hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Κεφ.7: Oάσεις κι αμμόλοφοι
Mε βαριά καρδιά απομακρυνόμουν από το Chinguetti. Η αμμοθύελλα δεν με άφησε να το απολαύσω με το ραχάτι μου. Κοινώς να ροβολήσω στις αμμοθίνες που περιβάλλουν την πόλη και φαίνονταν φωτογενέστατες. Εκκρεμούσε εκείνο το «θα δούμε καλύτερες αλλού».
Η απογοήτευση ήταν μεγαλύτερη σαν ξαναπέσαμε στο γνώριμο κατσάβραχο στη πορεία μας. Πέτρα και ξανά άμμος με πέτρα κοντά στα όρη Zarga...
κι εκεί που όλο το σκηνικό φαινόταν δραματικό μεν αλλά επαναλαμβανόμενο, ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ξεδιπλώθηκε αυτό:
η όαση Mairhet.
Άγνωστη σε μας, αφανής στο Google maps, όμως εντυπωσιακή και μεγαλειώδης, τόσο που να επισύρει συνεχή επιφωνήματα θαυμασμού.
Εξίσου εντυπωσιακή κι η πανοραμική άποψη προς το καταυλισμό, με τα παιδιά να μας παίρνουν στο κατόπι!
Σιγά σιγά η μέρα είχε φτάσει στη δύση της κι ανάγκη για εξεύρεση χώρου κατασκήνωσης επιβεβλημένη. Ανάμεσα στις ισχνές ακακίες, μακρυά από αδιάκριτα βλέμματα στήσαμε τη σκηνή μας. Βίος λιτός…
Από τα ψηλά στα χαμηλά, προς τη “Λευκή Κοιλάδα” (Vallee Blanche). Μόνο που η κάθοδος δεν ήταν σπαρμένη με ροδοπέταλα...
Πρόκληση πρώτη: να κατέβει το Hilux μια φυσική «σκάλα» χωρίς να το διαλύσουμε εξ’ών συνετέθη . Άντε κουβάλα πλάκες κάτω από τις ρόδες. Με τα πολλά τα καταφέραμε. Ενθουσιασμός που δεν ξεμείναμε στις ερημιές μ’ενα άχρηστο αμάξι.
Πρόκληση δεύτερη: οδήγηση πάνω στους αφράτους αμμόλοφους. Ο Ζυντ έπρεπε με περισσή προσοχή να επιλέγει προς τα πού θα κινηθεί. Άλλωστε δεν ήτανε και καμμιά διαδρομή που την περνάνε τροχοφόρα καθε μέρα.
Ενθουσιασμός εκ νέου στην ομάδα για τα πλονζόν στις κατηφοριές και τις ανηφοριές, ώσπου…. κολλήσαμε. Μούγκριζε η μηχανή σπινιάρανε οι ρόδες πανω στην αφράτη άμμο, αλλά αποτέλεσμα μηδέν.
Αρχικά επικράτησε ψυχραιμία. Αρχίσαμε να ξεχορταριάζουμε οτιδήποτε τριγύρω για να δημιουργήσουμε μια πιο συμπαγή επιφάνεια για να κυλήσουν οι ρόδες. Το πείραμα πέτυχε κατ’αρχήν. Αλλά για μερικές δεκάδες εκατοστά. Και με αυξανόμενη κλίση προς τη κατωφέρεια του αμμόλοφου.
Εκεί σοβάρεψε το πράγμα. Αρχίσαμε να δημιουργούμε ένα παχύτερο φυτικό χαλί εξολοθρεύοντας σαν ελέφαντες τη βλάστηση της περιοχής κι αρχίσαν οι επικλήσεις προς όλο το Πάνθεον των Μονοθεϊστικών και μη θρησκειών. Το Hilux αγκομαχούσε απεγνωσμένα κι εγώ απέστρεψα βλέμμα για να μη γίνω μάρτυρας της άδοξης κατάληξης του αυτοκινήτου στη βάση του αμμόλοφου… Ευτυχώς το θαύμα επιτελέστηκε αν κι ο έμπειρος Ζυντ μάλλον τα ψιλοχρειάστηκε.
Έστω κι αν καταλήξαμε μετα τη περιπέτεια στη γνωστή καταξερη πέτρα αισθανόμουν ιδιαίτερα ανακουφισμένος να οδηγάμε πάνω σε στέρεο έδαφος.
Η Vallee Blanche (“Λευκή Κοιλάδα”) ήταν χάρμα ειδέσθαι (Επιμένω γαλλικά γιατί το άκουσμα λειτουργεί οργασμικά. Ακούγεται αρκούντως ερεθιστικό, σαν τη Blanche Epiphanie, την χυμώδη ορφανή παιδίσκη).
Οι ονειρεμένοι μου αμμόλοφοι στο βάθος κι εγώ κάτι χιλιόμετρα μακρυά τους και χωρίς δυνατότητα ή πρόθεση εκ μέρους του Ζυντ να οδηγήσει κατά κει. Υπομονή…
Πάνω στην άμμο υπό τη σκιά ενός κατακόρυφου βράχου έλαβε χώρα το μαρτύριο του μεσημεριανού τσαγιού...
...πριν συνεχίσουμε σε μια απελπιστική πορεία σ’ενα κατσάβραχο που όμως σιγά σιγά έμελλε να αλλάξει.
Πρώτα πυκνές συστοιχίες από φοινικιές
Και μετά… ναι ναι οι ονειρεμένοι αμμόλοφοι της Azuega
Το απόλυτο σαχαρικό φετιχ μου
Μέσα στον σχεδόν παιδαριώδη ενθουσιασμό μου τους παράτησα όλους, πέταξα τα παπούτσια και βάλθηκα ν’ανηφορίζω στον αμμοθίνη. Όσο ανέβαινα τόσο στο μάτι απλωνόταν μια θάλασσα κυματιστών αμμοθινών. Η Σαχάρα όπως την φαντασιώνεται κανείς. Και βάλθηκα ν’ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά..Μόνο που τελικά από το ψηλά υπήρχε και το ψηλότερα που έδειχνε να μην έχει τελειωμό. Σήκωσα τα χέρια ψηλά και πήρα το δρόμο επιστροφής.
Θαρρείς και τα στοιχεία της φύσης συνομώτησαν, τα χρώματα του δειλινού και το παιχνίδισμα του φωτός με τα σύννεφα ήταν μαγικά.
Στήσιμο σκηνής, δείπνο από τα χεράκια της Ισαβέλλας.
Με έκδηλη ικανοποίηση χαραγμένη στο πρόσωπό μου, άφησα τον καθάριο έναστρο ουρανό να αγκαλιάσει τα όνειρά μου.
Βίος λιτός...
Τα χρώματα της ανατολής επεφύλασσαν ακόμα δραματικότερα χρώματα.
Από την αρχαιότητα το έθεσαν σοφά: “ουδέν καλόν αμιγές κακού”. Διότι το σκηνικό ήταν ειδυλλιακό (κατάμονοι ανάμεσα σε αμμόλοφους και φοινικιές) και θα μπορούσε να είναι Η αξέχαστη εμπειρία αν….
…αν δεν υπήρχαν εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες μύγες που απο πουθενά ξεφύτρωσαν και προσγειώνονταν ξέφρενα παντού. Στα ρούχα, στο πρόσωπο, στα πράγματα. Αρκούσε να μείνεις για λίγο ακίνητος και γινόταν η πλάτη σου σχεδόν κατάμαυρη από τα ενοχλητικά έντομα! (εκεί θυμήθηκα την ιστορία του Yorgos)
Εγκαταλείποντας την περιοχή επανήλθε σταδιακά το γνώριμο τοπίο: επίπεδες εκτάσεις ενίοτε με μακάβριες αισθητικές πινελιές: διάσπαρτοι σκελετοί καμηλών για να σου θυμίζουν ότι η έρημος είναι ανηλεής.
Σταδιακά κι όσο πλησιάζαμε πια στη βάση μας στο Atar...
...κάναμε παράκαμψη για τον τελευταίο σταθμό μας στη περιοχή:
την όαση Terjit.
Αχ αυτή η όαση, έμοιαζε κυριολεκτικά παράδεισος.
Φοίνικες, τρεχούμενα νερά, λιμνούλα όπου βούτηξα να δροσίσω το κορμί μου και να ξεπλύνω τη άμμο της ερήμου.
Ξαπλώσαμε δίπλα στο ποταμάκι, κλείσαμε τα μάτια νοιώθοντας μια πρωτόγονη ευδαιμονία.
Δεν αρκεστήκαμε στη χαλάρωση. Επιβεβλημένη ήταν η βόλτα στον οικισμό όπου γίναμε το επίκεντρο προσοχής ενός τσούρμου παιδιών που ακούραστα μας ακολουθούσαν σε κάθε βήμα μας.
Παιδιών που παρά την ένδεια, έδειξαν ν’αποζητούν, ν’απολαμβάνουν και ν’αρκούνται στην αλληλεπίδραση μαζί μας. Σαν μια πράξη ανεκτίμητη. Περισσότερο κι από τα χρήματα, που ενώ θα μπορούσαν, ποτέ δεν ζητιάνεψαν...
Mε βαριά καρδιά απομακρυνόμουν από το Chinguetti. Η αμμοθύελλα δεν με άφησε να το απολαύσω με το ραχάτι μου. Κοινώς να ροβολήσω στις αμμοθίνες που περιβάλλουν την πόλη και φαίνονταν φωτογενέστατες. Εκκρεμούσε εκείνο το «θα δούμε καλύτερες αλλού».
Η απογοήτευση ήταν μεγαλύτερη σαν ξαναπέσαμε στο γνώριμο κατσάβραχο στη πορεία μας. Πέτρα και ξανά άμμος με πέτρα κοντά στα όρη Zarga...
κι εκεί που όλο το σκηνικό φαινόταν δραματικό μεν αλλά επαναλαμβανόμενο, ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ξεδιπλώθηκε αυτό:
η όαση Mairhet.
Άγνωστη σε μας, αφανής στο Google maps, όμως εντυπωσιακή και μεγαλειώδης, τόσο που να επισύρει συνεχή επιφωνήματα θαυμασμού.
Εξίσου εντυπωσιακή κι η πανοραμική άποψη προς το καταυλισμό, με τα παιδιά να μας παίρνουν στο κατόπι!
Σιγά σιγά η μέρα είχε φτάσει στη δύση της κι ανάγκη για εξεύρεση χώρου κατασκήνωσης επιβεβλημένη. Ανάμεσα στις ισχνές ακακίες, μακρυά από αδιάκριτα βλέμματα στήσαμε τη σκηνή μας. Βίος λιτός…
Από τα ψηλά στα χαμηλά, προς τη “Λευκή Κοιλάδα” (Vallee Blanche). Μόνο που η κάθοδος δεν ήταν σπαρμένη με ροδοπέταλα...
Πρόκληση πρώτη: να κατέβει το Hilux μια φυσική «σκάλα» χωρίς να το διαλύσουμε εξ’ών συνετέθη . Άντε κουβάλα πλάκες κάτω από τις ρόδες. Με τα πολλά τα καταφέραμε. Ενθουσιασμός που δεν ξεμείναμε στις ερημιές μ’ενα άχρηστο αμάξι.
Πρόκληση δεύτερη: οδήγηση πάνω στους αφράτους αμμόλοφους. Ο Ζυντ έπρεπε με περισσή προσοχή να επιλέγει προς τα πού θα κινηθεί. Άλλωστε δεν ήτανε και καμμιά διαδρομή που την περνάνε τροχοφόρα καθε μέρα.
Ενθουσιασμός εκ νέου στην ομάδα για τα πλονζόν στις κατηφοριές και τις ανηφοριές, ώσπου…. κολλήσαμε. Μούγκριζε η μηχανή σπινιάρανε οι ρόδες πανω στην αφράτη άμμο, αλλά αποτέλεσμα μηδέν.
Αρχικά επικράτησε ψυχραιμία. Αρχίσαμε να ξεχορταριάζουμε οτιδήποτε τριγύρω για να δημιουργήσουμε μια πιο συμπαγή επιφάνεια για να κυλήσουν οι ρόδες. Το πείραμα πέτυχε κατ’αρχήν. Αλλά για μερικές δεκάδες εκατοστά. Και με αυξανόμενη κλίση προς τη κατωφέρεια του αμμόλοφου.
Εκεί σοβάρεψε το πράγμα. Αρχίσαμε να δημιουργούμε ένα παχύτερο φυτικό χαλί εξολοθρεύοντας σαν ελέφαντες τη βλάστηση της περιοχής κι αρχίσαν οι επικλήσεις προς όλο το Πάνθεον των Μονοθεϊστικών και μη θρησκειών. Το Hilux αγκομαχούσε απεγνωσμένα κι εγώ απέστρεψα βλέμμα για να μη γίνω μάρτυρας της άδοξης κατάληξης του αυτοκινήτου στη βάση του αμμόλοφου… Ευτυχώς το θαύμα επιτελέστηκε αν κι ο έμπειρος Ζυντ μάλλον τα ψιλοχρειάστηκε.
Kάπου εδώ κολλήσαμε... στη κατιούσα...
Έστω κι αν καταλήξαμε μετα τη περιπέτεια στη γνωστή καταξερη πέτρα αισθανόμουν ιδιαίτερα ανακουφισμένος να οδηγάμε πάνω σε στέρεο έδαφος.
Η Vallee Blanche (“Λευκή Κοιλάδα”) ήταν χάρμα ειδέσθαι (Επιμένω γαλλικά γιατί το άκουσμα λειτουργεί οργασμικά. Ακούγεται αρκούντως ερεθιστικό, σαν τη Blanche Epiphanie, την χυμώδη ορφανή παιδίσκη).
Οι ονειρεμένοι μου αμμόλοφοι στο βάθος κι εγώ κάτι χιλιόμετρα μακρυά τους και χωρίς δυνατότητα ή πρόθεση εκ μέρους του Ζυντ να οδηγήσει κατά κει. Υπομονή…
Πάνω στην άμμο υπό τη σκιά ενός κατακόρυφου βράχου έλαβε χώρα το μαρτύριο του μεσημεριανού τσαγιού...
...πριν συνεχίσουμε σε μια απελπιστική πορεία σ’ενα κατσάβραχο που όμως σιγά σιγά έμελλε να αλλάξει.
Πρώτα πυκνές συστοιχίες από φοινικιές
Και μετά… ναι ναι οι ονειρεμένοι αμμόλοφοι της Azuega
Το απόλυτο σαχαρικό φετιχ μου
Μέσα στον σχεδόν παιδαριώδη ενθουσιασμό μου τους παράτησα όλους, πέταξα τα παπούτσια και βάλθηκα ν’ανηφορίζω στον αμμοθίνη. Όσο ανέβαινα τόσο στο μάτι απλωνόταν μια θάλασσα κυματιστών αμμοθινών. Η Σαχάρα όπως την φαντασιώνεται κανείς. Και βάλθηκα ν’ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά..Μόνο που τελικά από το ψηλά υπήρχε και το ψηλότερα που έδειχνε να μην έχει τελειωμό. Σήκωσα τα χέρια ψηλά και πήρα το δρόμο επιστροφής.
Θαρρείς και τα στοιχεία της φύσης συνομώτησαν, τα χρώματα του δειλινού και το παιχνίδισμα του φωτός με τα σύννεφα ήταν μαγικά.
Στήσιμο σκηνής, δείπνο από τα χεράκια της Ισαβέλλας.
Με έκδηλη ικανοποίηση χαραγμένη στο πρόσωπό μου, άφησα τον καθάριο έναστρο ουρανό να αγκαλιάσει τα όνειρά μου.
Βίος λιτός...
Τα χρώματα της ανατολής επεφύλασσαν ακόμα δραματικότερα χρώματα.
Από την αρχαιότητα το έθεσαν σοφά: “ουδέν καλόν αμιγές κακού”. Διότι το σκηνικό ήταν ειδυλλιακό (κατάμονοι ανάμεσα σε αμμόλοφους και φοινικιές) και θα μπορούσε να είναι Η αξέχαστη εμπειρία αν….
…αν δεν υπήρχαν εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες μύγες που απο πουθενά ξεφύτρωσαν και προσγειώνονταν ξέφρενα παντού. Στα ρούχα, στο πρόσωπο, στα πράγματα. Αρκούσε να μείνεις για λίγο ακίνητος και γινόταν η πλάτη σου σχεδόν κατάμαυρη από τα ενοχλητικά έντομα! (εκεί θυμήθηκα την ιστορία του Yorgos)
Αυτές επέμεναν...παρά την εκδίωξη!!
Εγκαταλείποντας την περιοχή επανήλθε σταδιακά το γνώριμο τοπίο: επίπεδες εκτάσεις ενίοτε με μακάβριες αισθητικές πινελιές: διάσπαρτοι σκελετοί καμηλών για να σου θυμίζουν ότι η έρημος είναι ανηλεής.
Σταδιακά κι όσο πλησιάζαμε πια στη βάση μας στο Atar...
...κάναμε παράκαμψη για τον τελευταίο σταθμό μας στη περιοχή:
την όαση Terjit.
Αχ αυτή η όαση, έμοιαζε κυριολεκτικά παράδεισος.
Φοίνικες, τρεχούμενα νερά, λιμνούλα όπου βούτηξα να δροσίσω το κορμί μου και να ξεπλύνω τη άμμο της ερήμου.
Ξαπλώσαμε δίπλα στο ποταμάκι, κλείσαμε τα μάτια νοιώθοντας μια πρωτόγονη ευδαιμονία.
Δεν αρκεστήκαμε στη χαλάρωση. Επιβεβλημένη ήταν η βόλτα στον οικισμό όπου γίναμε το επίκεντρο προσοχής ενός τσούρμου παιδιών που ακούραστα μας ακολουθούσαν σε κάθε βήμα μας.
Παιδιών που παρά την ένδεια, έδειξαν ν’αποζητούν, ν’απολαμβάνουν και ν’αρκούνται στην αλληλεπίδραση μαζί μας. Σαν μια πράξη ανεκτίμητη. Περισσότερο κι από τα χρήματα, που ενώ θα μπορούσαν, ποτέ δεν ζητιάνεψαν...
Ο αξιολάτρευτος μπόμπιρας ήταν ο αρχηγός της ομάδας των παιδιών και το καμάρι της οικογένειας
Last edited: