• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Βιετνάμ Vietnam 9 μέρες με χαμηλό μπάτζετ. Γίνεται;

ALIKIT

Member
Μηνύματα
10
Likes
16
Επόμενο Ταξίδι
Ιορδανια
Ταξίδι-Όνειρο
ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ
Πηγαμε στο Βιετναμ ,στην Καμποτζη και στη Σιγκαπουρη για 18 μερες τον Ιανουαριο του 2020 και ηθελα να σας πω οτι οι εντυπωσεις μου απο το ταξιδι ηταν εξαιρετικες τοσο απο τις χωρες οσο και απο τους ανθρωπους. Οι πληροφοριες που πηραμε απο τον psilos3 και τα λοιπους ταξιδιωτες ηταν πολυ κατατοπιστικες και μας βοηθησαν τρομερα στην οργανωση του ταξιδιου,στις εκδρομες που καναμε εκει και τα μερη που ειδαμε. Βγαλαμε τις βιζες απο την Αθηνα, πηγαμε στα μερη που γραφατε,πηγαμε και στο Ankgor Vat στο Σιεμ Ρηπ και την Σιγκαπουρη αφου διαβασαμε και τις αλλες ιστοριες και ολα πηγαν τελεια. Ενα ταξιδι γεματο εμπειρίες.
Ευχαριστουμε για ολα.
 

Attachments

psilos3

Member
Μηνύματα
6.656
Likes
51.503
Επόμενο Ταξίδι
?
Ταξίδι-Όνειρο
Αναζητείται!
Ευχαριστουμε παιδια για την πολυτιμη βοηθεια σας και των λοιπων συνοδοιπόρων στα ταξιδια ,γιατι πηγα ταξιδι στο Βιετναμ ,Καμποτζη ,Σιγκαπουρη τον Ιανουαριο του 2020, και δεν αντιμετωπισαμε κανενα θεμα γιατι ειχαμε προετοιμασει το ταξιδι πολυ καλα συμφωνα με τις πληροφοριες που ειχαμε απο σας.
Με χαροποιεί και με τιμά ιδιαίτερα το γεγονός οτι βρήκες πληροφορίες μέσα απ' την ιστορία μου για το ταξίδι σου. Αυτό είναι άλλωστε και το χρησιμοτερο νόημα του φόρουμ και των ιστοριών. Ειμαι σίγουρος οτι πέρασες καλά σ' αυτά τα μέρη, οπότε ο λαός περιμένει εντυπώσεις να ξέρεις ;)
 

fantina

Member
Μηνύματα
64
Likes
118
Vietnam 9 μέρες με χαμηλό μπάτζετ. Γίνεται;


Είναι η πρώτη μου απόπειρα να βάλω σκέψεις & αναμνήσεις στη σειρά, κάτι που για να μεταφερθεί γραπτώς με τη μορφή ιστορίας μου φάνταζε πάντα δύσκολο. Η παρότρυνση της @katkats όμως ήταν καταλυτική, μιας και οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις μου πέρα απ’ τα ποστ, είναι μίνι ιστορίες για τα Ελληνικά νησιά, και είπα «γιατί όχι», αφού είναι μια ιδιαίτερη πρόκληση να κατορθώσω να μεταφέρω όσα έζησα στην χιλιοταλαιπωρημένη αλλά συνάμα υπέροχη αυτή χώρα.

Θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν περιεκτικός, διευκρινιστικός, και να μιλήσω βέβαια και μέσω της εικόνας που έχει πάντα τον κυρίαρχο λόγο σε ένα τέτοιο ταξίδι. Επίσης θα κάνω αναλυτική αναφορά και στα κόστη της εκδρομής, για να δικαιολογήσω και το τίτλο της ιστορίας μου.

View attachment 269703

Μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι ξεκινάω να γράφω την ιστορία αυτή, καθισμένος στο 11C του αεροπλάνου της Ryan με τελικό προορισμό τη Φλωρεντία λίγες μέρες μετά. Λαμβάνοντας υπόψιν δε, ότι και το εισιτήριο για το Βιετνάμ κλείστηκε καταμεσής της καλοκαιρινής ραστώνης, πίνοντας μπύρες ένα μεσημέρι στην Αστυπάλαια που είχαμε χάσει το λεωφορείο για τις παραλίες, αρχίζω και επιβεβαιώνω τον κανόνα που λέει ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή αυτή, και να ‘’χτίζω’’ το δικό μου κανόνα που λέει ότι τα επόμενα ταξίδια οργανώνονται καλύτερα όταν είσαι σε ταξίδι, καθώς δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό.

Την αρχική ιδέα για τη χώρα αυτή της Ινδοκίνας μου την είχε δώσει ο θείος μου, ο οποίος είχε επισκεφτεί το Βιετνάμ κοντά 20 χρόνια πριν και ακόμα έχει να λέει τα καλύτερα. Η δεύτερη συζήτηση που είχαμε και μας κίνησε τη περιέργεια να ψαχτούμε περαιτέρω, ήταν μια συναναστροφή μας σε ένα υπέροχο και σκοτεινό μπαρ στη Καστέλλα του Πειραιά, χειμώνα του ‘18 που είχα κατέβει για τριήμερο στη πρωτεύουσα. Εκεί γνωρίσαμε το Νίκο, τύπος κοντά στα 50, παλιοροκάς, μπυράκιας, πολυταξιδεμένος, μόνιμος κάτοικος Αμβούργου, και ομιλών αρκετές ξένες γλώσσες. Πάνω στη κουβέντα για ταξίδια - περίπου ένα μήνα πριν φύγουμε για Κούβα - άρχισε να μας αναλύει τα καλά της Ασίας. Έκανε ιδιαίτερη μνεία στο Βιετνάμ αλλά και στο Λάος, τονίζοντας μάλιστα και το ασφαλές περιβάλλον των χωρών αυτών προς το ταξιδιώτη. Εκεί λοιπόν μπήκε στο κάδρο ο προορισμός αυτός, και λίγους μήνες μετά έγινε από πιθανός προορισμός, υπαρκτός στόχος.

Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια Παρασκευής που βαριέσαι θανάσιμα να βγεις, αλλά και να κοιμηθείς, και ο φίλος που ταξιδεύετε μαζί, δουλεύει βάρδια μπροστά σε οθόνη. Μοιραία ξεκίνησε η μεταμεσονύκτια συζήτηση για ταξιδάκια, και συγκεκριμένα η αναφορά στην ιστορία του @sif..... που είχα διαβάσει αρκετά φευγαλέα. Τα ιντερνετικά χτυπήματα στο travelstories ήταν άμεσα, και μετά από την απαραίτητη μελέτη, ο στόχος είχε κλειδώσει πλέον για τα καλά. Ένα δίμηνο σχεδόν μετά, και αφού έχουμε φύγει για πρώτη δόση καλοκαιρινών διακοπών, ευρισκόμενοι στην αγαπημένη Αστυπάλαια όπως προανέφερα, χτυπάει η ειδοποίηση του travellstories για τις ‘’προσφορές αεροπορικών’’. Ήταν το κουπόνι τις Scoot με την έκπτωση - δώρο θεού 40%. Έχουμε φάει αρκετές φορές το κεφάλι μας, και πλέον έχουμε βάλει το κατάλληλο μυαλό, ώστε να γνωρίζουμε καλά ότι τις ευκαιρίες δε τις αφήνεις για το αύριο...

Το εισιτήριο Αθήνα – Ανόι και Χο Τσι Μινχ – Αθήνα (μέσω Σιγκαπούρης πάντα), κόστισε στην Economy seat 285€ το άτομο. Το λες και τσάμπα! Βέβαια θα μου πείτε ποιος έχει τη πολυτέλεια να κλείνει εισιτήρια 7 μήνες πριν, από όλες τις απόψεις, οικονομικές, εργασιακές κτλ; Απαντάω ότι, είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρει κανείς αν θέλει να ρίξει το αρκετά κόστος του ταξιδιού.

Προετοιμασία πριν το ταξίδι - Έξοδα

Δύο μήνες πριν προσθέσαμε μία αποσκευή 20 κιλών για την επιστροφή, την οποία η scoot μας χρέωσε κοντά στα 90€. To Βιετνάμ είναι χώρα στην οποία έχει πάρα πολλά και φθηνά πράγματα να ψωνίσει κανείς, ιδιαίτερα ρούχα & παπούτσια κυρίως αθλητικού τύπου, τσάντες, βαλίτσες και τα σχετικά. Φύγαμε λοιπόν με τη χειραποσκευή μας, με τη τσαντούλα της πλάτης μας γεμάτη, και κανένα περιττό ρούχο μαζί μας. Ξέραμε άλλωστε ότι θα συναντήσουμε θερμοκρασίες 20-35 βαθμών, και ο ρουχισμός μας έπρεπε να έχει καλοκαιρινό προσανατολισμό. Στην επιστροφή ο 20κιλος σάκος για 2 άτομα αποδείχτηκε υπέρ αρκετός.

Επίσης πληρώσαμε 54€ τα δύο άτομα, για τη τρίωρη διαμονή μας στο Lounge της scoot στη Σιγκαπούρη. Πιστέψτε με, άξιζε και με το παραπάνω τα λεφτά του. Θα εξηγήσω αναλυτικά στο τέλος το γιατί.

Είναι πολύ σημαντικό εδώ να τονίσω ότι το Αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης έχει αυτό το πολύ «έξυπνο» σύστημα, ο έλεγχος να είναι στα gates, με αποτέλεσμα να μην έχεις να αγοράσεις ούτε νερό πριν επιβιβαστείς. Αν δε θέλετε να πείτε το νερό νεράκι λοιπόν και να πληρώσετε χρυσάφι στη Scoot, φροντίστε να έχετε άδεια μπουκάλια που θα τα γεμίσετε στο ψύκτη. Εμείς δε ξέραμε και τη πατήσαμε…

Ακόμα, να αναφερθώ και στις 2 εσωτερικές πτήσεις που είχαμε στο Βιετνάμ, και τις κλείσαμε με την Vietjet airways, από το πολύ όμορφο site της ‘’ vietjet.com ‘’ (αν είσαι web developer εν έτει 2000), και κόστισαν συνολικά για τους δυο μας, μαζί με μία αποσκευή, χρεώσεις κάρτας κτλ περί τα 170€. Ήταν οι διαδρομές από Ανόι προς Ντα Νανγκ, και από Χούε προς Χο τσι Μινχ. Να επισημάνω εδώ ότι δε συνίσταται άλλος τρόπος μεταφοράς, το τρένο είναι αρκετά αργό, και οι οδικές για τόσο μεγάλες αποστάσεις το λιγότερο απαγορευτικές. Δύσκολοι οι δρόμοι του Βιετνάμ, και άλλα τα δεδομένα. Μιλάμε για 2 Ελλάδες και κάτι σε μέγεθος…

Δε κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε ασφάλεια για το ταξίδι, καθώς θα επιβαρυνόμασταν με κόστος μεταξύ 65-100€. Προφανώς και έχει νόημα να το κάνει κανείς, ωστόσο εμείς τελικά το αποφύγαμε, κακώς τώρα που το σκέφτομαι γιατί ποτέ δε ξέρεις τι μπορούσε να χει συμβεί.

Τέλος σε ότι αφορά τα εμβόλια, δε βρήκαμε ότι πρέπει να έχουμε κάνει κάποιο προληπτικά πριν την επίσκεψη μας στη χώρα. Οι προμήθειες μας ήταν μόνο τα τυπικά φάρμακα λοιπόν, παυσίπονα και χάπια για στομαχικές διαταραχές. Επίσης είναι καλό να έχει μαζί του κανείς, ταμπλέτες για τα κουνούπια καθώς και λοσιόν.

Επιτέλους αναχώρηση

Οι μήνες περάσανε και το πολυπόθητο πρωινό του Σαββάτου 22 Φλεβάρη είχε φτάσει. Ένα μικρό άγχος μην είμαστε υπέρβαροι στις χειραποσκευές (που τυπικά ήμασταν) μας έφυγε στο τσεκ-ιν του Βενιζέλος, καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα σχολαστικοί με αυτό το κομμάτι. Δε συνιστώ ωστόσο σε κανέναν να το ρισκάρει. Ευτυχώς η κοπέλα στην έκδοση εισιτηρίων με είδε 2 μέτρα κοντά και με λυπήθηκε, οπότε η θέση που μας έβαλε στο φτερό ήταν δώρο! Τόσο άνετη και τόσο άπλα, που έκανα άλλες 5 ώρες πτήση απροβλημάτιστα! Νερό είχαμε προμηθευτεί απ΄το Βενιζέλος, και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με αυτό, ωστόσο μας την είπανε για τα μπισκοτάκια, σαντουιτσακια κτλ. Δε πειράζει, η τουαλέτα να ειν καλά! Το αεροσκάφος μεγάλο, καθαρό, και με όλα αυτά, το βιβλίο και το laptop μου για παρέα, η 11ωρη πτήση για τη Σιγκαπούρη κύλησε αναπάντεχα εύκολα. Η πτήση ήταν μισογεμάτη, χωρίς όμως να επιτρέπεται η αλλαγή της θέσης σε περίπτωση που δε βόλευε κάποιον.



Συνεπέστατη η scoot στα ωράρια της. Οι τέσσερις ώρες αναμονής στο καταπληκτικό αεροδρόμιο saghi πέρασαν νερό, καθώς μόνο σταθμό αεροδρομίου δε θυμίζει με όλα όσα έχει να δεις και να κάνεις. Πρώτη φορά είδα λιμνούλες με ψάρια μέσα σε αεροδρόμιο! Όσο δε για τα εμπορικά καταστήματα, ούτε σε mall δε συναντάς τόσα πολλά και τόσες επώνυμες μάρκες. Επίσης υπάρχουν εστιατόρια, pub, μπυραρία, παιδότοπος, και για όποιον είναι τυχερός και πετάει από το terminal 1, pool bar! Οι τιμές του όμως ήταν αρκετά τσουχτερές οφείλω να πω έως απλησίαστες. 2$ μπουκαλάκι νερό κι 6,5$ τη μπύρα τα λες αρκετά.



Από το terminal 2 επιβιβαστήκαμε σε μικρότερο αεροσκάφος της soot με προορισμό το Ανόι. Το ταξίδι μας ξεκινούσε απ το Βορρά του Βιετναμ προς το Νότο, και δεδομένου του προγράμματος θεωρώ ότι είναι πολύ καλή ιδέα.

Υπάρχει και η επιλογή να ξεκινήσει κανείς από το νότο και να ανέβει. Εξαρτάται πάντα τι σχέδια έχει, τι εισιτήρια και με ποια εταιρεία θα τα βρει. Εφόσον μιλάμε για Scoot, έχει απευθείας πρόσβαση από τη Σιγκαπούρη και στο Ανόι, και στο Χο τσι Μινχ, κάτι που διευκολύνει πολύ το ταξίδι.

Σε ότι αφορά τη Βιζα για την είσοδο μας στη χώρα, είχαμε υποβάλλει το αίτημα στη σελίδα (vietnamvisapro.com) περίπου ένα μήνα πριν, λάβαμε το approval letter και το τυπώσαμε μαζί με τα απαραίτητα έγγραφα που μας έστειλαν για συμπλήρωμα, τα βάλαμε στη τσάντα μας μαζί με μια φωτογραφία διαβατηρίου και 25$, και τα καταθέσαμε στο αρμόδιο γραφείο στο αεροδρόμιο. Κουραστική διαδικασία, καθώς μετά από 20 ώρες ταξίδι σχεδόν, περιμέναμε άλλες 2 να εκδοθεί…


Άφιξη στο Ανόι

Έχοντας πλέον το απαραίτητο αυτοκόλλητο στο διαβατήριο και την σφραγίδα εισόδου στη χώρα, ήμασταν έτοιμοι για να ξεκινήσει μια ταξιδιωτική περιπέτεια ακόμα.



Είχαμε συνεννοηθεί με τη σπιτονοικοκυρά μας μέσω email από πριν, και κανονίσαμε τη παραλαβή μας με όχημα που θα μας πήγαινε στο σπίτι με κόστος 15$. Άξιζε το κόπο, δεδομένου ότι είμασταν αρκετά κουρασμένοι για να ψαχτούμε εκείνη την ώρα, αλλά και για το λόγω του ότι το αεροδρόμιο από το κέντρο του Ανοι είναι κοντά στα 35 χιλιόμετρα απόσταση! Στο δρόμο έχει πάντα κίνηση, και η πρώτη εικόνα από την Ασία με τα άπειρα μηχανάκια, τους οδηγούς με τη μάσκα, το νέφος και τις χαμηλές ταχύτητες, ήταν συγκλονιστική.

Για τη διαμονή μας στο Ανόι επιλέξαμε ένα παραδοσιακό βιετναμέζικο διαμέρισμα σε μια γειτονιά του κέντρου της πόλης (Old Quarter). Στην πολυκατοικία μας έμεναν οικογένειες και γενικά μόνο ντόπιοι. Είναι κάτι που μας αρέσει πολύ όταν ταξιδεύουμε σε τόσο ιστορικές πόλεις, δε συμπαθούμε τα ξενοδοχεία, και προτιμούμε να βλέπουμε τα πράγματα όσο γίνεται εκ των έσω. Να μένουμε στο σπίτι τους, να τρώμε το φαγητό τους, να κοιμόμαστε στο κρεβάτι τους. Αυτή είναι και η ουσία νομίζω πως.

Το διαμέρισμα αποδείχτηκε περισσότερο από υπέρ αρκετό για δύο άτομα, καθώς έμεναν άνετα έξι, και μας άρεσε ιδιαίτερα. Κλείστηκε μέσω airbnb, και κόστισε συνολικά 70 ευρώ για 3 βράδια.

Παρ’ όλη τη κούραση που κουβαλούσαμε πάνω μας, τηρήσαμε τη παράδοση ετών, που λέει ότι «αν δεν ανοίξει η πρώτη μπύρα, δεν έχεις φτάσει στο προορισμό», ρίξαμε ένα κλωτσίδι στα βαλιτσάκια και βγήκαμε μια σύντομη βόλτα στη γειτονιά για τα απαραίτητα ψώνια. Τα 100.000 dong που είχαμε ρέστα από το όχημα σε τοπικό νόμισμα, αποδείχτηκαν υπέρ αρκετά. Το κόστος της μπύρας ήταν περί τα 14.000 (0,50) και του μεγάλου νερού 10.000 (0,38) dong αντίστοιχα, κάτι που αποτέλεσε καλό σημάδι σε ότι αφορά τις χρεώσεις της χώρας.

Αφού δροσιστήκαμε στο πολύ όμορφο μπαλκόνι μας, ξεφορτωθήκαμε τα χειμερινά ρούχα που φορούσαμε απ’ την Ελλάδα, και εννοείται πως δε ξεκουραστήκαμε καθόλου και κάναμε τη πρώτη τρίωρη περίπου βόλτα στο Ανόι. Είχαμε άλλωστε κάποια διαδικαστικά ακόμα να διευθετήσουμε όπως το συνάλλαγμα, η αγορά τηλεφωνικής κάρτας, και φυσικά η δοκιμή της περίφημης βαρελίσιας Tiger!



Οι δρόμοι της πόλης είχαν μια περίεργη ομορφιά, αν και η βαβούρα είναι ιδιαίτερα έντονη. Ο χαμός που γινόταν με τα μηχανάκια ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα μας. Για να κυκλοφορήσεις βέβαια ήταν απαραίτητο να προσαρμοστείς, στα επίπεδα της αναισθησίας. Κάθε χώρα με τα χούγια της βέβαια, έτσι πάει αυτό.





Πολύ ζωντανή πόλη λοιπόν το Ανόι, και μου έκανε εντύπωση που παρά την άναρχη πολλές φορές μορφή του, με τα καλώδια να σε περικυκλώνουν από παντού, υπήρχε μια αρκετά καλή οργάνωση ως προς την αγορά του, με κάθε γειτονιά να έχει και τον δικό της χαρακτήρα, π.χ. όλα τα συνεργεία στη μία, όλα τα αθλητικά στην άλλη, και ούτω καθεξής.


Ήταν απαραίτητο να κάνουμε συνάλλαγμα για να μπορούμε να κινηθούμε, οπότε στη γειτονιά που είναι τα τουριστικά γραφεία έγινε και η πρώτη στάση. Προσοχή παιδιά. ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ στην ανταλλαγή συναλλάγματος. Είναι πολύ εύκολο να μπερδευτείς και να σε «φάνε». Σε μας συνέβη δυο φορές, ίσως ηθελημένα ίσως πάλι και όχι, ωστόσο οφείλω να σας στο πω.
Τη πρώτη φορά π.χ. αντί για 7.800.000 ήθελε να μας δώσει 780.000 (αλλάξαμε αρχικά 300€).
Μετά, αφού μας έδωσε τα 7 εκατομμύρια, υποστήριζε ότι έπρεπε να πάρουμε άλλα 80 χιλιάδες dong και όχι 800 χιλιάδες ως έπρεπε.
Δεν είναι καθόλου δύσκολο πάνω στη ζαλούρα του καθενός να γίνει το κακό, και άντε μετά να βρεις το δίκιο σου. Δεν υπάρχει περίπτωση...
Η καλύτερη λύση για να μη μπερδευτείς πουθενά, όχι μόνο στις ανταλλαγές αλλά και στις αγορές σε όλο το ταξίδι είναι η Ofline εφαρμογή “CurrencyPlus’’ που θα σας σώσει από τις παγίδες.



Αφού πλέον είχαμε αλλάξει χρήματα και μπορούσαμε να κινηθούμε σαν άνθρωποι, βρήκαμε τη γειτονιά με τα φιλόξενα μπαρ για να ξαποστάσουμε και να πιούμε τη βαρελίσια Tiger που μας γυάλισε κατευθείαν. Ο συγκεκριμένος δρόμος αποτελεί και τη νυχτερινή διασκέδαση στη πόλη του Ανόι σε φαγητό αλλά και σε ποτό, και οφείλω να πω ότι τα μαγαζιά κρατάνε έως αργά, κάτι που μας άρεσε βέβαια σαν γνήσιοι Έλληνες ξενύχτες που είμαστε. Εκεί πραγματοποιήσαμε και τη πρώτη αγορά-επένδυση με τα κλασσικά τριγωνικά ψάθινα καπελάκια, τα οποία μας βοήθησαν στην ενσωμάτωση μας στη χώρα. Κόστος 30000 έκαστο, και αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο για τη σκιά που μας έκανε!





Επίσης κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να τονίσω και μου έκανε εντύπωση, είναι οι τηλεπικοινωνίες. Υπάρχει πρόβλεψη για τον τουρίστα, και με την αγορά μιας κάρτας με κόστος 10$ , είχαμε απεριόριστα 3g – 4g δεδομένα σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Το είχα διαβάσει βέβαια αλλά δε το περίμενα έτσι ακριβώς… Δε χρειάζεται να αναφέρω πόσο χρήσιμο ήταν αυτό βέβαια, σε χάρτες, πληροφορίες, δραστηριότητες, επικοινωνίες κτλ. Το συγκρίναμε με την Κούβα πέρυσι και ήταν η αντίθεση η ίδια. Είπαμε, κάθε τόπος με τα βίτσια του, οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε.




Η κούραση είχε αρχίσει να μας βαραίνει αισθητά, αλλά οι μέρες μας όπως είδατε στο τίτλο ήταν περιορισμένες. Αποφασίσαμε να κοιμηθούμε ένα 3ωρο, για να κάνουμε κι ένα Anoi by night μετά από μια σύντομη ώριμη και εμπεριστατωμένη συζήτηση τύπου «καλά ρε μλκ πρώτη νύχτα στο Βιετνάμ και δε θα βγούμε, τι, θα κάτσουμε να κοιμόμαστε;».

Στο δρόμο προς το σπίτι, βρήκαμε δύο πλανόδιες τύπου καντίνες με σουβλάκια. Με λίγη σκέψη πήραμε το ρίσκο, αφού μας διαβεβαίωσαν ότι είναι χοιρινά, και παρόλο το απαγορευτικό της υπόθεσης (σουβλάκι – πλανόδιος – Ασία), οφείλω να πω ότι ήταν νοστιμότατα και δε μας πείραξαν καθόλου μα καθόλου! Δε παίρνω όρκο βέβαια ότι φάγαμε χοιρινό…




Εδώ να αναφέρω 3 πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της χώρας, άσχετα με τη περιγραφή της ημέρας, αλλά πολύ χρήσιμα για όλους:

Το πρώτο αφορά τον καφέ. Για μας που είμαστε Έλληνες και ο καφές είναι στη κουλτούρα μας και προβληματιζόμαστε πολλές φορές στα ταξίδια γιατί δε βρίσκουμε, το Βιετνάμ είναι πολύ κοντά στα θέλω μας. Διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας καφέ, και πρέπει να δοκιμάσετε οπωσδήποτε, αλλά και να ψωνίσετε φεύγοντας απ’ τη χώρα. Θα βρείτε παντού, και θα σας αρέσει πολύ. Εμείς φυσικά δεν αποχωριστήκαμε τα σεΐκερ και τον πατροπαράδοτο Ελληνικό φραπέ, αλλά δοκιμάσαμε τα πάντα.

Το δεύτερο αφορά το φαγητό. Από συζητήσεις που είχα και με άλλους Ασιάτες, το Βιετνάμ θεωρείται χώρα με εξαιρετική Ασιατική κουζίνα, και μάλιστα με πολλές προσεγγίσεις ώστε να μπορούν να δοκιμάσουν όλοι. Μη διστάσετε λοιπόν να φάτε στα εστιατόρια τους, που θα βρείτε παντού σε όλες τις πόλεις, από μικρά στο πεζοδρόμιο που σερβίρουν παραδοσιακά πιάτα, έως τα μεγάλα ρεστοράν.

Το τρίτο και σημαντικότερο είναι κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Το χαμηλό –έως πολύ χαμηλό- κόστος εισόδου στα αξιοθέατα. Με ταβάνι τα 40.000 dong το άτομο (περίπου 1,5 ευρώ) πλην ελαχίστων και συγκεκριμένων εξαιρέσεων είδαμε όλους τους επισκέψιμους χώρους, από ναούς και μουσεία, μέχρι και σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Με εξαίρεση την είσοδο στο Ba na Hills, που θα εξηγήσω πιο κάτω τι συμβαίνει, όλα τα αξιοθέατα ήταν στις προαναφερθείσες τιμές. Δε ξέρω αν παίζει ρόλο το γεγονός ότι είναι μια φθηνή χώρα, προσωπική μου εντύπωση είναι ότι θέλουν να δώσουν έμφαση στο τουρισμό και στη προβολή των εκθεμάτων – αξιοθέατων τους . Έτσι πρέπει να είναι σε όλες τις χώρες, τέχνη, πολιτισμός & ιστορία προσβάσιμα για κάθε πορτοφόλι!



Η δεύτερη αλλά πρώτη (ουσιαστικά) γεμάτη μέρα στο Ανόι

Ξεκινώντας λοιπόν η επόμενη μέρα, μας βρήκε απ’ το πρωί στο πόδι, και μετά το απαραίτητο καφεδάκι στο σπίτι, ξεκινήσαμε για τη βόλτα μας στα αξιοθέατα της Πρωτεύουσας, για τα οποία φυσικά είχαμε κάνει εκ των προτέρων έρευνα. Μετά από λίγο περπάτημα στο κέντρο, και ακολουθώντας τη διαδρομή διαμέσου του Lenin park με το άγαλμα του Σοβιετικού ηγέτη, φτάσαμε στο ναό της λογοτεχνίας «Temple of Literature» ο οποίος αποτέλεσε το πρώτο μας σταθμό.







Εξαιρετικές εικόνες, και πολύ προσεγμένο περιβάλλον, στήλες με συγγράμματα πάνω σε χελώνες, τεχνητή λιμνούλα, ναός λατρείας αφιερωμένος στο Κομφούκιο, και ιδιαίτερα περιποιημένος χώρος. Η χώρα άρχισε σιγά σιγά να μας βάζει στο κλίμα της. Περιηγηθήκαμε κοντά στο μισάωρο και βγαίνοντας αποφασίσαμε να αγοράσουμε μερικά σουβενίρ, όπως τα καθιερωμένα μαγνητάκια τα οποία σας πληροφορώ είναι τα καλύτερα που βρήκαμε όχι μόνο στο Ανόι, αλλά σε όλο το Βιετνάμ. Κόστος εισόδου στο ναό 30.000 dong = 1,15€.






Στη συνέχεια, και αφού περάσαμε από ένα σημείο τύπου υπαίθριας αγοράς και βολτάραμε σε κάτι απίστευτα μικρά σοκάκια μεταξύ των σπιτιών, έγινε μια στάση για το πρώτο (και μετά απ’ αυτό καθιερωμένο) παραδοσιακό σνακ της εκδρομής, το λεγόμενο -Bánh mì- με μια παγωμένη μπύρα φυσικά.



Το αξιοθέατο που θα επισκεπτόμασταν ακολούθως, ήταν μια πρώην φυλακή – νυν μουσείο, που δημιουργήθηκε επί Γαλλικής αποικιοκρατίας, και χρησιμοποιήθηκε και μετέπειτα βέβαια, η λεγόμενη «Hoa Lo Prison». Έχουν διατηρήσει περίπου το 1/5 του κτηρίου για μουσειακούς λόγους, και πολύ καλά έκαναν για να βλέπει ο κόσμος σε τι απάνθρωπες συνθήκες ζούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Αρκετοί γνωστοί αγωνιστές της Βιετναμέζικης αντίστασης κρατήθηκαν στη συγκεκριμένη φυλακή. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται μάλιστα σε μια απόδραση τους η οποία έως και σήμερα φαντάζει αδύνατη. Είδαμε τα κεντρικά κελιά, την απομόνωση, τις αίθουσες των θανατοποινιτών, και πραγματικά σφίχτηκε η καρδιά μας για το πώς μπορεί να συμπεριφέρεται έτσι άνθρωπος σε άνθρωπο. Προσωπικά ήμουν και αρκετά επηρεασμένος συναισθηματικά, καθώς στη διάρκεια της πτήσης διάβαζα κι ένα βιβλίο του Χρόνη Μίσιου, ε, ήρθε κι έδεσε. Στο ενδιάμεσο της περιήγησης, υπήρχε ένα μεγάλο banner για την επικείμενη συνάντηση μεταξύ των προέδρων Β.Κορέας & ΗΠΑ που λάμβανε χώρα 2 μέρες μετά στο Ανόι. Αρκετά μεγάλο κομμάτι των δρόμων ήταν σημαιοστολισμένο γι αυτό το λόγο. Επίσης το κατάστημα με τα πολύ όμορφα και πάμφθηνα σουβενίρ της φυλακής, είχε αρκετά προϊόντα αφιερωμένα στη συνάντηση αυτή. Ψωνίσαμε και από εκεί φυσικά!










Η επόμενη επίσκεψη της ημέρας, αφορούσε τη λίμνη «Hoàn Kiếm Lake» καθώς και το ναό που φιλοξενείται εντός αυτής, στον οποίο περνάς από μια πολύ όμορφη γέφυρα, ο οποίος είχε αντίστοιχα πολύ χαμηλή είσοδο για να τον επισκεφτείς (30.000 dong = 1,15€). Όλα αυτά στο κέντρο της πρωτεύουσας! Το τοπίο ήταν μοναδικό, αν και ο συννεφιασμένος καιρός δε βοηθούσε. Μας άρεσε πολύ, ιδιαίτερα ο ναός και η θέα στη λίμνη από αυτόν.







Είχε αρχίσει σιγά σιγά να νυχτώνει, και έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω ακριβώς από τη λίμνη, είναι τα περισσότερα μαγαζιά με αθλητικά είδη, οπότε έγινε ένα σταμπάρισμα για ψώνια που θέλαμε να κάνουμε την άλλη μέρα. Το μόνο που αγοράσαμε ήταν ένας σάκος μεγάλης χωρητικότητας μάρκας Superdry που έμαθα ότι στην Ελλάδα είναι μια πανάκριβη μάρκα, και τον χρειαζόμασταν για την επιστροφή. Από τα 650 που ξεκίνησε σαν αρχική, τον έριξα μετά από παζάρια στα 350 χιλιάρικα (13,5€).

Πριν πάμε στο σπίτι, κάναμε βόλτα για μια μπύρα στη γειτονιά με τα bar, και καθίσαμε κατόπιν σε ένα τύπου καφενείο πολύ κοντά μας, στο οποίο έβγαιναν μόνο Βιετναμέζοι, και μετά την αρχική αμηχανία μας και την απορία τους, δοκιμάσαμε με ευχαρίστηση τη βαρελίσια μπύρα που έπιναν όλοι με το εξωφρενικό κόστος των 10.000 dong (38 λεπτά).



Η δεύτερη μέρα είχε κυλήσει εξαιρετικά, και το ίδιο κύλησε και η νύχτα, με φαγητό στην αγορά και βόλτες στα bar…





Ανόι για τρίτη και τελευταία μέρα

Την άλλη μέρα είχαμε στόχο να ξυπνήσουμε πρωί, καθώς το μαυσωλείο του Χο Τσι Μινχ δέχεται επισκέψεις κατά τις ώρες 09:00 – 11:00. Ντυμένοι κατάλληλα με τζινάκι και τις βερμούδες στο σακίδιο, καθώς το μαυσωλείο δεν το επιτρέπει, ξεχυθήκαμε πρωί στους γεμάτους κίνηση δρόμους του Ανόι, βρίζοντας με όλη μου τη καρδιά καθώς όταν έχει μποτιλιάρισμα, οι δικυκλιστές στο Βιετνάμ δεν υπολογίζουν πεζούς, ούτε ξεχωρίζουν το πεζοδρόμιο απ’ το δρόμο (κάτι σαν τη χώρα μας δηλαδή).

Το κακό είναι ότι λογαριάσαμε χωρίς τους ξενοδόχους, τον ηγέτη Κιμ δηλαδή, και τον άλλο με τη γάτα στο κεφάλι από τα states. Η κεντρική πλατεία μπροστά απ’ το μαυσωλείο κλειστή, τίγκα στη φρουρά και τα κιγκλιδώματα, για λόγο που αδυνατώ να καταλάβω ακόμα, και μία απόσταση 300 μέτρων έγινε ξαφνικά 3 χιλιόμετρα καθώς έπρεπε να κάνουμε ένα τεράστιο κύκλο, σε συνθήκες σχεδόν τρεξίματος καθώς το ρολόι έδειχνε 11 παρά. Αποτέλεσμα όλου αυτού – πέρα απ’ το ιδροκόπημα – να φτάσουμε στο χώρο που έπρεπε στις 11 παρά 5, και να ακούσουμε από το φρουρό το sorry! Αγανάκτηση σκέτη, και χαμένη ευκαιρία να δούμε από κοντά βαλσαμωμένο ηγέτη. Τι να κάνουμε αναγκαστικά θα πάμε και Ρωσία στις επόμενες εκδρομές… Πέρα απ’ τη πλάκα, συνιστώ να ξεκινήσετε νωρίς, καθώς ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Το παράδοξο ήταν ότι μετά τις 11 η πρόσβαση στη πλατεία μπροστά απ’ το μαυσωλείο ήταν αρκετά πιο εύκολη, περνώντας πάντως από έλεγχο για μεταλλικά αντικείμενα (!). Τουλάχιστον βγήκαμε τις φωτογραφίες μας, και όχι μόνο μεταξύ μας αλλά και με κυρίες διαφόρων ηλικιών για τις οποίες ξαφνικά αποτέλεσα αντικείμενο θαυμασμού, καθώς ο συνδυασμός ύψος – γένια αποτελεί τουριστική ατραξιόν για τη συγκεκριμένη χώρα! Το διάβαζα και δε το πίστευα πριν πάω..




Ο δρόμος της επιστροφής προς το Flag tower & το War museum που ήταν το επόμενο τσεκ στο πρόγραμμα μας, συμπεριλάμβανε στάση στα Highlands Coffee, για ένα Βιετναμέζικο Αμερικάνο (οξύμωρο τουλάχιστον) καφέ, καθώς το μουσείο άνοιγε ξανά κοντά στη μία το μεσημέρι. Φανταστείτε κάτι σαν τα μικελ, με πολύ καλή ποιότητα καφέ και κόστος γύρω στα 40.000 dong = 1,5€ ,ακριβός δηλαδή για Βιετνάμ.



Πήγαμε σχεδόν πρώτοι στην ουρά των 30 ατόμων που περίμενε να ανοίξει ο χώρος του μουσείου πληρώσαμε συνολικά 110.000 dong = 4,23€ για δύο εισιτήρια και μία άδεια για φωτογραφίες. Έχω να σας πω ότι το καταευχαριστήθηκα σαν μουσείο, καθώς τα εκθέματα του παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δε κατάλαβα καν πως πέρασαν κοντά στις 2 ώρες και πλέον στο χώρο. Μαθαίνεις αρκετά για την ιστορία της χώρας και το πόλεμο, βλέπεις τις γεμάτες υλικό αίθουσες, τα άρματα και αεροπλάνα που εκτίθενται εκεί, καθώς και το εντυπωσιακό συντρίμμι από το Αμερικάνικο αεροσκάφος.






Πραγματικά ο λαός αυτός κέρδισε ακόμα περισσότερο το σεβασμό μου, για όλα όσα έχει περάσει και για τον ηρωικό του αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Η αυταπάρνηση και η αγωνιστικότητα του είναι σημείο αναφοράς παγκοσμίως. Ως ένα σημείο μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό σαν Έλληνες, καθώς για καλή μας τύχη προλάβαμε τους ανθρώπους μας εν ζωή για να μάθουμε για την αντίσταση του ’40. Αν περιμέναμε από σχολείο ή μουσειακές υποδομές δε θα ξέραμε τη τύφλα μας καθώς εμείς κοιτάμε να «κρύψουμε» τα γεγονότα, αλλά αυτή είναι μια συζήτηση πολιτικού επιπέδου και ξεφεύγω τελείως απ’ το θέμα. Η σύγκριση ωστόσο ήταν αναπόφευκτη.



Μετά από μία στάση για μια μπυρίτσα στο πάρκο απέναντι, βλέποντας τα παιδάκια να παίζουν μπάλα μπροστά στο άγαλμα του Lenin, ξεκινήσαμε για ένα σημείο που μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον καιρό πριν, τη λεγόμενη «Train Street».



Πραγματικά υπήρξαν φορές στην εκδρομή αυτή που δε μπορούσες καν να περιγράψεις την εικόνα που έβλεπες, απλά να την αποτυπώσεις στη φωτογραφική σου μηχανή και μετά να κάθεσαι απλά να χαζεύεις. Μια απ’ αυτές τις στιγμές ήταν στη Train street… Ένα μέτρο από κει που περνούσε το τρένο, είχε ο άλλος τη πόρτα του σπιτιού του, και άναψε φωτιά να μαγειρέψει το ρυζάκι του πάνω στις ράγες. Ναι, πάνω στις ράγες, με τα κοτόπουλα να τρέχουν παραδίπλα. Τι να πω εγώ μετά για όλα αυτά;



Περιττό να πω ότι η γειτονιά αυτή αποτελεί σημείο έντονου τουριστικού ενδιαφέροντος, με αρκετά καφέ για να πίνεις τις μπυρίτσες σου καθιστός σε μαξιλάρες κυριολεκτικά δίπλα στις ράγες, όπως κι έγινε, με τη συνοδεία ενός γευστικότατου Bánh mì φυσικά, με κόστος το καθένα από 20.000 dong = 0,77€ !




Περιθώρια για ξεκούραση φυσικά και δεν υπήρχαν, οπότε μετά από ένα ντουζάκι και αλλαγή ρούχων στα γρήγορα, ξεχυθήκαμε στους δρόμους του Ανόι, για ψώνια, φαγητό, και φυσικά τη τελευταία μας νυχτερινή έξοδο. Δε το κάψαμε πολύ, καθώς στις 8 το πρωί είχαμε κανονίσει αυτοκίνητο για να μας μεταφέρει στο αεροδρόμιο.

Hoi An με στάση σε Marble mountains

Ήμασταν απολύτως έτοιμοι για τη πρώτη εσωτερική πτήση μας με την Vietjet air. Στο αεροδρόμιο πήγαμε με το ίδιο όχημα και κόστος 15$, κατόπιν συνεννόησης από τη προηγούμενη με τη σπιτονοικοκυρά μας μέσω viber. Οι πτήσεις εσωτερικού φιλοξενούνταν σε διαφορετικό χώρο. Κατά το check in δεχτήκαμε πρόστιμο από την αεροπορική, καθώς δεν είχαμε βάλει δεύτερη βαλίτσα και κριθήκαμε υπέρβαροι. Πληρώσαμε επιτόπου γύρω στα 9 ευρώ, και κατόπιν κλείσαμε και δεύτερη βαλίτσα ιντερνετικά αυτή τη φορά για την επόμενη εσωτερική με κόστος 7$. Μικρό το κακό… Μετά από μια ώρα και είκοσι περίπου λεπτά είχαμε άφιξη στη Da nang, με τελικό μας προορισμό το μαγευτικό Hoi An.

Το αεροδρόμιο της Da Nang από το ξενοδοχείο μας στο Hoi an απείχε περί τα 30 χιλιόμετρα / κοντά στα 50 λεπτά οδικώς. Φυσικά και δε χρειάστηκε να αγχωθούμε καθόλου για τη μετακίνηση καθώς οι άνθρωποι μας είχαν στείλει ήδη email από τη προηγούμενη, αν θέλουμε να μας παραλάβει οδηγός με αυτοκίνητο και κόστος 14$ και αν θέλουμε και στάση για μιάμιση ώρα στα marble mountains που είναι στη μέση της διαδρομής κόστος 18$. Φυσικά και δεχτήκαμε, καθώς δε θέλαμε να χάσουμε την ευκαιρία να τσεκάρουμε ακόμα ένα αξιοθέατο στη λίστα μας! Είπαμε παιδιά, οι άνθρωποι δουλεύουν πολύ καλά με τον τουρισμό, και σου κάνουν την εκδρομή εύκολη.

Μετά από 20 λεπτά περίπου, ο οδηγός μας άφησε στο δρόμο πάνω στην είσοδο του κυρίως λόφου. Τα Marble mountains αποτελούν ένα ‘’συγκρότημα’’ ασβεστολιθικών λόφων, τα οποία είναι αφιερωμένα στη λατρεία του Βούδα, με διάσπαρτα αγάλματα και ναούς. Επίσης η περιοχή είναι γνωστή για τα αγάλματα της. Μπορείς να ανέβεις στο ‘’ Thuy Son ‘’ το μοναδικό επισκέψιμο λόφο είτε από τα σκαλιά όπως κάναμε εμείς, είτε με ασανσερ!






Το κόστος για την επίσκεψη του χώρου είναι 40.000 dong (1,54€) το άτομο, και η εμπειρία είναι μοναδική. Χώρος λατρείας, και στο ψηλότερο σημείο του μια ανεπανάληπτη θέα. Η μία ώρα που είχαμε στη διάθεση μας ήταν οριακά εντάξει για τη περιήγηση στο χώρο, καθώς είχε αρκετό κόσμο και ζέστη.








Αφού ήπιαμε τις μπύρες μας για να συνέλθουμε απ’ το λιοπύρι, ξυπνήσαμε τον οδηγό μας από τη μεσημεριανή του σιέστα, και συνεχίσαμε για την υπόλοιπη διαδρομή των 30 λεπτών προς το Χοι Αν. Είχαμε κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο «the corner homestay» , μικρό και συμπαθητικό, στο νησάκι απέναντι από το κέντρο του Hoi An, που βρίσκονται αρκετά καταλύματα και αποτελεί καλή επιλογή. Το δωμάτιο κλείστηκε μέσω booking με συνολικό κόστος 36€ και τα δύο βράδια για ένα δίκλινο δωμάτιο, συμπεριλαμβανομένου πολύ καλού πρωϊνού. Τα σημεία ενδιαφέροντος της πόλης ήταν όλα σε απόσταση βολής με τα πόδια.

Μας υποδέχτηκε η κοπέλα που δούλευε εκεί, και γνώριζε αρκετά καλά τη δουλειά της αλλά και Αγγλικά, η οποία μας κατατόπισε σε όλα όσον αφορά τη πόλη, που να φάμε, τι να φάμε, που να βγούμε και τι να δούμε. Ήταν πολύ κοντά και η νυχτερινή αγορά της πόλης την οποία μας σύστησε να επισκεφτούμε, όπως και κάναμε. Επίσης μας πρότεινε τις επικείμενες εκδρομές που θέλουμε να κάνουμε. Είχαμε τις επιλογές τις μαζικής μετακίνησης με λεωφορείο, αλλά και να κλείσουμε μεμονωμένα με οδηγό, κάτι που σας προτείνω να κάνετε μιας και το κόστος όπως θα δείτε δεν είναι απαγορευτικό. Δε κλείσαμε αμέσως, καθώς θέλαμε να συζητήσουμε τι ακριβώς θα κάνουμε και να πάρουμε τιμές γενικώς από την αγορά. Ανυπομονούσαμε κιόλας να δούμε και να περπατήσουμε στο Χοι Αν, που τόσα είχαμε διαβάσει γι αυτό!

Σε 2 λεπτά με τα πόδια βρεθήκαμε στη μία όχθη του ποταμού. Η πόλη σου κλέβει τη καρδιά από τη πρώτη στιγμή που θα τη περπατήσεις. Υπέροχη αρχιτεκτονική, καλοσυντηρημένα κτήρια, βάρκες με πολύχρωμα φαναράκια, σημαιάκια, γέφυρες, υπαίθριοι πάγκοι, αγορά, καταστήματα, εστιατόρια και πολλά άλλα σε μια αρμονική σύνθεση.








Αρκετά τουριστικό το περιβάλλον βέβαια, με πολύ πολύ κόσμο σε ορισμένα σημεία, αλλά αυτό είναι το τίμημα όταν κάτι παραγίνεται γνωστό. Το χαρακτηριστικότερο ίσως σημείο είναι η Ιαπωνική γέφυρα, στην οποία δεν ανεβήκαμε, απλά την είδαμε, γιατί εκείνη την ώρα πρέπει να είχε περίπου 20.000 Κορεάτες επάνω :haha:








Περπατήσαμε πάρα πολύ, δοκιμάσαμε τοπικά εδέσματα, και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο να ετοιμαστούμε για βραδινή βόλτα, αφού πρώτα συμφωνήσουμε για την εκδρομή της άλλης μέρας. Η νυχτερινή αγορά ήταν πολύ όμορφή, με αρκετές αμιγώς Ασιατικές εικόνες, η βόλτα εξίσου, στο ποτάμι γινόταν ένας χαμός με φαναράκια και βάρκες με κόσμο που έκανε τη βαρκάδα του, ενώ υπήρχαν και αρκετά νυχτερινού τύπου μαγαζιά, pub & bar τα οποία τιμήσαμε βεβαίως. Μου την έσπασαν λίγο οι διάφοροι περίεργοι τύποι που μας πλεύριζαν με τα μηχανάκια αργά το βράδυ, στην αρχή με το πρόλογο του τύπου «αν θέλουμε scooter», και μετά «αν θέλουμε ναρκωτικά, γυναίκες, άντρες και ότι άλλο…». Με το που έκανε την εμφάνιση η αστυνομία βέβαια γινόταν καπνός.







Golden bridge – Ba na Hills & An Bang

Την επόμενη μέρα μπορώ να πω ότι τη περιμέναμε για μήνες. Ήταν αρχές Αυγούστου, λίγες μέρες αφότου κλείσαμε τα εισιτήρια για Βιετνάμ, και ευρισκόμενοι στη Νίσυρο, ξαφνικά έρχεται στα Ad του Facebook ένα βιντεάκι, το οποίο δείχνει τη γέφυρα Golden bridge. Με το που το είδαμε και χαζέψαμε από την ομορφιά του τοπίου, είχε μπει στα στάνταρ της εκδρομής! Αυτό που ακολουθεί τώρα είναι πλέον το δικό μου:


Στις δέκα ακριβώς, και μετά από ένα πολύ δυνατό πρωϊνό που το κυρίως πιάτο του ήταν το παραδοσιακό Pho (Ναι, το τρώνε όλες τις ώρες της ημέρας και καλά κάνουν), ο οδηγός του αυτοκινήτου που θα μας παραλάμβανε ήταν στο ξενοδοχείο μας. Προορισμός: Bà Nà Hills, στην είσοδο του οποίου φτάσαμε μετά από μιαμιση ώρα διαδρομή. Το κόστος για τη μεταφορά και την επιστροφή μας με το αυτοκίνητο συμπεριλαμβανομένων όλων εκτός από την είσοδο ήταν 1.050.000 dong (40€). Σκεφτείτε πόσα λίγα είναι, με το καύσιμο και την αμοιβή του οδηγού, αλλά και τη δέσμευση όλης της μέρας σχεδόν του αυτοκινήτου. Δε το συζητώ ότι συμφέρει και είναι πιο ξεκούραστο, ακόμα και αν είστε 2 άτομα όπως εμείς, πόσο μάλλον περισσότερα.

Το Bà Nà Hills αποτελεί τουριστικό θέρετρο που φτιάχτηκε αρχικά από τους Γάλλους, σε υψόμετρο 1500 μέτρων, δυτικά της Da Nang. Σήμερα αποτελεί έναν πολύ γνωστό τουριστικό προορισμό για τις περίτεχνες κατασκευές του, με κύριο αξιοθέατο τη γέφυρα «Golden bridge» αλλά και το Γαλλικό χωριό.


Η μετάβαση γίνεται με το μεγαλύτερο δίκτυο μονόπλευρου τελεφερίκ στο κόσμο (5.800 μέτρα) και η εμπειρία είναι συγκλονιστική.






Η θέα ανεβαίνοντας, αυτά που βλέπεις, οι διαδρομές με τα τελεφερίκ σε όλο αυτό το πάρκο, αξίζουν και με το παραπάνω τα 700.000 dong που δώσαμε το άτομο (27 Ευρώ) και ήταν φυσικά ότι πιο ακριβό σε όλο το ταξίδι μας. Με το εισιτήριο αυτό έχεις πρόσβαση παντού στο θεματικό πάρκο, και σε όλες φυσικά τις γραμμές των τελεφερίκ. Εμείς κινηθήκαμε σε τρία σημεία, με κυριότερο τη γέφυρα και το Γαλλικό χωριό. Οι τιμές εντός του πάρκου σε όλα ήταν αρκετά οικονομικές, αφού να αναφέρω σαν παράδειγμα οι μπύρες (τι άλλο) κόστιζαν 30.000 dong (1.15€). Το δεύτερο βιντεάκι είναι από την προσέγγιση του τελεφερίκ ανεβαίνοντας:



Η βόλτα στη γέφυρα ήταν συναρπαστική, ακόμα και αν τα λεφούσια με τους τουρίστες πήγαιναν κι ερχότανε. Η θέα είναι καταπληκτική, και πραγματικά ευχαριστιέσαι τη σύντομη περιήγηση. Ακόμα ένα σημείο στο Βιετνάμ που φωτογραφικές & κινητά παίρνουν φωτιά! Απορείς πραγματικά με όσα βλέπεις να έχουν φτιαχτεί εκεί πάνω.. Δε θα μπορούσα βέβαια να ξεφύγω από τις φωτογραφίες των Βιετναμέζων (είπαμε, ύψος και γένια) τόσο που άρχισα να καταλαβαίνω τους Ροκ σταρ!








Στη συνέχεια αλλάξαμε 2 γραμμές και ανεβήκαμε στο Γαλλικό χωριό, όπου λάμβανε χώρα μια χορευτική παράσταση και είχε ακόμα περισσότερο κόσμο.








Κάναμε μια στάση να χαλαρώσουμε, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής - ξανά προς τη γέφυρα και κάτω – αφού είχαμε ραντεβού με τον οδηγό μας. Να το γράψω άλλη μία φορά, η εμπειρία ήταν μοναδική. Θεωρήστε δεδομένο ότι αν επισκεφτείτε το Χοι Αν ή πιο σπάνια τη Ντα Νανγκ ότι η μία μέρα θα πρέπει να αφιερωθεί στο προορισμό αυτόν.



Στην επιστροφή μας, και αφού το ρολόι έδειχνε κοντά τέσσερις, κάναμε αλλαγή σχεδίου και ενημερώσαμε τον οδηγό να μας αφήσει λίγο έξω από το Χοι Αν, συγκεκριμένα στη παραλία «An Bang» που ήταν ότι καλύτερο κοντά στο Χοι Αν, και είχε αρκετό κόσμο, για να κάνουμε το καθιερωμένο βουτίδι της εκδρομής. Τα μαγιό ήταν ετοιμοπόλεμα στο σακιδιάκι για κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, και σε ένα λεπτό απ’ το δρόμο βρεθήκαμε στη παραλία. Εννοείται πως αν είσαι Έλληνας δεν ενθουσιάζεσαι με τίποτα (μου θύμισε νομό Πιερίας), και πως να ενθουσιαστείς βέβαια όταν έχεις βουτήξει σε πολλές από τις κορυφαίες Ελληνικές θάλασσες κι έχεις δει απίστευτες παραλίες, ωστόσο μόνο και μόνο το μπάνιο, η φωτογραφία, και οι μπύρες στο beach bar, την ίδια ώρα που στη πατρίδα οι φίλοι μας περνούσαν τη Τσικοπέμπτη με ψοφόκρυο και μας κράζανε, άξιζε το κόπο.





Επιστρέψαμε στο Χοι Αν με τα πόδια, σε μια διαδρομή κοντά στα 5 χιλιόμετρα, στην οποία κάναμε στάση σε διάφορα καφενεδάκια που βρήκαμε κατά μήκος του ποταμού.




Κάναμε μια σύντομη βόλτα στο Χοι Αν στο κομμάτι της πόλης που δεν είχαμε δει τη προηγούμενη, και από καθαρή τύχη βρεθήκαμε στη κλειστή αγορά της πόλης στην οποία έχει πολλά καταστήματα για φαγητό, σε μια ατμόσφαιρα μοναδική, με όσα σφυροδρέπανα δεν έβλεπες ούτε στη Σοβιετική ένωση τη δεκαετία του 50. Πεινασμένοι όπως ήμασταν, ξεκινήσαμε με ένα Bánh mì, και αποφασίαμε να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό πιάτο του Χοι Αν το λεγόμενο «Cao lầu» το οποίο νομίζω ότι μας άρεσε περισσότερο από κάθε τι στην εκδρομή. Αν βρεθείτε στο Χοι Αν να το φάτε οπωσδήποτε. Πρόκειται για χοντρά noodles ρυζιού, πολύ κοντά στα δικά μας τα μακαρόνια, με λεπτές φέτες χοιρινό, μια δική τους σάλτσα, φύτρες από φασόλι και χόρτα. Δε ξέρω πως ακούγεται, ξέρω ότι είναι πεντανόστιμο όμως! Όλα μαζί αυτά, με δύο tiger που ήπιαμε συνοδευτικά κόστισαν 140.000 dong = 5.39€. Δε το λες άσχημα για γεύμα 2 ατόμων..








Συμβουλή: Η αγορά aloha shirt, πουκαμίσου δηλαδή με λουλούδια – φρούτα κ.α. θεωρείται επιβεβλημένη στη συγκεκριμένη χώρα, καθώς υπάρχει dress code. Ναι, ναι, όλοι τα φοράνε και πολύ χαρήκαμε γι’ αυτό! Μη με ρωτήσετε που θα βρείτε να αγοράσετε. Η απάντηση είναι «Παντού».

Το βράδυ μας βρήκε και πάλι στη βόλτα και στα μπαρ. Ήταν το δεύτερο και τελευταίο μας βράδυ στην υπέροχη αυτή πόλη, και θέλαμε να το χαρούμε. Γλεντήσαμε, ξενυχτίσαμε, γνωρίσαμε κόσμο, γελάσαμε και μείναμε με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Την επομένη αναχωρούσαμε για Χούε…





Χούε, Απαγορευμένη πόλη & διαδρομή

Ο οδηγός της επόμενης ημέρας ήταν στην ώρα του, κλασσικά στις δέκα το πρωί και μετά από μια σοβαρή μερίδα Pho, καφέ, φρούτα και χυμό, φορτώσαμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε για Χούε. Αργά το βράδυ είχαμε πτήση, και θα περνούσαμε τη μέρα στο δρόμο και σε διάφορες επισκέψεις. Πάλι το αυτοκίνητο στη διάθεση μας, το οποίο και θα μας άφηνε στο αεροδρόμιο στο τέλος της μέρας, με συνολικό κόστος 1.350.000 dong (52€). Η απόσταση έως το Χούε ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες.

'Εχετε υπόψιν σας όταν θα πάτε στο Βιετνάμ με το καλό, θα μάθετε να υπολογίζετε με τις ώρες, όχι με τις αποστάσεις. Δεν έχει καμιά σημασία η απόσταση. Διαδρομές που στην Ελλάδα απαιτούν το μισό και λιγότερο χρόνο εκεί φαντάζουν τεράστιες. Δε συνίσταται αυτή η χώρα για οδικές μετακινήσεις μεγάλων αποστάσεων, γιατί η αυξημένη κίνηση, τα μηχανάκια, & το κακό σε ορισμένα σημεία οδικό δίκτυο το καθιστούν αδύνατο.

Ο οδηγός με το όνομα '' Χαΐ '', αποδείχτηκε πολύ εξυπηρετικός και φιλικός, και άριστος γνώστης των Αγγλικών, οπότε πέρα από κουβέντα και ωραίο χιούμορ μας εξήγησε και πολλά για τη φημισμένη αυτή διαδρομή (Hai Van Quan), την οποία περνούν όλοι οι τουρίστες για τη μοναδική της θέα, αλλά και για να σταματήσουν σε μια περιοχή που μου θύμισε τη παλιά εθνική οδό (μακριά από μας) στα Τέμπη, ακόμα πιο τουριστικά φυσικά.




Δεν θέλαμε να σταματήσουμε γιατί δε μας συγκίνησε, οπότε αφού κάναμε μια στάση για ξεμούδιασμα και μερικές φωτογραφίες, κατευθυνθήκαμε προς τον επόμενο προορισμό, τη «lang co beach» μια λιμνοθάλασσα – βιότοπο που ψαρεύουν οστρακοειδή με τη μέθοδο των λάστιχων. Οι χαρακτηριστικές εικόνες με τους ψαράδες και τις βάρκες, μου θύμισαν ντοκυμανταίρ που τύχαινε να παρακολουθήσω γενικότερα για την Ασία.




Αφού τελείωσε το μισάωρο διάλειμμα, επιβιβαστήκαμε να συνεχίσουμε τη διαδρομή προς τη πόλη του Χούε.

Το Χούε ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του ενοποιημένου Βιετνάμ ως το 1945 και μεγάλο πολιτισμικό και θρησκευτικό κέντρο. Όπως αναφέρεται και στη Wikipedia «Το σύμπλεγμα των μνημείων της είναι παράδειγμα ανατολικής φεουδαρχικής πρωτεύουσας, καθώς επίσης του σχεδιασμού και οικοδόμησης μιας οχυρωμένης πρωτεύουσας σε συγκριτικά μικρή χρονική περίοδο»

Ο οδηγός μας άφησε έξω από τη περιοχή του «Tomb of Tự Đức», σύνολο ναών και ταφικών μνημείων αφιερωμένα στον αυτοκράτορα Nguyen Tự Đức, αλλά και άλλους αυτοκράτορες. Ένα πολύ όμορφο και καλοδιατηρημένο στο σύνολο του αξιοθέατο, με τη λίμνη στο κέντρο του να δεσπόζει.






Είσοδος κι εδώ περί τα 40.000 dong = 1.53€. Εννοείται πως δε θα χάναμε με τίποτα την ευκαιρία να φωτογραφηθούμε με αυτοκρατορικές στολές πάνω στο θρόνο του Αυτοκράτορα. Είναι κάτι που συνηθίζεται σε αξιοθέατα τέτοιου τύπου στο Βιετνάμ, και μας κόστισε 130.000€ (5€) το άτομο.



Χαλάλι για το γέλιο που ρίξαμε και τις φωτογραφίες που βγάλαμε. Την ώρα εκείνη βέβαια έσκασε ένα γκρουπ με περίεργους τουρίστες, στους οποίους άρεσε πολύ το θέαμα και είπαν να το απαθανατίσουν, οπότε δε ξέρω που μπορεί να έχει φτάσει η φωτογραφία με τη φάτσα μου ντυμένο αυτοκράτορα… Με δυσκολία κρατήθηκα σοβαρός!




Αφού δροσιστήκαμε μιας και ήταν προχωρημένο μεσημέρι, αναχωρήσαμε για το πιο ‘’διάσημο’’ αξιοθέατο του Χούε, την «Απαγορευμένη πόλη». Βγήκαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες κάτω από το φρούριο με τη τεράστια σημαία απέναντι ακριβώς από τη πόλη, πληρώσαμε το αντίτιμο των 150.000 dong = 5,76€ για την είσοδο, ακριβότερο από κάθε τι άλλο ωστόσο δικαιολογημένο, και κατευθυνθήκαμε στα ενδότερα της απαγορευμένης πόλης.




Το δέος σε καταβάλλει από την εντυπωσιακή ακόμα είσοδο. Η περιοχή αποτελούσε το «οίκημα» παλαιών αυτοκρατόρων του Βιετνάμ, καταστράφηκε μερικώς από τους πολλούς πολέμους της χώρας & έχει πλέον αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό. Περικλείεται από τάφρο 2Χ2 χιλιόμετρα, και πραγματικά μπορείς να περάσεις ώρες εξερευνώντας τη.





Πρέπει κατά τη γνώμη μου αν όχι να τη δεις με οδηγό, να πας τουλάχιστον διαβασμένος για να καταλάβεις και δύο πράγματα. Εμείς φυσικά σαν κλασσικοί Έλληνες, δε κάναμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και αναγκαστήκαμε να αναζητήσουμε πληροφορίες μετά και να διαβάσουμε σχετικά. Κάτι είναι κι αυτό.. Από λάθος ψάξιμο επίσης, δε προλάβαμε να δούμε το πήλινο στρατό που το θέλαμε πολύ, καθώς νομίζαμε ότι το μνημείο βρίσκεται εντός του Imperial city που ήμασταν εμείς, ενώ αυτό είναι 8 χιλιόμετρα μακριά. Εσείς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, μη κάνετε το ίδιο λάθος, θα σας φάει το περπάτημα και το ιδρωκόπημα! Τουλάχιστον η βόλτα στην απαγορευμένη πόλη ήταν από τις εμπειρίες που θα μου μείνουν, οικήματα, παλάτια, ναοί, με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική που σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, και μπορείς να περιπλανιέσαι για ώρες ανάμεσα τους και να φωτογραφίζεις. Ούτε η κούραση μας σταμάτησε, ούτε η ζέστη, και φυσικά μπορώ να πω ότι είδαμε όλη τη περιοχή απ’ άκρη σ’ άκρη. Επίσης εκεί διατίθεται χώρος για φωτογραφίες με αυτοκρατορική φορεσιά, όπως και διάφορα σημεία για σουβενίρ, καφέ κτλ.






Είχε πλέον αρχίσει να σουρουπώνει, όταν και βγήκαμε τελευταίοι σχεδόν από το συγκρότημα της απαγορευμένης πόλης, κάτι που αποδείχτηκε πολύ σωστό γιατί μπορέσαμε να βγούμε φωτογραφίες σαν άνθρωποι μπροστά στην κεντρική είσοδο, με φόντο τη μεγάλη σημαία, χωρίς τις ορδές των τουριστών που συναντήσαμε μπαίνοντας.



Εκεί γνωρίσαμε κι ένα ζευγάρι Γάλλων με τα παιδιά τους που έκαναν τουρ σε Μαλαισία & Ινδοκίνα, και αφού ανταλλάξαμε τις απαραίτητες πληροφορίες περί των ταξιδίων μας, τι να φάνε που να πάνε κτλ, και πιάσαμε τη κουβέντα, μας πέταξαν στο τέλος τη μυθική ατάκα: «Εντάξει, πέρυσι Κούβα, φέτος Βιετνάμ, άντε με το καλό του χρόνου στη Βόρεια Κορέα». Το γέλιο που έπεσε μαζί με το «μακάρι» ήταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός μας.

Η μαγεία σε τέτοια ταξίδια, και γενικά στα ταξίδια, πέρα από την εικόνα που βλέπεις και τις ανακαλύψεις που κάνεις, είναι και ο κόσμος που γνωρίζεις και έρχεσαι σε συζήτηση μαζί, μοιράζεσαι απόψεις κι εντυπώσεις, και «ανταλλάζεις» παραστάσεις. Είναι κατά τη γνώμη μου ότι πιο ωραίο μπορεί να σου συμβεί, και τελευταία ευτυχώς μας συμβαίνει συχνά πυκνά να γνωρίζουμε κόσμο παντού. Συνέβη και στο Βιετνάμ κατ’ εξακολούθηση, κι αυτό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό γιατί γνωρίσαμε και άτομα πολύ πιο μακριά από τη χώρα και την ήπειρο μας, με τελείως διαφορετική νοοτροπία (π.χ. Ν. Κορέα). Αυτά είναι που θα μείνουν μια ζωή, κι αυτό είναι ακόμα ένα νόημα στα ταξίδια, ιδίως τα μακρινά!



Δυστυχώς η ώρα δεν μας έφτανε για να δούμε ένα ακόμα αξιοθέατο - όπως ανέφερα πιο πάνω ο «Khai Dinh tomb» (Πήλινος στρατός) θα μας μείνει απωθημένο - καθώς όλα έκλειναν στις 17:30 με 18:00 για το κοινό και η ώρα ήταν ήδη περασμένες έξι. Είχαμε επιλέξει στο πρόγραμμα μας, να μη μείνουμε νύχτα στο Χούε, ίσως καλύτερα, ίσως πάλι και να έπρεπε, πάντως δεδομένου του περιορισμού των ημερών και της εύρεσης βραδινής πτήσης για Χο τσι Μινχ, αποφασίσαμε να φύγουμε. Για να γλιτώσουμε ταλαιπωρία σκεφτήκαμε να μη πάμε για φαγητό στη πόλη αλλά στο αεροδρόμιο απευθείας, μιας και τα πράγματα μας ήταν όλα φορτωμένα στο αυτοκίνητο. Το αεροδρόμιο ήταν κοντά, αλλά η απόσταση με τη κίνηση κάτι παραπάνω από μισάωρο. Η πτήση μας αναχωρούσε στις 11, κάτι που σημαίνει ότι είχαμε ώρες μπροστά μας. Πέρα από το φθηνό εστιατόριο, ένα μπουκαλάκι Βιετναμέζικο ρούμι (ναι ακριβώς, καλά διαβάσατε, Βιετναμέζικο ρούμι) που κουβαλούσα απ’ το Ανόι αποδείχτηκε σωτήριο!

Next Stop λοιπόν, Ho Chi Minh City!

Ho Chi Minh City – Οι πρώτες βόλτες

Μετά από λίγη καθυστέρηση, πτήση, αναμονή για παραλαβή βαλίτσας και μια διάχυτη ζέστη μαζί με υγρασία στην ατμόσφαιρα, πράγμα που μαρτυρούσε πως είχαμε φτάσει για τα καλά στο νότο, πατούσαμε πλέον το έδαφος της Σαϊγκόν ή αν προτιμάτε Χο τσι Μινχ (μετά επανάστασης), και περασμένες πλέον δύο μετά τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο μας.

Όπως όλα τα καταλύματα στο Βιετνάμ, έτσι και το συγκεκριμένο μας είχε στείλει email για να μας παραλάβουν από το αεροδρόμιο με κόστος περί τα 17$. Λίγες ώρες πριν μας ενημέρωσαν ότι δε θα μπορούσαν τελικά, και μας σύστησαν να χρησιμοποιήσουμε ταξί συγκεκριμένης εταιρείας, κάτι που αποδείχτηκε πολύ πιο συμφέρον, καθώς το κόστος έπεσε στα μισά λεφτά. Η πρώτη εντύπωση της πόλης ήταν τελείως διαφορετική σε σχέση με ότι είχαμε δει έως τώρα στο Βιετνάμ. Γέφυρες, μεγάλοι δρόμοι & ουρανοξύστες σε ένα πολύ ξεχωριστό σκηνικό. Δεν αργήσαμε πολύ για το ξενοδοχείο, καθώς η ώρα ήταν περασμένη και δεν υπήρχε κίνηση στους δρόμους, και η απόσταση από το αεροδρόμιο ήταν κοντά 8 χιλιόμετρα.

Επιλέξαμε την περιοχή ‘’ District 1’’ της πόλης για διαμονή, εκεί που είναι και τα περισσότερα ξενοδοχεία άλλωστε, αλλά και η περίφημη ‘’Bùi Viện’’, ο δρόμος δηλαδή με όλα τα bar και τα εστιατόρια της περιοχής μαζί με τη ‘’backpacker street’’ ακριβώς από πάνω.

Για τη διαμονή μας στη πόλη είπαμε να κάνουμε μια οικονομική ‘’υπέρβαση’’ και να ζήσουμε και λίγο το άπιαστο, ένα ξενοδοχείο δηλαδή με όλα τα κομφόρ που σε άλλη χώρα θα το πληρώναμε στο 10πλάσιο ίσως. Δεν υπήρχε φυσικά ιδιαίτερος λόγος πέρα απ’ το να βγάλουμε το γούστο μας. Το ξενοδοχείο «Sunland Hotel» στη τιμή των 115€ το δίκλινο για 3 διανυκτερεύσεις μαζί με εξαιρετικό πρωϊνό σε μπουφέ, ήταν όντως πολύ όμορφο. Το δωμάτιο αλλά ιδιαίτερα το μπάνιο, πολύ καλόγουστα και ευρύχωρα, με απίστευτη θέα στη πόλη και τους ουρανοξύστες απέναντι! Πρόσβαση σε σάουνα και πισίνα στο δωδέκατο όροφο, αλλά και ένα εκπληκτικό μπαρ με ακόμη καλύτερη θέα και πολύ καλές τιμές στο 15ο. Άξιζε τα - όχι πολλά ομολογουμένως – χρήματα του.

Η ώρα είχε πάει τρεις το πρωί, και οι επιλογές μας ήταν πολύ συγκεκριμένες:

1. Ντουζάκι και ξεκούραση

2. Ντουζάκι, εύρεση πρόχειρου φαγητού και ξεκούραση

3. Ντουζάκι, νυχτερινή εξερεύνηση στα μπαρ της πόλης και βλέπουμε…

Επειδή διαθέτουμε αξιοπρέπεια σαν ταξιδιώτες, εννοείται πως διαλέξαμε το 3 χωρίς δισταγμό.

Η περιπλάνηση στη νύχτα της Σαϊγκόν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αρχικά κάναμε μια βόλτα στη περίφημη Bùi Viện για να δούμε τι παίζει.



Τίποτε δε μου θύμιζε το Βιετνάμ που είχα δει ως τώρα. Υπερβολικά δυνατές μουσικές, φώτα, κόσμος, γυναίκες να σε καλωσορίζουν στα μαγαζιά και να σε ζαλίζουν, τύποι να προσπαθούν να σου πουλήσουν ναρκωτικά, και γενικά μια βαβούρα που μου έκανε στο μυαλό μάλλον για Ταϊλάνδη. Δε ξέρω, δε μπορώ να πω ότι μου άρεσε.

Περιπλανηθήκαμε στους δρόμους, παντού το ίδιο σκηνικό, ώσπου καταλήξαμε σε μια pub για να πιούμε μια μπύρα για το καλώς ήρθαμε. Πείνα και κούραση δε μας άφησαν να χαρούμε όσο θέλαμε, και ο δρόμος της επιστροφής μας έβγαλε σε ένα παραδοσιακό βιετναμέζικο 24ωρο εστιατόριο (μου θύμισε πολύ τα δικά μας πατσατζίδικα) όπου ερχόταν όλοι οι ντόπιοι πριν πιάσουν δουλειά το πρωί στη λαϊκή αγορά, για ένα πιάτο σούπα. Εννοείται πως δε καταλάβαμε λέξη απ’ το κατάλογο, εννοείται πως δε καταφέραμε να βγάλουμε καμία συνεννόηση για το μενού παρά μόνο για τις μπύρες, και εν τέλει πήραμε 2 πιάτα με την απλή μέθοδο του «φέρε 2 από τέτοια, δε βαριέσαι θα τρώγονται». Η σούπα με κομμάτια βοδινού, noodles, κάτι σαν αποξηραμένο κρεμμύδι, 1 γαρίδα και δύο μικρά αυγουλάκια δε ξέρω από τι, αποδείχτηκε πολύ νόστιμη παρά την αρχική απορία μας.




Μια εμπειρία ακόμη λοιπόν, που λέει και το άσμα, και επιστροφή για ύπνο επιτέλους.

Στο παλάτι και το πολεμικό μουσείο του Ho Chi Minh City

Το πρωί το ξύπνημα μας, ήταν πιο βαρύ από το καθιερωμένο της εκδρομής. Λίγο η κούραση, λίγο το ζόρικο κλίμα της Σαϊγκόν με τη ζέστη και την υγρασία, μας έκαναν να μη καταφέρουμε να προλάβουμε το πρωϊνό στο ξενοδοχείο, και να αρκεστούμε σε ένα καφεδάκι στο δωμάτιο.
Μικρό το κακό. Εξάλλου η επιλογή μας ήταν να μη μείνουμε στο Χουε και να έχουμε τη μέρα διαθέσιμη στη Σαϊγκόν. Ξεκινήσαμε λοιπόν για να δούμε τη πόλη, και τα βασικά αξιοθέατα που είχαμε στις σημειώσεις μας.

Αρχίσαμε το περπάτημα στη Σαϊγκόν, και η αίσθηση που είχαμε φθάνοντας επιβεβαιώθηκε και με το φως της ημέρας. Μεγαλύτεροι δρόμοι, ουρανοξύστες και μοντέρνα κτήρια από τη μία, στενάκια, παραδοσιακές αγορές, σημαίες της χώρας από την άλλη. Σε άλλα σημεία κίνηση και βαβούρα, σε άλλα πάλι ησυχία και κόσμος να κοιμάται σε αιώρες! Κάτι το διαφορετικό και σ’ αυτή τη πόλη.




Να αναφερθώ λίγο και στο θέμα της ασφάλειας. Δε φοβάσαι φυσικά, ωστόσο στη Σαϊγκόν αναφέρονται μικροκλοπές. Προσοχή στα πράγματα σας, στα πορτοφόλια και στα κινητά τηλέφωνα. Μας συνέβη κι εμάς ένα περιστατικό, μηχανάκι με δύο άτομα πέρασε κοντά μας και προσπάθησε να μας αρπάξει το κινητό του Νίκου απ’ το χέρι. Το πρόλαβε ευτυχώς, και μάλιστα τους κυνήγησαν άλλοι Βιετναμέζοι όταν είδαν τι πήγε να συμβεί. Ήταν το μόνο παράδοξο που συνέβη σε μια άρτια κατά τα άλλα εκδρομή.

Η πρώτη μας στάση ήταν στη Đường Đề Thám, που είναι ένας πολυσύχναστος δρόμος με τουριστικά πρακτορεία. Μετά από καλή έρευνα, κάναμε συνάλλαγμα γιατί είχαμε ξεμείνει και κλείσαμε την εκδρομή της επομένης στις κατακόμβες, με τις επιλογές να είναι δύο, 8 το πρωί και 1 το μεσημέρι. Προτιμήσαμε τη δεύτερη για να είμαστε άνετοι. Πληρώσαμε για τη συγκεκριμένη εκδρομή 200.000 dong το άτομο (7,68€), τιμή η οποία συμπεριλάμβανε μεταφορά με πούλμαν και είσοδο. Λάβαμε την απόδειξη, και την επόμενη μέρα έπρεπε να είμαστε στο πρακτορείο μισή ώρα πριν.

Αφού ξεμπερδέψαμε με τα διαδικαστικά, και μετά από μια σύντομη στάση για να δροσιστούμε σε ένα πολύ ωραίο πάρκο, περνώντας ένα δρόμο με πανύψηλα δέντρα, φτάσαμε στο πρώην προεδρικό παλάτι ή αλλιώς «Reunification Palace» που ήταν το πρώτο αξιοθέατο της ημέρας. Το σημείο αυτό αφορά τη τελευταία πράξη των επιχειρήσεων στο Βιετνάμ, όπου και το 1975 με τη κατάληψη του σήμανε το τέλος του πολέμου, και η ένωση των δύο τμημάτων της χώρας. Όλα εντός του κτηρίου έχουν διατηρηθεί άψογα από κείνες τις μέρες, γραφεία, κοινόχρηστοι χώροι, αίθουσες συσκέψεων, συνεδριάσεων, μαγειρεία, αίθουσες προβολής κ.α. Στη ταράτσα όπου υπάρχει πλέον αναψυκτήριο και κατάστημα σουβενίρ, δεσπόζει η μορφή του στρατιωτικού ελικοπτέρου. Περιπλανηθήκαμε και βγάλαμε φωτογραφίες περίπου μία ώρα, έχοντας πληρώσει είσοδο 40.000 dong = 1,54€.






Λίγο πιο κάτω ήταν η δεύτερη και εξίσου σημαντική στάση της ημέρας, το «War Remnants Museum». Από την είσοδο ακόμα ξεχωρίζει κανείς τα εντυπωσιακά στρατιωτικά εκθέματα του πολέμου, αντίστοιχα όπως και στο μουσείο στο Ανόι. Αμερικάνικα πολεμικά αεροσκάφη, ελικόπτερα, άρματα μάχης κ.α., σε ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Αφού εκδώσαμε εισιτήρια κόστους 50.000 dong = 1,92€ έκαστος, προχωρήσαμε στα ενδότερα του μουσείου. Μου άρεσε το γεγονός ότι ήταν χωρισμένο σε ενότητες, και μπορούσες να περιηγηθείς χωρίς να σου δημιουργούνται πολλές απορίες, π.χ. ‘’χώρες υποστήριξης στο Βιετνάμ’’, η άλλη ενότητα ‘’δημοσιογράφοι που κάλυψαν το πόλεμο’’ κτλ κτλ.





Πρέπει να σας πω ότι ήταν από τα πιο σκληρά πράγματα που έχω δει. Η εικόνα αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τις θηριωδίες που έγιναν σ’ αυτή την αιματοβαμμένη χώρα, και η όλη αίσθηση είναι συγκλονιστική. Σκηνές εφάμιλλες της ναζιστικής θηριωδίας στην Ευρώπη, γεμάτες μίσος και οργή για ένα τόπο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Αμερική. Κάτι που συνεχίζεται φυσικά έως σήμερα σε άλλες χώρες του πλανήτη, σε σημείο που αναρωτιέσαι αν έχει κάτι αλλάξει…










Δε θα σας κρύψω το μεγάλο αίσθημα δυσφορίας που ένιωσα όταν πέρασα από το τμήμα για το περίφημο ‘’Agent Orange’’, το χημικό συστατικό δηλαδή που έριχναν για να κάψουν βλάστηση & φυτείες, και το οποίο μετά τη μεταφορά του στον υδροφόρο ορίζοντα, μόλυνε τμήματα του πληθυσμού και ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας και τερατογενέσεων. Έως και σήμερα. Ναι, 40τόσα χρόνια μετά το πόλεμο. Και για όποιον δε το πιστεύει, δίπλα από το “Agent Orange room”, υπάρχει τμήμα με παιδάκια αποτέλεσμα αυτών των τερατογενέσεων, που ζωγραφίζουν και πωλούν τα αναμνηστικά τους. Προσωπικά δεν άντεξα να μπω, και σας ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να μην αισθάνομαι καλά και να θέλω να ξεράσω με όλα αυτά. Έφυγα ψάχνοντας την έξοδο από το κτήριο γιατί είχα ανάγκη από αέρα… Το κλίμα δε μας σήκωνε, και μετά από μια σύντομη βόλτα στο περιβάλλοντα χώρο του μουσείου που αφορούσε φυλακές, και μια βόλτα στα σουβενίρ αναχωρήσαμε για να χαλαρώσουμε λίγο στην αυλή του.

Περπατήσαμε λίγο, με σκοπό να δούμε – μόνο απ’ έξω γιατί ήταν κλειστή για το κοινό – τη «Notre-Damn Basilica», εκκλησία σημαντικής ομορφιάς, κατάλοιπο της Γαλλικής αποικιοκρατίας, και περάσαμε απέναντι στο ταχυδρομείο, το οποίο είναι σε λειτουργία κανονικά και αποτελεί αξιοθέατο της πόλης. Δε γίνεται να μη παρατηρήσεις μπαίνοντας το τεράστιο πορτραίτο του ηγέτη Χο τσι Μινχ. Αριστερά και δεξιά υπάρχουν καταστήματα με σουβενίρ, ότι μπορεί να φανταστεί κανένας, καθώς και στο κέντρο του ταχυδρομείου, παράλληλα με το κισσέ που δουλεύουν οι υπάλληλοι.





Αφού καθίσαμε για να πιούμε μια μπύρα και να πάρουμε τις ανάσες μας στο παρκάκι απ’ έξω, αποφασίσαμε ότι ήταν μια καλή στιγμή για να επισκεφτούμε τη τεράστια κλειστή αγορά ‘’Ben Thanh’’ και τα διπλανά δρομάκια τα οποία ήταν γεμάτα μαγαζιά, για να ψωνίσουμε για μας αλλά και δώρα για τους δικούς μας. Όπως πολύ καλά μπορείτε να φανταστείτε οι τιμές ήταν καλές αρχικά, αλλά θέλανε το απαραίτητο παζάρι, με το οποίο τα κόστη έπεφταν έως και 70% χαμηλότερα. Καταλάβαιναν κι αυτοί ότι δεν είμαστε Αμερικανάκια να πληρώσουμε τα - υπερβολικά για τα δεδομένα - ποσά που ζητούσαν ως αρχική, και με το που κάναμε να φύγουμε μας παίρναν στο κατόπι. Ελληνο/βαλκανο/ανατολίτικο δαιμόνιο γι’ ακόμα μια φορά! Να σας πω ότι θα βρείτε τα πάντα στη συγκεκριμένη αγορά, από σακίδια και τσάντες, ρουχισμό, μπουφάν & αντιανεμικά, παπούτσια αθλητικά κ.α., δερμάτινα είδη, αναμνηστικά, φαγητά, στη κυριολεξία όλα μα όλα. Λίγο πιο ακριβά σίγουρα σε σχέση με το Ανόι, αλλά σε λογικά πάντα πλαίσια. Ενδεικτικά αναφέρω, ψώνισα ένα backpack Superdry καταπληκτικής ποιότητας με 300.000 dong (11,52€) και το βρήκα στην Ελλάδα για 70€. Μιλάμε για τέτοιες μεγάλες διαφορές τιμής! Ακόμα μετανιώνω για τη χειραποσκευή Samsonite που δε πήρα, γιατί μου φάνηκαν πολλά τα 500.000 (19,19€). Βέβαια από ένα σημείο και μετά είχαμε μπει στη λογική του δικού τους χρηματικού κόστους και ενεργούσαμε ανάλογα… Σφάλμα.




Αφού τελειώσαμε με τη βόλτα και τα ψώνια, βρήκαμε στο δρόμο μας ένα παραδοσιακό εστιατόριο για να χορτάσουμε τη πείνα μας. Πέρα απ’ το αγαπημένο πλέον Pho, δοκιμάσαμε κι ακόμη ένα πιάτο με χοιρινό, γλυκόξινη σάλτσα, σαλάτα και noodles ρυζιού. Εκπληκτικά όλα.



Καθώς γυρίζαμε ανεβήκαμε φυσικά και στο Bar του ξενοδοχείου μας να πιούμε ένα ποτό. Η νυχτερινή θέα απλά μαγική!



Δε κάτσαμε και πολύ στο δωμάτιο, ανανεωθήκαμε και βγήκαμε έξω να δούμε τη νυχτερινή ζωή της πόλης από νωρίς. Κατευθυνθήκαμε προς τη Bùi Viện στην οποία γινόταν το αδιαχώρητο από κόσμο. Μου θύμισε η φάση Αύγουστο μήνα σε σοκάκι κοσμοπολίτικου Ελληνικού νησιού. Ο χαμός ο ίδιος. Και μέσα σε όλο αυτό το χάος, να βλέπεις και κάτι φελλούς να προσπαθούν να περάσουν το δρόμο με μηχανάκι, ακόμα ακόμα και με αμάξι. Ακατανόητη συμπεριφορά μεν, όχι ότι δε το βλέπουμε και στη χώρα μας δε.



Βρήκαμε το κλασσικό βιετναμέζικο τραπεζάκι, με τις πολύ χαμηλές πλαστικές καρέκλες και καθίσαμε. Παραγγείλαμε μπύρες Saigon με κόστος 25.000 dong = 0,95€ και μείναμε να παρατηρούμε τον κόσμο, τα πολύχρωμα φώτα, τη κακόγουστη και παράφωνη μουσική μιας και η αηδία που λέγεται karaoke επικρατεί κατά πολύ σ’ αυτή τη χώρα, και γενικά τη κουλτούρα τους στη διασκέδαση που διαφέρει έτη φωτός από τη δική μας… Μείναμε μέχρι αργά βολτάροντας και χαζεύοντας.




Στις στοές των Βιετκόνγκ

Η τελευταία μας ουσιαστικά ολόκληρη μέρα στο Βιετνάμ είχε έρθει, και αποφασίσαμε να ξυπνήσουμε νωρίς για να προλάβουμε το πρωϊνό στο ξενοδοχείο που ήταν μέχρι τις 9:30. Το εστιατόριο αποτελούσε ακόμα ένα πολύ ωραίο σημείο με θέα στη πόλη, κι ο μπουφές στο 50% Ασιατικός και στο υπόλοιπο ποσοστό ευρωπαϊκός – Αμερικάνικος. Σαν γνήσιοι πολιτισμένοι Έλληνες, φάγαμε μέχρι και τα φίλτρα απ’ τις καφετιέρες και μετά αράξαμε για καφέ με απώτερο σκοπό τη βουτιά στη πισίνα μιας και είχαμε χρόνο.



Στις 12 και κάτι αναχωρήσαμε για τη Đường Đề Thám, που ήταν το πρακτορείο μας και θα ξεκινούσε η εκδρομή. Το 20λεπτο που είχαμε στη διάθεση μας το αφιερώσαμε σε μερικά σύντομα ψώνια για τους φίλους μας με μπλουζάκια, καπελάκια και τα σχετικά.



Κοντά στη μία μας παρέλαβαν και μας πήγαν λίγο πιο πάνω, όπου ήταν άλλο κεντρικότερο πρακτορείο, και τέλος μας συγκέντρωσαν όλους και μας ανέβασαν στο λεωφορείο για τις κατακόμβες «Củ Chi tunnels». Σε απόσταση μιάμισης περίπου ώρας θα είχαμε μπροστά μας το σημαντικότερο ίσως αξιοθέατο της εκδρομής. Στο μέσο της διαδρομής έγινε μια στάση σε ένα χώρο που είχε αναψυκτήριο, καθώς εργαστήριο αλλά και εκθεσιακό χώρο όπου άνθρωποι με αναπηρία ζωγράφιζαν και πωλούσαν τα εκθέματα τους σε αρκετά υψηλές τιμές βέβαια.

Εκεί γνωρίσαμε και το ξεναγό της εκδρομής, Βιετναμέζος, πολύγλωσσος κοντά στα 70, ο οποίος καθ΄ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς μας μιλούσε για τη χώρα του, έκανε συγκρίσεις με άλλες χώρες όπως η Κούβα και η Βόρειος Κορέα, και αναφερόταν συχνά στη προπαγάνδα της κυβέρνησης. Το παράπονο που έκανε με το που συστηθήκαμε είναι ότι δεν του δίνουν άδεια να φύγει απ’ τη χώρα, και απορήσαμε αρχικά γι’ αυτό.

Μας κίνησε τη περιέργεια και καθώς τον γνωρίσαμε και μιλήσαμε, μας ανέφερε ότι όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στη Σαϊγκόν έστειλε την οικογένεια στη Κίνα, και αυτός έγινε ουσιαστικά δωσίλογος, πήγε παρουσιάστηκε στους Αμερικάνους και τέθηκε υπό τις υπηρεσίες τους, καθώς μετά από λίγο καιρό έλαβε και βαθμό. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως όλο αυτό, αλλά εν τέλει νομίζω ότι σταθήκαμε τυχεροί, μιας και η ξενάγηση συμπεριλάμβανε τη ματιά της αντίθετης πλευράς. Πάντως αν και δε τον συμπάθησα, οφείλω να αναγνωρίσω το γεγονός ότι τα έζησε πολύ εκ των έσω τα πράγματα, αλλά και ότι έπλεξε το εγκώμιο των Βιετκογκ, παρόλο που στην ουσία ήταν αντίπαλοι.

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, και αφού περάσαμε το χώρο με τα εισιτήρια και μας κόλλησαν το ειδικό αυτοκόλλητο, ήμασταν έτοιμοι και ακολουθήσαμε το ξεναγό μας.



Είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάποιον να σου εξηγεί στο συγκεκριμένο χώρο. Νομίζω ότι ήταν πολύ σωστή αυτή μας επιλογή, της οργανωμένης δηλαδή μετακίνησης και εκδρομής.



Αφού έγινε μια αναφορά σχετικά με το 3πλό επίπεδο από υπόγειες σήραγγες και πως αυτές χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και στο χάρτη της περιοχής που έδειχνε τη κατάσταση με τις Αμερικάνικες μεραρχίες τριγύρω, αρχίζεις και καταλαβαίνεις το πείσμα που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ώστε να πετύχουν ουσιαστικά το ακατόρθωτο, να νικήσουν μία υπερδύναμη με σύγχρονο εξοπλισμό.



Αρχικά οι επιθέσεις λάμβαναν χώρα στη ζούγκλα, την οποία εξαφάνισαν σχεδόν οι Αμερικανοί με τη χρήση του αερίου, οπότε και οι Βιετκόνγκ αναγκάστηκαν να πολεμήσουν ανοίγοντας τρύπες στο έδαφος. Εξίσου ευρηματικοί ήταν σε παγίδες, ανορθόδοξο πόλεμο, αλλά και το σύστημα φυσικά με τις σήραγγες, στο οποίο δε χωρούσαν οι Αμερικανοί και στέλνανε το συμμαχικό στρατό τους π.χ. Φιλιππινέζους κ.α.



Οι σήραγγες χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα εξαερισμού εφάμιλλο με αυτό των μυρμηγκιών, και αποτελούσαν ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα από το οποίο δε μπορούσες να βγεις εύκολα αν δεν ήξερες τον τρόπο.





Ο ξεναγός χαρακτηριστικά μας είπε ότι «ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά, και δε μπορούσαμε να προβλέψουμε τι θα κάνουν, αλλά ούτε και να τους καταλάβουμε. Έκαναν την αφέλεια μας, πλεονέκτημα τους». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής των σηράγγων ήταν όταν πήγαν οι Αμερικάνοι να τις πλημμυρίσουν (με το νου τους), ότι υπήρχε πρόβλεψη για εξαγωγή των υδάτων, και οι Βιετκογκ είπαν απλά «Ευχαριστούμε για το ντους».

Επίσης όταν έβαλαν στο παιχνίδι τα σκυλιά, προκειμένου να βρουν τους αεραγωγούς και να τους φράξουν, οι Βιετκόνγκ χρησιμοποίησαν υπολείμματα τροφών από τους Αμερικάνους, αποτσίγαρα, και φυσικά πιπεριές τσίλι, με αποτέλεσμα να μη μπορούν τα σκυλιά να μυρίσουν και να καίγονται. Πραγματικά δαιμόνια μυαλά.

Αναφορά γίνεται και στον τρόπο εύρεσης πυρομαχικών. Αυτό που έκαναν είναι να περισυλλέγουν τις βόμβες που δεν είχαν εκραγεί, να τις κόβουν με προσοχή για να βγάλουν τη πυρίτιδα, και να κατασκευάσουν τις δικές τους. Ανατινάζανε με λίγα λόγια τα άρματα των Αμερικάνων με τα ίδια τους τα πυρομαχικά!



Όπως καταλαβαίνετε οι ιστορίες που ακούσαμε ήταν εντυπωσιακές. Ότι έχαναν οι Βιετκογκ σε δύναμη και εξοπλισμό, το κέρδιζαν με το μυαλό τους. Μέχρι και τα περίφημα σανδάλια τους από παλιά ελαστικά τα οποία χρησιμοποιούσαν κάθε μέρα, στη διαδικασία των επιθέσεων σε αμερικάνικες βάσεις, τα φορούσαν ανάποδα για να χάνονται τα ίχνη τους και να μη καταλάβουν οι αντίπαλοι που ακριβώς πηγαίνουν!

Δε χόρταινα το συγκεκριμένο τουρ με τίποτα, και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε κάτι, και να ρίξουν με όπλο όποιοι επιθυμούν (προσωπικά δεν έχω ρίξει ποτέ και σιχαίνομαι τα όπλα), συνεχίσαμε προς το εντυπωσιακότερο σίγουρα κομμάτι της ξενάγησης:

Για λόγους καθαρά τουριστικούς, μιας και οι Ευρωπαίοι/Αμερικανοί είμαστε ιδιαίτερα χοντροκώληδες - έτσι ακριβώς το είπε και το επανέλαβε ο ξεναγός – έχουν προχωρήσει στη διάνοιξη τμήματος της στοάς για να είναι επισκέψιμη για το κοινό. Περίπου 60 μέτρα και δύο επίπεδα, σε ένα σκηνικό ιδιαιτέρως ακατάλληλο για κλειστοφοβικούς, αλλά και ιδιαίτερα δύσκολο για ψηλούς σαν εμένα. Κάθε 15 περίπου μέτρα υπήρχε έξοδος κινδύνου για όποιον δε μπορέσει να το καταφέρει. Εννοείται πως δε θα έχανα την ευκαιρία να μπω, καθώς θα ήταν μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες που έχω ζήσει.



Περίμενα υπομονετικά στην ουρά και μπήκα προτελευταίος και καθυστερημένος, επίτηδες για να αποτυπώσω φωτογραφικά όσο πιο καλά γινόταν τη διαδικασία. Πίσω μου μόνο ένας αντίστοιχα περίεργος σαν εμένα που ήθελε να βιντεοσκοπήσει το όλο εγχείρημα. Κατέβηκα τα σκαλάκια, και λίγο μετά ξεκίνησα να προχωράω εντός του τούνελ. Η κατάσταση δύσκολη, υγρασία φουλ και ζέστη, όχι τόσο αποπνιχτική όμως γιατί είχαν φροντίσει για εξαερισμό, αλλά και για καλό φωτισμό.






Να σας πω ότι ήμουν αναγκαστικά γονατιστός και δεν είχα περιθώριο πάνω απ’ το κεφάλι μου, αλλά ούτε και αριστερά – δεξιά μου. Δε μπορώ παρά να τους θαυμάσω που ζήσανε και πολεμήσανε σε τέτοιες συνθήκες. Προχώρησα αρκετά, με ιδιαίτερη δυσκολία καθώς το σακίδιο στη πλάτη μου και η βαριά φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη απ’ το λαιμό μου, έκαναν το έργο μου δύσκολο. Με στεναχώρια βγήκα έξω, ευτυχώς αφού είχα διανύσει κάτι παραπάνω από τα 2/3 της στοάς, ωστόσο δε μπορούσα να ανέβω επίπεδο έτσι φορτωμένος κι έπρεπε να βγω. Όπως και να ‘χει όμως, παρόλο που δε τερμάτισα δε μειώνεται την αξία της εμπειρίας. Ο Νίκος ήταν από τους λίγους του γκρουπ που το πέρασε όλο!

Μας πήρε λίγα λεπτά να συνέλθουμε, να πλυθούμε και να αλλάξουμε, καθώς είχαμε προνοήσει να φέρουμε μαζί μας δεύτερο μπλουζάκι, καθώς αυτό που φορούσαμε είχε γίνει μούσκεμα, αλλά είχε λερωθεί κιόλας από τη τριβή στα τοιχώματα της στοάς. Για καλή μας τύχη υπήρχε αναψυκτήριο πριν την έξοδο. Για ακόμα καλύτερη τύχη, οι μπύρες του ήταν παγωμένες…

Επιστρέψαμε περασμένες επτά πλέον στη Σαϊγκόν, έχοντας συνηθίσει πλέον τη κίνηση της, θεωρήσαμε ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να πάμε για τα τελευταία ψώνια στη νυχτερινή αγορά, δίπλα ακριβώς από τη ‘’Ben Thanh’’ όπου και προμηθευτήκαμε δώρα, αναμνηστικά για τους δικούς μας, αλλά και από ένα αδιάβροχο north face για μας γιατί μας άξιζε. Πάντα και όλα με το απαραίτητο παζάρι φυσικά. Ο κακός χαμός από κόσμο και σ’ αυτό το σημείο.





Αποφασίσαμε το τελευταίο γεύμα να είναι σε ένα πιο καλό ρεστοράν, και κατευθυνθήκαμε προς τη backpackers street όπου είχε αρκετά. Αφού διαλέξαμε αυτό που μας άρεσε περισσότερο, δοκιμάσαμε κάποια πολύ ωραία πιάτα, ήπιαμε τις μπύρες μας, πληρώσαμε το εξαιρετικά μεγάλο ποσό των 310.000 dong (11,90€) και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο όπου μετά τη καθιερωμένη στάση στο bar της ταράτσας που ήπιαμε ένα χωνευτικό χαζεύοντας ουρανοξύστες, ετοιμαστήκαμε και κατευθυνθήκαμε στη Bùi Viện, πιάνοντας θέση στο αγαπημένο μας τραπεζάκι.



Η παρατήρηση σήμερα είχε να κάνει πέραν όλων των άλλων με το φαγητό τους μετά τα ξύδια... Πλανόδια καροτσάκια με εγκατεστημένη εστία για μαγείρεμα, μηχανάκια υπερπαραγωγή, όστρακα, σαλιγκάρια, χόρτα, καλαμάρια κρεμασμένα σε μανταλάκι, και γενικά εικόνες φαγητού τόσο ξένες και διαφορετικές! Δε μπορώ να καταλάβω πως γίνεται μετά το ποτό να κάθεσαι στην ουρά για να περιμένεις να φας σαλιγκάρια π.χ. Αδιανόητο. Με τις απορίες αυτές έκλεισε και η τελευταία νύχτα μας στη Σαϊγκόν και γενικά στο Βιετνάμ…





Τελευταίες στιγμές στη Σαϊγκόν

Το τελευταίο πρωινό κοιμηθήκαμε όσο περισσότερο γινόταν, μιας και ξέραμε ότι θα ακολουθούσε ο Γολγοθάς της επιστροφής. Αφού κάναμε τσεκ άουτ, αφήσαμε τις αποσκευές κάτω στον ειδικό χώρο και ανεβήκαμε στο μπαρ για να πιούμε την ύστατη στιγμή το παγωμένο & παραδοσιακό βιετναμέζικο καφέ Egg coffee.



Ένα πολύ ωραίο και γευστικό ρόφημα που σας συνιστώ να δοκιμάσετε, ακόμα και για μένα που εδώ και 15 χρόνια πίνω τον καφέ μου σκέτο χωρίς γάλα. Το συγκεκριμένο είχε μέσα κάτι σαν ζαχαρούχο και ήταν ιδιαίτερα νόστιμο, με κόστος περί τα 30.000 dong = 1.15€.





Επειδή όμως είχαμε μια ώρα και κάτι δε περιοριστήκαμε μόνο στο καφέ. Βγήκαμε και τις τελευταίες μας φωτογραφίες στην θέα της πόλης, και καλέσαμε ένα ταξί το οποίο μας πήγε στο αεροδρόμιο σε 30 περίπου λεπτά με κόστος 210.000 dong = 8,10€.



Αφού τσεκάραμε τις αποσκευές μας περάσαμε τον έλεγχο των διαβατηρίων, με σκοπό να κάνουμε ψώνια πριν επιβιβαστούμε με την ησυχία μας. Είναι κάτι που δε σας συνιστώ να κάνετε, γιατί άπαξ και περάσεις τον έλεγχο και πας στα gates, οι τιμές δεν είναι πλέον Βιετναμέζικες, αλλά Ευρωπαϊκές και κάτι παραπάνω. Χαλάλι όμως, αυτά που θέλαμε να αγοράσουμε ήταν καφέδες, τσάι, παραδοσιακά γλυκίσματα κ.α. Ξοδέψαμε γύρω στα 40€ μιας και ήταν ότι συνάλλαγμα μας είχε απομείνει. Εγώ πήρα και περισσότερους καφέδες για δωράκι, καθώς είχε πολλές γεύσεις και ποικιλίες αφού μου είχαν μείνει μερικά dong ακόμα καθώς δε μου τα άλλαξαν όλα, τα οποία δεν είχα σκοπό να κουβαλήσω μαζί μου στην Ελλάδα.

Σε λιγότερο από δύο ώρες πατούσαμε Σιγκαπούρη, όπου η επιλογή του lounge μας έσωσε, καθώς εκτός του ότι εξαφάνισε την 6ωρη αναμονή μας, διέθετε και μια μεγάλη γκάμα από παροχές. Καταρχάς διέθετε ντους και προϊόντα περιποίησης (!!!) καθώς και πετσέτα που σου δίνουν με την είσοδο σου, χρησιμότατο όπως αποδείχτηκε έτσι καταϊδρωμένοι που φτάσαμε. Επίσης συμπεριλάμβανε αρκετά μεγάλη ποικιλία σε φαγητά αλλά και ποτά φυσικά που δε το κρύβω μας ενδιέφερε απόλυτα. Μόνο με το μπουκάλι το Johnny black που κατεβάσαμε, κάναμε την απόσβεση μας!

Σοφή επιλογή αποδείχτηκε για ένα ακόμη πολύ σημαντικό λόγο, γιατί το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης εκτός από πολύ όμορφο όπως περιέγραψα, ήταν πανάκριβο, και για κάποιον που έχει ώρες στην αναμονή της επόμενης πτήσης ίσως αναπόφευκτο.

Η Scoot συνεπέστατη για άλλη μία φορά αναχώρησε στην ώρα της. Το ξαναγράφω για όποιον δε το διάβασε στην αρχή. Άδεια μπουκάλια/παγούρια για νερό οπωσδήποτε για να τα γεμίσετε μετά τον έλεγχο. Η πτήση κύλησε ομαλά, και 9 περίπου το πρωί της Τρίτης 5 Μαρτίου πατούσαμε στη πατρίδα.

Ακόμα ένα ονειρικό ταξίδι είχε λάβει τέλος.



Απολογισμός – σύνοψη

Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο περισσότερο γραφικός, και να γράψω τον επίλογο με τη μορφή ερωταπαντήσεων προς τον εαυτό μου:

-Σου έφτασαν οι 9 μέρες για το Βιετνάμ;

Ούτε για πλάκα.

-Θεωρείς ότι πήρες καλή γεύση της χώρας;

Ναι και βέβαια, καθώς δεν είμαστε από τα παιδιά που ‘’καθόμαστε& χαλαρώνουμε’’, ειδικά σε τέτοια μακρινά ταξίδια.

-Πόσες μέρες πιστεύεις ότι θα ήταν ιδανικά να έχεις στη διάθεση σου και γιατί;

Σίγουρα 15-17. Αρχικά να πω ότι χρειαζόταν μία μέρα επιπλέον σε κάθε πόλη που είδαμε. Ανόι για την εξερεύνηση και ίσως εκδρομή στο ποταμό Tam Coc, Χοι Αν για την επιπλέον εκδρομή στον αρχαιολογικό χώρο MySon και για την ίδια τη πόλη, Χούε για τα αξιοθέατα και το πήλινο στρατό, και Χο τσι Μινχ για τη πλωτή αγορά Cai Be στο ποτάμι Mekong. Επίσης θέλαμε μία μέρα για να δούμε το Halong bay (χωρίς διανυκτέρευση, το θεωρώ άκρως τουριστικό), δύο για να ανεβούμε στη Σάπα που είναι μοναδική εμπειρία, και μία ακόμα για να βλέπαμε ένα από τα διάσημα επισκέψιμα σπήλαια στη μέση της χώρας, τα οποία είναι από τα μεγαλύτερα του κόσμου και το Βιετνάμ φημίζεται για αυτό.

-Διακρίνω ότι έχουν μείνει πολλές εκκρεμότητες. Μήπως μετάνιωσες και θεωρείς ότι έπρεπε να μη τη κάνεις την εκδρομή έχοντας μόνο τόσες μέρες;

Όχι και σε καμία περίπτωση. Ήταν ευκαιρία, ήταν μία από τις χώρες που είχα όνειρο να πάω και δε με πείραξε καθόλου. Δεν είχα και παραπάνω μέρες στη διάθεση μου δυστυχώς. Ποτέ εξάλλου οι μέρες δε θα ναι αρκετές σε χώρες που έχουν τόσα πολλά να δώσουν…

-Θα ξαναπήγαινες στο Βιετνάμ;

1000% καθώς πέρασα υπέροχα και ήταν ένα πολύ βολικό ταξίδι. Εξάλλου το είπα, υπάρχουν εκκρεμότητες οι οποίες ίσως στο μέλλον διευθετηθούν σε συνδυασμό με καμιά διπλανή χώρα.

-Ένιωσες κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της εκδρομής ανασφάλεια, φόβο ή κάτι να μη πηγαίνει καλά;

Σε καμία περίπτωση, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό. Θεωρώ τη χώρα ασφαλέστατη και πολύ βατή και φιλική προς τον τουρίστα. Λίγη μόνο προσοχή στη Σαϊγκόν.

-Πόσα χρήματα ξόδεψες τελικά για όλα αυτά;

Με το ζόρι και με μεγάλη προσπάθεια, καθώς υπήρξαν και αρκετά ψώνια κοντά στα 1000€. Δε γινόταν να φας παραπάνω. Με το ζόρι βγήκαν τόσα, και σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται τα πάντα, ακόμα και τα ταξί, μετρημένα – ζυγισμένα.

-Θεωρείς ότι μπορούσες να κάνεις λιγότερα έξοδα;

Φυσικά, η χώρα ήταν αρκετά φθηνή και αν επέλεγα λιγότερο καλά ξενοδοχεία και καταλύματα, οργανωμένες εκδρομές αντί για αμάξι με προσωπικό οδηγό, καθώς περιόριζα τα ψώνια (θα έλεγα και τις μπύρες αλλά αυτό δε γίνεται), το κόστος της εκδρομής θα έπεφτε σημαντικά, από 100 έως 200 ευρώ κάτω.

-Πιστεύεις ότι είναι κάτι που μπορούσες να κάνεις και δε το έκανες;

Όχι, πέραν του ότι χάσαμε το ένα αξιοθέατο στο Χούε από κακή πληροφόρηση, νομίζω το πρόγραμμα βγήκε εξαιρετικά. Μπορούσαμε να το τρέξουμε περισσότερο, τύπου να ξυπνάμε από τις 7 και να κάνουμε 2 εκδρομές τη μέρα σε κάποια σημεία, δε νομίζω όμως ότι θα το ευχαριστιόμασταν σε καμία περίπτωση. Έτσι όπως βγήκε ήταν τέλειο. Και αυτά που έπρεπε τα είδαμε, και παρτάραμε και βολτάραμε όπως θέλαμε!

-Θα κέρδιζες ίσως κάτι σε χρόνο, χρήμα ή εξερεύνηση αξιοθέατων αν νοίκιαζες αμάξι, όπως εύκολα γίνεται σε άλλες χώρες;

Θα απαντήσω με μία ατάκα μόνο. Θεωρώ απίθανο να οδηγήσω σ’ αυτή τη χώρα χωρίς να εμπλακώ σε ατύχημα στα πρώτα μόλις μέτρα. Για μένα ήταν απαγορευτικό. Καλύτερα με οδηγό και το κεφάλι σας ήσυχο.

-Ήταν το ταξίδι στο Βιετνάμ ένα άπιαστο όνειρο;

Όχι. Ήταν απλά ονειρεμένο. Άπιαστο όνειρο φάνταζε, αλλά τελικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Νομίζω ότι ήταν ακριβώς το αντίθετο, για τα δεδομένα πάντα της απόστασης και για το είδος του ταξιδιού.

-Πιστεύεις ότι πέρασε αυτό μέσα απ’ την ιστορία σου;

Νομίζω ότι έκανα ότι μπορούσα να το μεταφέρω όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά για να περάσει το μήνυμα!

-Βρήκες ομοιότητες στο Βιετνάμ σε σχέση με αντίστοιχα ταξίδια σου;

Δε μπορώ να πω ότι είμαι ο άνθρωπος που έχει κάνει πολλά ταξίδια εκτός Ευρώπης για να κρίνω εκ του ασφαλούς, ωστόσο δε θα μπορούσα να μη το συγκρίνω με το περσινό μου στη Κούβα. Οι ομοιότητες των δύο χωρών βρίσκω ότι είναι παραπάνω από αρκετές, κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα. Οι άνθρωποι ωστόσο είναι εντελώς διαφορετικοί. Πολύ κλειστοί και ανέκφραστοι οι Βιετναμέζοι, ίσως εν γένει χαρακτηριστικά τους, καμία σχέση με τους έξω καρδιά Λατίνους. Θα μου πεις εδώ στην Ευρώπη και έχουμε σημαντικές διαφορές…

- Πιστεύεις ότι θα ακολουθήσει κάποιος τη ταξιδιωτική σου διαδρομή βρίσκοντας αφορμή την ιστορία σου;

Δε ξέρω, αλλά το μόνο που θα μπορούσα να πω στη περίπτωση αυτή είναι ότι θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν συνέβαινε πραγματικά κάτι τέτοιο.




Κάπου εδώ ας βάλω ένα τέλος γιατί φοβάμαι πως σας κούρασα λίγο..:haha:

Είμαι πάντα στη διάθεση όποιου φίλου/φίλης το θέλει για ερωτήσεις.

Ραντεβού στην επόμενη ιστορία, για την επόμενη μακρινή χώρα!

Υπέροχο ταξίδι! Θέλω να ρωτήσω κάτι μιας και σκέφτομαι να πάω Βιετνάμ δυστυχώς μόνη μου, μιας και δεν ψήνεται κανείς για να έρθει μαζί μου. Ποιο μήνα από τον Μάρτη και μετά θεωρείς πιο κατάλληλο? Με βάση όσα είδες, πιστεύεις ότι ενδείκνυται για solo travelleres?
 

psilos3

Member
Μηνύματα
6.656
Likes
51.503
Επόμενο Ταξίδι
?
Ταξίδι-Όνειρο
Αναζητείται!
Υπέροχο ταξίδι! Θέλω να ρωτήσω κάτι μιας και σκέφτομαι να πάω Βιετνάμ δυστυχώς μόνη μου, μιας και δεν ψήνεται κανείς για να έρθει μαζί μου. Ποιο μήνα από τον Μάρτη και μετά θεωρείς πιο κατάλληλο? Με βάση όσα είδες, πιστεύεις ότι ενδείκνυται για solo travelleres?
Σ' ευχαριστώ για την ανάγνωση και τα σχόλια σου. :)
Κρίμα που δε ψήνεται κάποιος, το Βιετνάμ είναι μια υπέροχη χώρα με πολλές καταπληκτικές εικόνες και αξίζει πολύ να την γνωρίσει κανείς, οπότε απορώ πραγματικά που δε θέλουν.
Το δικό μας ταξίδι έγινε το μήνα Μάρτιο, με πολύ καλές θερμοκρασίες στον Βορρά (σαν δική μας άνοιξη και καλύτερα), με αρκετή ζέστη από τη μέση της χώρας και κάτω, έως το λιώσιμο στο Χο Τσι Μινχ. Δε γνωρίζω να σε πληροφορήσω για άλλο μήνα, πάντως Μάρτη θα ξαναπήγαινα ευχαρίστως.
Είχαμε δει αρκετούς μεμονωμένους ταξιδιώτες είναι η αλήθεια, καθώς η χώρα είναι και οικονομική και ασφαλέστατη, υπάρχουν και οι εκδρομές όπου μπορεί να βρεθεί άκρη, τα χόστελ με τα πάρτυ όπου μπορούν να γίνουν γνωριμίες, όλα αυτά δείχνουν ξεκάθαρα πως ενδείκνυται.
Έχω κάνει πολλά solo ταξίδια εντός Ευρώπης & Ελλάδας, όχι όμως σε άλλη ήπειρο, ωστόσο αν το ήθελα πολύ θα ήταν σίγουρα μία χώρα την οποία θα σκεφτόμουν.
 
Last edited:

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.657
Μηνύματα
906.725
Μέλη
39.408
Νεότερο μέλος
Annie A

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom