gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.550
- Likes
- 8.442
- Επόμενο Ταξίδι
- ????
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Χαϊδελβέργη – Η αρχόντισσα
Σε 35 περίπου λεπτά φτάσαμε στον σιδηροδρομικό Σταθμό της Χαϊδελβέργης όπου μας «υποδέχτηκε» μια περιποιημένη μακέτα τρένων και κτισμάτων κατά το γερμανικό πρότυπο.
Έξω από τον σταθμό πήραμε ένα λεωφορείο, βγάζοντας τα εισιτήρια στον οδηγό και σύντομα είμαστε στην παλιά πόλη, δίπλα στον ποταμό Neckar, την παλιά γέφυρα Alte Brücke ενώ απέναντι, ανάμεσα σε προσεγμένα σπίτια και πολυτελείς βίλες διακρινόταν ελαφρά ένα τμήμα του μονοπατιού των φιλοσόφων.
Οι πρώτες εικόνες ήταν εντυπωσιακές και μας προϊδέασαν γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Περάσαμε την πύλη της γέφυρας, προς το κέντρο της παλιά πόλης, και στα λίγα μέτρα που περπατήσαμε ως το κατάλυμα μας αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε για τα καλά τον χαρακτήρα της.
Μετά από ένα γρήγορα check-in, παράτησα βιαστικά τις αποσκευές στο δωμάτιο κι έτρεξα πάλι έξω για να προλάβω να δω και να φωτογραφίσω την παλιά γέφυρα και τα πέριξ με το τελευταίο φως της ημέρα. Μέσα σε λίγη ώρα ο κόσμος στους δρόμους είχε πολλαπλασιαστεί χωρίς να είναι πολύ ενοχλητικός.
Διέσχισα την πύλη της γέφυρας με στόχο την απέναντι πλευρά της γέφυρας όπου βρίσκεται το άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Η ώρα προσφερόταν για «ρομαντικές» φωτογραφίσεις του ποταμού…
ενώ αποκαλύπτονταν κι άλλες γοητευτικές εικόνες της πόλης, κυρίως προς την παλιά πλευρά της πόλης, με το κάστρο να δεσπόζει στις περισσότερες λήψεις.
Κατά την επιστροφή βρήκα την ευκαιρία να φωτογραφίσω, χωρίς κόσμο, τον διάσημο μπαμπουίνο που κρατά τον καθρέπτη της αυτογνωσίας καθώς και τα δύο χάλκινα ποντικάκια της τύχης.
Συναντηθήκαμε πια όλοι μαζί και ξεκινήσαμε μια βραδινή βόλτα στα πιο κεντρικά σημεία της Χαϊδελβέργης. Μόλις βγήκαμε, είδαμε ένα σημάδι της «περίφημης» γερμανικής φιλοξενίας που μας προκάλεσε αλγεινή εντύπωση. Στο χαμηλό πρεβάζι του απέναντι μαγαζιού είχαν τοποθετηθεί καρφιά ώστε να μην μπορεί κανείς κουρασμένος τουρίστας να κάτσει.
Το κατάλυμά μας ήταν σε ιδανική θέση, μισό λεπτό απόσταση από την κεντρική πλατεία (Marktplatz) η οποία ήταν αρκετά γεμάτη από κόσμο, κυρίως τουρίστες. Τα 2 βασικά κτίρια, το δημαρχείο (Stadt Heidelberg) και η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος (Heiliggeistkirche) στέκονταν απέναντι το ένα στο άλλο οριοθετώντας τις δυο πλευρές της πλατείας ενώ φυσικά το βλέμμα τραβούσε το κάστρο (ένα μέρος του τουλάχιστον) που φαινόταν ακριβώς από πάνω.
Σχεδόν αμέσως φτάσαμε στην διπλανή και πολύ «φωτογενή» πλατεία (Kornmarkt) η οποία σε αντίθεση με την πλατεία της αγοράς ήταν σχεδόν άδεια.
Γυρίσαμε προς τα πίσω και ξεκινήσαμε να κινούμαστε στον κεντρικότερο πεζόδρομο Hauptstraße αλλά και στα διάφορα στενά, κάθετα και παράλληλα, βλέποντας μερικά από τα πιο ωραία κτίρια της πόλης όπως το Hotel zum Ritter Heidelberg και την εκκλησία των Ιησουιτών Jesuitenkirche.
Η κούραση όλης της ημέρας μας είχε καταβάλει κι έτσι γρήγορα εγκαταλείψαμε την βόλτα και «χωθήκαμε» μέσα σ’ ένα από τα πολλά μπαράκια της πόλης, ολίγον χεβιμεταλάδικο, για να ξεδιψάσουμε με δροσερές μπυρίτσες.
Ήταν η τελευταία μέρα που θα είχαμε ανοιξιάτικο καιρό (17-18 βαθμούς). Από την επόμενη μέρα αναμενόταν επιδείνωση, με πιθανές βροχές μετά τις 10 και γι’ αυτό μόλις ξύπνησα, σχετικά νωρίς, έτρεξα να προλάβω να δω όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα.
Πράγματι ο ουρανός ήταν κιόλας βαρύς και η θερμοκρασία είχε πέσει σημαντικά οπότε αμέσως ξεκίνησα την βόλτα μου έχοντας σαν στόχο να δω κάποιες γειτονιές στο λιγότερο τουριστικό μέρος της πόλης. Το θετικό της υπόθεσης ήταν πως εκείνη την ώρα δεν είχε καθόλου κόσμο στους δρόμους κι έτσι μπορούσα να κινηθώ με άνεση και ταχύτητα.
Ξεκίνησα ακολουθώντας την έρημη Ob. Neckarstraße προς τα ανατολικά φωτογραφίζοντας όποιο κτίριο μου τραβούσε την προσοχή.
Θαυμάζοντας και περπατώντας με το κεφάλι ψηλά συνεχώς (ευτυχώς δεν σκόνταψα πουθενά) έφτασα στην πλατεία Karlsplatz με το παράξενο όσο και όμορφο γλυπτό στο κέντρο της και το κτίριο της Ακαδημίας των Επιστημών στην απέναντι πλευρά της. Στο συγκεκριμένο σημείο έβλεπα πια καθαρά ολόκληρο το συγκρότημα του κάστρου που φαινόταν τόσο κοντά λες και μπορούσε να το φτάσεις με δυο δρασκελιές.
Συνέχισα ακόμη ανατολικότερα γεμίζοντας το μυαλό μου με εικόνες και ακολουθώντας τα trends του φόρουμ φωτογραφίζοντας πόρτες και παγκάκια ( ) εκτός φυσικά των κτιρίων και των δρόμων.
Γύρισα στο κατάλυμα και βρεθήκαμε πια όλοι μαζί ενώ έκανε την εμφάνισή του και το ψιλόβροχο. Κάναμε για μια ακόμη φορά μια γρήγορη βόλτα στην παλιά γέφυρα απολαμβάνοντας την θέα παρά τον βαρύ ουρανό.
Σε λίγο πήραμε το δρόμο (ή μάλλον το τελεφερίκ) για το κάστρο. Φτάσαμε αμέσως πάνω στο λόφο ενώ ο καιρός, ξαφνικά, μας έκανε την χάρη και άνοιξε. Κινηθήκαμε διαμέσου του περιφερειακού πάρκου, βλέποντας τα διάφορα κτίσματα και κτίρια της περιοχής και τελικά μέσω της κεντρικής πύλης μπήκαμε στον εσωτερικό, αύλειο χώρο του κάστρου.
Αρκετός κόσμος βρισκόταν ήδη εκεί κάνοντας τις βόλτες του ανάμεσα στα τμήματα του κάστρου.
Πριν όμως επιχειρήσουμε να μπούμε σε οποιοδήποτε από αυτά «τρέξαμε» στο μπαλκόνι για να δούμε την θέα προς την πόλη και το Νέκαρ. Ο λίγος ήλιος που εμφανιζόταν ανάμεσα στα σύννεφα μας επέτρεψε να πάρουμε κάμποσες σχετικά καλές φωτογραφίες.
Στραφήκαμε μετά στο εσωτερικό των κτιρίων. Δυστυχώς ένα από τα βασικά επισκέψιμα σημεία ήταν κλειστό για το κοινό λόγω κάποιας εκδήλωσης οπότε αρκεστήκαμε στα υπόλοιπα διαθέσιμα. Αρχικά μπήκαμε σ’ ένα υπόγειο για να δούμε το μεγαλύτερο βαρέλι μπίρας στο κόσμο (κατά δήλωσής τους πάντα). Μπαίνοντας στον χώρο είχε ένα κανονικό βαρέλι και δίπλα του ένα πολύ μεγαλύτερο του, όχι όμως τόσο μεγάλο όσο υποσχόταν η πινακίδα. Ευτυχώς συνέχισα λίγο πιο κάτω κι όντως αντίκρισα ένα πραγματικά τεράστιο βαρέλι. Μπύρα όμως, ούτε σταγόνα, δυστυχώς…
Σειρά είχε το ιστορικό μουσείο γερμανικών φαρμακείων που στεγάζεται στον ίδιο χώρο και συμπεριλαμβάνεται στην τιμή εισόδου του κάστρου. Είδαμε στημένα κλασικά φαρμακεία από τον 13ο έως και τον 20ο αιώνα, πολλές πρώτες ύλες για την κατασκευή φαρμάκων και ματζουνιών όπως και αρκετά γνωστά σκευάσματα όπως ήταν στην αρχική τους έκδοση. Ανάμεσα στις πρώτες ύλες και η Belladonna, γνωστή σε όλους τους Έλληνες από την ταινία του Βέγγου (Μπελαντόνα, μπελαντόνα, δεν την ξέρω. Αν ήταν μπελαμάνα, μάλιστα…)
Βγήκαμε από το μικρό μουσείο κι ο καιρός είχε αλλάξει και πάλι. Έντονη βροχή κι αέρας μας ανάγκασαν να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς το τελεφερίκ και να επιστρέψουμε άρον – άρον στην πόλη. Φτάνοντας κάτω το είχε γυρίσει σε ψιλό χαλάζι που ευτυχώς όμως δεν κράτησε πολύ.
Χωριστήκαμε και πάλι. Η Ε. και η Ελ. κατευθύνθηκαν προς τα καταστήματα και τα σουβενιράδικα κι εγώ αποφάσισα να κινηθώ σ' άλλη μια περιοχή της παλιάς πόλης που δεν είχα προλάβει να δω. Έτσι ξεκίνησα, με ψιλόβροχο πια, περνώντας αρχικά από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου της πόλης ενώ σε λίγο έφτασα στην εκκλησία Peterskirche.
Απέναντι ακριβώς από την εκκλησία βρισκόταν η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, ένα μάλλον εντυπωσιακό κτίριο που εγώ ουδόλως το είδα καθώς ήταν σκεπασμένο από σκαλιωσιές.
Έκανα μια μικρή εκτροπή προς τα πάνω, βλέποντας κάποια «ανώνυμα» κτίρια αλλά κι «επώνυμα» όπως το κτίριο της Ένωσης Ιστορίας της Χαϊδελβέργης.
Επέστρεψα στην αρχική μου διαδρομή και κινούμενος πιο κεντρικά πέρασα από την εκλλησία TeDrei - Junge Kirche Heidelberg αλλά και το «ζωηρό» κτίριο του μουσείου τέχνης και αρχαιολογίας (Kurpfälzisches Museum).
Φυσικά χρόνος δεν υπήρχε για καμιά επίσκεψη σε μουσεία ή άλλα αξιοθέατα οπότε συνέχισα με βήμα ταχύ τηντελευταία βόλτα μου. Πέρασα δίπλα από την πλατεία του πανεπιστημίου (Universitätsplatz) χωρίς να πάω προς την φυλακή των φοιτητών (Studentenkarzer) καθώς ήξερα πως ήταν κλειστή αυτή την περίοδο, λόγω εργασιών.
Κατέβηκα κι άλλο προς το ποτάμι περνώντας από γραφικά στενάκια κι από κάποια υπολείματα τειχών, «πέφτοντας» στο τέλος, τυχαία, σε μια εσωτερική αυλή που εκ των υστέρων διάβασα πως είναι η αυλή των παλιών σταύλων (Heidelberger Marstall). Τα κτίρια από την μια πλευρά παρέπεμπαν σε κάτι τέτοιο αλλά από την άλλη ήταν τελειώς σύγχρονα και μάλιστα υπήρχαν και κάποια υπαίθρια εκθέματα μοντέρνας τέχνης.
Ο χρόνος όμως πια πιέζε ασφυκτικά και παρόλο που δεν ήθελα καθόλου να σταματήσω να τριγυρνώ σ’ αυτή την κουκλίστικη πόλη επέστρεψα με βαριά καρδιά στο ξενοδοχείο. Στο εστιατόριο του φάγαμε το «ελαφρύ» μας γεύμα, έτσι για να αποχαιρετίσουμε παραδοσιακά την πόλη.
Η αναχώρηση του τραίνου για το Μόναχο ήταν στις 17:13 αλλά για 2η φορά υπήρχε καθυστέρηση τουλάχιστον μισής ώρας. Στην 3ώρη διάρκεια του ταξιδιού προστέθηκε κι άλλη καθυστέρηση με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο Μόναχο μετά τις 21:00. Πάει κι παραδοσιακή ακρίβεια των Γερμανών…
Σε 35 περίπου λεπτά φτάσαμε στον σιδηροδρομικό Σταθμό της Χαϊδελβέργης όπου μας «υποδέχτηκε» μια περιποιημένη μακέτα τρένων και κτισμάτων κατά το γερμανικό πρότυπο.
Έξω από τον σταθμό πήραμε ένα λεωφορείο, βγάζοντας τα εισιτήρια στον οδηγό και σύντομα είμαστε στην παλιά πόλη, δίπλα στον ποταμό Neckar, την παλιά γέφυρα Alte Brücke ενώ απέναντι, ανάμεσα σε προσεγμένα σπίτια και πολυτελείς βίλες διακρινόταν ελαφρά ένα τμήμα του μονοπατιού των φιλοσόφων.
Οι πρώτες εικόνες ήταν εντυπωσιακές και μας προϊδέασαν γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Περάσαμε την πύλη της γέφυρας, προς το κέντρο της παλιά πόλης, και στα λίγα μέτρα που περπατήσαμε ως το κατάλυμα μας αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε για τα καλά τον χαρακτήρα της.
Μετά από ένα γρήγορα check-in, παράτησα βιαστικά τις αποσκευές στο δωμάτιο κι έτρεξα πάλι έξω για να προλάβω να δω και να φωτογραφίσω την παλιά γέφυρα και τα πέριξ με το τελευταίο φως της ημέρα. Μέσα σε λίγη ώρα ο κόσμος στους δρόμους είχε πολλαπλασιαστεί χωρίς να είναι πολύ ενοχλητικός.
Διέσχισα την πύλη της γέφυρας με στόχο την απέναντι πλευρά της γέφυρας όπου βρίσκεται το άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Η ώρα προσφερόταν για «ρομαντικές» φωτογραφίσεις του ποταμού…
ενώ αποκαλύπτονταν κι άλλες γοητευτικές εικόνες της πόλης, κυρίως προς την παλιά πλευρά της πόλης, με το κάστρο να δεσπόζει στις περισσότερες λήψεις.
Κατά την επιστροφή βρήκα την ευκαιρία να φωτογραφίσω, χωρίς κόσμο, τον διάσημο μπαμπουίνο που κρατά τον καθρέπτη της αυτογνωσίας καθώς και τα δύο χάλκινα ποντικάκια της τύχης.
Συναντηθήκαμε πια όλοι μαζί και ξεκινήσαμε μια βραδινή βόλτα στα πιο κεντρικά σημεία της Χαϊδελβέργης. Μόλις βγήκαμε, είδαμε ένα σημάδι της «περίφημης» γερμανικής φιλοξενίας που μας προκάλεσε αλγεινή εντύπωση. Στο χαμηλό πρεβάζι του απέναντι μαγαζιού είχαν τοποθετηθεί καρφιά ώστε να μην μπορεί κανείς κουρασμένος τουρίστας να κάτσει.
Το κατάλυμά μας ήταν σε ιδανική θέση, μισό λεπτό απόσταση από την κεντρική πλατεία (Marktplatz) η οποία ήταν αρκετά γεμάτη από κόσμο, κυρίως τουρίστες. Τα 2 βασικά κτίρια, το δημαρχείο (Stadt Heidelberg) και η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος (Heiliggeistkirche) στέκονταν απέναντι το ένα στο άλλο οριοθετώντας τις δυο πλευρές της πλατείας ενώ φυσικά το βλέμμα τραβούσε το κάστρο (ένα μέρος του τουλάχιστον) που φαινόταν ακριβώς από πάνω.
Σχεδόν αμέσως φτάσαμε στην διπλανή και πολύ «φωτογενή» πλατεία (Kornmarkt) η οποία σε αντίθεση με την πλατεία της αγοράς ήταν σχεδόν άδεια.
Γυρίσαμε προς τα πίσω και ξεκινήσαμε να κινούμαστε στον κεντρικότερο πεζόδρομο Hauptstraße αλλά και στα διάφορα στενά, κάθετα και παράλληλα, βλέποντας μερικά από τα πιο ωραία κτίρια της πόλης όπως το Hotel zum Ritter Heidelberg και την εκκλησία των Ιησουιτών Jesuitenkirche.
Η κούραση όλης της ημέρας μας είχε καταβάλει κι έτσι γρήγορα εγκαταλείψαμε την βόλτα και «χωθήκαμε» μέσα σ’ ένα από τα πολλά μπαράκια της πόλης, ολίγον χεβιμεταλάδικο, για να ξεδιψάσουμε με δροσερές μπυρίτσες.
Ήταν η τελευταία μέρα που θα είχαμε ανοιξιάτικο καιρό (17-18 βαθμούς). Από την επόμενη μέρα αναμενόταν επιδείνωση, με πιθανές βροχές μετά τις 10 και γι’ αυτό μόλις ξύπνησα, σχετικά νωρίς, έτρεξα να προλάβω να δω όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα.
Πράγματι ο ουρανός ήταν κιόλας βαρύς και η θερμοκρασία είχε πέσει σημαντικά οπότε αμέσως ξεκίνησα την βόλτα μου έχοντας σαν στόχο να δω κάποιες γειτονιές στο λιγότερο τουριστικό μέρος της πόλης. Το θετικό της υπόθεσης ήταν πως εκείνη την ώρα δεν είχε καθόλου κόσμο στους δρόμους κι έτσι μπορούσα να κινηθώ με άνεση και ταχύτητα.
Ξεκίνησα ακολουθώντας την έρημη Ob. Neckarstraße προς τα ανατολικά φωτογραφίζοντας όποιο κτίριο μου τραβούσε την προσοχή.
Θαυμάζοντας και περπατώντας με το κεφάλι ψηλά συνεχώς (ευτυχώς δεν σκόνταψα πουθενά) έφτασα στην πλατεία Karlsplatz με το παράξενο όσο και όμορφο γλυπτό στο κέντρο της και το κτίριο της Ακαδημίας των Επιστημών στην απέναντι πλευρά της. Στο συγκεκριμένο σημείο έβλεπα πια καθαρά ολόκληρο το συγκρότημα του κάστρου που φαινόταν τόσο κοντά λες και μπορούσε να το φτάσεις με δυο δρασκελιές.
Συνέχισα ακόμη ανατολικότερα γεμίζοντας το μυαλό μου με εικόνες και ακολουθώντας τα trends του φόρουμ φωτογραφίζοντας πόρτες και παγκάκια ( ) εκτός φυσικά των κτιρίων και των δρόμων.
Γύρισα στο κατάλυμα και βρεθήκαμε πια όλοι μαζί ενώ έκανε την εμφάνισή του και το ψιλόβροχο. Κάναμε για μια ακόμη φορά μια γρήγορη βόλτα στην παλιά γέφυρα απολαμβάνοντας την θέα παρά τον βαρύ ουρανό.
Σε λίγο πήραμε το δρόμο (ή μάλλον το τελεφερίκ) για το κάστρο. Φτάσαμε αμέσως πάνω στο λόφο ενώ ο καιρός, ξαφνικά, μας έκανε την χάρη και άνοιξε. Κινηθήκαμε διαμέσου του περιφερειακού πάρκου, βλέποντας τα διάφορα κτίσματα και κτίρια της περιοχής και τελικά μέσω της κεντρικής πύλης μπήκαμε στον εσωτερικό, αύλειο χώρο του κάστρου.
Αρκετός κόσμος βρισκόταν ήδη εκεί κάνοντας τις βόλτες του ανάμεσα στα τμήματα του κάστρου.
Πριν όμως επιχειρήσουμε να μπούμε σε οποιοδήποτε από αυτά «τρέξαμε» στο μπαλκόνι για να δούμε την θέα προς την πόλη και το Νέκαρ. Ο λίγος ήλιος που εμφανιζόταν ανάμεσα στα σύννεφα μας επέτρεψε να πάρουμε κάμποσες σχετικά καλές φωτογραφίες.
Στραφήκαμε μετά στο εσωτερικό των κτιρίων. Δυστυχώς ένα από τα βασικά επισκέψιμα σημεία ήταν κλειστό για το κοινό λόγω κάποιας εκδήλωσης οπότε αρκεστήκαμε στα υπόλοιπα διαθέσιμα. Αρχικά μπήκαμε σ’ ένα υπόγειο για να δούμε το μεγαλύτερο βαρέλι μπίρας στο κόσμο (κατά δήλωσής τους πάντα). Μπαίνοντας στον χώρο είχε ένα κανονικό βαρέλι και δίπλα του ένα πολύ μεγαλύτερο του, όχι όμως τόσο μεγάλο όσο υποσχόταν η πινακίδα. Ευτυχώς συνέχισα λίγο πιο κάτω κι όντως αντίκρισα ένα πραγματικά τεράστιο βαρέλι. Μπύρα όμως, ούτε σταγόνα, δυστυχώς…
Σειρά είχε το ιστορικό μουσείο γερμανικών φαρμακείων που στεγάζεται στον ίδιο χώρο και συμπεριλαμβάνεται στην τιμή εισόδου του κάστρου. Είδαμε στημένα κλασικά φαρμακεία από τον 13ο έως και τον 20ο αιώνα, πολλές πρώτες ύλες για την κατασκευή φαρμάκων και ματζουνιών όπως και αρκετά γνωστά σκευάσματα όπως ήταν στην αρχική τους έκδοση. Ανάμεσα στις πρώτες ύλες και η Belladonna, γνωστή σε όλους τους Έλληνες από την ταινία του Βέγγου (Μπελαντόνα, μπελαντόνα, δεν την ξέρω. Αν ήταν μπελαμάνα, μάλιστα…)
Βγήκαμε από το μικρό μουσείο κι ο καιρός είχε αλλάξει και πάλι. Έντονη βροχή κι αέρας μας ανάγκασαν να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς το τελεφερίκ και να επιστρέψουμε άρον – άρον στην πόλη. Φτάνοντας κάτω το είχε γυρίσει σε ψιλό χαλάζι που ευτυχώς όμως δεν κράτησε πολύ.
Χωριστήκαμε και πάλι. Η Ε. και η Ελ. κατευθύνθηκαν προς τα καταστήματα και τα σουβενιράδικα κι εγώ αποφάσισα να κινηθώ σ' άλλη μια περιοχή της παλιάς πόλης που δεν είχα προλάβει να δω. Έτσι ξεκίνησα, με ψιλόβροχο πια, περνώντας αρχικά από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου της πόλης ενώ σε λίγο έφτασα στην εκκλησία Peterskirche.
Απέναντι ακριβώς από την εκκλησία βρισκόταν η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, ένα μάλλον εντυπωσιακό κτίριο που εγώ ουδόλως το είδα καθώς ήταν σκεπασμένο από σκαλιωσιές.
Έκανα μια μικρή εκτροπή προς τα πάνω, βλέποντας κάποια «ανώνυμα» κτίρια αλλά κι «επώνυμα» όπως το κτίριο της Ένωσης Ιστορίας της Χαϊδελβέργης.
Επέστρεψα στην αρχική μου διαδρομή και κινούμενος πιο κεντρικά πέρασα από την εκλλησία TeDrei - Junge Kirche Heidelberg αλλά και το «ζωηρό» κτίριο του μουσείου τέχνης και αρχαιολογίας (Kurpfälzisches Museum).
Φυσικά χρόνος δεν υπήρχε για καμιά επίσκεψη σε μουσεία ή άλλα αξιοθέατα οπότε συνέχισα με βήμα ταχύ τηντελευταία βόλτα μου. Πέρασα δίπλα από την πλατεία του πανεπιστημίου (Universitätsplatz) χωρίς να πάω προς την φυλακή των φοιτητών (Studentenkarzer) καθώς ήξερα πως ήταν κλειστή αυτή την περίοδο, λόγω εργασιών.
Κατέβηκα κι άλλο προς το ποτάμι περνώντας από γραφικά στενάκια κι από κάποια υπολείματα τειχών, «πέφτοντας» στο τέλος, τυχαία, σε μια εσωτερική αυλή που εκ των υστέρων διάβασα πως είναι η αυλή των παλιών σταύλων (Heidelberger Marstall). Τα κτίρια από την μια πλευρά παρέπεμπαν σε κάτι τέτοιο αλλά από την άλλη ήταν τελειώς σύγχρονα και μάλιστα υπήρχαν και κάποια υπαίθρια εκθέματα μοντέρνας τέχνης.
Ο χρόνος όμως πια πιέζε ασφυκτικά και παρόλο που δεν ήθελα καθόλου να σταματήσω να τριγυρνώ σ’ αυτή την κουκλίστικη πόλη επέστρεψα με βαριά καρδιά στο ξενοδοχείο. Στο εστιατόριο του φάγαμε το «ελαφρύ» μας γεύμα, έτσι για να αποχαιρετίσουμε παραδοσιακά την πόλη.
Η αναχώρηση του τραίνου για το Μόναχο ήταν στις 17:13 αλλά για 2η φορά υπήρχε καθυστέρηση τουλάχιστον μισής ώρας. Στην 3ώρη διάρκεια του ταξιδιού προστέθηκε κι άλλη καθυστέρηση με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο Μόναχο μετά τις 21:00. Πάει κι παραδοσιακή ακρίβεια των Γερμανών…
Attachments
-
1,6 MB Προβολές: 0
-
1,6 MB Προβολές: 0
Last edited: