Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.977
- Likes
- 52.481
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 1: Προσδοκίες, αναχώρηση από Ελλάδα προς Σιγκαπούρη
- Κεφάλαιο 2: Κάποιες ώρες στη Σιγκαπούρη και κάποιο κατάλυμα στο Μπαλί
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 3: Ναοί, βατράχια, αράχνες, φαράγγια και η Μητέρα των Ναών
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 4: Ο Νότος, το Μπαλί που δε θέλω να ξέρω
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 5: Ναοί, βροχή, χοροί και το Μπαλί που αγάπησα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 6: Ο τουρισμός στην εποχή του Instagram και το “βαθύ” Μπαλί που δε μασάει από τέτοια
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 7: Nusa Penida, ο παράδεισος της παραλίας και η κόλαση της "ασφάλτου"
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 8: Χαλάρωση, σκάλες και σεισμός στη Nusa Penida
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 9: Denpasar, Kuta κι άλλα μέρη που πάμε μόνο αν είμαστε υποχρεωμένοι
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 10: Tana Toraja, χωρίς νεροβούβαλο δεν έχει παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 11: Αχ τα καημένα τα γουρουνάκια
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 12: Makassar, το ενδιαφέρον αδιάφορο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 13: Raja Ampat, καλώς φτάσαμε στον παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 14: Ο υποθαλάσσιος τοίχος, η παραλία-θαύμα, ένας θάνατος, ποντικός-σκαθάρι και λίγα αίματα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 15: Τα καρχαρίνια, ο παράδεισος και το απρόβλεπτο της ζωής (και του θανάτου)
- Φωτογραφίες
- Kεφάλαιο 16: Sorong, μια άγνωστη ευχάριστη έκπληξη και η επικείμενη ανατροπή
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 17: Manado, η πόλη που δεν μας έκατσε άσχημα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 18: Ένας κρατήρας, η κυνοφαγία, τα ρεκόρ γκίνες, οι κουκουβάγιες, ένα μουσείο ναρκεμπόρων και το καυτό νερό και φαγητό
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 19: Ένα βροχερό stopover και το πολυαναμενόμενο Kai Kecil
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 20: Με μηχανάκι στον παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 21: To sandbar και η αθωότητα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 22: Και δυο μέρες στη Τζακάρτα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 23: Σύνοψη, συμπεράσματα, αξιολόγηση κι επεράσαμε όμορφα-όμορφα-όμορφα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ινδονησία είναι εδώ και χρόνια στο τοπ-3 των αγαπημένων μου χωρών. Όταν λέω εδώ και χρόνια, εννοώ πριν το 2000, οπότε και σε ένα από τα πρώτα μου πολύμηνα ταξίδια με μπάτζετ τυρόπιτας είχα την ευκαιρία όχι μόνο να την ταξιδέψω εκτεταμένα αλλά να μείνω στη χώρα, μέχρι και να μάθω να κουτσοσυνεννοούμαι στα Bahasa. Έκτοτε πήγα στις περισσότερες χώρες του μάταιου τούτου κόσμου (σε πολλές από αυτές ξανά και ξανά), αλλά -πλην του λατρεμένου Περού- καμία δεν κατάφερε να υπερκεράσει την Ινδονησία στην καρδιά μου ή και στην άτυπη βαθμολογία χωρών που κάθομαι και συντάσσω όποτε έχω ατέρμονες πτήσεις και τίποτε να κάνω. Άντε κάποιες φορές να ισοβαθμεί με την Ινδία στη δεύτερη θέση και – κακά τα ψέμματα- επειδή οι χώρες που μου απομένουν να επισκεφθώ είναι λίγες και συγκεκριμένες, καμία δεν πιστεύω πως θα παρεισφρύσει όχι στο τοπ-3, αλλά ούτε στο τοπ-10, με ασφάλεια μπορώ να πω ότι η χώρα θα παραμείνει στο τοπ-3 όλων των εποχώνε.Ακριβώς γι' αυτό δεν την είχα ξαναεπισκεφθεί. Την έχω τόσο ψηλά στην ταξιδιωτική μου εκτίμηση και ήταν τόσο όμορφη, άγρια, ανεπιτήδευτη η εποχή που την έζησα, που δεν ήθελα να αποκτήσω άλλη εντύπωση από εκείνη, την παλιά, προ εικοσαετίας και βάλε. Μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά παρά μόνο ίντερνετ καφέ σε ελάχιστες πόλεις, ελάχιστες πληροφορίες για οτιδήποτε υπήρχε εκτός Μπαλί, που το Ubud ήταν μερικοί χωματόδρομοι με καφέ που καθόσουν στο πάτωμα σε ψάθινο χαλάκι, στο Lombok δεν υπήρχε αεροδρόμιο, στα Komodo πήγαινες μόνο με ψαρόβαρκα, η Σουμάτρα ήταν wild west λόγω των ενόπλων συγκρούσεων, το τρεκ στο Bromo διεκόπη ξεροσκόταδο στις τρεις το πρωί λόγω σύγκρουσης με ρόπαλα ανάμεσα σε αντιμαχόμενα “συνδικάτα” ξεναγών και στην Ιάβα τα παιδάκια τσίριζαν υστερικά όποτε έβλεπαν λευκό, στις δε στάσεις για φαγητό που έκαναν τα λεωφορεία κάθε 7 ή 8 ώρες σε 40ωρα ταξίδια όλοι μαζεύονταν γύρω μου να με δουν πώς τρώω εγώ, ο ένας μοναδικός εξωτικός επιβάτης από άλλη χώρα. Για μένα η Ινδονησία ήταν κάτι θρυλικό, το πρώτο ταξίδι τόσο μακριά, εξωτικά, το μέρος που έχασα την παρθενιά μου, η πρώτη φορά που αρρώστησα σοβαρά σε ταξίδι (και οι νοσοκόμες έγραφαν σε χαρτάκι στο λατινικό ό,τι τους υποδείκνυα και πήγαιναν 2,5 ώρες μακριά για να στείλουν μέιλ στην αδερφή μου), η πρώτη χώρα που πήγα χωρίς να ξέρω πότε ή αν θα επιστρέψω, το οποίο και αποφάσισε το immigration που με απέλασε, το πρώτο μέρος όπου έμαθα την (πανεύκολη) γλώσσα κι έπιασα και μια δουλίτσα της πλάκας για ένα διάστημα, η πρώτη μου περιπέτεια στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα όπου κάθε νησί ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικό και δεν ήξερες τι θα αντικρύσουν τα μάτια σου σε εκείνες τις εποχές που ούτε φωτογραφίες δεν κυκλοφορούσαν εύκολα, σε αντίθεση με τώρα που τα βρίσκεις όλα πατώντας ένα κουμπάκι ενώ παίρνεις το μετρό στην Αθήνα ή κάνεις ωτοστόπ στην Αβάνα.
Αλλά ο κόσμος αλλάζει και πρέπει να τον αποδεχόμαστε όπως είναι. Αποφάσισα να επιστρέψω στην Ινδονησία, να ταξιδέψω για 25 μέρες σε μέρη γνωστά (Μπαλί) και άγνωστα (Δυτική Παπούα, Raja Ampat, Νότιες Μολούκες, Κελέβη) και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δε θα κάνω γεροντίστικες συγκρίσεις: “πωπω, πως τουριστικοποιήθηκε έτσι το Α”, “αμάν, τα παιδάκια είναι όλη μέρα στο κινητό αντί να παίζουν μακριά γαϊδούρια”, “γιατί υπάρχει άσφαλτος που οδηγεί στην παραλία”, “πού πήγαν τα παραδοσιακά σπιτάκια από ψάθα;”. Δεν κερδίζει κανείς τίποτε κάνοντας συγκρίσεις μετά από 20+ χρόνια , ο κόσμος προχωράει, και σωστά πράττει. Είχα τη συναίσθηση -αν όχι τη βεβαιότητα- ότι θα δω μια χώρα αλλαγμένη, αλλά και τη θέληση να τη δω με άλλα μάτια, σαν κάτι καινούριο, όχι το remake ενός ταξιδιού προ αμνημονεύτων ετών που ίσως και να έχω εξιδανικεύσει.
Άλλωστε, εκτός από τα δικά μου μάτια, θα υπήρχαν και τα μάτια της Χ, που για πρώτη φορά θα πήγαινε στην Ασία, σε έναν από τους τρεις προορισμούς που μόνο αφού ξενιτεύτηκε είχε ονειρευτεί ότι ίσως, κάπως, κάποτε θα μπορούσε να δει ιδίοις όμμασι (οι άλλοι δύο είναι η Βραζιλία και η Ιαπωνία). Που μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν είχε ονειρευτεί ποτέ ότι θα έτρωγε στη ζωή της μπριζόλα, ότι θα είχε μισθό άνω των 20 ευρώ ή ότι θα ψώνιζε παπούτσια, που δεν ήξερε καν το νούμερό της μέχρι προ τριετίας. Και να που είμαστε εδώ, στο Ελευθέριος Βενιζέλος, στην αρχή του ταξιδιού. Ενός ταξιδιού που για τη Χ. παραλίγο να μην ξεκινήσει ποτέ: είχαμε επιλέξει την Ινδονησία ως μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν απαιτεί βίζα από τους κατόχους κουβανικού διαβατηρίου, όπως και η “ενδιάμεση” Σιγκαπούρη. Ε, στις 22 Ιουλίου η Ινδονησία άλλαξε τον κανονισμό και απαιτούσε κι από τους Κουβανούς βίζα, ακόμη κι αν ήταν μόνιμοι κάτοικοι άλλου κράτους. Μετά τα πρώτα κλάματα και μια προσωρινή μίνι κατάθλιψη, ανακάλυψα ότι υπάρχουν ινδονησιακά πρακτορεία που αναλαμβάνουν το sponsoring (χρειάζεται μια τοπική εταιρεία να εγγυηθεί με 10.000$ ότι ο Κουβανός ή άλλος τριτοκοσμικός πολίτης δε θα αυτομολήσει στη χώρα) έναντι όχι πινακίου φακής, αλλά τέλος πάντων γίνεται και μάλιστα μέσα σε 2-3 εβδομάδες, το οποίο μας αρκούσε σχεδόν οριακά. Τελικώς η δουλειά έγινε χάρη στους ανθρώπους της C-Bali.com , την οποία και συστήνω ανεπιφύλακτα. Πέραν της συνεχούς ενημέρωσης για την πορεία της αίτησης και της καθοδήγησης βήμα-βήμα, ήταν και οι φτηνότεροι από τις 5 εταιρείες που βρήκα, με την όλη διαδικασία να στοιχίζει “μόλις” 231€. Αντίθετα, εγώ που είμαι από ζάμπλουτο κράτος (τετοιο είναι η Ελλάδα αν δεν το έχετε συνειδητοποιήσει) χρεώθηκα μόλις 35$ με την άφιξή μου στη χώρα σε μια διαδικασία που κράτησε λίγα λεπτάκια. Για μας τους πολίτες ζάμπλουτων χωρών είναι ο πλανήτης, για τους άλλους ισχύει ό,τι και για τις ομάδες πλην Αιγάλεω και Ολυμπιακού.
Επιτέλους λοιπόν είχαμε βίζα, οπότε δεν πήγαν στράφι τα εισιτήριά μας. Εγώ ως πλεμπαίος θα πετούσα με την ταπεινή scoot μέχρι το Μπαλί και θα επέστρεφα από τη Τζακάρτα 24 μέρες αργότερα. Η Χ. θα πετούσε από και προς Μπαλί, χρησιμοποιώντας τα μίλια μου, έναντι μόλις 85€, με τη Singapore παρακαλώ (πςςς μεγαλεία). Οι πτήσεις μας πάντως ήταν συγχρονισμένες, τι μας περάσατε, για τίποτε τυχαίους; Θα φτάναμε στη Σιγκαπούρη με μισή ώρα διαφορά, ενώ και στο Μπαλί εγώ θα έφτανα μόλις 20 λεπτά πριν από τη Χ.
Αποχαιρετίσαμε λοιπόν στο αεροδρόμιο το γιαπωνεζοφινλανδικό ζευγάρι που φιλοξενούσαμε στην Αθήνα (ναι, και αυτών η πτήση ήταν συγχρονισμένη με τη δική μας, μιλάμε για οργάνωση, όχι τρίχες, τυχαία συνέβη), μετά... αποχαιρετιστήκαμε και μεταξύ μας (αφού πετούσαμε όχι μόνο με άλλες πτήσεις αλλά και άλλες ώρες) και το ταξιδάκι στο Μπαλί και πολύ μα πολύ παραπέρα μόλις ξεκινούσε. Έναν ενθουσιασμό τον είχα, και 4-5 ενθουσιασμούς πρέπει να είχε και η Χ.
Last edited: