν. Τελικά το Μαυροβούνιο τα κατάφερε, κυρίως χάρη στον τουρισμό του. Πρόσφατα έκανε και αίτηση να ενταχθεί στους κόλπους της Ε.Ε., αν και όλοι συμφωνούν ότι έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει.
Πρώτη φορά βρέθηκα στο Μαυροβούνιο ενάμιση χρόνο μετά την ανεξαρτησία του. Ήταν μεγάλο μου απωθημένο να πάω, ίσως μεγαλύτερο από την ίδια την Κροατία, για την οποία είχα ακούσει εξ' αρχής τα καλύτερα. Αποφάσισα να συνδυάσω μια επίσκεψη εκεί με ένα σύντομο ταξιδάκι στο Βελιγράδι (τότε που συνάντησα και τον Bojan τυχαία για πρώτη φορά, όπως περιγράφεται στην ιστορία I). Πήρα το τρένο από Βελιγράδι, στην αρχή σκοπεύοντας να φτάσω το δρομολόγιο μέχρι τέλους, στο Bar. Ωστόσο, με τράβηξε η Ριβιέρα της περιοχής της Budva (Budvanska Rivijera), έτσι αποφάσισα να αλλάξω τα αρχικά μου σχέδια και να κλείσω λίγες νύχτες πριν την αναχώρησή μου ένα δωμάτιο στη Budva. Για να φτάσω στη ριβιέρα, έπρεπε να αποβιβαστώ αναγκαστικά στην Podgorica, αν και ΟΛΟΙ οι Σέρβοι φίλοι μου με είχαν συμβουλεύσει να την αποφύγω δια ροπάλου. Όλοι επέμεναν ότι ήταν τόσο άσχημη, που όσοι πήγαιναν στο Μαυροβούνιο προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο του Tivat, παρά αυτό της Podgorica. Επίσης, με προέτρεπαν να μην χαλάσω τα χρήματά μου ούτε νύχτα για να μείνω εκεί, αλλά να φύγω απευθείας για ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ άλλη πόλη της χώρας. Μιλάμε τώρα ότι θυμάμαι τουλάχιστον τέσσερα άτομα να μου τα λένε όλα αυτά, άτομα τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σε γούστο και τρόπο ζωής.
Στο βαγόνι συνεπιβάτισσές μου ήταν τρεις Μαυροβούνιες, με κλασικά μεσογειακά καμπυλωτά σώματα, βαλκανικές μύτες και μαλλί κομμωτηρίου. Κουτσομπόλευαν όλη την ώρα, δε το κλεισαν το στόμα τους καθόλου. Η μία κάπνιζε και σα φουγάρο. Διάβαζαν κουτσομπολίστικα περιοδικά και σχολίαζαν τα πάντα, εγώ όλη την ώρα δεν έβγαζα άχνα, νόμιζαν ότι δεν τις καταλάβαινα κι έτσι μιλούσαν ελεύθερα. Στην αρχή απολάμβανα τη συζήτησή τους, όμως κάποια στιγμή που προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο έβαλαν μουσική στο κινητό Κάποιο τραγούδι της Celine Dion από τα πιο καινούργια της. Και σα να μην έφτανε αυτό, τραγουδούσαν κιόλας! Οπότε ενώ κάτι συζητούσαν λογομαχώντας έντονα και κάνοντας απίστευτη φασαρία (νομίζω κάτι λέγαν για τον Tom Hanksκαι το αν έχει βαφτιστεί χριστιανός ορθόδοξος ή όχι), επεμβαίνω εγώ στα σερβικά κι εκείνες αμέσως άλλαξαν εντελώς στάση, μιας και κατάλαβαν ότι με είχαν τσαντίσει με τη συμπεριφορά τους.
Λίγο πριν φτάσουμε στην Podgorica, δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που αντίκρυσα. Περάσαμε ένα τεράστιο και βαθύτατο φαράγγι, η γραμμή του τρένου ήταν πάνω σε μια γέφυρα που στηριζόταν σε πανήψυλους πυλώνες με τεράστιο πάχος που έφταναν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ασύλληπτο ύψος. Και από κάτω να περνάει ένα πεντακάθαρο και διάφανο ποταμάκι, που συνέχιζε λίγο έξω από την πρωτεύουσα, στα -κακάσχημα- προάστια. Όσο άσχημη εικόνα έμελλε να μου αφήσει η πρωτεύουσα, τόσο πολύ έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου αυτή η εικόνα. Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι το Μαυροβούνιο έχει πολλά φαράγγια, μερικά από τα οποία είναι απίστευτα βαθιά και όμορφα. Λόγω της πολύ ορεινής φύσης της χώρας, η μόνη σιδηροδρομική διαδρομή που μέχρι σήμερα έχει φτιαχτεί και λειτουργεί τακτικά με αρκετά μεγάλο αριθμό επιβατών είναι αυτή που ξεκινά από το Βελιγράδι και φτάνει στο Bar. Η διαδρομή είναι πανέμορφη μετά τα σύνορα Σερβίας-Μαυροβουνίου και αξίζει τον κόπο.
Φτάνω στην Podgorica γύρω στις 9 το βράδυ και αμέσως σπεύδω σε αναζήτηση λεωφορείου για την ακτή. Προσπάθησα να ακολουθήσω τη συμβουλή των φίλων μου και να μην ξοδέψω ούτε ευρώ στην πρωτεύουσα για διαμονή. Το πρώτο διαθέσιμο λεωφορείο ξεκινούσε στις 22:15 περίπου και (όπως μου είπαν λανθασμένα) θα έκανε περίπου 2 ώρες να φτάσει. Χαρούμενος εγώ που βρήκα μέσο μεταφοράς, αρχίζω να κάνω μια πρόχειρη βόλτα γύρω από το σταθμό σε αναζήτηση τροφής. Με είχε ρημάξει η πείνα 9 ώρες στο τρένο και τουε σταθμούς. Η μόνη λύση που έβρισκα σε κοντινή απόσταση (είχα και τις αποσκευές βλέπετε) ήταν στον ίδιο το σταθμό, σε μια καντίνα που υποτίθεται ότι είχε μεγάλη ποικιλία από burgers, πίτσες και άλλα τέτοια γρήγορα εδέσματα. Εξυπηρετούσε μια ηλικιωμένη κυριούλα με λίγο φρικιαστική φωνή αλλά πολύ καθαρή προφορά, που φορούσε τσόκαρα νοσοκομείου και ολόλευκη στολή, λες και ήταν νοσοκόμα ή δούλευε σε εργοστάσιο παραγωγής τροφίμων. Τη ρωτάω τι έχει διαθέσιμο εκείνη την ώρα. Η μόνη μου επιλογή ήταν το burger (που στη Σερβία λέγεται Pljeskavica και περιλαμβάνει ένα τεράστιο μπιφτέκι, σχεδόν διπλάσιο ή και τριπλάσιο από αυτά που σερβίρουν στα McDonalds κλπ). Εκτός από το μπιφτέκι, οι άλλες μου επιλογές ήταν ανάμεσα σε κάτι που έμοιαζε με τουρσί, σε μια κόκκινη πικάντικη σάλτσα που λέγεται Ajvar και κάτι ψιλοκομμένα λαχανικά. Ζητάω να μου βάλει απ' όλα, επειδή πεινούσα σα λύκος και κάθομαι να φάω. Όσο έτρωγα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι έτρωγα κρέας γάτας. Το φαινομενικά θεσπέσιο burger μου ήταν σκληρό, με μπαγιάτικο ξαναζεσταμένο ψωμί, ξερό και χωρίς καθόλου ζουμί κατεψυγμένο μπιφτέκι από ποιος-ξέρει-τι-κρέας και όλα τα συνοδευτικά που είχα βάλει να κοντεύουν να με οδηγήσουν στην παράνοια! Ας όψεται η ανάγκη και η πείνα, όλο το έφαγα, χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο. Γάτα; Γάτα. Γιατί όχι;
Στην τουαλέτα του σταθμού που πήγα έκανε κουμάντο μια οικογένεια Ρομά, στην οποία πλήρωνες ένα ποσό για να χρησιμοποιήσεις τη λεκάνη και άλλο ένα αν ήθελες και χαρτί και δεν είχες δικό σου. Την ώρα που μπήκα, το περίπου 8 χρονών κοριτσάκι τους σφουγγάριζε το πάτωμα, σφουγγαρίζοντας πολλάκις και τα δικά μου παπούτσια (μάλλον τα θεωρούσε βρώμικα ή πίστευε ότι αν τα σφουγγάριζε δε θα αφήναν λεκέδες στο πάτωμα), ενώ το αγοράκι είχε πέσει στο "φρεσκοσφουγγαρισμένο" πάτωμα και έπαιζε με ένα πυροσβεστικό αμαξάκι. Οι άντρες της "συμμορίας" με κοιτούσαν με μισό μάτι, πράγμα που μου δημιούργησε σχετική αμηχανία και ανασφάλεια, ωστόσο αποφάσισα να διατηρήσω χαμηλό προφίλ και να συνεχίσω.
Μετά από μια σύντομη βόλτα στην κακάσχημη πόλη, με τα ατσούμπαλα κτίρια και τις κομμουνιστικές κατοικίες, τα σοβατισμένα ολόλευκα λεωφορεία που φτύνανε μαυρίλα και ρύπους και τα neon signs Toshiba και άλλων εταιριών από δω και από εκεί δίπλα σε παρακμιακά motel με τρεμάμενες επιγραφές (όπως στα θρίλερ), πήρα το λεωφορείο μου και εγκατέλειψα την καλτ Podgorica για πιο εύκρατα κλίματα. Στο δρόμο πρόσεξα δύο πράγματα: Πρώτον, ΠΟΛΛΕΣ ρωσικές πινακίδες και επιγραφές. Αυτό οφείλεται στους πολλούς Ρώσους επενδυτές και τουρίστες, ωστόσο αγγίζει τη σφαίρα του παραλόγου σε ένα βαθμό. Δεύτερον, τα πολλά έργα και μπλόκα που γίνονταν σε διάφορα σημεία του δρόμου. Έτσι, το ταξίδι 2 ωρών που μου περιέφραψαν κράτησε σχεδόν 3,5 ώρες. Στο λεωφορείο άκουσα και το περιβόητο τραγύδι Beograd, το σιγομουρμούρησα και τράβηξα την προσοχή ενός πιτσιρικά, ο οποίος άρχισε να με ρωτά διάφορα πράγματα και πιάσαμε την κουβέντα, μέχρι που κατέβηκα.
Ο Filip λοιπόν ήταν 18 ετών, έμοιαζε όμως με 16. Σπούδαζε τουριστικά επαγγέλματα και έμενε μόνιμα στο πανέμορφο Kotor. Ενδιαφέρθηκε πολύ για την περίπτωσή μου και με ρώτησε αν θα ήταν καλό γι αυτόν να κάνει κάποια πρακτική στην Ελλάδα, σε κάποιο νησί, μόλις θα τελείωνε τις σπουδές του. Μου εξήγησε επίσης ότι ο τουρισμός στο Μαυροβούνιο δεν είχε αποδώσει ακόμα τους καρπούς που περίμενε το κράτος, καθώς οι κύριοι πελάτες παρέμεναν οι Σέρβοι, οι οποίοι, όπως μου πε χαρακτηριστικά "δεν έχουν αρκετά βαθιές τσέπες". Στόχος ήταν να προσελκυθούν σύντομα Γερμανοί και Ιταλοί, στους οποίους πόνταραν πολύ οι Μαυροβούνιοι για τη μελλοντική τους ευημερία. Ο ίδιος ο Filip, όταν τον ρώτησα αν αισθάνεται Μαυροβούνιος ή Σέρβος, μου απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό ότι ήταν Σέρβος και ότι είχε στεναχωρηθεί για το χωρισμό των 2 χωρών. Ήταν γι' αυτόν μεγάλη αδικία και θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει σε τέλμα τις σχέσεις με τη Σερβία. "Μην ακούς τι σου λένε εδώ, όλοι οι Σλάβοι σε αυτή τη χώρα Σέρβοι είναι. Δεν υπάρχει Μαυροβουνιακό έθνος, ή μαυροβουνιακή γλώσσα. Αυτά είναι παραμύθια. Σέρβοι γεννηθήκαμε, μαζί πορευτήκαμε με τη Σερβία τόσα χρόνια και ξαφνικά... Γίνεται αυτό που έγινε. Μεγάλη αδικία!"
Ο Filip μου εξηγεί πού περίπου είναι το ξενοδοχείο μου. Ζητώ από τον οδηγό ευγενικά να με κατεβάσει σε εκείνο το σημείο, επειδή είναι αργά και θα χαθώ στους δρόμους νυχτιάτικα. Ο οδηγός παραξενεύεται από την προφορά μου και εμπαίζει κάποιες γλωσσικές επιλογές που κάνω. "Μην τον κοροιδεύεις, δεν είναι Σλάβος", λέει η συνοδός, κάνοντάς με να αισθανθώ από όλη την κατάσταση λίγο προσβεβλημένος. Τουλάχιστον έπεισα τον οδηγό να κάνει μια στάση και να μου βγάλει και τη βαλίτσα, για να φύγω.
Στο δρόμο ρώτησα άλλες 5 φορές που είναι το ξενοδοχείο, το οποίο το έβλεπα, όμως δεν έβλεπα πουθενά την είσοδό του. Ήταν τεράστιο, καταλάμβανε σχεδόν όλη την παραλία και είχε μια είσοδο τόσο μικρή και ασήμαντη, που την προσπέρασα 3 φορές. Όλοι όσοι με εξυπηρετούσαν με ρωτούσαν αν είμαι Ρώσος. Εκπλήσσονταν που δεν ήμουν.
Έφτασα στο ξενοδοχείο μου κατά τη 1:30, έκανα check-in και οι κοπέλες στη ρεσεψιόν μου εξήγησαν κάτι που φαινόταν σημαντικό, ωστόσο με την ταχύτητα που μιλούσαν και την λίγο παράξενη προφορά τους δεν κατάλαβα τα πάντα. Αποσπασματικά έπιασα τις λέξεις "στο μπάνιο... ζεστό νερό... βάννα... διακόπτης". Φαντάστηκα ότι μου μιλούσαν για κάποιο κουμπί θερμοσίφωνα. Επίσης μου ζήτησαν συγγνώμη για τη φασαρία που θα έπρεπε να υποστώ την υπόλοιπη νύχτα, καθώς κάποιο σχολείο από τη Σερβία είχε πάει εκεί για 5ήμερη και είχαν κάποιο πάρτυ αποχαιρετισμού.
Εκείνο το βράδυ έκανα δύο λάθη: Πρώτον, υποτίμησα τη σοβαρότητα της απολογίας σχετικά με τη φασαρία, θεωρώντας ότι δε θα ήταν τόσο ενοχλητική. Δεύτερον, έψαχνα σαν μανιακός μέσα στην ταλαιπωρία και τη νύχτα διακόπτη θερμοσίφωνα σε ένα δωμάτιο που είχε μόνο ένα διακόπτη φωτός και κανέναν άλλο...
Μέρος Δεύτερο
Μου πήρε μισή ώρα να βρω έναν τρόπο να κάνω μπάνιο εκείνο το βράδυ. Τελικά οι ευγενικότατες ρεσεψιονίστ εννοούσαν ότι για να έχει κανείς ζεστό νερό στο μπάνιο, έπρεπε να αφήσει τη βρύση να τρέξει για μερικά λεπτά, έτσι ώστε να ζεσταθεί το νερό. Τα μερικά λεπτά έγιναν πάνω από δέκα και, αφού έκλαψα από μέσα μου για το νερό που σπαταλήθηκε τόσο από εμένα όσο και από τους άλλους επισκέπτες του ξενοδοχείου, επιτέλους ξεκουράστηκα με ένα ζεστό ντους.
Η ξεκούρασή μου δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Το δωμάτιό μου ήταν... από τα "φθηνά", γι' αυτό η μπαλκονόπορτά του έβγαινε απευθείας στην πίσω αυλή του ξενοδοχείου, όπου όσο έκανα μπάνιο είχαν εκδράμει οι ΒΑΡΒΑΡΟΙ! Μεθυσμένοι Σέρβοι έφηβοι είχαν ξαπλώσει στο γρασίδι και τραγουδούσαν ό,τι ύμνο ποδοσφαιρικής ομάδας, ό,τι turbo folk της κακιάς ώρας είχε γραφτεί ποτέ. Και σα να μην έφτανε αυτό, μερικοί από αυτούς ερχόντουσαν κοντά στα παράθυρα και προσπαθούσαν να δουν μέσα στα δωμάτια. Κάποιοι κατάλαβαν ότι ήμουν από την Ελλάδα και φώναζαν ό,τι ήξεραν στα ελληνικά: "σ'αγαπώ", "Ελλάδα αδέλφια", "Ολυμπιακός/Παναθηναικός" και άλλα τέτοια όμορφα. Έκλεισα ενοχλημένος τις κουρτίνες και προσπάθησα να κοιμηθώ. Κατά τις 4 τα κατάφερα. Τα τραγούδια δεν είχαν σταματήσει ακόμα.
Η Budva είναι μια πόλη με πολύ παράξενη και ταχέως αναπτυσσόμενη ρυμοτομία που τρομάζει κάποιον που δεν έχει συνηθίσει σε τόσο έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Σε μερικά σημεία του δρόμου, το πεζοδρόμιο ξαφνικά εξαφανίζεται και βρίσκεσαι να περπατάς μέσα στα αυτοκίνητα, επειδή οι εργάτες κάποιας οικοδομής έχουν στενέψει για λόγους ασφαλείας για μερικές ώρες τους δρόμους. Μπορεί κανείς να δει 10όροφα τερατουργήματα, που στο πρόωρο στάδιο κατασκευής τους δε θυμίζουν σε τίποτα τα λαμπερά κτίρια που δείχνουν τα previews που έχουν αναρτηθεί και αποτελούν το στόχο της κατασκευαστικής εταιρίας. Όλα έχουν θέα τη θάλασσα, στερόντας την ομορφιά της Αδριατικής από τους μόνιμους κατοίκους για χάρη του τουρισμού. Μέσα σε λιγότερα από 5 χρόνια, η Budva κλήθηκε να μετατραπεί σε θέρετρο της τάξεως του Dubrovnik, κάτι τέτοιο φυσικά δεν ήταν εφικτό, έτσι η πόλη έχει καταλήξει σήμερα να μοιάζει σε μερικά σημεία της με τσιμεντένια τενεκεδούπολη, γεμάτη μπάζα, κίνηση τις μεσημεριανές ώρες, μισοτελειωμένες κατασκευές και τράπεζες. ΠΟΛΛΕΣ τράπεζες. Από τις οποίες ΚΑΜΙΑ δε μου άλλαζε συνάλλαγμα σε κούνες Κροατίας (όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ιστορία).
Ο παραλιακός πεζόδρομος είναι λίγο πιο ευχάριστος, ωστόσο αποπνέει μια αίσθηση βαλκανικής παρακμής (της οποίας δηλώνω φαν εδώ και πολλά χρόνια ασταμάτητα). Ανάμεσα στις πιτσαρίες και τις ψαροταβέρνες με τα συντριβανάκια ή τις κούνιες μπαλκονιού, μπορεί κανείς να δει χαλάσματα βαμμένα με σπρέι ("Το Κόσοβο είναι Σερβία" και άλλα τέτοια πολιτικά μηνύματα), ένα μισογκρεμισμένο αντίγραφο-νάνο του πύργου του Άιφελ, σπασμένες εξέδρες για συναυλίες και άλλα events. Η περιποίηση δίπλα στην εγκατάλειψη. Τεμπελιά των Μαυροβουνίων; Αδιαφορία των τοπικών αρχών; Προβλήματα με τις άδειες ιδιοκτησίας της γης; Δεν ξέρω τι από τα παραπάνω φταίει, πάντως στη Budva, το κύριο θέρετρο της Budvanska Rivijera, τίποτα δε θυμίζει τη λέξει Ριβιέρα. Όλα φωνάζουν Βαλκάνια.
Η παλιά πόλη είναι λίγο καλύτερη, πιο περιποιημένη από όσα την περιβάλλουν, ωστόσο και εμφανώς πιο ακριβή σε είδη διατροφής, καφετέριες κλπ. Τη νύχτα όλα φαίνονται λίγο πιο όμορφα, εκτός από τη γιγαντοοθόνη που προβάλλει διαφημίσεις κάθε λογής, από αρώματα του Dior μέχρι το πρωτάθλημα ιστιοπλοίας του επόμενου μήνα. Μια μάσκα αποκριάτικη είναι ακόμα δεμένη πάνω σε έναν στύλο στην είσοδο, φθαρμένη από τη βροχή και τον αέρα. Οι άνθρωποι σχετικά ευγενικοί, αλλά μόνο αν τους προσεγγίσεις στη γλώσσα τους. Όλα φαίνονται να λειτουργούν πολύ καλύτερα και ευκολότερα έτσι. Αξέχαστος θα μου μείνει ένας σερβιτόρος σε μια καφετέρια στην παλιά πόλη, πανύψηλος και θεόρατος, απίστευτα μυώδης και με ξυρισμένο κρανίο, σαν καταδρομέας, γεμάτος τατουάζ στα μπράτσα. Στην αρχή με πλησιάζει με ακαμψία και σχετική αγένεια. Μιλάμε λίγο. Αφού έρχεται η ώρα να φύγω, του αφήνω καλό μπουρμπουάρ. Μου λέει ευχαριστώ και χαμογελάει ευγενικά, επιδεικνύοντάς μου τα σιδεράκια που καλύπτουν την πάνω του οδοντοστοιχεία για πρώτη φορά. Ο άνθρωπος που μου έμοιαζε για 30χρονος που υπηρετούσε στις ειδικές δυνάμεις, ήταν ένας απλός και καθημερινός νεαρός άντρας γύρω στα 22, πολύ κοντά στη δική μου ηλικία δηλαδή, που πιθανότατα δούλευε για το χαρτζιλίκι. Ο ορισμός της φράσης "τα φαινόμενα απατούν".
Αφήνω τη Budva για το Kotor. Η πόλη είναι κτισμένη γύρω από το νοτιότερο φιορδ της Ευρώπης. Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι το Μαυροβούνιο, λόγω της πολύ έντονης διαφορετικότητας των τοπίων του και της ισχυρής φυσικής του κληρονομιάς, διεκδικεί πολλές πρωτιές σε τέτοια ζητήματα στην Ευρώπη: Νοτιότερο φιορδ, βαθύτερο φαράγγι, νοτιότερος παγετώνας (glacier) στη γηραιά ήπειρο (το τελευταίο ρεκόρ διεκδικεί και η Βουλγαρία τα τελευταία χρόνια).
Το Kotor έχει μια αίσθηση έντονης ηρεμίας, τουλάχιστον στα μέσα της άνοιξης που το επισκέφθηκα εγώ. Απ' έξω, τα τείχη του σε συνδυασμό με τα γαλανά νερά θυμίζουν εικόνες από τον "Άρχοντα των Δαχτυλιδιών", χωρίς καμία υπερβολή. Τα παλιά τείχη σκαρφαλώνουν μέχρι την κορυφή του λόφου και δημιουργούν ένα φρούριο, το οποίο πιθανότατα προστάτευε την πόλη από πειρατικές και άλλες εχθρικές επιδρομές. Μπαίνω μέσα στα τείχη. Η απόλυτη ηρεμία. Να ξεκαθαρίσω ότι η παλιά πόλη, παρ' όλο που προστατεύεται και αυτή από την Unesco, δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα. Είναι κατοικημένη κανονικά, σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης πόλης. Ωστόσο, αν και αντιλαμβάνομαι την ανθρώπινη παρουσία γύρω μου, δε βλέπω ψυχή. Απλωμένα ρούχα από το ένα μπαλκονάκι στο άλλο, ο ήχος μιας γραφομηχανής, ένα μικρό κατάστημα με αντίκες, αλλά είμαι ο μόνος που περπατάει στα σοκάκια. Απολαμβάνω την ηρεμία της στιγμής, λίγο προτού χρειαστεί να γυρίσω πίσω στη νέα πόλη, για να επισκεφθώ την πολύβουη υπαίθρια αγορά. Εκεί μπορεί κανείς να βρει τα πάντα, από λαχανικά μέχρι βότανα, από λάδι μέχρι κρασί και ρακή δαμάσκηνο (sljivovica), από λουλούδια μέχρι σπόρους για φύτεμα. Πολλά μαγικά χρώματα σε αυτή την τόσο μικρή αλλά ενδιαφέρουσα αγορά.
Θέλω πολύ να επιστρέψω κάποια στιγμή στο Μαυροβούνιο, ωστόσο προηγείται η Βοσνία, μια χώρα την οποία ακόμα δεν έχω καταφέρει να δω και να γνωρίσω από κοντά, αν και ξέρω δεκάδες μικρές και ενδιαφέρουσες ιστορίες να σας πω και οι οποίες θα ακολουθήσουν σε άλλο κεφάλαιο. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα επισκεφθώ το Niksic, και θα γνωρίσω από κοντά τα εργοστάσια της περιβόητης και γευστικότατης μπύρας Niksicko, που είναι αγαπητή σε όλες τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να αισθάνεται δέος βλέποντας το βαθύτατο φαράγγι Tara ή την απέραντη λίμνη Σκώδρα (Skadar) και να χάνεται μέσα στον πολυπολιτισμικό κόσμο του πολύβουου λιμανιού του Bar.
Το Μαυροβούνιο είναι μια χώρα τόσο μικρή, κι όμως τόσο σύνθετη. Μια χώρα που πάντοτε συμπορευόταν με τη Σερβία, όμως πάντοτε είχε το δικό της χαρακτήρα και τη δική της, ελαφρά διαφοροποιημένη ιστορία. Μια χώρα που έχει πολλά προβλήματα να λύσει, αλλά αυτό είναι που την κάνει τόσο μυστηριώδη και όμορφη στα δικά μου μάτια. Μια χώρα, που περικλείει μέσα της χιλιάδες διαφορετικές εικόνες αυτής της περιοχής, αυτής της ιδέας που ονομάζεται Βαλκάνια.
Πριν λίγα χρόνια, εργαζόμουν σε μια πολύ γνωστή αλυσίδα εμπορικών καταστημάτων ως υπάλληλος. Τη δουλειά αυτή την έβλεπα εντελώς προσωρινά από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί, χωρίς καμία πρόθεση να παραμείνω για περισσότερο από ένα χρόνο. Τελικά, πάνω στο εξάμηνο, ενώ κόντευα να βαρέσω διάλυση από το στρες και την πίεση που δεχόμουν, και έχοντας πάρει απόφαση ότι δεν άξιζε τον κόπο να ταλαιπωρούμαι τόσο για το βασικό μισθό, αποφάσισα ότι ήθελα να παραιτηθώ. Η απόφαση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ανάμεσα στους συναδέλφους μου, οι οποίοι δεν είχαν καταλάβει όλον αυτό τον καιρό ότι ήμουν τόσο δυσαρεστημένος από τη δουλειά αυτή και εξεπλάγησαν.
"Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να φύγεις; Και πώς βρίσκεις δουλειά μετά;"
"Παιδιά, νομίζω έχω αποφασίσει. Έχω αρκετά χρήματα να κάνω ένα κουμάντο μέχρι να βρω κάτι άλλο, εξάλλου όπως ξέρετε κανονίζω και ένα ταξιδάκι σε ένα μήνα, θέλω να το χαρώ, χωρίς να έχω στο κεφάλι μου ότι θα πρέπει να ξαναγυρίσω εδώ μέσα!"
Οι μέρες περνούσαν, στους ανωτέρους μου δεν είχα πει ούτε λέξη. Σκόπευα να τους τα ξεφουρνίσω όλα λίγες μέρες πριν αποχωρήσω οριστικά, ώστε να μην έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους να μου αλλάξουν τη γνώμη. Ωστόσο, λίγο το θέλγητρο των χρημάτων (ακόμα ακι λίγα τα χρήματα σου δίνουν μια αίσθηση ασφάλειας), λίγο κάτι άδειες που δεν είχα πάρει, λίγο τα λόγια των συναδέλφων και η συμπαράστασή τους, με έβαλαν αρκετές φορές σε σκέψη γύρω από την απόφασή μου. Είχε φτάσει Παρασκευή, σκόπευα αρχικά να δουλέψω το αργότερο μέχρι εκείνο το Σάββατο, ωστόσο ακόμα τίποτα. Δεν είχα πει τίποτα στο διευθυντή, δεν είχα κάνει την παραμικρή κίνηση. Δίσταζα.
Είχα πρωινή βάρδια εκείνη τη μέρα. Χαμηλή κίνηση στο κατάστημα, βαριόμουν εγώ, βαριόταν και ο συνάδελφος δίπλα, νυσταγμένοι και οι δύο πλησιάζαμε απρόθυμα τους λιγοστούς πελάτες με σκοπό να εξυπηρετήσουμε. Κάποια στιγμή σκάνε μύτη δύο κουστουμάτοι. Ο συνάδελφος απασχολημένος, αναστενάζω βαριά και τους πλησιάζω χωρίς την παραμικρή διάθεση. Οι περισσότεροι όμοιοί τους στο παρελθόν στο λαιμό μου έκατσαν, ή ξυνοί, ή αγενείς, ή σνομπ ήταν. Και σε έπρηζαν και δεν ψώνιζαν στην τελική επειδή "πλήρωνε η εταιρία".
Καλημερίζω ευγενικά. Απαντά μόνο ο ένας άντρας στα ελληνικά, φυσιολογικά. Αρχίζω να τους ρωτάω τα κλασικά, αν ψάχνουν κάτι, πώς μπορώ να βοηθήσω. Ενδιαφέρονται για έναν υπολογιστή. Με τούτα και με κείνα, ψιλοπιάνουμε συζήτηση με τον πρώτο που μου μίλησε, ενώ ο άλλος χαζεύει το κατάστημα σαν να μην έχει ξαναμπεί ποτέ σε πολυκατάστημα και γυρνοβολάει σαν την άδικη κατάρα μέσα στο μαύρο κουστούμι του ανάμεσα σε οθόνες, καλώδια και αξεσουάρ. Άχνα δεν έβγαζε.
Έτσι όπως μιλούσαμε, ο πελάτης μου λέει με ευγένεια ότι προβληματιζόταν για κάποιο τεχνικό ζήτημα μιας υπηρεσίας που του πρότεινα, επειδή δε ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα. Προσπαθώντας να κάνω σωστά τη δουλειά μου εγώ, αλλά και από περιέργεια, τον ρωτάω που εργάζεται με κάθε διακριτικότητα. Μου απαντά εντελώς ανοιχτά: "Στα Σκόπια".
Αρχίζουμε να πιάνουμε κουβέντα γύρω από το ζήτημα. Ρωτάω να μάθω εγώ πώς τον αντιμετωπίζουν εκεί, πώς τα βρίσκει με τη γλώσσα, ανεφέρω κάποια στιγμή ότι έχω ιδιαίτερες σχέσεις με Σερβία. Ο πελάτης εκπλήσσεται και με κοιτάει με ένα πονηρό χαμόγελο.
"Μιλάς και Σερβικά;" με ρωτάει πριν του κουνήσω συγκαταβατικά το κεφάλι και τονίσω ότι μόλις λίγο καιρό πριν άρχισα να μαθαίνω επισταμένα τη γλώσσα.
"Boris! Έλα να δεις, βρήκα συντοπίτη σου!" φωνάζει στα αγγλικά τον άνδρα που χάζευε τριγύρω όλη εκείνη την ώρα αμίλητος. Όσο πλησιάζει, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι είναι το κλασικό δείγμα Σέρβου από την περιοχή των Διναρικών Ορών: εκτός από πολύ ψηλός και λιγνός αλλά χωρίς να βγάζει αδυναμία, έχει σκούρα γαλάζια μάτια που προδίδουν μια μυστήρια ταλαιπωρία ή κούραση, βαλκανικό πρόσωπο με άγαρμπα χαρακτηριστικά και περίεργη μύτη και μια συνολική ευγένεια στην παρουσία του, που σε λίγους ανθρώπους έχω συναντήσει μέχρι σήμερα πριν καλά-καλά τους ακούσω να μιλάνε.
Ο Boris στέκεται πλέον απέναντί μου και μου πιάνει κουβέντα. Με ρωτάει πού έμαθα σερβικά, με ρωτάει για την καταγωγή μου, αν έχω πάει ποτέ στη Σερβία, αν μου άρεσε. Καταλαβαίνει ότι δυσκολεύομαι λίγο και με βοηθάει μιλώντας σε μερικά σημεία στα αγγλικά, ωστόσο εκτιμά απίστευτα την προσπάθειά μου. Δηλώνει το ενδιαφέρον του και το θαυμασμό του για το κατάστημα. Δεν έχει λέει ποτέ ξαναδεί τέτοιο. Και τι τιμές! Απίστευτες! Τον κοιτάω να έχει σχεδόν φτάσει σε έκσταση και με πιάνουν τα γέλια. Ο πάγος σπάει και αρχίζουμε να μιλάμε λίγο περισσότερο η τρεις μας.
Ο Έλληνας λέγεται Μπάμπης. Δουλεύει στα Σκόπια εδώ και δύο χρόνια επειδή, όπως μου λέει χαρακτηριστικά, "δε τον χωράει ο τόπος". Ζούσε μέχρι τότε μόνιμα σε νησί με τη γυναίκα και τα παιδιά. Βρήκε όμως καλή δουλειά, με καλά λεφτά, έτσι τους πήρε και τους τρεις και μετακόμισαν στη γείτονα. Βγάζει αρκετά λεφτά για να συντηρεί την οικογένεια, έτσι η γυναίκα του δε χρειάζεται για την ώρα να εργάζεται.
Ο Σέρβος έχει κι αυτός οικογένεια. Είναι από τη νότια Σερβία όμως ζει στα Σκόπια πολλά χρόνια τώρα. Πηγαίνει πίσω στην πατρίδα του μόνο το Πάσχα και λίγο το καλοκαίρι. Με ρωτάει αν μου αρέσει το Μαυροβούνιο. Του απαντάω ότι μέχρι εκείνη τη μέρα δεν έχω αξιωθεί να πάω. "Κακώς!" με μαλώνει και μαζί με τον Μπάμπη μου εξηγούν πώς αποφάσισαν να κάνουν ένα road trip ένα τριήμερο με τις γυναίκες τους και τα παιδιά και έμειναν με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Όση ώρα μιλούσαμε, ο Μπάμπης είχε πάρει ένα κουτί υπολογιστή στη μασχάλη. Και γνωριμία κάναμε, και την πώληση την πετύχαμε. Τέλεια! Το θέλανε λέει για έναν συνάδελφό τους. Εκεί είναι όλα πολύ ακριβά για τα τοπικά μέσα εισοδήματα, έτσι ένας φορητός υπολογιστής θεωρείται μεγάλη πολυτέλεια ακόμα και για κάποιον που δουλεύει σε μια μικρή πολυεθνική, όπως η δική τους!
Ο Boris με ρωτάει ξαφνικά αν έχω ένα κομμάτι χαρτί και στυλό. Του δίνω και μου σημειώνει με δική του πρωτοβουλία το email του. "Αν ποτέ σε βγάλει ο δρόμος σου στα Σκόπια, στείλε ένα mail, θα σε φιλοξενήσω ή εγώ ή ο Μπάμπης στο σπίτι μας! Να δεις και την πόλη, να γνωρίσεις τις οικογένειές μας, να εξασκήσεις και τα σερβικά σου. Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνεις". Μαζί με το χαρτί, που άφησε και μια επαγγελματική του κάρτα. "Δεν ξέρεις ποτέ πού μπορεί να σε βγάλει η ζωή, δε θα μείνεις για πάντα εδώ, ίσως γίνεις κι εσύ σα το Μπάμπη μια μέρα!"
Λέγοντάς μου αυτά, με αποχαιρέτησαν και προχώρησαν προς το ταμείο. Με τον Boris ανταλλάξαμε email 3-4 φορές, για καλό Πάσχα και άλλα τέτοια όμορφα. Στα Σκόπια τελικά πήγα, αλλά δεν κατάφερα να τον συναντήσω. Σε αντίθεση με την πρώτη μας συνάντηση, φαίνεται πως η δεύτερη δεν ήταν της μοίρας γραφτή. Ωστόσο σκοπεύω κάποια στιγμή, όταν εκδράμω ξανά προς τα βόρεια, να τους τιμήσω με την παρουσία μου. Έχουν περάσει και λίγα χρόνια από τότε, θα έχουμε σίγουρα πολλά να πούμε.
Αμέσως μετά τη γνωριμία μας, συνειδητοποίησα ότι μερικά πράγματα στη ζωή έρχονται από εκεί που δε τα περιμένεις, σα σημάδια για μια νέα στροφή στη ζωή, μια αλλαγή. Αυτή η συνάντηση με τον Boris και το Μπάμπη για μένα ήταν μια τέτοια σημαδιακή συγκυρία. Έγινε τη μέρα που σκόπευα αρχικά να παραιτηθώ αλλά δίσταζα, τη μέρα που πιθανότατα θα έθαβα για ποιος ξέρει πόσον καιρό ακόμα την προσωπική μου ευημερία για μια δουλειά που με μπούχτιζε.
Βάζοντας την επαγγελματική κάρτα του Boris στην τσέπη, κατευθύνθηκα με σιγουριά προς το γραφείο του διευθυντή. Ένα μήνα μετά, ταξίδευα με τρένο για Σερβία, εντελώς ελεύθερος από τα βάρη μιας ζωής που δε με αντιπροσώπευε και που ανήκε πια στο παρελθόν.
Το τρένο σταμάτησε στη συνοριακή διάβαση της Γευγελής (Gevgelija), λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι. Εγώ, η Pitchforksally και η CellarDoor βρισκόμασταν από τη Θεσσαλονίκη μέχρι εκείνο το σημείο του ταξιδιού μας στον ίδιο χώρο με έναν μόνο κι έρμο Αμερικανό τουρίστα, με τον οποίο δεν είχαμε ακόμα πει πολλά πολλά. Πριν μπουν οι ελεγκτές για τον τυπικό έλεγχο διαβατηρίων, του πιάσαμε κουβέντα, βλέποντάς τον εμφανέστατα ζαλισμένο από τη θύελλα ελληνικών μας μέσα στις προηγούμενες 3 περίπου ώρες, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι ήμασταν λίγο αγενείς όλη εκείνη την ώρα.
Ο τύπος είχε ως μοναδικές του αποσκευές ένα εκδρομικό σακίδιο πλάτης και μια σακούλα με τρόφιμα, αγορασμένα από γνωστή αλυσίδα ελληνικών σουπερμάρκετ. Άρχισε να μας λέει την ιστορία του, πώς ξεκίνησε από μια από τις λιγότερο γνωστές πολιτείες των ΗΠΑ, για να βρεθεί στην Καμπότζη. Ο στόχος του; Μέσα σε ένα εξάμηνο να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του, περνώντας από όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες του χάρτη. Έχοντας διασχίσει την Ινδοκίνα με κάθε δυνατό μεταφορικό μέσο έφτασε στην Κίνα και τη Μογγολία, απ' όπου πήρε τον Υπερσιβηρικό και έφτασε στη Μόσχα. Από εκεί η διαδρομή του τον οδήγησε στα Βαλκάνια, αν και στην Ελλάδα δεν έκατσε παρά μόνο σε stop-over από την Κωνσταντινούπολη. Είχε μπροστά του ακόμα περίπου 2 μήνες ταξιδιού, προτού επιστρέψει στο σπίτι του. Έχοντας μείνει εντυπωσιασμένοι από τα κατορθώματά του, ανυπομονούσαμε να ξεκινήσει και πάλι το τρένο, για να ακούσουμε και τις υπόλοιπες λεπτομέρειες. Ίσως τελικά το ταξίδι να μην ήταν εξίσου βαρετό με αυτόν για συνεπιβάτη!
Η χαρά μας δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Ένας ροδαλός, στρουμπουλός άνδρας μπήκε στο χώρο μας, ζητώντας διαβατήρια στη σλαβομακεδονική γλώσσα. Τον κατάλαβα και έδωσα τις απαραίτητες εξηγήσεις και στους άλλους. Βγάλαν όλοι τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και του τα έδωσαν, αλλά πριν από αυτό, κληθήκαμε όλοι να απαντήσουμε στην κλασική ερώτηση που γίνεται στα σύνορα, σχετικά με την καταγωγή μας: "Makedonci? Grci? Albanci? Srbi?" ρώτησε επιλεκτικά ο ελεγκτής (νομίζω οι μεταφράσεις είναι προφανείς) με εμάς να απαντάμε Grci και εμένα να απαντώ εκ μέρους του Αμερικάνου Amerikanac. Η επόμενη ερώτηση αφορούσε τυχόν πράγματα που είχαμε να δηλώσουμε. Ανέλαβα πάλι εγώ, εξηγώντας ότι μέσα στις βαλίτσες μας είχαμε μόνο ρούχα. Ο ελεγκτής με κοίταξε λίγο ύποπτα, ωστόσο ικανοποιήθηκε από την απάντηση και έφυγε.
Όση ώρα κρατούσαν στον έλεγχο τα διαβατήριά μας, οι τρεις μας και ο Αμερικάνος κάναμε πλάκα για το θέμα της γρίπης των χοίρων, που μόλις είχε ξεκινήσει να εξαπλώνεται εκείνη την περίοδο και να γίνεται πρώτο θέμα στα ΜΜΕ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μπαίνει μέσα στην "καμπίνα" μας ένας άλλος ελεγκτής, με το διαβατήριο του Αμερικάνου και ένα κορίτσι γύρω στα 17 στο πλευρό του. Στην αρχή άρχισαν να μας μιλούν στα σλαβομακεδονικά, ωστόσο φαίνονταν να μην εκτιμούν την προχειρότατη μετάφρασή μου και να θέλουν να μιλήσουν μόνο με τον Αμερικάνο. Το κορίτσι αποκάλυψε το λόγο της επίσκεψής του μαζί με τον ελεγκτή:
"He is asking if you have any disease (ρωτάει αν έχετε κάποια ασθένεια)", ρώτησε το κορίτσι, μεταφράζοντας εξίσου πρόχειρα την πρόταση του ελεγκτή. Ο Αμερικάνος αρνήθηκε.
"He is asking when you left from the USA (ρωτάει πότε φύγατε από τις ΗΠΑ)", με τον Αμερικάνο να απαντά ότι δεν έχει πάει στις ΗΠΑ τόυς τελευταίους 4 μήνες και ότι κι ο ίδιος για τη γρίπη έμαθε από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
"He says that you follow him (λέει να τον ακολουθήσετε)". Εμείς έχουμε αρχίσει να δαγκωνόμαστε και ο Αμερικάνος σηκώνεται πειθαναγκαστικά και τους ακολουθεί. Λίγο πριν βγουν από την καμπίνα, ο ελεγκτής λέει κάτι ακόμα. Η κοπελίτσα είχε ήδη "λακίσει".
"Λέει να πάρετε τα πράγματα σας μαζί, τουλάχιστον τη βασική σας αποσκευή", εξηγώ στον Αμερικάνο. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ σκούρα. Υπήρχε βλέπετε αυτή η φήμη τότε ότι οι ΗΠΑ είχαν τόσα πολλά κρούσματα, που αποτελούσαν απειλή για αυτές τις μικρές ευρωπαικές χώρες, που ακόμα δεν είχαν ούτε ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα και σκόπευαν να διατηρηθούν έτσι για όσο καιρό απαιτούταν.
Είδαμε από το παράθυρο τον Αμερικάνο να μπαίνει σε ένα μικρό οίκημα σα σταθμαρχείο. Εν τω μεταξύ, ο πρώτος ελεγκτής μας έφερε τα διαβατήριά μας σφραγισμένα και δίχως να μας προκαλέσει το παραμικρό πρόβλημα. Μας τραγούδησε μάλιστα και το "Ο Γιώργος είναι πονηρός", το οποίο πολύ του άρεσε, όπως μας αξομολογήθηκε σε σπαστά ελληνικά.
Ξαφνικά, το τρένο άρχισε να κινείται. "ΚΑΛΕ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ;" αναφωνήσαμε σχεδόν με ένα στόμα μια φωνή, την ώρα που αφήναμε τον Αμερικάνο και τη Γευγελή πίσω μας. Το μόνο που έμεινε να μας τον θυμίζει στο υπόλοιπο του ταξιδιού, ήταν η σακούλα του με το προσφάι του, και μια κούπα πλαστική που φιλοξενούσε τον ζεστό πρωινό καφέ του. Θα προλάβαινε άραγε το βραδινό τρένο για Σκόπια; Ή θα τον ταλαιπωρούσαν κι άλλο; Κανείς δεν ξέρει και κανείς δε θα μάθει ποτέ.
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε με τους τρεις μας να συνεχίζουμε το παραλήρημά μας στα ελληνικά. Μέχρι εκείνο το σημείο, ήμασταν μόνοι οι 3 μας στο βαγόνι, με μόνη μας ενόχληση έναν ακόμα ελεγκτή που επιβεβαίωνε ότι είχαμε πάνω μας εισιτήριο. Περίπου μία ώρα αργότερα όμως, φτάσαμε στην πόλη Prilep, όπου ανέβηκε μια μεσήλικη κυρία, ντυμένη με καθωσπρέπει αλλά λίγο παλιομοδίτικο μωβ ταγιέρ. Με ρώτησε στη γλώσσα της αν είναι ελεύθερη κάποια θέση και μπορεί να καθίσει. Της απάντησα ότι μπορεί. Ευθύς αμέσως μας έπιασε κουβέντα, λέγοντας κάτι για τον καιρό. Της εξήγησα ότι δεν κατάλαβα πολύ καλά και ότι δε μιλάω τη γλώσσα της. Παραξενεύτηκε.
Εδώ αξίζει να κάνω μία μικρή παρένθεση: Κάθε φορά που απαντούσα σε οποιονδήποτε άνθρωπο από τα Σκόπια μου απηύθηνε το λόγο, του απαντούσα στα Σερβικά. Και όλοι μα όλοι με καταλάβαιναν πλήρως και μου απαντούσαν και γενικά συνεννοούμασταν άψογα. Πάντοτε πίστευα ότι η Σλαβομακεδονική γλώσσα στην ουσία είναι μια διάλεκτος, κι όχι μια γλώσσα αυτή καθαυτή, ωστόσο εκείνη την ημέρα οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Σε μεγάλο βαθμό, η γλώσσα αυτή είναι κατασκευασμένη, με πολλά στοιχεία από τη βουλγαρική γλώσσα, ωστόσο με την προφορά και λίγο λεξιλόγιο από τη σερβική γλώσσα. Όλοι ανεξαιρέτως οι Σκοπιανοί καταλαβαίνουν άπταιστα σερβικά και βουλγαρικά. Τόσο άπταιστα, που ένας Έλληνας που ακούει την Κυπριακή διάλεκτο είναι από άλλον πλανήτη. Καμία απολύτως σχέση δηλαδή. Ελάχιστες λέξεις διαφέρουν και ουσιαστικά η γλώσσα τους έχει αλλάξει τόσο τα τελευταία 30 χρόνια, που τα παλιά τους κείμενα μοιάζαν σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα σύγχρονα βουλγαρικά.
Εξήγησα στην ευγενικότατη κυρία ότι μιλάω σερβικά και όχι πολύ καλά ακόμα, οπότε η προφορά της με μπερδεύει λίγο. Χαμογέλασε με κατανόηση και με ρώτησε αν είμαστε από την Ελλάδα. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. "Εγώ από ελληνικά", μου εξηγεί, "δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα - ντεν γκαταλαφαίνω! - είναι πολύ δύσκολα" έκανε και την προσπάθειά της να μας επιδείξει τις ελάχιστες γνώσεις της. Επίσης μου ξεκαθάρισε ότι είναι δασκάλα, οπότε εκτιμά πολύ την οποιαδήποτε προσπάθεια. Αφού ωστόσο κατάλαβε με μεγάλη της απογοήτευση ότι δε θα μπορούσε να πιάσει κουβέντα με την άνεση που μάλλον προσδοκούσε, άνοιξε ένα ασπρόμαυρο βιβλίο με τίτλο "Παγκόσμια και Μακεδονικά ρεκόρ 1980-1990" και άρχισε να το μελετάει ενδελεχώς. Έτσι κύλησε το υπόλοιπο ταξίδι μας μέχρι τα Σκόπια, με το τρένο να κινείται παράλληλα στον ποταμό Vardar (Αξιό) με τα καφέ χωμάτινα νερά του και τα φτωχικά, αλλά αξιοπρεπή βαλκανικά τοπία που τον περιέβαλλαν.
Όταν λέω μέχρι τα Σκόπια ωστόσο, μην ξεγελιέστε ότι κάναμε εκδρομούλα. Από το Prilep μέχρι τα Σκόπια με αυτοκίνητο δεν θα ήταν πάνω από μία, άντε μιάμιση ώρα δρόμος. Όταν όμως περνάς από το Prilep στο Krushevo, το Veles και το Shtip, και από εκεί οδεύεις με το αργό τρένο προς το Kumanovo μέσω Σκοπίων, αυτό σημαίνει ότι κάνεις ένα τεράαααστιο ζιγκ-ζαγκ, της τάξης του Αθήνα-Άρτα-Λαμία-Τρίκαλα, αλλά σε μια μικρότερη επιφάνεια γης. Η μία ώρα λοιπόν έγινε 5 και φτάσαμε στα Σκόπια αποκαμωμένοι. Η κυριούλα κατέβηκε, λέγοντάς μας το πιο ανατριχιαστικό "goodbye" που έχω ακούσει μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Στα Σκόπια κάναμε στάση για περίπου ένα τέταρτο, με τα κορίτσια να αναρωτιούνται αν θα προλαβαίναμε να φάμε τίποτα στο σταθμό, επειδή δεν είχαμε μαζί μας προμήθειες για το ταξίδι (που αναμενόταν πιο μακρύ απ' όσο αρχικά προβλέπαμε). Τελικά, φοβούμενοι με την ιστορία του Αμερικάνου, κάναμε τουμπεκί και μείναμε στο βαγόνι μας. Μέγα λάθος.
Το ταξίδι συνεχίστηκε, με το τρένο να μπαίνει στην αλβανική περιοχή των Σκοπίων. Σε εκείνες τις πόλεις κοντά στα σύνορα με το Κόσοβο, ελάχιστοι νέοι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο τρένο, και σχεδόν όλοι μιλούσαν μεταξύ τους αλβανικά. Επίσης, ήταν εμφανώς χαμηλότερου εισοδήματος και τα χωριά τους απέπνεεαν μια αίσθηση φτώχιας και εγκατάλειψης. Στα σύνορα με τη Σερβία, στην περιοχή της πεδιάδας του Preshevo, το τρένο έκανε και πάλι στάση. Οι περισσότεροι Αλβανοί επιβάτες εδώ αποβιβάστηκαν, μιας και το Preshevo είναι η μόνη περιοχή της Σερβίας εκτός από το Κόσοβο που έχει μεγάλο αριθμό Αλβανών κατοίκων. Ο έλεγχος έγινε και πάλι από τις αρχές και των δύο χωρών. Οι Σέρβοι ήταν πολύ τυπικοί, οι Σκοπιανοί όμως... όχι και τόσο. Ένας άνδρας μας πλησίασε και άρχισε να ρωτάει στη γλώσσα του τα κλασικά, αν έχουμε τίποτα να δηλώσουμε, και το μακρυνάρι με τις πιθανές καταγωγές.
"Makedonci, Grci, Srbi, Albanci?"
"Grci."
"Είσαστε σίγουρος;"
"Προφανώς και είμαι σίγουρος!"
"Τότε γιατί μιλάτε μακεδονικά;"
"Δε μιλάω τη γλώσσα σας, μιλάω σερβικά. Είναι διαφορετικό, δεν είναι;", έκανα κι εγώ τον εμπαιγμό μου, μη χάσω!
"Εγώ επιμένω ότι είστε Μακεδόνας. Από πού είσαστε;"
"Από την Αθήνα".
"Α, καλά", έχασε απευθείας το ενδιαφέρον του ο ελεγκτής, "τότε ΣΙΓΟΥΡΑ δεν είστε Μακεδόνας".
Έφυγε αφήνοντάς μας πίσω να σκυλιάζουμε με αυτή του τη δήλωση. Ειδικά η Pitchforksally, μετά από τις πολλές απανωτές ερωτήσεις για την καταγωγή, ήταν στα πρόθυρα να αρχίσει να απαντά γεμάτη πατριωτικό ενδιαφέρον MAKEDONCI! με ύφος που υπονοούσε τη γνωστή φράση "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ", αλλά τη συγκράτησα, για να αποφύγουμε τη μοίρα του.... Αμερικάνου.
Στο υπόλοιπο ταξίδι, που έγινε εκτός εδαφών ΠΓΔΜ, σχεδόν ψοφήσαμε της πείνας, ενώ μοιραστήκαμε και την καμπίνα μας με έναν μεθυσμένο Ρομά που αφού μας ρώτησε τι γλώσσες μιλάμε και απογοητεύτηκε που δε μπορούσε να συννενοηθεί στη γλώσσα των Ρομά, τα Γερμανικά, τα Ουγγρικά ή τα Ρουμανικά που γνώριζε, πήρε θάρρος και μόνο που δεν ακούμπησε τα πόδια του πάνω μας, την ώρα που ξάπλωνε αγκαλιάζοντας το μπουκάλι με τη ρακί του. Κάποια στιγμή, άλλος ένας μεθυσμένος, Σέρβος αυτή τη φορά, κυκλοφορούσε στο τρένο φορώντας ένα καπέλο ναυτικού, αποκαλώντας τους πάντες Majstore (μάστορα) και κερνώντας οποιονδήποτε έβλεπε στα...κυβικά του ρακή που κουβαλούσε μαζί του. Με τον Ρομά του βαγονιού μας αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα φιλική σχέση, αλλά δεν κατάφεραν να τη συνεχίσουν και αργότερα, επειδή ήταν και οι δύο τύφλα στο μεθύσι. Νομίζω μάλιστα ότι και οι δύο κοιμήθηκαν τόσο βαθιά προς το τέλος του ταξιδιού, που λογικά θα χρειάστηκε κάποιος να τους ξυπνήσει, για να αποβιβαστούν από το τρένο.
Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο Βελιγράδι, με τα διαβατήριά μας σφραγισμένα 2 φορές, το στομάχι μας δεμένο κόμπο από την πείνα, τα πόδια μας πιασμένα από το καθισιό και την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα, έχοντας φτάσει στα όρια από την πολύωρη αναμονή μέχρι τη σερβική πρωτεύουσα...
Ένα ιδιαίτερο ζευγάρι (το γούνινο γατάκι που έμεινε ορφανό)
Την Aleksandra τη γνώρισα μέσω μιας ιστοσελίδας φωτογραφίας. Ήταν πολύ δημοφιλής και αγαπητή σε όλους, όχι τόσο για τις περίτεχνες και καλλιτεχνικές φωτογραφίες της, όσο για το θερμό χαρακτήρα της και την ευγένειά της, που ακόμα και μέσω ίντερνετ σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή. Ίσως να ήταν το μόνο άτομο που έχω γνωρίσει στο διαδίκτυο μέχρι σήμερα, για το οποίο δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν τόσο αυθεντικό και τόσο ιδιαίτερο όσο φαινόταν και στην πραγματική ζωή.
Πάντοτε θαύμαζε την προσπάθειά μου να μάθω τη γλώσσα της, κυρίως όμως μου έδειχνε πάντα μεγάλη αδυναμία, επειδή προέρχομαι από την Ελλάδα. Στη γκαλερί της, μπορούσε κανείς να δει κυρίως φωτογραφίες από ελληνικά νησιά και τη Χαλκιδική, μέρη στα οποία είχε πάει ούτε μία, ούτε δύο, αλλά πάνω από δέκα φορές.
Όταν αποφάσισα να επισκεφθώ το Βελιγράδι πριν περίπου ένα χρόνο, σκέφτηκα ότι απλά όφειλα να γνωρίσω από κοντά αυτή την γυναίκα, που τόσο είχα συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Έτσι, επικοινώνησα μαζί της, ανακοινώνοντάς της ότι θα επισκεπτόμουν την πόλη της και θα το ήθελα πολύ να βρεθούμε για καφέ και ίσως μια σύντομη ξενάγηση, καθώς ήθελα πολύ να δω την πόλη μέσα από τα μάτια της. Εκείνη συμφώνησε αμέσως, μου έδωσε μάλιστα και τον αριθμό του κινητού της, για να επικοινωνήσω μαζί της μόλις θα έφτανα.
Ο ένας μήνας πέρασε με την ταχύτητα μερικών ωρών και βρέθηκα στο τρένο για Βελιγράδι. Μετά το πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, φτάσαμε λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και άρχισα μέσα στο σκοτάδι να βλέπω τα πρώτα μικρά φωτάκια, ένδειξη πολιτισμού μετά από πολλές ώρες στα έρημα και ακαλλιέργητα χωράφια. Η ώρα έντεκα περίπου, σε καμια ώρα θα φτάναμε. Αν και ήταν αργά, έπρεπε να επικοινωνήσω με την Aleksandra, αν ήθελα να βρεθούμε το επόμενο πρωί, όπως κανονίζαμε. Ήταν Πρωτομαγιά και μια από τις ελάχιστες ημέρες που θα ήταν ελεύθερη από την κουραστική και απαιτητική δουλειά της. Χωρίς να σκεφτώ δεύτερη φορά ότι η ώρα ήταν ακατάλληλη, σήκωσα το κινητό στο αυτί μου και περίμενα απάντηση.
Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Μια ηχογραφημένη φωνή άρχισε να μου εξηγεί κάτι στα σερβικά, αλλά ούτε το σήμα ούτε η ποιότητα της ηχογράφησης ήταν αρκετά καλή, ώστε να καταλάβω τι έλεγε. Κλείνω. Κοιτάζω με απελπισία τον μεθυσμένο και αποκοιμισμένο, πλέον, Ρομά που είχε καταλάβει κανα μισάωρο πριν τις μισές θέσεις του δωματίου, όπου καθόμουν σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι και αναστενάζω. Ξαναπροσπαθώ να τηλεφωνήσω. Τζίφος. Αυτή τη φορά δε βγήκε ούτε η φωνή της τηλεφωνήτριας, αλλά μόνο ένα ενοχλητικό βουητό. Τα παρατάω και αποφασίζω να στείλω ένα μήνυμα, αυτό λογικά θα ήταν πιο εύκολο.
Όση ώρα περίμενα την απάντησή της, με είχαν ζώσει τα φίδια. Αν δεν είχε λάβει το μήνυμα; Αν κοιμόταν και το έβλεπε το πρωί; Πώς θα βρισκόμασταν τελικά στην πόλη για την πολυπόθητη πρώτη γνωριμία και ξενάγηση; Κοιτούσα νευρικός μία την οθόνη του τηλεφώνου, μια τον Ρομά να σκαλίζει το προσωπικό του θησαυροφυλάκιο ροχαλίζοντας και μία τα φωτάκια έξω από το παράθυρο, που συνεχώς και πλήθαιναν. Και τότε ήρθε η απάντηση.
"Να συναντηθούμε αύριο κάπου κεντρικά, κατά προτίμηση στην πλατεία Slavija, τι λες;"
Δεν ήθελα και πολύ εγώ, για να χαζοχαρώ. Απάντησα θετικά και ευθύς αμέσως ξέχασα τα πάντα, την κούρασή μου, την κατάληψη της θέσης μου, την πείνα μου, όλα.
Την επόμενη ημέρα, έφτασα μπροστά από το ξενοδοχείο Slavija επί της ομώνυμης πλατείας και είδα το γνώριμο πρόσωπο της Aleksandra να αναρωτιέται αν ο τύπος στο απέναντι πεζοδρόμιο ήμουν όντως εγώ. Ωστόσο, εκείνη δεν ήταν μόνη. Τη συνόδευε ένας κοντούλης και λίγο παχουλός άνδρας με σκούρα μαύρα γένια και μαλλιά. Και οι δύο φορούσαν στους ώμους τους μικρά εκδρομικά σακίδια. Ο άνδρας μου συστήθηκε ως Ivo, με την ιδιότητα του αρραβωνιαστικού της Aleksandra. Συστηθήκαμε, προσπαθήσαμε να σπάσουμε λίγο τον πάγο της πρώτης γνωριμίας και αρχίσαμε τη βόλτα μας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Με το ζευγάρι μιλούσαμε ανάμεικτα σερβικά και αγγλικά, ενώ το επίπεδο των αγγλικών τους με εντυπωσίασε, αν και αργότερα επρόκειτο να μάθω σε τι οφειλόταν.
Καθώς περπατούσαμε γύρω από τα κτίρια του Κοινοβουλίου, του Δημαρχείου, των μεγάλων θεάτρων της πόλης, παρατήρησα ότι και οι δυο τους κρατούσαν μια φωτογραφική μηχανή ανά χείρας και τραβούσαν φωτογραφίες από την ίδια την πόλη, στην οποία μεγάλωσαν και λίγο-πολύ έζησαν όλη τους τη ζωή. "Μας αρέσει να βλέπουμε μια νέα οπτική γωνία του Βελιγραδίου κάθε μέρα", μου είπαν χαμογελαστοί όταν τους ρώτησα σχετικά. Αργότερα μπήκαμε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο (Mamut για όσους ενδιαφέρονται) και μου πρότειναν βιβλία που θα μπορούσα να διαβάσω και ανταποκρίνονταν στο επίπεδό μου. Αγόρασαν κι εκείνοι 4-5 βιβλία μαγειρικής, καθώς δήλωσαν λάτρεις του χειροποίητου φαγητού και της δημιουργικότητας στην κουζίνα. Ακόμα ένας πόντος για το ήδη ενδιαφέρον ζευγάρι νέων φίλων μου.
Όταν πλέον φτάσαμε στον μποέμικο δρόμο Skandarlija, είχε φτάσει η ώρα του φαγητού. Πρότειναν να κάτσουμε στο εστιατόριο "Τα τρία καπέλα" (Tri Sesira), ένα από τα πιο παλιά και φημισμένα της πόλης. Άφησα την παραγγελία των εδεσμάτων καθαρά πάνω τους, με περιέργεια να δω τι θα επέλεγαν. Όταν έφτασαν οι δίσκοι στο τραπέζι, ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους! Ενώ ζητήσαμε μερίδες για τρία άτομα, το φαγητό έφτανε και περίσσευε για τουλάχιστον πέντε Αρχίσαμε να τρώμε τα ορεκτικά (cevapcici και prsut, μικρά δηλαδή κεμπαπάκια και πεντανόστιμο προσούτο) και να συζητάμε, με σκοπό να γνωριστούμε καλύτερα. Ο Ivo μου περιέγραψε πώς έκανε πρόταση γάμου στην Aleksandra, ενώ λίγες μέρες πριν με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να διαλέξει το δαχτυλίδι που θα της προσέφερε. "Φοβόμουν ότι δε θα της αρέσει", μου είπε και η Aleksandra σήκωσε το χέρι της, για να το δω. Έμεινα έκπληκτος, αν και δεν είμαι ιδιαίτερα σχετικός με τα κοσμήματα, το συγκεκριμένο δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε εμένα! Ήταν περίτεχνο, εντυπωσιακό και ταυτόχρονα λιτό, εξαιρετική επιλογή. "Πώς του λες όχι με τέτοιο δαχτυλίδι;" γέλασε η Aleksandra, που εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι φορούσε και άλλα περίτεχνα κοσμήματα πάνω της, το χαρακτηριστικότερο από τα οποία ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σε σχήμα κουκουβάγιας.
"Α, μεγάλη λατρεία έχω με τις κουκουβάγιες", μου εξήγησε, "είναι το αγαπημένο μου ζώο, δεν ξέρω ακριβώς γιατί αλλά πάντα αισθανόμουν κοντά τους. Έχω και ένα μικρό τατουάζ στην πλάτη με μια κουκουβάγια, το έκανα πέρυσι". Ο Ivo όλη εκείνη την ώρα χαμογελούσε, προκαλώντας με να ρωτήσω το λόγο. "Μας αρέσουν γενικά τα ζώα, αλλά πέρα από τις κουκουβάγιες, έχουμε λατρεία με τις γάτες. Στο σπίτι μας συμβιώνουμε με τρεις! Είναι για την ώρα τα παιδιά μας".
Αφού μου ανέλυσαν περισσότερα για την φιλοζωική τους δράση, η κουβέντα πήγε στο επάγγελμά τους. Η Aleksandra δουλεύει για έναν οργανισμό εκπαίδευσης νέων ανθρώπων, με σκοπό την ομαλότερη ένταξή τους στον εργασιακό στίβο. Λόγω της θέσης της, πρέπει συχνά να συμμετέχει σε σεμινάρια σε όλο τον δυτικό κόσμο, από την Αργεντινή μέχρι την Τουρκία. Γι' αυτό και τα αγγλικά της ήταν τόσο καλά, επειδή ουσιαστικά είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί περισσότερο στη δουλειά της. Όσο για τον Ivo; Σχεδιάζει ιστοσελίδες για επιχειρήσεις και επαγγελματίες και δουλεύει αποκλειστικά από το σπίτι. "Τα λεφτά είναι καλά", μου εξηγούν, "αλλά πρέπει να περνάμε αρκετές μέρες το χρόνο χωριστά. Πριν τρία χρόνια μάλιστα η Aleksandra έπρεπε να δουλέψει στο παράρτημα Σκοπίων και ζούσε μόνιμα εκεί για περισσότερα από δύο χρόνια. Ήταν δύσκολα, αλλά τα καταφέραμε!"
Η συζήτηση πήγε αβίαστα στα Σκόπια. Ρώτησα την Aleksandra πώς είναι η κατάσταση εκεί από τη δική της οπτική γωνία. Περίμενα να τους υπερασπιστεί, καθώς είχε όπως μου περιέγραψε πολλούς αδελφικούς φίλους σε αυτή την πόλη, ωστόσο έκανε ακριβώς το αντίθετο: "Δεν ξέρω ποια είναι η δική σου άποψη περί του θέματος, αλλά εγώ θεωρώ ότι αυτή η χώρα στο εσωτερικό της πολιτικά προσσεγίζει τα όρια της δικατορίας! Πολλή καθοδήγηση από τα ΜΜΕ, σκπληροπυρηνικοί και ακροδεξιοί πολιτικοί, πολιτική στασιμότητα, προβλήματα σχεδόν με όλους τους γείτονες, όχι μόνο με εσάς. Δε θα μου άρεσε καθόλου να ζω εκεί μόνιμα".
"Πάντα τα Σκόπια ήταν ένα βάρος για τη Γιουγκοσλαβία", μου εξηγεί ο Ivo, "ήταν η πιο φτωχή από τις ομοσπονδιακές δημοκρατίες του Τίτο, πάντα χρειαζόταν οικονομική στήριξη, πάντα είχε εσωτερικά προβλήματα, γενικά λίγοι άνθρωποι έχουν καλή άποψη για τη χώρα αυτή εδώ". Πιάστηκα κι εγώ από την κουβέντα του και ρώτησα περισσότερα για την Γιουγκοσλαβία. "Ξέρεις τι; Ήταν καλά, όχι με την έννοια ότι είναι καλύτερα από σήμερα, δεν πάσχω από Jugonostalgija (νοσταλγία των σύγχρονων για την περίοδο της Γιουγκοσλαβίας), ωστόσο δεν υπήρχαν αυτές οι ανόητες έριδες, οι πόλεμοι, οι θάνατοι. Όλα αυτά μας έκαναν να αμφιβάλλουμε για πολλά πράγματα, για το εφήμερο της ζωής, για τη δύναμη του κράτους μας, για τη δική μας ανθρωπιά. Ήταν καλά τότε αλλά δε το βλέπαμε ότι ήταν καλά. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε υπήρχαν προβλήματα και όλοι εστίαζαν σε αυτά. Ίσως αυτό προκάλεσε τόση καταστροφή. Αλλά ανεξάρτητα από όσα λένε στα κανάλια και τα βιβλία σήμερα, η Γιουγκοσλαβία για τους κατοίκους της ήταν μια απόλυτα φυσική ένωση κρατών, δεν είχε τίποτα το καθοδηγούμενο και το βεβιασμένο".
Προσπαθούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν όλες αυτές οι μικρές χώρες των Βαλκανίων, που προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι ΔΕΝ απέκτησαν μέσα σε μερικά χρόνια γλώσσες, ύμνους, συνείδηση και γηγενή πληθυσμό κάποτε ήταν ένα αδιαίρετο, ισχυρό, συμφιλιωμένο κομμάτι. Αδυνατούσα να το καταλάβω. Μάλλον πρέπει να το ζήσει κανείς, για να ξέρει πραγματικά πώς είναι η αίσθηση.
"Πώς ήταν τα πράγματα την εποχή των βομβαρδισμών;" ρώτησα το ζευγάρι, γεμάτος περιέργεια να μάθω. Μου μιλούσαν τόσο άνετα, που ήμουν βέβαιος ότι δε θα αποτελούσε ερώτηση-ταμπού η συγκεκριμένη μου απορία. "Εγώ φοβόμουν πολύ", ξεκίνησε η Aleksandra, "κρυβόμουν με την οικογένειά μου στα καταφύγια, προσπαθούσα να επικοινωνώ κάθε μέρα με τους συγγενείς μου, να βεβαιωθώ ότι είναι όλοι καλά. Ήταν η κόλασή μου. Αλλά πέρασε και όλα είναι πάλι καλά. Δε μισώ κανέναν και δε ρίχνω την ευθύνη σε κανέναν συγκεκριμένα. Δε θα μισήσω τους Αμερικάνους πολίτες, επειδή τα κράτη μας είχαν μια σύγκρουση. Φταίξαμε εμείς, έφταιξαν κι εκείνοι. Εξίσου". Στράφηκα προς τον Ivo, περιμένοντας να ακούσω τη δική του γνώμη. "Εγώ, μπορεί να μη το πιστέψεις, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα. Ήμουν φοιτητής τότε, και το στέκι μου ήταν η Akademija, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί για μπύρες και ξημεροβραδιαζόμουν μέχρι να πέσω στις 6 το πρωί για ύπνο. Πραγματικά δεν κατάλαβα τίποτα, δεν ανησύχησα καθόλου και δεν με άγγιξε όλη αυτή η ιστορία. Δεν άφησα κανέναν να μου κάνει πλύση εγκεφάλου, ούτε έτρεξα για τη ζωή μου. Συνέχισα να ζω και αν μου ερχόταν καμια βόμβα στο κεφάλι, απλά ακαριαία θα πέθαινα. Δεν υπήρχαν άλλες επιλογές".
Μέσα στις επόμενες δύο ώρες συζήτησης φάγαμε τόσο, που κοντέψαμε να σκάσουμε. Τα φαγητά περίσσεψαν και, φυσικά, το ζευγάρι τα μάζεψε για να ταίσει τα "παιδιά του". Μόλις με είδαν να βγάζω το πορτοφόλι μου, για να πληρώσω, μου έκοψαν μαχαίρι κάθε πρόθεση. "Σεβάσου τη σερβική φιλοξενία. Αυτή σου ζητάει να κατεβάσεις το πορτοφόλι, όχι εμείς". Γέλασα και τους υποσχέθηκα ότι μια μέρα θα γεύονταν και εκείνοι την ελληνική φιλοξενία, αν ο δρόμος τους έβγαζε προς τα νότια.
Λίγους μήνες μετά, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην Καστοριά, είδα σε ένα μαγαζί ένα πολύ χαριτωμένο γούνινο γατάκι και αμέσως θυμήθηκα την Aleksandra και τον Ivo. Το αγόρασα και, όταν επέστρεψα στο σπίτι, επικοινώνησα μαζί τους, για να ζητήσω τη διεύθυνσή τους και να τους το στείλω. Η Aleksandra αρνήθηκε ευγενικά: "Δε χρειάζεται να μας στέιλεις κανένα δώρο, ούτε να αισθάνεσαι υποχρεωμένος. Αφού τα συμφωνήσαμε, όταν συναντηθούμε στην Ελλάδα, θα μας περιποιηθείς ανάλογα".
Το γατάκι έχει πλέον γίνει ενός έτους, αλλά φαίνεται ίδιο και απαράλλακτο. Η Aleksandra δεν έχει καταφέρει ακόμα να έρθει στην Αθήνα, αλλά μέσα στους προηγούμενους μήνες έχει ταξιδέψει σε 4 άλλες χώρες για δουλειά. Ο Ivo έχει βρει νέο χόμπι: τραβάει από το παράθυρό του φωτογραφίες με χιόνι και κεραυνούς και μου τις στέλνει αραιά και πού. Το γατάκι νοσταλγεί το σπίτι που δε γνώρισε ποτέ και ζηλεύει τις 3 γάτες του ζευγαριού, ωστόσο εγώ (σαν καλός κηδεμόνας) το καθησυχάζω ότι μια μέρα θα το παραδώσω στα χέρια για τα οποία προορίζεται με απόλυτη βεβαιότητα.
Αυτό για το οποίο δεν είμαι καθόλου σίγουρος, είναι αν εγώ ποτέ θα καταφέρω να το ακολουθήσω στη χώρα που έφτασα να θεωρώ δεύτερο σπίτι μου, στη χώρα που μου έμαθε πώς είναι να αγαπάς με πάθος μια ιδέα, στη χώρα που είναι τόσο κοντά μου κι όμως μας χωρίζουν τόσα πολλά. Κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον, η ίδια η Γιουγκοσλαβία άλλωστε αποτελεί ζωντανή απόδειξη: Είκοσι-πέντε χρόνια πριν, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τις τραγικές καταστάσεις που έμελλε να ακολουθήσουν. Ωστόσο η ζωή συνεχίστηκε. Και σταδιακά βελτιώνεται. Και οι βαθύτερες πληγές σιγά-σιγά επουλώνονται. Αν υπάρχει κάτι που με δίδαξε η μέχρι τώρα εμπειρία μου με τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι αυτό: Να μη θεωρώ τίποτα στη ζωή δεδομένο ή προδιαγεγραμμένο. Να προσπαθώ πάντα για το καλύτερο, ξεκινώντας αν χρειαστεί από το μηδέν.
Η ζωή είναι μπροστά.
Ευχαριστώ όλους εσάς που μπήκατε στον κόπο και διαθέσατε το χρόνο σας, για να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Τα σχόλιά σας και το ενδιαφέρον σας μου έδωσαν ώθηση να συνεχίσω και να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό, ώστε να έχουν οι ιστορίες αυτές λίγο πιο "λογοτεχνική" χροιά, ώστε να είναι πιο ευχάριστες (ελπίζω) στην ανάγνωση. Σε αυτό το σημείο, οι "Ιστορίες από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας", μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένες. Ο καθένας σας μπορεί να τις ερμήνευσε με το δικό του τρόπο, άλλοι να πήραν ταξιδιωτικές πληροφορίες, άλλοι να επομόνωσαν τα ιστορικά/κοινωνικά στοιχεία, άλλοι να τις είδαν απλώς σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα από την καθημερινότητά τους. Ο δικός μου απώτερος στόχος, πέρα από όλα τα παραπάνω, ήταν να δείτε έστω και λίγο την περιοχή αυτή του κόσμου μέσα από τα δικά μου μάτια και τα μάτια των κατοίκων της. Ελπίζω να το πέτυχα έστω και στον ελάχιστο βαθμό - Dva Srca.
Attachments
-
26,3 KB Προβολές: 103
Last edited by a moderator: