gioske
Member
- Μηνύματα
- 172
- Likes
- 1.093
- Ταξίδι-Όνειρο
- Θιβετ
2630. Ένας αριθμός σαν όλους τους άλλους, συνηθισμένος, χωρίς καμία ιδιαίτερη αξία. Τον προσπερνάς στο μέτρημα χωρίς δεύτερη σκέψη και δισταγμό. Δεν είναι μέρος κανενός περίφημου θεωρήματος ή κάποιας διάσημης ακολουθίας. Ακόμα και ο Πυθαγόρας που πίστευε ότι οι αριθμοί έκρυβαν το μυστικό του σύμπαντος και την ουσία του κόσμου, δεύτερη ματιά δεν θα του έριχνε. Και όμως, για μας απέκτησε σχεδόν μαγικές ιδιότητες όταν τον είδαμε να σχηματίζεται στον χιλιομετρητή του αυτοκινήτου μας, λίγο πριν το παραδώσουμε. Όταν η μηχανή έσβησε, συνεχίσαμε να κοιτάμε αποσβολωμένοι το παρμπρίζ μέχρι που ένα δροσερό αεράκι μας συνέφερε. Όλο το ταξίδι περνούσε ξανά μπροστά από τα μάτια μας αλλά τώρα πια δεν οδηγούσαμε το υπέροχο βανάκι μας. Τώρα ήμασταν πάνω σε ένα μαγικό χαλί και ως άλλοι Αλαντίν και πριγκίπισσα Γιασμίν πετούσαμε σαν αερικά πάνω από το νησί. Σχεδόν αγγίζαμε τις ακόμα χιονισμένες βουνοκορφές, γλιστρούσαμε στις πλαγιές των παγετώνων, διασχίζαμε αστραπιαία σεληνιακές εκτάσεις παγωμένης λάβας και φυλακίζαμε στις χούφτες μας λίγη μαύρη άμμο από τις απέραντες ακτές. Διατρέξαμε όλη τη διαδρομή που κάναμε τις τελευταίες δέκα ημέρες πριν προσγειωθούμε απότομα από ένα χτύπο στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Ήταν η κοπέλα από την εταιρεία ενοικίασης και μας χαμογελούσε συγκαταβατικά, σαν να κατάλαβε ότι για κάποια δευτερόλεπτα…απλά δεν ήμασταν εκεί.
Ουσιαστικά μας πήρε από το χέρι, μας βοήθησε να ξεφορτώσουμε τις αποσκευές και μας οδήγησε στο γραφείο της εταιρείας. Πάλι μετά από πέντε λεπτά και ελάχιστα διαδικαστικά, και εμείς ακόμα σαν υπνωτισμένοι, ξαναφορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο που θα μας πήγαινε στο σταθμό των λεωφορείων, όπερ και εγένετο. Μετά από ένα δεκάλεπτο φθάσαμε στο σταθμό και όταν ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την Τσέχα κοπέλα που απλά μετέφερε τους πελάτες εντός της πόλης και από και προς το αεροδρόμιο, καταρρεύσαμε συγκινημένοι στην αγκαλιά της. Με βουρκωμένα μάτια χαιρετηθήκαμε, ανταλλάξαμε τα γνωστά ευχολόγια περί επανασύνδεσης για κάποια στιγμή στο μέλλον (σ.σ. πόσο εύχομαι αυτή η ταξιδιωτική ευχή να βγει αληθινή και ας μην πραγματοποιηθεί καμία άλλη) και αποσβολωμένοι, παρακολουθούσαμε το αυτοκίνητο να ξεμακραίνει. Αντιληφθήκαμε πια την οριστικότητα της στιγμής. Το ποτάμι του χωροχρόνου που μας εναπόθεσε στις σκοτεινές τούτες ακτές, τώρα φούσκωνε ξανά για να μας πάρει πίσω στην πατρίδα και στα παιδιά μας. Και επίσημα, η απίστευτη ισλανδική μας περιπέτεια είχε φθάσει στο τέλος της και η εξιστόρησή της μόλις που άρχιζε…
Περπατώντας κοντά στο παλιό λιμάνι, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις το μπρούντζινο άγαλμα του Ινγκόλφουρ Άρναρσον, του πρώτου Σκανδιναβού εποίκου που έφτασε στις καπνισμένες ακτές τις Ισλανδίας το 874 μ.Χ. και μαζί με την γυναίκα του ίδρυσαν και θεμελίωσαν το Ρέικιαβικ. Αν κάνεις τον κόπο και παρατηρήσεις για λίγα λεπτά το άγαλμα θα δεις πως δεν κοιτάζει ακριβώς ευθεία αλλά μάλλον λοξά. Αν ακολουθήσεις την νοητή προέκταση του βλέμματος θα σταματήσεις σε ένα κτίριο το οποίο μοιάζει με μεταμοντέρνο κάστρο: είναι η Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας. Τυχαία παρατηρώντας την σκηνή, θυμήθηκα πώς αυτή η μικρή χώρα έδωσε για πρώτη φορά το στίγμα της στο ραντάρ μου. Θυμήθηκα ότι τον Οκτώβριο του 2008 αυτή η χώρα των ψαράδων βρέθηκε στο μάτι ενός χρηματοπιστωτικού κυκλώνα που απείλησε την ίδια την υπόστασή τους σαν έθνος αλλά κοίταξαν και αυτοί αγέρωχα προς το τραπεζικό λόμπι και αρνήθηκαν να υποκύψουν στις ορέξεις του. Βγήκαν πολλαπλά τραυματισμένοι από αυτή την σύγκρουση αλλά πλέον επανακάμπτουν συνεχώς. Είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία για να διαβάσει κανείς και ένα μάθημα για το πώς ένας λαός πρέπει να παίρνει την τύχη του στα χέρια του. Και βέβαια, οι συγκρίσεις με τον τρόπο που ένας άλλος γνώριμος λαός (ναι, σε εμάς αναφέρομαι!) σε παρόμοια οικονομική κρίση επέλεξε να πορευτεί, είναι αναπόφευκτες.
Η δεύτερη συγκυρία κατά την οποία το βλέμμα μου εστίασε πάνω στο νησί ήταν το σωτήριο έτος 2010, όταν η φύση αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντοχές και…την υπομονή όλης της Ευρώπης. Η ηφαιστειακή στάχτη έκλεισε τον ευρωπαϊκό εναέριο χώρο και όλη η Γηραιά Ήπειρος έμεινε να κοιτά αποσβολωμένη. «Αυτή η μικρή χώρα δεν είναι με τα καλά της», σκέφτηκα και έπεισα τον εαυτό μου να διερευνήσει έτι περαιτέρω, τι συμβαίνει με αυτόν τον ανεμοδαρμένο τόπο, στη μέση του Ατλαντικού. Το ¨κακό¨ τρίτωσε όταν ήρθα σε επαφή με τις περιγραφές των συνφορουμιτών του Travelstories.gr, που είχαν ήδη επισκεφθεί την χώρα και αφηγούνται εκπληκτικά πράγματα για αυτό το εξωτικό μέρος. Η Ισλανδία μπήκε με μεγάλες αξιώσεις στην bucketlist μου και τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο συλλογής όλο και περισσότερων πληροφοριών. Δεν θα χρησιμοποιήσω εκφράσεις του στυλ «Ήταν ένα όνειρο ζωής που πραγματοποιήθηκε» ή «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα σαν όνειρο να πάω στην Ισλανδία». Θα έδινε σίγουρα έμφαση αλλά θα ήταν πολύ πομπώδες για τις συνήθειές μου. Η πραγματικότητα ήταν αρκετά πιο πεζή και εκπορεύθηκε από μια μοναδικά ανθρώπινη ιδιότητα: την περιέργεια...
Ουσιαστικά μας πήρε από το χέρι, μας βοήθησε να ξεφορτώσουμε τις αποσκευές και μας οδήγησε στο γραφείο της εταιρείας. Πάλι μετά από πέντε λεπτά και ελάχιστα διαδικαστικά, και εμείς ακόμα σαν υπνωτισμένοι, ξαναφορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο που θα μας πήγαινε στο σταθμό των λεωφορείων, όπερ και εγένετο. Μετά από ένα δεκάλεπτο φθάσαμε στο σταθμό και όταν ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την Τσέχα κοπέλα που απλά μετέφερε τους πελάτες εντός της πόλης και από και προς το αεροδρόμιο, καταρρεύσαμε συγκινημένοι στην αγκαλιά της. Με βουρκωμένα μάτια χαιρετηθήκαμε, ανταλλάξαμε τα γνωστά ευχολόγια περί επανασύνδεσης για κάποια στιγμή στο μέλλον (σ.σ. πόσο εύχομαι αυτή η ταξιδιωτική ευχή να βγει αληθινή και ας μην πραγματοποιηθεί καμία άλλη) και αποσβολωμένοι, παρακολουθούσαμε το αυτοκίνητο να ξεμακραίνει. Αντιληφθήκαμε πια την οριστικότητα της στιγμής. Το ποτάμι του χωροχρόνου που μας εναπόθεσε στις σκοτεινές τούτες ακτές, τώρα φούσκωνε ξανά για να μας πάρει πίσω στην πατρίδα και στα παιδιά μας. Και επίσημα, η απίστευτη ισλανδική μας περιπέτεια είχε φθάσει στο τέλος της και η εξιστόρησή της μόλις που άρχιζε…
Περπατώντας κοντά στο παλιό λιμάνι, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις το μπρούντζινο άγαλμα του Ινγκόλφουρ Άρναρσον, του πρώτου Σκανδιναβού εποίκου που έφτασε στις καπνισμένες ακτές τις Ισλανδίας το 874 μ.Χ. και μαζί με την γυναίκα του ίδρυσαν και θεμελίωσαν το Ρέικιαβικ. Αν κάνεις τον κόπο και παρατηρήσεις για λίγα λεπτά το άγαλμα θα δεις πως δεν κοιτάζει ακριβώς ευθεία αλλά μάλλον λοξά. Αν ακολουθήσεις την νοητή προέκταση του βλέμματος θα σταματήσεις σε ένα κτίριο το οποίο μοιάζει με μεταμοντέρνο κάστρο: είναι η Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας. Τυχαία παρατηρώντας την σκηνή, θυμήθηκα πώς αυτή η μικρή χώρα έδωσε για πρώτη φορά το στίγμα της στο ραντάρ μου. Θυμήθηκα ότι τον Οκτώβριο του 2008 αυτή η χώρα των ψαράδων βρέθηκε στο μάτι ενός χρηματοπιστωτικού κυκλώνα που απείλησε την ίδια την υπόστασή τους σαν έθνος αλλά κοίταξαν και αυτοί αγέρωχα προς το τραπεζικό λόμπι και αρνήθηκαν να υποκύψουν στις ορέξεις του. Βγήκαν πολλαπλά τραυματισμένοι από αυτή την σύγκρουση αλλά πλέον επανακάμπτουν συνεχώς. Είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία για να διαβάσει κανείς και ένα μάθημα για το πώς ένας λαός πρέπει να παίρνει την τύχη του στα χέρια του. Και βέβαια, οι συγκρίσεις με τον τρόπο που ένας άλλος γνώριμος λαός (ναι, σε εμάς αναφέρομαι!) σε παρόμοια οικονομική κρίση επέλεξε να πορευτεί, είναι αναπόφευκτες.
Η δεύτερη συγκυρία κατά την οποία το βλέμμα μου εστίασε πάνω στο νησί ήταν το σωτήριο έτος 2010, όταν η φύση αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντοχές και…την υπομονή όλης της Ευρώπης. Η ηφαιστειακή στάχτη έκλεισε τον ευρωπαϊκό εναέριο χώρο και όλη η Γηραιά Ήπειρος έμεινε να κοιτά αποσβολωμένη. «Αυτή η μικρή χώρα δεν είναι με τα καλά της», σκέφτηκα και έπεισα τον εαυτό μου να διερευνήσει έτι περαιτέρω, τι συμβαίνει με αυτόν τον ανεμοδαρμένο τόπο, στη μέση του Ατλαντικού. Το ¨κακό¨ τρίτωσε όταν ήρθα σε επαφή με τις περιγραφές των συνφορουμιτών του Travelstories.gr, που είχαν ήδη επισκεφθεί την χώρα και αφηγούνται εκπληκτικά πράγματα για αυτό το εξωτικό μέρος. Η Ισλανδία μπήκε με μεγάλες αξιώσεις στην bucketlist μου και τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο συλλογής όλο και περισσότερων πληροφοριών. Δεν θα χρησιμοποιήσω εκφράσεις του στυλ «Ήταν ένα όνειρο ζωής που πραγματοποιήθηκε» ή «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα σαν όνειρο να πάω στην Ισλανδία». Θα έδινε σίγουρα έμφαση αλλά θα ήταν πολύ πομπώδες για τις συνήθειές μου. Η πραγματικότητα ήταν αρκετά πιο πεζή και εκπορεύθηκε από μια μοναδικά ανθρώπινη ιδιότητα: την περιέργεια...