mariagl
Member
- Μηνύματα
- 844
- Likes
- 648
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αυστραλία
Η παρακάτω ιστορία αποτελεί μέρος ενός ταξιδιού. Μιας και δεν έχω το χάρισμα του να γραφώ ενδιαφέρουσες ιστορίες όπως κάποια μέλη του φόρουμ που πραγματικά σε καθηλώνουν με τις περιγραφές τους, αποφάσισα να την κάνω περισσότερο φωτοιστορία για να μην κουράσω.
Η πτήση της Jet Star προσγειώθηκε στην ώρα της στο μικρό αλλά συμπαθητικό αεροδρόμιο του Siem Reap. Ήταν μια άνετη και ευχάριστη μεσημεριανή πτήση, και εγώ ήμουνα ξεκούραστη μιας και το αεροπλάνο ήταν σχεδόν άδειο και είχα την ευκαιρία να απλωθώ στην τριάδα των θέσεων χωρίς κάποιον δίπλα μου. H αποβίβαση έγινε γρήγορα και βαδίσαμε προς το κτήριο.
Πέρασα τον έλεγχο με συνοπτικές διαδικασίες. Για την είσοδο χρειάζεται βίζα την οποία είχα βγάλει online για 35 δολάρια και ισχύει για 30 μέρες (https://www.evisa.gov.kh/). Την εκτύπωσα και την κόλλησα στο διαβατήριο μου για ν αποφύγω τη διαδικασία αυτή στο αεροδρόμιο. Το νόμισμα της χώρα είναι το riel αλλά χρησιμοποιείται περισσότερο το Αμερικάνικο δολάριο. Ο υπάλληλος στο ανταλλακτήριο επέμεινε να αλλάξω χρήματα σε ριελ, εγώ επέμενα σε δολάρια, τελικά έκανα κάποια ριελ και κάποια δολάρια. Το αστείο ήταν ότι όταν τελικά πλήρωνα σε δολάρια μου γυρίζαν ρέστα και δολάρια και ριελ. Αφού ξεμπέρδεψα, έκατσα να πιώ ένα καφεδάκι στις αφίξεις έως ότου προσγειωθεί το αεροπλάνο της συνταξιδιώτισσας μου σε μισή περίπου ώρα. Από τους πιο νόστιμους καφέδες που έχω πιει, πραγματικά. Η συνταξιδιώτισσα έφτασε στην ώρα της όπως και ό οδηγός που έστειλε το ξενοδοχείο να μας παραλάβει. Το ξενοδοχείο που μείναμε ήταν το https://www.boreiangkor.com/, και κόστισε περίπου 55 ευρώ τη βραδιά. Ο φιλικότατος οδηγός που μας παρέλαβε λοιπόν, ο Tin Tin, μας ενημέρωσε ότι το ξενοδοχείο ήταν και η οικία του κυβερνήτη του Siem Reap και αυτό μας φάνηκε πολύ αστείο και στην αρχή ανακριβές. Τελικά είχε δίκιο.
Το check in ήταν γρήγορο τακτοποιηθήκαμε αμέσως στο δωμάτιο μας, ένα μεγάλο δωμάτιο περίτεχνα διακοσμημένο με βαριά έπιπλα και δυο άνετα κρεββάτια. Τη θέα προς την πισίνα εμποδίζαν δυο μεγάλα δέντρα αλλά αυτό δεν μ ενδιέφερε και πολύ, μιας και δεν είχα σκοπό να κάτσω στο μπαλκόνι.
Κατεβήκαμε στην πισίνα και είπαμε όσα δεν είχαμε πει ενάμιση χρόνο τώρα, από την προηγούμενη επίσκεψη μου στην Μπανγκόκ. Έπρεπε όμως να καταλήξουμε στο τι θα κάναμε την επόμενη μέρα οπότε αφήσαμε τα νέα για λίγο. Το ότι θα βλέπαμε το Angkor Wat ήταν δεδομένο, αλλά δεν είχαμε καταλήξει στο πως. Το πάρκο είναι πολύ δύσκολο να το δεις μόνος σου, εκτός και αν έχεις νοικιάσει μηχανάκι για μετακινήσεις πράγμα που κανονικά απαγορεύεται παρόλο που τα νοικιάζουν (δε θα το συνιστούσα ποτέ) και έχεις και ένα πολύ καλό βιβλίο οδηγό μαζί σου πράγμα που για μένα είναι δύσκολο και κουραστικό. Η καλύτερη λύση, για μένα πάντα, ήταν ένα μικρό γκρουπ με ξεναγό. Και αυτό είναι ρίσκο γιατί δεν ξέρεις ποσό καλά αγγλικά γνωρίζει ο ξεναγός που θα σου τύχει. Είναι αλήθεια ότι έξω από το πάρκο υπάρχουν ντόπιοι με τουκ τουκ που εκτελούν χρέη ξεναγού αλλά οι περισσότεροι δεν έχουν τις γνώσεις να σου εξηγήσουν κάποια πράγματα, πέραν του ότι γνωρίζουν πολύ καλά την περιοχή. Κλείσαμε λοιπόν ένα small group tour μέσω Viator και σταθήκαμε πολύ τυχερές όπως αποδείχτηκε.
Και αφού οριστικοποιήθηκαν τα αυριανά σχέδια και το στομάχι μου διαμαρτύρονταν έντονα, είπαμε να κατέβουμε στην Pub street να φάμε. Μόλις δυο χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο, αποφασίσαμε να περπατήσουμε. Δεν αισθανθήκαμε ούτε μια στιγμή ανασφάλεια ή φόβο. Ο δρόμος μέχρι το ποτάμι ήταν φωτεινός και με κίνηση, πλην όμως μέσα στη βρωμιά και τη δυσοσμία. Στρίβοντας αριστερά προς τον προορισμό μας, δεν υπήρχαν φώτα εκτός από εκείνα κάποιων καταστημάτων. Τα φανάρια μετρημένα στα δάκτυλα όπως και τα σήματα στους δρόμους. Τα μηχανάκια και τα τουκ τουκ να κινούνται όπως του κατέβει του καθενός δίχως να δίνουν την παραμικρή σημασία στους γύρω τους, να στρίβουν χωρίς να κοιτούν δεξιά ή αριστερά, ένα χάος παντού.
Φτάσαμε στην Pub Street, έναν εντελώς κιτς δρόμο με νέον φώτα, εστιατόρια και παμπ δεξιά και αριστερά όπου μαζεύονται οι τουρίστες για να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουν πίνοντας μπύρα για 50 σεντς το ποτήρι. Όπως αντιλαμβάνεστε, ρέει άφθονη.
Η αλήθεια είναι ότι φάγαμε πολύ καλά και πολύ οικονομικά.
Μετά το φαγητό επειδή δεν είχαμε αντοχή να επισκεφτούμε τη νυχτερινή αγορά, γυρίσαμε πίσω με έναν από τους 10,152 οδηγούς τουκ τουκ που μας προσέγγισαν για 2 δολάρια που τελικά ήταν πολλά. Αλλά τόσο πήγαινε το μαλλί γενικότερα απ’ ότι καταλάβαμε.
Η βραδιά μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό που γενικά κατάλαβα, τουλάχιστον από την λίγη συναναστροφή που είχα με τους Καμποτζιανούς στο Σιέμ Ριπ, ήταν ότι οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί και εξυπηρετικοί αλλά δυστυχώς έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν την αξία του θησαυρού που έχουν δίπλα τους και το εκμεταλλεύονται με εντελώς λάθος τρόπο. Γενικά προσπαθούν να βγάλουν όσα περισσότερα μπορούν από τον τουρίστα γιατί θεωρούν ότι οι τουρίστες είναι πλούσιοι. Αυτή τη νοοτροπία έχουν και περνούν στα παιδιά τους και μάλιστα κάποια στιγμή μου το είπε ξεκάθαρα ένα κοριτσάκι, όταν της είπα ότι δεν έχω χρήματα να αγοράσω αυτό που μου πουλούσε. Τέλος πάντων, το φως έσβησε νωρίς, έν αναμονή της επόμενης μέρας, της επίσκεψης στο αρχαιολογικό πάρκο Angkor.
Η πτήση της Jet Star προσγειώθηκε στην ώρα της στο μικρό αλλά συμπαθητικό αεροδρόμιο του Siem Reap. Ήταν μια άνετη και ευχάριστη μεσημεριανή πτήση, και εγώ ήμουνα ξεκούραστη μιας και το αεροπλάνο ήταν σχεδόν άδειο και είχα την ευκαιρία να απλωθώ στην τριάδα των θέσεων χωρίς κάποιον δίπλα μου. H αποβίβαση έγινε γρήγορα και βαδίσαμε προς το κτήριο.
Πέρασα τον έλεγχο με συνοπτικές διαδικασίες. Για την είσοδο χρειάζεται βίζα την οποία είχα βγάλει online για 35 δολάρια και ισχύει για 30 μέρες (https://www.evisa.gov.kh/). Την εκτύπωσα και την κόλλησα στο διαβατήριο μου για ν αποφύγω τη διαδικασία αυτή στο αεροδρόμιο. Το νόμισμα της χώρα είναι το riel αλλά χρησιμοποιείται περισσότερο το Αμερικάνικο δολάριο. Ο υπάλληλος στο ανταλλακτήριο επέμεινε να αλλάξω χρήματα σε ριελ, εγώ επέμενα σε δολάρια, τελικά έκανα κάποια ριελ και κάποια δολάρια. Το αστείο ήταν ότι όταν τελικά πλήρωνα σε δολάρια μου γυρίζαν ρέστα και δολάρια και ριελ. Αφού ξεμπέρδεψα, έκατσα να πιώ ένα καφεδάκι στις αφίξεις έως ότου προσγειωθεί το αεροπλάνο της συνταξιδιώτισσας μου σε μισή περίπου ώρα. Από τους πιο νόστιμους καφέδες που έχω πιει, πραγματικά. Η συνταξιδιώτισσα έφτασε στην ώρα της όπως και ό οδηγός που έστειλε το ξενοδοχείο να μας παραλάβει. Το ξενοδοχείο που μείναμε ήταν το https://www.boreiangkor.com/, και κόστισε περίπου 55 ευρώ τη βραδιά. Ο φιλικότατος οδηγός που μας παρέλαβε λοιπόν, ο Tin Tin, μας ενημέρωσε ότι το ξενοδοχείο ήταν και η οικία του κυβερνήτη του Siem Reap και αυτό μας φάνηκε πολύ αστείο και στην αρχή ανακριβές. Τελικά είχε δίκιο.
Το check in ήταν γρήγορο τακτοποιηθήκαμε αμέσως στο δωμάτιο μας, ένα μεγάλο δωμάτιο περίτεχνα διακοσμημένο με βαριά έπιπλα και δυο άνετα κρεββάτια. Τη θέα προς την πισίνα εμποδίζαν δυο μεγάλα δέντρα αλλά αυτό δεν μ ενδιέφερε και πολύ, μιας και δεν είχα σκοπό να κάτσω στο μπαλκόνι.
Κατεβήκαμε στην πισίνα και είπαμε όσα δεν είχαμε πει ενάμιση χρόνο τώρα, από την προηγούμενη επίσκεψη μου στην Μπανγκόκ. Έπρεπε όμως να καταλήξουμε στο τι θα κάναμε την επόμενη μέρα οπότε αφήσαμε τα νέα για λίγο. Το ότι θα βλέπαμε το Angkor Wat ήταν δεδομένο, αλλά δεν είχαμε καταλήξει στο πως. Το πάρκο είναι πολύ δύσκολο να το δεις μόνος σου, εκτός και αν έχεις νοικιάσει μηχανάκι για μετακινήσεις πράγμα που κανονικά απαγορεύεται παρόλο που τα νοικιάζουν (δε θα το συνιστούσα ποτέ) και έχεις και ένα πολύ καλό βιβλίο οδηγό μαζί σου πράγμα που για μένα είναι δύσκολο και κουραστικό. Η καλύτερη λύση, για μένα πάντα, ήταν ένα μικρό γκρουπ με ξεναγό. Και αυτό είναι ρίσκο γιατί δεν ξέρεις ποσό καλά αγγλικά γνωρίζει ο ξεναγός που θα σου τύχει. Είναι αλήθεια ότι έξω από το πάρκο υπάρχουν ντόπιοι με τουκ τουκ που εκτελούν χρέη ξεναγού αλλά οι περισσότεροι δεν έχουν τις γνώσεις να σου εξηγήσουν κάποια πράγματα, πέραν του ότι γνωρίζουν πολύ καλά την περιοχή. Κλείσαμε λοιπόν ένα small group tour μέσω Viator και σταθήκαμε πολύ τυχερές όπως αποδείχτηκε.
Και αφού οριστικοποιήθηκαν τα αυριανά σχέδια και το στομάχι μου διαμαρτύρονταν έντονα, είπαμε να κατέβουμε στην Pub street να φάμε. Μόλις δυο χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο, αποφασίσαμε να περπατήσουμε. Δεν αισθανθήκαμε ούτε μια στιγμή ανασφάλεια ή φόβο. Ο δρόμος μέχρι το ποτάμι ήταν φωτεινός και με κίνηση, πλην όμως μέσα στη βρωμιά και τη δυσοσμία. Στρίβοντας αριστερά προς τον προορισμό μας, δεν υπήρχαν φώτα εκτός από εκείνα κάποιων καταστημάτων. Τα φανάρια μετρημένα στα δάκτυλα όπως και τα σήματα στους δρόμους. Τα μηχανάκια και τα τουκ τουκ να κινούνται όπως του κατέβει του καθενός δίχως να δίνουν την παραμικρή σημασία στους γύρω τους, να στρίβουν χωρίς να κοιτούν δεξιά ή αριστερά, ένα χάος παντού.
Φτάσαμε στην Pub Street, έναν εντελώς κιτς δρόμο με νέον φώτα, εστιατόρια και παμπ δεξιά και αριστερά όπου μαζεύονται οι τουρίστες για να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουν πίνοντας μπύρα για 50 σεντς το ποτήρι. Όπως αντιλαμβάνεστε, ρέει άφθονη.
Η αλήθεια είναι ότι φάγαμε πολύ καλά και πολύ οικονομικά.
Μετά το φαγητό επειδή δεν είχαμε αντοχή να επισκεφτούμε τη νυχτερινή αγορά, γυρίσαμε πίσω με έναν από τους 10,152 οδηγούς τουκ τουκ που μας προσέγγισαν για 2 δολάρια που τελικά ήταν πολλά. Αλλά τόσο πήγαινε το μαλλί γενικότερα απ’ ότι καταλάβαμε.
Η βραδιά μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό που γενικά κατάλαβα, τουλάχιστον από την λίγη συναναστροφή που είχα με τους Καμποτζιανούς στο Σιέμ Ριπ, ήταν ότι οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί και εξυπηρετικοί αλλά δυστυχώς έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν την αξία του θησαυρού που έχουν δίπλα τους και το εκμεταλλεύονται με εντελώς λάθος τρόπο. Γενικά προσπαθούν να βγάλουν όσα περισσότερα μπορούν από τον τουρίστα γιατί θεωρούν ότι οι τουρίστες είναι πλούσιοι. Αυτή τη νοοτροπία έχουν και περνούν στα παιδιά τους και μάλιστα κάποια στιγμή μου το είπε ξεκάθαρα ένα κοριτσάκι, όταν της είπα ότι δεν έχω χρήματα να αγοράσω αυτό που μου πουλούσε. Τέλος πάντων, το φως έσβησε νωρίς, έν αναμονή της επόμενης μέρας, της επίσκεψης στο αρχαιολογικό πάρκο Angkor.