Περιεχόμενα
Πού τελειώνει η αλήθεια καί πού αρχίζει το παραμύθι? Καμμιά φορά μπλέκει το ένα με το άλλο, όπως το στημόνι με το υφάδι, δεν τα ξεχωρίζεις, βλέπεις μόνο ένα πολύχρωμο χαλί.
Αποσπάσματα από τις σημειώσεις πού κράτησα, από τα ταξίδια μου στην Πόλη.
Η απόφαση
Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αγαπούσα τα ταξίδια. Το παιδικό μου όνειρο ήταν -καί εξακολουθεί να είναι- ένα καί μοναδικό ταξίδι: Ο γύρος τού κόσμου.
Καί επειδή όνειρο ήταν καί όνειρο θα μείνει, άρχισα να κάνω δειλά δειλά κάποιες επιλογές. Ταξίδεψα σε μερικές χώρες με την κλασσική μέθοδο τού οργανωμένου τουρισμού. Ταξίδια fast food. Μπροστά ο ξεναγός καί μείς από πίσω σαν κοπάδι πού ακολουθεί τον αρχηγό, τον ακούγαμε να τα «ψέλνει» γρήγορα γρήγορα, όπως ο παπάς το τρισάγιο, ίσα πού προλάβαινες να «φωτογραφίσεις» κάποιες εικόνες καί νά’σου στον δρόμο της επιστροφής.
Επειδή από χαρακτήρα, η τακτική της αγέλης δεν με εκφράζει, καλοσκέφτηκα το θέμα καί αποφάσισα να ταξιδέψω μόνη. Το θέμα ήταν το πού. Το ζύγιασα από δώ, το ζύγιασα από κεί, κάτι μού γνέφανε οι΄ρίζες -Καππαδοκικές γάρ καί Ποντιακές- κάτι τα οικονομικά μου δεν ήταν ανθηρά, ο κύβος έρρίφθει : Κωνσταντινούπολη, Ισταμπούλ, εις την Πόλιν...
Τι ήταν να το ανακοινώσω? Ολοι πέσαν πάνω μου.
“Πού θα πάς μες την τουρκιά, πού είναι μες στην βρώμα (βρώμα καί λυσσωδία κατά την μάνα μου) θα πάθεις, θα ράνεις, θα... Θα...
Δείλιασα γιά μιά στιγμή. «Βρε δε θές νάχουν δίκιο, δε θες να με φάνε λάχανο οι γείτονες? Για το χαρέμι δεν είχα φόβο, στην ηλικία πού είμαι, αλλά ...
Τελικά επικράτησε μέσα μου το πνεύμα τού Κολόμβου, έκλεισα ξενοδοχείο, ‘εβγαλα εισιτήριο με το λεωφορείο -φτώχια κατηραμένη- ετοίμασα την βαλίτσα μου -λίγα πράματα ως συνήθως- ανακάλεσα στην μνήμη μου όσα τούρκικα ήξερα -ντουβάρι, χαϊβάνι, τέτοια- καί ήμουν έτοιμη γιά την μεγάλη περιπέτεια.
Οι φίλες μου με αποχαιρέτησαν με δισταγμό, η μάνα μου με κλάματα, σαν να πήγαινα όχι ταξίδι αλλά στρατιώτης στο μέτωπο. Μόνο «με την νίκη» πού δεν μού είπε.
- Ταξίδι πάω καλέ μάνα, όχι στα «αμελέ ταμπουρού»
Η διαδρομή
Να μην τα πολυλογώ, επιβιβάστηκα στο λεωφορείο των τούρκικων γραμμών καί προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως ήταν ένα ολοκαίνουργιο, πεντακάθαρο διώροφο λεωφορείο.
-Μέχρι εδώ πάμε καλά- σκέφτηκα. Είχε καί λίγο κόσμο, το διπλανό μου κάθισμα ήταν άδειο καί με προκαλούσε να κλέψω κάναν υπνάκο στην διαδρομή, να μην φτάσω στην Πόλη σαν πεθαμένος Δεσπότης. Ωσπου νάσου καί ξεφυτρώνει δίπλα μου μία Ιεχωβίτισσα. Αρχίζει τον εξάψαλμο, να λέει, να λέει, αρχίζει καί μένα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου καί επιστρατεύοντας όση ψυχραιμία καί ευγένεια μού είχε απομείνει, την έστειλα να πονοκεφαλιάσει κανέναν άλλον. Την πλήρωσε ένας φαντάρος, πού επέστρεφε στην μονάδα του. Καϋμένο φανταράκι, ξινή σού βγήκε η άδεια.
Με το πού ξεκινήσαμε, άρχισαν τα κεράσματα, να κάτι καραμέλες, να χυμοί, να σάντουϊτς, να νερά εμφιαλωμένα, να αρωματικά χαρτομάντηλα. Κάθε τρείς καί λίγο περνούσε ο συνοδηγός τού λεωφορείου καί μας τρατάριζε. Πέρναγε καί με μιά σακούλα, μάζευε τα σκουπίδια μας. Κι’όλο μας ρώταγε άν χρειαζόμαστε κάτι.
Βράδυ ξεκινήσαμε, επτά η ώρα. Ξημερώματα φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Λαγοκοιμήθηκα και στον δρόμο, κάναμε καί ενδιάμεσες στάσεις καί όλα έβαιναν καλώς. Τι ήταν όμως μετά την Θεσσαλονίκη? Το σώσον ελέησον. Σε κάθε χωριό να παίρνουμε επιβάτες, να φορτώνουμε μπαγκάζια, τσάντες, βαλίτσες, γιούκους, κούτες. Το τι τουρκομάνι ανέβηκε, δεν λέγεται. -Αμέτ- να φωνάζει μιά τουρκάλα. Ανίστεμ, να τσιρίζει ο Αμέτ, κι’άλλα πού δεν καταλάβαινα. Πού πήγαιναν με όλα αυτά τα πράματα? Μετακόμιση κάνανε? Ή πήγα πίσω στον χρόνο, στην εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών? Η απορία μου λύθηκε στα σύνορα. Εμπόριο κάνανε οί άνθρωποι. Μπαινοβγαίναν καί εμπορεύονταν από Ελλάδα σε Τουρκία καί απόΤουρκία σε Ελλάδα. Οι τελωνοφύλακες, έμπειροι στο θέμα, τα κατέβασαν όλα κάτω γιά έλεγχο. Να τσιρίζουνε οί Τούρκου, να φωνάζουν οι τελωνοφύλακες, χαμός. Τρείς ώρες φάγαμε στα σύνορα. Με τα πολλά, αξιωθήκαμε να ξεκινήσουμε πάλι. Να περάσουμε τη γέφυρα τού Εβρου. Μας χαιρετούσαν τα Ελληνάκια από δώ, γιά καλό κατευόδιο, μας χαιρετούσαν τα Τουρκάκια από κεί, γιά καλώς όρισες.
Ξέχασα καθυστερήσεις και ταλαιπωρία καί με υψηλό φρόνημα καί ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσα από το παράθυρο τούς κάμπους της Ανατολικής Θράκης.
Χαίρωσουν να βλέπεις: λιβάδια, χαμηλοί λόφοι, καταπράσινες γραμμές, μαλακές εικόνες, ξεκούραζαν ψυχή καί μάτια. Αριστερά η Αδριανούπολη (Εδίρνες), δεξιά η Σηλυβρία -νάχα λίγο γιαούρτι- μπήκαμε γιά τα καλά στην Τουρκία.
Τι είναι αυτά μπροστά μου? Βλέπουν καλά τα μάτια μου? Κάτι πολυκατοικίες στενόμακρες, πανομοιότυπες, με κάτι μπαλκονάκια -όσες είχαν- πού μόλις χώραγες να βγείς να τινάξεις τα σεντόνια σου. Αν πείς γιά τα χρώματά τους, αυτά δεν περιγράφονται. Τέτοι παρδαλό «κίτς» ούτε ο πιό τρελλός «καλλιτέχνης» δεν θα μπορούσε να το επινοήσει.
Την πιθανή εξήγηση μού την έδωση η φίλη μου, η Β.... , παιδική μου φίλη -εξ’απαλών ονύχων, όπως λέει η ίδια- ομόριζη καί ομόλοξη, την δεύτερη φορά πού ήρθα στην Πόλη μαζί της.
-Καί πώς να ξεχωρίσουν καλέ, έτσι ίδια πού είναι, αυτά τα κατασκευάσματα? Να δείς πού καί οί διευθύνσεις τους έτσι θα είναι «Μένω στην τάδε πόλη, στην βεραμάν πολυκατοικία ή στην καναρινί ή στην λιλά. Κύργιε ελέησον...
Η άφιξη
Ελέησε ο Κύριος καί φτάσαμε στην Πόλη. Αποβιβάστηκα στο otogarß στο σταθμό λεωφορείων- όπου με περίμενε άνθρωπος τού ξενοδοχείου. Με αρκετούς ενδιασμούς γιά το κατάλυμα μου, τον ακολούθησα. Ευτυχώς δεν βγήκα αληθινή. Ηταν ένα απλό ξενοδοχείο μεν αλλά καθαρότατο, ήσυχο, με όλες τις ανέσεις καί με ευγενέστατο προσωπικό -πού πολύ με εξυπηρέτησε στις ατέλειωτες απορίες καί ερωτήσεις μου.
Καί να πείς πώς διάλεξα κανένα ακριβό? Μπά! Τίναξα τις τσέπες μου γιά να κάνω αυτό το ταξίδι.
Αλλαξα λίγο συνάλλαγμα στην ρεσεψιόν κι’ανέβηκα στο δωμάτιο. Καλέ τι μηδενικά είναι αυτά? Πού βγάζουν άκρη με τόσα εκατομμύρια? (εν έτι 2000 ) Το εισιτήριο τού τράμ -άχ, αυτό το τράμ- είχε 350.000 λίρες. Αντε τώρα να εξοικειωθώ στις προσθαφαιρέσεις.
Αχ, αυτό το τράμ. Κάθε λεπτό περνούσε κι’άλλο. Κεί πού έβγαζες εισιτήριο καί τόβλεπες να φεύγει -πάει το έχασα- ίσαμε να κατεβείς κάτω να ρίξεις το κέρμα στη σχισμή -σε κέρματα είναι τα εισιτήρια- έρχονταν άλλο. Αχ, αυτό το τράμ. Πού διασχίζει όλο το ιστορικό κέντρο καί σε όποια στάση καί να κατέβεις, βλέπεις πράματα καί θάματα.
Αποσπάσματα από τις σημειώσεις πού κράτησα, από τα ταξίδια μου στην Πόλη.
Η απόφαση
Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αγαπούσα τα ταξίδια. Το παιδικό μου όνειρο ήταν -καί εξακολουθεί να είναι- ένα καί μοναδικό ταξίδι: Ο γύρος τού κόσμου.
Καί επειδή όνειρο ήταν καί όνειρο θα μείνει, άρχισα να κάνω δειλά δειλά κάποιες επιλογές. Ταξίδεψα σε μερικές χώρες με την κλασσική μέθοδο τού οργανωμένου τουρισμού. Ταξίδια fast food. Μπροστά ο ξεναγός καί μείς από πίσω σαν κοπάδι πού ακολουθεί τον αρχηγό, τον ακούγαμε να τα «ψέλνει» γρήγορα γρήγορα, όπως ο παπάς το τρισάγιο, ίσα πού προλάβαινες να «φωτογραφίσεις» κάποιες εικόνες καί νά’σου στον δρόμο της επιστροφής.
Επειδή από χαρακτήρα, η τακτική της αγέλης δεν με εκφράζει, καλοσκέφτηκα το θέμα καί αποφάσισα να ταξιδέψω μόνη. Το θέμα ήταν το πού. Το ζύγιασα από δώ, το ζύγιασα από κεί, κάτι μού γνέφανε οι΄ρίζες -Καππαδοκικές γάρ καί Ποντιακές- κάτι τα οικονομικά μου δεν ήταν ανθηρά, ο κύβος έρρίφθει : Κωνσταντινούπολη, Ισταμπούλ, εις την Πόλιν...
Τι ήταν να το ανακοινώσω? Ολοι πέσαν πάνω μου.
“Πού θα πάς μες την τουρκιά, πού είναι μες στην βρώμα (βρώμα καί λυσσωδία κατά την μάνα μου) θα πάθεις, θα ράνεις, θα... Θα...
Δείλιασα γιά μιά στιγμή. «Βρε δε θές νάχουν δίκιο, δε θες να με φάνε λάχανο οι γείτονες? Για το χαρέμι δεν είχα φόβο, στην ηλικία πού είμαι, αλλά ...
Τελικά επικράτησε μέσα μου το πνεύμα τού Κολόμβου, έκλεισα ξενοδοχείο, ‘εβγαλα εισιτήριο με το λεωφορείο -φτώχια κατηραμένη- ετοίμασα την βαλίτσα μου -λίγα πράματα ως συνήθως- ανακάλεσα στην μνήμη μου όσα τούρκικα ήξερα -ντουβάρι, χαϊβάνι, τέτοια- καί ήμουν έτοιμη γιά την μεγάλη περιπέτεια.
Οι φίλες μου με αποχαιρέτησαν με δισταγμό, η μάνα μου με κλάματα, σαν να πήγαινα όχι ταξίδι αλλά στρατιώτης στο μέτωπο. Μόνο «με την νίκη» πού δεν μού είπε.
- Ταξίδι πάω καλέ μάνα, όχι στα «αμελέ ταμπουρού»
Η διαδρομή
Να μην τα πολυλογώ, επιβιβάστηκα στο λεωφορείο των τούρκικων γραμμών καί προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως ήταν ένα ολοκαίνουργιο, πεντακάθαρο διώροφο λεωφορείο.
-Μέχρι εδώ πάμε καλά- σκέφτηκα. Είχε καί λίγο κόσμο, το διπλανό μου κάθισμα ήταν άδειο καί με προκαλούσε να κλέψω κάναν υπνάκο στην διαδρομή, να μην φτάσω στην Πόλη σαν πεθαμένος Δεσπότης. Ωσπου νάσου καί ξεφυτρώνει δίπλα μου μία Ιεχωβίτισσα. Αρχίζει τον εξάψαλμο, να λέει, να λέει, αρχίζει καί μένα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου καί επιστρατεύοντας όση ψυχραιμία καί ευγένεια μού είχε απομείνει, την έστειλα να πονοκεφαλιάσει κανέναν άλλον. Την πλήρωσε ένας φαντάρος, πού επέστρεφε στην μονάδα του. Καϋμένο φανταράκι, ξινή σού βγήκε η άδεια.
Με το πού ξεκινήσαμε, άρχισαν τα κεράσματα, να κάτι καραμέλες, να χυμοί, να σάντουϊτς, να νερά εμφιαλωμένα, να αρωματικά χαρτομάντηλα. Κάθε τρείς καί λίγο περνούσε ο συνοδηγός τού λεωφορείου καί μας τρατάριζε. Πέρναγε καί με μιά σακούλα, μάζευε τα σκουπίδια μας. Κι’όλο μας ρώταγε άν χρειαζόμαστε κάτι.
Βράδυ ξεκινήσαμε, επτά η ώρα. Ξημερώματα φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Λαγοκοιμήθηκα και στον δρόμο, κάναμε καί ενδιάμεσες στάσεις καί όλα έβαιναν καλώς. Τι ήταν όμως μετά την Θεσσαλονίκη? Το σώσον ελέησον. Σε κάθε χωριό να παίρνουμε επιβάτες, να φορτώνουμε μπαγκάζια, τσάντες, βαλίτσες, γιούκους, κούτες. Το τι τουρκομάνι ανέβηκε, δεν λέγεται. -Αμέτ- να φωνάζει μιά τουρκάλα. Ανίστεμ, να τσιρίζει ο Αμέτ, κι’άλλα πού δεν καταλάβαινα. Πού πήγαιναν με όλα αυτά τα πράματα? Μετακόμιση κάνανε? Ή πήγα πίσω στον χρόνο, στην εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών? Η απορία μου λύθηκε στα σύνορα. Εμπόριο κάνανε οί άνθρωποι. Μπαινοβγαίναν καί εμπορεύονταν από Ελλάδα σε Τουρκία καί απόΤουρκία σε Ελλάδα. Οι τελωνοφύλακες, έμπειροι στο θέμα, τα κατέβασαν όλα κάτω γιά έλεγχο. Να τσιρίζουνε οί Τούρκου, να φωνάζουν οι τελωνοφύλακες, χαμός. Τρείς ώρες φάγαμε στα σύνορα. Με τα πολλά, αξιωθήκαμε να ξεκινήσουμε πάλι. Να περάσουμε τη γέφυρα τού Εβρου. Μας χαιρετούσαν τα Ελληνάκια από δώ, γιά καλό κατευόδιο, μας χαιρετούσαν τα Τουρκάκια από κεί, γιά καλώς όρισες.
Ξέχασα καθυστερήσεις και ταλαιπωρία καί με υψηλό φρόνημα καί ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσα από το παράθυρο τούς κάμπους της Ανατολικής Θράκης.
Χαίρωσουν να βλέπεις: λιβάδια, χαμηλοί λόφοι, καταπράσινες γραμμές, μαλακές εικόνες, ξεκούραζαν ψυχή καί μάτια. Αριστερά η Αδριανούπολη (Εδίρνες), δεξιά η Σηλυβρία -νάχα λίγο γιαούρτι- μπήκαμε γιά τα καλά στην Τουρκία.
Τι είναι αυτά μπροστά μου? Βλέπουν καλά τα μάτια μου? Κάτι πολυκατοικίες στενόμακρες, πανομοιότυπες, με κάτι μπαλκονάκια -όσες είχαν- πού μόλις χώραγες να βγείς να τινάξεις τα σεντόνια σου. Αν πείς γιά τα χρώματά τους, αυτά δεν περιγράφονται. Τέτοι παρδαλό «κίτς» ούτε ο πιό τρελλός «καλλιτέχνης» δεν θα μπορούσε να το επινοήσει.
Την πιθανή εξήγηση μού την έδωση η φίλη μου, η Β.... , παιδική μου φίλη -εξ’απαλών ονύχων, όπως λέει η ίδια- ομόριζη καί ομόλοξη, την δεύτερη φορά πού ήρθα στην Πόλη μαζί της.
-Καί πώς να ξεχωρίσουν καλέ, έτσι ίδια πού είναι, αυτά τα κατασκευάσματα? Να δείς πού καί οί διευθύνσεις τους έτσι θα είναι «Μένω στην τάδε πόλη, στην βεραμάν πολυκατοικία ή στην καναρινί ή στην λιλά. Κύργιε ελέησον...
Η άφιξη
Ελέησε ο Κύριος καί φτάσαμε στην Πόλη. Αποβιβάστηκα στο otogarß στο σταθμό λεωφορείων- όπου με περίμενε άνθρωπος τού ξενοδοχείου. Με αρκετούς ενδιασμούς γιά το κατάλυμα μου, τον ακολούθησα. Ευτυχώς δεν βγήκα αληθινή. Ηταν ένα απλό ξενοδοχείο μεν αλλά καθαρότατο, ήσυχο, με όλες τις ανέσεις καί με ευγενέστατο προσωπικό -πού πολύ με εξυπηρέτησε στις ατέλειωτες απορίες καί ερωτήσεις μου.
Καί να πείς πώς διάλεξα κανένα ακριβό? Μπά! Τίναξα τις τσέπες μου γιά να κάνω αυτό το ταξίδι.
Αλλαξα λίγο συνάλλαγμα στην ρεσεψιόν κι’ανέβηκα στο δωμάτιο. Καλέ τι μηδενικά είναι αυτά? Πού βγάζουν άκρη με τόσα εκατομμύρια? (εν έτι 2000 ) Το εισιτήριο τού τράμ -άχ, αυτό το τράμ- είχε 350.000 λίρες. Αντε τώρα να εξοικειωθώ στις προσθαφαιρέσεις.
Αχ, αυτό το τράμ. Κάθε λεπτό περνούσε κι’άλλο. Κεί πού έβγαζες εισιτήριο καί τόβλεπες να φεύγει -πάει το έχασα- ίσαμε να κατεβείς κάτω να ρίξεις το κέρμα στη σχισμή -σε κέρματα είναι τα εισιτήρια- έρχονταν άλλο. Αχ, αυτό το τράμ. Πού διασχίζει όλο το ιστορικό κέντρο καί σε όποια στάση καί να κατέβεις, βλέπεις πράματα καί θάματα.