Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.955
- Likes
- 52.369
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Επί χρόνια σχεδιάζαμε να κάνουμε ένα ταξίδι με δυο παιδικούς φίλους. Ο ένας είναι είλωτας σε πολυεθνική, οπότε το να πάρει άδεια άνω των 10 συνεχόμενων ημερών είναι αδύνατον στην Ελλάδα του 2009 με τα φανταστικά εργατικά δικαιώματα κι ο άλλος παρότι έχει χρόνο, πάντα πήγαινε κάπου αλλού ή δεν το έπαιρνε απόφαση ή δεν ταίριαζαν οι εποχές μας. Ούτε στην Κούβα δεν έχουν φιλοτιμηθεί να έρθουν για επίσκεψη…
Το ατύχημά μου στην Ινδία και η υποχρεωτική παραμονή –λόγω εγχείρησης και αποθεραπείας- στην Ελλάδα μάς έδωσαν την ευκαιρία να κάτσουμε και να συμφωνήσουμε: επελέγησαν οι ΗΠΑ, συγκεκριμένα οι ΝΔ πολιτείες (Αριζόνα, Νεβάδα, Γιούτα, Κολοράντο και Νιού Μέξικο) για δύο εβδομάδες Ιούλιο, ενώ με τον έναν εκ των δύο θα συνεχίζαμε και για ΝΥ και Ουάσιγκτον για άλλη μια εβδομάδα (ο είλωτας της πολυεθνικής δεν υπήρχε περίπτωση να έπαιρνε και τρίτη εβδομάδα άδεια, ήδη οι δύο πρώτες ήταν υπέρβαση). Ο λόγος που επελέγησαν οι ΗΠΑ είναι ότι οι δύο είναι φανατικοί οδηγοί και θέλανε να κάνουμε road trip, ότι μας ενδιέφεραν κυρίως τοπία, ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα ασφαλής, με καλούς δρόμους, εύκολη για ταξίδι και ότι είναι πρωτοκοσμική χώρα, βασική προϋπόθεση για τον λιγότερο πολυταξιδεμένο εκ των τριών.
Κλείσαμε τα εισιτήρια, έβγαλε τη βίζα αυτός που δεν την είχε, κλείσαμε και το αμάξι… και μετά από λίγους μήνες μας προέκυψε η υστερία των ελληνικών ΜΜΕ με την ακίνδυνη γρίπη! Το ταξίδι φαινόταν να πηγαίνει για φούντο, εγώ από την Κούβα δεν είχα τα μέσα να τους μεταπείσω πως το θέμα της γρίπης είναι γελοίο και πως δεν υφίσταται πουθενά πλην Ελλάδος αυτή η υστερία. Ευτυχώς, μια επαγγελματική συγκυρία με έφερε για λίγες μέρες στην Ελλάδα τον Ιούνιο, οπότε κι επιστράτευσα φίλο υπεύθυνο μικροβιολογικού τμήματος αθηναϊκού νοσοκομείου, θείο-φαρμακοποιό που μας έκανε και τα απλά εμβόλια γρίπης, συν μια σειρά από άρθρα και στατιστικά που αποδεικνύουν ότι η εν λόγω γρίπη είναι πιο ακίνδυνη κι από την απλή γρίπη και –με πολλές επιφυλάξεις- το ταξίδι ξαναπήρε ζωή. Επέστρεψα στην Κούβα και το ραντεβού μας ήταν για το αεροδρομίου του Φοίνιξ στις 4 Ιουλίου, εθνική εορτή στις ΗΠΑ.
Η πτήση από Αβάνα για Κανκούν ήταν σχεδόν γεμάτη, πράγμα που αποδεικνύει πως η όλη βαβούρα με τη γρίπη δεν επηρέασε και τόσους ανθρώπους τελικά. Στο Κανκούν έχω μόνο 3 ώρες για να πάρω την αποσκευή μου –συνήθως ταξιδεύω μόνο με χειραποσκευή, αλλά πήρα και όλα μου τα πράγματα από την Κούβα μη γνωρίζοντας πότε θα επιστρέψω εκεί- για να αλλάξω terminal και να ξανακάνω check-in, αφού μεταξύ Κούβας και ΗΠΑ δεν υπάρχουν απευθείας πτήσης για το απλό κοινό κι ακόμη κι αν πετάς με την ίδια εταιρεία πρέπει να ξανακάνεις τη διαδικασία check-in από την αρχή, η πτήση δε γίνεται να είναι connecting, για χάρη ενός καπρίτσιου μερικών βλαμμένων στο Μαϊάμι…
Η πτήση είχε καθυστέρηση, αλλά τελικώς πρόλαβα μια χαρά. Η επόμενη ανησυχία ήταν αν θα με άφηναν να μπω στις ΗΠΑ, διότι την προηγούμενη φορά που το επιχείρησα (έχοντας πάντα αμερικάνικη βίζα) δε μου επετράπη η είσοδος στη χώρα, πιθανόν λόγω της «ύποπτης διαδρομής» (Αβάνα-Παναμάς-Βενεζουέλα-Κολομβία), πιθανόν λόγω πρότερου βίου (…), πιθανόν λόγω «εξωτικών» χωρών στο διαβατήριό μου, δε θα μάθω ποτέ, δε σου εξηγούν κιόλας. Έφτασα στο Χιούστον μια χαρά, πέρασα και τον έλεγχο διαβατηρίων αφού μου έγινε παρατήρηση διότι δεν είχα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου όπου θα έμενα (το όνομα δεν αρκεί, θέλουν και διεύθυνση) και μετά… φυσικά έγινα singled out, με απομόνωσαν δηλαδή για να μου ψάξουν όλα τα πράγματα, ακόμη και τα βιβλία (ξεφύλλισμα και ανάγνωση των περιεχομένων παρακαλώ!) όπως γίνεται πάντα όταν πηγαίνω στην Αμερική. Για πρώτη φορά πάντως δε με έβαλαν γδυθώ τσίτσιδος και ο υπάλληλος ήταν ευγενέστατος, βρήκε κάτι βιβλία και μου έπιασε την κουβέντα (κλασικό «ψάρεμα» των υπαλλήλων ασφαλείας αλλά ευγενέστατος πραγματικά) και σε 20 λεπτάκια με άφησαν να φύγω.
Μου έμενε ένα δίωρο στο αεροδρόμιο, κατά το οποίο πρόλαβα να ξεχάσω το διαβατήριό μου σε κάποιο ψιλικατζίδικο, αλλά τελικώς το βρήκα εγκαίρως. Η κυρία πάντως στο γκισέ πληροφοριών όπου πήγα να δηλώσω την απώλεια ήταν απαντάμ παπαντάμ, μόλις της είπα πως κάπου ξέχασα το διαβατήριό μου, με ρωτάει «Το διαβατήριό σας για ποιο προορισμό είναι;». Κουφάθηκα, της εξήγησα ότι μιλάω για διαβατήριο κι όχι εισιτήριο κι επανήλθε με νέα φοβερή ερώτηση: «Δηλαδή αν δεν το βρείτε ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί δεν πετάτε με την άδεια οδήγησης;». Εξήγησα και πάλι ότι είμαι ξένος, πως μέσα σε αυτό βρίσκεται η αμερικάνικη visa, πως δεν πρόκειται να με αφήσουν να βγω από τη χώρα χωρίς διαβατήριο και πως 4η Ιουλίου αποκλείεται να είναι ανοικτή η πρεσβεία και στο κάτω-κάτω δεν έχω και άδεια οδήγησης. Από όλα αυτά, φάνηκε να την εντυπωσιάζει το τελευταίο: «Δεν οδηγείτε; Καλά και τότε τι χρησιμοποιείτε ως ταυτότητα;». Αποφάσισα να την αφήσω στον κόσμο της και τελικά βρήκα το διαβατήριό μου και πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Αποδεικνύεται πάντως πώς μια στιγμιαία αφηρημάδα έχει τη δυναμική να διαλύσει ένα ταξίδι… Το φοβερό πάντως είναι ότι και τις δύο φορές που ρώτησα αστυνομικούς με παρέπεμψαν στη συγκεκριμένη κυρία, δηλαδή αν όντως χάσεις το διαβατήριό σου, άντε να τα βγάλεις πέρα…
Προσγειώθηκα στο Φοίνιξ, την αδιάφορη πρωτεύουσα της Αριζόνα, όπου το μικρό αλλά λειτουργικό αεροδρόμιο έχει την πρωτοτυπία ότι στο χώρο παραλαβής αποσκευών μπαίνει όποιος περαστικός θέλει, αφού η έξοδος προς την πόλη είναι ορθάνοιχτη. Μπαίνει δηλαδή ένας περαστικός, παίρνει και καμιά βαλίτσα πριν φτάσουν οι επιβάτες και δεν τρέχει και τίποτε… Βρέθηκα με τους Χ και Α, οι οποίοι είχαν φτάσει την προηγούμενη, είχαν παραλάβει το αμάξι (μάλιστα έκαναν και upgrade τα πουλάκια μου, όταν λείπει η γάτα του budget χορεύουν τα ποντίκια…), τελείωσαν και με τα ψώνια τους ώστε να μην υποστώ εγώ το μαρτύριο των αγορών κι αυτοί το μαρτύριο της αντικαταναλωτικής μουρμούρας μου και ήμαστε έτοιμοι να φύγουμε.
Ο Χ είχε κλείσει δωμάτιο στο Wickenburg, ένα ασήμαντο χωριό στο δρόμο για το Grand Canyon, αφού ήταν 4η Ιουλίου και τα πιο ενδιαφέροντα χωριά Jerome και Prescott ήταν γεμάτα. Η πρώτη εντύπωση από το κατάλυμα/μοτέλ ταν άψογη: για 75$ (17,5 ευρώ/άτομο με τη σημερινή ισοτιμία) είχαμε ένα πεντακάθαρο και μεγάλο δωμάτιο με cable TV, πρωινό και δωρεάν ίντερνετ (το οποίο τελικώς ήταν στάνταρ παντού πλην του Βέγκας όπου τα ξενοδοχεία προτιμούν να σε έχουν στο σαλόνι τους να τζογάρεις παρά στο δωμάτιο να κάνεις chat). Η κυρία ήταν ευγενέστατη, ήξερε και πέντε πράγματα για την Ελλάδα και το κλου ήταν και η εξωτερική πισίνα με το τζακούζι όπου κάτσαμε και τα είπαμε. Είναι εμφανές πως έχουμε τελείως διαφορετικά στιλ ταξιδιού, οπότε θα πρέπει να υπάρχουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά το σημαντικό είναι ότι μετά από τόσο καιρό βρισκόμαστε κι οι τρεις παρέα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μου λείπει από την Ελλάδα όσο οι φίλοι μου (ακολουθούν το σουβλάκι, το γήπεδο και το ίντερνετ, τα ξανάπαμε αυτά).
Το πρωινό ήταν αξιοπρεπέστατο, το τσακίσαμε και φύγαμε. Στόχος για σήμερα είναι να περάσουμε από το Prescott και το Jerome, που κατά τον οδηγό μας έχουν «όμορφα βικτωριανά κτίρια» και «την καλύτερη τοποθεσία από όλες τις πόλεις στην Αριζόνα» αντίστοιχα. Το Prescott αποδείχθηκε συμπαθητικό, πέσαμε και στη γιορτή της πυροσβεστικής όπου οι πυροσβέστες έκαναν νεροπόλεμο με τις μάνικες στο κέντρο της πόλης, αλλά το Jerome ήταν σκέτη απογοήτευση, μερικά βικτωριανά κτίρια ούτε ενός αιώνα και απλά ήταν χτισμένο σε μια πλαγιά… Δε θέλω να ακούγομαι σαν τους Σαλονικιούς όταν πάνε στο εξωτερικό με ατάκες στιλ «Ρε στη Χαλκιδική έχεις πάει;», αλλά αυτός που τον έγραψε τον οδηγό… από την Αράχοβα έχει περάσει; Ήμασταν λίγο απογοητευμένοι, διότι ακόμη και το συμπαθές Prescott ήταν απλώς αυτό: συμπαθές. Ελπίζαμε το υπόλοιπο ταξίδι να επιφυλάσσει περισσότερες ομορφιές, άλλωστε εκτός των φημισμένων εθνικών πάρκων σκοπός ήταν να επισκεφθούμε και παλιές καουμπόικες πόλεις και ιστορικά χωριουδάκια κι αν είναι να είναι όλα σαν το Jerome, την κάτσαμε τη βάρκα.
Συνεχίσαμε για τη Sedona, που είναι γνωστή για τους περίεργους και έντονα κόκκινους πέτρινους σχηματισμούς της. Πράγματι, η φύση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εκεί γύρω, παρότι γινόταν της Πόπης από τουρίστες, άλλωστε μιλάμε για το Σαββατοκύριακο της εθνικής εορτής. Όμορφοι σχηματισμοί σε εντυπωσιακό χρώμα, αλλά ακόμη κάτι λείπει… Είδαμε μπόλικους χαρλεάδες, ανοίγω την ψευδοροφή για να τους βγάλω μια φωτογραφία κι αυτοί αντί να με μουντζώσουν (όπως υποθέτω ότι θα γινόταν στην Ελλάδα) με χαιρέτησαν και μας έγνεψαν και πάλι όταν τους προσπεράσαμε ενώ έπιναν νερό. Μάγκες και ακομπλεξάριστοι.
Είναι ήδη αργά το απόγευμα κι αν θέλουμε να προλάβουμε να δούμε κάτι από το Grand Canyon θα πρέπει να βιαστούμε. Η εύκολη επιλογή ήταν να πάρουμε την ευθεία από το Williams, αλλά έτσι θα φτάναμε από τη νότια είσοδο, όπου ειδικά σε Σαββατοκύριακο αργίας θα γινόταν χαμός. Οπότε, πήραμε την 89 από τα ανατολικά, που ήταν όμως πολύ μεγαλύτερη σαν απόσταση… αλλά άξιζε τον κόπο. Η πρώτη θέα του Grand Canyon ήταν πριν καν μπούμε στο ομώνυμο πάρκο, χωρίς είσοδο και με μόλις τρεις-τέσσερεις Navajo να μαζεύουν την πραμάτεια τους αφού οι όποιοι τουρίστες περνάνε από εκεί είχαν φύγει. Πλησιάσαμε το φαράγγι… χάος, με πέτρινα δαχτυλίδια να σχηματίζουν λίθινες αποχρώσεις για δεκάδες μέτρα και να χάνονται στην άβυσσο. (εντάξει, το ξέσκισα στο λυρισμό… φτάνει). Έχω δει και μεγαλύτερα φαράγγια (το Περού ας πούμε έχει διάφορα), αλλά αυτό έχει πιο καθέτους τοίχους που το κάνουν πολύ εντυπωσιακό και το γεγονός πως ήμασταν και μόνοι μας μετά από μια διαδρομή απέραντης ευθείας ενέτεινε την πρώτη εντύπωση. Βγάλαμε την κλασική πρώτη φωτογραφία και βαλθήκαμε να χαζεύουμε τη θέα για κάμποση ώρα. Συνεχίσαμε, πληρώσαμε τα 25$ ανά όχημα (το εισιτήριο ισχύει για μία εβδομάδα, το οποίο βολεύει για όσους θέλουν να μπουν και από άλλη είσοδο, π.χ. από τo North Rim, παίρνεις και καταπληκτικό φυλλάδιο, μια χαρά υποδομή έχουν τα πάρκα τους, μπράβο τους) και αρχίσαμε να σταματάμε σε κάθε viewpoint. Το ένα ήταν πιο εντυπωσιακό από το άλλο αλλά, όπως και να είναι, η πρώτη θέα είναι αυτή που σου μένει και ειδικά από τη στιγμή που ήμασταν μόνοι μας. Μετά από το πέμπτο ή έκτο viewpoint πλέον κουραστήκαμε, δεν είναι για πολλά-πολλά άλλωστε και η ύπαρξη πλήθους μεγάλου στα viewpoint κοντά στη νότια είσοδο χαλάνε την όλη ατμόσφαιρα. Φοβάμαι πως όσοι μπαίνουν από τη νότια είσοδο χάνουν το σημαντικότατο στοιχείο της γαλήνης που υπογραμμίζει την απεραντοσύνη του φυσικού σκηνικού (είπαμε, όχι άλλο λυρισμό…).
Γεμισμένοι από πανέμορφες εικόνες αλλά πτώματα, επιστρέφουμε στο Williams, όπου και θα κοιμόμασταν, μετά από 550 χλμ (!) διαδρομής. Το ξενοδοχείο στο Williams ήταν ένα κουκλίστικο οικογενειακό σπιτάκι με αρκουδάκια στα έπιπλα και τα σκαλιά, παιδικές ταπετσαρίες, τετράπαχα παπλώματα και πάλι πρωινό στην κουπαστή. Λίγο Κάντι-Κάντι, μικρό σπίτι στο λιβάδι και Νιλς Χόλσεγκερσον όλα μαζί, αλλά γραφικό. Περπατήσαμε την πόλη, η οποία βρίσκεται στη Route 66, τον παλιό εγκαταλελειμμένο δρόμο με τα ερειπωμένα σπίτια, αμάξια, μαγαζιά και τις πινακίδες από νέον του ’50. Κάτσαμε για δείπνο σε ένα ρετρό εστιατοριάκι με διακόσμηση Route 66 κι ένα παλιό αμάξι να κρέμεται, νόμιζες ότι θα βγει ο Νατ από το 90210 (πού το θυμήθηκα αυτό; ) να σε σερβίρει. Τελικά μας σέρβιρε ένας μαντράχαλος και το φαγητό ήταν ψιλοσάπιο, αλλά είπαμε, δεν είναι και γαστρονομικός τουρισμός οι νοτιοδυτικές πολιτείες…
Το άλλο πρωί ξυπνήσαμε πρωί, κάναμε μια βόλτα να δούμε το όμορφο Williams που δεν είναι παρά τέσσερεις δρόμοι με λίγο ρετρό και πολύ κιτς, συν ένα παλιό τραίνο που πηγαίνει μέχρι το Grand Canyon όσους θέλουν να φτάσουν εκεί σιδηροδρομικώς, πληρώνοντας καμιά εκατοστή δολάρια κι έχοντας κι ένα τύπο να τους παίζει το μπάντζο του. Συνεχίσαμε για Route 66, ξεκινώντας από το Selingman, όπου τα memorabilia από περασμένες εποχές δίνουν και παίρνουν, ενώ τα εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα, οι παρατημένες Μπίουικ, τα σκουριασμένα άδεια βενζινάδικα και οι αντίκες κάθε είδους δίνουν ένα ρομαντικό τόνο σαπίλας κι εγκατάλειψης στη μέση της ερήμου της Αριζόνα.
Το ατύχημά μου στην Ινδία και η υποχρεωτική παραμονή –λόγω εγχείρησης και αποθεραπείας- στην Ελλάδα μάς έδωσαν την ευκαιρία να κάτσουμε και να συμφωνήσουμε: επελέγησαν οι ΗΠΑ, συγκεκριμένα οι ΝΔ πολιτείες (Αριζόνα, Νεβάδα, Γιούτα, Κολοράντο και Νιού Μέξικο) για δύο εβδομάδες Ιούλιο, ενώ με τον έναν εκ των δύο θα συνεχίζαμε και για ΝΥ και Ουάσιγκτον για άλλη μια εβδομάδα (ο είλωτας της πολυεθνικής δεν υπήρχε περίπτωση να έπαιρνε και τρίτη εβδομάδα άδεια, ήδη οι δύο πρώτες ήταν υπέρβαση). Ο λόγος που επελέγησαν οι ΗΠΑ είναι ότι οι δύο είναι φανατικοί οδηγοί και θέλανε να κάνουμε road trip, ότι μας ενδιέφεραν κυρίως τοπία, ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα ασφαλής, με καλούς δρόμους, εύκολη για ταξίδι και ότι είναι πρωτοκοσμική χώρα, βασική προϋπόθεση για τον λιγότερο πολυταξιδεμένο εκ των τριών.
Κλείσαμε τα εισιτήρια, έβγαλε τη βίζα αυτός που δεν την είχε, κλείσαμε και το αμάξι… και μετά από λίγους μήνες μας προέκυψε η υστερία των ελληνικών ΜΜΕ με την ακίνδυνη γρίπη! Το ταξίδι φαινόταν να πηγαίνει για φούντο, εγώ από την Κούβα δεν είχα τα μέσα να τους μεταπείσω πως το θέμα της γρίπης είναι γελοίο και πως δεν υφίσταται πουθενά πλην Ελλάδος αυτή η υστερία. Ευτυχώς, μια επαγγελματική συγκυρία με έφερε για λίγες μέρες στην Ελλάδα τον Ιούνιο, οπότε κι επιστράτευσα φίλο υπεύθυνο μικροβιολογικού τμήματος αθηναϊκού νοσοκομείου, θείο-φαρμακοποιό που μας έκανε και τα απλά εμβόλια γρίπης, συν μια σειρά από άρθρα και στατιστικά που αποδεικνύουν ότι η εν λόγω γρίπη είναι πιο ακίνδυνη κι από την απλή γρίπη και –με πολλές επιφυλάξεις- το ταξίδι ξαναπήρε ζωή. Επέστρεψα στην Κούβα και το ραντεβού μας ήταν για το αεροδρομίου του Φοίνιξ στις 4 Ιουλίου, εθνική εορτή στις ΗΠΑ.
Η πτήση από Αβάνα για Κανκούν ήταν σχεδόν γεμάτη, πράγμα που αποδεικνύει πως η όλη βαβούρα με τη γρίπη δεν επηρέασε και τόσους ανθρώπους τελικά. Στο Κανκούν έχω μόνο 3 ώρες για να πάρω την αποσκευή μου –συνήθως ταξιδεύω μόνο με χειραποσκευή, αλλά πήρα και όλα μου τα πράγματα από την Κούβα μη γνωρίζοντας πότε θα επιστρέψω εκεί- για να αλλάξω terminal και να ξανακάνω check-in, αφού μεταξύ Κούβας και ΗΠΑ δεν υπάρχουν απευθείας πτήσης για το απλό κοινό κι ακόμη κι αν πετάς με την ίδια εταιρεία πρέπει να ξανακάνεις τη διαδικασία check-in από την αρχή, η πτήση δε γίνεται να είναι connecting, για χάρη ενός καπρίτσιου μερικών βλαμμένων στο Μαϊάμι…
Η πτήση είχε καθυστέρηση, αλλά τελικώς πρόλαβα μια χαρά. Η επόμενη ανησυχία ήταν αν θα με άφηναν να μπω στις ΗΠΑ, διότι την προηγούμενη φορά που το επιχείρησα (έχοντας πάντα αμερικάνικη βίζα) δε μου επετράπη η είσοδος στη χώρα, πιθανόν λόγω της «ύποπτης διαδρομής» (Αβάνα-Παναμάς-Βενεζουέλα-Κολομβία), πιθανόν λόγω πρότερου βίου (…), πιθανόν λόγω «εξωτικών» χωρών στο διαβατήριό μου, δε θα μάθω ποτέ, δε σου εξηγούν κιόλας. Έφτασα στο Χιούστον μια χαρά, πέρασα και τον έλεγχο διαβατηρίων αφού μου έγινε παρατήρηση διότι δεν είχα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου όπου θα έμενα (το όνομα δεν αρκεί, θέλουν και διεύθυνση) και μετά… φυσικά έγινα singled out, με απομόνωσαν δηλαδή για να μου ψάξουν όλα τα πράγματα, ακόμη και τα βιβλία (ξεφύλλισμα και ανάγνωση των περιεχομένων παρακαλώ!) όπως γίνεται πάντα όταν πηγαίνω στην Αμερική. Για πρώτη φορά πάντως δε με έβαλαν γδυθώ τσίτσιδος και ο υπάλληλος ήταν ευγενέστατος, βρήκε κάτι βιβλία και μου έπιασε την κουβέντα (κλασικό «ψάρεμα» των υπαλλήλων ασφαλείας αλλά ευγενέστατος πραγματικά) και σε 20 λεπτάκια με άφησαν να φύγω.
Μου έμενε ένα δίωρο στο αεροδρόμιο, κατά το οποίο πρόλαβα να ξεχάσω το διαβατήριό μου σε κάποιο ψιλικατζίδικο, αλλά τελικώς το βρήκα εγκαίρως. Η κυρία πάντως στο γκισέ πληροφοριών όπου πήγα να δηλώσω την απώλεια ήταν απαντάμ παπαντάμ, μόλις της είπα πως κάπου ξέχασα το διαβατήριό μου, με ρωτάει «Το διαβατήριό σας για ποιο προορισμό είναι;». Κουφάθηκα, της εξήγησα ότι μιλάω για διαβατήριο κι όχι εισιτήριο κι επανήλθε με νέα φοβερή ερώτηση: «Δηλαδή αν δεν το βρείτε ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί δεν πετάτε με την άδεια οδήγησης;». Εξήγησα και πάλι ότι είμαι ξένος, πως μέσα σε αυτό βρίσκεται η αμερικάνικη visa, πως δεν πρόκειται να με αφήσουν να βγω από τη χώρα χωρίς διαβατήριο και πως 4η Ιουλίου αποκλείεται να είναι ανοικτή η πρεσβεία και στο κάτω-κάτω δεν έχω και άδεια οδήγησης. Από όλα αυτά, φάνηκε να την εντυπωσιάζει το τελευταίο: «Δεν οδηγείτε; Καλά και τότε τι χρησιμοποιείτε ως ταυτότητα;». Αποφάσισα να την αφήσω στον κόσμο της και τελικά βρήκα το διαβατήριό μου και πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Αποδεικνύεται πάντως πώς μια στιγμιαία αφηρημάδα έχει τη δυναμική να διαλύσει ένα ταξίδι… Το φοβερό πάντως είναι ότι και τις δύο φορές που ρώτησα αστυνομικούς με παρέπεμψαν στη συγκεκριμένη κυρία, δηλαδή αν όντως χάσεις το διαβατήριό σου, άντε να τα βγάλεις πέρα…
Προσγειώθηκα στο Φοίνιξ, την αδιάφορη πρωτεύουσα της Αριζόνα, όπου το μικρό αλλά λειτουργικό αεροδρόμιο έχει την πρωτοτυπία ότι στο χώρο παραλαβής αποσκευών μπαίνει όποιος περαστικός θέλει, αφού η έξοδος προς την πόλη είναι ορθάνοιχτη. Μπαίνει δηλαδή ένας περαστικός, παίρνει και καμιά βαλίτσα πριν φτάσουν οι επιβάτες και δεν τρέχει και τίποτε… Βρέθηκα με τους Χ και Α, οι οποίοι είχαν φτάσει την προηγούμενη, είχαν παραλάβει το αμάξι (μάλιστα έκαναν και upgrade τα πουλάκια μου, όταν λείπει η γάτα του budget χορεύουν τα ποντίκια…), τελείωσαν και με τα ψώνια τους ώστε να μην υποστώ εγώ το μαρτύριο των αγορών κι αυτοί το μαρτύριο της αντικαταναλωτικής μουρμούρας μου και ήμαστε έτοιμοι να φύγουμε.
Ο Χ είχε κλείσει δωμάτιο στο Wickenburg, ένα ασήμαντο χωριό στο δρόμο για το Grand Canyon, αφού ήταν 4η Ιουλίου και τα πιο ενδιαφέροντα χωριά Jerome και Prescott ήταν γεμάτα. Η πρώτη εντύπωση από το κατάλυμα/μοτέλ ταν άψογη: για 75$ (17,5 ευρώ/άτομο με τη σημερινή ισοτιμία) είχαμε ένα πεντακάθαρο και μεγάλο δωμάτιο με cable TV, πρωινό και δωρεάν ίντερνετ (το οποίο τελικώς ήταν στάνταρ παντού πλην του Βέγκας όπου τα ξενοδοχεία προτιμούν να σε έχουν στο σαλόνι τους να τζογάρεις παρά στο δωμάτιο να κάνεις chat). Η κυρία ήταν ευγενέστατη, ήξερε και πέντε πράγματα για την Ελλάδα και το κλου ήταν και η εξωτερική πισίνα με το τζακούζι όπου κάτσαμε και τα είπαμε. Είναι εμφανές πως έχουμε τελείως διαφορετικά στιλ ταξιδιού, οπότε θα πρέπει να υπάρχουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά το σημαντικό είναι ότι μετά από τόσο καιρό βρισκόμαστε κι οι τρεις παρέα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μου λείπει από την Ελλάδα όσο οι φίλοι μου (ακολουθούν το σουβλάκι, το γήπεδο και το ίντερνετ, τα ξανάπαμε αυτά).
Το πρωινό ήταν αξιοπρεπέστατο, το τσακίσαμε και φύγαμε. Στόχος για σήμερα είναι να περάσουμε από το Prescott και το Jerome, που κατά τον οδηγό μας έχουν «όμορφα βικτωριανά κτίρια» και «την καλύτερη τοποθεσία από όλες τις πόλεις στην Αριζόνα» αντίστοιχα. Το Prescott αποδείχθηκε συμπαθητικό, πέσαμε και στη γιορτή της πυροσβεστικής όπου οι πυροσβέστες έκαναν νεροπόλεμο με τις μάνικες στο κέντρο της πόλης, αλλά το Jerome ήταν σκέτη απογοήτευση, μερικά βικτωριανά κτίρια ούτε ενός αιώνα και απλά ήταν χτισμένο σε μια πλαγιά… Δε θέλω να ακούγομαι σαν τους Σαλονικιούς όταν πάνε στο εξωτερικό με ατάκες στιλ «Ρε στη Χαλκιδική έχεις πάει;», αλλά αυτός που τον έγραψε τον οδηγό… από την Αράχοβα έχει περάσει; Ήμασταν λίγο απογοητευμένοι, διότι ακόμη και το συμπαθές Prescott ήταν απλώς αυτό: συμπαθές. Ελπίζαμε το υπόλοιπο ταξίδι να επιφυλάσσει περισσότερες ομορφιές, άλλωστε εκτός των φημισμένων εθνικών πάρκων σκοπός ήταν να επισκεφθούμε και παλιές καουμπόικες πόλεις και ιστορικά χωριουδάκια κι αν είναι να είναι όλα σαν το Jerome, την κάτσαμε τη βάρκα.
Συνεχίσαμε για τη Sedona, που είναι γνωστή για τους περίεργους και έντονα κόκκινους πέτρινους σχηματισμούς της. Πράγματι, η φύση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εκεί γύρω, παρότι γινόταν της Πόπης από τουρίστες, άλλωστε μιλάμε για το Σαββατοκύριακο της εθνικής εορτής. Όμορφοι σχηματισμοί σε εντυπωσιακό χρώμα, αλλά ακόμη κάτι λείπει… Είδαμε μπόλικους χαρλεάδες, ανοίγω την ψευδοροφή για να τους βγάλω μια φωτογραφία κι αυτοί αντί να με μουντζώσουν (όπως υποθέτω ότι θα γινόταν στην Ελλάδα) με χαιρέτησαν και μας έγνεψαν και πάλι όταν τους προσπεράσαμε ενώ έπιναν νερό. Μάγκες και ακομπλεξάριστοι.
Είναι ήδη αργά το απόγευμα κι αν θέλουμε να προλάβουμε να δούμε κάτι από το Grand Canyon θα πρέπει να βιαστούμε. Η εύκολη επιλογή ήταν να πάρουμε την ευθεία από το Williams, αλλά έτσι θα φτάναμε από τη νότια είσοδο, όπου ειδικά σε Σαββατοκύριακο αργίας θα γινόταν χαμός. Οπότε, πήραμε την 89 από τα ανατολικά, που ήταν όμως πολύ μεγαλύτερη σαν απόσταση… αλλά άξιζε τον κόπο. Η πρώτη θέα του Grand Canyon ήταν πριν καν μπούμε στο ομώνυμο πάρκο, χωρίς είσοδο και με μόλις τρεις-τέσσερεις Navajo να μαζεύουν την πραμάτεια τους αφού οι όποιοι τουρίστες περνάνε από εκεί είχαν φύγει. Πλησιάσαμε το φαράγγι… χάος, με πέτρινα δαχτυλίδια να σχηματίζουν λίθινες αποχρώσεις για δεκάδες μέτρα και να χάνονται στην άβυσσο. (εντάξει, το ξέσκισα στο λυρισμό… φτάνει). Έχω δει και μεγαλύτερα φαράγγια (το Περού ας πούμε έχει διάφορα), αλλά αυτό έχει πιο καθέτους τοίχους που το κάνουν πολύ εντυπωσιακό και το γεγονός πως ήμασταν και μόνοι μας μετά από μια διαδρομή απέραντης ευθείας ενέτεινε την πρώτη εντύπωση. Βγάλαμε την κλασική πρώτη φωτογραφία και βαλθήκαμε να χαζεύουμε τη θέα για κάμποση ώρα. Συνεχίσαμε, πληρώσαμε τα 25$ ανά όχημα (το εισιτήριο ισχύει για μία εβδομάδα, το οποίο βολεύει για όσους θέλουν να μπουν και από άλλη είσοδο, π.χ. από τo North Rim, παίρνεις και καταπληκτικό φυλλάδιο, μια χαρά υποδομή έχουν τα πάρκα τους, μπράβο τους) και αρχίσαμε να σταματάμε σε κάθε viewpoint. Το ένα ήταν πιο εντυπωσιακό από το άλλο αλλά, όπως και να είναι, η πρώτη θέα είναι αυτή που σου μένει και ειδικά από τη στιγμή που ήμασταν μόνοι μας. Μετά από το πέμπτο ή έκτο viewpoint πλέον κουραστήκαμε, δεν είναι για πολλά-πολλά άλλωστε και η ύπαρξη πλήθους μεγάλου στα viewpoint κοντά στη νότια είσοδο χαλάνε την όλη ατμόσφαιρα. Φοβάμαι πως όσοι μπαίνουν από τη νότια είσοδο χάνουν το σημαντικότατο στοιχείο της γαλήνης που υπογραμμίζει την απεραντοσύνη του φυσικού σκηνικού (είπαμε, όχι άλλο λυρισμό…).
Γεμισμένοι από πανέμορφες εικόνες αλλά πτώματα, επιστρέφουμε στο Williams, όπου και θα κοιμόμασταν, μετά από 550 χλμ (!) διαδρομής. Το ξενοδοχείο στο Williams ήταν ένα κουκλίστικο οικογενειακό σπιτάκι με αρκουδάκια στα έπιπλα και τα σκαλιά, παιδικές ταπετσαρίες, τετράπαχα παπλώματα και πάλι πρωινό στην κουπαστή. Λίγο Κάντι-Κάντι, μικρό σπίτι στο λιβάδι και Νιλς Χόλσεγκερσον όλα μαζί, αλλά γραφικό. Περπατήσαμε την πόλη, η οποία βρίσκεται στη Route 66, τον παλιό εγκαταλελειμμένο δρόμο με τα ερειπωμένα σπίτια, αμάξια, μαγαζιά και τις πινακίδες από νέον του ’50. Κάτσαμε για δείπνο σε ένα ρετρό εστιατοριάκι με διακόσμηση Route 66 κι ένα παλιό αμάξι να κρέμεται, νόμιζες ότι θα βγει ο Νατ από το 90210 (πού το θυμήθηκα αυτό; ) να σε σερβίρει. Τελικά μας σέρβιρε ένας μαντράχαλος και το φαγητό ήταν ψιλοσάπιο, αλλά είπαμε, δεν είναι και γαστρονομικός τουρισμός οι νοτιοδυτικές πολιτείες…
Το άλλο πρωί ξυπνήσαμε πρωί, κάναμε μια βόλτα να δούμε το όμορφο Williams που δεν είναι παρά τέσσερεις δρόμοι με λίγο ρετρό και πολύ κιτς, συν ένα παλιό τραίνο που πηγαίνει μέχρι το Grand Canyon όσους θέλουν να φτάσουν εκεί σιδηροδρομικώς, πληρώνοντας καμιά εκατοστή δολάρια κι έχοντας κι ένα τύπο να τους παίζει το μπάντζο του. Συνεχίσαμε για Route 66, ξεκινώντας από το Selingman, όπου τα memorabilia από περασμένες εποχές δίνουν και παίρνουν, ενώ τα εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα, οι παρατημένες Μπίουικ, τα σκουριασμένα άδεια βενζινάδικα και οι αντίκες κάθε είδους δίνουν ένα ρομαντικό τόνο σαπίλας κι εγκατάλειψης στη μέση της ερήμου της Αριζόνα.
Last edited: