• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Μάιο 2020 !

Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, και... “στο βάθος” Μουντιάλ στη Βραζιλία

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.957
Likes
52.382
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Ευχαριστούμε για το νέο κομμάτι νέε μου και συγχαρητήρια και για τη νίκη σου στο διαγωνισμό της ιστορίας του μήνα: άξιος!
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.783
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Χαιρετώ από Καρταχένα (Κολομβία), στην οποία προφανώς θα είναι αφιερωμένο το επόμενο κείμενό μου.[/quote
Το περιμένω πως και πως!! Παράκληση: φρόντισε τα Κολομβιανά κείμενα να είναι χορταστικά...υπάρχει πρόβλημα :D
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Καρταχένα, η χωρίς δεύτερη σκέψη “συνιστώμενη”

Κατά σύμπτωση, στην ιστορία που ανέφερε ο Yorgos, έγραψα ότι για μένα η Καρταχένα είναι κάτι μεταξύ Αβάνας και Κανκούν(!). Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει πώς μου κατέβηκε αυτό, η ιστορία έχει τίτλο “Λατινική Αμερική, casa μου casita μου”. Στη δεύτερη σελίδα είναι τα περί Καρταχένας (παρεμπιπτόντως, ευχαριστώ πολύ για τις ψήφους και το βραβείο).

Όταν έχω να γράψω πολλά για ένα μέρος, και δεν ξέρω από πού να αρχίσω, μου “λέω” να αρχίσω από τα facts, από στοιχεία του τόπου που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, από τα αδιαμφισβήτητα, από αυτά που αντικειμενικά ισχύουν. Τι είναι λοιπόν fact στην Καρταχένα;

Είναι η μοναδική -μεγάλη- πόλη της Κολομβίας στην οποία μπορείς να περάσεις πολύ χρόνο κάνοντας βόλτα ξυπόλητος πάνω σε άμμο, δίπλα στη θάλασσα, χαζεύοντας τον κόσμο, ακούγοντας μουσική, βρέχοντας τα πόδια σου, μυρίζοντας αντηλιακό (ενίοτε έχοντας πλανόδιους πωλητές να σε ζυγώνουν).

Είναι η μόνη πόλη στην Κολομβία στην οποία μπορείς να περάσεις αρκετό χρόνο κάνοντας βόλτα πάνω στα τείχη που περιβάλουν το παλιό κομμάτι της, περνώντας δίπλα από κανόνια, πολεμίστρες, μίνι φυλάκια (και φυσικά ακόμα περισσότερους πλανόδιους πωλητές, οι οποίοι τουλάχιστον καταλαβαίνουν ότι “όχι” σημαίνει “όχι”, κι όχι “αν επιμείνεις, το όχι μου μπορεί να γίνει ναι”).

Είναι η κολομβιανή πόλη με την πιο “διακοπεΐστικη” ατμόσφαιρα, αυτή στην οποία αισθάνεσαι ότι... “κάνεις διακοπές”, με την έννοια τουλάχιστον που δίνουμε σε αυτό στην Ελλάδα (και προφανώς όχι μόνο), με ζεστό καιρό, με θάλασσα δίπλα, με ήλιο, με κόσμο που έρχεται για να “ξεφύγει” από την καθημερινότητά του κάνοντας... πολύ λίγα πράγματα, βασικά “χαλαρώνοντας”.

Η Παλιά Πόλη της είναι αρχιτεκτονικά γοητευτική (αν και η γοητεία δεν μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά, αλλά στην περίπτωση της Καρταχένας, “τολμώ” να γράψω ότι η γοητεία της είναι fact), μία μικρή σχετικά περιοχή με τείχη στο “μέτωπο” της θάλασσας, με προσεκτικά διατηρημένα κτήρια, με πολύ “χρώμα”, στην οποία καμιά φορά αισθάνεσαι σαν ένα από τα αμέτρητα μυρμήγκια που την πλημμυρίζουν, ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και... πήχτρα στον κόσμο, επιμένω ότι παραμένει γοητευτική.

Κάπου εδώ νομίζω ότι τελειώνουν τα facts, και πλέον μπαίνεις στην... αποτίμηση της πόλης με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, βλέποντας λεπτομέρειες και φιλτράροντας αυτές στο μυαλό σου ανάλογα με το τι τύπος είσαι, ανάλογα με το... “σε τι φάση είσαι”, ανάλογα με το πού έχεις συνηθίσει να ταξιδεύεις, ανάλογα με τα γούστα σου σε τελική ανάλυση. Τον κόσμο για παράδειγμα, μπορείς να τον πεις “φιλικό”, μπορείς να τον πεις και “ψιλο-οπορτουνιστή, με το μυαλό του να σου τσιμπήσει χίλια πέσος παραπάνω”. Μπορείς να τον πεις “με χαλαρή διάθεση”, μπορείς να τον πεις και “τεμπελάκο, του αραλικίου, του... 'ντάξει μωρέ, είπα ότι θα σου παραδώσω αυτό που περιμένεις την Τρίτη το μεσημέρι, και σου το έφερα Πέμπτη απόγευμα. Πώς κάνεις έτσι;”

Τις τιμές (διαμονή, φαγητό, οτιδήποτε άλλο), μπορείς να τις βρεις “χαμηλές”, “λογικές”, μέχρι και “τσιμπημένες”. Αυτό δε, που σου προσφέρεται για τα χρήματα που ξοδεύεις, μπορείς να το βρεις “ευκαιρία”, “ικανοποιητικό”, “μία κλοπή και μισή”. Στον τομέα “ασφάλεια”, την πόλη μπορείς να τη βρεις από “ξέγνοιαστη βόλτα στο πάρκο”, μέχρι “περπατάς και κοιτάς πίσω σου ποιος σε ακολουθεί”. Στο χόστελ που έμεινα πέντε βράδια, μίλησα με αρκετά παιδιά, κι άκουσα μια ντουζίνα διαφορετικές “εκτιμήσεις” της Καρταχένας. Δική μου άποψη είναι ότι η αλήθεια συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση...

Προσωπικά, την Καρταχένα τη χάρηκα, επειδή, όπως και στο Σάο Πάουλο νωρίτερα, έκανα αυτά που είχα στο μυαλό μου. Έκανα τις βόλτες μου, πέρασα δύο φορές από το μαγαζί του Γιώργου (και του Πέτρου, συμπαίκτη μου πριν από 20 ολόκληρα χρόνια σε ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα της Τούμπας, στη Θεσσαλονίκη!), του πρώτου τραβελστορίτη που αξιώθηκα να συναντήσω από κοντά, πέρασα ευχάριστα χρόνο με παιδιά που γνώρισα στο χόστελ που έμεινα, πήγα και σε παιχνίδι της τοπικής Ρεάλ, κάτι (το να βλέπω ποδόσφαιρο εκεί που ταξιδεύω) που με κάνει να αισθάνομαι ότι ο χρόνος μου σε ένα μέρος ήταν “πιο γεμάτος”. Κάποιος μπορεί να πει ότι πηγαίνοντας στην Καρταχένα είχα τον πήχη πολύ χαμηλά. Δεν είμαι στον κόσμο μου, ξέρω ότι δεν έκανα “κάτι ιδιαίτερο”, η βδομάδα που πέρασα στην Καρταχένα αρχές Γενάρη του 2011 ήταν ασύγκριτα (μα ΑΣΥΓΚΡΙΤΑ) πιο... eventful από τις πέντε μέρες που μόλις πέρασα εκεί, όμως με βάση το τι ήθελα να κάνω ΑΥΤΗΝ τη φορά, εγώ στην Καρταχένα πέρασα καλά.

Ένα ακόμα σχόλιο που αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω για την Καρταχένα, είναι ότι ναι μεν “τα πράγματα” εκεί (θα αναφέρω αμέσως μετά σε ποιους τομείς) βελτιώνονται αργά, όμως... βελτιώνονται, έστω και στον... καραϊβικό ρυθμό τους. Οι μετακινήσεις με λεωφορεία (αν πηγαίνεις για παράδειγμα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων) είναι ένας σκέτος πόνος στον πισινό, όμως κομμάτια της γραμμής του “μετρό” (με ειδικές λωρίδες για λεωφορεία, όχι υπόγεια) είναι ήδη έτοιμα, και ναι μεν ακόμα η γραμμή δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί, όμως... η προοπτική είναι εκεί, υπάρχει, και κάποια στιγμή οι μετακινήσεις θα γίνουν πολύ πιο... ανθρώπινες.

Στην Γκετσεμάνι, ακριβώς δίπλα στην Παλιά Πόλη, περιοχή στην οποία μένουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες που ταξιδεύουν με χαμηλό μπάτζετ, η εικόνα φέτος ήταν πολύ πιο όμορφη από το 2011, κυρίως λόγω της δουλειάς που έχει γίνει από ομάδες καλλιτεχνών (μπορείς να τους πεις έτσι) σε τοίχους παρατημένων σπιτιών ή χώρων που λειτουργούν σαν πάρκινγκ. Κάποιες από τις ζωγραφιές είναι πραγματικά “κοσμήματα”, σε κάνουν να σταθείς, να χαζέψεις, να βγάλεις φωτογραφίες, σε ένα σημείο που υπό άλλες συνθήκες θα σου ήταν αδιάφορο, θα περνούσες μένοντας απλά με μία αίσθηση... εγκατάλειψης, ανυπαρξίας οποιουδήποτε ενδιαφέροντος.

Στην Μποκαγκράντε, τη “μυτούλα” γης ανάμεσα στη θάλασσα και στον κόλπο της πόλης, οι λουσάτες πολυκατοικίες είναι πολύ περισσότερες, και κτίζονται ΑΚΟΜΑ περισσότερες. “Σκασίλα μας”, θα πει κανείς. Κι όμως, στη συγκεκριμένη περιοχή δεν πρόκειται ποτέ να αγοράσω διαμέρισμα (όχι επειδή δε θα ήθελα), όμως κάθε πολυκατοικία δίνει δουλειά σε αρκετό κόσμο, από φύλακες μέχρι εκείνους που κουρεύουν το γρασίδι ή κάνουν... βόλτα τα σκυλιά των εχόντων Κολομβιανών (και όχι μόνο) που μένουν εκεί, ή απλά περνούν τις διακοπές τους. Δουλειά για περισσότερο κόσμο, σημαίνει εισόδημα για περισσότερο κόσμο, άρα καλύτερες (φαντάζομαι) συνθήκες διαβίωσης για περισσότερες οικογένειες. Η αλυσίδα είναι μακρά, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιλαμβάνει πολύ κόσμο, εν τέλει και τους τουρίστες, που έχουν μια “άνω του μέσου κολομβιανού όρου ασφαλή” περιοχή να τριγυρίσουν, πηγαίνοντας στην Καρταχένα.

Κλείνοντας, για να μη μακρηγορήσω ακόμα περισσότερο, γράφω τούτο: αν κάποιος ερχόταν στην Κολομβία και με ρωτούσε αν αξίζει να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμα του ταξιδιού του, αν και γενικά αποφεύγω να λέω σε κόσμο “πάνε”, ή “ασ' το καλύτερα”, θα του έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη “ναι”, να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμά του, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή θα τον βοηθούσε να έχει πιο “ολοκληρωμένη” άποψη για την Κολομβία, μια και η συγκεκριμένη πόλη είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό έχει να επιδείξει η κολομβιανή ακτή της Καραϊβικής, τουλάχιστον σε επίπεδο -σχετικά μεγάλης- πόλης.

Για πόσες ημέρες; Για όσες. Αν θέλεις απλά να δεις την Παλιά Πόλη, να περπατήσεις πάνω στα τείχη, να περιπλανηθείς στους γραφικούς στενούς δρόμους, ακόμα και μία μέρα είναι αρκετή. Αν προσθέσεις την “Καρταχένα μεν, αλλά καμίιιιια σχέση με την Παλιά Πόλη” Μποκαγκράντε, με τις αμμώδεις παραλίες της, κάνε τις ημέρες δύο. Αν πηδήξεις σε καραβάκι και αρχίσεις τις εκδρομές σε τριγύρω παραλίες και νησάκια, οι μέρες αυξάνονται. Κι αν ταξιδεύεις μόνος/μόνη κι είσαι “σε φάση” να αφεθείς να ξελογιαστείς από ντόπια-ντόπιο, τότε... περνάς στην Καρταχένα όλο το ταξίδι σου, και τελευταία μέρα ενημερώνεις τον εργοδότη σου ότι παραιτείσαι κι αλλάζεις την ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα για πολύ αργότερα από το προγραμματισμένο. Για τους ντόπιους άνδρες δεν είμαι ο καταλληλότερος να σχολιάσει, για τις γυναίκες όμως, μπορώ άφοβα να πω ότι... κολάζουν και γκέι (δίνω ένα ακραίο παράδειγμα, για να κάνω το point μου).

Είμαι ήδη στο Μεντεγίν, όμως το επόμενο κείμενο, αύριο-μεθαύριο, θα είναι για την Μπαρρανκίγια, στην οποία πέρασα λιγότερο από μιάμιση μέρα, πριν έρθω εδώ. Χαιρετίσματα λοιπόν από το Αρκάδια, το χόστελ Έλληνα που ανέφερα και σε παλιότερη ιστορία, στο οποίο, όπως μου είπε ο Σπύρος, ο ιδιοκτήτης, κάποιοι εξ υμών έχετε έρθει, και του έχετε πει ότι διαβάσατε για το χόστελ του “σε κάποιο ελληνικό ταξιδιωτικό σάιτ” :).
 

deka

Member
Μηνύματα
471
Likes
347
Επόμενο Ταξίδι
Mama Africa
Ταξίδι-Όνειρο
Περού/Γουατεμάλα/Ν.Πάσχα
Διαβάζω τις ανταποκρίσεις σου με μεγάλο ενδιαφέρον. Να είσαι καλά και να μας γράφεις!
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Μπαρρανκίγια, η “αδιάφορη*” (ναι, με αστερίσκο)

Το προηγούμενο κείμενο, για την Καρταχένα, το έκλεισα γράφοντας ότι αν κάποιος ερχόταν στην Κολομβία και με ρωτούσε αν αξίζει να συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη πόλη στο πρόγραμμά του, θα του απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη, “ναι!” Την Μπαρρανκίγια; “Όχι*”. Όχι με “εκτός κι αν...” αστερίσκο.

Αν και λάτρης των πόλεων, την προηγούμενη φορά που ήμουν στην Κολομβία, την Μπαρρανκίγια τη... σνόμπαρα, παίρνοντας λεωφορείο απευθείας από Καρταχένα για Σάντα Μάρτα. Είχα διαβάσει αρκετά για την πόλη, στον ταξιδιωτικό οδηγό μου και σε διάφορες ιστοσελίδες, κι όσο κι αν είχα... ζορίσει τον εαυτό μου να βρω ΕΝΑΝ έστω λόγο να κάνω στάση εκεί, δεν. Όσα είχα διαβάσει, είχαν σχηματίσει στο μυαλό μου μία λέξη με ΤΕΡΑΣΤΙΑ γράμματα ως συνώνυμη της Μπαρρανκίγια: “αδιάφορη”.

Αυτήν τη φορά είχα δύο(!!) λόγους να πάω. Το ίδιο απόγευμα, μπορούσα να δω ΔΥΟ αγώνες στο στάδιο της πόλης, το οποίο χρησιμοποιεί (λόγω ατμόσφαιρας που δημιουργείται, και όχι μόνο) κατά κόρον η εθνική ομάδα της Κολομβίας, παρά το γεγονός ότι Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Μπογκοτά, και όχι η Μπαρρανκίγια. Ο δεύτερος λόγος είχε να κάνει με την ευκαιρία που μου δινόταν να συναντήσω από κοντά μία ντόπια κουκλίτσα με την οποία αλληλογραφούσαμε από την εποχή που ήμουν στην Αργεντινή, αρχές του 2012.

Και στο γήπεδο πήγα, και την κουκλίτσα συνάντησα, και “γεμάτη” ήταν η μιάμιση μέρα που πέρασα στην πόλη, όμως... έστω κι έτσι, την Μπαρρανκίγια δεν μπορώ να την προτείνω σε κάποιον που έρχεται στην Κολομβία ταξίδι για δύο-τρεις εβδομάδες, και θέλει -προφανώς- να δει ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει να προσφέρει η χώρα. Πολύ απλά, δεν έχει κάτι να σε... τραβήξει εκεί, εκτός φυσικά κι αν είσαι μουρλός και παλαβός με το ποδόσφαιρο, και θέλεις να πας σε ένα από τα σημαντικότερα γήπεδα της Κολομβίας, ή, εκτός κι αν γνωρίζεις κάποιον εκεί, αν έχεις κάποιον να επισκεφτείς. Αν δεν, συγγνώμη Μπαρρανκίγια, αλλά...

Κυρίως όμως, ο “εκτός κι αν...” αστερίσκος, έχει να κάνει με εκείνους που ταξιδεύουν πιο... long-term, εκείνους που έχουν την “πολυτέλεια” να περάσουν άπλετο χρόνο στην Κολομβία. Μπορώ χωρίς αμφιβολία να “πω” ότι η Μπαρρανκίγια είναι η πόλη με τους λιγότερους τουρίστες, μεταξύ εκείνων που εγώ τουλάχιστον έχω επισκεφτεί. Ακόμα και στην “άγαμη” (συγχωρέστε με) Μπουκαραμάνγκα, περισσότερους τουρίστες βρίσκεις, επειδή βολεύει για “στάση”, για μέρος “σπάσιμου ταξιδιού”, από την Μπογκοτά στην ακτή (αν επιλέξεις τον ανατολικό δρόμο), ή στη Βενεζουέλα (και φυσικά το αντίστροφο). Σαν πόλη λοιπόν την οποία λες οτιδήποτε άλλο ΠΕΡΑ ΑΠΟ τουριστική, η Μπαρρανκίγια έχει το ενδιαφέρον της, σαν “το απόλυτο δείγμα Κολομβιανής working city”, πόλης στην οποία οι ξένοι ταξιδιώτες αποτελούν... εξωτικό φρούτο 11,5 μήνες τον χρόνο.

Ο μισός μήνας που περισσεύει, είναι ο μήνας του καρναβαλιού. Τότε, ναι, η Μπαρρανκίγια γίνεται το... κέντρο του καρναβαλικού κεφιού στην Κολομβία. Οι ετοιμασίες φέτος έχουν αρχίσει, κάποιες εκδηλώσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, και ακόμη και ανυποψίαστος να είσαι, χαμπάρι να μην έχεις περί λινκ μεταξύ Μπαρρανκίγια και καρναβαλιού, περπατώντας βλέπεις παντού είτε πόστερ που προμοτάρουν τις επόμενες εκδηλώσεις, ή ακόμα και τοίχους κτηρίων φρεσκοβαμμένους, σε έντονα χρώματα, με παραπομπές στο πάρτι που θα στηθεί με αφορμή το καρναβάλι.

Όπως θα έχετε παρατηρήσει εσείς που με διαβάζετε τακτικά, αποφεύγω να αναφέρομαι -παρά μόνο επιδερμικά- στα παιχνίδια που βλέπω, επειδή δε θέλω να ξενερώσω εκείνους που δεν τους καίγεται καρφί για το ποδόσφαιρο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, πρέπει να αφιερώσω μερικές αράδες, για να καταλήξω σε μία από τις πεποιθήσεις μου για τους Κολομβιανούς, ότι είναι, ίσως, οι πιο πρόθυμοι να σε βοηθήσουν άνθρωποι που έχω συναντήσει σε όλα τα ταξίδια μου, όταν τους ρωτάς για κάποια πληροφορία, επαναλαμβάνω, “ίσως οι πιο πρόθυμοι”, αλλά και ΣΙΓΟΥΡΑ οι χειρότεροι δότες πληροφοριών (και κατευθύνσεων).

Πριν πάω σε κάθε παιχνίδι, συνηθίζω να κάνω το... homework μου, να ενημερώνομαι σε ποια κερκίδα πηγαίνουν οι “μπαρραμπράβας” κάθε ομάδας, οι πιο “σκληροπυρηνικοί” οπαδοί της. Ανάλογα με τη φήμη τους, αγοράζω εισιτήριο είτε για τη δική τους κερκίδα (για να χαρώ περισσότερο “ατμόσφαιρα”), είτε ακριβώς απέναντί τους (για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, αν είναι... καρα-κάφροι του κερατά).

Για τους μπαρραμπράβας της Ζούνιορ (μεγαλύτερη ομάδα στην Μπαρρανκίγια) ήξερα ότι είναι... “πιο κάφροι, πεθαίνεις”, κι έτσι ήθελα να πάω σε άλλη κερκίδα. Αμέλησα όμως να το ψάξω μόνος μου, κι αφέθηκα στη συμβουλή του -αργόσχολου και προκλητικά βαρεμένου- τύπου στην “τακίγια”, στο εκδοτήριο του γηπέδου. Του εξήγησα τι ακριβώς ήθελα να αποφύγω, κι ο τύπος είπε “τότε θα σου δώσω εισιτήριο για τη Σουρ (τη “νότια” κερκίδα), επειδή αν είσαι με τους μπαρραμπράβας θα έχεις πρόβλημα, δεν τους αρέσει να βλέπουν γκρίνγκος στην κερκίδα τους”. Ας πρόσεχα...

Αποδείχθηκε ότι η Σουρ είναι η κερκίδα των μπαρραμπράβας, οι οποίοι άρχισαν τις μακακίες με την αστυνομία πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι, και στο ημίχρονο η κερκίδα “για ασήμαντη αφορμή” έγινε... Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου τις ημέρες που η κόντρα της αστυνομίας με τους διαδηλωτές εκεί ήταν στα φόρτε της. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αστυνομικοί άρχισαν να κυνηγούν οπαδούς, κάποιοι έφαγαν πολύ ξύλο, και στο καπάκι οι μπαρραμπράβας άρχισαν να πετούν ότι βαρύτερο μπορούσαν να βρουν, προς τους αστυνομικούς.

Εγώ ήμουν κάπου στη μέση, ανησυχώντας λιγότερο για μένα, και περισσότερο για τα πράγματα που είχα μαζί μου, βασικά δύο φωτογραφικές μηχανές. Προτίμησα να φύγω, κυριολεκτικά τρέχοντας, με τους αστυνομικούς να μου ανοίγουν δρόμο, αλλά διάφορα αντικείμενα να σκάνε πίσω μου (με στόχο τους αστυνομικούς, προφανώς, όχι εμένα). Κάπως έτσι, άδοξα, ολοκληρώθηκε η εμπειρία μου στο “Μετροπολιτάνο”. Τουλάχιστον είχα παρακολουθήσει ξέγνοιαστα το πρώτο παιχνίδι της ημέρας, μεταξύ μικρότερων ομάδων, με το γήπεδο όμως σχεδόν άδειο.

Αν σε άλλες ισπανόφωνες χώρες είχα το ίδιο πρόβλημα που έχω στην Κολομβία, θα παραδεχόμουν ντόμπρα ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι τα Ισπανικά μου, κι ότι απλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι πληροφορίες μού δίνονται, ή δεν μπορώ να δώσω σε ισπανόφωνο να καταλάβει τι ακριβώς ζητάω. Άθλιες οδηγίες και πληροφορίες όμως, παίρνω από κόσμο στον δρόμο, ή σε εκδοτήρια κάθε λογής εισιτηρίων, ΜΟΝΟ στην Κολομβία, και μάλιστα ξανά, και ξανά, και ξανά. Και το... ακόμα εκνευριστικότερο είναι ότι δεν μπορώ να θυμώσω με κανέναν, επειδή -με εξαίρεση τον σκυλοβαρεμένο τύπο στην τακίγια του γηπέδου στην Μπαρρανκίγια- όλοι οι Κολομβιανοί που μου δίνουν “άλλες αντί άλλων” πληροφορίες-οδηγίες, δείχνουν να θέλουν πραγματικά να βοηθήσουν, σε σημείο ακόμα και να σταματούν άλλους περαστικούς για επιπλέον πληροφορίες ή επιβεβαίωση, αν οι ίδιοι δεν είναι “βέβαιοι” για κάτι. Ψυχούλες και γλύκες είναι, αλλά... το τελευταίο πάθημα μου υποσχέθηκα να το χρησιμοποιήσω επιτέλους σαν μάθημα.

Σας χαιρετώ από Μεντεγίν, στο οποίο είμαι από το Σάββατο το πρωί, και θα μείνω μέχρι την Κυριακή που μας έρχεται, πριν πάρω λεωφορείο για Μανισάλες.

 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.783
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Απολαμβάνω όσα μας γράφεις :) ελπίζω να μη φύγεις σύντομα από Κολομβία.
τότε... περνάς στην Καρταχένα όλο το ταξίδι σου, και τελευταία μέρα ενημερώνεις τον εργοδότη σου ότι παραιτείσαι κι αλλάζεις την ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα για πολύ αργότερα από το προγραμματισμένο..
Βγάζεις και ένα εισιτήριο για San Andres και μην την είδατε.. Τέλειο ακούγεται :lol: αν και στη δική μου περίπτωση δε θα ενημέρωνα καν! Ας έβγαζαν silver alert (είναι ένα αστείο που λέμε στη δουλειά )
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Μεντεγίν, το “más agradable”

“Από τις 7-8 μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας που έχω πάει, το Μεντεγίν είναι με διαφορά η πιο ευχάριστη πόλη. Με διαφορά”. Μου βγήκε αυθόρμητα, όπως έβγαζα πανοραμικές φωτογραφίες από έναν σταθμό του μετρό, βλέποντας έναν κύριο δίπλα μου να χαζεύει την οθόνη της μηχανής μου για να δει τι ακριβώς μου είχε τραβήξει την προσοχή. Του είπα αυτό που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, αυτό που σκεφτόμουν και τις οκτώ μέρες που μόλις πέρασα στο Μεντεγίν, αυτό που μου έμεινε σαν ανάμνηση κι από το 2010/11, όταν πέρασα τρεις μήνες στην Κολομβία (σε... τρεις δόσεις του ενός μήνα). Του το είπα αυθόρμητα, κι αν ισχύει ότι σε όσα λέμε αυθόρμητα καθρεφτίζονται οι πιο ειλικρινείς σκέψεις μας, αντιλαμβάνεστε σε πόση εκτίμηση έχω αυτήν την πόλη...

Ο κύριος φάνηκε να κολακεύεται από το σχόλιό μου, συμφώνησε, είπε ότι έχει δουλέψει σε διάφορες πόλεις, κι ότι όντως το Μεντεγίν τού σήμερα (όχι όμως και του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος), είναι ένα πολύ-πολύ ευχάριστο μέρος. Ήταν ντόπιος, και φυσικά... αν δεν έλεγε καλή κουβέντα για την πόλη του, φωτιά θα έπεφτε να τον κάψει. Προσωπικά όμως δεν έχω υπογράψει κανένα συναισθηματικό συμβόλαιο με το Μεντεγίν, και του αποδίδω τον τίτλο της “πιο ευχάριστης κολομβιανής πόλης” επειδή παίρνει εξαιρετικό βαθμό σε μια ντουζίνα κατηγορίες, στις οποίες άλλες πόλεις της χώρας υστερούν.

Ξυπνάς το πρωί, ρίχνεις μια ματιά έξω, και συνήθως βλέπεις τον ουρανό γαλανό, ενώ στην Μπογκοτά -η δική μου τουλάχιστον εμπειρία λέει ότι- κατά κανόνα σε καλημερίζει ένας ουρανός τόσο μουντός που μετά από μερικές ημέρες... σε πιάνει το παράπονο. Βγαίνεις βόλτα και περνάς ώρες επί ωρών στη γύρα, χωρίς να λιώνεις από τη ζέστη όπως στην Καρταχένα και στο Κάλι. Αν θέλεις να καλύψεις μία απόσταση χωρίς να περπατήσεις, παίρνεις το μετρό, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη της Κολομβίας, στην καλύτερη περίπτωση παίρνεις λεωφορείο που κινείται σε αποκλειστικά για λεωφορεία λωρίδες κάποιου δρόμου (χωρίς όμως αυτό να τα σώζει από τα κόκκινα φανάρια και τους ασυνείδητους οδηγούς ΙΧ που μπλοκάρουν διασταυρώσεις).

Ακόμα και στο κέντρο, εκεί που μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος κατά τη διάρκεια της ημέρας, άρα εκεί που... παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό των σκουπιδιών της πόλης, διαπιστώνεις ότι τα πεζοδρόμια και οι γωνίες των δρόμων είναι κατά κανόνα καθαρά, ενώ σε άλλες πόλεις το παρατημένο σκουπίδι πηγαίνει σύννεφο. Ακόμα και στον τομέα “εμφάνιση κατοίκων”, θεωρώ ότι το Μεντεγίν πρωτεύει στην Κολομβία. Οι γυναίκες είναι -το λιγότερο- εντυπωσιακές (το ότι οι ίδιες οι γυναίκες της πρωτεύουσας Μπογκοτά παραδέχονται ότι οι του Μεντεγίν είναι... κορυφή, νομίζω ότι τα λέει όλα), ενώ και τους άνδρες τούς βρήκα στιλάτους, με πιο προσεγμένο ντύσιμο (εννοώ κυρίως από τη δύση του ήλιου και μετά, για βραδινή έξοδο) από μάλλον οπουδήποτε αλλού στην Κολομβία.

Δίπλα σε όλα αυτά, το Μεντεγίν έχει να επιδείξει κάτι ακόμα, που προσωπικά θεωρώ highlight της επίσκεψης στην πόλη. Τις δύο γραμμές “metrocable”, τις οποίες ανέφερα και το 2010, σε άλλη ιστορία μου. Παίρνεις το μετρό, πηγαίνεις σε δύο συγκεκριμένους σταθμούς, αποβιβάζεσαι, επιβιβάζεσαι χωρίς επιπλέον εισιτήριο σε μία καμπίνα που χωράει άνετα έξι άτομα, και... πετάς, αιωρείσαι πάνω από γειτονιές της πόλης που υπό διαφορετικές συνθήκες δε θα έβλεπες, κι αν τις έβλεπες δε θα ήταν... πετώντας, αιωρούμενος. Οι δύο γραμμές εξυπηρετούν μπάρριος όπου μένουν κατά κανόνα οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, γειτονιές στις οποίες λόγω... ιδιομορφίας (πάνω σε πλαγιές βουνών με στενούς και απότομα ανηφορικούς δρόμους), δύσκολα θα μπορούσε να πάει λεωφορείο. Σε άλλες πόλεις, αυτό το... προνόμιο, το να “πετάξεις” πάνω από την πόλη, θα ήταν μόνο για τουρίστες, και θα το πλήρωνες αδρά. Στο Μεντεγίν το χαίρεσαι ουσιαστικά δωρεάν, και αποτελεί μέρος της καθημερινότητας πάμπολλων ντόπιων που χρησιμοποιούν αυτές τις γραμμές-προεκτάσεις του μετρό για να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους.

“Μιλώντας” για τη γεωγραφική ιδιομορφία του Μεντεγίν, σκεφτόμουν ότι αν ήταν ποδοσφαιρικό στάδιο (άντε πάλι με το ποδόσφαιρο...), θα ήταν το παλιό Ντα Λουζ, στη Λισαβόνα, ή το Μορουμπί, στο Σάο Πάουλο, ενώ η Μπογκοτά θα ήταν το Μπερναμπέου, στη Μαδρίτη. Δώστε μου οι μη ποδοσφαιρόφιλοι δύο λεπτά, και θα δείτε τι εννοώ...

Η Μπογκοτά είναι... στριμωγμένη μεταξύ δύο βουνών, οι πλαγιές των οποίων είναι σχεδόν κατακόρυφες, σαν τις κερκίδες του Μπερναμπέου, στο οποίο μπορεί να κάθεσαι πάνω-πάνω, μακριά από τον αγωνιστικό χώρο, έχεις όμως την αίσθηση ότι... αν αφήσεις ένα κέρμα να πέσει κάθετα από το χέρι σου, θα προσγειωθεί εντός αγωνιστικού χώρου. Αντίθετα, το παλιό Ντα Λουζ, ή το Μορουμπί, ήταν/είναι γήπεδα... πιατέλες. Τεράστια γήπεδα, με κερκίδες κτισμένες σε τόσο μεγάλη κλίση, που αν κάθεσαι πάνω-πάνω, στο ψηλότερο διάζωμα, αισθάνεσαι ότι για να φθάσει το κέρμα σου στον αγωνιστικό χώρο, πρέπει να... ντοπαριστείς, να γεμίσεις το μπράτσο σου με κάτι που να σου επιτρέπει να κάνεις το αδύνατο... δυνατό. Οι πλαγιές των βουνών εκατέρωθεν του Μεντεγίν, είναι κατά κανόνα “gentle”, δε μου έρχεται λέξη στα Ελληνικά, κι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι ότι υπάρχει περισσότερη... “ανοιχτωσιά”, “άπλα”, ενώ στην Μπογκοτά, ειδικά μετά από κάποιες ημέρες καταθλιπτικού καιρού, αισθάνεσαι... “στριμωγμένος”, σαν να είσαι 1,88 και να ταξιδεύεις επί δέκα ώρες σε λεωφορείο φτιαγμένο για επιβάτες όχι πάνω από 1,70, με ανύπαρκτο χώρο για τα πόδια σου, και με υπέρβαρο συνεπιβάτη να σε κάνει σάντουιτς μεταξύ του πιο μεγάλου κι από το μπούτι σου μπράτσου του, κι ενός παραθύρου που είναι τόσο βρόμικο που δεν μπορείς να διακρίνεις τι χρώμα έχει ο ουρανός... ΟΥΦ!

Στο Μεντεγίν πέρασα οκτώ μέρες, ήμουν εκεί μέχρι προχθές, Κυριακή πρωί, έμεινα στο χόστελ του Σπύρου του Μητράκου (όπως και το 2010), ο οποίος επέμεινε και επέμεινε να με... κυκλοφορήσει τα βράδια, αλλά σε αντίθεση με το 2010 (που του... έδωσα και κατάλαβε), αυτήν τη φορά είχα άλλες προτεραιότητες (για το πώς ήθελα να περάσω τον χρόνο μου, και να ξοδέψω τα χρήματά μου). Το “Arcadia”, το χόστελ του Σπύρου, το 2010 (όταν έμεινα σχεδόν τρεις εβδομάδες εκεί) το έβλεπα σαν το... σπίτι μου. Μόλις είχε ανοίξει, στο χόστελ ήμασταν εμείς κι εμείς, συνήθως όχι περισσότερα από 5-6 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σπύρου κι ενός ακόμα Θεσσαλονικιού που κάναμε σούπερ παρέα, και γενικά... ήταν σαν να έμενα σε σπίτι φίλου.

Αυτήν τη φορά η ατμόσφαιρα ήταν ε ν τ ε λ ώ ς διαφορετική (ευτυχώς για τον Σπύρο, το χόστελ πηγαίνει περίφημα). Κόσμος και κοσμάκης... Υπήρχαν κάποιοι που... κόλλησαν στο χόστελ επειδή τους άρεσε η χαλαρή ατμόσφαιρα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι που πέρασαν για δύο-τρεις ημέρες, και συνέχισαν για αλλού. Το 2010 ο Σπύρος κρατούσε τη ρεσεψιόν μόνος του. Τώρα έχει τρία άτομα να τον βοηθάνε. Τότε έμενε κι ο ίδιος στο χόστελ. Τώρα έχει τόση κίνηση που τον συμφέρει να μένει κόσμος στο άλλοτε “δωμάτιό” του, και να νοικιάζει εκείνος δικό του χώρο εκτός χόστελ. Μπράβο του, μπράβο του για την... τρέλα του να ανοίξει το χόστελ το 2010, μπράβο του και που κατάφερε -έστω και μέσα από σαράντα κύματα- να το κάνει αυτό που είναι σήμερα, να “τραβάει” τόσο κόσμο. Ο Σπύρος κάνει αυτό που θα ήθελα να κάνω εγώ (να έχω δικό μου χόστελ, κατά προτίμηση εκτός Ελλάδας), αλλά που δε θα κάνω -μάλλον- ποτέ. Respect.

Ξεχειλώνοντας ελαφρώς το κείμενο, μοιράζομαι εν συντομία πέντε δευτερόλεπτα που δε θα ξεχάσω ποτέ, και που θα με κάνουν να χαμογελάω μέχρι τα βαθιά γεράματά μου. Με τον Σπύρο πήγαμε στο Ατλέτικο Νασιονάλ-Νιούελ'ς Ολντ Μπόις, ποδοσφαιρικό παιχνίδι για το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Τσάμπιονς Λιγκ της Νότιας Αμερικής. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, η κερκίδα μας ήταν ήδη πήχτρα στον κόσμο, και καταλήξαμε να πάμε πάνω-πάνω, και να σταθούμε όρθιοι, αφού θέση δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Πιάσαμε αμέσως την πάρλα, περί ποδοσφαίρου και όχι μόνο, με τους οπαδούς της Νασιονάλ τριγύρω μας να “καπνίζουν”(...) ασταμάτητα, και τη μυρωδιά των “τσιγάρων” τους να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το τι ακριβώς κάπνιζαν(...).

Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, η Νιούελ'ς σκόραρε, όμως ο βοηθός διαιτητή σήκωσε τη σημαία του και το γκολ ακυρώθηκε σαν οφσάιντ. Λεπτομέρεια σημαντική: η Νιούελ'ς, ομάδα από το Ροσάριο της Αργεντινής, είναι η ομάδα που αισθάνομαι πιο “κοντά” από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Λατινικής Αμερικής. Έτσι, χωρίς να έχω δει τον βοηθό διαιτητή με τη σηκωμένη σημαία του, μου ξέφυγε ένα αυθόρμητο “γκολ!” Σε μία κερκίδα τίγκα στους οπαδούς της Νασιονάλ. Εν μέσω “καπνιστών” ντυμένων στα πράσινα και λευκά, τα χρώματα της τοπικής ομάδας.

Τότε ήταν που άρχισαν να μετράνε τα πέντε αξέχαστα δευτερόλεπτα... Με το που πήγε η μπάλα στα δίχτυα, στιγμιαία επικράτησε ησυχία, επειδή όλοι νόμιζαν ότι η ομάδα τους είχε δεχθεί γκολ. Έτσι, το δικό μου “γκολ!” ακούστηκε καθαρά, τουλάχιστον σε εκείνους που ήταν γύρω μας. Μια ντουζίνα οπαδοί της Νασιονάλ, παιδιά που μας είχαν ακούσει επί μία ώρα να μιλάμε σε μία “παράξενη” γλώσσα (Ελληνικά), και προφανώς είχαν καταλάβει ότι δεν είμαστε Αργεντινοί, άρα δεν μπορούσαμε να είμαστε οπαδοί της Νιούελ'ς, γύρισαν στην πλευρά μας, με κοίταξαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, με εκείνο το... “έχω καπνίσει ΤΟΣΟ πολύ που άρχισα να φαντάζομαι ήχους;” βλέμμα, με κοίταξαν ξανά, χωρίς να πουν ή να κάνουν τίποτα, κι εκεί ήταν που είδα τον βοηθό διαιτητή με τη σημαία σηκωμένη, και πέταξα ένα, “no goal. Offside” :):):). Οι της Νασιονάλ στράφηκαν αμέσως στον αγωνιστικό χώρο, κι άρχισαν να τραγουδούν ξανά, ανακουφισμένοι που το γκολ δε μετρούσε. Πάλι καλά που είχα αλλάξει γνώμη λίγο πριν φύγουμε από το χόστελ, κι αντί για τη φανέλα της Αργεντινής (ταξιδεύω με τέσσερις φανέλες, δύο της Αργεντινής και δύο της Ελλάδας), είχα φορέσει ένα απλό μπλουζάκι...

Χαιρετώ από Μανισάλες, στο οποίο ήρθα υποτίθεται για μία μέρα, κι αποφάσισα να περάσω 4-5, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρώσω “πρόστιμο” για την αλλαγή του προαγορασμένου “oferta” εισιτηρίου μου για Μπογκοτά. Για το τι με έκανε να αισθανθώ ότι έπρεπε να μείνω περισσότερο, ας αναφερθώ στο επόμενο κείμενό μου.
 

crveno-beli

Member
Μηνύματα
71
Likes
156
Το σάιτ το ανακάλυψα τώρα τελευταία και διαβάζω σιγά σιγά αρκετές ιστορίες. Φίλε πραγματικά respect!!!
(υγ. κάποια στιγμή περιμένω μια φώτο με αποκόμματα από εισιτήρια αγώνων που έχεις δει)
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
Μανισάλες, το/η... απροσδόκητη επιστροφή φόρου από την εφορία(!)

Μια και ένας ενοχλητικός τύπος έχει πάρει το τηλεκοντρόλ παραμάσχαλα εδώ και ώρες (μα ώρες) κάνοντας ασταμάτητα ζάπινγκ, άρα μια και δεν μπορώ να δω το παιχνίδι Λιμπερταδόρες που άρχισε πριν από λίγα λεπτά (τυπικά, έχω κάνει τσεκ-άουτ από τις έντεκα το πρωί, οπότε αισθάνομαι ότι δεν έχω τα ίδια δικαιώματα με εκείνους που “μένουν” ακόμα εδώ, άρα αποφεύγω να του πω ότι θέλω να δω κι εγώ κάτι στην πόρνη την τηλεόραση), κάθομαι να γράψω για το Μανισάλες πριν ακόμα φύγω από την πόλη (το βραδινό λεωφορείο μου για Μπογκοτά φεύγει σε περίπου τέσσερις ώρες).

Όπως έγραψα και προχθές, στο Μανισάλες ήρθα για μιάμιση μέρα, όμως από το αστικό λεωφορείο ακόμα, που με έφερε στο χόστελ από τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, είχα αποφασίσει να μείνω πολύ περισσότερο. Ομολογώ ότι βασικός (αν όχι αποκλειστικός) λόγος για τον οποίο ήρθα, και δεν πήγα απευθείας από το Μεντεγίν στην Μπογκοτά, ήταν για να δω την τοπική Όνσε Κάλντας σε παιχνίδι πρωταθλήματος (έστω και όχι “μεγάλο”). Από το αστικό λεωφορείο όμως ακόμα, με έπιασα να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να... ρωτάς τους γονείς σου στο τηλέφωνο από το εξωτερικό τι έφερε για σένα ο ταχυδρόμος τις τελευταίες ημέρες, να σου λένε οι δικοί σου για φακέλους με λογαριασμούς πιστωτικών καρτών, διαφημιστικά, το ένα και το άλλο, ΚΑΙ ΝΑ ΑΜΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ ΟΤΙ ΣΟΥ ΗΡΘΕ ΤΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΦΟΡΙΑΣ (μέχρι τελευταία τουλάχιστον, που τα εκκαθαριστικά σημειώματα ερχόντουσαν στο σπίτι ταχυδρομικώς), ΚΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!! Πώς είναι δυνατόν να αμελούν να σου πουν ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ;!

Στον οδηγό μου λέει για το Μανισάλες ότι είναι φοιτητούπολη, ότι είναι working city, ότι έχει το ένα και το άλλο “ψιλοκαλό”, το κάνουν όμως να ακούγεται λίιιγο πάνω από “αδιάφορο”. Αυτό που ΔΕ λέει ο οδηγός (κι αναρωτιέμαι ειλικρινά αν έχουν αυτοί δίκιο, αν είμαι εγώ ο γεροπαράξενος που το βρίσκω ΤΟΣΟ σημαντικό), είναι ότι κάνοντας βόλτα στον κεντρικό δρόμο, απολαμβάνεις... “μία φωτογραφία κάθε δύο βήματα” θέα, όχι προς μία κατεύθυνση, αλλά προς ΔΥΟ, εκατέρωθεν του δρόμου, μια και αυτός είναι ουσιαστικά μία ασφαλτοστρωμένη κορυφογραμμή.

Περπατάς, κι έχεις στα δεξιά σου πλαγιές βουνών καλυμμένες από βαθμιδωτά σπίτια και δέντρα μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι σου. Κοιτάς αριστερά, και χαζεύεις άλλη βουνοπλαγιά με ακόμα περισσότερα σπίτια σε βαθμίδες, κι ακόμη περισσότερο πράσινο. Κι είναι έτσι... φιδωτές οι βουνοπλαγιές, που κάθε λίγα μέτρα σού προσφέρεται μία πολύ διαφορετική οπτική γωνία και θέα, έτσι ώστε μπορείς να περάσεις ώρες, ΩΡΕΣ, κάνοντας βόλτα, χωρίς να βαρεθείς, μια και κάθε τρεις και λίγο, φθάνοντας στην επόμενη διασταύρωση, βλέπεις μια θέα που σου φαίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή από την προηγούμενη!

Τι να πω... Ίσως άλλος να έμενε αδιάφορος. Ο συνεργάτης του Lonely Planet για παράδειγμα, που “κάλυψε” το Μανισάλες για τον οδηγό της Κολομβίας. Για μένα, το να είμαι σε μία πόλη και να απολαμβάνω πανοραμική θέα από αμέτρητα, κυριολεκτικά, σημεία της, είναι λόγος αρκετός για να θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο σε αυτήν την πόλη. Και στο Μανισάλες το χρυσό μπόνους είναι ότι έχεις θέα προς ΔΥΟ πλευρές. Είναι σαν να αισθάνεσαι έτοιμος να γίνεις πατέρας, να μαθαίνεις μια μέρα ότι η σύζυγός σου είναι έγκυος, να πετάς στα σύννεφα, και στο καπάκι να διαπιστώνεις ακόμη πιο τρελαμένος από τη χαρά σου ότι κυοφορεί ΔΙΔΥΜΑ (το μάτωσα με τον παραλληλισμό, αλλά... καταλαβαίνετε τι θέλω να πω).

Κατά τα άλλα, το Μανισάλες το βρήκα μία... ταπεινή εκδοχή του Μεντεγίν. Το κλίμα είναι το ίδιο ευχάριστο, ούτε καμίνι ούτε παγωνιά, ανηφόρες, κατηφόρες, βουνά τριγύρω, θέα, “ζωντανό” κέντρο, περιοχή με μπαράκια και έντονη νυχτερινή ζωή σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων (στο Μεντεγίν είναι το Πομπλάδο, εδώ είναι η περιοχή γύρω από το εμπορικό κέντρο Πλάσα Κάμπλε), μέχρι και “Cable Aéreo” έχει το Μανισάλες, όπως και το Μεντεγίν, αλλά... πιο “ταπεινό”, μικρότερη γραμμή, λιγότεροι σταθμοί, αλλά με προσφερόμενη θέα εξίσου εντυπωσιακή.

Φανταστείτε, φθάνεις στον σταθμό υπεραστικό λεωφορείων, και για να πας στο κέντρο της πόλης, στην περίπτωση του Μανισάλες για να “ανέβεις” στο κέντρο της πόλης, δεν μπλέκεις με στενάχωρα αστικά λεωφορεία και ταξιτζήδες που κοιτάζουν πώς να σε “δαγκώσουν”, αλλά με λιγότερο από 60 λεπτά του ευρώ μπαίνεις σε μία καμπίνα, και... πετάς για λίγα λεπτά, απολαμβάνοντας θέα που σε κερδίζει αμέσως. Είναι αυτό που λένε στα Αγγλικά, “has you at hello”. Το Μανισάλες πραγματικά has you at hello, με αυτήν την καταπληκτική ιδέα να συνδέσουν τον σταθμό των λεωφορείων και το κέντρο με αυτήν την εναέρια γραμμή (το χόστελ μου είναι μακριά από το κέντρο, γι' αυτό έπρεπε να πάρω αστικό λεωφορείο, “χάρηκα” όμως το κάμπλε αργότερα, όταν πήγα να αλλάξω -με το αζημίωτο- το εισιτήριό μου για Μπογκοτά).

Ταπεινή εκδοχή του Μεντεγίν λοιπόν το Μανισάλες, το βρήκα εγώ, ακόμα και στην κατηγορία “γυναίκες”. Εξίσου γοητευτικά χαρακτηριστικά, αλλά... όχι τόσο “αεράτες”, όχι ΤΟΣΟ στιλάτες, όχι τόσο επιτηδευμένα περιποιημένες, και, last but not least, όχι τόσο... πώς να το θέσω;... Ας πούμε ότι οι πλαστικοί χειρουργοί στο Μανισάλες, έχουν πολύ-πολύ-πολύ λιγότερη δουλειά από τους συναδέλφους τους στο Μεντεγίν(...). Τις γυναίκες στο Μανισάλες τις βρήκα να έχουν περισσότερη... “φυσική” ομορφιά, από τις συμπατριώτισσές τους διακόσια χιλιόμετρα βορειότερα.

Όσο για το παιχνίδι, η ατμόσφαιρα ήταν φανταστική, με τις κερκίδες γεμάτες (η Όνσε Κάλντας έδωσε για το συγκεκριμένο παιχνίδι τη δυνατότητα στους κατόχους εισιτηρίων διαρκείας να πάνε στο γήπεδο παίρνοντας μαζί τους ΔΥΟ ΑΚΟΜΑ ΑΤΟΜΑ, εντελώς δωρεάν, ενώ με ένα απλό εισιτήριο, σαν το δικό μου, έμπαιναν στο γήπεδο ΔΥΟ -έκανα τιμ με έναν παππούλη κι εκείνος μπήκε τζάμπα στο γήπεδο. Εντάξει, με το σταγονόμετρο ξοδεύω, αλλά σιγά μην του ζητούσα τα μισά από τα πέντε μόλις ευρώ που έκανε το εισιτήριο), γεμάτες λοιπόν οι κερκίδες, γεμάτο φάσεις μπροστά στις εστίες το παιχνίδι, αλλά... στο ημίχρονο έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, και τα άνοιξα από τις φωνές των οπαδών της Όνσε Κάλντας σχεδόν ένα τέταρτο αργότερα(!)...

Πριν φύγω από το Μεντεγίν το πρωί, πήρα χάπι για τις στροφές, ξέροντας ότι αν δεν έπαιρνα, το πιθανότερο ήταν να... έμπαινα σε “βρομερούς μπελάδες” τις πέντε και κάτι ώρες που κράτησε το ταξίδι (ναι, πέντε και κάτι ώρες για 200 χιλιόμετρα. Κολομβία, γαρ...). “Παράπλευρο σύμπτωμα” των χαπιών αυτών, είναι ότι σου (μου) προκαλούν υπνηλία. Όταν άρχισε το παιχνίδι, η επίδραση του χαπιού δεν είχε ακόμα περάσει, κι έτσι... όσο αλέγρα κι αν ήταν η ατμόσφαιρα στο γήπεδο, όσο χάζι κι αν είχαν οι κερκίδες (νυσταγμένος-νυσταγμένος, αλλά... εξακολουθούσα να έχω μάτια και να βλέπω...), όσο “μία ευκαιρία για γκολ κάθε λίγα λεπτά” κι αν ήταν η δράση εντός αγωνιστικού χώρου, τα μάτια μου έκλειναν, και στο ημίχρονο, το “ας τα κλείσω για δυο λεπτά”, έγινε “πωωωω... Πέρασε ένα τέταρτο!”

Φεύγω λοιπόν από το Μανισάλες, γοητευμένος (γενικώς). Επιστρέφοντας όμως στο “θα το πρότεινα σε κάποιον που έρχεται στην Κολομβία για δύο-τρεις εβδομάδες;” που έγραφα τις προάλλες για άλλες πόλεις, ομολογώ ότι, παραδόξως, δε θα το πρότεινα σε κάποιον σαν must 20ήμερης περιπλάνησης στην Κολομβία. Θέλω να πω, κι η Καστοριά όμορφη είναι, κούκλα, αλλά... πόσοι από εμάς θα λέγαμε σε ξένο φίλο μας που έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, “δεν ξέρω πού θα πας, αλλά από την Καστοριά πρέπει να περάσεις οπωσδήποτε!”; Η διαφορά (μία από τις πάμπολλες, εννοείται) μεταξύ Μανισάλες και Καστοριάς, είναι ότι το πρώτο δεν είναι τόσο... “ξεκομμένο”, όπως είναι η Καστοριά, από τα μέρη της χώρας μας που θεωρούνται musts για ξένο ταξιδιώτη που επισκέπτεται πρώτη φορά την Ελλάδα. Το Μανισάλες είναι εντός του τριγώνου Μπογκοτά-Μεντεγίν-Κάλι, οπότε... δεν κάνεις τρελό κύκλο για να το συμπεριλάβεις στο πρόγραμμά σου. Έστω κι έτσι όμως, αν δεν είσαι μανιώδης φαν των “πανοραμικών αστικών, με μπόλικες πινελιές πρασίνου, τοπίων”, το Μανισάλες μπορείς να το παρακάμψεις. Άποψή μου.

Στην Μπογκοτά θα περάσω σχεδόν δύο εβδομάδες (ο μαζοχιστής), επομένως για να μη χαθώ δύο ολόκληρες εβδομάδες, σκέφτηκα κάπου στα μισά να γράψω ένα κείμενο που να μην έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο μέρος στην Κολομβία από αυτά που ήδη έχω επισκεφτεί αυτόν τον μήνα, αλλά θα είναι... καταγραφή παρατηρήσεων που έχω κάνει, για την Κολομβία και τους Κολομβιανούς γενικά. “Τα λέμε” από Μπογκοτά λοιπόν, κάποια στιγμή μέχρι το επόμενο Σαββατοκύριακο.
 

delmem2233

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.196
crveno-beli, αφενός ευχαριστώ, αφετέρου κάνε μου πάσα μία διεύθυνση μέιλ σου, και θα σου στείλω φωτογραφία (σε μεγάλη ανάλυση, για να είναι ευδιάκριτα όλα πάνω στα εισιτήρια) με τα αποκόμματα εισιτηρίων του τελευταίου μήνα. Για -πολύ- παλιότερα αποκόμματα εισιτηρίων, και για ποδοσφαιρικές ιστορίες, παραπέμπω κάθε ενδιαφερόμενο στο goalgoltor.blogspot.com, το μπλογκ που άρχισα 1η Γενάρη, με περιληπτική καταγραφή εμπειριών μου στα 114 ποδοσφαιρικά παιχνίδια που είχα παρακολουθήσει εκτός Ελλάδας μέχρι πριν από έναν μήνα (τώρα πλέον το νούμερο έχει πάει στα 122, με τα οκτώ του τελευταίου μήνα). Είχα σκοπό να συνεχίσω να γράφω από Νότια Αμερική, ένα κείμενο για κάθε παιχνίδι, αλλά... τεμπέλιασα. Αυτή είναι η ωμή αλήθεια. Ένα κείμενο στο travelstories για κάθε προορισμό μου, και πολύ μου είναι...
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.637
Μηνύματα
905.158
Μέλη
39.375
Νεότερο μέλος
maria kou

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom