Συνέχεια...
Πρώτες εντυπώσεις ... Καί φαντασιώσεις
...Το πρόγραμμά μου ήταν να κατέβω πρώτα - πού αλλού- στην Αγία Σοφία. Αυτό δεν έπαιρνε συζήτηση ούτε σκέψη. Καί πήγα.
Τι ήταν εκείνο πού ένοιωσα μόλις κατέβηκα? Η περιοχή δεν μού ήταν καθόλου άγνωστη. Τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους. Η καρδιά μου σφιγγόταν καί οι κρόταφοί μου χτυπούσαν. Οχι, δεν μού ήταν καθόλου άγνωστη. Ενοιωσα σαν να επέστρεφα, μετά από πολύ καιρό, σε μία πόλη πού την ήξερα πολύ καλά. Σ εμία πόλη πού μπορεί να άλλαξε με τον χρόνο, μα ήταν η ίδια γνώριμη πόλη. Τίποτα δεν με ξένιζε, όλα με συγκινησούσαν. Είχα τέτοια συναισθηματική φόρτιση πού δεν μπορούσα να την ελέγξω.
- Βρε, δε θές νάχουνε δίκιο αυτοί πού πιστεύουν πώς έχουμε προηγούμενες ζωές?
Δεν ήταν από βιβλία, δεν ήταν από φωτογραφίες, δεν ήταν από περισγραφές. Νάταν οί ρίζες? Απάντηση ακόμα δεν βρήκα. Μυστήριο πράμα ο άνθρωπος.
Προχώρησα καί στάθηκα στην πλατεία, στην αρχή τού Βυζαντινού Ιπποδρόμου.
Κοιτάζω αριστερά: η Αγία Σοφία. Κοιτάζω δεξιά: το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί.
Είναι κάποια μνημεία πού σε μαγεύουν με την πρώτη ματιά. Οχι γιατί είναι αριστουργήματα, όχι γιατί είναι μάρτυρες της ιστορίας, όχι γιά την μοναδικότητά καί το μεγαλείο ή τον πλούτο τους, αλλά γιατί κάτι εκπέμπουν. Κάτι μαγικό σού ψιθυρίζουν με την σιωπή τους καί σε αιχμαλωτίζουν.
Κάθισα στα παγκάκια της πλατείας καί το βλέμμα μου πήγαινε από το ένα στο άλλο. Ζαλίστηκα. Νισάφι. Να κοιτάξω καί λίγο ουρανό. Και τι βλέπω? Τον Χριστό μαζί με τον Αλλάχ, να κάθονται ανακούρκουδα στα μιντέρια τους, με όλα τα μπερκέτια μπροστά τους, να καπνίζουν αργιλέ.
- Ορέ μπίρομ -λέει ο Αλλάχ - τι μπουνταλάδες είναι αυτοί εκεί κάτω! Εμείς εδώ τρώμε, πίνουμε, καλοπερνάμε κιʼαυτοί τρώγονται καί σκοτώνονται γιά λόγου μας. Βάϊ, βάϊ, βάϊ.
- Αφες αυτοίς, ού γάρ οίδασι τι ποιούσιν , απαντά ο Χριστός.
- Αφερημ, συμφωνεί και ο Προφήτης από δίπλα.
Καί όλοι μαζί το ρίχνουνε στον αμανέ, να μερώσουν τον καϋμό γιά τα χαϊβάνια πού έφτιαξαν.
- Μαρία, Μαρία, χίλιες δραχμές.
Κάνω έτσι, τι να δώ. Κάτι τουρκάκια πουλούσαν τουριστικούς οδηγούς στα ελληνικά.
Πώς με πήραν χαμπάρι ότι ήμουν ελληνίδα? Ούτε μίλησα, νʼακούσουν την γλώσσα ούτε το σταυρό μου έκαμα. Αφερήμ!!
Η Αγία Σοφία
Πήρα τα πόδια μου καί πήγα πρός την Αγία Σοφία. Εβγαλα εισιτήριο καί στην είσοδο με περίμενε άλλη έκπληξη. Επρεπε να περάσω από έλεγχο. Ηλεκτρονικό παρακαλώ. Οπως στα αεροδρόμια. Μπράβο εξελίξεις.
Τι να πώ για την Αγία Σοφία? Τι θα είχε να προσθέση η ταπεινή μου γνώμη καί ο φτωχός μου λόγος στα χιλιάδες πού γράφτηκαν καί ειπώθηκαν? Τούτο δεν είναι εκκλησία, δεν είναι μηνμείο, είναι ο ουρανός στο κεφάλι σου καί γροθιά στο στομάχι. Είναι σαν να περνάς την Πύλη τού Χρόνου καί ακού; Ποδοβολητά αλόγων, ιαχές τού λαού, ζητωκραυγές, καμπάνες. Μπερδεύτηκα μες στον κόσμο, πατάω κατά λάθος την πορφύρα της Θεοδώρας, γυρνά καί μʼ αγριοκοιτάζει καί πέτρωσα.
Εγινα ένα με τις θεόρατες κολώνες, ένα με τα φαγωμένα σκαλοπάτια, πού πάνω τους πέρασαν κάν καί κάν αυτοκράτορες καί πατριάρχες, πέρασαν κάν καί κάν κατακτητές, «πιστοί» καί άπιστοι.
Εκατοντάδες χρόνια τώρα καί τα πνεύματα δεν λέν να φύγουν, οί σκιές δεν λέν να εγκαταλείψουν το θρόνο τους. Κι΄ʼεχεις καί τα βλέμματα από τα ψηφιδωτά, να σε καρφώνουν, να σε ρωτούν :-Κατακτητής ή προσκυνητής?
Αργό το βήμα, αργό το βλέμμα σηκώνεται στον Θόλο. Στο Θόλο πού λένε πώς φτιάχτηκε γιά να σού δίνει την αίσθηση πως αιωρείται απʼ τον ουρανό. Στον Θόλο, πού τώρα κρέμονται κυκλικές επιγραφές με αραβικά γράμματα -ονόματα αγίων τού ισλαμισμού, όπως έμαθα.
Οσο κιʼ άν δεν είμαι «φανατική», όσο κιʼ άν πιστεύω πως ο Θεός -αν υπάρχει- είναι Ενας γιά όλο τον κόσμο, ένας κόμπος μού στάθηκε στο λαιμό.
Πρίν ξεκινήσω το ταξίδι, είχψα δασκαλέψει τον εαυτό μου : Θα πάς στην Πόλη σαν ταξιδιώτισσα, όχι σαν Ελληνίδα.
Μα δεν κράτησα τον λόγο μου καί βούρκωσα. Ας είναι. Η ζωή προχωράει. Κιʼόπως λέει ο φίλος μου ο Ν. «Συγχωράμε, αλλά δεν ξεχνάμε»...
Κάπου τρείς ώρες πέρασα εκεί μέσα. Κάπου τρείς ώρες μετάγγιζα το παρελθόν στο παρόν. Κάπου τρείς ώρες ήμουν έξω από τʼ ανθρώπινα...
Βασιλική Δεξαμενή - Ιππόδρομος
Το αεράκι πού με φύσηξε βγαίνοντας, με προσγείωσε κάπως ανώμαλα.
Ασε τα λολά καί τρέχα. Τι έχουμε τώρα? Βασιλική Δεξαμενή (Γιερεμπαντάν Σαρνιτζί).
Απέναντι είναι, δύο βήματα. Δύο βήματα καί μία σκάλα. Καί μετά άλλος κόσμος.. Εν αδάσος. Ενα δάσος από κολώνες, κάθε λογής, κάθε ρυθμού, κάθε εποχής. Πού τις μάζεψαν όλες αυτές? Πόσος καιρός χρειάστηκε να τις βρούν, να τις συλλέξουν, να τις μεταφέρουν? Ή έπαιρναν ότι έβρισκαν? Η αυτοκρατορία ήταν γεμάτη από αυτές. Καλά όλα αυτά, την Μέδουσα γιατί την τούμπαραν?
Οπως καί νάναι, δεν έχει καμμία σημασία. Σημασία έχει ότι τέτοιο υποβλητικό καί μυστηριακό χώρο, δύσκολα συναντάς. Βέβαια, αυτή δεν ήταν η μόνη δεξαμενή της Πόλης -αλήθεια, τι έγινε το «μπίν μπίρ ντερέκ»? Αλλά η μόνη αξιοποιημ΄΄ενη. Υποβλητικός φωτισμός, πού αλλάζει σε χίλια χρώματα, κλασσική μουσική καί το καφενεδάκι στην έξοδο πού μπορείς να πιείς τον «καϊβέ» σου καί να βλέπεις κόκκινες κολώνες, πορτοκαλί, πράσινες , μπλέ, νʼ ακούς Μόζαρτ καί να λές αλλού βρέχει. Εμ, δεν βρέχει αλλού. Στο κεφάλι σου βρέχει. Σούρχονται κάτι σταγόνες απʼτην υγρασία, σαν κεράσια. Πετροκέρασα παρακαλώ.
Αλλοτε το γυρνούσες με βάρκα, τώρα έχουν κάνει διαδρόμους. Τούς περιδιαβαίνεις καί μετράς κολώνες όσο να χάσεις τον λογαριασμό...
Βγήκα στον Ιππόδρομο. Τρόπος τού λέγειν δηλαδή, γιατί τώρα είναι μιά στενόμακρη πλατεία με ελάχιστα απομεινάρια των περασμένων μεγαλείων καί καιρών. Κουτσουρεμένη η στήλη των όφεων, κάτω από την επιφάνεια της γής, κατά το ένα τρίτο σχεδόν, ο γρανιτένιος αιγυπτιακός οβελίσκος. Αδύνατον να φανταστώ εδώ, την Θεοδώρα να χορεύει. Αδύνατον να φανταδτώ τον όχλο να επευφημεί (γιατί άραγε?). Αδύνατον να εντοπίσω τούς στασιαστές τού Νίκα.
Μεσημέριασε. Καλή η πνευματική τροφή αλλά το στομάχι μου έχει καί αυτό τις απαιτήσεις του.
Κατέβηκα στο Εμίνονου γιά φαγητό...
Συνεχίζεται...
Πρώτες εντυπώσεις ... Καί φαντασιώσεις
...Το πρόγραμμά μου ήταν να κατέβω πρώτα - πού αλλού- στην Αγία Σοφία. Αυτό δεν έπαιρνε συζήτηση ούτε σκέψη. Καί πήγα.
Τι ήταν εκείνο πού ένοιωσα μόλις κατέβηκα? Η περιοχή δεν μού ήταν καθόλου άγνωστη. Τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους. Η καρδιά μου σφιγγόταν καί οι κρόταφοί μου χτυπούσαν. Οχι, δεν μού ήταν καθόλου άγνωστη. Ενοιωσα σαν να επέστρεφα, μετά από πολύ καιρό, σε μία πόλη πού την ήξερα πολύ καλά. Σ εμία πόλη πού μπορεί να άλλαξε με τον χρόνο, μα ήταν η ίδια γνώριμη πόλη. Τίποτα δεν με ξένιζε, όλα με συγκινησούσαν. Είχα τέτοια συναισθηματική φόρτιση πού δεν μπορούσα να την ελέγξω.
- Βρε, δε θές νάχουνε δίκιο αυτοί πού πιστεύουν πώς έχουμε προηγούμενες ζωές?
Δεν ήταν από βιβλία, δεν ήταν από φωτογραφίες, δεν ήταν από περισγραφές. Νάταν οί ρίζες? Απάντηση ακόμα δεν βρήκα. Μυστήριο πράμα ο άνθρωπος.
Προχώρησα καί στάθηκα στην πλατεία, στην αρχή τού Βυζαντινού Ιπποδρόμου.
Κοιτάζω αριστερά: η Αγία Σοφία. Κοιτάζω δεξιά: το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί.
Είναι κάποια μνημεία πού σε μαγεύουν με την πρώτη ματιά. Οχι γιατί είναι αριστουργήματα, όχι γιατί είναι μάρτυρες της ιστορίας, όχι γιά την μοναδικότητά καί το μεγαλείο ή τον πλούτο τους, αλλά γιατί κάτι εκπέμπουν. Κάτι μαγικό σού ψιθυρίζουν με την σιωπή τους καί σε αιχμαλωτίζουν.
Κάθισα στα παγκάκια της πλατείας καί το βλέμμα μου πήγαινε από το ένα στο άλλο. Ζαλίστηκα. Νισάφι. Να κοιτάξω καί λίγο ουρανό. Και τι βλέπω? Τον Χριστό μαζί με τον Αλλάχ, να κάθονται ανακούρκουδα στα μιντέρια τους, με όλα τα μπερκέτια μπροστά τους, να καπνίζουν αργιλέ.
- Ορέ μπίρομ -λέει ο Αλλάχ - τι μπουνταλάδες είναι αυτοί εκεί κάτω! Εμείς εδώ τρώμε, πίνουμε, καλοπερνάμε κιʼαυτοί τρώγονται καί σκοτώνονται γιά λόγου μας. Βάϊ, βάϊ, βάϊ.
- Αφες αυτοίς, ού γάρ οίδασι τι ποιούσιν , απαντά ο Χριστός.
- Αφερημ, συμφωνεί και ο Προφήτης από δίπλα.
Καί όλοι μαζί το ρίχνουνε στον αμανέ, να μερώσουν τον καϋμό γιά τα χαϊβάνια πού έφτιαξαν.
- Μαρία, Μαρία, χίλιες δραχμές.
Κάνω έτσι, τι να δώ. Κάτι τουρκάκια πουλούσαν τουριστικούς οδηγούς στα ελληνικά.
Πώς με πήραν χαμπάρι ότι ήμουν ελληνίδα? Ούτε μίλησα, νʼακούσουν την γλώσσα ούτε το σταυρό μου έκαμα. Αφερήμ!!
Η Αγία Σοφία
Πήρα τα πόδια μου καί πήγα πρός την Αγία Σοφία. Εβγαλα εισιτήριο καί στην είσοδο με περίμενε άλλη έκπληξη. Επρεπε να περάσω από έλεγχο. Ηλεκτρονικό παρακαλώ. Οπως στα αεροδρόμια. Μπράβο εξελίξεις.
Τι να πώ για την Αγία Σοφία? Τι θα είχε να προσθέση η ταπεινή μου γνώμη καί ο φτωχός μου λόγος στα χιλιάδες πού γράφτηκαν καί ειπώθηκαν? Τούτο δεν είναι εκκλησία, δεν είναι μηνμείο, είναι ο ουρανός στο κεφάλι σου καί γροθιά στο στομάχι. Είναι σαν να περνάς την Πύλη τού Χρόνου καί ακού; Ποδοβολητά αλόγων, ιαχές τού λαού, ζητωκραυγές, καμπάνες. Μπερδεύτηκα μες στον κόσμο, πατάω κατά λάθος την πορφύρα της Θεοδώρας, γυρνά καί μʼ αγριοκοιτάζει καί πέτρωσα.
Εγινα ένα με τις θεόρατες κολώνες, ένα με τα φαγωμένα σκαλοπάτια, πού πάνω τους πέρασαν κάν καί κάν αυτοκράτορες καί πατριάρχες, πέρασαν κάν καί κάν κατακτητές, «πιστοί» καί άπιστοι.
Εκατοντάδες χρόνια τώρα καί τα πνεύματα δεν λέν να φύγουν, οί σκιές δεν λέν να εγκαταλείψουν το θρόνο τους. Κι΄ʼεχεις καί τα βλέμματα από τα ψηφιδωτά, να σε καρφώνουν, να σε ρωτούν :-Κατακτητής ή προσκυνητής?
Αργό το βήμα, αργό το βλέμμα σηκώνεται στον Θόλο. Στο Θόλο πού λένε πώς φτιάχτηκε γιά να σού δίνει την αίσθηση πως αιωρείται απʼ τον ουρανό. Στον Θόλο, πού τώρα κρέμονται κυκλικές επιγραφές με αραβικά γράμματα -ονόματα αγίων τού ισλαμισμού, όπως έμαθα.
Οσο κιʼ άν δεν είμαι «φανατική», όσο κιʼ άν πιστεύω πως ο Θεός -αν υπάρχει- είναι Ενας γιά όλο τον κόσμο, ένας κόμπος μού στάθηκε στο λαιμό.
Πρίν ξεκινήσω το ταξίδι, είχψα δασκαλέψει τον εαυτό μου : Θα πάς στην Πόλη σαν ταξιδιώτισσα, όχι σαν Ελληνίδα.
Μα δεν κράτησα τον λόγο μου καί βούρκωσα. Ας είναι. Η ζωή προχωράει. Κιʼόπως λέει ο φίλος μου ο Ν. «Συγχωράμε, αλλά δεν ξεχνάμε»...
Κάπου τρείς ώρες πέρασα εκεί μέσα. Κάπου τρείς ώρες μετάγγιζα το παρελθόν στο παρόν. Κάπου τρείς ώρες ήμουν έξω από τʼ ανθρώπινα...
Βασιλική Δεξαμενή - Ιππόδρομος
Το αεράκι πού με φύσηξε βγαίνοντας, με προσγείωσε κάπως ανώμαλα.
Ασε τα λολά καί τρέχα. Τι έχουμε τώρα? Βασιλική Δεξαμενή (Γιερεμπαντάν Σαρνιτζί).
Απέναντι είναι, δύο βήματα. Δύο βήματα καί μία σκάλα. Καί μετά άλλος κόσμος.. Εν αδάσος. Ενα δάσος από κολώνες, κάθε λογής, κάθε ρυθμού, κάθε εποχής. Πού τις μάζεψαν όλες αυτές? Πόσος καιρός χρειάστηκε να τις βρούν, να τις συλλέξουν, να τις μεταφέρουν? Ή έπαιρναν ότι έβρισκαν? Η αυτοκρατορία ήταν γεμάτη από αυτές. Καλά όλα αυτά, την Μέδουσα γιατί την τούμπαραν?
Οπως καί νάναι, δεν έχει καμμία σημασία. Σημασία έχει ότι τέτοιο υποβλητικό καί μυστηριακό χώρο, δύσκολα συναντάς. Βέβαια, αυτή δεν ήταν η μόνη δεξαμενή της Πόλης -αλήθεια, τι έγινε το «μπίν μπίρ ντερέκ»? Αλλά η μόνη αξιοποιημ΄΄ενη. Υποβλητικός φωτισμός, πού αλλάζει σε χίλια χρώματα, κλασσική μουσική καί το καφενεδάκι στην έξοδο πού μπορείς να πιείς τον «καϊβέ» σου καί να βλέπεις κόκκινες κολώνες, πορτοκαλί, πράσινες , μπλέ, νʼ ακούς Μόζαρτ καί να λές αλλού βρέχει. Εμ, δεν βρέχει αλλού. Στο κεφάλι σου βρέχει. Σούρχονται κάτι σταγόνες απʼτην υγρασία, σαν κεράσια. Πετροκέρασα παρακαλώ.
Αλλοτε το γυρνούσες με βάρκα, τώρα έχουν κάνει διαδρόμους. Τούς περιδιαβαίνεις καί μετράς κολώνες όσο να χάσεις τον λογαριασμό...
Βγήκα στον Ιππόδρομο. Τρόπος τού λέγειν δηλαδή, γιατί τώρα είναι μιά στενόμακρη πλατεία με ελάχιστα απομεινάρια των περασμένων μεγαλείων καί καιρών. Κουτσουρεμένη η στήλη των όφεων, κάτω από την επιφάνεια της γής, κατά το ένα τρίτο σχεδόν, ο γρανιτένιος αιγυπτιακός οβελίσκος. Αδύνατον να φανταστώ εδώ, την Θεοδώρα να χορεύει. Αδύνατον να φανταδτώ τον όχλο να επευφημεί (γιατί άραγε?). Αδύνατον να εντοπίσω τούς στασιαστές τού Νίκα.
Μεσημέριασε. Καλή η πνευματική τροφή αλλά το στομάχι μου έχει καί αυτό τις απαιτήσεις του.
Κατέβηκα στο Εμίνονου γιά φαγητό...
Συνεχίζεται...