hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.533
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Κεφ.9: Νοuadhibou & Banc d'Arguin
Με το πρωινό ξύπνημα θαρρείς συνωμοτικά μας δόθηκε η ευκαιρία να απαθανατήσουμε τα διαβότητα τρένα να διασχίζουν τις γραμμές. Άλλα άδεια, άλλα γεμάτα σιδηρομετάλλευμα, όμως και τα δυό μια ατέλειωτη γραμμή που κυριολεκτικά χανόταν στον ορίζοντα. Ένα μοναδικό θέαμα
Το υπόλοιπο της διαδρομής ως το λιμάνι του Nouadhibou δεν ήταν μόνο αδιάφορο αλλά έγινε καταμεσίς αμμοθύελλας. Τι κι αν κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε ασφάλτινο οδόστρωμα; Δεν είχες δυνατότητα να δεις κάτι περα από μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά σου. Φανταστείτε την εικόνα εισβολής αφρικανικής σκόνης στο λεκανοπέδιο Αττικής στο πολλαπλάσιό της.
Το Νouadhibou στη μύτη μιας χερσονήσου που διαμοιράζεται μεταξύ Μαυριτανίας και Δυτικής Σαχάρας, παρά το παράκτιον της θέσης του ακολουθεί οικιστικά το παράδειγμα της πρωτεύουσας. Παντελώς αδιάφορη, με μόνη διαφορά ότι ερύφια περιφέρονται στους δρόμους της εκτελώντας χρέη απορριματοφόρων καταβροχθίζοντας τα πάντα.
Μεγάλο λιμάνι της περιοχής, εκτός του σιδηρομεταλλεύματος που βάθει τη γης κατακόκκινη, δραστηριοποιούνται και πολλές ξένες εταιρείες στην υπερπόντια αλιεία. Μην αναρωτιέστε από πού; Μα πάλι οι κινέζοι φυσικά. Εξ’ού έχουν και την τιμητική τους να διαθέτει η πόλη και εστιατόριο με άπω οριεντάλ ντεκορασιόν.
Επιλέξαμε να περάσουμε τη νύχτα σ’ένα ξενώνα που αν και τα δωμάτια ήταν λίγο μεγαλύτερα από το στρώμα που ήταν απλωμένο μέσα τους, εντούτοις είχε ένα μεγάλο προσόν. Ντουζιέρες με ζεστό νερό! Διότι τόσες μέρες περιφερόμενοι στις ερημιές είχε καταντήσει το σαπούνι να γίνει ο μεγάλος άγνωστος.
Αφήσαμε στο κατόπι τη πόλη για να φτάσουμε στην άκρη της χερσονήσου στο Cabo Blanco που είναι και βιότοπος της μεσογειακής φώκιας. Με ένα δαιμονισμένο αέρα ν’αναμοχλεύει την σκόνη της ερήμου δημιουργώντας ένα τοπίο σαν σε ομίχλη, τα πρασινοκίτρινα κύματα του Ατλαντικού να σκάνε μανιασμένα στις βραχώδεις ακτές, προσπαθήσαμε αρχικά με την αρωγή του φύλακα -εις μάτην ομως- να εντοπίσουμε τις φώκιες.
Αυτό ουδόλως μας απογοήτευσε καθώς το δικό μας ενδιαφέρον είχε εστιάσει στον φωτογενή φάρο αλλά κυρίως στο ναυάγιο του εμπορικού πλοίου στα αβαθή του ακρωτηρίου.
Οργανωμένο νεκροταφείο μικρότερων πλοιαρίων εντοπίσαμε και στο δρόμο της επιστροφής. Οι φωτογραφικές μηχανές ήταν έτοιμες για ένα καταιγισμό κλικ, παρέμειναν όμως τελικά άπραγες καθώς συναντήσαμε την ανυποχώρητη άρνηση των υπευθύνων του χώρου να φωτογραφήσουμε. Τέτοιες ήταν οι ρητές εντολές των …ιαπώνων εργοδοτών τους (ασχολίαστο)
Η επιστροφή το απόγευμα στο ξενοδοχείο μας έδωσε την ευκαιρία να ξεφορτωθούμε κάποια κιλά μπιχλόσκονης απολαμβάνοντας ένα ζεστό μπάνιο. Και για να ολοκληρωθεί η καλοπέραση, δειπνήσαμε στο άπω οριεντάλ εστιατόριο, που είχε και τις μικρές εκπλήξεις του. Σε μια χώρα όπου το αλκοόλ απαγορεύεται δια ροπάλου, ένα γευστικά αδιάφορο σε χάρτινη συσκευασία ισπανικό κρασί φάνταζε σαν πολυτέλεια.
Προσπαθούσαμε να ξορκίσουμε τη σκέψη ότι η επίσκεψη στο παράκτιο εθνικό πάρκο Banc d'Arguin θα συνοδευόταν μ’αυτή την αμμοθύελλα. Κι ευτυχώς οι ενδόμυχες παρακλήσεις μας εισακούστηκαν. Όσο πλησιάζαμε στο πάρκο που βρίσκεται μεταξύ Nouakchott και Nouadhibou, τόσο η θολούρα έδινε τη θέση της σ’ενα καταγάλανο ουρανό.
Οι ελώδεις, αδιατάρακτες από ανθρώπινη παρουσία περιοχές του εθνικού πάρκου Banc d'Arguin έχουν χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς καθώς λόγω του υγρού αλλά εύκρατου κλίματος αποτελεί σημαντικό τόπο αναπαραγωγής για τα εκατομμύρια αποδημητικά πτηνά (φλαμίνγκο, πελεκάνους, ψαρόνια κι ένα σωρό πτηνά με ξωτικά λατινικά ονόματα). Τα γύρω νερά είναι μερικά από τα πλουσιότερα αλιευτικά ύδατα στη Δυτική Αφρική και φιλοξενούν από δελφίνια ως και φάλαινες δολοφόνους. Εξ’ού και ανά τους αιώνες η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια αποικιοκρατών.
Ο τοπικός πληθυσμός αποτελείται μερικές εκατοντάδες μέλη της φυλής Imraguen που ζουν σε επτά χωριά μέσα στο πάρκο και στηρίζουν την επιβίωσή τους από την αλιεία χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους αλιείας.
Οδηγώντας παράλληλα προς τον Ατλαντικό ωκεανό, μπήκαμε σε μια από τις εισόδους του πάρκου, δηλωθήκαμε ως οφείλαμε και πήραμε τον παράκτιο δρόμο σ’ένα από τα λίγα μέρη που επιτρέπεται η διαμονή σε επισκέπτες.
Οι μαυριτάνικες σκηνές ήταν τοποθετημένες κοντά σε μια όμορφη παραλία πλην απαγορευτική για μπάνιο λόγω του αέρα και των κυμάτων.
Με τους λιγοστούς επισκέπτες δεν ήταν δύσκολο να βρούμε μια ευρύχωρη σκηνή να απλώσουμε τα σκονισμένα υπάρχοντά μας.
Κάναμε μια μικρή βόλτα ανηφορίζοντας στα βράχια και το γειτονικό σχεδόν ερημικό ψαροχώρι μπροστά από μια παραλία που η άμπτωτη την έκανε να μοιάζει περισσότερο με βούρκο από τα πεταμένα σκουπίδια και τους αραδιασμένους καρχαρίες που είχαν αλιευτεί.
Το δειλινό μας βρήκε στη σκηνή να ετοιμάζουμε το δείπνο μας.
Την επόμενη μέρα αναλωθήκαμε κινούμενοι νότια περνώντας από μικρές παραλίες κι αβαθή μανγκρόβια όπου έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες καβούρια. Σμήνη πελεκάνων σηκώνονταν στον ουρανό σαν τους πλησιάζαμε.
Σ’ένα άλλο ψαροχώρι που κάναμε στάση βαρκάρηδες αναλάμβαναν να οδηγήσουν πλέοντας τους επισκέπτες προς το πέλαγος εκεί που στα πολυάριθμα νησάκια υπάρχουν αποικίες πουλιών.
Λόγω απουσίας ειδικού ορνιθολογικού ενδιαφέροντος εκ μέρους μας το Banc d'Arguin δεν πρόσφερε και ιδιαίτερες συγκινήσεις.
Το επόμενο ψαροχώρι των Imraguen ήταν ευπρεπέστερο (από σκουπιδαριό) και πιο οργανωμένο. Εδώ οι καλοκυράδες είχαν απλωμένες τις ψαριές κι εμπορεύονταν ιχθυέλαιο (κάτι που είχε κατά νου να πράξει ο Ζυντ).
Οδηγώντας κυριολεκτικά εκεί που έσκαγε το κύμα, σε μια ατέλειωτη, άδεια, μαγευτική παραλία, βγήκαμε εκτός των ορίων του πάρκου όπου αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα. Ήταν το ιδανικό μέρος για να ολοκληρώσουμε με το καλύτερο τρόπο αυτό το ταξίδι.
Σαν σειρήνα ο ωκεανός με κάλεσε στην αγκαλιά του κι ολομόναχος απόλαυσα το μπάνιο μου στα παραδόξως ζεστά νερά του Ατλαντικού.
Χαλαρώσαμε στη λεπτόκοκκη άμμο ατενίζοντας τον ορίζοντα σαν ο δίσκος του ήλιου άρχισε να βάφει βαθυκόκκινη την γαλάζιο νερό που πάφλαζε ήρεμη πάνω στη λεπτόκοκκη άμμο.
Με το ανήσυχο μουρμουρητό της θάλασσας απολαύσαμε στρωματσάδα τη τελευταία μας νύχτα στη Μαυριτανία.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν απλώς η επιστροφή μας στη πρωτεύουσα Nouakchott για να πάρουμε την πτήση επιστροφής.
Καθώς η μαυριτανική πρωτεύουσα είχε ήδη χαρακτηριστεί απελπιστικά αδιάφορη, κάναμε για λίγο στάση στη ψαραγορά της που θύμιζε κάτι από την αντίστοιχη στο Saint Louis της Σενεγάλης. Εντούτοις εδώ οι συστάσεις του οδηγού μας ήταν να αποφύγουμε να φωτογραφίζουμε αδιακρίτως καθώς οι αντιδράσεις αναλόγως εθνικότητας ποικίλουν από αδιάφορες ως επιθετικές αν επρόκειτο για Μαλινέζους.
Η πορτοκαλάδα σε μια άχρωμη άοσμη καφετέρια σ’ενα κεντρικο δρόμο της Nouakchott ήταν ότι καλύτερο μπορούσαμε να κάνουμε για να ροκανίσουμε το χρόνο πριν πάμε στο αεροδρόμιο όπου με τα φτερά της Turkish μετά από νυχτερινή πτήση βρεθούμε στη Κων/πολη κι απο κει στην Αθήνα.
‘Αλλο ένα ταξίδι, αυτή τη φορά με μια γεύση από τη μεγαλύτερη έρημο του κόσμου, τη Σαχάρα, πήρε τη θέση του στο παρελθόν, με τις φωτογραφίες κι αυτές τις λίγες αράδες γραμμένες όψιμα, ν’ αναβιώνουν νοσταλγικά κάποιες στιγμές του.
Eκεί ο άνθρωπος αιώνες τώρα παλεύει σκληρά με μια γη αφιλόξενη, ζώντας απέριττα, στερούμενος όλες τις ευκολίες ή τις μικρές πολυτέλειες που εμείς θεωρούμε απαραίτητα συστατικά της καθημερινότητας και της μάταιης καταναλωτικής μας ευτυχίας.
Βίος λιτός, όμως η θύμηση πλούσια από εικόνες μοναδικές.
Κλείνοντας θα ήταν αμέλεια να μην ευχαριστήσω από καρδιάς τους συνταξιδιώτες μου Κώστα και Ισαβέλλα, που υπήρξαν για μένα η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω σ’ένα τέτοιο ταξίδι.
ΤΕΛΟΣ
Με το πρωινό ξύπνημα θαρρείς συνωμοτικά μας δόθηκε η ευκαιρία να απαθανατήσουμε τα διαβότητα τρένα να διασχίζουν τις γραμμές. Άλλα άδεια, άλλα γεμάτα σιδηρομετάλλευμα, όμως και τα δυό μια ατέλειωτη γραμμή που κυριολεκτικά χανόταν στον ορίζοντα. Ένα μοναδικό θέαμα
Το υπόλοιπο της διαδρομής ως το λιμάνι του Nouadhibou δεν ήταν μόνο αδιάφορο αλλά έγινε καταμεσίς αμμοθύελλας. Τι κι αν κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε ασφάλτινο οδόστρωμα; Δεν είχες δυνατότητα να δεις κάτι περα από μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά σου. Φανταστείτε την εικόνα εισβολής αφρικανικής σκόνης στο λεκανοπέδιο Αττικής στο πολλαπλάσιό της.
Το Νouadhibou στη μύτη μιας χερσονήσου που διαμοιράζεται μεταξύ Μαυριτανίας και Δυτικής Σαχάρας, παρά το παράκτιον της θέσης του ακολουθεί οικιστικά το παράδειγμα της πρωτεύουσας. Παντελώς αδιάφορη, με μόνη διαφορά ότι ερύφια περιφέρονται στους δρόμους της εκτελώντας χρέη απορριματοφόρων καταβροχθίζοντας τα πάντα.
Μεγάλο λιμάνι της περιοχής, εκτός του σιδηρομεταλλεύματος που βάθει τη γης κατακόκκινη, δραστηριοποιούνται και πολλές ξένες εταιρείες στην υπερπόντια αλιεία. Μην αναρωτιέστε από πού; Μα πάλι οι κινέζοι φυσικά. Εξ’ού έχουν και την τιμητική τους να διαθέτει η πόλη και εστιατόριο με άπω οριεντάλ ντεκορασιόν.
Επιλέξαμε να περάσουμε τη νύχτα σ’ένα ξενώνα που αν και τα δωμάτια ήταν λίγο μεγαλύτερα από το στρώμα που ήταν απλωμένο μέσα τους, εντούτοις είχε ένα μεγάλο προσόν. Ντουζιέρες με ζεστό νερό! Διότι τόσες μέρες περιφερόμενοι στις ερημιές είχε καταντήσει το σαπούνι να γίνει ο μεγάλος άγνωστος.
Αφήσαμε στο κατόπι τη πόλη για να φτάσουμε στην άκρη της χερσονήσου στο Cabo Blanco που είναι και βιότοπος της μεσογειακής φώκιας. Με ένα δαιμονισμένο αέρα ν’αναμοχλεύει την σκόνη της ερήμου δημιουργώντας ένα τοπίο σαν σε ομίχλη, τα πρασινοκίτρινα κύματα του Ατλαντικού να σκάνε μανιασμένα στις βραχώδεις ακτές, προσπαθήσαμε αρχικά με την αρωγή του φύλακα -εις μάτην ομως- να εντοπίσουμε τις φώκιες.
Αυτό ουδόλως μας απογοήτευσε καθώς το δικό μας ενδιαφέρον είχε εστιάσει στον φωτογενή φάρο αλλά κυρίως στο ναυάγιο του εμπορικού πλοίου στα αβαθή του ακρωτηρίου.
Οργανωμένο νεκροταφείο μικρότερων πλοιαρίων εντοπίσαμε και στο δρόμο της επιστροφής. Οι φωτογραφικές μηχανές ήταν έτοιμες για ένα καταιγισμό κλικ, παρέμειναν όμως τελικά άπραγες καθώς συναντήσαμε την ανυποχώρητη άρνηση των υπευθύνων του χώρου να φωτογραφήσουμε. Τέτοιες ήταν οι ρητές εντολές των …ιαπώνων εργοδοτών τους (ασχολίαστο)
Η επιστροφή το απόγευμα στο ξενοδοχείο μας έδωσε την ευκαιρία να ξεφορτωθούμε κάποια κιλά μπιχλόσκονης απολαμβάνοντας ένα ζεστό μπάνιο. Και για να ολοκληρωθεί η καλοπέραση, δειπνήσαμε στο άπω οριεντάλ εστιατόριο, που είχε και τις μικρές εκπλήξεις του. Σε μια χώρα όπου το αλκοόλ απαγορεύεται δια ροπάλου, ένα γευστικά αδιάφορο σε χάρτινη συσκευασία ισπανικό κρασί φάνταζε σαν πολυτέλεια.
Προσπαθούσαμε να ξορκίσουμε τη σκέψη ότι η επίσκεψη στο παράκτιο εθνικό πάρκο Banc d'Arguin θα συνοδευόταν μ’αυτή την αμμοθύελλα. Κι ευτυχώς οι ενδόμυχες παρακλήσεις μας εισακούστηκαν. Όσο πλησιάζαμε στο πάρκο που βρίσκεται μεταξύ Nouakchott και Nouadhibou, τόσο η θολούρα έδινε τη θέση της σ’ενα καταγάλανο ουρανό.
Οι ελώδεις, αδιατάρακτες από ανθρώπινη παρουσία περιοχές του εθνικού πάρκου Banc d'Arguin έχουν χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς καθώς λόγω του υγρού αλλά εύκρατου κλίματος αποτελεί σημαντικό τόπο αναπαραγωγής για τα εκατομμύρια αποδημητικά πτηνά (φλαμίνγκο, πελεκάνους, ψαρόνια κι ένα σωρό πτηνά με ξωτικά λατινικά ονόματα). Τα γύρω νερά είναι μερικά από τα πλουσιότερα αλιευτικά ύδατα στη Δυτική Αφρική και φιλοξενούν από δελφίνια ως και φάλαινες δολοφόνους. Εξ’ού και ανά τους αιώνες η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια αποικιοκρατών.
Ο τοπικός πληθυσμός αποτελείται μερικές εκατοντάδες μέλη της φυλής Imraguen που ζουν σε επτά χωριά μέσα στο πάρκο και στηρίζουν την επιβίωσή τους από την αλιεία χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους αλιείας.
Οδηγώντας παράλληλα προς τον Ατλαντικό ωκεανό, μπήκαμε σε μια από τις εισόδους του πάρκου, δηλωθήκαμε ως οφείλαμε και πήραμε τον παράκτιο δρόμο σ’ένα από τα λίγα μέρη που επιτρέπεται η διαμονή σε επισκέπτες.
Οι μαυριτάνικες σκηνές ήταν τοποθετημένες κοντά σε μια όμορφη παραλία πλην απαγορευτική για μπάνιο λόγω του αέρα και των κυμάτων.
Ο Κώστας με τη παραδοσιακή μαυριτάνικη φορεσιά
Με τους λιγοστούς επισκέπτες δεν ήταν δύσκολο να βρούμε μια ευρύχωρη σκηνή να απλώσουμε τα σκονισμένα υπάρχοντά μας.
Κάναμε μια μικρή βόλτα ανηφορίζοντας στα βράχια και το γειτονικό σχεδόν ερημικό ψαροχώρι μπροστά από μια παραλία που η άμπτωτη την έκανε να μοιάζει περισσότερο με βούρκο από τα πεταμένα σκουπίδια και τους αραδιασμένους καρχαρίες που είχαν αλιευτεί.
Το δειλινό μας βρήκε στη σκηνή να ετοιμάζουμε το δείπνο μας.
Την επόμενη μέρα αναλωθήκαμε κινούμενοι νότια περνώντας από μικρές παραλίες κι αβαθή μανγκρόβια όπου έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες καβούρια. Σμήνη πελεκάνων σηκώνονταν στον ουρανό σαν τους πλησιάζαμε.
Σ’ένα άλλο ψαροχώρι που κάναμε στάση βαρκάρηδες αναλάμβαναν να οδηγήσουν πλέοντας τους επισκέπτες προς το πέλαγος εκεί που στα πολυάριθμα νησάκια υπάρχουν αποικίες πουλιών.
Λόγω απουσίας ειδικού ορνιθολογικού ενδιαφέροντος εκ μέρους μας το Banc d'Arguin δεν πρόσφερε και ιδιαίτερες συγκινήσεις.
Το επόμενο ψαροχώρι των Imraguen ήταν ευπρεπέστερο (από σκουπιδαριό) και πιο οργανωμένο. Εδώ οι καλοκυράδες είχαν απλωμένες τις ψαριές κι εμπορεύονταν ιχθυέλαιο (κάτι που είχε κατά νου να πράξει ο Ζυντ).
Οδηγώντας κυριολεκτικά εκεί που έσκαγε το κύμα, σε μια ατέλειωτη, άδεια, μαγευτική παραλία, βγήκαμε εκτός των ορίων του πάρκου όπου αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα. Ήταν το ιδανικό μέρος για να ολοκληρώσουμε με το καλύτερο τρόπο αυτό το ταξίδι.
Σαν σειρήνα ο ωκεανός με κάλεσε στην αγκαλιά του κι ολομόναχος απόλαυσα το μπάνιο μου στα παραδόξως ζεστά νερά του Ατλαντικού.
Χαλαρώσαμε στη λεπτόκοκκη άμμο ατενίζοντας τον ορίζοντα σαν ο δίσκος του ήλιου άρχισε να βάφει βαθυκόκκινη την γαλάζιο νερό που πάφλαζε ήρεμη πάνω στη λεπτόκοκκη άμμο.
Με το ανήσυχο μουρμουρητό της θάλασσας απολαύσαμε στρωματσάδα τη τελευταία μας νύχτα στη Μαυριτανία.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν απλώς η επιστροφή μας στη πρωτεύουσα Nouakchott για να πάρουμε την πτήση επιστροφής.
Καθώς η μαυριτανική πρωτεύουσα είχε ήδη χαρακτηριστεί απελπιστικά αδιάφορη, κάναμε για λίγο στάση στη ψαραγορά της που θύμιζε κάτι από την αντίστοιχη στο Saint Louis της Σενεγάλης. Εντούτοις εδώ οι συστάσεις του οδηγού μας ήταν να αποφύγουμε να φωτογραφίζουμε αδιακρίτως καθώς οι αντιδράσεις αναλόγως εθνικότητας ποικίλουν από αδιάφορες ως επιθετικές αν επρόκειτο για Μαλινέζους.
Η πορτοκαλάδα σε μια άχρωμη άοσμη καφετέρια σ’ενα κεντρικο δρόμο της Nouakchott ήταν ότι καλύτερο μπορούσαμε να κάνουμε για να ροκανίσουμε το χρόνο πριν πάμε στο αεροδρόμιο όπου με τα φτερά της Turkish μετά από νυχτερινή πτήση βρεθούμε στη Κων/πολη κι απο κει στην Αθήνα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
‘Αλλο ένα ταξίδι, αυτή τη φορά με μια γεύση από τη μεγαλύτερη έρημο του κόσμου, τη Σαχάρα, πήρε τη θέση του στο παρελθόν, με τις φωτογραφίες κι αυτές τις λίγες αράδες γραμμένες όψιμα, ν’ αναβιώνουν νοσταλγικά κάποιες στιγμές του.
Eκεί ο άνθρωπος αιώνες τώρα παλεύει σκληρά με μια γη αφιλόξενη, ζώντας απέριττα, στερούμενος όλες τις ευκολίες ή τις μικρές πολυτέλειες που εμείς θεωρούμε απαραίτητα συστατικά της καθημερινότητας και της μάταιης καταναλωτικής μας ευτυχίας.
Βίος λιτός, όμως η θύμηση πλούσια από εικόνες μοναδικές.
Κλείνοντας θα ήταν αμέλεια να μην ευχαριστήσω από καρδιάς τους συνταξιδιώτες μου Κώστα και Ισαβέλλα, που υπήρξαν για μένα η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω σ’ένα τέτοιο ταξίδι.
ΤΕΛΟΣ
Last edited: