Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, και... “στο βάθος” Μουντιάλ στη Βραζιλία

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
“Εκουαδοράκι”, το “διαμαντάκι”

(Τουλκάν, Ιμπάρρα) Κίτο, Κουένκα, Γκουαγιακίλ, Μονταñίτα, Μάντα, Μπαΐα ντε Καράκες, Γκουαγιακίλ, Κίτο, Ιμπάρρα (πίσω στην Κολομβία). Αυτός είναι ο... χαρταετός (τραβώντας γραμμές σε έναν χάρτη από τη μία πόλη στην άλλη, με το Κίτο-Τουλκάν να είναι η ουρά) που... ζωγράφισα στο Εκουαδόρ, ο μήνας μου εκεί, ένας από τους πιο ξέγνοιαστους μήνες που έχω περάσει από τις αρχές του 2009, όταν, υπό συνθήκες που έχω αναφέρει σε άλλη ιστορία, βρέθηκα ξαφνικά άνεργος, κι ελεύθερος να ξοδέψω τα λεφτά μου και να περάσω τον χρόνο μου όπως διάολο ήθελα, δηλαδή ταξιδεύοντας, ταξιδεύοντας ασταμάτητα, εγωιστικά, άπληστα, και τώρα πλέον, πέντε χρόνια αργότερα, μάλλον καταχρηστικά... (μ' αρέσει που γράφω και “μάλλον”, ο ξεδιάντροπος)

Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στον χάρτη της Νότιας Αμερικής, βλέπει ότι με εξαίρεση την Ουρουγουάη (την οποία ως “Αργεντινός στην καρδιά” δε θεωρώ ξεχωριστή χώρα, αλλά... επαρχία της Αργεντινής “μου”) και τις τρεις που είναι στριμωγμένες μεταξύ της Βενεζουέλας και της Βραζιλίας, το Εκουαδόρ είναι η μικρότερη χώρα. Αν ήταν ποδοσφαιριστής, θα ήταν ο πιο κοντούλης παίκτης της ομάδας, όμως...

Όμως θα είχε την ίδια με τον πιο πολυδιαφημισμένο επιθετικό της ομάδας δεινότητα στο σκοράρισμα, θα είχε την ίδια φαρμακερή σκαφτή πάσα στην πλάτη της άμυνας με το “δεκάρι-βεντέτα” της ομάδας, και το ίδιο χάρισμα με τον κεντρικό αμυντικό-αρχηγό της να “καθαρίζει φάσεις”, "εξαφανίζοντας" τον γκολτζή της αντίπαλης ομάδας. Με άλλα λόγια, θα τα... έκανε όλα, και θα συνέφερε, επιπλέον επειδή (σημαντική λεπτομέρεια), θα ήταν κι ο χαμηλότερα αμειβόμενος παίκτης του συλλόγου. Το όνειρο κάθε προπονητή (ΚΑΙ προέδρου).

Αυτή η “χωρούλα” (για τα δεδομένα της Νότιας Αμερικής, επαναλαμβάνω ότι αναφέρομαι στο μέγεθός της), έχει σχεδόν τα πάντα. Αμαζόνιο-Άνδεις-παράλια Ειρηνικού-Γκαλάπαγκος (στο... πακέτο “φύση”), αυτόχθονες-μεστίσος-μαύρους-μεταξύ τους συνδυασμούς (στο πακέτο “κόσμος”), την πιο γραφική-όμορφη (κατ' εμέ) αμερικάνικη Πρωτεύουσα από το... αυλάκι του Παναμά και κάτω (αν και πιο πάνω, μόνο την Αβάνα μπορώ προσωπικά να βάλω δίπλα της να μοιράζεται τον θρόνο), άλλες πόλεις που είναι (στην κατηγορία τους) μεταξύ των κορυφαίων δειγμάτων σε όλη τη Νότια Αμερική (Κουένκα σαν “πόλη μεσαίου μεγέθους με όμορφη αρχιτεκτονική και χαλαρή ατμόσφαιρα”, Οταβάλο σαν “πόλη-αγορά”, Μονταñίτα σαν “παραθαλάσσιο χίπικο βασίλειο”, Γκουαγιακίλ σαν “πολύχρωμο, πολύβουο, decadent λιμάνι”, Μπαΐα ντε Καράκες σαν “μία τρύπα και μισή, αλλά ιδανική για να αποσυρθεί κανείς αφού βγει στη σύνταξη”), κι όλα αυτά, σε... οικονομικό πακέτο, οικονομικό χρονικά (μια και οι αποστάσεις είναι μικρές, και καλύπτονται σύντομα), οικονομικό και... budget-ικά, μια και είναι σημαντικά πιο affordable από όλες -σχεδόν- τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Αμερικής. Μόνο αν αποφασίσεις να πας στα Γκαλάπαγκος “ματώνει” η τσέπη σου στο Εκουαδόρ.

Η Βραζιλία είναι τεράστια και “αλμυρούτσικη”, η Αργεντινή επίσης τεράστια κι έχει βαλθεί να γίνει ακόμα πιο “αλμυρή” κι από τη Βραζιλία, η Χιλή είναι ένα ατελείωτο “μακρινάρι” που επίσης “τσιμπάει” την τσέπη σου, κι επιπλέον προσφέρεται για λιγότερο “χάζι” κόσμου, μια και δεν έχει μαύρο πληθυσμό (όχι ότι έχει η Αργεντινή). Η Βολιβία είναι μία sweetheart και μισή, ο μήνας μου εκεί με βοήθησε ΤΟΣΟ πολύ ψυχολογικά, που τη σκέφτομαι και μου έρχεται να... αγκαλιάσω δέντρα και κολόνες της ΔΕΗ, όμως δεν έχει δίοδο στον ωκεανό (θέμα για το οποίο σχεδόν “αρπάχτηκα” με κατά τα άλλα πολύ ανοιχτόμυαλο Χιλιανό), ενώ κάθε φορά που ανέβαινα σε λεωφορείο, κανείς δεν μπορούσε με βεβαιότητα να μου πει τι ώρα πραγματικά θα φεύγαμε, τι ώρα θα άνοιγε ο μπλοκαρισμένος δρόμος, και τι ώρα θα φθάναμε στον προορισμό μας, μια και ακόμα κι αν το πρώτο μπλόκο από διαμαρτυρόμενους ντόπιους διαλυόταν, πάντα υπήρχε ένα μπλόκο έξω κι από τον προορισμό μας...

Το Περού (δέχομαι ότι) έχει χίλια καλά, αλλά κι εκεί οι αποστάσεις για να πεις ότι “γύρισες όλη τη χώρα” είναι ατελείωτες (όχι φυσικά ότι καλά και ντε πρέπει να γυρίσεις ΟΛΟΚΛΗΡΗ μία χώρα), η Κολομβία είναι σημαντικά ακριβότερη από το Εκουαδόρ κι οι... ψυχοβγαλτικές μετακινήσεις με λεωφορεία στους καταγέλαστους “αυτοκινητοδρόμους” τους (αν και διαβάζω ότι η κατάσταση βελτιώθηκε τα τρία τελευταία χρόνια) με κάνουν να ιδρώνω και μόνο που τις σκέφτομαι, ενώ η Βενεζουέλα μπορεί κι εκείνη να έχει χίλια-μύρια καλά, αλλά στον τομέα “ασφάλεια” είναι μία τεράστια μαύρη τρύπα, όπως θα σας πουν... έντεκα στους δέκα ντόπιους και επισκέπτες της. Το Καράκας είναι η μόνη πόλη στα μέχρι στιγμής ταξίδια μου στην οποία από τη δύση του ήλιου και μετά, περπατώντας στον ξενώνα μου από τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό, περπατούσα πάνω στη διπλή γραμμή στη μέση του δρόμου, κι όχι σε ένα από τα δύο πεζοδρόμια, στα οποία έβλεπες μόνο... “ύποπτες” φιγούρες. Όταν δε, με επέστρεφαν στον ξενώνα οι Ελληνοβενεσολάνοι που γνώρισα εκεί, επέμεναν να με αφήσουν στην πόρτα του ξενώνα, κι όχι στην πλησιέστερη γωνία, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κάνουν έναν τεράστιο κύκλο σε μονόδρομους. No further comment...

Όσο για τις δύο “ουάες”, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη, επαναλαμβάνω, η Ουρουγουάη δεν είναι χώρα, αλλά μία αξιοζήλευτα λειτουργούσα επαρχία του λατρεμένου μου μπουρδελοκράτους που λέγεται Αργεντινή, ενώ η Παραγουάη (στην οποία έχω περάσει λιγότερο χρόνο από οπουδήποτε αλλού στη Νότια Αμερική) έχει μπόλικο... ταξιδιωτικό “ψωμί” αν ξύσεις την επιφάνεια, όμως, όπως και η Βολιβία, στερείται πρόσβασης στη θάλασσα, δεν έχει ΜΙΑ πόρνη παραλία, κάτι που από μόνο του αφαιρεί πόντους στη βαθμολογία που βάζω σε κάθε χώρα, ή μάλλον που θα έβαζα αν έκανα μία σχετική λίστα, όπως κάποιος συγκεκριμένος τραβελστορίτης που έχω στο μυαλό μου, ο καλύτερος γραφιάς ιστοριών σε αυτό το σάιτ, και last but most definitely not least, ορκισμένος θαυμαστής και promoter του Περού(...).

Μπορώ σχεδόν να... ακούσω (αυτό μου λείπει για να έρθει να δέσει το γλυκό, να αρχίσω να... “ακούω φωνές”) τον ίδιο φίλο που μόλις ανέφερα, να λέει “σαν το Περού, πουθενά”. Έχω κατά νου δύο τουλάχιστον φίλους που πίνουν νερό στο όνομα της Κολομβίας, και δε τη βάζουν δεύτερη να βλέπει την πλάτη καμίας άλλης χώρας. Φαντάζομαι πολλούς να είναι έτοιμους να βάλουν το χέρι τους στη φωτιά ότι ο “απόλυτος ταξιδιωτικός προορισμός” στη Νότια Αμερική δεν μπορεί να είναι άλλη χώρα από τη “μια κατηγορία μόνη της” Βραζιλία. Ναι μεν, αλλά...

Ναι, η “Βραζιλιάρα” δεν μπορεί να συγκριθεί με το “Εκουαδοράκι”, το διαμάντι-χώρα που λέγεται Κολομβία γυαλίζει περισσότερο από το διαμαντάκι-χώρα στα νοτιοδυτικά της, το Περού μπορεί να είναι ο τοπ προορισμός που παρουσιάζεται να είναι από ένθερμους λάτρες του (προσωπικά δεν έχω γνώμη, αν και έχω περάσει έναν μήνα εκεί. Στο επόμενο κείμενο θα εξηγήσω γιατί... προτιμώ να μην έχω ακόμα γνώμη για μία χώρα στην οποία πέρασα τέσσερις εβδομάδες), όμως επιμένω ότι με βάση το μέγεθός του, το Εκουαδόρ είτε βάζει τα γυαλιά σε άλλες χώρες, είτε απλά δεν έχει σχεδόν τίποτα να ζηλέψει από εκείνες.

Καταλήγοντας εκεί που έκλεισα και το χθεσινό κείμενο, επιμένω στο πόσο “ξέγνοιαστα” ταξιδεύεις στο Εκουαδόρ. Σε έναν μήνα, πήρα μόλις δύο βραδινά λεωφορεία, τα οποία σε άλλες χώρες της... γειτονιάς αποτελούν κανόνα, και όχι εξαίρεση. Επιπλέον, οι μετακινήσεις με τα λεωφορεία ήταν από τις πιο value for money που έχω κάνει στη Νότια Αμερική. Στον τομέα “διαμονή”, για δικό μου δωμάτιο στο Εκουαδόρ έδινα λιγότερα απ' ότι για κρεβάτι σε κοιτώνα στην Κολομβία, ενώ στο δικό μου... ποδοσφαιροδιεστραμμένο μυαλό, “κάθισε πολύ καλά” το ότι στο Εκουαδόρ έδινα λιγότερα χρήματα για να δω αγώνα του Λιμπερταδόρες (του Τσάμπιονς Λιγκ της Νότιας Αμερικής), από εκείνα που έδινα στην Κολομβία για να βλέπω αγώνες του πρωταθλήματός τους. Στο Εκουαδόρ έδινα 6-7 ευρώ για να δω το... Τσέλσι-Μπαρσελόνα της ηπείρου, και στην Κολομβία έδινα περισσότερα για να δω το τοπικό... Παναιτωλικός-Λεβαδειακός. Μεγάλη υπόθεση το να είσαι σε μία χώρα και να αισθάνεσαι ότι αν και με περιορισμένο μπάτζετ, ΔΕ χρειάζεται να ανησυχείς για το τι θα φας, πού θα μείνεις, πώς θα μετακινηθείς, πώς θα διασκεδάσεις... Ξεγνοιασιά...

Ακόμα και στον τομέα “ασφάλεια”, προσωπικά το Εκουαδόρ το βρήκα παράδειγμα προς μίμηση (για τα δεδομένα της Νότιας Αμερικής), παρά τις ιστορίες που είχα ακούσει -κυρίως- για το Κίτο, παρά την... “ύποπτη” ατμόσφαιρα σε κομμάτια του Γκουαγιακίλ, ακόμα και στο κέντρο, ακόμα και μέρα-μεσημέρι. Συγκρίνοντας το Εκουαδόρ με άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής, στον τομέα “ασφάλεια” η παραμονή μου εκεί ήταν... “βόλτα στο πάρκο”. Μία ακόμη πηγή άντλησης ξεγνοιασιάς, ένας ακόμη λόγος που με κάνει να λέω ότι στο... Εκουαδοράκι “ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα από οπουδήποτε αλλού στη Νότια Αμερική”. Κάθε λογής ενστάσεις, αντιρρήσεις, καλοδεχούμενες και απόλυτα σεβαστές.

Συνεχίζοντας νοερά τη φορά με την οποία θα ταξιδέψω από αρχές Φεβρουαρίου μέχρι τέλη Μαΐου, το επόμενο κείμενο θα το αφιερώσω στο “control+A, delete, διαγράφω τον φάκελο των αναμνήσεων του 2012 και ανοίγω νέο φάκελο”, Περού.
 
Last edited:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.977
Likes
52.469
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Τα όσα δίαβαζες για το Κίτο είναι αληθινά, αλλά ένα από τα άπειρα θαύματα που έκανε ο εξαιρετικός, σοβαρός, απόλυτα επιτυχημένος πρόεδρος της χώρας (που δυστυχώς αποφάσισε ότι ΔΕ θα ξανακατέβει και θα μεταναστεύσει στο Βέλγιο μόλις λήξει η θητεία του) ήταν να μετατρέψει το Κίτο από ένα άνδρο ληστών και απαγωγέων σε μια παλιά πόλη-διαμάντι. Το οποίο είναι ένα μόνο από τα άπειρα θαύματα που έκανε στη χώρα, ο σπουδαγμένος στο Σικάγο, εκτός των άλλων, ταλαντούχος κύριος Κορρέα, υπόδειγμα ανθρώπου-προέδρου-ηγέτη.
της Αργεντινής “μου”
διαγράφω τον φάκελο των αναμνήσεων του 2012 και ανοίγω νέο φάκελο”, Περού.
Μετανοείτε Χριστιανοί...
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Μέσα Μαρτίου του 2012, μετά από σχεδόν έναν μήνα στη Χιλή (κι άλλους τρεις στην Αργεντινή), πάτησα για πρώτη φορά περουβιανό χώμα. Παίρνοντας λεωφορείο από την Αρίκα (Χιλή, ακριβώς πριν τα σύνορα), η πρώτη πόλη του Περού που συναντάς είναι η Τάκνα, την οποία κάτι μου λέει ότι οι ξένοι ταξιδιώτες στη συντριπτική πλειοψηφία τους βλέπουν απλά σαν... σταθμό λεωφορείων, στον οποίο κατεβαίνεις, πηγαίνεις τουαλέτα, αγοράζεις εισιτήριο για τον επόμενο, τον “πραγματικό” προορισμό σου, αγοράζεις κανένα σνακ για τη διαδρομή, κι απλά περιμένεις την ώρα αναχώρησης, χαζεύοντας τον κόσμο (έχοντας τους εργαζόμενους στις εταιρείες λεωφορείων να σου ζαλίζουν τα αυτιά έτσι όπως φωνάζουν ασταμάτητα τα ονόματα των πόλεων-προορισμών τους).

Προσωπικά, σκέφτηκα ότι ήμουν εκεί εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ότι το πιθανότερο ήταν/είναι να μην περάσω ποτέ ξανά από εκεί, κι ότι δεν είχα... νταβά στο κεφάλι και στον χρόνο μου, στο Περού μπορούσα να περάσω λίγο-πολύ “όσο χρόνο ήθελα”, οπότε... ΤΟΤΕ ήταν ευκαιρία να δω την πόλη, μένοντας έστω μία μέρα. Αυτό έκανα, πέρασα μία μέρα στο... Πετρίτσι του -νότιου- Περού (Πετρίτσι = πρώτη -ουσιαστικά- βουλγαρική πόλη που συναντάς μετά τα σύνορα στον Προμαχώνα, πόλη που... μοναδική ίσως προίκα της είναι ακριβώς ότι βρίσκεται δίπλα στα σύνορα, κι αν επισκέπτεσαι τη Βουλγαρία για πρώτη-πρώτη φορά σού εξάπτει το ενδιαφέρον δίνοντάς σου την ευκαιρία να εντοπίσεις κάποιες πρώτες διαφορές -φυσικά κι ομοιότητες- μεταξύ Βουλγαρίας κι Ελλάδας, πίνοντας κι έναν καφέ φθηνότερα από την “εδώ” πλευρά των συνόρων).

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, “με έπαιρνε” να πληρώσω για δικό μου δωμάτιο, το οποίο μάλιστα μου κόστισε λιγότερο από το κρεβάτι σε κοιτώνα χόστελ στην Αρίκα, την τελευταία βραδιά μου στη Χιλή. Βόλτα, χάζι, παρατήρηση διαφορών μεταξύ Περού και Χιλής, ή έστω μεταξύ Τάκνα και Αρίκα, χορταστικό και πάμφθηνο φαγητό σε ένα πολύ συμπαθητικό φαγάδικο μίας εξίσου συμπαθητικής κι εξυπηρετικής κυρίας, ποδόσφαιρο στην τηλεόρασή ΜΟΥ, δεύτερη βόλτα για βραδινές φωτογραφίες, σνακ, δεύτερο σνακ, τρίτο σνακ, περισσότερο χάζι, και τέλος, απερίσπαστος ύπνος, χωρίς κόσμο να μπαινοβγαίνει, να ανάβει φώτα και να κάνει θόρυβο ακόμα και στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ή στις πέντε το πρωί, όπως συχνά-πυκνά συμβαίνει σε κοιτώνες χόστελ. Απερίσπαστος, ύπνος, κάτι που εκτιμάς αφάνταστα αν σου έχει λείψει για πολύ καιρό.

Τίποτα συγκλονιστικό, λοιπόν, η μέρα μου στο... περουβιανό Πετρίτσι, πλην όμως, όλα καλοδεχούμενα, κι αρκετά για να με κάνουν να θυμάμαι την Τάκνα ως “ευχάριστη εισαγωγή” στο Περού.

Την επομένη, μετά την... “ορεκτικό”-Τάκνα, ήταν ώρα για την “πρώτο πιάτο”-Αρεκίπα. Αρεκίπα, Αρεκίπα, Αρεκίπα... Γράφοντας το όνομά της μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει σταθερά δύο -σχεδόν- χρόνια τώρα, κάθε φορά που για τον έναν ή τον άλλο λόγο τη φέρνω στο μυαλό μου, εκείνη και το πώς πέρασα τις εννιά(!) μέρες μου εκεί. Χαμογελάω, νοσταλγικά...

Είχα προεπιλέξει μέσω ίντερνετ έναν ξενώνα λίγα βήματα μακριά από την όμορφη κεντρική πλατεία, και ακόμη λιγότερα βήματα από πολύ “ζωντανό” πεζόδρομο, ξενώνας ο οποίος αποδείχθηκε λίρα εκατό (για μένα τουλάχιστον). Όσο για την πόλη, με κέρδισε πριν καν αφήσω τα πράγματά μου στο δωμάτιο και βγω για πρώτη βόλτα. Τα όμορφα κτήρια που είχα δει στη διαδρομή από τον σταθμό των λεωφορείων μέχρι τον ξενώνα, και η πανοραμική θέα από την ταράτσα του ξενώνα, μου είχαν ήδη... “πουλήσει” την Αρεκίπα, είχα ήδη “ψηθεί” να την “αγοράσω”, να μείνω περισσότερο από τις τρεις-τέσσερις ημέρες που αρχικά είχα υπολογίσει.

Για να περιγράψω το πώς πέρασα στην Αρεκίπα, θα μπορούσα να πάρω όσα έγραψα στο προ-προηγούμενο κείμενο για την Ιμπάρρα, να κάνω copy/paste, μετά όμως θα έπρεπε να πάρω τις προτάσεις μου μία-μία και να της... φουσκώσω με θαυμαστικά. Στην Αρεκίπα, όπως και στην Ιμπάρρα, στη μέση πολύμηνου ταξιδιού, βρήκα μία comfort zone από την οποία έπρεπε να με... κλοτσήσω στον πισινό για να ξεκολλήσω. Είχα δικό ΜΟΥ δωμάτιο, πάμφθηνο, δική ΜΟΥ τηλεόραση για να ικανοποιώ τον football-aholic μέσα μου, μέχρι και γραφειάκι στο δωμάτιό μου, με πεντάστερο ασύρματο ίντερνετ. Ο γραφιάς μέσα μου είχε πιάσει λαχείο... Βα-σι-λιάς...

Η διαφορά όμως σε σύγκριση με την Ιμπάρρα ήταν ότι είχα στη διάθεσή μου, για βόλτες, όχι μία “ok enough” πόλη, αλλά μία πόλη που νομίζω ότι δύσκολα βαριέσαι, λόγω αρχιτεκτονικής, γεωγραφικών χαρακτηριστικών (εν μέσω βουνοκορφών, με ποτάμι να τη διασχίζει), αλλά και γενικότερης... “ζωντάνιας”.

Επιπλέον, Η διαφορά, με το “Η” κεφαλαίο, ήταν ότι στην Ιμπάρρα είχα... κατεβάσει ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω ψυχή, ήθελα να είμαι αόρατος, σκέτο φάντασμα. Στην Αρεκίπα, κάθε μέρα ήμουν με κόσμο, κάτι που αν και μονόχνοτος από τη φύση μου οφείλω να ομολογήσω ότι ζωγραφίζει με πολύ πιο έντονα χρώματα την είκονα των αναμνήσεων από κάθε μέρος που έχω επισκεφτεί. Υπάρχουν για παράδειγμα μέρη όπου πέρασα μόλις δύο μέρες με καλή παρέα, αλλά με κάνουν να “χαμογελάω, νοσταλγικά”, πολύ περισσότερο από μέρη στα οποία πέρασα ΔΕΚΑ μέρες, αρκούμενος στη βαρετή συντροφιά του ίδιου του εαυτού μου...

Στην Αρεκίπα λοιπόν, αν δεν κάναμε χαβαλέ με μία Αμερικάνα που είχα γνωρίσει πριν από λίγες εβδομάδες στο Σαντιάγο κι έτυχε να είναι κι εκείνη στην Αρεκίπα τις ίδιες ημέρες, ήμουν με ντόπιους, μέλη ενός σάιτ, να τα λέμε περί ανέμων και υδάτων για ώρες. Κι αν δεν ήμουν ούτε με εκείνους, ήταν επειδή ήμουν στη μέση περήφανης επίδειξης της “argentininad” μου, κουβεντιάζοντας και χασκογελώντας με τις ώρες με ένα αργεντινοσπανιόλικο ζευγαράκι που γνώρισα στον ξενώνα (έκαναν το Μπουένος Άιρες-Ουσουάια-Παναμάς με ποδήλατα!), “θάβοντας” (με χιουμοριστική διάθεση) τους Χιλιανούς, κοροϊδεύοντας (με λιγότερο χιουμοριστική διάθεση) τους Ουρουγουανούς που νομίζουν ότι ζούνε σε ξεχωριστή χώρα κι όχι σε επαρχία της Αργεντινής, υπερτονίζοντας όλα εκείνα που κάνουν την Αργεντινή ό,τι πλησιέστερο προς τον παράδεισο υπάρχει επί γης (ξερόβηχας...), και καρα-υπερτονίζοντας (μπλέκοντας ασταμάτητα τα μεν με τα δε) όλα εκείνα που την κάνουν το μεγαλύτερο μπουρδελοκράτος του πλανήτη (αν υπάρχει κάτι που οι Αργεντινοί λατρεύουν περισσότερο από το να υμνούν πομπωδώς τη χώρα τους, είναι το να αυτομαστιγώνονται).

Μετά από εννιά όμορφες-όμορφες-όμορφες ημέρες, το βρήκα μέσα μου να μαζέψω τα πράγματά μου, έστω κι απρόθυμα, και να συνεχίσω το ταξίδι. Βραδινό λεωφορείο για Λίμα, στην οποία, μετά τις πρώτες δώδεκα ώρες, έχοντας λατρέψει την ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα-ξενώνα μου, έχοντας χαρεί ποδοσφαιρικό αγώνα σε ιστορικό γήπεδο της πόλης, κι έχοντας πολλά υποσχόμενη ελληνική παρέα (συνονόματό μου, Δημήτρη, που παρακολουθούσα μέσω του σάιτ του επί χρόνια -εκείνος άρχισε να ταξιδεύει πολύ πριν από μένα, πριν το 2009), έπεσα στο κρεβάτι το βράδυ σκεπτόμενος ότι μπορεί να άφηνα τη Βολιβία για άλλο ταξίδι, να περνούσα όχι έναν, αλλά δύο και κάτι μήνες στο Περού -ΤΟΣΟ είχα φτιαχτεί- και να πετούσα απευθείας από Περού για Ρίο ντε Ζανέιρο, από το οποίο είχα πτήση επιστροφής στη Θεσσαλονίκη. Ήταν βράδυ 24ης Μαρτίου, 2012 επαναλαμβάνω. Όταν έπεσα στο κρεβάτι το επόμενο βράδυ, 25 Μαρτίου, εκείνο που σκεφτόμουν ήταν πώς μπορούσα να αλλάξω το “non-changeable” εισιτήριό μου από Ρίο για Θεσσαλονίκη, να το κάνω Λίμα-Θεσσαλονίκη, κι αντί για τέλη Μαΐου να το κάνω... 26 Μαρτίου...

Στο επόμενο κείμενο συνεχίζω και ολοκληρώνω για Περού, εξηγώντας γιατί σήμερα, όταν σκέφτομαι Περού συνολικά (κι όχι αποκλειστικά Αρεκίπα), προτιμώ να σκέφτομαι μία μεγάλη μαύρη τρύπα -στις αναμνήσεις μου- παρά κάτι χειρότερο.
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Προχθές βρέθηκα με παλιό πρώην συνάδελφο, καθίσαμε και τα είπαμε με τις ώρες, κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα ποτέ σε ταξίδι πρόβλημα με την ασφάλειά μου, αν με έχουν κλέψει, αν μου έχουν επιτεθεί, κι έτσι βρέθηκα να του λέω με λεπτομέρειες τι ακριβώς μου συνέβη τη δεύτερη μέρα στη Λίμα. Τι κατάλαβα; Φούντωσα από τα νεύρα μου, και χάλασε (έστω και για λίγο μόνο) η διάθεσή μου. Προτιμώ λοιπόν επιγραμματικά μόνο να γράψω ότι μου... “την έπεσαν” τέσσερις τύποι όπως πήγαινα να δω έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο εθνικό στάδιο, κι όσο κι αν το πάλεψα να σώσω το σακίδιο που είχα μαζί μου, μετά από ένα λεπτό (που μπορεί να ήταν και 15-20 δευτερόλεπτα, όμως σε τέτοιες συνθήκες κάθε δευτερόλεπτο σου φαίνεται να διαρκεί περισσότερο) τα τσογλάνια του κερατά την κοπάνησαν με ό,τι είχα μαζί μου, με τα πάμπολλα πράγματα που ΒΛΑΚΩΔΩΣ είχα μαζί μου, πράγματα πολλά εκ ων οποίων δεν είχα κανέναν πραγματικό λόγο να έχω μαζί μου...

Η... πλάκα της υπόθεσης ήταν ότι όπως έφευγαν, πέταξαν (ή τους έπεσαν) δύο πράγματα: το διαβατήριό μου (το οποίο σχεδόν ποτέ δεν κουβαλάω μαζί μου, αρκούμαι να έχω μία φωτοτυπία), και το... εισιτήριο του αγώνα :), το οποίο είχα προαγοράσει σε εμπορικό κέντρο κοντά στον ξενώνα μου. Η “πλάκα” έχει να κάνει με το ότι παρά το τι μόλις είχε συμβεί, πήγα σε ένα βενζινάδικο εκεί δίπλα, καθάρισα τα αίματα, συμμάζεψα όσο μπορούσα το σκισμένο στις τσέπες του παντελόνι, και... πήγα στο γήπεδο :):) (που ήταν σε απόσταση ούτε πεντακοσίων μέτρων). Χωρίς φωτογραφικές μηχανές όμως (δύο είχα στο σακίδιο), άρα χωρίς τρόπο να βγάλω φωτογραφίες, και με την ψυχολογία μου... έτσι όπως ήταν, στο ημίχρονο έφυγα, και πήγα στην αστυνομία να κάνω καταγγελία, όχι επειδή περίμενα να κάνουν κάτι, αλλά επειδή ήθελα να δω πώς είναι η διαδικασία, τι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Σαν εμπειρία το είδα.

Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι το βράδυ που επέστρεψα στον ξενώνα (ο οποίος ουσιαστικά ήταν ένα διαμέρισμα με δύο δίκλινα δωμάτια κι έναν μικρό κοιτώνα, για πολύ λίγα άτομα, επομένως μέσα σε δύο λεπτά όλοι είχαν γνωριστεί με όλους), βρήκα έναν Ισπανό που νωρίτερα την ίδια μέρα είχε φθάσει από Καράκας. Με είδε ένα χάλι και μισό, με τα γδαρσίματα στα χέρια και στα πόδια, πιάσαμε κουβέντα, του είπα τα δικά μου, και μετά... μου είπε εκείνος τα δικά του...

Το προηγούμενο βράδυ, η πτήση του από Μαϊάμι για Καράκας είχε καθυστέρηση, δεν προλάβαινε την πτήση από Καράκας για Λίμα, και από την αεροπορική εταιρεία τού είπαν ότι θα τον περίμενε κάποιος στο αεροδρόμιο, και με έξοδα της εταιρείας θα περνούσε κάποιες ώρες σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, μέχρι να έφθανε η ώρα για την επόμενη πτήση για Λίμα. Όντως, στο αεροδρόμιο του Καράκας τον περίμενε κάποιος με το όνομά του γραμμένο σε ταμπέλα, τον έβαλε σε αυτοκίνητο, ήταν υποτίθεται ο οδηγός του, όμως αφού απομακρύνθηκαν λίγο από το αεροδρόμιο, ο οδηγός σταμάτησε και μπήκε στο αμάξι δεύτερος τύπος. Με τα πολλά, έβγαλαν όπλα (προφανώς κάποιος από την αεροπορική εταιρεία είχε κάνει τη δουλειά, ενημερώνοντας ανθρώπους του στο Καράκας), τον πήγαν σε ΑΤΜ, τον έβαλαν να βγάλει όσα μπορούσε να βγάλει με τις τρεις-τέσσερις κάρτες που είχε μαζί του, και... τον επέστρεψαν στο αεροδρόμιο, απλά με τα ρούχα που φορούσε, και το διαβατήριό του.

Τον είχαν “ελαφρύνει” κατά λίγες χιλιάδες ευρώ (όσα μπορούσε να βγάλει με τις κάρτες, κι εκείνα που είχε μαζί του), θυμάμαι δε ότι του είχαν πάρει και τον σάκο, αλλά κι ένα μικρότερο σακίδιο στο οποίο είχε την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή του (φωτογράφος ήταν το παιδί), με όλα τα αξεσουάρ του, φακούς και τα σχετικά...

Περιττό να γράψω ότι ακούγοντάς τον, αναθεώρησα το... μέγεθος του δικού μου δράματος. Το δικό μου τουλάχιστον είχε τελειώσει σε ένα λεπτό. Εκείνον τον είχαν “αιχμάλωτο” για αρκετή ώρα, και φυσικά δεν ήξερε τι θα έκαναν με την πάρτη του στο τέλος, όταν δεν θα τους ήταν πλέον χρήσιμος.

Άλλη ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η ιδιοκτήτρια του ξενώνα με είχε προειδοποιήσει να προσεγγίσω το στάδιο από μία συγκεκριμένη πλευρά, κι όχι από εκείνην που της είχα πει ότι είχα σκοπό να πάω. Με είχε προειδοποιήσει ότι η συγκεκριμένη γειτονιά ήταν επικίνδυνη, όμως... ήταν μέρα μεσημέρι, μαμάδες τάιζαν τα μωρά στους στις εισόδους των κτηρίων τους, και βασικά, μετά από τόσα ταξίδια χωρίς το παραμικρό πρόβλημα ασφάλειας, είχα -ο μωρός- φθάσει στο σημείο να πιστεύω ότι... ήμουν λίγο-πολύ άτρωτος, ότι “επιθέσεις και τα σχετικά συμβαίνουν μεν, αλλά σε άλλους, όχι σε μένα”. Ας, πρόσεχα, ο, βλαξ.

Μετά από αυτό, ούτε η σούπερ παρέα του Δημήτρη (που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο), ούτε η παρέα της ίδιας Αμερικάνας που νωρίτερα είχα συναντήσει στο Σαντιάγο και στην Αρεκίπα, στάθηκαν ικανά να... σώσουν την κατάσταση. Εκείνο που βασικά αισθανόμουν ήταν οργή, από τη μια επειδή είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί, κι από την άλλη επειδή είχα επιτρέψει να την... πατήσω έτσι. Πιο πολύ με τον εαυτό μου τα είχα, παρά με τα τέσσερα τσογλάνια (στα οποία ακόμα και σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να εύχομαι αργό και οδυνηρό θάνατο. Αυτούς και τους ομοίους τους ας τους συγχωρήσει κάποιος Άλλος(...). Εγώ, όχι).

Μ' αρέσει που θα αναφερόμουν “επιγραμματικά μόνο” στα της Λίμα... Πού να αναφερόμουν κι εκτενώς δηλαδή...

Έχασα το 99% της διάθεσής μου να συνεχίσω το ταξίδι, ήθελα να βάλω άμεσα τέλος, να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όμως το αεροπορικό δεν μπορούσα να το αλλάξω, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αγοράσω καινούργιο, πανάκριβο, one-way από Λίμα για Θεσσαλονίκη. Το πήρα λοιπόν μέρα-μέρα, αγόρασα καινούργια μηχανή, έκανα παρέα με τον Δημήτρη και την Αμερικάνα, γνώρισα κόσμο και στον ξενώνα, και μετά από αρκετές ημέρες (δεν έφευγα από τη Λίμα, επειδή ήθελα να είμαι κοντά στο αεροδρόμιο αν αποφάσιζα να τινάξω την μπάνκα μου στον αέρα αγοράζοντας εκείνο το πανάκριβο one-way εισιτήριο), πήρα λεωφορείο για Κούσκο...

Λεπτομέρεια: αν θυμάμαι καλά, το ταξίδι επρόκειτο να διαρκέσει 21 ώρες (με σούπερ λεωφορείο, με θέσεις τόσο άνετες που ήταν σχεδόν σαν να πετάς business class -λέμε τώρα...). Στο Κούσκο όμως φθάσαμε στις 25-26 ώρες, επειδή καμιά ώρα πριν την πόλη πέσαμε σε κατολίσθηση, κι έπρεπε να περιμένουμε να έρθει συνεργείο να καθαρίσει, ή μάλλον να “στρώσει” στοιχειωδώς τον δρόμο.

Αισθανόμουν ότι για να “ξεκολλήσω”, έπρεπε να φύγω από το Περού. Ένιωθα ότι μόνο αν περνούσα σύνορα κι άφηνα το Περού πίσω, θα μπορούσα να... τραβήξω μια γραμμή, να κάνω μία νέα αρχή (όπως ακριβώς συνέβη τη μέρα που πήρα λεωφορείο από Πούνο για Κοπακαμπάνα, Βολιβία). Όμως ήμουν στο Κούσκο, και το θεωρούσα “ταξιδιωτική ήττα” να φύγω χωρίς να πάω στο Μάτσου Πίτσου, “εκεί δίπλα”. Επί τέσσερις-πέντε μέρες το πάλεψα να βρω διάθεση να πάω. Δε βρήκα. Δεν πήγα. Πρέπει να ανήκω στο 0,01% των ξένων που έχουν περάσει από το Κούσκο και ΔΕΝ πήγαν στο Μάτσου Πίτσου... :) (πικρό χαμόγελο)

Σήμερα, με... κρύο αίμα, σκέφτομαι ότι έπρεπε να είχα ζητήσει από κάποιον να με χαστουκίσει, να με... συνεφέρει, και να είχα σκάσει τα ουκ ολίγα χρήματα που κοστίζει η “πολυτέλεια” να φθάσεις στο Μάτσου Πίτσου και να βγάλεις την κλασική “once in a lifetime” φωτογραφία με τα ερείπια πίσω (υπάρχει και πιο budget-friendly τρόπος να πας, μου τον περιέγραψαν παιδιά που τον δοκίμασαν, όμως αμφιβάλω αν η ταλαιπωρία αξίζει τα χρήματα που γλιτώνεις). Τότε όμως, είχα “στραβώσει” τόσο, που το μόνο που είχα διάθεση να κάνω ήταν να σιχτιρίσω το Περού (λες και μου έφταιγε όλη η χώρα) και να... ξεκουμπιστώ. Επιτέλους, να ξεκουμπιστώ.

Για το πώς είναι η Λίμα και το Κούσκο (και το Πούνο), σας... παραπέμπω σε ιστορίες άλλων παιδιών που έχουν πάει κι έχουν μοιραστεί αναμνήσεις/εντυπώσεις. Στο δικό μου το μυαλό, παρά την καλή παρέα στη Λίμα και το “όμορφο σκηνικό” του Κούσκο (γοητευτικό, νομίζω αντικειμενικά), τις ημέρες μου εκεί τις έχω κατηγοριοποιήσει ως “μαύρη τρύπα”. Ας πρόσεχα...

Συνεχίζω με (ένα ή δύο κείμενα-ύμνους στη) Βραζιλία.
 
Last edited:

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Εδώ και ώρα χαζεύω την οθόνη του υπολογιστή προσπαθώντας να... κατεβάσω λέξεις στις οποίες να καθρεφτίζεται ο απέραντος θαυμασμός μου στη “μία κατηγορία μόνη της” χώρα που λέγεται Βραζιλία, όμως... τίποτα, κόμπος τα δάκτυλα, σαν κόμπος στον λαιμό πιτσιρικά που έχει τσιμπηθεί άσχημα με κοπελιά, θέλει να της πει τι αισθάνεται, αλλά... παραλύει, και μένει απλά να τη χαζεύει... Ελλείψει φαντασίας, θα αρχίσω με το πιο... πεζό απ' όλα, αναφέροντας επιγραμματικά πότε πήγα πού. Ίσως σταδιακά μου λυθούν τα δάκτυλα και γράψω κάτι πιο ευφάνταστο...

Στη Βραζιλία είχα την ανείπωτη χαρά να πατήσω πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2007, την πρώτη φορά που πήγα στην “απέναντι” πλευρά του Ατλαντικού. Μη θέλοντας να... μπλέξω με τις μη καλοκαιρινές καιρικές συνθήκες που θα επικρατούσαν νότια του Ρίο, κι αφού ούτως ή άλλως οι πτήσεις από και προς Ευρώπη ήταν προς/από Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, επέλεξα να περάσω τον πολύ περισσότερο χρόνο μου στα βορειοανατολικά, από Σαλβαντόρ μέχρι Φορταλέζα, συμπεριλαμβάνοντας φυσικά στο ταξίδι το Ρίο. Θεωρούσα (και σήμερα εξακολουθώ να πιστεύω ότι καλά το σκέφτηκα) ότι ήταν αδιανόητο να πάω πρώτη φορά στη Βραζιλία, και να μην πάω στο Ρίο, στην Κοπακαμπάνα, στο Μαρακανά, έστω κι αν αυτό σήμαινε δύο επιπλέον πτήσεις, από Σαλβαντόρ για Ρίο, κι από Ρίο για Φορταλέζα...

Αυτό στο οποίο ΔΕΝ πήγα, ήταν το Κορκοβάντο, η κορυφή με τον “Χρηστό Λυτρωτή”. Ήταν οι μέρες που το Ρίο... πατούσε γκάζι στην καμπάνια του για να συμπεριληφθεί το άγαλμα στα “7 σύγχρονα θαύματα του κόσμου”, οι πάντες μιλούσαν γι' αυτό, στον ξενώνα που έμεινα μου είχαν πάρει τα αυτιά για τις εκδρομές που διοργάνωναν καθημερινά εκεί, κι έτσι κατέληξα από αντίδραση να πάω σχεδόν οπουδήποτε αλλού, ΕΚΤΟΣ από το Κορκοβάντο. Αν είσαι (στριμμένος), να 'σαι...

Στο τέλος εκείνων των τριών εβδομάδων, ήμουν ξελογιασμένος από τη βορειοανατολική Βραζιλία. Φορταλέζα, Κανόα Κεμπράντα, Νατάλ, Ζοάο Πεσόα, Ολίντα, Ρεσίφε, Πόρτο τζι Γκαλίνιας, Μασεϊό, Σαλβαντόρ, μονίμως πάνω στην ακτή, με καθημερινές πολύωρες βόλτες πάνω σε αμμουδερή παραλία, ένα από τα μεγαλύτερα “μπόνους” που απολαμβάνεις στη Βραζιλία, μια και οι περισσότερες μεγάλες πόλεις είναι παραλιακές (και μάλιστα με θαυμάσιες -για βόλτα τουλάχιστον, και χάζι- αμμουδιές), και οι μεταξύ τους αποστάσεις είναι γεμάτες από μικρότερα παραλιακά καλούδια...

Τέλη Ιουνίου του 2007 επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, και κρέμασα ένα παρεό-σημαία της Βραζιλίας με τα “ζωντανά” χρώματά της στον τοίχο του στούντιο που νοίκιαζα, παρεό-σημαία που ξεκρέμασα μόνο όταν άδειασα το διαμερισματάκι σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, έχοντας αποφασίσει να “ξενιτευτώ” για κάποιους μήνες, άνεργος πλέον. Όλους εκείνους τους μήνες, η σημαία της Βραζιλίας ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα όταν άνοιγα τα μάτια κάθε πρωί, και πολλά πρωινά αυτό ήταν αρκετό για να μου φτιάξει τη διάθεση. Η σημαία, και το να ακούω “ασέ”, μουσικό είδος-σήμα κατατεθέν της Μπαΐα, από φωνάρες (ΚΑΙ “φωνάρες”, με την κίνκι έννοια της λέξης, αλλά εμένα στη Θεσσαλονίκη με απασχολούσαν κυρίως σαν φωνάρες, χωρίς εισαγωγικά) τύπου Ιβέτσι Σανγκάλο, Μαργκαρέτσι Μενέζις και Ντανιέλα Μέρκουρι. Μουσική τόσο “ξεσηκωτική” που ξε-ξυλαγγουριάζει μέχρι και τα μεγαλύτερα ξυλάγγουρα (πιστέψτε με).

Ιούλιο του 2009, όπως “σκότωνα” χρόνο στον ξενώνα μου στο Κανκούν περιμένοντας να έρθει η ώρα να πάω στο αεροδρόμιο για πτήση στην Αβάνα, βρέθηκα να χαζεύω τιμές εισιτηρίων για Βραζιλία. Χωρίς να το κουράσω ιδιαίτερα στο μυαλό μου, αγόρασα εισιτήρια, έχοντας αποφασίσει να επιστρέψω στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, να κάνω μαθήματα Πορτογαλικών, και μετά να το... κόψω νότια, μέχρι Μπουένος Άιρες, αρχίζοντας τέλη Αυγούστου. Έτσι κι έγινε.

Μετά από έναν μήνα μαθημάτων στην αγαπημένη μου βραζιλιάνικη πόλη, το Σαλβαντόρ, μήνας γεμάτος από αναμνήσεις τόσο έντονες που νομίζω ότι θα έμεναν αλώβητες στο μυαλό μου ακόμη κι αν χτυπούσα το κεφάλι μου και πάθαινα ολική -πλην Σαλβαντόρ- αμνησία, πήρα πτήση για Μπέλο Οριζόντε, και συνέχισα οδικώς προς Ρίο (όπου είχα σκοπό να περάσω 3-4 ημέρες κι έμεινα τελικά σχεδόν τρεις εβδομάδες, πηγαίνοντας, επιτέλους, και στο Κορκοβάντο), Κουριτσίμπα, Πόρτο Αλέγκρε (ένα ακόμα μέρος στο οποίο πήγα για τρεις ημέρες, κι έμεινα 9-10).

Αν αναλογιστεί κανείς ότι πέρασα σχεδόν τρεις μήνες στη χώρα, τα μέρη στα οποία πήγα ήταν ελάχιστα, κι αυτό γιατί χρησιμοποιούσα συστηματικά ένα σάιτ μέσω του οποίου βρίσκεις παρέα (και κόσμο να σε φιλοξενήσει) σχεδόν παντού, έπεφτα σε παιδιά με τα οποία είχαμε εξαιρετική χημεία (μεταξύ αυτών, ένα θεότρελο ζευγάρι στο Ρίο, τους οποίους δε βλέπω την ώρα να συναντήσω ξανά στην Μπραζίλια τον Ιούνιο που μας έρχεται), κι έτσι μου ήταν πολύ-πολύ δύσκολο να “ξεκολλήσω” από κάθε νέο μέρος που επισκεπτόμουν.

Μετά από ενάμιση μήνα, έχοντας κάνει έναν κύκλο Πόρτο Αλέγκρε-Μπουένος Άιρες-Ασουνσιόν-Ιγκουασού, πέρασα δύο “βγαλμένες από ταινία” (με την... “καλή” έννοια) μέρες στο Φοζ, πηγαίνοντας φυσικά στους καταρράκτες (μόνο όμως στη βραζιλιάνικη πλευρά), και μια βδομάδα στο Σάο Πάουλο που άρχισε τρα-γι-κά, όμως “σώθηκε” μετά από δραστικές αλλαγές που έκανα σε παρέα και τόπο διαμονής. Παρά το γεγονός πάντως ότι τη βδομάδα μου στο Σάο Πάουλο την “έσωσα”, ομολογώ ότι αν και μέγας λάτρης των πόλεων, η συγκεκριμένη μου κάθισε στο στομάχι, και τον Ιούνιο έχω σκοπό να δω ΜΟΝΟ ένα ματσάκι εκεί, το πρώτο του Μουντιάλ, το Βραζιλία-Κροατία, και να επιστρέψω στην πόλη ΜΟΝΟ την τελευταία μέρα πριν την πτήση της επιστροφής στην Ελλάδα (στην Τουρκία, για την ακρίβεια. Οι πτήσεις μου είναι από/προς Κωνσταντινούπολη).

Η τελευταία φορά που βρέθηκα στο Ρίο ήταν τον Μάιο του 2012. Μόλις είχα περάσει έναν “δε θα μπορούσα να είχα ζητήσει καλύτερο” μήνα στη Βολιβία, με φιλοξενούσε φίλη, είχα ήδη βγάλει δημοσιογραφική διαπίστευση για το Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας, ήξερα ότι επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη θα έμενα μόνο μια βδομάδα και μετά... “άντε γεια”, οπότε εκείνη τη βδομάδα στο Ρίο ήμουν μέσα στη χαζοχαρουμενιά.

Σε δυο γραμμές, γράφω απλά ότι όταν σκέφτομαι τη Βραζιλία το πρώτο που περνά απ' το μυαλό μου είναι “καλοπέραση”. Υπάρχει... “κάτι” στον αέρα, που ακόμα κι αν είσαι κρυόκωλος και μουντρούχος, σε κάνει να χαλαρώσεις. Ίσως είναι η “εξωτική” μουσική που έρχεται συνέχεια στα αυτιά σου από κάθε κατεύθυνση. Ίσως είναι το ότι οπουδήποτε γυρίσεις να κοιτάξεις, βλέπεις μια παραλία, και κόσμο να χαλαρώνει πάνω στην άμμο, να παίζει, να φλερτάρει, να γελάει, να πειράζει ο ένας τον άλλο, να χορεύει. Ίσως πάλι να τα έβλεπα εγώ έτσι, επειδή στη Βραζιλία είχα σχεδόν πάντα σούπερ διάθεση, κι αυτό να με έκανε να τα βλέπω όλα πολύ πιο σαγηνευτικά απ' όσο πραγματικά ήταν. Ίσως...

Προφανώς η Βραζιλία δεν είναι επί γης παράδεισος. Προφανώς μαστίζεται από προβλήματα τέτοιας έκτασης και έντασης που πραγματικά... τρομάζει το μάτι σου. Παρ' όλα αυτά όμως, επιμένω ότι η χώρα προσφέρεται για ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ όσο ελάχιστες άλλες, κι ειδικά σαν άρρωστος ποδοσφαιρόφιλος αισθάνομαι προνομιούχος που έχω αυτήν τη στιγμή όσα χρήματα και χρόνο χρειάζεται για να είμαι εκεί τον προσεχή Ιούνιο και Ιούλιο. Δεν έχω πάει ποτέ σε Μουντιάλ, δεν μπορώ να ξέρω αν θα πάω ξανά στο μέλλον, ξέρω όμως ότι αν κάποιος μου έλεγε ότι “μου είναι γραφτό” να πάω σε ΕΝΑ μόνο Μουντιάλ στη ζωή μου, χωρίς δεύτερη σκέψη θα διάλεγα Μουντιάλ στη Βραζιλία, στη Βραζιλία συγκεκριμένα, στη Βραζιλία πριν και πάνω από οπουδήποτε αλλού. (Τουλάχιστον) Όσοι είστε ποδοσφαιρόφιλοι, με... “νιώθετε”...
 
Last edited:

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Άναψε φωτιές το “sombrero vueltiao”...

(Επιστρέφοντας στα της Κολομβίας...) Σχολίασα τις προάλλες κάτι που έγραψε ο Yorgos για τις διαφορές μεταξύ της κομματιού της Κολομβίας που είναι στην ακτή της Καραϊβικής, και της υπόλοιπης χώρας. Επανέρχομαι επειδή έστω και σε επίπεδο “κουβέντα να γίνεται”, νομίζω ότι το θέμα έχει το ενδιαφέρον του, ειδικά για εκείνους που είτε σχεδιάζουν ταξίδι εκεί στο προσεχές μέλλον, είτε μία... βόλτα από εκεί την έχουν έστω στο πίσω μέρος του μυαλού τους.

Αρχές του 2011, στην παραλία της Ταγκάνγκα, μια ανάσα από τη Σάντα Μάρτα, στην ακτή της Καραϊβικής, ήμασταν μια δεκαμελής Ευρωπαιο-αυστραλιανή παρέα, μπαίναμε-βγαίναμε στη θάλασσα, κάναμε χαβαλέ, λιγουρευόμασταν (οι άρρενες μεταξύ ημών) τις Κολομβιανές τριγύρω μας, όταν ξαφνικά μία χαριτωμένη κοπελιά που ήταν ξαπλωμένη δίπλα μας, μας επέστησε την προσοχή σε ένα πιτσιρίκι που είχε έρθει... μουλωχτά από πίσω μας, κι είχε τσιμπήσει ένα τσαντάκι με είδη παραλίας που είχε μαζί του Ιταλός φίλος μου...

Ο Μάρκο έτρεξε αμέσως πίσω από το πιτσιρίκι, το πρόλαβε, του έβαλε τις φωνές, και το άφησε να φύγει. Με αφορμή αυτό, η κοπελιά που μας είχε “ειδοποιήσει”, εκείνη και η επίσης πολυμελής παρέα της, όλες bogotanas, κοπέλες από την Μπογκοτά, άρχισαν να μας λένε σε τι... “εκτίμηση” είχαν τους συμπατριώτες τους που είναι από την ακτή της Καραϊβικής. Μέσα σε λίγα λεπτά μού έμαθαν μια ντουζίνα νέες λέξεις, όλες στο στιλ “κλέφτης”. Ενώ μάλιστα μιλούσαν, άλλες παρέες Κολομβιανών τουριστών που ήταν κοντά μας και τις άκουγαν, ανεβοκατέβαζαν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους...

Καιρό αργότερα, πρόσθεσα στους φίλους μου στο facebook μία barranquillera (συντοπίτισσα της Σακίρα, από την Μπαρρανκίγια, επίσης στην ακτή της Καραϊβικής). Δεν πέρασαν λίγες ώρες, και η κοντινότερη Κολομβιανή φίλη μου που τυχαίνει να είναι bogotana, και την οποία έχω επίσης μεταξύ των “φίλων” μου στο facebook, έσπευσε να με... “προειδοποιήσει” να προσέχω την “κοστένια”, επειδή “αυτούς από την ακτή δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη”(!).

Fast forward, Νοέμβριος 2013. Η Adidas παρουσίασε τη νέα φανέλα της εθνικής ομάδας της Κολομβίας, αυτή με την οποία θα πάνε στο Μουντιάλ. Επειδή έχω κόλλημα με τις φανέλες, συλλέγω, παρακολουθώ μια ντουζίνα ιστοσελίδες που ασχολούνται με το αντικείμενο, επί μέρες διάβαζα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια Κολομβιανών για τη νέα φανέλα της Εθνικής τους.

Κάποιοι “στράβωσαν” με το χρώμα, επειδή δεν είναι “κίτρινο-κίτρινο”, αλλά κάπως... “ξεφτισμένο”. Περισσότεροι “χαλάστηκαν” επειδή το σχέδιο της Adidas τούς θύμισε πολύ τη φανέλα του Εκουαδόρ, το οποίο όπως έχω καταλάβει, οι Κολομβιανοί το βλέπουν όπως βλέπουν οι Αμερικάνοι τους Μεξικάνους, ή οι Μεξικάνοι τους Γουατεμαλτέκους (“υποτιμητικά”, για να το θέσω διακριτικά).

Εκείνο όμως που... ξεσήκωσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, ήταν η “έμπνευση” της Adidas να αποτυπώσει στο πάνω μέρος της φανέλας κάτι... κύκλους, που παραπέμπουν σε αυτό που οι Κολομβιανοί αποκαλούν “sombrero vueltiao”, καπέλο-σήμα κατατεθέν του κομματιού της χώρας που είναι στην ακτή της Καραϊβικής.

Τα σχόλια ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα, και... eye-opening, σου έδιναν να καταλάβεις πώς βλέπουν οι μη “κοστένιος” Κολομβιανοί τούς “κοστένιος” συμπατριώτες τους, ακόμα κι αν δεν έχεις πάει στην Κολομβία και δεν έχεις προσωπική εμπειρία. Πολύ απλά, πολλοί... επαναστάτησαν, λέγοντας ότι αισθάνονται ντροπή για την επιλογή της Adidas να συμπεριλάβει στη φανέλα ένα σύμβολο το οποίο για πολλούς στην Κολομβία είναι συνώνυμο της τεμπελιάς, της κουτοπονηριάς, της... ζήσης των “κοστένιος” εις βάρος όλων των υπολοίπων Κολομβιανών.

Για να το φέρω λίγο στα ελληνικά δεδομένα, έστω και παρατραβώντας το, ήταν σαν να επέλεγε η Nike (που “ντύνει” τη δική μας Εθνική), να συμπεριλάβει στη φανέλα ένα σύμβολο σαν την... γκλίτσα, για παράδειγμα, ένα αντικείμενο το οποίο μπορεί να αποτελεί κομμάτι της συλλογικής εθνικής παράδοσής μας, όμως στη σύγχρονη εποχή... πόσοι είναι αυτοί που ταυτίζονται... πολιτισμικά με την γκλίτσα; Η Adidas το τόλμησε στην Κολομβία, και μάλλον την πάτησε...

Εκεί που το θέμα έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρον, ήταν όταν “κοστένιος” πέρασαν στην... αντεπίθεση, κι άρχισαν να γκρινιάζουν για άλλο σύμβολο στη φανέλα, πίσω, ψηλά, στον σβέρκο, εκεί που γράφει “#UNIDOS POR UN PAIS”, “ενωμένοι για μία χώρα”. Είναι έτσι γραμμένο, που μοιάζει με ανοικτά φτερά κόνδορα, το οποίο μπορεί να αισθάνονται κοντά στην καρδιά τους σαν σύμβολο της χώρας τους όσοι κατάγονται από ορεινές περιοχές της Κολομβίας, όμως οι “κοστένιος” μάλλον το αισθάνονται τόσο “ξένο”, όσο αισθάνονται πολλοί bogotanos το sombrero vueltiao.

Για να καταλήξω, η Κολομβία έχει σχεδόν 50 εκατομμύρια ψυχές, και γεωγραφικά είναι έτσι... συγκροτημένη, που μία περιοχή της μπορεί να είναι “μέρα με τη νύχτα” με κάποια άλλη. Ακόμα και τα Ισπανικά τους ακούγονται πολύ διαφορετικά, ανάλογα με το πού βρίσκεσαι. Κόσμος που γνώρισα στην Μπογκοτά, στο Μεντεγίν, γενικά παντού εκτός ακτής Καραϊβικής, μου έλεγε ότι ακόμα κι εκείνοι δυσκολεύονταν πολλές φορές να καταλάβουν “κοστένιος”, ειδικά όταν μιλάνε μεταξύ τους. Για μένα, αυτές οι διαφορές κάνουν την Κολομβία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Προφανώς όμως το θέμα θα το έβλεπα πολύ διαφορετικά αν ήμουν “κοστένιο”, κι έπρεπε να ζω με τη... ρετσινιά του “τεμπέλη” και του “κλεφτάκου”, που δίκαια ή άδικα τους έχουν κρεμάσει οι υπόλοιποι Κολομβιανοί...
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.784
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όσα μας γράφεις!
 

Krazykat

Member
Μηνύματα
268
Likes
543
Tαλε κουαλε με τους βλακες τους Ιταλούς μου φαίνεται, όπου οι Βόρειοι αντιμετωπίζουν τους φτωχούς του νότου στην καλύτερη σαν είδος πιθήκου. Και ρωτω: Μήπως πίσω από την κριτική για τους κοστένιος βρίσκεται απλά φθόνος για την Καραιβική;
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.784
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Και ρωτω: Μήπως πίσω από την κριτική για τους κοστένιος βρίσκεται απλά φθόνος για την Καραιβική;
Μπορεί ναι είσαι Krazy αλλά είναι λογική η ερώτησή σου kat!
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Εις την Πόλιν βρίσκομαι, για τριήμερο "pit stop"

Η Κωνσταντινούπολη με εντυπωσίασε από την πρώτη φορά που την... αγνάντεψα από ψηλά. Πάνε σχεδόν 15 χρόνια από τότε που ο ΠΑΟΚ έπαιξε στην Τιφλίδα. Κάποια στιγμή, ο πιλότος του αεροπλάνου που μετέφερε την ομάδα, μερικές δεκάδες οπαδούς, και κάποιους δημοσιογράφους, μας... ανήγγειλε ότι πετούσαμε πάνω από την Πόλη, κι ότι μπορούσαμε να τη δούμε. Εκείνο που εγώ είδα, ήταν μία ατελείωτη καφετιά θάλασσα από σκεπές σπιτιών, καφετιά, κι ατελείωτη. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, δεν είδα πουθενά θάλασσα, κι έτσι κατάλαβα ότι περνούσαμε μεν πάνω από την Κωνσταντινούπολη, όχι όμως από το κέντρο της. Και, προφανώς, η πόλη ήταν/είναι ΤΟΣΟ “απλωμένη”, που πετάς ψηλά πάνω από προάστιά της, και το μάτι σου δε φθάνει να δει το κέντρο. Οι “δίχως όρια” διαστάσεις της πόλης ήταν που με εντυπωσίασαν...

Χρόνια αργότερα, το 2006, στην Κωνσταντινούπολη ήταν που... δώσαμε ραντεβού με την τότε κοπέλα μου, Κροάτισσα, για να αρχίσουμε ένα ταξίδι στην Τουρκία, -κυρίως- στη Συρία, και στην Κύπρο (είχαμε και τον Λίβανο στο πρόγραμμα, όμως στο τρένο μας από Κωνσταντινούπολη για Αλέππο “άρχισαν τα όργανα” μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, το αεροδρόμιο στη Βηρυτό ήταν από τους πρώτους στόχους των Ισραηλινών, οπότε...).

Δύο είναι οι βασικές αναμνήσεις μου από την πόλη από εκείνες τις 4-5 μέρες που περάσαμε εδώ. Η... “να μένεις να χαζεύεις” θέα όπως περνάς τα στενά μεταξύ ευρωπαϊκής και ασιατικής πλευράς με φέρι, και η αντίδραση των Τούρκων όταν μας άκουγαν να λέμε “Greece” και “Croatia”.

Χωρίς καμία διάθεση να κάνω... καζούρα στους Κροάτες (δεν έχω λόγο), σας διαβεβαιώ ότι όταν μας ρωτούσαν Τούρκοι από πού είμαστε κι έλεγε η φίλη μου “Croatia”, ο κόσμος εδώ (τουλάχιστον η μια ντουζίνα που μιλήσαμε μαζί τους), χαμπάρι δεν είχε... Η αντίδρασή τους ήταν ένα κενό βλέμμα. Κάποια στιγμή άρχισα να λέω “ex Yugoslavia” (η φίλη μου δεν είχε πρόβλημα). Τότε, ναι, καταλάβαιναν (μεσ' στις άκρες).

Αντίθετα, όταν απαντούσα εγώ κι έλεγα “Greece”, η αντίδραση των συνομιλητών μας ήταν τόσο ζεστή, που... έπαιζε μεταξύ θαυμασμού και αγκαλιάς. Κάποιοι ήταν πωλητές σε καταστήματα (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το πόσο καλοδεχούμενοι ήθελαν να μας κάνουν να αισθανθούμε...), κάποιοι -όμως- ήταν... “ξεκάρφωτοι”, κόσμος που μας άκουγε να μιλάμε Αγγλικά και μας ρωτούσε απλά από πού είμαστε, χωρίς να μας προτρέπει να τον ακολουθήσουμε σε κάποιο μαγαζί. Με ένα “welcome to Istanbul” μας αποχαιρετούσαν. Και με ένα κενό βλέμμα (στο άκουσμα του “Croatia”). Και με ένα μακρόσυρτο “aaaah, Yunanistaaaan”, ενίοτε και με ελαφρύ κτύπημα στον ώμο (μου, στο άκουσμα του “Greece”).

Από τότε, είτε έχω περάσει απλά από την Κωνσταντινούπολη (αρκετές φορές, για να πάρω πτήσεις), είτε έχω έρθει για να περάσω κάποιες ημέρες, όπως τώρα, τρεις, πριν πάρω αύριο πτήση για Σάο Πάουλο. Κάθε μα κάθε φορά, αυτή η πόλη με κερδίζει όλο και περισσότερο. Είναι οι φιλικές αντιδράσεις του κόσμου στο άκουσμα ότι είμαι από την Ελλάδα; Το σεργιάνι στην Ιστικλάλ; Τα εν πλω πέρα-δώθε μεταξύ ευρωπαϊκής και ασιατικής πλευράς; Η πληθώρα επιλογών για ατελείωτες βόλτες; Η θέα από τον έβδομο όροφο του χόστελ στο οποίο μένω αυτές τις ημέρες, θέα (λίγο “κάτω” από την πλατεία Τακσίμ, προς τη θάλασσα) γεμάτη πλοία που ανεβοκατεβαίνουν τα στενά, και σπίτια στην ασιατική πλευρά μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι; Προφανώς όλα αυτά μαζί, και πολλά περισσότερα. Ακόμα και η άναρχη δόμηση με γοητεύει (αν και γενικώς είμαι των τέλεια οργανωμένων τετραγώνων), επειδή πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες να πάρεις έναν... φιδωτό δρόμο, που ξαφνικά θα σε βγάλει στην κορυφή μίας απότομης κατηφόρας, με θέα που σε κάνει να βγάζεις τη μηχανή από την τσέπη/σάκο, έστω κι αν κάνει κρύο και παγώνουν τα δάκτυλά σου (επειδή είσαι ένας ανόητος κι μισός, και ξεχνάς σε μόνιμη βάση τα γάντια στο δωμάτιο).

Εις την Πόλιν θα επιστρέψω τον Ιούλιο, θα τη βρω καλοκαιρινή. Όπως και το Σάο Πάουλο μεθαύριο το πρωί, φθάνοντας εκεί για το δεύτερο ολιγοήμερο... “pit stop” μου μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κολομβίας.

Χαιρετίσματα από χόστελ Έλληνα(!), που εν μέσω ευμετάβλητων πολιτικοοικονομικών συνθηκών και έντονου ανταγωνισμού από τα δεκάδες χόστελ που υπάρχουν στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθεί να κρατήσει το δικό του ανοικτό. Πρόσφατα έγινε και μπαμπάς, οπότε με μωρό παιδί δεν είναι να... τα μαζεύει και να φεύγει τώρα, μετά από κάποια χρόνια -ήδη- στην πόλη...
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Sampa, η Αυτής Γκριζότης

Ο ταξιδιωτικός οδηγός μου λέει ότι οι κάτοικοι της Sampa (χαϊδευτικό του Σάο Πάουλο) μπορεί να ζουν σε μία από τις πιο “δύσκολες να αγαπήσεις” πόλεις του κόσμου, όμως δεν υπάρχει άλλη πόλη στην οποία θα προτιμούσαν να ζουν, παρά τα χίλια-μύρια στραβά κι ανάποδά της. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι αν τα έφερνε έτσι η ζωή κι αναγκαζόμουν για τον έναν ή τον άλλον λόγο να περάσω εκεί περισσότερο από λίγες ημέρες, θα με έπιανε κατάθλιψη...

Όσο για τους ντόπιους που “δε θα ήθελαν να ζουν πουθενά αλλού” (κάτι πάντως που αποτελεί ταξιδιωτικο-οδηγικό κλισέ, επομένως δεν το παίρνω και πολύ-πολύ τοις μετρητοίς), τους λέω ότι όσο κι αν αγαπά κανείς το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, πρέπει να είναι σχεδόν... διεστραμμένος για να προτιμά την “καραγκρίζα του κερατά” Sampa, από οποιαδήποτε παραλιακή πόλη της Βραζιλίας, ακόμα και τις φτωχότερες, στα βορειοανατολικά.

Then again, γράφω σαν ταξιδιώτης, που σκανάρει κάθε πόλη με τα μάτια εκείνου που φθάνει κάπου, περνάει λίγες ημέρες, και συνεχίζει για κάπου αλλού. Αν είχα γεννηθεί στο Σάο Πάουλο, ή αν είχα μετακομίσει εκεί στα 30 μου λόγω καλοπληρωμένης δουλειάς, προφανώς θα έβλεπα την... Αυτού Γκριζότητα από άλλη οπτική γωνία (με το... χάπι χρυσωμένο).

Στη Sampa πέρασα δύο μέρες, 29 και 30 Ιανουαρίου. Έμεινα σε ένα χόστελ (με 7 ευρώ το κρεβάτι, ενώ τον Ιούνιο το ίδιο κρεβάτι θα κάνει σχεδόν 75 ευρώ) σε μικρή απόσταση (που περπατιέται) από το νέο στάδιο της πόλης, το... γεφύρι της Άρτας της, που θα φιλοξενήσει το πρώτο παιχνίδι του Μουντιάλ τον Ιούνιο. Εκείνες τις δύο ημέρες, κουβέντιασα πολύ και ευχάριστα με τον νεαρό ιδιοκτήτη, γνώρισα έναν Τσέχο-περίπτωση με τον οποίο βρήκαμε ένα κάρο κοινά, έκανα τις βόλτες μου, πήγα στο Μουσείο του Ποδοσφαίρου (must, για μένα), πήγα και σε παιχνίδι της Παλμέιρας στο θρυλικό Πακαεμπού, τικάροντας ένα ακόμα στάδιο στη Λατινική Αμερική. Θέλω να πω, γενικά, εγώ, αυτά που ήθελα να κάνω δύο μέρες στο Σάο Πάουλο, τα έκανα, επομένως μπορώ να πω το γενικό κι αόριστο “πέρασα καλά”. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι άλλαξα γνώμη για την πόλη. Απλά είχα πάει με πολύ χαμηλές προσδοκίες, έχοντας μάθει από το πάθημά μου το 2009...

Το θέμα είναι ότι... στη συνείδησή μου, η Sampa πυροβολεί μονίμως το πόδι της. Τιμή της και καμάρι της τα αμέτρητα θέατρά της, τα ρεστοράν της για τα οποία φημίζεται, τα μουσεία, οι γκαλερί, γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τέχνες, γαστρονομία, και φυσικά μπίζνες, όμως... φθάνεις στο -εργοτάξιο- αεροδρόμιό της, και δεν υπάρχει γραφείο πληροφοριών για τουρίστες(!!!). “Τον επόμενο μήνα θα ανοίξει ένα”, μου είπε η κοπέλα στις πληροφορίες του αεροδρομίου (ομολογώ ότι έμεινα 3-4 δευτερόλεπτα εμβρόντητος, και μετά τόνισα ένα γεμάτο δυσπιστία “σοβαρά;”).

Πηγαίνεις για βόλτα στην περιοχή του Σε, στον καθεδρικό ναό της πόλης, στον οποίο υπάρχουν πεζόδρομοι με κίνηση και χάζι, όμως... η περιοχή είναι ένα ατελείωτο καταφύγιο αστέγων, με δεκάδες κακόμοιρα άτομα να έχουν ουσιαστικά καταλάβει τον χώρο. Λυπάμαι για τους ανθρώπους, δεν τα βάζω μαζί τους, όμως... όπως και να το κάνουμε, δεν είναι αυτή εικόνα βασικού αξιοθέατου πόλης που να σε αφήνει με θετικές εντυπώσεις.

Λες να κάνεις μια βόλτα, να περπατήσεις βρε αδερφέ, να περιπλανηθείς άσκοπα, και κάθε τρεις και λίγο σκοντάφτεις σε σπασμένο πλακάκι, σε λακκούβα στο πεζοδρόμιο, σε σκουπίδια, και να σου πάλι μία νέα στρατιά αστέγων. Όσο για “ομορφιά”, φυσική ή αρχιτεκτονική, ή δεν υπάρχει ούτε για δείγμα (όπως λέω εγώ), ή κάτι είναι σοβαρά στραβό στην έννοια που προσωπικά δίνω στη λέξη “ομορφιά”, φυσική ή αρχιτεκτονική (τουλάχιστον η πόλη είναι πήχτρα στον σέξι κόσμο, οπότε... σώζεται η κατάσταση). Ναι, μπορείς να περπατήσεις με τις ώρες στο Σάο Πάουλο, είναι εφικτό. Από το “εφικτό” όμως, μέχρι το “ευχάριστο”, η απόσταση μπορεί να είναι κάποια έτη φωτός.

Η Sampa ΕΧΕΙ όμορφες γωνιές, το πάρκο Ιμπιραπουέρα είναι ένα μέρος που μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό, ολόκληρη μέρα μπορείς να περάσεις εκεί, σουλατσάροντας μέσα στο πράσινο, δίπλα σε λίμνη, με κόσμο να φοράει τα απολύτως απαραίτητα ενώ κάνει τζόγκινγκ και τα σχετικά. Απόλαυση. Αισθάνομαι όμως ότι γωνιές στιλ Ιμπιραπουέρα αποτελούν απειροελάχιστες εξαιρέσεις στον, επαναλαμβάνομαι, “πιο γκρίζο δε γίνεται” κανόνα της πόλης.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στο Σάο Πάουλο θα επιστρέψω τον Ιούνιο, για το πρώτο παιχνίδι του Μουντιάλ, το Βραζιλία-Κροατία. Πόσο “ανυπομονώ” να περάσω ξανά χρόνο εκεί; Ένα σας “λέω”: σκοπεύω να φθάσω εκεί λίγες ώρες πριν το παιχνίδι, και να φύγω αμέσως μετά, με βραδινό λεωφορείο (για Μπέλο Οριζόντε). ΤΟΣΟ ανυπομονώ να επιστρέψω στη Sampa (αν και τον Ιούνιο λογικά θα έχει... χαβαλέ, λόγω Μουντιάλ. Έστω κι έτσι όμως, θα προτιμήσω μουντιαλικό χαβαλέ σε άλλες πόλεις της Βραζιλίας).

Χαιρετώ από Καρταχένα (Κολομβία), στην οποία προφανώς θα είναι αφιερωμένο το επόμενο κείμενό μου.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.651
Μηνύματα
906.145
Μέλη
39.400
Νεότερο μέλος
geotheoh

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom