Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.371
- Likes
- 28.794
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Διαδρομή: Πούντα-Αρχάγγελος-Πλύτρα-Βαλτάκι-Γύθειο-Μαυροβούνι
Ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Μονεμβασιάς-Νεάπολης, η οποία στη συνέχεια μετονομάζεται σε επαρχιακή οδό Βελιών-Νεάπολης φτάσαμε, μετά από διαδρομή περίπου μισής ώρας, στον Αρχάγγελο, το παραθαλάσσιο, γραφικό χωριό με τα γαλανά νερά, συναντώντας πρώτα την παραλία του, η οποία όπως ήταν φυσικό ήταν κατάμεστη από λουόμενους.
Παλιά που είχα ξαναεπισκεφθεί το μέρος, θυμάμαι ότι υπήρχαν λιγοστά σπίτια και περισσότερες ψαράδικες καλύβες. Κάνοντας βόλτες στον οικισμό διαπιστώσαμε, ότι πλέον υπάρχουν πολλά νεόδμητα κτίρια, αλλά και μεζεδοπωλεία, εστιατόρια, καφέ και σούπερ μάρκετ.
Φεύγοντας συναντήσαμε και την εκκλησία των Αρχαγγέλων, από την οποία πήρε το όνομά του ο οικισμός.
Επόμενος στόχος μας ήταν ο παραθαλάσσιος οικισμός της Πλύτρας, για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Στην Πλύτρα, στην περιοχή “Κόκκινες” υπάρχει η βυθισμένη πόλη του Αρχαίου Ασωπού, της οποίας τα ερείπια διακρίνονται μέχρι σήμερα, με γυμνό μάτι μέσα στη θάλασσα, αλλά και κατά μήκος της ακτής. Η πόλη βυθίστηκε το 375 μ.Χ., μετά τον ισχυρό σεισμό, στον οποίο οφείλεται και ο χωρισμός του Βράχου της Μονεμβασιάς. Ο Ασωπός, αυτή η αρχαία πόλη είχε ασφαλές λιμάνι και δικό της νόμισμα, με την επιγραφή “ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ”. Ένα τέτοιο νόμισμα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης.
Αφήσαμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και πήραμε τον χωματόδρομο συναντώντας την επιγραφή “Αρχαίος Ασωπός”, δίπλα ακριβώς από ένα αρχαίο κτίσμα.
Όμως μην ξεγελαστείτε ότι φτάσατε στην αρχαία πόλη. Ο χωματόδρομος συνεχίζει και για να δείτε τα αρχαία απομεινάρια της βυθισμένης πόλης πρέπει να φτάσετε στον μικρό όρμο, ο οποίος βρίσκεται μετά την “πλατιά μύτη” της ξηράς που σχηματίζεται πριν από αυτόν.
Στην παραλία Αρτάνης βρίσκεται το πρώτο σπίτι (ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο) που χτίστηκε στην Πλύτρα, από την οικογένεια Βενετσανάκη, πολύ πριν το 1870. Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός, ότι η προφορική παράδοση θέλει να έχει φιλοξενηθεί σε αυτό το σπίτι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθώς στενή φιλία έδενε τις δύο οικογένειες.
Στον όρμο Ξυλί βυθίστηκε (27/4/1941) τορπιλάκατος από γερμανικά αεροπλάνα, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και βρίσκεται σε βάθος από 9 έως 12 μέτρα.
Η Πλύτρα είναι ένας παραλιακός οικισμός με αρκετά παλιά παραδοσιακά, πέτρινα σπίτια χτισμένα κοντά στη θάλασσα. Διαθέτει ένα καλά προφυλαγμένο λιμάνι, στο οποίο δένουν πολλά σκάφη και μια οργανωμένη αμμώδη παραλία, την Παχιά άμμο.
Φτάσαμε στο Βαλτάκι και παρκάραμε το αυτοκίνητο σε μια μεγάλη αλάνα, πίσω από την παραλία. Ο λόγος που κάναμε εδώ στάση ήταν ένας, μοναδικός και ιδιαίτερος. Στην παραλία Βαλτάκι βρίσκεται ξεβρασμένο, από τις 23 Δεκεμβρίου του 1981, το ναυάγιο Δημήτριος. Λέγεται ότι τάχα ήταν φάντασμα ή κουβαλούσε λαθραία τσιγάρα. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Αρχικά το πλήρωμα αναγκάστηκε να καταπλεύσει εκτάκτως, στο λιμάνι του Γυθείου, λόγω σοβαρής ασθένειας του πλοιάρχου, ώστε να γίνει η εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Εν συνεχεία το πλοίο άρχισε να έχει προβλήματα οικονομικής φύσης και εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες του. Παράλληλα επιβλήθηκαν ασφαλιστικά μέτρα από δανειστές, ενώ συν τοις άλλοις είχαν παρουσιαστεί και μηχανικά προβλήματα. Έμεινε επί έναν χρόνο ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Γυθείου. Λέγεται ότι παρασύρθηκε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αφού η εταιρεία αρνήθηκε να το απομακρύνει. Σήμερα αποτελεί τουριστική ατραξιόν.
Η παραλία είναι ωραία, αμμουδερή, καθαρή και δεν είχε πολύ κόσμο. Μας έκανε το κλικ για μια βουτιά, αλλά δεν την κάναμε, γιατί θέλαμε να φτάσουμε στο Γύθειο, πριν το ηλιοβασίλεμα, για να προλάβουμε να το περπατήσουμε, όσο ακόμα υπήρχε ημερήσιο φως.
Αντικρίζοντας το Γύθειο ήταν σαν να χτυπήσαμε την πόρτα, αυτού του δύσκολου, αλλά και τόσο υπέροχου τόπου: Tης Λακωνικής Μάνης ή Μέσα Μάνης, που εκτείνεται από το Γύθειο μέχρι το Οίτυλο και η οποία αποτελούσε το υπόλοιπο κομμάτι αυτού του οδοιπορικού.
Η Μέσα Μάνη χωρίζεται, σε Ανατολική Μάνη ή Προσηλιακή, που βλέπει προς τον Λακωνικό κόλπο και σε Δυτική Μάνη ή Αποσκιερή, που βλέπει στον Μεσσηνιακό κόλπο και ορίζεται από τον αυχένα του Ταϋγέτου καταλήγοντας στο Ακρωτήριο Ταίναρο.
ΜΑΝΗ: Λουλούδι από Πέτρα!
….."Περαστικός βλέπεις τη Μάνη σε τρεις ημέρες, περιπατητής σε τρεις μήνες και για να δεις την ψυχή της θέλεις τρεις ζωές. Μια για τη θάλασσα, μια για τα βουνά της και μια για τους ανθρώπους της…."
Εμείς διαθέταμε τις τρεις μέρες, οπότε θεωρούμαστε περαστικοί. Παρ΄ όλα αυτά κάναμε το αδύνατο δυνατό, για να δούμε την ψυχή της, τη θάλασσά της, τα βουνά της και τους ανθρώπους της και να την γνωρίσουμε όσο καλύτερα γινόταν.
Η Λακωνική Μάνη έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι τόπος σκληρός, με απόκρημνους βράχους, με φιδίσιους δρόμους που περικυκλώνουν βουνά και είναι χαραγμένοι πάνω από τιρκουάζ νερά, ενώ πέτρινοι Πύργοι και χωριά, με βουβά καλντερίμια στέκονται αγέρωχα σε καραφλές βουνοκορφές, ατενίζοντας αφ΄ υψηλού τη θάλασσα. Μικρά γραφικά χωριά παίζουν κρυφτούλι με κλειστούς όρμους και κολπίσκους, μονολογώντας ιστορίες για κουρσάρους και πειρατές, ενώ ο ανελέητος ήλιος πυρώνει ολημερίς τις γυμνές πέτρες, που σκεπάζουν απ΄ άκρη σ΄ άκρη αυτόν τον τόπο, φωτίζοντας αλλά και τσουρουφλίζοντας, όλα όσα βρίσκονται κάτω από τις ακτίνες του.
Δεν είναι τόπος που σε αφήνει να τον κατακτήσεις εύκολα, άνετα και ακούραστα. Θέλει να σε δει να ανταποκρίνεσαι σε απαιτητική οδήγηση και σε δύσκολο περπάτημα, θέλει να δει τον καυτερό ήλιο να χτυπάει ανελέητα το πρόσωπό σου, θέλει να σε δει να σκουπίζεις με την ανάστροφη του χεριού τον ιδρώτα από το μέτωπό σου, για να αποφασίσει, αν θα σου αποκαλυφθεί και όταν νιώσει τη βαριά ξεψυχισμένη ανάσα σου μετά την ανηφόρα, ίσως σου φανερώσει την αληθινή ταυτότητά του, αλλά και μικρές γωνιές πραγματικές εκπλήξεις!!
Ό,τι τραβάει η όρεξή σου και έχεις το κουράγιο να το ανακαλύψεις, εδώ θα το βρεις. Ο τόπος είναι τόσο τραχύς, άνυδρος και άγονος που μόνο τα λιόδεντρα, τα αγριολούλουδα και οι φραγκοσυκιές ευδοκιμούν.
Το Γύθειο, το κατώφλι της Μάνης, μας υποδέχθηκε με πολλή ζέστη και αφόρητη υγρασία. Πριν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, κάναμε ολιγόλεπτη στάση για να δούμε το Θέατρο, που χρονολογείται από τα ρωμαϊκά χρόνια (περί το 195 π.Χ.), στους πρόποδες του λόφου που φιλοξενούσε την αρχαία Ακρόπολη, όταν το Γύθειο ήταν πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων.
Κινούμενοι με το αυτοκίνητο στην παραλιακή οδό Ελευθερολακώνων του Γυθείου, το πρώτο ενδιαφέρον κτίριο που τράβηξε τα βλέμματά μας ήταν το Γενικό Λύκειο της πόλης
και αμέσως μετά, στην τετράγωνη πλατεία είδαμε το ροζ κτίριο του Δημαρχείου. Ροζ σαν το κουφέτο, το νεοκλασικό του 1890, έργο του βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ ατενίζει τη θάλασσα και το λιμάνι της πόλης.
Άλλο ένα υπέροχο κτίριο βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι και σε αυτό στεγάζεται το Hotel Ακταίον.
Διασχίσαμε το κέντρο και συνεχίσαμε την παραλιακή μας βόλτα, έως ότου φτάσαμε στη στενή λωρίδα γης, που ενώνει το νησάκι Κρανάη με τη στεριά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο πλάι στη θάλασσα, να λούζεται από τους πίτυλους των κυμάτων, που έσκαγαν με μανία, εκείνην την ώρα στο πέτρινο τείχος που προφυλάσσει το στενό πέρασμα για το νησάκι. Διασχίζοντας πλέον με τα πόδια το δρομάκι, ούτε και εμείς αποφύγαμε το πιτσίλισμα των κυμάτων που καβαλούσαν το τείχος.
Στο βόρειο άκρο του μικρού νησιού, πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης είναι σήμερα χτισμένο το κεραμιδοσκέπαστο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Καθίσαμε στην πεζούλα, δίπλα από την πόρτα της εκκλησίας αγναντεύοντας την πόλη και συζητώντας τον μύθο που συνοδεύει το νησάκι της Κρανάης, το νησάκι του πρώτου και αρχαιότερου παράνομου έρωτα της ιστορίας. Λέει λοιπόν ο μύθος, ότι στο μικρό νησί πέρασαν την πρώτη τους νύχτα, ο Πάρης και η Ελένη πριν φύγουν για την Τροία. Ο Πάρις φεύγοντας ξέχασε το κράνος του και έτσι πήρε το όνομά του.
Περνώντας μια χοντρή αλυσίδα, η οποία φράσσει την είσοδο στα τροχοφόρα, ξεκινήσαμε την εξερεύνηση του νησιού, φτάνοντας στο κυριότερο αξιοθέατο, στον Πύργο του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης και του τρίτου Μπέη της Μάνης, Τζαννετάκη-Γρηγοράκη. Ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα δείγματα της παραδοσιακής μανιάτικης αρχιτεκτονικής, ο Πύργος στεγάζει σήμερα το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης.
Η Κρανάη είναι πράσινη, αφού τμήμα της καλύπτεται από πεύκα, κυπαρίσσια και χαμηλούς θάμνους.
Ένας οκταγωνικός Φάρος, ύψους 22 μέτρων στέκει από το 1873, ακοίμητος φρουρός στο άλλο άκρο του μικρού νησιού. Πρωτολειτούργησε με πετρέλαιο και η ακτίνα της δέσμης φωτός του έφτανε τα 15 ναυτικά μίλια.
Στο λιμάνι του Γυθείου βρήκαμε πανεύκολα να παρκάρουμε το αυτοκίνητο. Αρχικά κινηθήκαμε προς τα δύο αγάλματα που το κοσμούν: το άγαλμα του αφανούς Ναυτικού
και το άγαλμα της Γοργόνας του Γυθείου, της γλύπτριας Ρόζας Hλιού, η οποία άφησε έντονο καλλιτεχνικό στίγμα στη Λακωνία.
Το λιμάνι είναι το ιδανικότερο σημείο, για να απολαύσει ο επισκέπτης την πόλη του Γυθείου, τη “Γη των Θεών” κατά τον Παυσανία. Λέγεται ότι κατά το χτίσιμο της πόλης, ο Ηρακλής έχοντας κλέψει τον μαντικό τρίποδα από το μαντείο των Δελφών ήρθε σε σύγκρουση με τον Απόλλωνα. Επειδή όμως ο αγώνας δεν έβγαζε αποτέλεσμα, αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας, ονόμασαν την πόλη "Γη των Θεών", για να τιμώνται και οι δύο.
Όποιος σταθεί στο λιμάνι και κοιτάξει απέναντι την πόλη, φευγαλέα θα του περάσει από το μυαλό ότι βρίσκεται σε νησί. Πανέμορφα νεοκλασικά του 19ου αιώνα σκαρφαλώνουν αμφιθεατρικά στην πλαγιά του κατάφυτου λόφου, του Ακούμαρου.
Βαμμένα σε υπέροχες παστέλ αποχρώσεις καθρεφτίζονται στη θάλασσα, που απλώνεται στα πόδια τους χαρίζοντάς της κίτρινες, ροζ, σομόν και γαλάζιες αποχρώσεις, ειδικά όταν λούζονται από τον πρωινό δυνατό ήλιο.
Δρόμοι, σοκάκια και ανηφορικά σκαλιά ελίσσονται ανάμεσα σε σπίτια με λουλουδιασμένες αυλές και εκκλησάκια, καθώς τραβούν την ανηφόρα, μέχρι την κορυφή του λόφου.
Όλα μοιάζουν με μια πολύχρωμη ζωγραφιά. Οι κόκκινες σκεπές, τα μπαλκονάκια των νεοκλασικών, τα τόσο όμορφα χρώματα, άλλα έντονα φρεσκοβαμμένα και άλλα ξεθωριασμένα από την αλμύρα και τον χρόνο πλάθουν μια ειδυλλιακή εικόνα, η οποία συμπληρώνεται από το γαλάζιο της θάλασσας. Και όλα αυτά μαζί προστατεύονται μέσα στη μεγάλη αγκαλιά του λιμανιού.
Όταν ο ήλιος έπεσε πίσω από το βουνό, όλα έγιναν ακόμα πιο ειδυλλιακά και ονειρεμένα. Μόνο η διαολεμένη υγρασία και η ζέστη μας χαλούσαν τις ευχάριστες εικόνες, που μας προσέφερε η πόλη. Τα φώτα άρχισαν σιγά-σιγά να ανάβουν. Αφήσαμε το λιμάνι και περνώντας την πλατεία κινηθήκαμε παραλιακά, χαζεύοντας τα εμπορικά μαγαζιά, τα μεζεδοπωλεία που βγάζουν τραπεζάκια στην προκυμαία και τα όμορφα καλοφτιαγμένα καφέ. Έξω από ένα σουβενιράδικο καθόντουσαν δύο γλυκύτατες, μεσόκοπες κυρίες. Αγόρασα μαγνητάκια για τη συλλογή μου και δεν έχασα την ευκαιρία να πιάσω κουβέντα μαζί τους, για να μάθω, πού τρώνε καλά οι ντόπιοι, για να φάμε και εμείς. Δεν θέλαμε να φάμε ψαρικά στην Τράτα, την οποία είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας, αλλά θέλαμε νόστιμα, καλοψημένα κρεατικά. Και οι δύο, μας πρότειναν τον μπάρμπα Σιδέρη, που φέρνει τα ψημένα κρέατα στη λαδόκολλα.
Όταν φτάσαμε στο εστιατόριο ο κόσμος ήταν λιγοστός και καθίσαμε στην αυλή, σε ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα, από την οποία ερχόταν μια απαλή αύρα, που μας ανακούφιζε από τη ζέστη. Σε λίγη ώρα το μαγαζί γέμισε. Οικογένειες με καρότσια με μωρά, αλλά και ξένοι, οι οποίοι μάλλον φιλοξενούνταν από φίλους ντόπιους είχαν έρθει όλοι στον μπάρμπα Σιδέρη για φαγητό. Ό,τι φάγαμε ήταν ικανοποιητικό, αλλά όχι κάτι το εξαιρετικό. Η αλήθεια είναι, ότι σύμφωνα με τα λόγια και τις περιγραφές των δύο κυριών, οι προσδοκίες μας ήταν υψηλότερες.
Κάναμε ξανά βόλτα στην πόλη και από την πλατεία αγοράσαμε παγωτά, τα οποία προς στιγμήν κατάφεραν να μας δροσίσουν. Χαζέψαμε για λίγο και μια “συναυλία” που γινόταν απέναντι από την Τράτα. Είχε κλείσει ο δρόμος και ένας τραγουδιστής με μια κιθάρα (ούτε καν ξέρω αν ήταν κάποια φίρμα ή κάποιος τοπικός κιθαρωδός) τραγουδούσε έντεχνα κομμάτια, καθισμένος δίπλα στη θάλασσα. Και επειδή όπως έχω πει πολλές φορές, εμείς δεν είμαστε του αλκοόλ λήξαμε τη βραδιά μας στο Γύθειο, αναχωρώντας για το Μαυροβούνι, στο οποίο είχαμε κλείσει κατάλυμα για τη διανυκτέρευσή μας.
Τέσσερα χιλιόμετρα δρόμος χωρίζουν το Γύθειο από το Μαυροβούνι, το οποίο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, με τα σπίτια του να πνίγονται από τα δέντρα και τη βλάστηση. Φτάσαμε στο Anastasia Apartments, ένα ευρύχωρο, πεντακάθαρο διαμέρισμα, με μπαλκόνι που βλέπει στη μεγάλη παραλία του χωριού. Τακτοποιηθήκαμε και αράξαμε στη βεράντα και τότε πια δροσιστήκαμε για τα καλά, αφού ένα ζωογόνο αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα, για να μας τονώσει και να μας συνεφέρει!
Ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Μονεμβασιάς-Νεάπολης, η οποία στη συνέχεια μετονομάζεται σε επαρχιακή οδό Βελιών-Νεάπολης φτάσαμε, μετά από διαδρομή περίπου μισής ώρας, στον Αρχάγγελο, το παραθαλάσσιο, γραφικό χωριό με τα γαλανά νερά, συναντώντας πρώτα την παραλία του, η οποία όπως ήταν φυσικό ήταν κατάμεστη από λουόμενους.
Παλιά που είχα ξαναεπισκεφθεί το μέρος, θυμάμαι ότι υπήρχαν λιγοστά σπίτια και περισσότερες ψαράδικες καλύβες. Κάνοντας βόλτες στον οικισμό διαπιστώσαμε, ότι πλέον υπάρχουν πολλά νεόδμητα κτίρια, αλλά και μεζεδοπωλεία, εστιατόρια, καφέ και σούπερ μάρκετ.
Φεύγοντας συναντήσαμε και την εκκλησία των Αρχαγγέλων, από την οποία πήρε το όνομά του ο οικισμός.
Επόμενος στόχος μας ήταν ο παραθαλάσσιος οικισμός της Πλύτρας, για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Στην Πλύτρα, στην περιοχή “Κόκκινες” υπάρχει η βυθισμένη πόλη του Αρχαίου Ασωπού, της οποίας τα ερείπια διακρίνονται μέχρι σήμερα, με γυμνό μάτι μέσα στη θάλασσα, αλλά και κατά μήκος της ακτής. Η πόλη βυθίστηκε το 375 μ.Χ., μετά τον ισχυρό σεισμό, στον οποίο οφείλεται και ο χωρισμός του Βράχου της Μονεμβασιάς. Ο Ασωπός, αυτή η αρχαία πόλη είχε ασφαλές λιμάνι και δικό της νόμισμα, με την επιγραφή “ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ”. Ένα τέτοιο νόμισμα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης.
Αφήσαμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και πήραμε τον χωματόδρομο συναντώντας την επιγραφή “Αρχαίος Ασωπός”, δίπλα ακριβώς από ένα αρχαίο κτίσμα.
Όμως μην ξεγελαστείτε ότι φτάσατε στην αρχαία πόλη. Ο χωματόδρομος συνεχίζει και για να δείτε τα αρχαία απομεινάρια της βυθισμένης πόλης πρέπει να φτάσετε στον μικρό όρμο, ο οποίος βρίσκεται μετά την “πλατιά μύτη” της ξηράς που σχηματίζεται πριν από αυτόν.
Στην παραλία Αρτάνης βρίσκεται το πρώτο σπίτι (ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο) που χτίστηκε στην Πλύτρα, από την οικογένεια Βενετσανάκη, πολύ πριν το 1870. Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός, ότι η προφορική παράδοση θέλει να έχει φιλοξενηθεί σε αυτό το σπίτι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθώς στενή φιλία έδενε τις δύο οικογένειες.
Στον όρμο Ξυλί βυθίστηκε (27/4/1941) τορπιλάκατος από γερμανικά αεροπλάνα, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και βρίσκεται σε βάθος από 9 έως 12 μέτρα.
Η Πλύτρα είναι ένας παραλιακός οικισμός με αρκετά παλιά παραδοσιακά, πέτρινα σπίτια χτισμένα κοντά στη θάλασσα. Διαθέτει ένα καλά προφυλαγμένο λιμάνι, στο οποίο δένουν πολλά σκάφη και μια οργανωμένη αμμώδη παραλία, την Παχιά άμμο.
Φτάσαμε στο Βαλτάκι και παρκάραμε το αυτοκίνητο σε μια μεγάλη αλάνα, πίσω από την παραλία. Ο λόγος που κάναμε εδώ στάση ήταν ένας, μοναδικός και ιδιαίτερος. Στην παραλία Βαλτάκι βρίσκεται ξεβρασμένο, από τις 23 Δεκεμβρίου του 1981, το ναυάγιο Δημήτριος. Λέγεται ότι τάχα ήταν φάντασμα ή κουβαλούσε λαθραία τσιγάρα. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Αρχικά το πλήρωμα αναγκάστηκε να καταπλεύσει εκτάκτως, στο λιμάνι του Γυθείου, λόγω σοβαρής ασθένειας του πλοιάρχου, ώστε να γίνει η εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Εν συνεχεία το πλοίο άρχισε να έχει προβλήματα οικονομικής φύσης και εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες του. Παράλληλα επιβλήθηκαν ασφαλιστικά μέτρα από δανειστές, ενώ συν τοις άλλοις είχαν παρουσιαστεί και μηχανικά προβλήματα. Έμεινε επί έναν χρόνο ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Γυθείου. Λέγεται ότι παρασύρθηκε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αφού η εταιρεία αρνήθηκε να το απομακρύνει. Σήμερα αποτελεί τουριστική ατραξιόν.
Η παραλία είναι ωραία, αμμουδερή, καθαρή και δεν είχε πολύ κόσμο. Μας έκανε το κλικ για μια βουτιά, αλλά δεν την κάναμε, γιατί θέλαμε να φτάσουμε στο Γύθειο, πριν το ηλιοβασίλεμα, για να προλάβουμε να το περπατήσουμε, όσο ακόμα υπήρχε ημερήσιο φως.
Αντικρίζοντας το Γύθειο ήταν σαν να χτυπήσαμε την πόρτα, αυτού του δύσκολου, αλλά και τόσο υπέροχου τόπου: Tης Λακωνικής Μάνης ή Μέσα Μάνης, που εκτείνεται από το Γύθειο μέχρι το Οίτυλο και η οποία αποτελούσε το υπόλοιπο κομμάτι αυτού του οδοιπορικού.
Η Μέσα Μάνη χωρίζεται, σε Ανατολική Μάνη ή Προσηλιακή, που βλέπει προς τον Λακωνικό κόλπο και σε Δυτική Μάνη ή Αποσκιερή, που βλέπει στον Μεσσηνιακό κόλπο και ορίζεται από τον αυχένα του Ταϋγέτου καταλήγοντας στο Ακρωτήριο Ταίναρο.
ΜΑΝΗ: Λουλούδι από Πέτρα!
….."Περαστικός βλέπεις τη Μάνη σε τρεις ημέρες, περιπατητής σε τρεις μήνες και για να δεις την ψυχή της θέλεις τρεις ζωές. Μια για τη θάλασσα, μια για τα βουνά της και μια για τους ανθρώπους της…."
Εμείς διαθέταμε τις τρεις μέρες, οπότε θεωρούμαστε περαστικοί. Παρ΄ όλα αυτά κάναμε το αδύνατο δυνατό, για να δούμε την ψυχή της, τη θάλασσά της, τα βουνά της και τους ανθρώπους της και να την γνωρίσουμε όσο καλύτερα γινόταν.
Η Λακωνική Μάνη έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι τόπος σκληρός, με απόκρημνους βράχους, με φιδίσιους δρόμους που περικυκλώνουν βουνά και είναι χαραγμένοι πάνω από τιρκουάζ νερά, ενώ πέτρινοι Πύργοι και χωριά, με βουβά καλντερίμια στέκονται αγέρωχα σε καραφλές βουνοκορφές, ατενίζοντας αφ΄ υψηλού τη θάλασσα. Μικρά γραφικά χωριά παίζουν κρυφτούλι με κλειστούς όρμους και κολπίσκους, μονολογώντας ιστορίες για κουρσάρους και πειρατές, ενώ ο ανελέητος ήλιος πυρώνει ολημερίς τις γυμνές πέτρες, που σκεπάζουν απ΄ άκρη σ΄ άκρη αυτόν τον τόπο, φωτίζοντας αλλά και τσουρουφλίζοντας, όλα όσα βρίσκονται κάτω από τις ακτίνες του.
Δεν είναι τόπος που σε αφήνει να τον κατακτήσεις εύκολα, άνετα και ακούραστα. Θέλει να σε δει να ανταποκρίνεσαι σε απαιτητική οδήγηση και σε δύσκολο περπάτημα, θέλει να δει τον καυτερό ήλιο να χτυπάει ανελέητα το πρόσωπό σου, θέλει να σε δει να σκουπίζεις με την ανάστροφη του χεριού τον ιδρώτα από το μέτωπό σου, για να αποφασίσει, αν θα σου αποκαλυφθεί και όταν νιώσει τη βαριά ξεψυχισμένη ανάσα σου μετά την ανηφόρα, ίσως σου φανερώσει την αληθινή ταυτότητά του, αλλά και μικρές γωνιές πραγματικές εκπλήξεις!!
Ό,τι τραβάει η όρεξή σου και έχεις το κουράγιο να το ανακαλύψεις, εδώ θα το βρεις. Ο τόπος είναι τόσο τραχύς, άνυδρος και άγονος που μόνο τα λιόδεντρα, τα αγριολούλουδα και οι φραγκοσυκιές ευδοκιμούν.
Το Γύθειο, το κατώφλι της Μάνης, μας υποδέχθηκε με πολλή ζέστη και αφόρητη υγρασία. Πριν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, κάναμε ολιγόλεπτη στάση για να δούμε το Θέατρο, που χρονολογείται από τα ρωμαϊκά χρόνια (περί το 195 π.Χ.), στους πρόποδες του λόφου που φιλοξενούσε την αρχαία Ακρόπολη, όταν το Γύθειο ήταν πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων.
Κινούμενοι με το αυτοκίνητο στην παραλιακή οδό Ελευθερολακώνων του Γυθείου, το πρώτο ενδιαφέρον κτίριο που τράβηξε τα βλέμματά μας ήταν το Γενικό Λύκειο της πόλης
και αμέσως μετά, στην τετράγωνη πλατεία είδαμε το ροζ κτίριο του Δημαρχείου. Ροζ σαν το κουφέτο, το νεοκλασικό του 1890, έργο του βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ ατενίζει τη θάλασσα και το λιμάνι της πόλης.
Άλλο ένα υπέροχο κτίριο βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι και σε αυτό στεγάζεται το Hotel Ακταίον.
Διασχίσαμε το κέντρο και συνεχίσαμε την παραλιακή μας βόλτα, έως ότου φτάσαμε στη στενή λωρίδα γης, που ενώνει το νησάκι Κρανάη με τη στεριά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο πλάι στη θάλασσα, να λούζεται από τους πίτυλους των κυμάτων, που έσκαγαν με μανία, εκείνην την ώρα στο πέτρινο τείχος που προφυλάσσει το στενό πέρασμα για το νησάκι. Διασχίζοντας πλέον με τα πόδια το δρομάκι, ούτε και εμείς αποφύγαμε το πιτσίλισμα των κυμάτων που καβαλούσαν το τείχος.
Στο βόρειο άκρο του μικρού νησιού, πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης είναι σήμερα χτισμένο το κεραμιδοσκέπαστο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Καθίσαμε στην πεζούλα, δίπλα από την πόρτα της εκκλησίας αγναντεύοντας την πόλη και συζητώντας τον μύθο που συνοδεύει το νησάκι της Κρανάης, το νησάκι του πρώτου και αρχαιότερου παράνομου έρωτα της ιστορίας. Λέει λοιπόν ο μύθος, ότι στο μικρό νησί πέρασαν την πρώτη τους νύχτα, ο Πάρης και η Ελένη πριν φύγουν για την Τροία. Ο Πάρις φεύγοντας ξέχασε το κράνος του και έτσι πήρε το όνομά του.
Περνώντας μια χοντρή αλυσίδα, η οποία φράσσει την είσοδο στα τροχοφόρα, ξεκινήσαμε την εξερεύνηση του νησιού, φτάνοντας στο κυριότερο αξιοθέατο, στον Πύργο του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης και του τρίτου Μπέη της Μάνης, Τζαννετάκη-Γρηγοράκη. Ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα δείγματα της παραδοσιακής μανιάτικης αρχιτεκτονικής, ο Πύργος στεγάζει σήμερα το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης.
Η Κρανάη είναι πράσινη, αφού τμήμα της καλύπτεται από πεύκα, κυπαρίσσια και χαμηλούς θάμνους.
Ένας οκταγωνικός Φάρος, ύψους 22 μέτρων στέκει από το 1873, ακοίμητος φρουρός στο άλλο άκρο του μικρού νησιού. Πρωτολειτούργησε με πετρέλαιο και η ακτίνα της δέσμης φωτός του έφτανε τα 15 ναυτικά μίλια.
Στο λιμάνι του Γυθείου βρήκαμε πανεύκολα να παρκάρουμε το αυτοκίνητο. Αρχικά κινηθήκαμε προς τα δύο αγάλματα που το κοσμούν: το άγαλμα του αφανούς Ναυτικού
και το άγαλμα της Γοργόνας του Γυθείου, της γλύπτριας Ρόζας Hλιού, η οποία άφησε έντονο καλλιτεχνικό στίγμα στη Λακωνία.
Το λιμάνι είναι το ιδανικότερο σημείο, για να απολαύσει ο επισκέπτης την πόλη του Γυθείου, τη “Γη των Θεών” κατά τον Παυσανία. Λέγεται ότι κατά το χτίσιμο της πόλης, ο Ηρακλής έχοντας κλέψει τον μαντικό τρίποδα από το μαντείο των Δελφών ήρθε σε σύγκρουση με τον Απόλλωνα. Επειδή όμως ο αγώνας δεν έβγαζε αποτέλεσμα, αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας, ονόμασαν την πόλη "Γη των Θεών", για να τιμώνται και οι δύο.
Όποιος σταθεί στο λιμάνι και κοιτάξει απέναντι την πόλη, φευγαλέα θα του περάσει από το μυαλό ότι βρίσκεται σε νησί. Πανέμορφα νεοκλασικά του 19ου αιώνα σκαρφαλώνουν αμφιθεατρικά στην πλαγιά του κατάφυτου λόφου, του Ακούμαρου.
Βαμμένα σε υπέροχες παστέλ αποχρώσεις καθρεφτίζονται στη θάλασσα, που απλώνεται στα πόδια τους χαρίζοντάς της κίτρινες, ροζ, σομόν και γαλάζιες αποχρώσεις, ειδικά όταν λούζονται από τον πρωινό δυνατό ήλιο.
Δρόμοι, σοκάκια και ανηφορικά σκαλιά ελίσσονται ανάμεσα σε σπίτια με λουλουδιασμένες αυλές και εκκλησάκια, καθώς τραβούν την ανηφόρα, μέχρι την κορυφή του λόφου.
Όλα μοιάζουν με μια πολύχρωμη ζωγραφιά. Οι κόκκινες σκεπές, τα μπαλκονάκια των νεοκλασικών, τα τόσο όμορφα χρώματα, άλλα έντονα φρεσκοβαμμένα και άλλα ξεθωριασμένα από την αλμύρα και τον χρόνο πλάθουν μια ειδυλλιακή εικόνα, η οποία συμπληρώνεται από το γαλάζιο της θάλασσας. Και όλα αυτά μαζί προστατεύονται μέσα στη μεγάλη αγκαλιά του λιμανιού.
Όταν ο ήλιος έπεσε πίσω από το βουνό, όλα έγιναν ακόμα πιο ειδυλλιακά και ονειρεμένα. Μόνο η διαολεμένη υγρασία και η ζέστη μας χαλούσαν τις ευχάριστες εικόνες, που μας προσέφερε η πόλη. Τα φώτα άρχισαν σιγά-σιγά να ανάβουν. Αφήσαμε το λιμάνι και περνώντας την πλατεία κινηθήκαμε παραλιακά, χαζεύοντας τα εμπορικά μαγαζιά, τα μεζεδοπωλεία που βγάζουν τραπεζάκια στην προκυμαία και τα όμορφα καλοφτιαγμένα καφέ. Έξω από ένα σουβενιράδικο καθόντουσαν δύο γλυκύτατες, μεσόκοπες κυρίες. Αγόρασα μαγνητάκια για τη συλλογή μου και δεν έχασα την ευκαιρία να πιάσω κουβέντα μαζί τους, για να μάθω, πού τρώνε καλά οι ντόπιοι, για να φάμε και εμείς. Δεν θέλαμε να φάμε ψαρικά στην Τράτα, την οποία είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας, αλλά θέλαμε νόστιμα, καλοψημένα κρεατικά. Και οι δύο, μας πρότειναν τον μπάρμπα Σιδέρη, που φέρνει τα ψημένα κρέατα στη λαδόκολλα.
Όταν φτάσαμε στο εστιατόριο ο κόσμος ήταν λιγοστός και καθίσαμε στην αυλή, σε ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα, από την οποία ερχόταν μια απαλή αύρα, που μας ανακούφιζε από τη ζέστη. Σε λίγη ώρα το μαγαζί γέμισε. Οικογένειες με καρότσια με μωρά, αλλά και ξένοι, οι οποίοι μάλλον φιλοξενούνταν από φίλους ντόπιους είχαν έρθει όλοι στον μπάρμπα Σιδέρη για φαγητό. Ό,τι φάγαμε ήταν ικανοποιητικό, αλλά όχι κάτι το εξαιρετικό. Η αλήθεια είναι, ότι σύμφωνα με τα λόγια και τις περιγραφές των δύο κυριών, οι προσδοκίες μας ήταν υψηλότερες.
Κάναμε ξανά βόλτα στην πόλη και από την πλατεία αγοράσαμε παγωτά, τα οποία προς στιγμήν κατάφεραν να μας δροσίσουν. Χαζέψαμε για λίγο και μια “συναυλία” που γινόταν απέναντι από την Τράτα. Είχε κλείσει ο δρόμος και ένας τραγουδιστής με μια κιθάρα (ούτε καν ξέρω αν ήταν κάποια φίρμα ή κάποιος τοπικός κιθαρωδός) τραγουδούσε έντεχνα κομμάτια, καθισμένος δίπλα στη θάλασσα. Και επειδή όπως έχω πει πολλές φορές, εμείς δεν είμαστε του αλκοόλ λήξαμε τη βραδιά μας στο Γύθειο, αναχωρώντας για το Μαυροβούνι, στο οποίο είχαμε κλείσει κατάλυμα για τη διανυκτέρευσή μας.
Τέσσερα χιλιόμετρα δρόμος χωρίζουν το Γύθειο από το Μαυροβούνι, το οποίο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, με τα σπίτια του να πνίγονται από τα δέντρα και τη βλάστηση. Φτάσαμε στο Anastasia Apartments, ένα ευρύχωρο, πεντακάθαρο διαμέρισμα, με μπαλκόνι που βλέπει στη μεγάλη παραλία του χωριού. Τακτοποιηθήκαμε και αράξαμε στη βεράντα και τότε πια δροσιστήκαμε για τα καλά, αφού ένα ζωογόνο αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα, για να μας τονώσει και να μας συνεφέρει!
Last edited: