art
Member
- Μηνύματα
- 9
- Likes
- 60
- Επόμενο Ταξίδι
- Ghana
- Ταξίδι-Όνειρο
- Νησί του Πάσχα
O γύρος της Ινδονησίας σε έναν μήνα?
Μεγαλεπήβολο το σχέδιο για μια τόσο μεγάλη αρχιπελαγική χώρα, με δυσκολίες στις μετακινήσεις.
Όμως τόσο χρόνο θα έχουμε και θέλω να χωρέσω στο πρόγραμμα μας όσο το δυνατόν περισσότερα από τα μέρη που μου έχουν εξιστορήσει φίλοι και γνωστοί που βρέθηκαν στο δρόμο μου στα 4 χρόνια που πέρασα στο Μπαλί της Ινδονησίας. Έχω ταξιδέψει μέσα από ιστορίες που άκουσα για την Παπούα, το Sulawesi και τόσα άλλα μέρη. Συν του ότι θέλω να πάρει μια γεύση από την μαγική αυτή χωρά με τον πιο απίθανο λαό ο Η. με τον οποίο θα ταξιδέψουμε μαζί.
Οργανώνουμε το ταξίδι περίπου ένα εξάμηνο πριν, όταν κλείσαμε τα εισιτήρια με την Scoot. Στο πρόγραμμα δεν περιλαμβάνεται το Μπαλί καθώς είναι μέρος γνώριμο και για τους δύο.
Ξεκινάμε λοιπόν την περιπέτεια!
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε στην ιστορία μας
και ένα Spoiler Video:
Κεφάλαιο 1 - Νησί Java (Jakarta & Bandung)
Μετά την 11ωρη πτήση Αθήνα - Σιγκαπούρη και τις 10 ώρες αναμονή στην Σιγκαπούρη (κατά την αναμονή επιλέξαμε βόλτα για φαγητό στην αραβική γειτονιά της Σιγκαπούρης, Haji Lane και πέριξ, όπου φτάνεις πανεύκολα με το μετρό) επιβιβαζόμαστε στην πτήση για Jakarta.
Επιτέλους θα βρεθώ στην πρωτεύουσα, η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πάει ποτέ παρόλο που βρισκόμουν τόσο καιρό στην χώρα.
Έχοντας ακούσει από όλους τα χειρότερα για την πολυπληθή και γεμάτη νέφος μεγαλούπολη, μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.. στα δικά μου μάτια η Τζακάρτα δεν ήταν καθόλου άσχημη, αντίθετα μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η διαφορετική αυτή πλευρά της Ινδονησίας, πιο μοντέρνα από το Μπαλί και ο κόσμος πιο κοντά στα δικά μου δεδομένα, ως παιδί της πόλης κι εγώ.
Μου έκανε εντύπωση ότι εδώ το μουσουλμανικό στοιχείο είναι έντονο, με τον ξενοδόχο να μας ενημερώσει πως αν δεν είμαστε παντρεμένοι απαγορεύεται να μείνουμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Μάλιστα μας έδωσε και σχετικό φυλλάδιο και επέμεινε να τον διαβεβαιώσουμε ότι είμαστε παντρεμένοι πριν μας δώσει το κλειδί! Στο δωμάτιο μας υπήρχε γυάλινη προθήκη με το Κοράνι και φυσικά ο ιμάμης ακουγόταν στη διαπασών ανά λίγες ώρες. Επίσης, όλα τα δωμάτια στα οποία μείναμε μέχρι το τέλος του ταξιδιού μας, είχαν σημειωμένο το qiblah (=βέλος – πυξίδα που δείχνει στους πιστούς προς ποια κατεύθυνση πρέπει να προσευχηθούν, δηλαδή προς την Μέκκα). Όλα αυτά είναι αναμενόμενα βέβαια σε μια χώρα όπου το 90% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο 10% μοιράζεται μεταξύ πολλών θρησκειών (χριστιανοί Προτεστάντες & Καθολικοί, Ινδουιστές, Βουδιστές και άλλες τοπικές θρησκείες) και δεν μιλάμε για μικρό αριθμό, καθώς το 10% από τα συνολικά 280 εκατομμύρια πληθυσμού της Ινδονησίας (2023) είναι και πάλι αρκετός κόσμος.
Καταλήγω ότι στο ινδουιστικό Bali είχα μια ψευδή εικόνα: οι μουσουλμάνοι που γνώρισα εκεί ακολουθούσαν μια πιο λάιτ εκδοχή της θρησκείας τους, αλλά βλέπω τώρα ότι αυτό δεν ισχύει στην υπόλοιπη χώρα.
Τζακάρτα λοιπόν για μια βραδιά, ξεκούραση και φαγητό στο ξενοδοχείο μετά την πολύωρη πτήση, καθώς την επόμενη μέρα αναχωρούμε για Bandung.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Έχω μεγάλη χαρά και ανυπομονησία γιατί ο λόγος επίσκεψής μας στην πόλη αυτή είναι να συναντήσουμε την παλιά μου συνεργάτιδα και καλή φίλη Jessica. Όπως μας πρότεινε, κάναμε το ταξίδι Jakarta - Bandung με το γρήγορο “Whoosh train” που μόλις τον Οκτώβριο του 2023 ξεκίνησε να λειτουργεί και είναι από τα γρηγορότερα στον κόσμο με ταχύτητα που φτάνει τα 380 χλμ/ώρα . Σκεφτείτε ότι η διαδρομή αυτή που με το συμβατικό τρένο είναι 3 ώρες, τώρα γίνεται μέσα σε 30 λεπτά! Συνολικά κάναμε μια ώρα για να φτάσουμε στο κέντρο της Bandung. (μετά το γρήγορο τρένο επιβιβαστήκαμε στην απλή συγκοινωνία της πόλης που μας μετέφερε στο κέντρο)
Η αυθόρμητη Τζέσικα μας υποδέχεται με επιφωνήματα χαράς και γέλια. Η γλυκιά μας φίλη μας έχει κλείσει ξενοδοχείο στο κέντρο που ονομάζεται ...Little Mykonos για να είμαστε οικεία! Γελάσαμε όταν το είδαμε, σε ελληνικό ντιζάιν φυσικά, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν μας είχε λείψει, παρόλα αυτά η διαμονή μας εκεί ήταν άψογη. Παρεμπιπτόντως, δεν υπήρχε κανένας Έλληνας ούτε στο προσωπικό ούτε ως πελάτης (ούτε και συναντήσαμε κάποιον άλλον Έλληνα σε όλο το ταξίδι μας του ενός μήνα).
Ακολούθησαν βροχερές μέρες και είχα ήδη αρχίσει να έχω συνάχι, οπότε κάναμε τις περισσότερες βόλτες με αμάξι και όχι με μηχανάκι ή πεζοί όπως υπολογίζαμε. Εδώ φάγαμε τα καλύτερα φαγητά στη διάρκεια όλου του ταξιδιού μας, πρόκειται για μια μοντέρνα πόλη με πολλές επιλογές, ακόμα και εναλλακτικές - καλλιτεχνικές περιοχές. Μερικά ωραία μέρη για φαγητό και ποτό: Gang Nikmat και Ton Kedai για οικονομικά και τοπικά πιάτα, ενώ για πιο ακριβές εξόδους Masa και Hutanika (έχει και ζωντανή μουσική και αίθουσα για μπιλιάρδο).
Αγαπημένη μας βόλτα ήταν παραδόξως η διαδρομή που κάναμε τυχαία για να βρούμε φαρμακείο: το gps μας οδήγησε μέσα από κάτι στενάκια σε απίστευτες φτωχογειτονιές κτισμένες πάνω στο ποτάμι που θύμιζαν φαβέλες. Οι εικόνες ήταν βγαλμένες από ταινία, σκεφτείτε ότι στην αρχή κώλωσα λίγο να μπούμε (υπήρχε κάτι σαν πύλη - είσοδος) αλλά ο Η. περπατούσε ακάθεκτος οπότε ακολούθησα. Έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα να συνομιλώ στα σπαστά ινδονησιακά μου με όλη τη γειτονιά που μαζεύτηκε για να δει τους bule* που επισκέφτηκαν τα μέρη τους και με ένα τσούρμο από πιτσιρίκια που μας ακολουθούσαν γελώντας.
*bule: έτσι αποκαλούν στην ινδονησιακή αργκό όλους τους λευκούς – δυτικούς, έχει έναν περιπαιχτικό τόνο και κυριολεκτικά σημαίνει αλμπίνο.
Οι Ινδονήσιοι γενικά είναι πολύ φιλικός και καλοσυνάτος λαός, δεν τους ενοχλεί ο φωτογραφικός φακός, ίσα ίσα πολλές φορές ζητούν οι ίδιοι να τους φωτογραφίσεις. Εδώ λοιπόν έβγαλα την αγαπημένη μου φωτογραφία με τα πιτσιρίκια που ποζάρουν.
Την τελευταία μέρα πάρα τη βροχή περπατήσαμε αρκετά.
Αυτή τη φορά η Τζέσικα ήρθε μονή της -χωρίς τον φίλο της που προτιμά πιο ακριβές εξόδους- οπότε ήρθε η ώρα να θυμηθούμε τα παλιά και να πάρουμε σβάρνα τα night markets με καντίνες φαγητού για να δοκιμάσουμε ινδονησιακές γεύσεις και λιχουδιές σαν ντόπιοι. Η φιλενάδα μου, όπως οι περισσότεροι Ινδονήσιοι, έχει τρέλα με το street food, έτσι έχει μυήσει και εμένα παρόλο που στην αρχή ήμουν επιφυλακτική. Έχω συνδυάσει λοιπόν τις εξόδους μας με καντίνες φαγητού & ποτού, οπότε ανυπομονούσα. Αρχικά μας πρότεινε να δοκιμάσουμε ένα τοπικό γλυκό, κάτι σαν κρέπα αλλά φτιαγμένο από ρύζι με μια πράσινη γέμιση, το πράσινο χρώμα οφείλεται στο αρωματικό φυτό pandan. Πεντανόστιμο, το συνοδέψαμε με ζεστό τσάι με τζίντζερ κ λεμόνι και αράξαμε σε κάτι πλαστικά τραπεζάκια. Στη συνέχεια δοκιμάσαμε nasi campur (=ρύζι με μιξ συνοδευτικών), sate (= το ινδονησιακό καλαμάκι) και το καλύτερο tempeh (=σνακ από σόγια) σύμφωνα με τη Τζέσικα
Ξημέρωσε η τελευταία μας μέρα στην Bandung, οπότε δυστυχώς έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τους φίλους μας και να πάρουμε και πάλι το γρήγορο τρένο για την Τζακάρτα.
Αυτή τη φορά θα είχαμε λίγο χρόνο να πάρουμε μια γεύση από την μαγευτική πρωτεύουσα.
Το ξενοδοχείο μας ήταν αρκετά κεντρικό και η βόλτα μας ξεκίνησε σε αναζήτηση ινδονησιακών πούρων για τον Η. που είναι φαν. Περιέργως ενώ παράγουν πούρα, οι Ινδονήσιοι δεν τα προτιμούν, οπότε δεν βρήκαμε σε κανένα τοπικό μάρκετ. Τα μόνα μέρη που βρήκαμε Ινδονησιακά πούρα ήταν μέσα σε ακριβά ξενοδοχεία και σε mall στα σημεία με σουβενίρ. Και πάλι ο Η. ενθουσιάστηκε με την ποιότητα και την τιμή τους οπότε μια χαρά.
Είχε ήδη νυχτώσει όταν συνεχίσαμε τη βόλτα μας προς την κεντρική Merdeka Square, μια από τις μεγαλύτερες πλατείες στον κόσμο, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας και περιβάλλεται από πολλά σημαίνοντα κτήρια όπως το εθνικό μουσείο, η εθνική βιβλιοθήκη, το δημαρχείο, τα δικαστήρια και άλλα κτήρια διοίκησης.
Η έκταση όμως ήταν τόσο τεράστια που ήταν αδύνατο να τα περπατήσουμε όλα, οπότε αφού πήραμε μια μικρή γεύση του κέντρου, στρίψαμε στην οδό Cikini με σκοπό να φάμε κάτι και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας.
Το μόνο εστιατόριο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν το Garuda Restaurant που αποδείχθηκε ενδιαφέρουσα επιλογή, καθώς πρόκειται για μια "κυριλέ" εκδοχή φαγητού από την περιοχή Padang της Σουμάτρας (για μένα η καλύτερη κουζίνα της Ινδονησίας). Καθίσαμε και πριν προλάβουμε καν να δούμε το μενού άρχισαν να γεμίζουν το τραπέζι μας με διάφορα πιάτα.. έφερναν, έφερναν ώσπου τίγκαρε και αρχίσαν να τα βάζουν το ένα πάνω στο άλλο! Δεν μιλούσε κανείς αγγλικά αλλά καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να επιλέξουμε και να φάμε ότι θέλουμε. Όταν μιλάμε για Padang κουζίνα ένα είναι το σήμα κατατεθέν: rendang (μοσχάρι που μοιάζει οπτικά με το δικό μας κοκκινιστό, αλλά πικάντικο και κρεμώδες με γάλα καρύδας και πολλά πολλά μπαχαρικά). Επιλέξαμε λοιπόν αυτό, κοτόπουλο με κάρυ, ομελέτα, και κάποια λαχανικά. Η ποιότητα ήταν κάτω του μετρίου αλλά και μόνο που έφαγα το αγαπημένο μου rendang μου αρκούσε. Ο Η. απογοητεύτηκε από το φαγητό και αναπόλησε μια πίτα με γύρο.
Ύπνος όμως τώρα, γιατί η αυριανή μέρα θα είναι μεγάααλη.. Τι εννοώ: θα ξεκουραστούμε όσο περισσότερο μπορούμε γιατί 12 η ώρα το επόμενο βράδυ αναχωρούμε για το όνειρο ζωής: Raja Ampat.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΟ ΠΡOΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ:
Μια ώρα περίπου στο ταξί με προορισμό το αεροδρόμιο της Jakarta και εκεί αναμονή για την 4ωρη πτήση: στις 12 το βράδυ πετάμε για την πόλη Sorong του νησιού Papua, και με τη διαφορά ώρας προσγειωνόμαστε στις 6 το πρωί. Από εκεί παίρνουμε ταξί για το λιμάνι καθώς στις 9 αναχωρεί το πρώτο καράβι που θα πάρουμε, το οποίο θα κάνει περίπου 3 ώρες για να μας πάει στο νησί Waigeo: πρόκειται για την είσοδο στο διάσημο σύμπλεγμα παραδεισένιων νήσων Raja Ampat. Εκεί θα μας περιμένει ένα δεύτερο πλοιάριο - βαρκάκι (πριβέ) με το οποίο θα ταξιδέψουμε άλλες 3-4 ώρες για να φτάσουμε στο νησάκι που επιλέξαμε ως βάση, και όπου θα διανυκτερεύσουμε όλη την εβδομάδα που μας έρχεται.
Κεφάλαιο 2 – Δυτική Παπούα - Raja Ampat
Μόλις προσγειωνόμαστε και με το που πατάμε το πόδι μας στο έδαφος της Παπούα καταλαβαίνουμε ότι κάτι διαφορετικό θα ζήσουμε εδώ.
Το αεροδρόμιο, η ζούγκλα, οι ντόπιοι, ο αέρας, η ατμόσφαιρα, όλα τόσο διαφορετικά και ενώ "είχαμε δει βιντεάκια" και "το είχαμε διαβάσει" κι όμως όταν το βλέπεις με τα μάτια σου και το νιώθεις με τις αισθήσεις σου είναι αλλιώς.
Η διαδρομή για το λιμάνι και το ίδιο το λιμάνι είναι εμπειρίες από μόνες τους. Οι λιγοστοί άνθρωποι εκεί στις 6 το πρωί, - φιγούρες βγαλμένες από ταινία- η ζούγκλα να ξεχειλίζει παντού γύρω μας, το εγκαταλελειμμένο κτήριο - εκδοτήριο εισιτηρίων, η τροπική ζέστη και το μοναδικό γραφικό μαγαζάκι που βρήκαμε για να πάρουμε νερά είναι εικόνες που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.
Σιγά σιγά αρχίζουν να μαζεύονται κι άλλοι bule σαν εμάς εν αναμονή του πλοίου. Όλοι κεντροευρωπαίοι, ακούμε κυρίως γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά. Μάλιστα αρκετοί μας ρωτούν αν θέλουμε να μοιραστούμε το βαρκάκι στο επόμενο στάδιο του ταξιδιού, αλλά ο δικός μας προορισμός είναι αρκετά απομονωμένος, μακριά από τα "τουριστικά" Kri και Fam islands που πάνε οι περισσότεροι.
Αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο να βρούμε και να μπούμε στο καράβι μας, καθώς έπρεπε να εισέλθουμε πρώτα σε άλλο καράβι που είχε προσαράξει μπροστά του και μετά από εκεί να περάσουμε πάνω από σανίδες στο δικό μας. Κουβαλώντας και τα πράγματα, φτάσαμε κατάκοποι στο πλοίο μας, κατεβήκαμε τις σκάλες και καθίσαμε στις αριθμημένες θέσεις μας. Βρισκόμασταν στο χαμηλότερο επίπεδο του πλοίου, γεγονός που προκαλούσε μια δυσφορία στον Η.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και όταν τα άνοιξα είχαμε ήδη φτάσει. Ο Η. μου εξήγησε αργότερα πως ήμουν τυχερή που κοιμήθηκα γιατί δεν είδα τις κατσαρίδες που αλώνιζαν δεξιά κι αριστερά στους τοίχους (!)
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Το τοπίο που αντικρίσαμε βγαίνοντας από το καράβι ήταν απίστευτο. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν ντόπιοι, οπότε βγαίνοντας κατευθύνονταν προς τον οικισμό του νησιού, σε αντίθεση με τους τουρίστες σαν εμάς που οδηγηθήκαμε σε μια ξύλινη προβλήτα. Εκεί ήταν το γραφείο τουρισμού, πολύ οργανωμένο με άτομα που μιλούσαν αγγλικά (σπάνιο φαινόμενο), ρώτησαν σε ποιο νησί θα μείνουμε, καταχώρησαν τα στοιχεία διαβατήριου μας και μας χρέωσαν την ανάλογη είσοδο (εμείς πληρώσαμε 300.000idr = 20 ευρώ έκαστος)
Ήρθε λοιπόν η ώρα να συναντήσουμε face to face τον φίλο Ferdinand που θα μας παραλάβει για να μας πάει στο "νησί μας". Ο λόγος για τον ιδιοκτήτη των bungalows που είχαμε κάνει κράτηση, με τον οποίο μέχρι τώρα είχαμε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία για να μας δώσει διάφορες οδηγίες.
Τον βλέπουμε να μας χαιρετάει από μακριά και είναι μαζί του η γυναίκα του, το παιδί του και άλλο ένα ζευγάρι νεαρών Παπουανών με 2-3 μπόμπιρες. Όλοι αυτοί μέσα στην (υποτίθεται πριβε!) γαλάζια ξύλινη βάρκα που θα μας μεταφέρει στον παράδεισο μας. Ο γιος του Ferdinand μας καθυστερεί με τις σκανταλιές του καθώς προσπαθεί να πηδήξει στη θάλασσα και ξεκαρδίζομαι μαζί του.
Το ταξίδι ξεκινάει χαλαρό και ήρεμο, με ένα α π ε ρ ί γ ρ α π τ ο τοπίο τριγύρω μας και εγώ να μην ξέρω που να πρωτοκοιτάξω και τι να πρωτοβγάλω φωτογραφία! Βρισκόμαστε σε έναν κόλπο με διάσπαρτα καταπράσινα νησάκια – όνειρο, με την θάλασσα λάδι όλη την πρώτη ώρα του ταξιδιού, τίποτα δεν μας προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει. Όταν αρχίζουμε πια να ξανοιγόμαστε στον ανοιχτό ωκεανό, βλέπω τον Η. κάπως σφιγμένο γιατί είμαστε ελαφρώς εκτεθειμένοι στα πρώτα κύματα. Εγώ τον κοροϊδεύω αλλά τα κύματα αρχίζουν όντως να αγριεύουν με την τελευταία ώρα του ταξιδιού να μας βρει λούτσα, παρόλο που φορέσαμε όλοι αδιάβροχα.
Τρανταζόμαστε πολύ και θαλασσοχτυπιόμαστε αλλά εγώ προσπαθώ να μαντέψω ποιο από όλα αυτά τα νησάκια στον ορίζοντα θα είναι το σπίτι μας.
Pak Ferdinand εδώ ? Όχι όχι ακόμα.. Μήπως αυτό ? Λίγο παρακάτω..
Κάποια στιγμή διακρίνω ένα νησί με ολόλευκη παράλια, κοκοφοίνικες και 2-3 καλύβες. Ο Ferdinand μου κλείνει το μάτι. Jou Suba! Ξεπέρασε και τις προσδοκίες μου και οτιδήποτε έχω δει ή μπορούσα να φανταστώ! Μας εξήγησε πως αυτή τη στιγμή στο νησί βρίσκεται μόνο μια πελάτισσα ακόμη, μια σόλο ταξιδιώτισσα από τη Δανία. Εκτός από αυτήν στο νησί διαμένουν 2-3 ντόπιοι ως προσωπικό (η μαγείρισσα και οι οδηγοί μας) μόνο για τις μέρες που υπάρχει πελάτης. Οι ντόπιοι που δουλεύουν στα bungalows του ακατοίκητου αυτού κατά τα άλλα νησιού, είναι κάτοικοι του κοντινού νησιού Mutus island. Το νησί Mutus είναι εξίσου μικρό με το δικό μας νησί αλλά έχει οικισμό, λιμανάκι ακόμα και σχολείο.
Το νησί μας περιβάλλεται από λευκή παραλία και μπορείς μέσα σε 1μιση ώρα να το περπατήσεις περιμετρικά σε πλήρη κύκλο τις πρωινές ώρες που έχει άμπωτη. Στο εσωτερικό του υπάρχει ζούγκλα, με πλούσια βλάστηση από κοκοφοίνικες και άλλα τροπικά δέντρα. Μπορείς να το διασχίσεις μέσα σε περίπου 40 λεπτά, αλλά μόνο με τη βοήθεια ντόπιου οδηγού καθώς δεν υπάρχει μονοπάτι.
Στην πλευρά του νησιού όπου βρίσκεται η δική μας καλύβα απολαμβάνουμε την ανατολή του ηλίου, ενώ για να δούμε το ηλιοβασίλεμα πρέπει να πάμε στην απέναντι πλευρά του νησιού, όπου υπάρχουν άλλες 2 καλύβες αυτές κτισμένες πάνω στο νερό.
Οι δικές μας είναι κτισμένες πάνω στην λευκή παραλία και ο βυθός που εκτείνεται μπροστά, χωρίς υπερβολή ήταν ο καλύτερος που είδα και έχω δει ποτέ.
Εκτός από την καλύβα μας και την διπλανή καλύβα όπου μένει η κοπέλα από τη Δανία, υπάρχουν άλλες 3 καλύβες για τα άτομα που εργάζονται εκεί και για τον Ferdinand που ήρθε διακοπές, μια καλύβα - κουζίνα όπου το προσωπικό προετοιμάζει το φαγητό μας και ακόμα μια καλύβα - τραπεζαρία για τους πελάτες μόνο, όπου μας σερβίρεται καθημερινά πρωινό, σνακ, μεσημεριανό και βραδινό.
Η διπλανή κοπέλα είναι αρκετά ομιλητική και έξω καρδιά, οι ντόπιοι πολύ συμπαθητικοί αν και δεν μιλούν καθόλου αγγλικά, κυριολεκτικά ούτε hello. Παρόλα αυτά, τα φτωχά μου ινδονησιακά αρκούν για να γίνουμε όλοι μια παρέα. Τα επόμενα βράδια μας βρίσκουν να αράζουμε όλοι μαζί και να συζητάμε σε μισά ινδονησιακά, μισά αγγλικά, ενώ ο Η. βγάζει φωτογραφίες τα αστέρια τα τόσο φωτεινά σε αυτό το μαγικό μέρος του πλανήτη.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξημερώνει η δεύτερη μέρα και ο καιρός προβλέπεται καλός, οπότε αποφασίζουμε να κάνουμε την πολυπόθητη εκδρομή στο σύμπλεγμα Wayag, τον βασικό λόγο που μας έφερε ως εδώ. Αναχωρούμε πρωί πρωί κατά τις 6, με το γαλάζιο μας βαρκάκι συνοδευόμενοι από τον οδηγό της βάρκας pak Oliver και τον νεαρό Mayo, ο οποίος θα μας καθοδηγεί. Η διαδρομή φυσικά το κάτι άλλο, οπότε οι 3 ώρες μέχρι να φτάσουμε πέρασαν νερό.
Παρόλο που τελικά άρχισε να ψιχαλίζει, δεν πτοούμαστε και ξεκινάμε την απαραίτητη αναρρίχηση για να φτάσουμε στο σημείο – παρατηρητήριο, από όπου έχουν βγει οι περισσότερες φωτογραφίες που εμφανίζονται όταν γκουγκλάρεις “raja ampat”. Ο οδηγός μας ο Mayo σαν γνήσιος Παπούα σκαρφαλώνει γρήγορα και μάλιστα ξυπόλητος, ενώ εμείς με τα αθλητικά μας και με σχοινιά πασχίζουμε και αναθεματίζουμε τη βροχή που μόλις ξέσπασε τη δύσκολη αυτή ώρα. Όταν τελικά φτάνουμε στην κορυφή το τοπίο μας ανταμείβει, πραγματικά καθηλωτικό, νομίζω οι φωτογραφίες μιλούν από μόνες τους.
Μετά από βαρκάδα ανάμεσα στα υπέροχα αυτά νησάκια και αφού σταθήκαμε τυχεροί και είδαμε να κολυμπάει δίπλα στη βάρκα μας ένα τεράστιο σαλάχι, οδεύουμε στο τελευταίο spot της μονοήμερης εκδρομής μας, το σημείο με τους καρχαρίες. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι να περιμένουμε λόγω δυσκολίας επικοινωνίας με τα παιδιά που μας συνοδεύουν, αλλά μου αρέσουν οι εκπλήξεις οπότε ανυπομονώ… το παραδέχομαι, ίσως να φοβάμαι και λίγο!
Σύντομα λοιπόν καταφθάνουμε σε ένα ακόμη παρθένο νησί, ακατοίκητο και αυτό με ατελείωτη λευκή παραλία και πλούσια βλάστηση.
Το μόνο που υπάρχει πάνω στο νησί είναι μια ξύλινη περιποιημένη προβλήτα και κάποιες υποτυπώδεις εγκαταστάσεις για camping οι οποίες όμως τώρα είναι άδειες: ένα μεγάλο στέγαστρο, τουαλέτες, ξύλινα τραπεζάκια πικ νικ και μια ταμπέλα όπου γράφει πως το νησί είναι προστατευόμενο γιατί αποτελεί μέρος όπου γεννούν καρχαρίες. Στο νησί είμαστε μόνο εμείς και βλέπουμε ότι όντως δίπλα στο αγκυροβολημένο βαρκάκι μας διακρίνουμε με ευκολία μέσα στα κρυστάλλινα νερά, 2-3 μικρούς καρχαρίες να το γυροφέρνουν. Αρχίσαμε να τους παρατηρούμε ενθουσιασμένοι από την ξύλινη προβλήτα. Σύντομα καταφθάνει μια δεύτερη βάρκα με ασιάτες τουρίστες οι οποίοι προς έκπληξή μας πλησιάζουν αρκετά τα καρχαριάκια βουτώντας τα πόδια τους ως το γόνατο στο σημείο που γυρόφερναν. Μάλιστα ο ντόπιος οδηγός τους βουτάει για τα καλά στη θάλασσα και αρχίζει να τα ταΐζει εντόσθια από ψάρια, έτσι μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύτηκε ολόκληρο κοπάδι από καρχαρίες!
Δεν ήταν δυνατόν να μείνουμε απλοί θεατές, οπότε αφού πήραμε τη συμβουλή του Mayo να μην βουτάμε τα χέρια μας μέσα, μπαίνουμε κι εμείς δειλά δειλά στα ρηχά νερά. Από τις καλύτερες εμπειρίες που έχω ζήσει, τα ζώα αυτά είναι τόσο επιβλητικά που σου προκαλούν ένα δέος.
(πρόσθεσα σχετικό βίντεο σε παρακάτω σχόλιο)
Η εκδρομή τελειώνει με πικ νικ στην παραλία, χάρη στα ταπεράκια φαγητού που έχει προνοήσει να ετοιμάσει και για τους τέσσερίς μας η μαμά του Mayo (η μαγείρισσα) και μετά με βαριά καρδιά παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού.
Μεγαλεπήβολο το σχέδιο για μια τόσο μεγάλη αρχιπελαγική χώρα, με δυσκολίες στις μετακινήσεις.
Όμως τόσο χρόνο θα έχουμε και θέλω να χωρέσω στο πρόγραμμα μας όσο το δυνατόν περισσότερα από τα μέρη που μου έχουν εξιστορήσει φίλοι και γνωστοί που βρέθηκαν στο δρόμο μου στα 4 χρόνια που πέρασα στο Μπαλί της Ινδονησίας. Έχω ταξιδέψει μέσα από ιστορίες που άκουσα για την Παπούα, το Sulawesi και τόσα άλλα μέρη. Συν του ότι θέλω να πάρει μια γεύση από την μαγική αυτή χωρά με τον πιο απίθανο λαό ο Η. με τον οποίο θα ταξιδέψουμε μαζί.
Οργανώνουμε το ταξίδι περίπου ένα εξάμηνο πριν, όταν κλείσαμε τα εισιτήρια με την Scoot. Στο πρόγραμμα δεν περιλαμβάνεται το Μπαλί καθώς είναι μέρος γνώριμο και για τους δύο.
Ξεκινάμε λοιπόν την περιπέτεια!
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε στην ιστορία μας
και ένα Spoiler Video:
Κεφάλαιο 1 - Νησί Java (Jakarta & Bandung)
Μετά την 11ωρη πτήση Αθήνα - Σιγκαπούρη και τις 10 ώρες αναμονή στην Σιγκαπούρη (κατά την αναμονή επιλέξαμε βόλτα για φαγητό στην αραβική γειτονιά της Σιγκαπούρης, Haji Lane και πέριξ, όπου φτάνεις πανεύκολα με το μετρό) επιβιβαζόμαστε στην πτήση για Jakarta.
Επιτέλους θα βρεθώ στην πρωτεύουσα, η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πάει ποτέ παρόλο που βρισκόμουν τόσο καιρό στην χώρα.
Έχοντας ακούσει από όλους τα χειρότερα για την πολυπληθή και γεμάτη νέφος μεγαλούπολη, μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.. στα δικά μου μάτια η Τζακάρτα δεν ήταν καθόλου άσχημη, αντίθετα μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η διαφορετική αυτή πλευρά της Ινδονησίας, πιο μοντέρνα από το Μπαλί και ο κόσμος πιο κοντά στα δικά μου δεδομένα, ως παιδί της πόλης κι εγώ.
Μου έκανε εντύπωση ότι εδώ το μουσουλμανικό στοιχείο είναι έντονο, με τον ξενοδόχο να μας ενημερώσει πως αν δεν είμαστε παντρεμένοι απαγορεύεται να μείνουμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Μάλιστα μας έδωσε και σχετικό φυλλάδιο και επέμεινε να τον διαβεβαιώσουμε ότι είμαστε παντρεμένοι πριν μας δώσει το κλειδί! Στο δωμάτιο μας υπήρχε γυάλινη προθήκη με το Κοράνι και φυσικά ο ιμάμης ακουγόταν στη διαπασών ανά λίγες ώρες. Επίσης, όλα τα δωμάτια στα οποία μείναμε μέχρι το τέλος του ταξιδιού μας, είχαν σημειωμένο το qiblah (=βέλος – πυξίδα που δείχνει στους πιστούς προς ποια κατεύθυνση πρέπει να προσευχηθούν, δηλαδή προς την Μέκκα). Όλα αυτά είναι αναμενόμενα βέβαια σε μια χώρα όπου το 90% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο 10% μοιράζεται μεταξύ πολλών θρησκειών (χριστιανοί Προτεστάντες & Καθολικοί, Ινδουιστές, Βουδιστές και άλλες τοπικές θρησκείες) και δεν μιλάμε για μικρό αριθμό, καθώς το 10% από τα συνολικά 280 εκατομμύρια πληθυσμού της Ινδονησίας (2023) είναι και πάλι αρκετός κόσμος.
Καταλήγω ότι στο ινδουιστικό Bali είχα μια ψευδή εικόνα: οι μουσουλμάνοι που γνώρισα εκεί ακολουθούσαν μια πιο λάιτ εκδοχή της θρησκείας τους, αλλά βλέπω τώρα ότι αυτό δεν ισχύει στην υπόλοιπη χώρα.
Τζακάρτα λοιπόν για μια βραδιά, ξεκούραση και φαγητό στο ξενοδοχείο μετά την πολύωρη πτήση, καθώς την επόμενη μέρα αναχωρούμε για Bandung.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Έχω μεγάλη χαρά και ανυπομονησία γιατί ο λόγος επίσκεψής μας στην πόλη αυτή είναι να συναντήσουμε την παλιά μου συνεργάτιδα και καλή φίλη Jessica. Όπως μας πρότεινε, κάναμε το ταξίδι Jakarta - Bandung με το γρήγορο “Whoosh train” που μόλις τον Οκτώβριο του 2023 ξεκίνησε να λειτουργεί και είναι από τα γρηγορότερα στον κόσμο με ταχύτητα που φτάνει τα 380 χλμ/ώρα . Σκεφτείτε ότι η διαδρομή αυτή που με το συμβατικό τρένο είναι 3 ώρες, τώρα γίνεται μέσα σε 30 λεπτά! Συνολικά κάναμε μια ώρα για να φτάσουμε στο κέντρο της Bandung. (μετά το γρήγορο τρένο επιβιβαστήκαμε στην απλή συγκοινωνία της πόλης που μας μετέφερε στο κέντρο)
Η αυθόρμητη Τζέσικα μας υποδέχεται με επιφωνήματα χαράς και γέλια. Η γλυκιά μας φίλη μας έχει κλείσει ξενοδοχείο στο κέντρο που ονομάζεται ...Little Mykonos για να είμαστε οικεία! Γελάσαμε όταν το είδαμε, σε ελληνικό ντιζάιν φυσικά, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν μας είχε λείψει, παρόλα αυτά η διαμονή μας εκεί ήταν άψογη. Παρεμπιπτόντως, δεν υπήρχε κανένας Έλληνας ούτε στο προσωπικό ούτε ως πελάτης (ούτε και συναντήσαμε κάποιον άλλον Έλληνα σε όλο το ταξίδι μας του ενός μήνα).
Ακολούθησαν βροχερές μέρες και είχα ήδη αρχίσει να έχω συνάχι, οπότε κάναμε τις περισσότερες βόλτες με αμάξι και όχι με μηχανάκι ή πεζοί όπως υπολογίζαμε. Εδώ φάγαμε τα καλύτερα φαγητά στη διάρκεια όλου του ταξιδιού μας, πρόκειται για μια μοντέρνα πόλη με πολλές επιλογές, ακόμα και εναλλακτικές - καλλιτεχνικές περιοχές. Μερικά ωραία μέρη για φαγητό και ποτό: Gang Nikmat και Ton Kedai για οικονομικά και τοπικά πιάτα, ενώ για πιο ακριβές εξόδους Masa και Hutanika (έχει και ζωντανή μουσική και αίθουσα για μπιλιάρδο).
Αγαπημένη μας βόλτα ήταν παραδόξως η διαδρομή που κάναμε τυχαία για να βρούμε φαρμακείο: το gps μας οδήγησε μέσα από κάτι στενάκια σε απίστευτες φτωχογειτονιές κτισμένες πάνω στο ποτάμι που θύμιζαν φαβέλες. Οι εικόνες ήταν βγαλμένες από ταινία, σκεφτείτε ότι στην αρχή κώλωσα λίγο να μπούμε (υπήρχε κάτι σαν πύλη - είσοδος) αλλά ο Η. περπατούσε ακάθεκτος οπότε ακολούθησα. Έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα να συνομιλώ στα σπαστά ινδονησιακά μου με όλη τη γειτονιά που μαζεύτηκε για να δει τους bule* που επισκέφτηκαν τα μέρη τους και με ένα τσούρμο από πιτσιρίκια που μας ακολουθούσαν γελώντας.
*bule: έτσι αποκαλούν στην ινδονησιακή αργκό όλους τους λευκούς – δυτικούς, έχει έναν περιπαιχτικό τόνο και κυριολεκτικά σημαίνει αλμπίνο.
Οι Ινδονήσιοι γενικά είναι πολύ φιλικός και καλοσυνάτος λαός, δεν τους ενοχλεί ο φωτογραφικός φακός, ίσα ίσα πολλές φορές ζητούν οι ίδιοι να τους φωτογραφίσεις. Εδώ λοιπόν έβγαλα την αγαπημένη μου φωτογραφία με τα πιτσιρίκια που ποζάρουν.
Την τελευταία μέρα πάρα τη βροχή περπατήσαμε αρκετά.
Αυτή τη φορά η Τζέσικα ήρθε μονή της -χωρίς τον φίλο της που προτιμά πιο ακριβές εξόδους- οπότε ήρθε η ώρα να θυμηθούμε τα παλιά και να πάρουμε σβάρνα τα night markets με καντίνες φαγητού για να δοκιμάσουμε ινδονησιακές γεύσεις και λιχουδιές σαν ντόπιοι. Η φιλενάδα μου, όπως οι περισσότεροι Ινδονήσιοι, έχει τρέλα με το street food, έτσι έχει μυήσει και εμένα παρόλο που στην αρχή ήμουν επιφυλακτική. Έχω συνδυάσει λοιπόν τις εξόδους μας με καντίνες φαγητού & ποτού, οπότε ανυπομονούσα. Αρχικά μας πρότεινε να δοκιμάσουμε ένα τοπικό γλυκό, κάτι σαν κρέπα αλλά φτιαγμένο από ρύζι με μια πράσινη γέμιση, το πράσινο χρώμα οφείλεται στο αρωματικό φυτό pandan. Πεντανόστιμο, το συνοδέψαμε με ζεστό τσάι με τζίντζερ κ λεμόνι και αράξαμε σε κάτι πλαστικά τραπεζάκια. Στη συνέχεια δοκιμάσαμε nasi campur (=ρύζι με μιξ συνοδευτικών), sate (= το ινδονησιακό καλαμάκι) και το καλύτερο tempeh (=σνακ από σόγια) σύμφωνα με τη Τζέσικα
Ξημέρωσε η τελευταία μας μέρα στην Bandung, οπότε δυστυχώς έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τους φίλους μας και να πάρουμε και πάλι το γρήγορο τρένο για την Τζακάρτα.
Αυτή τη φορά θα είχαμε λίγο χρόνο να πάρουμε μια γεύση από την μαγευτική πρωτεύουσα.
Το ξενοδοχείο μας ήταν αρκετά κεντρικό και η βόλτα μας ξεκίνησε σε αναζήτηση ινδονησιακών πούρων για τον Η. που είναι φαν. Περιέργως ενώ παράγουν πούρα, οι Ινδονήσιοι δεν τα προτιμούν, οπότε δεν βρήκαμε σε κανένα τοπικό μάρκετ. Τα μόνα μέρη που βρήκαμε Ινδονησιακά πούρα ήταν μέσα σε ακριβά ξενοδοχεία και σε mall στα σημεία με σουβενίρ. Και πάλι ο Η. ενθουσιάστηκε με την ποιότητα και την τιμή τους οπότε μια χαρά.
Είχε ήδη νυχτώσει όταν συνεχίσαμε τη βόλτα μας προς την κεντρική Merdeka Square, μια από τις μεγαλύτερες πλατείες στον κόσμο, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας και περιβάλλεται από πολλά σημαίνοντα κτήρια όπως το εθνικό μουσείο, η εθνική βιβλιοθήκη, το δημαρχείο, τα δικαστήρια και άλλα κτήρια διοίκησης.
Η έκταση όμως ήταν τόσο τεράστια που ήταν αδύνατο να τα περπατήσουμε όλα, οπότε αφού πήραμε μια μικρή γεύση του κέντρου, στρίψαμε στην οδό Cikini με σκοπό να φάμε κάτι και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας.
Το μόνο εστιατόριο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν το Garuda Restaurant που αποδείχθηκε ενδιαφέρουσα επιλογή, καθώς πρόκειται για μια "κυριλέ" εκδοχή φαγητού από την περιοχή Padang της Σουμάτρας (για μένα η καλύτερη κουζίνα της Ινδονησίας). Καθίσαμε και πριν προλάβουμε καν να δούμε το μενού άρχισαν να γεμίζουν το τραπέζι μας με διάφορα πιάτα.. έφερναν, έφερναν ώσπου τίγκαρε και αρχίσαν να τα βάζουν το ένα πάνω στο άλλο! Δεν μιλούσε κανείς αγγλικά αλλά καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να επιλέξουμε και να φάμε ότι θέλουμε. Όταν μιλάμε για Padang κουζίνα ένα είναι το σήμα κατατεθέν: rendang (μοσχάρι που μοιάζει οπτικά με το δικό μας κοκκινιστό, αλλά πικάντικο και κρεμώδες με γάλα καρύδας και πολλά πολλά μπαχαρικά). Επιλέξαμε λοιπόν αυτό, κοτόπουλο με κάρυ, ομελέτα, και κάποια λαχανικά. Η ποιότητα ήταν κάτω του μετρίου αλλά και μόνο που έφαγα το αγαπημένο μου rendang μου αρκούσε. Ο Η. απογοητεύτηκε από το φαγητό και αναπόλησε μια πίτα με γύρο.
Ύπνος όμως τώρα, γιατί η αυριανή μέρα θα είναι μεγάααλη.. Τι εννοώ: θα ξεκουραστούμε όσο περισσότερο μπορούμε γιατί 12 η ώρα το επόμενο βράδυ αναχωρούμε για το όνειρο ζωής: Raja Ampat.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΟ ΠΡOΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ:
Μια ώρα περίπου στο ταξί με προορισμό το αεροδρόμιο της Jakarta και εκεί αναμονή για την 4ωρη πτήση: στις 12 το βράδυ πετάμε για την πόλη Sorong του νησιού Papua, και με τη διαφορά ώρας προσγειωνόμαστε στις 6 το πρωί. Από εκεί παίρνουμε ταξί για το λιμάνι καθώς στις 9 αναχωρεί το πρώτο καράβι που θα πάρουμε, το οποίο θα κάνει περίπου 3 ώρες για να μας πάει στο νησί Waigeo: πρόκειται για την είσοδο στο διάσημο σύμπλεγμα παραδεισένιων νήσων Raja Ampat. Εκεί θα μας περιμένει ένα δεύτερο πλοιάριο - βαρκάκι (πριβέ) με το οποίο θα ταξιδέψουμε άλλες 3-4 ώρες για να φτάσουμε στο νησάκι που επιλέξαμε ως βάση, και όπου θα διανυκτερεύσουμε όλη την εβδομάδα που μας έρχεται.
Κεφάλαιο 2 – Δυτική Παπούα - Raja Ampat
Μόλις προσγειωνόμαστε και με το που πατάμε το πόδι μας στο έδαφος της Παπούα καταλαβαίνουμε ότι κάτι διαφορετικό θα ζήσουμε εδώ.
Το αεροδρόμιο, η ζούγκλα, οι ντόπιοι, ο αέρας, η ατμόσφαιρα, όλα τόσο διαφορετικά και ενώ "είχαμε δει βιντεάκια" και "το είχαμε διαβάσει" κι όμως όταν το βλέπεις με τα μάτια σου και το νιώθεις με τις αισθήσεις σου είναι αλλιώς.
Η διαδρομή για το λιμάνι και το ίδιο το λιμάνι είναι εμπειρίες από μόνες τους. Οι λιγοστοί άνθρωποι εκεί στις 6 το πρωί, - φιγούρες βγαλμένες από ταινία- η ζούγκλα να ξεχειλίζει παντού γύρω μας, το εγκαταλελειμμένο κτήριο - εκδοτήριο εισιτηρίων, η τροπική ζέστη και το μοναδικό γραφικό μαγαζάκι που βρήκαμε για να πάρουμε νερά είναι εικόνες που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.
Σιγά σιγά αρχίζουν να μαζεύονται κι άλλοι bule σαν εμάς εν αναμονή του πλοίου. Όλοι κεντροευρωπαίοι, ακούμε κυρίως γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά. Μάλιστα αρκετοί μας ρωτούν αν θέλουμε να μοιραστούμε το βαρκάκι στο επόμενο στάδιο του ταξιδιού, αλλά ο δικός μας προορισμός είναι αρκετά απομονωμένος, μακριά από τα "τουριστικά" Kri και Fam islands που πάνε οι περισσότεροι.
Αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο να βρούμε και να μπούμε στο καράβι μας, καθώς έπρεπε να εισέλθουμε πρώτα σε άλλο καράβι που είχε προσαράξει μπροστά του και μετά από εκεί να περάσουμε πάνω από σανίδες στο δικό μας. Κουβαλώντας και τα πράγματα, φτάσαμε κατάκοποι στο πλοίο μας, κατεβήκαμε τις σκάλες και καθίσαμε στις αριθμημένες θέσεις μας. Βρισκόμασταν στο χαμηλότερο επίπεδο του πλοίου, γεγονός που προκαλούσε μια δυσφορία στον Η.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και όταν τα άνοιξα είχαμε ήδη φτάσει. Ο Η. μου εξήγησε αργότερα πως ήμουν τυχερή που κοιμήθηκα γιατί δεν είδα τις κατσαρίδες που αλώνιζαν δεξιά κι αριστερά στους τοίχους (!)
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Το τοπίο που αντικρίσαμε βγαίνοντας από το καράβι ήταν απίστευτο. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν ντόπιοι, οπότε βγαίνοντας κατευθύνονταν προς τον οικισμό του νησιού, σε αντίθεση με τους τουρίστες σαν εμάς που οδηγηθήκαμε σε μια ξύλινη προβλήτα. Εκεί ήταν το γραφείο τουρισμού, πολύ οργανωμένο με άτομα που μιλούσαν αγγλικά (σπάνιο φαινόμενο), ρώτησαν σε ποιο νησί θα μείνουμε, καταχώρησαν τα στοιχεία διαβατήριου μας και μας χρέωσαν την ανάλογη είσοδο (εμείς πληρώσαμε 300.000idr = 20 ευρώ έκαστος)
Ήρθε λοιπόν η ώρα να συναντήσουμε face to face τον φίλο Ferdinand που θα μας παραλάβει για να μας πάει στο "νησί μας". Ο λόγος για τον ιδιοκτήτη των bungalows που είχαμε κάνει κράτηση, με τον οποίο μέχρι τώρα είχαμε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία για να μας δώσει διάφορες οδηγίες.
Τον βλέπουμε να μας χαιρετάει από μακριά και είναι μαζί του η γυναίκα του, το παιδί του και άλλο ένα ζευγάρι νεαρών Παπουανών με 2-3 μπόμπιρες. Όλοι αυτοί μέσα στην (υποτίθεται πριβε!) γαλάζια ξύλινη βάρκα που θα μας μεταφέρει στον παράδεισο μας. Ο γιος του Ferdinand μας καθυστερεί με τις σκανταλιές του καθώς προσπαθεί να πηδήξει στη θάλασσα και ξεκαρδίζομαι μαζί του.
Το ταξίδι ξεκινάει χαλαρό και ήρεμο, με ένα α π ε ρ ί γ ρ α π τ ο τοπίο τριγύρω μας και εγώ να μην ξέρω που να πρωτοκοιτάξω και τι να πρωτοβγάλω φωτογραφία! Βρισκόμαστε σε έναν κόλπο με διάσπαρτα καταπράσινα νησάκια – όνειρο, με την θάλασσα λάδι όλη την πρώτη ώρα του ταξιδιού, τίποτα δεν μας προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει. Όταν αρχίζουμε πια να ξανοιγόμαστε στον ανοιχτό ωκεανό, βλέπω τον Η. κάπως σφιγμένο γιατί είμαστε ελαφρώς εκτεθειμένοι στα πρώτα κύματα. Εγώ τον κοροϊδεύω αλλά τα κύματα αρχίζουν όντως να αγριεύουν με την τελευταία ώρα του ταξιδιού να μας βρει λούτσα, παρόλο που φορέσαμε όλοι αδιάβροχα.
Τρανταζόμαστε πολύ και θαλασσοχτυπιόμαστε αλλά εγώ προσπαθώ να μαντέψω ποιο από όλα αυτά τα νησάκια στον ορίζοντα θα είναι το σπίτι μας.
Pak Ferdinand εδώ ? Όχι όχι ακόμα.. Μήπως αυτό ? Λίγο παρακάτω..
Κάποια στιγμή διακρίνω ένα νησί με ολόλευκη παράλια, κοκοφοίνικες και 2-3 καλύβες. Ο Ferdinand μου κλείνει το μάτι. Jou Suba! Ξεπέρασε και τις προσδοκίες μου και οτιδήποτε έχω δει ή μπορούσα να φανταστώ! Μας εξήγησε πως αυτή τη στιγμή στο νησί βρίσκεται μόνο μια πελάτισσα ακόμη, μια σόλο ταξιδιώτισσα από τη Δανία. Εκτός από αυτήν στο νησί διαμένουν 2-3 ντόπιοι ως προσωπικό (η μαγείρισσα και οι οδηγοί μας) μόνο για τις μέρες που υπάρχει πελάτης. Οι ντόπιοι που δουλεύουν στα bungalows του ακατοίκητου αυτού κατά τα άλλα νησιού, είναι κάτοικοι του κοντινού νησιού Mutus island. Το νησί Mutus είναι εξίσου μικρό με το δικό μας νησί αλλά έχει οικισμό, λιμανάκι ακόμα και σχολείο.
Το νησί μας περιβάλλεται από λευκή παραλία και μπορείς μέσα σε 1μιση ώρα να το περπατήσεις περιμετρικά σε πλήρη κύκλο τις πρωινές ώρες που έχει άμπωτη. Στο εσωτερικό του υπάρχει ζούγκλα, με πλούσια βλάστηση από κοκοφοίνικες και άλλα τροπικά δέντρα. Μπορείς να το διασχίσεις μέσα σε περίπου 40 λεπτά, αλλά μόνο με τη βοήθεια ντόπιου οδηγού καθώς δεν υπάρχει μονοπάτι.
Στην πλευρά του νησιού όπου βρίσκεται η δική μας καλύβα απολαμβάνουμε την ανατολή του ηλίου, ενώ για να δούμε το ηλιοβασίλεμα πρέπει να πάμε στην απέναντι πλευρά του νησιού, όπου υπάρχουν άλλες 2 καλύβες αυτές κτισμένες πάνω στο νερό.
Οι δικές μας είναι κτισμένες πάνω στην λευκή παραλία και ο βυθός που εκτείνεται μπροστά, χωρίς υπερβολή ήταν ο καλύτερος που είδα και έχω δει ποτέ.
Εκτός από την καλύβα μας και την διπλανή καλύβα όπου μένει η κοπέλα από τη Δανία, υπάρχουν άλλες 3 καλύβες για τα άτομα που εργάζονται εκεί και για τον Ferdinand που ήρθε διακοπές, μια καλύβα - κουζίνα όπου το προσωπικό προετοιμάζει το φαγητό μας και ακόμα μια καλύβα - τραπεζαρία για τους πελάτες μόνο, όπου μας σερβίρεται καθημερινά πρωινό, σνακ, μεσημεριανό και βραδινό.
Η διπλανή κοπέλα είναι αρκετά ομιλητική και έξω καρδιά, οι ντόπιοι πολύ συμπαθητικοί αν και δεν μιλούν καθόλου αγγλικά, κυριολεκτικά ούτε hello. Παρόλα αυτά, τα φτωχά μου ινδονησιακά αρκούν για να γίνουμε όλοι μια παρέα. Τα επόμενα βράδια μας βρίσκουν να αράζουμε όλοι μαζί και να συζητάμε σε μισά ινδονησιακά, μισά αγγλικά, ενώ ο Η. βγάζει φωτογραφίες τα αστέρια τα τόσο φωτεινά σε αυτό το μαγικό μέρος του πλανήτη.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξημερώνει η δεύτερη μέρα και ο καιρός προβλέπεται καλός, οπότε αποφασίζουμε να κάνουμε την πολυπόθητη εκδρομή στο σύμπλεγμα Wayag, τον βασικό λόγο που μας έφερε ως εδώ. Αναχωρούμε πρωί πρωί κατά τις 6, με το γαλάζιο μας βαρκάκι συνοδευόμενοι από τον οδηγό της βάρκας pak Oliver και τον νεαρό Mayo, ο οποίος θα μας καθοδηγεί. Η διαδρομή φυσικά το κάτι άλλο, οπότε οι 3 ώρες μέχρι να φτάσουμε πέρασαν νερό.
Παρόλο που τελικά άρχισε να ψιχαλίζει, δεν πτοούμαστε και ξεκινάμε την απαραίτητη αναρρίχηση για να φτάσουμε στο σημείο – παρατηρητήριο, από όπου έχουν βγει οι περισσότερες φωτογραφίες που εμφανίζονται όταν γκουγκλάρεις “raja ampat”. Ο οδηγός μας ο Mayo σαν γνήσιος Παπούα σκαρφαλώνει γρήγορα και μάλιστα ξυπόλητος, ενώ εμείς με τα αθλητικά μας και με σχοινιά πασχίζουμε και αναθεματίζουμε τη βροχή που μόλις ξέσπασε τη δύσκολη αυτή ώρα. Όταν τελικά φτάνουμε στην κορυφή το τοπίο μας ανταμείβει, πραγματικά καθηλωτικό, νομίζω οι φωτογραφίες μιλούν από μόνες τους.
Μετά από βαρκάδα ανάμεσα στα υπέροχα αυτά νησάκια και αφού σταθήκαμε τυχεροί και είδαμε να κολυμπάει δίπλα στη βάρκα μας ένα τεράστιο σαλάχι, οδεύουμε στο τελευταίο spot της μονοήμερης εκδρομής μας, το σημείο με τους καρχαρίες. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι να περιμένουμε λόγω δυσκολίας επικοινωνίας με τα παιδιά που μας συνοδεύουν, αλλά μου αρέσουν οι εκπλήξεις οπότε ανυπομονώ… το παραδέχομαι, ίσως να φοβάμαι και λίγο!
Σύντομα λοιπόν καταφθάνουμε σε ένα ακόμη παρθένο νησί, ακατοίκητο και αυτό με ατελείωτη λευκή παραλία και πλούσια βλάστηση.
Το μόνο που υπάρχει πάνω στο νησί είναι μια ξύλινη περιποιημένη προβλήτα και κάποιες υποτυπώδεις εγκαταστάσεις για camping οι οποίες όμως τώρα είναι άδειες: ένα μεγάλο στέγαστρο, τουαλέτες, ξύλινα τραπεζάκια πικ νικ και μια ταμπέλα όπου γράφει πως το νησί είναι προστατευόμενο γιατί αποτελεί μέρος όπου γεννούν καρχαρίες. Στο νησί είμαστε μόνο εμείς και βλέπουμε ότι όντως δίπλα στο αγκυροβολημένο βαρκάκι μας διακρίνουμε με ευκολία μέσα στα κρυστάλλινα νερά, 2-3 μικρούς καρχαρίες να το γυροφέρνουν. Αρχίσαμε να τους παρατηρούμε ενθουσιασμένοι από την ξύλινη προβλήτα. Σύντομα καταφθάνει μια δεύτερη βάρκα με ασιάτες τουρίστες οι οποίοι προς έκπληξή μας πλησιάζουν αρκετά τα καρχαριάκια βουτώντας τα πόδια τους ως το γόνατο στο σημείο που γυρόφερναν. Μάλιστα ο ντόπιος οδηγός τους βουτάει για τα καλά στη θάλασσα και αρχίζει να τα ταΐζει εντόσθια από ψάρια, έτσι μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύτηκε ολόκληρο κοπάδι από καρχαρίες!
Δεν ήταν δυνατόν να μείνουμε απλοί θεατές, οπότε αφού πήραμε τη συμβουλή του Mayo να μην βουτάμε τα χέρια μας μέσα, μπαίνουμε κι εμείς δειλά δειλά στα ρηχά νερά. Από τις καλύτερες εμπειρίες που έχω ζήσει, τα ζώα αυτά είναι τόσο επιβλητικά που σου προκαλούν ένα δέος.
(πρόσθεσα σχετικό βίντεο σε παρακάτω σχόλιο)
Η εκδρομή τελειώνει με πικ νικ στην παραλία, χάρη στα ταπεράκια φαγητού που έχει προνοήσει να ετοιμάσει και για τους τέσσερίς μας η μαμά του Mayo (η μαγείρισσα) και μετά με βαριά καρδιά παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού.
Attachments
-
525,3 KB Προβολές: 0
-
287,5 KB Προβολές: 0
Last edited: