soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Ο Μυλωνάς από το Φόδελε
Το χωριό Φόδελε βρίσκεται 27 χιλιόμετρα δυτικά του Ηρακλείου. Οδηγώντας στον εθνικό δρόμο από Ηράκλειο προς Ρέθυμνο , φτάνουμε πρώτα στην παραλία Φόδελε, κατόπιν συνεχίζουμε νότια μέσα σε μια εύφορη κοιλάδα γεμάτη πορτοκαλεώνες, με τα φοδελιανά πορτοκάλια φημισμένα στην αγορά του Ηρακλείου. Μετά βέβαια από τα Χανιώτικα. Στο τέλος αυτής της κλειστής από βουνά κοιλάδας βρίσκεται το χωριό σε μια θέση που μοιάζει με ένα φαρδύ φαράγγι, και με τον κύριο δρόμο να περνά ανάμεσα από τα σπίτια και τα μαγαζιά. Σημειώστε τούτο το τελευταίο καθότι παίζει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία μας.
Την πλατεία του χωριού η οποία βρίσκεται στη έξοδο του, την σκιάζουν τεράστια πλατάνια, την ρέει ένα ποτάμι, υπάρχουν γεφύρια, παιδική χαρά, ένας χώρος αναψυχής, και αρκετές ταβέρνες. Όλα αυτά κάνουν το Φόδελε τόπο ημερήσιας απόδρασης των κατοίκων των πόλεων χειμώνα και καλοκαίρι. Έχει εδραιωθεί ότι είναι το χωριό που γεννήθηκε ή κατάγεται ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το γεγονός ότι μόνο εδώ υπήρχε το επώνυμο Θεοτοκόπουλος κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο πατέρας του καταγόταν από το Φόδελε αλλά γεννήθηκε στο Ηράκλειο. Στη πλατεία του χωριού υπάρχει μια πλάκα από ένα βράχο του Τολέδο, δώρο της πόλης που εργάστηκε προς στο χωριό που γεννήθηκε, και με την σχετική επιγραφή χαραγμένη στα ισπανικά και στα ελληνικά. Εμάς όπως δεν μας απασχολεί τώρα αυτό το θέμα, αλλά μερικοί γραφικοί και αγαθοί κάτοικοι του χωριού, τα χρόνια που στην επαρχία επικρατούσε φτώχια και η επικοινωνία με την πόλη γινόταν πολύ σπάνια και μόνο με τα πόδια ή με τα ζώα. Δύο από τους ήρωες της ιστορίας ζουν ακόμη.
Την εποχή λοιπόν που υπήρχαν οι λάμπες του πετρελαίου και οι λύχνοι που άναβαν με το λάδι, ζούσε στο χωριό ένας μυλωνάς που άλεθε το στάρι των κατοίκων της περιοχής. Ο μύλος ήταν κτισμένος πάνω σένα λόφο όπου φύσαγε πολύς αέρας. Εκεί κοντά είχε κι ένα πρόχειρο σπιτάκι όπου έμενε μαζί με την κυρά του όσο κρατούσε η εποχή του αλέσματος.
Ένα δειλινό, πάνω που είχε τελείωση το άλεσμα, βλέπει μια χήρα του χωριού, ντυμένη στα μαύρα να ανεβαίνει το βουνό φορτωμένη ένα σακί στάρι.. Ήταν μια φτωχή που μάζευε λίγο – λίγο το στάρι από θελήματα και βοήθεια που έκανε στους χωριανούς της, κι όταν γέμισε το σακί το πήγαινε για άλεσμα.
-Ήντα είναι δα τούτη η ώρα πούρχεσαι μπρε Μαριώ; Ρωτά ο μυλωνάς
-Ε!! όποτε μπορείς άλεσέ το.
-Πρωί-πρωί θα στο αλέσω μονό μην κάνεις τον κόπο να γυρίζεις αυτή την ώρα στο χωριό γιατί θα νυχτωθείς, αλλά πήγαινε στο σπιτάκι και πες στη γυναίκα μου να σου στρώσει στον καναπέ να κοιμηθείς, μα εγώ θα ξαπλώσω στο κρεβάτι πούχω στο μύλο μέσα, να φυλάω και το αλεύρι μην τυχόν και μου το κλέψουνε.
Πάει η Μαριώ στο σπίτι βρίσκει τη μυλωνού…
-Καλώς τη Μαριώ
–Ο άντρα σου δεν προλαβαίνει να μου αλέσει απόψε το στάρι, και μούπε να μου στρώσεις στον καναπέ να κοιμηθώ και το πρωί θα τόχει έτοιμο να το πάρω.
-Μετά χαράς, να μου κάνεις και παρέα γιατί έπαε, έχω καιρό να δω άνθρωπο.
Αρχίσανε το κουτσομπολιό να περάσει κι η ώρα, όμως της μυλωνούς μπήκαν ψήλοι στ αυτιά…
–Ώστε έτσι σου είπε ο μπερμπάντης;; Δεν κατέω (ξέρω) γω που θα σε κοιμήσω παρά θα μου το πει αυτός!!! Άκου συντέκνησα, πράμα βρομοδουλειά ετοιμάζει μόνο άμε να κοιμηθείς στο κρεβάτι κι εγώ θα πάω στον καναπέ.
-Δε με νοιάζει εμένα όπου και να ξαπλώσω.
Μετά από μερικές ώρες καταφτάνει στο μύλο ένας ταλαίπωρος από το χωριό που πολλές φόρες έκανε παρέα στο μυλωνά, πίνανε ρακές και ξημερωνότανε .
-Καλώς το Γιωργιό!
-Ωρα καλή!
Αρχίσανε τις ρακές με ελιές και κρίθινο παξιμάδι που τόχαν μπόλικο, είπανε ιστορίες και τα καθέκαστα του χωριού, θόλωσε το μυαλό τους από τη ρακί και τότε, του λέει ο μυλωνάς:
-Γιώργη, στο σπιτάκι που μένει γυναίκα μου θα κοιμηθεί απόψε κι χήρα η Μαριώ. Την είχα για πάρτη μου αλλά επειδή είσαι καλός άνθρωπος και μου κάνεις παρέα, πήγαινε στον καναπέ στην κουζίνα να κάνεις τη δουλειά σου…στον καναπέ θα κοιμάται.τάκουσες;
Μπήκε ο Γιώργης στο σπιτάκι, οι δυο γυναίκες είχαν ξαπλώσει για ύπνο, ήταν σκοτάδι πίσα, τα λυχνάρια σβησμένα. Η μυλωνού στον καναπέ περίμενε τον άνδρα της νάρθει να βρει δήθεν τη «χήρα». Αντί για τον άνδρα της διέκρινε στο σκοτάδι το Γιώργη που πήγαινε ζαλισμένος από τη ρακί κοντά της. Αυτή χωρίς να βγάλει τσιμουδιά μήπως και καταλάβει ποια ήτανε, δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και πήρε εκδίκηση… . Ο Γιώργης γύρισε στο μύλο, ο μυλωνάς κοιμότανε, ξάπλωσε κι αυτός σε μια γωνιά μέχρι να ξημερώσει.
Πρωί-πρωί η χήρα πήγε στο μύλο όπου το αλεύρι της ήταν έτοιμο. Ο μυλωνάς τη λοξοκοίταζε κρυφοχαμογελώντας και προσπάθησε να μαντέψει τα χτεσινοβραδινά. Η χήρα όμως δεν έδειχνε σημεία. Δεν άντεξε και τη ρώτησε:
-Και πως πέρασες τη νύχτα βρε Μαριώ;
-Καλά κοιμήθηκα, μόνο να, η γυναίκα σου μ έβαλε και ξάπλωσα στο κρεβάτι γιατί είπε πως πονούσε η μέση της και αυτή στον καναπέ.
Ο μυλωνάς έμεινε κόκαλο…!! Της δίνει το αλεύρι χωρίς να της πει κουβέντα και περίμενε να ξυπνήσει ο φίλος του. . Η αγωνία του έφτασε στο κατακόρυφο.
–Για πες μου Γιώργη τι έγινε τη νύχτα;
- Όπως μου τα είπες, στο καναπέ τη βρήκα. Ήτανε μάλιστα και ορεξάτη σα να με περίμενε.
Ο αγαθός μυλωνάς αντί να κάνει το κοροΐδο.. συνέχισε:
- Ε κακομοίρη Γιώργη νάξερες ήντα παθα. Η γυναίκα μου ήτανε στον καναπέ μόνο να, μην πεις σε κανένα πράμα. Τ’ άκουσες; Πάρε και τούτη την αίγα (κατσίκα) και μη βγάλεις τσιμουδιά.
- Έγνοια σου μα δεν το λέω σε κανένα. Γιάντα (γιατί)να το πω αφού πήρα και αίγα;
Τράβαγε ο Γιώργης την κατσίκα από το σχοινάκι και κατέβηκαν το λόφο. Φτάσανε στο χωριό κι όταν περνούσανε το δρόμο ανάμεσα από τα καφενεία, τον κοιτάζανε καλά-καλά οι χωρικοί. Σκέφτηκε: Πρώτη φορά με βλέπουν με κατσίκα, έχει γούστο να νομίζουν…Γυρίζει τότε το κεφάλι και τους λέει::
-Μπρε σεις, μην θαρείται πως την έκλεψα, του μυλωνά τη γυναίκα γ###σα και μου την έδωσε.-
Το χωριό Φόδελε βρίσκεται 27 χιλιόμετρα δυτικά του Ηρακλείου. Οδηγώντας στον εθνικό δρόμο από Ηράκλειο προς Ρέθυμνο , φτάνουμε πρώτα στην παραλία Φόδελε, κατόπιν συνεχίζουμε νότια μέσα σε μια εύφορη κοιλάδα γεμάτη πορτοκαλεώνες, με τα φοδελιανά πορτοκάλια φημισμένα στην αγορά του Ηρακλείου. Μετά βέβαια από τα Χανιώτικα. Στο τέλος αυτής της κλειστής από βουνά κοιλάδας βρίσκεται το χωριό σε μια θέση που μοιάζει με ένα φαρδύ φαράγγι, και με τον κύριο δρόμο να περνά ανάμεσα από τα σπίτια και τα μαγαζιά. Σημειώστε τούτο το τελευταίο καθότι παίζει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία μας.
Την πλατεία του χωριού η οποία βρίσκεται στη έξοδο του, την σκιάζουν τεράστια πλατάνια, την ρέει ένα ποτάμι, υπάρχουν γεφύρια, παιδική χαρά, ένας χώρος αναψυχής, και αρκετές ταβέρνες. Όλα αυτά κάνουν το Φόδελε τόπο ημερήσιας απόδρασης των κατοίκων των πόλεων χειμώνα και καλοκαίρι. Έχει εδραιωθεί ότι είναι το χωριό που γεννήθηκε ή κατάγεται ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το γεγονός ότι μόνο εδώ υπήρχε το επώνυμο Θεοτοκόπουλος κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο πατέρας του καταγόταν από το Φόδελε αλλά γεννήθηκε στο Ηράκλειο. Στη πλατεία του χωριού υπάρχει μια πλάκα από ένα βράχο του Τολέδο, δώρο της πόλης που εργάστηκε προς στο χωριό που γεννήθηκε, και με την σχετική επιγραφή χαραγμένη στα ισπανικά και στα ελληνικά. Εμάς όπως δεν μας απασχολεί τώρα αυτό το θέμα, αλλά μερικοί γραφικοί και αγαθοί κάτοικοι του χωριού, τα χρόνια που στην επαρχία επικρατούσε φτώχια και η επικοινωνία με την πόλη γινόταν πολύ σπάνια και μόνο με τα πόδια ή με τα ζώα. Δύο από τους ήρωες της ιστορίας ζουν ακόμη.
Την εποχή λοιπόν που υπήρχαν οι λάμπες του πετρελαίου και οι λύχνοι που άναβαν με το λάδι, ζούσε στο χωριό ένας μυλωνάς που άλεθε το στάρι των κατοίκων της περιοχής. Ο μύλος ήταν κτισμένος πάνω σένα λόφο όπου φύσαγε πολύς αέρας. Εκεί κοντά είχε κι ένα πρόχειρο σπιτάκι όπου έμενε μαζί με την κυρά του όσο κρατούσε η εποχή του αλέσματος.
Ένα δειλινό, πάνω που είχε τελείωση το άλεσμα, βλέπει μια χήρα του χωριού, ντυμένη στα μαύρα να ανεβαίνει το βουνό φορτωμένη ένα σακί στάρι.. Ήταν μια φτωχή που μάζευε λίγο – λίγο το στάρι από θελήματα και βοήθεια που έκανε στους χωριανούς της, κι όταν γέμισε το σακί το πήγαινε για άλεσμα.
-Ήντα είναι δα τούτη η ώρα πούρχεσαι μπρε Μαριώ; Ρωτά ο μυλωνάς
-Ε!! όποτε μπορείς άλεσέ το.
-Πρωί-πρωί θα στο αλέσω μονό μην κάνεις τον κόπο να γυρίζεις αυτή την ώρα στο χωριό γιατί θα νυχτωθείς, αλλά πήγαινε στο σπιτάκι και πες στη γυναίκα μου να σου στρώσει στον καναπέ να κοιμηθείς, μα εγώ θα ξαπλώσω στο κρεβάτι πούχω στο μύλο μέσα, να φυλάω και το αλεύρι μην τυχόν και μου το κλέψουνε.
Πάει η Μαριώ στο σπίτι βρίσκει τη μυλωνού…
-Καλώς τη Μαριώ
–Ο άντρα σου δεν προλαβαίνει να μου αλέσει απόψε το στάρι, και μούπε να μου στρώσεις στον καναπέ να κοιμηθώ και το πρωί θα τόχει έτοιμο να το πάρω.
-Μετά χαράς, να μου κάνεις και παρέα γιατί έπαε, έχω καιρό να δω άνθρωπο.
Αρχίσανε το κουτσομπολιό να περάσει κι η ώρα, όμως της μυλωνούς μπήκαν ψήλοι στ αυτιά…
–Ώστε έτσι σου είπε ο μπερμπάντης;; Δεν κατέω (ξέρω) γω που θα σε κοιμήσω παρά θα μου το πει αυτός!!! Άκου συντέκνησα, πράμα βρομοδουλειά ετοιμάζει μόνο άμε να κοιμηθείς στο κρεβάτι κι εγώ θα πάω στον καναπέ.
-Δε με νοιάζει εμένα όπου και να ξαπλώσω.
Μετά από μερικές ώρες καταφτάνει στο μύλο ένας ταλαίπωρος από το χωριό που πολλές φόρες έκανε παρέα στο μυλωνά, πίνανε ρακές και ξημερωνότανε .
-Καλώς το Γιωργιό!
-Ωρα καλή!
Αρχίσανε τις ρακές με ελιές και κρίθινο παξιμάδι που τόχαν μπόλικο, είπανε ιστορίες και τα καθέκαστα του χωριού, θόλωσε το μυαλό τους από τη ρακί και τότε, του λέει ο μυλωνάς:
-Γιώργη, στο σπιτάκι που μένει γυναίκα μου θα κοιμηθεί απόψε κι χήρα η Μαριώ. Την είχα για πάρτη μου αλλά επειδή είσαι καλός άνθρωπος και μου κάνεις παρέα, πήγαινε στον καναπέ στην κουζίνα να κάνεις τη δουλειά σου…στον καναπέ θα κοιμάται.τάκουσες;
Μπήκε ο Γιώργης στο σπιτάκι, οι δυο γυναίκες είχαν ξαπλώσει για ύπνο, ήταν σκοτάδι πίσα, τα λυχνάρια σβησμένα. Η μυλωνού στον καναπέ περίμενε τον άνδρα της νάρθει να βρει δήθεν τη «χήρα». Αντί για τον άνδρα της διέκρινε στο σκοτάδι το Γιώργη που πήγαινε ζαλισμένος από τη ρακί κοντά της. Αυτή χωρίς να βγάλει τσιμουδιά μήπως και καταλάβει ποια ήτανε, δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και πήρε εκδίκηση… . Ο Γιώργης γύρισε στο μύλο, ο μυλωνάς κοιμότανε, ξάπλωσε κι αυτός σε μια γωνιά μέχρι να ξημερώσει.
Πρωί-πρωί η χήρα πήγε στο μύλο όπου το αλεύρι της ήταν έτοιμο. Ο μυλωνάς τη λοξοκοίταζε κρυφοχαμογελώντας και προσπάθησε να μαντέψει τα χτεσινοβραδινά. Η χήρα όμως δεν έδειχνε σημεία. Δεν άντεξε και τη ρώτησε:
-Και πως πέρασες τη νύχτα βρε Μαριώ;
-Καλά κοιμήθηκα, μόνο να, η γυναίκα σου μ έβαλε και ξάπλωσα στο κρεβάτι γιατί είπε πως πονούσε η μέση της και αυτή στον καναπέ.
Ο μυλωνάς έμεινε κόκαλο…!! Της δίνει το αλεύρι χωρίς να της πει κουβέντα και περίμενε να ξυπνήσει ο φίλος του. . Η αγωνία του έφτασε στο κατακόρυφο.
–Για πες μου Γιώργη τι έγινε τη νύχτα;
- Όπως μου τα είπες, στο καναπέ τη βρήκα. Ήτανε μάλιστα και ορεξάτη σα να με περίμενε.
Ο αγαθός μυλωνάς αντί να κάνει το κοροΐδο.. συνέχισε:
- Ε κακομοίρη Γιώργη νάξερες ήντα παθα. Η γυναίκα μου ήτανε στον καναπέ μόνο να, μην πεις σε κανένα πράμα. Τ’ άκουσες; Πάρε και τούτη την αίγα (κατσίκα) και μη βγάλεις τσιμουδιά.
- Έγνοια σου μα δεν το λέω σε κανένα. Γιάντα (γιατί)να το πω αφού πήρα και αίγα;
Τράβαγε ο Γιώργης την κατσίκα από το σχοινάκι και κατέβηκαν το λόφο. Φτάσανε στο χωριό κι όταν περνούσανε το δρόμο ανάμεσα από τα καφενεία, τον κοιτάζανε καλά-καλά οι χωρικοί. Σκέφτηκε: Πρώτη φορά με βλέπουν με κατσίκα, έχει γούστο να νομίζουν…Γυρίζει τότε το κεφάλι και τους λέει::
-Μπρε σεις, μην θαρείται πως την έκλεψα, του μυλωνά τη γυναίκα γ###σα και μου την έδωσε.-