delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Vigan, Baguio, οι τέσσερις χειρότερες ημέρες του 40ήμερου ταξιδιού σε Ταϊβάν και Φιλιππίνες
Η απόσταση από το Dau μέχρι το Vigan δεν είναι μεγαλύτερη από 300 και κάτι χιλιόμετρα. Ο αριθμός των ωρών που ένα λεωφορείο χρειάζεται για να διανύσει αυτήν την απόσταση; Σχεδόν διψήφιος. Κάπως έτσι, έχοντας φύγει από τον... καταθλιπτικό σταθμό του Dau γύρω στις πέντε το πρωί, φθάσαμε στο Vigan ουσιαστικά νωρίς το απόγευμα, σχεδόν χωρίς να έχουμε κλείσει μάτι στο λεωφορείο, ειδικά εγώ, λόγω του πόσο περιορισμένος ήταν ο χώρος για κάθε επιβάτη (πάνω από 1,70). Αυτό σας δίνει μία ιδέα της... διάθεσης με την οποία κατεβήκαμε από το λεωφορείο. Το γεγονός δε ότι το σημείο που μας υπέδειξε ο οδηγός ότι έπρεπε να κατέβουμε, δεν είχε καμία (μα καμία) σχέση με τον σταθμό λεωφορείων της πόλης, “έφτιαξε” τη διάθεσή μου ακόμα περισσότερο(...). Τουλάχιστον μας περίμενε (κούνια που μας κούναγε) καλούτσικο δωμάτιο σε συμπαθητικό ξενώνα, στον οποίο είχα στείλει μέιλ πριν από δύο μέρες, ενημερώνοντάς τους ότι δεν ξέραμε τι ώρα ακριβώς θα φθάναμε στο Vigan, όμως σίγουρα θα ήμασταν εκεί πριν τη δύση του ήλιου...
Τον ξενώνα τον βρήκαμε. Δωμάτιο να μας περιμένει, όχι... Το μέιλ μου δεν το είχε δει κανείς, επειδή, πολύ απλά, όπως μας είπε μία κοπέλα στη ρεσεψιόν, σπάνια τσεκάρουν το μέιλ τους. Έχουν, το παραθέτουν, σου λένε “για κρατήσεις και οτιδήποτε άλλο, γράψτε μας”, όμως... δεν ασχολούνται ιδιαίτερα (στην Ταϊβάν, ακόμα και... νοικοκυρές που νοικιάζουν δωμάτια στο σπίτι τους, ακόμα δηλαδή και μη επαγγελματίες στον χώρο του τουρισμού, μας απαντούσαν μέσα σε διάστημα ελάχιστων ωρών). Κάπως έτσι, βρεθήκαμε “ξεκρέμαστοι”, νυσταγμένοι, και πεινασμένοι.
Για το τελευταίο, κάτι κάναμε. Καθίσαμε σε μία πιτσαρία, όχι μόνο για να φάμε κάτι, αλλά και για να μπούμε στο ίντερνετ, κάτι που και οι δύο έπρεπε επειγόντως να κάνουμε, λόγω δουλειάς, κι επίσης για να... ανασυγκροτηθούμε, να ρίξουμε μια καλή ματιά στον ταξιδιωτικό οδηγό μας, να δούμε στον χάρτη πού ήταν τα κοντινότερα καταλύματα εντός προϋπολογισμού μας. Το ίντερνετ αποδείχθηκε αξιοπρεπές (σημαντικότατο για εμάς). Η πίτσα, ό,τι χειρότερο έχω φάει εδώ και... ίσως χρόνια. “Κερασάκι στην τούρτα”, το ότι το συγκεκριμένο γεύμα ήταν το ακριβότερο που είχαμε “απολαύσει” από την ημέρα που είχαμε πετάξει από τη Μαλαισία για την Ταϊβάν. Στην “ακριβή” Ταϊβάν, επί τρεις εβδομάδες, είχαμε φάει απείρως καλύτερα και φθηνότερα, απ' ότι στις “φθηνές” Φιλιππίνες, στο πρώτο ΜΟΛΙΣ γεύμα μας εκεί...
Με τα πολλά, συντομεύοντας κάπως, αναφέρω ότι βρήκαμε δωμάτιο, αφού πρώτα μείναμε παγωτό η φίλη μου κι εγώ, σε άλλους ξενώνες, ακούγοντας πόσα ζητούσαν, και βλέποντας σε τι δωμάτιο αντιστοιχούσε το ποσό που ζητούσαν. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω, αλλά στο Vigan (και αμέσως μετά στο Baguio), στις “φθηνές” Φιλιππίνες, πληρώσαμε τα ίδια και λίγα περισσότερα για “B-” και “C” δωμάτια, απ' ότι είχαμε πληρώσει στην “ακριβή” Ταϊβάν για “Α+” δωμάτια... Από “θετική” εντύπωση, σε... “θετικότερη” εντύπωση...
Τουλάχιστον ήμασταν επιτέλους έτοιμοι να κάνουμε βόλτα σε μία πόλη που θεωρείται ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν οι άλλοτε ισπανοκρατούμενες Φιλιππίνες σε επίπεδο “αποικιακής αρχιτεκτονικής”. Με εξαίρεση ελάχιστα... δακτυλοδεικτούμενα κτήρια στην περιοχή Intramuros στη Μανίλα, το Vigan είναι το μέρος που έχει να καυχιέται σε όλες τις Φιλιππίνες για τη... ρομαντική “ατμόσφαιρά” του με τα όμορφα παλιά κτήρια και τους πλακόστρωτους δρόμους του... Ξανά, “ναι μεν, αλλά...”
Ο Lonely Planet... “ξηγιέται ντόμπρα”, σε “προειδοποιεί” να πας στο Vigan κρατώντας μικρό καλάθι, σημειώνει ότι το κομμάτι της πόλης που όντως την κάνει “ιδιαίτερη”, είναι μικροσκοπικό, εμείς όμως πήγαμε, έστω κι έτσι, με αυξημένες προσδοκίες, έχοντας δει πολλές όμορφες φωτογραφίες στο ίντερνετ. Ας προσέχαμε...
Τον γραφικό λιθόστρωτο δρόμο με τα αποικιακού στιλ κτήρια, όσο αργά και να πηγαίνεις, τον περπατάς σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Φθάνοντας στο τέλος του, μένεις με μία “αυτό ήταν όλο;” αίσθηση. Κοιτάς ευθεία, κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, και καταλαβαίνεις ότι αν θέλεις να χαρείς αυτό για το οποίο πήγες στο Vigan, τον “κράχτη” του, αυτό που θεωρείται “ιδιαίτερο” και “μοναδικό” σε όλες τις Φιλιππίνες, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι... μεταβολή, και να περπατήσεις στον ίδιο δρόμο που μόλις έχεις περπατήσει. Αυτό. Α... Κι αν κάποια στιγμή πας στο “γραφείο τουριστικών πληροφοριών” περιμένοντας αφελώς να βρεις έναν μικρό έστω χάρτη, και κάποιον να σου δώσει πέντε πληροφορίες για το τι άλλο υπάρχει να δεις στην περιοχή, η απάντηση που παίρνεις (από την κυρία που έπαιζε πασιέντζα στον υπολογιστή, ενώ ο πιτσιρικάς γιος της δίπλα έπαιζε σε άλλον υπολογιστή ένα θορυβώδες online παιχνίδι), είναι “νομίζω ότι πουλάνε κάτι μικρούς χάρτες στο αστυνομικό τμήμα. Ρωτήστε εκεί”. Στην Ταϊβάν, ακόμα και το μικρότερο μέρος με ένα υποτυπώδες τουριστικό ενδιαφέρον, ακόμα και η... τελευταία τρύπα του ζουρνά των τουριστικών προορισμών, έχει γραφείo πληροφοριών με δωρεάν υλικό που θα ζήλευαν ακόμα και Πρωτεύουσες ευρωπαϊκών χωρών...
Τις πόλεις τις λατρεύω, σπάνια μένω ακόμα και σε μικρή λιγότερο από δύο τουλάχιστον ημέρες, συνηθέστερα μένω τρεις, τέσσερις, μέχρι και βδομάδα ολόκληρη. Αισθάνομαι ότι πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να “ανακαλύψεις” σε μία πόλη, όσο “βαρετή” κι αν φαίνεται (και ίσως είναι). Στο Vigan όμως, πριν πέσω το πρώτο βράδυ στο κρεβάτι, αισθάνθηκα ότι... ήμουν έτοιμος να φύγω. Μείναμε και δεύτερη μέρα, περισσότερο επειδή δε θέλαμε να περάσουμε ξανά αρκετές ώρες σε λεωφορείο για να πάμε στον επόμενο προορισμό μας, το Baguio. Highlight της δεύτερης ημέρας μας στο Vigan; Η μιάμιση ώρα που περάσαμε μπροστά σε μία τηλεόραση, παρακολουθώντας ζωντανά Φόρμουλα 1, “πιστοί” της οποίας είμαστε η φίλη μου κι εγώ (εκείνη μάλιστα, πριν από λίγα χρόνια, πέρασε ολόκληρη χρονιά στην Ευρώπη, δουλεύοντας σαν F1 freelancer, γράφοντας για διάφορα περιοδικά, χρησιμοποιώντας σαν βάση τη Βαρκελώνη, και ταξιδεύοντας σε όλες τις ευρωπαϊκές πίστες).
Baguio... Baguio-Baguio-Baguio... Διαβάζεις ότι πρόκειται για πόλη-καταφύγιο από τη ζέστη και την αφόρητη υγρασία, ότι είναι φοιτητούπολη με τα αρκετά θετικά που αυτό συνοδεύει ένα μέρος, ότι τα πάρκα της είναι μία απόλαυση, κι ότι γενικά είναι από τα highlights ενός ταξιδιού στο Luzon, το βορειότερο -μεγάλο- νησί των Φιλιππίνων. Προσωπικά, μετά από δύο μέρες εκεί, οι δύο βασικές αναμνήσεις μου έχουν να κάνουν με το πόσο δυσάρεστη είναι η βόλτα στους δρόμους της πόλης, και το πόσο μεγάλο είναι το θράσος εκείνων που νοικιάζουν δωμάτια...
Η γύρα στην πόλη είναι αφόρητα δυσάρεστη για έναν πολύ απλό λόγο. Τα... έντεκα στα δέκα αυτοκίνητα βγάζουν τόση μπόχα από τις εξατμίσεις τους, που το βρήκα σχεδόν σοκαριστικό, και εντελώς μα εντελώς αποπνικτικό. Νόμιζα ότι μετά τη Γουατεμάλα και τη Βολιβία είχα δει τις χώρες (πλην Αφρικής, υποθέτω, δεν ξέρω) στις οποίες μπορεί κανείς να συναντήσει τη χειρότερη ποιότητα αέρα λόγω των τεράστιων μαύρων σύννεφων που σχεδόν... κρύβουν τον ήλιο όταν περνάει από δίπλα σου ένα αυτοκίνητο, πόσο μάλλον πολλά περισσότερα χωρίς διακοπή. Έτσι νόμιζα... Δεν είχα πάει ακόμα στις Φιλιππίνες, και ειδικά στο Baguio...
Μία ώρα αφού αρχίσαμε την πρώτη βόλτα μας εκεί, η φίλη μου άρχισε να βήχει. Πάνω στο δίωρο σχεδόν με ικέτεψε να μπούμε σε ένα εμπορικό κέντρο στην κορυφή ενός λόφου, στην καρδιά της πόλης, για να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Στο τέλος της ημέρας, μου είπε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί να περνάει δεύτερη μέρα εκεί, κάνοντας βόλτα στην πόλη. Αλλάξαμε δωμάτιο, πήγαμε από ένα κακό σε ένα λιγότερο απαράδεκτο, και είπαμε να περάσουμε τη μέρα πηγαίνοντας στα πάρκα που προτείνει ο οδηγός. Αρχίσαμε με τον “Βοτανικό Κήπο”. Μία ακόμα “κακώς περιμένατε περισσότερα”... καρπαζιά στον σβέρκο μας...
Εκεί ήταν που η φίλη μου... έπιασε πάτο, και βουρκωμένη -σοβαρά, δεν υπερβάλω- μού είπε ότι αν μπορούσε να πάρει ένα χάπι, να αποκοιμηθεί, και να ξυπνούσε στο σπίτι της στην Κουάλα Λούμπουρ, θα ήταν ευτυχισμένη. Οι Φιλιππίνες τής είχαν... καθίσει όχι απλά στραβά, αλλά θεόστραβα, από τη στιγμή που πατήσαμε εκεί. Εμένα; Δε με είχαν ξετρελάνει (κάθε άλλο), αλλά δεν ήταν η πρώτη χώρα-αχούρι που πήγαινα, και είμαι βέβαιος ότι δε θα αποδειχθεί η τελευταία. Έχω συνηθίσει χώρες στις οποίες τα πράγματα δουλεύουν με έναν... δικό τους, πολύ “τοπικό” τρόπο, ενοχλητικό σε μένα, αλλά τελικά αποδεκτό, με την αφεντιά μου να συμβιβάζεται πάντα με το “ΕΓΩ πρέπει να προσαρμοστώ σε αυτήν τη χώρα, και όχι Η ΧΩΡΑ ολάκερη σε μένα”. Η φίλη μου όμως είχε ταξιδέψει μόνο στην Ευρώπη και σε ελάχιστες χώρες της Ασίας, σχεδόν αποκλειστικά σε καταδυτικούς προορισμούς, μένοντας σε όμορφα καταλύματα, κι απολαμβάνοντας τις καταδύσεις της τόσο που δε σκοτιζόταν για οτιδήποτε άλλο. Η κατάσταση στις Φιλιππίνες, στο αεροδρόμιο, στον σταθμό λεωφορείων του Dau, στο, στο, στο, την είχαν φθάσει, μόλις σε τέσσερις ημέρες, στα όριά της. Επιπλέον, είχε “στραβώσει” σοβαρά με τους Φιλιππινέζους, για λόγους που ομολογώ ότι δεν κατάλαβα. “Τρελαινόταν” κάθε φορά που κάποιος ντόπιος τής μιλούσε στη γλώσσα του, νομίζοντας ότι η φίλη μου είναι Φιλιππινέζα (η χώρα, όπως διαπιστώσαμε, τουλάχιστον το κομμάτι της που είδαμε, είναι γεμάτη από κόσμο ντόπιο με κινέζικα χαρακτηριστικά. Οι κινεζικής καταγωγής Φιλιππινέζοι αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, τουλάχιστον στο νησί Luzon).
Αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος (μετά τον “έκανα διαρκώς συγκρίσεις μεταξύ Φιλιππίνων και Ταϊβάν”) που... δηλητηρίασε τις πρώτες ημέρες μου στις Φιλιππίνες. Μπορεί να ακούγεται σαν δικαιολογία, ίσως, όμως δεν είναι. Όσοι με διαβάζετε τακτικά, από τον καιρό που ήμουν ακόμα στη Λατινική Αμερική, πρέπει να ξέρετε ότι ένα πράγμα που ΔΕΝ κάνω είναι να ψάχνω για δικαιολογίες, και να “φορτώνω” δικά μου... φταιξίματα σε άλλους. Το πρόβλημα με μένα είναι μάλλον το αντίθετο, ότι συνήθως φορτώνομαι εγώ ο ίδιος φταιξίματα άλλων, κάτι που μόνο ψυχαναλυτής μπορεί μάλλον να μου εξηγήσει. Ειλικρινά λοιπόν, πιστεύω και “λέω” ότι η διάθεση της παρέας με την οποία ήμουν την πρώτη βδομάδα στις Φιλιππίνες (και τρεις εβδομάδες στην Ταϊβάν ακριβώς νωρίτερα), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διαμορφωθεί σχεδόν αναλόγως και η δική μου διάθεση. Για να το... ματώσω στην υπεραπλούστευση, “λέω” ότι είναι σαν να παρακολουθείς έναν βαρετό αγώνα στην τηλεόραση, και να έχεις κάποιον δίπλα σου να μην αντέχει καθόλου το παιχνίδι, και να σου δίνει εμμέσως να καταλάβεις ότι θέλει να αλλάξεις κανάλι. Ακόμα κι αν το παιχνίδι είναι κάτω του μετρίου, ανά πάσα στιγμή κάτι ενδιαφέρον μπορεί να συμβεί, και να αλλάξει η εικόνα του, ο ρυθμός του, η ταχύτητα με την οποία η μπάλα πηγαίνει πάνω-κάτω, οτιδήποτε. “Υπομένεις”, και συνεχίζεις να παρακολουθείς, αν μη τι άλλο, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα στο γήπεδο, όπως φθάνει σε σένα μέσω των μικροφώνων. Αυτό, αν βλέπεις το παιχνίδι μόνος. Αν το βλέπεις με “στα όριά της” παρέα, μάλλον αλλάζεις κανάλι, αν μπορείς, ή απλά... εύχεσαι να τελειώσει το παιχνίδι το συντομότερο δυνατό (ήξερα ότι οι μέρες μας μαζί ήταν μετρημένες, κι ότι πριν κλείσουμε βδομάδα στις Φιλιππίνες, εκείνη είχε πτήση για Κουάλα Λούμπουρ, ενώ εγώ μπορούσα να μείνω άλλες δύο βδομάδες).
Επόμενο κείμενο για Sagada, Banaue, Batad, οι πιο κουραστικές αλλά και οι με τεράστια διαφορά πιο ευχάριστες ημέρες μου στις Φιλιππίνες.
ΥΓ Συγγνώμη για την -αναπόφευκτη- μίρλα
Η απόσταση από το Dau μέχρι το Vigan δεν είναι μεγαλύτερη από 300 και κάτι χιλιόμετρα. Ο αριθμός των ωρών που ένα λεωφορείο χρειάζεται για να διανύσει αυτήν την απόσταση; Σχεδόν διψήφιος. Κάπως έτσι, έχοντας φύγει από τον... καταθλιπτικό σταθμό του Dau γύρω στις πέντε το πρωί, φθάσαμε στο Vigan ουσιαστικά νωρίς το απόγευμα, σχεδόν χωρίς να έχουμε κλείσει μάτι στο λεωφορείο, ειδικά εγώ, λόγω του πόσο περιορισμένος ήταν ο χώρος για κάθε επιβάτη (πάνω από 1,70). Αυτό σας δίνει μία ιδέα της... διάθεσης με την οποία κατεβήκαμε από το λεωφορείο. Το γεγονός δε ότι το σημείο που μας υπέδειξε ο οδηγός ότι έπρεπε να κατέβουμε, δεν είχε καμία (μα καμία) σχέση με τον σταθμό λεωφορείων της πόλης, “έφτιαξε” τη διάθεσή μου ακόμα περισσότερο(...). Τουλάχιστον μας περίμενε (κούνια που μας κούναγε) καλούτσικο δωμάτιο σε συμπαθητικό ξενώνα, στον οποίο είχα στείλει μέιλ πριν από δύο μέρες, ενημερώνοντάς τους ότι δεν ξέραμε τι ώρα ακριβώς θα φθάναμε στο Vigan, όμως σίγουρα θα ήμασταν εκεί πριν τη δύση του ήλιου...
Τον ξενώνα τον βρήκαμε. Δωμάτιο να μας περιμένει, όχι... Το μέιλ μου δεν το είχε δει κανείς, επειδή, πολύ απλά, όπως μας είπε μία κοπέλα στη ρεσεψιόν, σπάνια τσεκάρουν το μέιλ τους. Έχουν, το παραθέτουν, σου λένε “για κρατήσεις και οτιδήποτε άλλο, γράψτε μας”, όμως... δεν ασχολούνται ιδιαίτερα (στην Ταϊβάν, ακόμα και... νοικοκυρές που νοικιάζουν δωμάτια στο σπίτι τους, ακόμα δηλαδή και μη επαγγελματίες στον χώρο του τουρισμού, μας απαντούσαν μέσα σε διάστημα ελάχιστων ωρών). Κάπως έτσι, βρεθήκαμε “ξεκρέμαστοι”, νυσταγμένοι, και πεινασμένοι.
Για το τελευταίο, κάτι κάναμε. Καθίσαμε σε μία πιτσαρία, όχι μόνο για να φάμε κάτι, αλλά και για να μπούμε στο ίντερνετ, κάτι που και οι δύο έπρεπε επειγόντως να κάνουμε, λόγω δουλειάς, κι επίσης για να... ανασυγκροτηθούμε, να ρίξουμε μια καλή ματιά στον ταξιδιωτικό οδηγό μας, να δούμε στον χάρτη πού ήταν τα κοντινότερα καταλύματα εντός προϋπολογισμού μας. Το ίντερνετ αποδείχθηκε αξιοπρεπές (σημαντικότατο για εμάς). Η πίτσα, ό,τι χειρότερο έχω φάει εδώ και... ίσως χρόνια. “Κερασάκι στην τούρτα”, το ότι το συγκεκριμένο γεύμα ήταν το ακριβότερο που είχαμε “απολαύσει” από την ημέρα που είχαμε πετάξει από τη Μαλαισία για την Ταϊβάν. Στην “ακριβή” Ταϊβάν, επί τρεις εβδομάδες, είχαμε φάει απείρως καλύτερα και φθηνότερα, απ' ότι στις “φθηνές” Φιλιππίνες, στο πρώτο ΜΟΛΙΣ γεύμα μας εκεί...
Με τα πολλά, συντομεύοντας κάπως, αναφέρω ότι βρήκαμε δωμάτιο, αφού πρώτα μείναμε παγωτό η φίλη μου κι εγώ, σε άλλους ξενώνες, ακούγοντας πόσα ζητούσαν, και βλέποντας σε τι δωμάτιο αντιστοιχούσε το ποσό που ζητούσαν. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω, αλλά στο Vigan (και αμέσως μετά στο Baguio), στις “φθηνές” Φιλιππίνες, πληρώσαμε τα ίδια και λίγα περισσότερα για “B-” και “C” δωμάτια, απ' ότι είχαμε πληρώσει στην “ακριβή” Ταϊβάν για “Α+” δωμάτια... Από “θετική” εντύπωση, σε... “θετικότερη” εντύπωση...
Τουλάχιστον ήμασταν επιτέλους έτοιμοι να κάνουμε βόλτα σε μία πόλη που θεωρείται ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν οι άλλοτε ισπανοκρατούμενες Φιλιππίνες σε επίπεδο “αποικιακής αρχιτεκτονικής”. Με εξαίρεση ελάχιστα... δακτυλοδεικτούμενα κτήρια στην περιοχή Intramuros στη Μανίλα, το Vigan είναι το μέρος που έχει να καυχιέται σε όλες τις Φιλιππίνες για τη... ρομαντική “ατμόσφαιρά” του με τα όμορφα παλιά κτήρια και τους πλακόστρωτους δρόμους του... Ξανά, “ναι μεν, αλλά...”
Ο Lonely Planet... “ξηγιέται ντόμπρα”, σε “προειδοποιεί” να πας στο Vigan κρατώντας μικρό καλάθι, σημειώνει ότι το κομμάτι της πόλης που όντως την κάνει “ιδιαίτερη”, είναι μικροσκοπικό, εμείς όμως πήγαμε, έστω κι έτσι, με αυξημένες προσδοκίες, έχοντας δει πολλές όμορφες φωτογραφίες στο ίντερνετ. Ας προσέχαμε...
Τον γραφικό λιθόστρωτο δρόμο με τα αποικιακού στιλ κτήρια, όσο αργά και να πηγαίνεις, τον περπατάς σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Φθάνοντας στο τέλος του, μένεις με μία “αυτό ήταν όλο;” αίσθηση. Κοιτάς ευθεία, κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, και καταλαβαίνεις ότι αν θέλεις να χαρείς αυτό για το οποίο πήγες στο Vigan, τον “κράχτη” του, αυτό που θεωρείται “ιδιαίτερο” και “μοναδικό” σε όλες τις Φιλιππίνες, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι... μεταβολή, και να περπατήσεις στον ίδιο δρόμο που μόλις έχεις περπατήσει. Αυτό. Α... Κι αν κάποια στιγμή πας στο “γραφείο τουριστικών πληροφοριών” περιμένοντας αφελώς να βρεις έναν μικρό έστω χάρτη, και κάποιον να σου δώσει πέντε πληροφορίες για το τι άλλο υπάρχει να δεις στην περιοχή, η απάντηση που παίρνεις (από την κυρία που έπαιζε πασιέντζα στον υπολογιστή, ενώ ο πιτσιρικάς γιος της δίπλα έπαιζε σε άλλον υπολογιστή ένα θορυβώδες online παιχνίδι), είναι “νομίζω ότι πουλάνε κάτι μικρούς χάρτες στο αστυνομικό τμήμα. Ρωτήστε εκεί”. Στην Ταϊβάν, ακόμα και το μικρότερο μέρος με ένα υποτυπώδες τουριστικό ενδιαφέρον, ακόμα και η... τελευταία τρύπα του ζουρνά των τουριστικών προορισμών, έχει γραφείo πληροφοριών με δωρεάν υλικό που θα ζήλευαν ακόμα και Πρωτεύουσες ευρωπαϊκών χωρών...
Τις πόλεις τις λατρεύω, σπάνια μένω ακόμα και σε μικρή λιγότερο από δύο τουλάχιστον ημέρες, συνηθέστερα μένω τρεις, τέσσερις, μέχρι και βδομάδα ολόκληρη. Αισθάνομαι ότι πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να “ανακαλύψεις” σε μία πόλη, όσο “βαρετή” κι αν φαίνεται (και ίσως είναι). Στο Vigan όμως, πριν πέσω το πρώτο βράδυ στο κρεβάτι, αισθάνθηκα ότι... ήμουν έτοιμος να φύγω. Μείναμε και δεύτερη μέρα, περισσότερο επειδή δε θέλαμε να περάσουμε ξανά αρκετές ώρες σε λεωφορείο για να πάμε στον επόμενο προορισμό μας, το Baguio. Highlight της δεύτερης ημέρας μας στο Vigan; Η μιάμιση ώρα που περάσαμε μπροστά σε μία τηλεόραση, παρακολουθώντας ζωντανά Φόρμουλα 1, “πιστοί” της οποίας είμαστε η φίλη μου κι εγώ (εκείνη μάλιστα, πριν από λίγα χρόνια, πέρασε ολόκληρη χρονιά στην Ευρώπη, δουλεύοντας σαν F1 freelancer, γράφοντας για διάφορα περιοδικά, χρησιμοποιώντας σαν βάση τη Βαρκελώνη, και ταξιδεύοντας σε όλες τις ευρωπαϊκές πίστες).
Baguio... Baguio-Baguio-Baguio... Διαβάζεις ότι πρόκειται για πόλη-καταφύγιο από τη ζέστη και την αφόρητη υγρασία, ότι είναι φοιτητούπολη με τα αρκετά θετικά που αυτό συνοδεύει ένα μέρος, ότι τα πάρκα της είναι μία απόλαυση, κι ότι γενικά είναι από τα highlights ενός ταξιδιού στο Luzon, το βορειότερο -μεγάλο- νησί των Φιλιππίνων. Προσωπικά, μετά από δύο μέρες εκεί, οι δύο βασικές αναμνήσεις μου έχουν να κάνουν με το πόσο δυσάρεστη είναι η βόλτα στους δρόμους της πόλης, και το πόσο μεγάλο είναι το θράσος εκείνων που νοικιάζουν δωμάτια...
Η γύρα στην πόλη είναι αφόρητα δυσάρεστη για έναν πολύ απλό λόγο. Τα... έντεκα στα δέκα αυτοκίνητα βγάζουν τόση μπόχα από τις εξατμίσεις τους, που το βρήκα σχεδόν σοκαριστικό, και εντελώς μα εντελώς αποπνικτικό. Νόμιζα ότι μετά τη Γουατεμάλα και τη Βολιβία είχα δει τις χώρες (πλην Αφρικής, υποθέτω, δεν ξέρω) στις οποίες μπορεί κανείς να συναντήσει τη χειρότερη ποιότητα αέρα λόγω των τεράστιων μαύρων σύννεφων που σχεδόν... κρύβουν τον ήλιο όταν περνάει από δίπλα σου ένα αυτοκίνητο, πόσο μάλλον πολλά περισσότερα χωρίς διακοπή. Έτσι νόμιζα... Δεν είχα πάει ακόμα στις Φιλιππίνες, και ειδικά στο Baguio...
Μία ώρα αφού αρχίσαμε την πρώτη βόλτα μας εκεί, η φίλη μου άρχισε να βήχει. Πάνω στο δίωρο σχεδόν με ικέτεψε να μπούμε σε ένα εμπορικό κέντρο στην κορυφή ενός λόφου, στην καρδιά της πόλης, για να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Στο τέλος της ημέρας, μου είπε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί να περνάει δεύτερη μέρα εκεί, κάνοντας βόλτα στην πόλη. Αλλάξαμε δωμάτιο, πήγαμε από ένα κακό σε ένα λιγότερο απαράδεκτο, και είπαμε να περάσουμε τη μέρα πηγαίνοντας στα πάρκα που προτείνει ο οδηγός. Αρχίσαμε με τον “Βοτανικό Κήπο”. Μία ακόμα “κακώς περιμένατε περισσότερα”... καρπαζιά στον σβέρκο μας...
Εκεί ήταν που η φίλη μου... έπιασε πάτο, και βουρκωμένη -σοβαρά, δεν υπερβάλω- μού είπε ότι αν μπορούσε να πάρει ένα χάπι, να αποκοιμηθεί, και να ξυπνούσε στο σπίτι της στην Κουάλα Λούμπουρ, θα ήταν ευτυχισμένη. Οι Φιλιππίνες τής είχαν... καθίσει όχι απλά στραβά, αλλά θεόστραβα, από τη στιγμή που πατήσαμε εκεί. Εμένα; Δε με είχαν ξετρελάνει (κάθε άλλο), αλλά δεν ήταν η πρώτη χώρα-αχούρι που πήγαινα, και είμαι βέβαιος ότι δε θα αποδειχθεί η τελευταία. Έχω συνηθίσει χώρες στις οποίες τα πράγματα δουλεύουν με έναν... δικό τους, πολύ “τοπικό” τρόπο, ενοχλητικό σε μένα, αλλά τελικά αποδεκτό, με την αφεντιά μου να συμβιβάζεται πάντα με το “ΕΓΩ πρέπει να προσαρμοστώ σε αυτήν τη χώρα, και όχι Η ΧΩΡΑ ολάκερη σε μένα”. Η φίλη μου όμως είχε ταξιδέψει μόνο στην Ευρώπη και σε ελάχιστες χώρες της Ασίας, σχεδόν αποκλειστικά σε καταδυτικούς προορισμούς, μένοντας σε όμορφα καταλύματα, κι απολαμβάνοντας τις καταδύσεις της τόσο που δε σκοτιζόταν για οτιδήποτε άλλο. Η κατάσταση στις Φιλιππίνες, στο αεροδρόμιο, στον σταθμό λεωφορείων του Dau, στο, στο, στο, την είχαν φθάσει, μόλις σε τέσσερις ημέρες, στα όριά της. Επιπλέον, είχε “στραβώσει” σοβαρά με τους Φιλιππινέζους, για λόγους που ομολογώ ότι δεν κατάλαβα. “Τρελαινόταν” κάθε φορά που κάποιος ντόπιος τής μιλούσε στη γλώσσα του, νομίζοντας ότι η φίλη μου είναι Φιλιππινέζα (η χώρα, όπως διαπιστώσαμε, τουλάχιστον το κομμάτι της που είδαμε, είναι γεμάτη από κόσμο ντόπιο με κινέζικα χαρακτηριστικά. Οι κινεζικής καταγωγής Φιλιππινέζοι αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, τουλάχιστον στο νησί Luzon).
Αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος (μετά τον “έκανα διαρκώς συγκρίσεις μεταξύ Φιλιππίνων και Ταϊβάν”) που... δηλητηρίασε τις πρώτες ημέρες μου στις Φιλιππίνες. Μπορεί να ακούγεται σαν δικαιολογία, ίσως, όμως δεν είναι. Όσοι με διαβάζετε τακτικά, από τον καιρό που ήμουν ακόμα στη Λατινική Αμερική, πρέπει να ξέρετε ότι ένα πράγμα που ΔΕΝ κάνω είναι να ψάχνω για δικαιολογίες, και να “φορτώνω” δικά μου... φταιξίματα σε άλλους. Το πρόβλημα με μένα είναι μάλλον το αντίθετο, ότι συνήθως φορτώνομαι εγώ ο ίδιος φταιξίματα άλλων, κάτι που μόνο ψυχαναλυτής μπορεί μάλλον να μου εξηγήσει. Ειλικρινά λοιπόν, πιστεύω και “λέω” ότι η διάθεση της παρέας με την οποία ήμουν την πρώτη βδομάδα στις Φιλιππίνες (και τρεις εβδομάδες στην Ταϊβάν ακριβώς νωρίτερα), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διαμορφωθεί σχεδόν αναλόγως και η δική μου διάθεση. Για να το... ματώσω στην υπεραπλούστευση, “λέω” ότι είναι σαν να παρακολουθείς έναν βαρετό αγώνα στην τηλεόραση, και να έχεις κάποιον δίπλα σου να μην αντέχει καθόλου το παιχνίδι, και να σου δίνει εμμέσως να καταλάβεις ότι θέλει να αλλάξεις κανάλι. Ακόμα κι αν το παιχνίδι είναι κάτω του μετρίου, ανά πάσα στιγμή κάτι ενδιαφέρον μπορεί να συμβεί, και να αλλάξει η εικόνα του, ο ρυθμός του, η ταχύτητα με την οποία η μπάλα πηγαίνει πάνω-κάτω, οτιδήποτε. “Υπομένεις”, και συνεχίζεις να παρακολουθείς, αν μη τι άλλο, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα στο γήπεδο, όπως φθάνει σε σένα μέσω των μικροφώνων. Αυτό, αν βλέπεις το παιχνίδι μόνος. Αν το βλέπεις με “στα όριά της” παρέα, μάλλον αλλάζεις κανάλι, αν μπορείς, ή απλά... εύχεσαι να τελειώσει το παιχνίδι το συντομότερο δυνατό (ήξερα ότι οι μέρες μας μαζί ήταν μετρημένες, κι ότι πριν κλείσουμε βδομάδα στις Φιλιππίνες, εκείνη είχε πτήση για Κουάλα Λούμπουρ, ενώ εγώ μπορούσα να μείνω άλλες δύο βδομάδες).
Επόμενο κείμενο για Sagada, Banaue, Batad, οι πιο κουραστικές αλλά και οι με τεράστια διαφορά πιο ευχάριστες ημέρες μου στις Φιλιππίνες.
ΥΓ Συγγνώμη για την -αναπόφευκτη- μίρλα
Last edited by a moderator: