poised
Member
- Μηνύματα
- 1.058
- Likes
- 8.860
Τιφλίδα, μια οργανωμένη περιήγηση (λέμε τώρα)
Ξύπνησα το πρωί - ή μάλλον όχι και τόσο πρωί - γιατί βλέπω ότι οι πρώτες φωτογραφίες τραβήχτηκαν κατά τις 1. Τώρα τι έκανα και άργησα τόσο να φύγω δε θυμάμαι.
Όπως και να έχει όμως, είχα καταστρώσει πλάνο να δω το "τουριστικό" κέντρο, να ανέβω με το φανικουλάρ στον λόφο με τον περίεργο πύργο που έχει και κάτι τύπου "allou fan park", να δω αν αξίζει τον κόπο, να κάνω κανα τρενάκι, να περπατήσω από εκεί στον απέναντι λόφο με την μαμά γεωργία, το κάστρο, να κατέβω με το τελεφερίκ απέναντι, να δω ότι έχει εκεί και να επιστρέψω. Φυσικά όταν ξεκινάς στα μισά της μέρας, κάνεις τα μισά.
Πιάνοντας λοιπόν την πλατεία ελευθερίας
Πέρασα στον εμπορικό δρόμο που οδηγεί στο ιστορικό κέντρο.
Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα, κάποια ωραία κτήρια αλλά είχε σπαστική κίνηση από αυτοκίνητα και πολλά μαγαζιά που πούλαγαν κάτι που στην αρχή νόμιζα πως ήταν λουκάνικο αλλά τελικά είναι αποξηραμένα σύκα με ξηρούς καρπούς (μέτριο σε γεύση)
Γενικά δεν μου έκανε κάτι πολύ εντύπωση. Έκανα κάποιες βόλτες στους πεζόδρομους και αποφάσισα να περάσω απέναντι, πάνω από την καλατραβιανή γέφυρα της Ειρήνης.
Είδα από κοντά το (φαινομενικά παρατημένο και) αμφιβόλου αισθητικής μέγαρο μουσικής ή κάτι τέτοιο παρόμοιο που νομίζω είναι εντελώς παράταιρο για το μέρος που βρίσκεται.
Το πάρκο γύρω του όμως είχε κάποια ενδιαφέροντα μεταλλικά εκθέματα τέχνης
και από εκεί το πήρα να ανέβω ψηλότερα στο λόφο του Μετέκχι για την θέα. Παρόλο που η μέρα ήταν "ηλιόλουστη" το κρύο ήταν τσουχτερό και ο αέρας είχε κάτι ριπές που ένιωθα ότι διαπερνούσε όλα τα ρούχα που φορούσα.
Προσέξατε λεπτομέρεια; Δε ξέρω από πέφταν τα νερά πάντως είχαν παγώσει.
Η θέα προς το ιστορικό κέντρο - παρόλο το κρύο και τον αέρα ήταν ωραία
Μπήκα μέσα στην μικρή εκκλησία να προστατευτώ λίγο από τον αέρα, αλλά μία κυρία με τσεμπέρι μου τα έπρηξε κανονικά, αρχικά αφού με ρώτησε από που είμαι ζήταγε να τη χρησιμοποιήσω σαν ξεναγό (στην 5x5 εκκλησία που δεν είχε καν φως) και αφού της είπα ότι δε με ενδιαφέρει, στη συνέχεια να κάνω δωρεά για τα αναξιοπαθούντα παιδάκια, δείχνοντάς μου κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μια κάρτα σαν ταυτότητα στα γεωργιανά που στο ημίφως έτσι και αλλιώς δεν διακρίνονταν τίποτα από τα δύο αλλά λες και ξέρω τι λέει και στο τέλος το γύρισε σε "ορθόδοξος εσύ, ορθόδοξη εγώ, δώσε κάτι γιατί είμαι φτωχή". Της απάντησα ότι εύχομαι να την βοηθήσει ο θεός και από το ύφος της μάλλον μου απάντησε βρίζοντάς με στα Γεωργιανά.
Μου την έσπασε όμως αρκετά και βγήκα από την εκκλησία προσπαθώντας να βρω ένα απάγκιο να ξεκουραστώ λίγο. Ανοιχτός ο λόφος όμως και δεν υπήρχε πλευρά να μην την ξυρίζει οπότε χαιρέτησα τον κωλοκοτρώνη τους
και κατέβηκα πίσω προς το ιστορικό κέντρο. Πάνω από την γέφυρα έβγαλα μία φώτο τη μίξη νέου και παλιού,
αλλά και τον λόφο που ήμουν πριν
και ξαναχάθηκα λίγο στους πεζοδρόμους. Όμως ο ήλιος είχε πέσει πίσω από το λόφο και το κρύο είχε γίνει ακόμα πιο επιθετικό. Αποφάσισα να το πάρω προς το τελεφερίκ, μιας που λόγω χειμώνα δεν ήξερα και πόσο συχνά δρομολόγια είχε και ήθελα να έχω και λίγο χρόνο για κάνα τρενάκι.
Στο δρόμο είδα μερικά αξιοσημείωτα, όπως αυτοσχέδια μαγαζιά σε εισόδους κτηρίων (μου θύμισε μια ταινία με τον Βέγγο που ήταν θυρωρός και είχε ανοίξει παράνομο μινι μάρκετ)
γραφεία κάποιας υπηρεσίας που ήταν σαν έκθεμα μουσείου σοβιετικής εποχής
ενδιαφέροντες εικόνες από κτήρια υπό κατάρρευση που χρησιμοποιούνταν
και έκανα μία στάση σε μία άλλη εκκλησία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον από αυτο:
Από μακριά φαινόταν σαν να είχε δέσει η μαφία κάποιον άνθρωπο με στόχο να τον φουντάρει στη θάλασσα, αλλά ήταν απλά ένα δέντρο που προσπαθούσαν να προστατεύσουν από το κρύο (φαντάζομαι).
Ανεβαίνοντας προς την περιοχή του φανικουλάρ τα κτήρια άρχισαν να γίνονται πιο ενδιαφέροντα
Μάλλον ήταν ψιλοκυριλέ περιοχή γιατί είχε και το ανακαινισμένο δημαρχείο
στο προαύλιο του οποίου υπήρχε ένας κακομοίρης άστεγος με όλα τα πράγματά του, μία σκηνή και ένα μεγάλο χαρτί που έγραφε κάτι στα γεωργιανά. Τον προσπέρασα, έβγαλα κάποιο ποσό και διακριτικά περνώντας το άφησα μπροστά του. Δε προλαβαίνω να κάνω ένα βήμα και μου λέει σε πολύ καλά αγγλικά, με μάλλον βρετανική προφορά, are you a tourist? Ε ναι. Πάρε τα λεφτά σου φίλε μου, διαμαρτυρία κάνω στον δήμαρχο, δεν είμαι ζητιάνος. Ρε συ είσαι σίγουρος; Ναι μου λέει, λεφτά έχω, σπίτι δεν έχω. Κοίτα και εγώ που πήγα να δώσω πόνο
Μιας που το πιάσαμε, στην Τιφλίδα υπήρχαν πολλές ηλικιωμένες "μπαμπούσκες" που - απ' όσο μπορούσα να καταλάβω - προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην πουλώντας 2-3 λεμόνια που είχαν μπροστά τους γύρω από τις εξόδους του μετρό ή σε διαβάσεις των δρόμων. Ίσως τα λεμόνια εκεί να έχουν κάποια αξία ή είναι σαν τα χαρτομάντιλα εδώ, αυτό δεν το κατάλαβα. Επίσης έβλεπα - συνήθως σε ισόγεια παράθυρα φτωχών σπιτιών - ένα πιάτο φαγητό τοποθετημένο πίσω από το τζάμι με κάποιο χαρτί στα γεωργιανά. Πίστευα ότι ήταν για αυτούς που πεινάνε, αλλά αν ισχύει αυτό που μου είπαν, όσοι μπορούσαν μαγείρευαν λίγο παραπάνω με στόχο κάποιον περαστικό που θα πέρναγε, πείναγε και μπορούσε να το αγοράσει για να φάει προσφέροντας ελάχιστο κέρδος σε αυτόν που το μαγείρεψε αλλά έχοντας και κάποιο όφελος από το να πάει στο πιο "ακριβό" εστιατόριο. Και μετά συζητάμε για φτώχια στην Ελλάδα.
Τέλος πάντων, η δύση είχε αρχίσει να χρωματίζει ωραία τον ουρανό
μία ένδειξη ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβώ αν ήθελα να δω την πόλη με λίγο φως ανεβαίνοντας. Φεύγοντας από την πλατεία του δημαρχείου διαπίστωσα ότι τελικά όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν
και έφτασα στο φανικουλάρ πάνω που άρχιζε να σκοτεινιάζει. Σίγουρα περπάτημα από λόφο σε λόφο δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω νύχτα, αλλά και μέρα να ήταν δε ξέρω αν θα το άντεχα, είχα φάει πολύ κρύο.
Η θέα από την κορυφή ήταν εντυπωσιακή
με την Αγία Τριάδα και το προεδρικό μέγαρο να ξεχωρίζουν.
Αλλά άλλο τόσο εντυπωσιακό ήταν πόσο περισσότερο κρύο και αέρα είχε εκεί πάνω. Ήδη ένιωθα παγωμένος, αλλά μετά από τα πρώτα λεπτά άρχισα να υποφέρω, περπατώντας με τα χέρια διπλωμένα μπροστά στην κοιλιά μου για να μην αφήνω κενά κάτω από το μπουφάν μπας και ζεσταθώ λίγο παραπάνω.
Όσο για το allou fun park, εκεί ήταν, όχι allou, αλλά τα περισσότερα είτε ήταν κλειστά (μάλλον λόγω αέρα ή ώρας ή χειμώνα) είτε εντελώς άδεια. Ο συνδυασμός μανιασμένου αέρα, νύχτας που έπεφτε και τα φώτα από τις ατραξιόν που αναβόσβηναν έκαναν το μέρος να μοιάζει σαν στοιχειωμένο, βγαλμένο από ταινία τρόμου. Έκανα με πολύ γοργό βήμα (όχι λόγω φόβου, αλλά κρύου) ένα μεγάλο κύκλο, βλέποντας και τον πύργο τηλεπικοινωνιών που από κοντά έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει
και γύρισα στο κεντρικό κτήριο περιμένοντας το επόμενο τελεφερίκ για κάτω. Ο χώρος των φανικουλάρ ήταν ανοιχτός στον αέρα και οι παλιοκερατάδες δε με άφησαν να μπω έστω για λίγο στο λόμπι του πολύ κυριλέ εστιατορίου δίπλα για να προστατευτώ από το κρύο. Κρίνοντας από το ντύσιμο των σερβιτόρων και κάποιων πελατών, έμοιαζε με πιασοκωλέ - ακόμα και για ελληνικά δεδομένα - και η εικόνα ενός απλοντυμένου τουρίστα θα έκοβε τη μανέστρα του σεφ.
Προσπάθησα να σκοτώσω τον χρόνο μου και να ξεχάσω το κρύο βγάζοντας φωτογραφίες
αλλά εύκολα θα σκότωνα και όποιον μου έπαιρνε τη σειρά και θα έπρεπε να περιμένω έστω και 15 λεπτά παραπάνω εκεί πάνω.
Με ανακούφιση μπήκαμε στο τρενάκι, που μπορεί να είχε 0 βαθμούς αλλά χωρίς τον αέρα μου φαινόταν σαν φούρνος.
Στον δρόμο για το χοστέλ βρήκα ένα ανοιχτό μαγαζί που στην πόρτα η επιγραφή έλεγε "τσατσά" στα ρωσικά και κάτι στα γεωργιανά. Το πιάσατε το υπονοούμενο;
Σιγά μη το πιάνατε, γιατί οπωροπωλείο ήταν το κατάστημα και πούλαγε και το τοπικό ποτό που ονομάζεται "τσατσά". Κάτι σαν βότκα με γεύση ρακής και επίγευση πετρελαίου. Φυσικά το ποτό ήταν χύμα, σε επαναχρησιμοποιημένα πλαστικά μπουκάλια, οπότε και η τιμή ήταν πολύ χαμηλή. Ευτυχώς με την ποσότητα αλκοόλης που έχει "καίει" ότι ακουμπήσει. Πήρα δύο μπουκάλια, με την λογική ότι θα πιούμε από το ένα στο hostel και αν επιζήσουμε, το άλλο και ότι μείνει θα το φέρω Ελλάδα. Τελικά δεν έφερα κανένα από τα δύο, τα ήπιαμε εκεί.
Επίσης αυτή ήταν η τελευταία φωτογραφία της ημέρας και η επόμενη ήταν στις 7 το βράδυ της επομένης. Λεπτομέρειες για το ενδιάμεσο μη ρωτήσετε.
Ξύπνησα το πρωί - ή μάλλον όχι και τόσο πρωί - γιατί βλέπω ότι οι πρώτες φωτογραφίες τραβήχτηκαν κατά τις 1. Τώρα τι έκανα και άργησα τόσο να φύγω δε θυμάμαι.
Όπως και να έχει όμως, είχα καταστρώσει πλάνο να δω το "τουριστικό" κέντρο, να ανέβω με το φανικουλάρ στον λόφο με τον περίεργο πύργο που έχει και κάτι τύπου "allou fan park", να δω αν αξίζει τον κόπο, να κάνω κανα τρενάκι, να περπατήσω από εκεί στον απέναντι λόφο με την μαμά γεωργία, το κάστρο, να κατέβω με το τελεφερίκ απέναντι, να δω ότι έχει εκεί και να επιστρέψω. Φυσικά όταν ξεκινάς στα μισά της μέρας, κάνεις τα μισά.
Πιάνοντας λοιπόν την πλατεία ελευθερίας
Πέρασα στον εμπορικό δρόμο που οδηγεί στο ιστορικό κέντρο.
Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα, κάποια ωραία κτήρια αλλά είχε σπαστική κίνηση από αυτοκίνητα και πολλά μαγαζιά που πούλαγαν κάτι που στην αρχή νόμιζα πως ήταν λουκάνικο αλλά τελικά είναι αποξηραμένα σύκα με ξηρούς καρπούς (μέτριο σε γεύση)
Γενικά δεν μου έκανε κάτι πολύ εντύπωση. Έκανα κάποιες βόλτες στους πεζόδρομους και αποφάσισα να περάσω απέναντι, πάνω από την καλατραβιανή γέφυρα της Ειρήνης.
Είδα από κοντά το (φαινομενικά παρατημένο και) αμφιβόλου αισθητικής μέγαρο μουσικής ή κάτι τέτοιο παρόμοιο που νομίζω είναι εντελώς παράταιρο για το μέρος που βρίσκεται.
Το πάρκο γύρω του όμως είχε κάποια ενδιαφέροντα μεταλλικά εκθέματα τέχνης
και από εκεί το πήρα να ανέβω ψηλότερα στο λόφο του Μετέκχι για την θέα. Παρόλο που η μέρα ήταν "ηλιόλουστη" το κρύο ήταν τσουχτερό και ο αέρας είχε κάτι ριπές που ένιωθα ότι διαπερνούσε όλα τα ρούχα που φορούσα.
Προσέξατε λεπτομέρεια; Δε ξέρω από πέφταν τα νερά πάντως είχαν παγώσει.
Η θέα προς το ιστορικό κέντρο - παρόλο το κρύο και τον αέρα ήταν ωραία
Μπήκα μέσα στην μικρή εκκλησία να προστατευτώ λίγο από τον αέρα, αλλά μία κυρία με τσεμπέρι μου τα έπρηξε κανονικά, αρχικά αφού με ρώτησε από που είμαι ζήταγε να τη χρησιμοποιήσω σαν ξεναγό (στην 5x5 εκκλησία που δεν είχε καν φως) και αφού της είπα ότι δε με ενδιαφέρει, στη συνέχεια να κάνω δωρεά για τα αναξιοπαθούντα παιδάκια, δείχνοντάς μου κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μια κάρτα σαν ταυτότητα στα γεωργιανά που στο ημίφως έτσι και αλλιώς δεν διακρίνονταν τίποτα από τα δύο αλλά λες και ξέρω τι λέει και στο τέλος το γύρισε σε "ορθόδοξος εσύ, ορθόδοξη εγώ, δώσε κάτι γιατί είμαι φτωχή". Της απάντησα ότι εύχομαι να την βοηθήσει ο θεός και από το ύφος της μάλλον μου απάντησε βρίζοντάς με στα Γεωργιανά.
Μου την έσπασε όμως αρκετά και βγήκα από την εκκλησία προσπαθώντας να βρω ένα απάγκιο να ξεκουραστώ λίγο. Ανοιχτός ο λόφος όμως και δεν υπήρχε πλευρά να μην την ξυρίζει οπότε χαιρέτησα τον κωλοκοτρώνη τους
και κατέβηκα πίσω προς το ιστορικό κέντρο. Πάνω από την γέφυρα έβγαλα μία φώτο τη μίξη νέου και παλιού,
αλλά και τον λόφο που ήμουν πριν
και ξαναχάθηκα λίγο στους πεζοδρόμους. Όμως ο ήλιος είχε πέσει πίσω από το λόφο και το κρύο είχε γίνει ακόμα πιο επιθετικό. Αποφάσισα να το πάρω προς το τελεφερίκ, μιας που λόγω χειμώνα δεν ήξερα και πόσο συχνά δρομολόγια είχε και ήθελα να έχω και λίγο χρόνο για κάνα τρενάκι.
Στο δρόμο είδα μερικά αξιοσημείωτα, όπως αυτοσχέδια μαγαζιά σε εισόδους κτηρίων (μου θύμισε μια ταινία με τον Βέγγο που ήταν θυρωρός και είχε ανοίξει παράνομο μινι μάρκετ)
γραφεία κάποιας υπηρεσίας που ήταν σαν έκθεμα μουσείου σοβιετικής εποχής
ενδιαφέροντες εικόνες από κτήρια υπό κατάρρευση που χρησιμοποιούνταν
και έκανα μία στάση σε μία άλλη εκκλησία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον από αυτο:
Από μακριά φαινόταν σαν να είχε δέσει η μαφία κάποιον άνθρωπο με στόχο να τον φουντάρει στη θάλασσα, αλλά ήταν απλά ένα δέντρο που προσπαθούσαν να προστατεύσουν από το κρύο (φαντάζομαι).
Ανεβαίνοντας προς την περιοχή του φανικουλάρ τα κτήρια άρχισαν να γίνονται πιο ενδιαφέροντα
Μάλλον ήταν ψιλοκυριλέ περιοχή γιατί είχε και το ανακαινισμένο δημαρχείο
στο προαύλιο του οποίου υπήρχε ένας κακομοίρης άστεγος με όλα τα πράγματά του, μία σκηνή και ένα μεγάλο χαρτί που έγραφε κάτι στα γεωργιανά. Τον προσπέρασα, έβγαλα κάποιο ποσό και διακριτικά περνώντας το άφησα μπροστά του. Δε προλαβαίνω να κάνω ένα βήμα και μου λέει σε πολύ καλά αγγλικά, με μάλλον βρετανική προφορά, are you a tourist? Ε ναι. Πάρε τα λεφτά σου φίλε μου, διαμαρτυρία κάνω στον δήμαρχο, δεν είμαι ζητιάνος. Ρε συ είσαι σίγουρος; Ναι μου λέει, λεφτά έχω, σπίτι δεν έχω. Κοίτα και εγώ που πήγα να δώσω πόνο
Μιας που το πιάσαμε, στην Τιφλίδα υπήρχαν πολλές ηλικιωμένες "μπαμπούσκες" που - απ' όσο μπορούσα να καταλάβω - προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην πουλώντας 2-3 λεμόνια που είχαν μπροστά τους γύρω από τις εξόδους του μετρό ή σε διαβάσεις των δρόμων. Ίσως τα λεμόνια εκεί να έχουν κάποια αξία ή είναι σαν τα χαρτομάντιλα εδώ, αυτό δεν το κατάλαβα. Επίσης έβλεπα - συνήθως σε ισόγεια παράθυρα φτωχών σπιτιών - ένα πιάτο φαγητό τοποθετημένο πίσω από το τζάμι με κάποιο χαρτί στα γεωργιανά. Πίστευα ότι ήταν για αυτούς που πεινάνε, αλλά αν ισχύει αυτό που μου είπαν, όσοι μπορούσαν μαγείρευαν λίγο παραπάνω με στόχο κάποιον περαστικό που θα πέρναγε, πείναγε και μπορούσε να το αγοράσει για να φάει προσφέροντας ελάχιστο κέρδος σε αυτόν που το μαγείρεψε αλλά έχοντας και κάποιο όφελος από το να πάει στο πιο "ακριβό" εστιατόριο. Και μετά συζητάμε για φτώχια στην Ελλάδα.
Τέλος πάντων, η δύση είχε αρχίσει να χρωματίζει ωραία τον ουρανό
μία ένδειξη ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβώ αν ήθελα να δω την πόλη με λίγο φως ανεβαίνοντας. Φεύγοντας από την πλατεία του δημαρχείου διαπίστωσα ότι τελικά όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν
και έφτασα στο φανικουλάρ πάνω που άρχιζε να σκοτεινιάζει. Σίγουρα περπάτημα από λόφο σε λόφο δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω νύχτα, αλλά και μέρα να ήταν δε ξέρω αν θα το άντεχα, είχα φάει πολύ κρύο.
Η θέα από την κορυφή ήταν εντυπωσιακή
με την Αγία Τριάδα και το προεδρικό μέγαρο να ξεχωρίζουν.
Αλλά άλλο τόσο εντυπωσιακό ήταν πόσο περισσότερο κρύο και αέρα είχε εκεί πάνω. Ήδη ένιωθα παγωμένος, αλλά μετά από τα πρώτα λεπτά άρχισα να υποφέρω, περπατώντας με τα χέρια διπλωμένα μπροστά στην κοιλιά μου για να μην αφήνω κενά κάτω από το μπουφάν μπας και ζεσταθώ λίγο παραπάνω.
Όσο για το allou fun park, εκεί ήταν, όχι allou, αλλά τα περισσότερα είτε ήταν κλειστά (μάλλον λόγω αέρα ή ώρας ή χειμώνα) είτε εντελώς άδεια. Ο συνδυασμός μανιασμένου αέρα, νύχτας που έπεφτε και τα φώτα από τις ατραξιόν που αναβόσβηναν έκαναν το μέρος να μοιάζει σαν στοιχειωμένο, βγαλμένο από ταινία τρόμου. Έκανα με πολύ γοργό βήμα (όχι λόγω φόβου, αλλά κρύου) ένα μεγάλο κύκλο, βλέποντας και τον πύργο τηλεπικοινωνιών που από κοντά έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει
και γύρισα στο κεντρικό κτήριο περιμένοντας το επόμενο τελεφερίκ για κάτω. Ο χώρος των φανικουλάρ ήταν ανοιχτός στον αέρα και οι παλιοκερατάδες δε με άφησαν να μπω έστω για λίγο στο λόμπι του πολύ κυριλέ εστιατορίου δίπλα για να προστατευτώ από το κρύο. Κρίνοντας από το ντύσιμο των σερβιτόρων και κάποιων πελατών, έμοιαζε με πιασοκωλέ - ακόμα και για ελληνικά δεδομένα - και η εικόνα ενός απλοντυμένου τουρίστα θα έκοβε τη μανέστρα του σεφ.
Προσπάθησα να σκοτώσω τον χρόνο μου και να ξεχάσω το κρύο βγάζοντας φωτογραφίες
αλλά εύκολα θα σκότωνα και όποιον μου έπαιρνε τη σειρά και θα έπρεπε να περιμένω έστω και 15 λεπτά παραπάνω εκεί πάνω.
Με ανακούφιση μπήκαμε στο τρενάκι, που μπορεί να είχε 0 βαθμούς αλλά χωρίς τον αέρα μου φαινόταν σαν φούρνος.
Στον δρόμο για το χοστέλ βρήκα ένα ανοιχτό μαγαζί που στην πόρτα η επιγραφή έλεγε "τσατσά" στα ρωσικά και κάτι στα γεωργιανά. Το πιάσατε το υπονοούμενο;
Σιγά μη το πιάνατε, γιατί οπωροπωλείο ήταν το κατάστημα και πούλαγε και το τοπικό ποτό που ονομάζεται "τσατσά". Κάτι σαν βότκα με γεύση ρακής και επίγευση πετρελαίου. Φυσικά το ποτό ήταν χύμα, σε επαναχρησιμοποιημένα πλαστικά μπουκάλια, οπότε και η τιμή ήταν πολύ χαμηλή. Ευτυχώς με την ποσότητα αλκοόλης που έχει "καίει" ότι ακουμπήσει. Πήρα δύο μπουκάλια, με την λογική ότι θα πιούμε από το ένα στο hostel και αν επιζήσουμε, το άλλο και ότι μείνει θα το φέρω Ελλάδα. Τελικά δεν έφερα κανένα από τα δύο, τα ήπιαμε εκεί.
Επίσης αυτή ήταν η τελευταία φωτογραφία της ημέρας και η επόμενη ήταν στις 7 το βράδυ της επομένης. Λεπτομέρειες για το ενδιάμεσο μη ρωτήσετε.
Last edited: