soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Παιδιά γειά σας.
Ήλθε η ώρα για μια θαλασσινή ιστορία.
Bangladesh
Από το Long Beach στην Khulna
Και: Τι με γλύτωσε από τους πειρατές
Khulna. Παράξενο όνομα και δύσκολο λιμάνι. Φθάσαμε στις εκβολές ενός ποταμού μετά από 32 μέρες ταξίδι από το Long Beach επίνειο του Los Angeles. «Κρουαζιέρα» κι’ αυτή!!!!. Long Beach με το παλιό Queen Mary στο λιμάνι αραγμένο, να είναι μουσείο και ξενοδοχείο. Ταξίδευε την περίοδο 1936-1967. Το Queen Mary II το βλέπαμε στο Πειραιά δεμένο το 2004 κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων. Τότε τα μεγάλα υποτίθεται Κρητικά πλοία περνούσαν δίπλα του και έμοιαζαν σαν καΐκια. Los Angeles με τη πρώτη Disneyland στον κόσμο.
Το ταξίδι στον Ειρηνικό ήταν γαλήνιο με τη πορεία που ακολουθήσαμε. Πάντα στις θάλασσες της Καλιφόρνιας, τα πλοία έχουν παρέα. Δελφίνια χοροπηδούσαν καρχαριοφάλαινες αυτές οι μαύρες με τις άσπρες βούλες, κολυμπούσαν δίπλα μας σαν τορπίλες. Πότε-πότε ένας πίδακας νερού φαινόταν από μακριά, σημάδι μεγαλύτερης φάλαινας, μεγάλες χελώνες έπλεαν στην επιφάνεια, και λίγο πιο νότια προς τον Ισημερινό η θάλασσα στην επιφάνεια ήταν κίτρινη από το πολύ πλακτό που υπήρχε εκεί. Περάσαμε μακριά από τα νησιά της Χαβάης. Μόνο τα βουνά φαινόταν σκεπασμένα με σύννεφα. Πλησιάζοντας προς τον Ισημερινό είχαμε πολλές ξαφνικές μπόρες. Καλοδεχούμενες γιατί μας δρόσιζαν. Γνωρίζαμε πότε θα ερχόταν . Βλέπαμε γύρω μας να ενώνονταν τα σύννεφα της βροχής με τη θάλασσα, σχημάτιζαν μανιτάρια, κι αν ήμασταν στη πορεία τους μπαίναμε μέσα. Μερικοί από μας, τις περίμεναν με μαγιό πάνω στο κατάστρωμα.
Ουρανό και θάλασσα, θάλασσα και ουρανό. Παντού γαλάζιο. Φτάσαμε κοντά στα νησιά των Φιλιππίνων και της Ινδονησίας. Επιτέλους να κι΄ άλλο χρώμα. Από μακριά αγναντεύαμε τα καταπράσινα νησάκια με τις άσπρες παραλίες. Ερχόταν αμυδρά η μυρωδιά του δάσους. Νοερά, βρισκόμασταν εκεί μέσα, κάτω από τα δένδρα ξαπλωμένοι στην άμμο. Μεγάλη η επιθυμία μας.
Αφήσαμε αριστερά μας στη Σιγκαπούρη, περάσαμε το στενό της Μαλαισίας, μπήκαμε στον κόλπο της Βεγγάλης, και φτάσαμε επιτέλους στις όχθες του ποταμού του Μπαγκλαντές. Η Khulna ο προορισμός μας είναι ακόμη 15 ώρες ταξίδι μέσα στο ποτάμι. Ήρθε ο πλοηγός πάνω στο καράβι, ο οποίος έδινε εντολές μέχρι την άφιξη. Τώρα το τοπίο άλλαξε τελείως. Δεξιά και αριστερά απέραντο δάσος. Το πράσινο μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα. Ούτε ένας λοφίσκος. Ούτε η παραμικρή παρουσία ανθρώπινης δραστηριότητας . Χορτάσαμε οξυγόνο, άρωμα δάσους, χλωροφύλλης.
Ήταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε και αγκυροβολήσαμε στη μέση του ποταμού. Φώτα πόλης ή λιμανιού δεν βλέπαμε. Κάτι φωτάκια μόνο βλέπαμε σε ορισμένα σημεία στην όχθη. Εδώ θα γινότανε η εκφόρτωση με μαούνες που θα πλεύριζαν γύρω από το πλοίο. Αυτό ήταν «το λιμάνι μας». Επιτέλους σταμάτησαν οι μηχανές, με το ντούκου-ντούκου τους, συντροφιά μας τόσες μέρες. Πλήρη ησυχία και φρέσκος αέρας του δάσους.
Το επόμενο πρωί μόλις ξύπνησα, άκουσα φωνές, γέλια, ομιλίες, μια οχλαγωγία Τι γίνεται λέω, μπας και πήγε το βαπόρι στην προβλήτα και δεν με ειδοποίησαν; Βγήκα στο κατάστρωμα κοίταξα κάτω από την κουπαστή, και τι είδα παιδιά;
Γύρω-γύρω από το βαπόρι βάρκες η μια πίσω από την άλλη. Οι περισσότερες με κουπιά. Κάθε βάρκα ήταν και ένα μαγαζάκι. Οι ιδιοκτήτες τους, ξυπόλυτοι, με τις κελεμπίες σηκωμένες μέχρι τα γόνατα, γυναίκες με παιδιά, γριές και γέροι, όλοι αυτοί φώναζαν και να μας έδειχναν το εμπόρευμα τους, σηκώνοντας το στα χέρια. Μπανάνες, ανανάδες, μάγκο, καρύδες, κότες και πάπιες (ζωντανές), αυγά, ξύλινα αγαλματάκια, μαϊμούδες, κατσίκες κι ένα σωρό άλλα. Άλλος κρατούσε ένα καλάμι τρύπιο και φώναζε «φίλε κάλλους, φίλε κάλλους». Έβγαζε τους κάλλους από τα πόδια ρουφώντας τους με καλάμι. Έτυχε να το έχω ξαναδεί και φέρνει αποτέλεσμα. Τα προϊόντα τα αγοράζαμε με δολάρια, αλλά και με ανταλλαγές. Μπύρες, αναψυκτικά, τσιγάρα, ρούχα, παλιά, μεταχειρισμένα, οτιδήποτε ρούχα.
Που είναι παιδιά η πόλη να πάμε; Ρωτήσαμε τις τοπικές αρχές όταν ανέβηκαν στο πλοίο. Από εδώ είναι μακριά, δεν έχει και τίποτα, μας είπαν. Σκόνη, λάσπες, μόνο που θα ταλαιπωρηθείτε. Έχει όμως λίγο παρακάτω στην όχθη του ποταμού κάτι μπαρ όπου μπορείτε να περάσετε την ώρα σας. Εκεί πάνε από όλα τα βαπόρια. Θα πηγαίνετε με βάρκες κωπήλατες. Κάθε βάρκα παίρνει δύο άτομα μόνο.
Έτσι πράγματι βγαίναμε τα απογεύματα, όχι κάθε μέρα, γιατί ήταν ταλαιπωρία. Ο βαρκάρης ξυπόλητος, όρθιος στη μέση της βάρκας κωπηλατούσε. Όταν πηγαίναμε είχαμε το ρεύμα του ποταμού από τη πρύμη, σε μισή ώρα φτάναμε. Η επιστροφή περίπου 45 λεπτά. Τα μπαρ αυτά ήταν ξύλινα ή αχυρένια ανάμεσα στα δένδρα, λάσπη, σκοτάδι, κυρίως σκοτάδι στους χωμάτινους δρόμους, και μερικά σπίτια είχαν λύχνους με λάδι σαν αυτούς που είχαμε κι εμείς παλιά. Αυτό που μας άρεσε ήταν η «υποδοχή» που μας έκαναν, μικρά παιδιά, αγόρια, κορίτσια, να ζητούν μπαξίσι, αλλά και μεγάλοι , να γίνεται μια ατμόσφαιρα πανηγυριού. Όλοι κάτι περίμεναν από μας, ή κάτι να μας πουλήσουν, χωρίς όμως να γίνονται ενοχλητικοί. Εκεί ήταν που κράτησα στα χέρια, πρώτη μου φορά, φίδι.
Από τη δεύτερη φορά που βγήκα έξω κρατούσα πάντα ένα φακό μαζί μου. Ήταν αν θυμάμαι ή τέταρτη έξοδος μου. Λίγο μετά τις 10 το βράδι, πήραμε με το συνάδελφο μου τη βάρκα για την επιστροφή. Ο βαρκάρης μας, κωπηλατούσε προς το σημείο που ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο, όταν ξαφνικά αλλάζει απότομα πορεία δεξιά. Γυρίσαμε προς το μέρος του, και μας έκανε νόημα με το κεφάλι του προς τα πίσω. Είδαμε μια βάρκα σαν τη δική μας, με τρεις ντόπιους αριστερά και τρεις δεξιά, με σηκωμένες τις κελεμπίες και ξυπόλητοι. Ο καθένας από ένα κουπί στο χέρι και προσπαθούσαν να μας φτάσουν. Τη «πατήσαμε», είπαμε. Πειρατές. Τι να τους δίναμε; Σκέφτηκα ότι το μόνο που είχαμε ήταν τα ρούχα που φορούσαμε. Θα τα δίναμε ευχαρίστως. Ο καημένος ο βαρκάρης μας κωπηλατούσε με όλη του τη δύναμη, για να φτάσει στα φώτα ενός άλλου αγκυροβολημένου πλοίου που ήταν κοντά μας. Ταυτόχρονα φώναζε προς το πλοίο, φωνάζαμε κι’ εμείς. Μας είχαν πλησιάσει στα δύο μέτρα. Τότε σκέφτηκα το φακό. Άναψα το δυνατό φακό με τέσσερις μπαταρίες, τους πέταξα το φως στα μάτια. Είδα την αγριάδα στα μάτια τους και το μίσος προς το βαρκάρη μας. Το φως του φακού όχι μόνο τους τύφλωνε, αλλά φανέρωνε τα χαρακτηριστικά τους, πράμα που δεν τους άρεσε. Αμέσως σταμάτησαν το κυνηγητό βρίζοντας το βαρκάρη. Νομίζω ότι ο λόγος που σταμάτησαν να μας κυνηγούν, ήταν αφενός το φως και αφετέρου δεν είχαν να κερδίσουν τίποτε από εμάς. Δεν είχαμε ούτε ρολόγια, ούτε χρυσαφικά, αλλά φορούσαμε ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι τα πιο πρόχειρα [1] Φτάσαμε στο πλοίο που ήταν κοντά μας, έτυχε μάλιστα να είναι ελληνικό, και ανεβήκαμε πάνω. Βρήκα κι’ ένα συμμαθητή μου, ήπιαμε καφέ, και ο βαρκάρης περίμενε κάποια δεύτερη βάρκα να συνεχίσουμε μαζί. Σε μια ώρα μας φώναξε, και δύο βάρκες πλέον συνεχίσαμε και φτάσαμε στο πλοίο μας. Ευχαριστήσαμε το βαρκάρη με φρατζόλες ψωμί, σπάνιο είδος γι΄ αυτούς.
Το λάθος ήταν δικό μας. Είχαμε πιει δυο μπύρες παραπάνω και ξεχαστήκαμε…. Μας το είχαν τονίσει. Υπάρχουν πειρατές με κυρτά μαχαίρια σα δρεπάνια, οι οποίοι δεν ζητούν το ρολόι σου αλλά σου κόβουν το χέρι και μετά το παίρνουν. Το βράδι να έρχεστε δυο-δυο οι βάρκες. Οι πειρατές δεν επιτίθενται γιατί είσαστε εσείς έξη, κι αυτοί έξη, και βάζετε στη μέση τη βάρκα τους. Ναι αλλά κι έτσι να είναι, σκέφτηκα, ναυμαχίες στο ποτάμι θα κάνουμε…; Έτσι και γλιστρήσεις και πέσεις μέσα στο ποτάμι και μάλιστα νύχτα, δεν σε σώζει κανείς εκεί στην ερημιά. Το ρέμα θα σε τραβήξει κάτω και θα σε βγάλει στον Ινδικό τροφή για τους καρχαρίες!!!
Φυσικά αυτή ήταν η τελευταία μου έξοδος. Όσο για τα ψώνια μας από τη «λαϊκή», ήταν : πέντε κότες, δύο χήνες, τρεις φραγκόκοτες, μια κατσίκα, μια προβατίνα και μια μαϊμού. Στο επόμενο ταξίδι μας πάλι μέσω του Ειρηνικού, αυτά τα ορνιθοειδή κυκλοφορούσαν στο κατάστρωμα όπου δούλευαν οι ναύτες, μπερδεύονταν στα πόδια τους, ξαφνιάζονταν, έτρεχαν χωρίς να τα κυνηγάμε, και με τη φόρα που είχαν έπεφταν από το κατάστρωμα στη θάλασσα. Ένα-ένα, έτσι με τον ίδιο τρόπο χάθηκαν όλα, πριν φτάσουμε στο Κανάλι του Παναμά. Η προβατίνα και η κατσίκα ψόφησαν λόγω νηστείας….!!! Μας τέλειωσαν τα λαχανικά, τους δίναμε μόνο, πατάτες, ρύζι, μακαρόνια. Η μια πίσω από την άλλη γίνηκαν τροφή για τα σκυλόψαρα. Η καημένη η μαϊμού τράβηξε του Χριστού τα πάθη. Ήταν η διασκέδαση μας!!! Το αφεντικό της, την είχε δέσει σένα σπιτάκι κοντά στη τσιμινιέρα. Εκεί στη φασαρία….
Για όσους την πείραζαν είχε επιθετικές διαθέσεις. Κάθε φορά που στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν κάποιο καταπράσινο νησί, μύριζε τον αέρα του δάσους, έβλεπε που έπρεπε να βρισκόταν, και χάλαγε τον κόσμο από τις στριγκλιές. Μια μέρα τη βρήκαμε στο σπιτάκι της, πνιγμένη, με το σχοινάκι περασμένο γύρω-γύρω στο λαιμό. Κάποιοι είπαν πως αυτοκτόνησε από τα πολλά βάσανα!!! Δεν νομίζω να έχουν τέτοιες διαθέσεις τα ζώα.-
Τέλος της ιστορίας κι’ ευχαριστώ για το χρόνο που διαθέσατε.-
Σουδιανός [2]
[1] Βασικός κανόνας. Ντυνόμαστε όπως και οι ντόπιοι στα μέρη που πηγαίνουμε. Δεν μπορούμε βέβαια να φοράμε κελεμπίες, κι ούτε γραβάτα στην Ιαπωνία που την φορούν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι. Απλά όχι υπερβολές, να μη δίνουμε στόχο.
[2] Για το Ιστορία αυτή συμπληρώνω ότι το πλοίο λεγόταν M/V Argonaftis. Ιδιοκτησίας μιας εφοπλιστικής οικογένειας από τις Οινούσσες με έδρα το Λονδίνο. Αυτό το αναφέρω επειδή κάποιο από τα 2000+ μέλη μπορεί να έχουν γνωστούς που υπηρέτησαν εκείνη τη περίοδο μαζί μου, ή μπορεί να δουν και οι ίδιοι την ιστορία. Γράφοντας την ιστορία θυμήθηκα όλους τους παλιούς αυτούς φίλους, και θα ήθελα ξανά μια επικοινωνία μαζί τους . Ιδίως με το φίλο μου από τη Σκιάθο και αφεντικό της μαϊμού , με τον οποίο έχω μια φωτογραφία , στα δάση της Ταϊλανδής, γυμνοί από τη μέση και πάνω, να πίνουμε με καλαμάκια το χυμό μιας τεράστιας καρύδας.-
Ήλθε η ώρα για μια θαλασσινή ιστορία.
Bangladesh
Από το Long Beach στην Khulna
Και: Τι με γλύτωσε από τους πειρατές
Khulna. Παράξενο όνομα και δύσκολο λιμάνι. Φθάσαμε στις εκβολές ενός ποταμού μετά από 32 μέρες ταξίδι από το Long Beach επίνειο του Los Angeles. «Κρουαζιέρα» κι’ αυτή!!!!. Long Beach με το παλιό Queen Mary στο λιμάνι αραγμένο, να είναι μουσείο και ξενοδοχείο. Ταξίδευε την περίοδο 1936-1967. Το Queen Mary II το βλέπαμε στο Πειραιά δεμένο το 2004 κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων. Τότε τα μεγάλα υποτίθεται Κρητικά πλοία περνούσαν δίπλα του και έμοιαζαν σαν καΐκια. Los Angeles με τη πρώτη Disneyland στον κόσμο.
Το ταξίδι στον Ειρηνικό ήταν γαλήνιο με τη πορεία που ακολουθήσαμε. Πάντα στις θάλασσες της Καλιφόρνιας, τα πλοία έχουν παρέα. Δελφίνια χοροπηδούσαν καρχαριοφάλαινες αυτές οι μαύρες με τις άσπρες βούλες, κολυμπούσαν δίπλα μας σαν τορπίλες. Πότε-πότε ένας πίδακας νερού φαινόταν από μακριά, σημάδι μεγαλύτερης φάλαινας, μεγάλες χελώνες έπλεαν στην επιφάνεια, και λίγο πιο νότια προς τον Ισημερινό η θάλασσα στην επιφάνεια ήταν κίτρινη από το πολύ πλακτό που υπήρχε εκεί. Περάσαμε μακριά από τα νησιά της Χαβάης. Μόνο τα βουνά φαινόταν σκεπασμένα με σύννεφα. Πλησιάζοντας προς τον Ισημερινό είχαμε πολλές ξαφνικές μπόρες. Καλοδεχούμενες γιατί μας δρόσιζαν. Γνωρίζαμε πότε θα ερχόταν . Βλέπαμε γύρω μας να ενώνονταν τα σύννεφα της βροχής με τη θάλασσα, σχημάτιζαν μανιτάρια, κι αν ήμασταν στη πορεία τους μπαίναμε μέσα. Μερικοί από μας, τις περίμεναν με μαγιό πάνω στο κατάστρωμα.
Ουρανό και θάλασσα, θάλασσα και ουρανό. Παντού γαλάζιο. Φτάσαμε κοντά στα νησιά των Φιλιππίνων και της Ινδονησίας. Επιτέλους να κι΄ άλλο χρώμα. Από μακριά αγναντεύαμε τα καταπράσινα νησάκια με τις άσπρες παραλίες. Ερχόταν αμυδρά η μυρωδιά του δάσους. Νοερά, βρισκόμασταν εκεί μέσα, κάτω από τα δένδρα ξαπλωμένοι στην άμμο. Μεγάλη η επιθυμία μας.
Αφήσαμε αριστερά μας στη Σιγκαπούρη, περάσαμε το στενό της Μαλαισίας, μπήκαμε στον κόλπο της Βεγγάλης, και φτάσαμε επιτέλους στις όχθες του ποταμού του Μπαγκλαντές. Η Khulna ο προορισμός μας είναι ακόμη 15 ώρες ταξίδι μέσα στο ποτάμι. Ήρθε ο πλοηγός πάνω στο καράβι, ο οποίος έδινε εντολές μέχρι την άφιξη. Τώρα το τοπίο άλλαξε τελείως. Δεξιά και αριστερά απέραντο δάσος. Το πράσινο μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα. Ούτε ένας λοφίσκος. Ούτε η παραμικρή παρουσία ανθρώπινης δραστηριότητας . Χορτάσαμε οξυγόνο, άρωμα δάσους, χλωροφύλλης.
Ήταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε και αγκυροβολήσαμε στη μέση του ποταμού. Φώτα πόλης ή λιμανιού δεν βλέπαμε. Κάτι φωτάκια μόνο βλέπαμε σε ορισμένα σημεία στην όχθη. Εδώ θα γινότανε η εκφόρτωση με μαούνες που θα πλεύριζαν γύρω από το πλοίο. Αυτό ήταν «το λιμάνι μας». Επιτέλους σταμάτησαν οι μηχανές, με το ντούκου-ντούκου τους, συντροφιά μας τόσες μέρες. Πλήρη ησυχία και φρέσκος αέρας του δάσους.
Το επόμενο πρωί μόλις ξύπνησα, άκουσα φωνές, γέλια, ομιλίες, μια οχλαγωγία Τι γίνεται λέω, μπας και πήγε το βαπόρι στην προβλήτα και δεν με ειδοποίησαν; Βγήκα στο κατάστρωμα κοίταξα κάτω από την κουπαστή, και τι είδα παιδιά;
Γύρω-γύρω από το βαπόρι βάρκες η μια πίσω από την άλλη. Οι περισσότερες με κουπιά. Κάθε βάρκα ήταν και ένα μαγαζάκι. Οι ιδιοκτήτες τους, ξυπόλυτοι, με τις κελεμπίες σηκωμένες μέχρι τα γόνατα, γυναίκες με παιδιά, γριές και γέροι, όλοι αυτοί φώναζαν και να μας έδειχναν το εμπόρευμα τους, σηκώνοντας το στα χέρια. Μπανάνες, ανανάδες, μάγκο, καρύδες, κότες και πάπιες (ζωντανές), αυγά, ξύλινα αγαλματάκια, μαϊμούδες, κατσίκες κι ένα σωρό άλλα. Άλλος κρατούσε ένα καλάμι τρύπιο και φώναζε «φίλε κάλλους, φίλε κάλλους». Έβγαζε τους κάλλους από τα πόδια ρουφώντας τους με καλάμι. Έτυχε να το έχω ξαναδεί και φέρνει αποτέλεσμα. Τα προϊόντα τα αγοράζαμε με δολάρια, αλλά και με ανταλλαγές. Μπύρες, αναψυκτικά, τσιγάρα, ρούχα, παλιά, μεταχειρισμένα, οτιδήποτε ρούχα.
Που είναι παιδιά η πόλη να πάμε; Ρωτήσαμε τις τοπικές αρχές όταν ανέβηκαν στο πλοίο. Από εδώ είναι μακριά, δεν έχει και τίποτα, μας είπαν. Σκόνη, λάσπες, μόνο που θα ταλαιπωρηθείτε. Έχει όμως λίγο παρακάτω στην όχθη του ποταμού κάτι μπαρ όπου μπορείτε να περάσετε την ώρα σας. Εκεί πάνε από όλα τα βαπόρια. Θα πηγαίνετε με βάρκες κωπήλατες. Κάθε βάρκα παίρνει δύο άτομα μόνο.
Έτσι πράγματι βγαίναμε τα απογεύματα, όχι κάθε μέρα, γιατί ήταν ταλαιπωρία. Ο βαρκάρης ξυπόλητος, όρθιος στη μέση της βάρκας κωπηλατούσε. Όταν πηγαίναμε είχαμε το ρεύμα του ποταμού από τη πρύμη, σε μισή ώρα φτάναμε. Η επιστροφή περίπου 45 λεπτά. Τα μπαρ αυτά ήταν ξύλινα ή αχυρένια ανάμεσα στα δένδρα, λάσπη, σκοτάδι, κυρίως σκοτάδι στους χωμάτινους δρόμους, και μερικά σπίτια είχαν λύχνους με λάδι σαν αυτούς που είχαμε κι εμείς παλιά. Αυτό που μας άρεσε ήταν η «υποδοχή» που μας έκαναν, μικρά παιδιά, αγόρια, κορίτσια, να ζητούν μπαξίσι, αλλά και μεγάλοι , να γίνεται μια ατμόσφαιρα πανηγυριού. Όλοι κάτι περίμεναν από μας, ή κάτι να μας πουλήσουν, χωρίς όμως να γίνονται ενοχλητικοί. Εκεί ήταν που κράτησα στα χέρια, πρώτη μου φορά, φίδι.
Από τη δεύτερη φορά που βγήκα έξω κρατούσα πάντα ένα φακό μαζί μου. Ήταν αν θυμάμαι ή τέταρτη έξοδος μου. Λίγο μετά τις 10 το βράδι, πήραμε με το συνάδελφο μου τη βάρκα για την επιστροφή. Ο βαρκάρης μας, κωπηλατούσε προς το σημείο που ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο, όταν ξαφνικά αλλάζει απότομα πορεία δεξιά. Γυρίσαμε προς το μέρος του, και μας έκανε νόημα με το κεφάλι του προς τα πίσω. Είδαμε μια βάρκα σαν τη δική μας, με τρεις ντόπιους αριστερά και τρεις δεξιά, με σηκωμένες τις κελεμπίες και ξυπόλητοι. Ο καθένας από ένα κουπί στο χέρι και προσπαθούσαν να μας φτάσουν. Τη «πατήσαμε», είπαμε. Πειρατές. Τι να τους δίναμε; Σκέφτηκα ότι το μόνο που είχαμε ήταν τα ρούχα που φορούσαμε. Θα τα δίναμε ευχαρίστως. Ο καημένος ο βαρκάρης μας κωπηλατούσε με όλη του τη δύναμη, για να φτάσει στα φώτα ενός άλλου αγκυροβολημένου πλοίου που ήταν κοντά μας. Ταυτόχρονα φώναζε προς το πλοίο, φωνάζαμε κι’ εμείς. Μας είχαν πλησιάσει στα δύο μέτρα. Τότε σκέφτηκα το φακό. Άναψα το δυνατό φακό με τέσσερις μπαταρίες, τους πέταξα το φως στα μάτια. Είδα την αγριάδα στα μάτια τους και το μίσος προς το βαρκάρη μας. Το φως του φακού όχι μόνο τους τύφλωνε, αλλά φανέρωνε τα χαρακτηριστικά τους, πράμα που δεν τους άρεσε. Αμέσως σταμάτησαν το κυνηγητό βρίζοντας το βαρκάρη. Νομίζω ότι ο λόγος που σταμάτησαν να μας κυνηγούν, ήταν αφενός το φως και αφετέρου δεν είχαν να κερδίσουν τίποτε από εμάς. Δεν είχαμε ούτε ρολόγια, ούτε χρυσαφικά, αλλά φορούσαμε ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι τα πιο πρόχειρα [1] Φτάσαμε στο πλοίο που ήταν κοντά μας, έτυχε μάλιστα να είναι ελληνικό, και ανεβήκαμε πάνω. Βρήκα κι’ ένα συμμαθητή μου, ήπιαμε καφέ, και ο βαρκάρης περίμενε κάποια δεύτερη βάρκα να συνεχίσουμε μαζί. Σε μια ώρα μας φώναξε, και δύο βάρκες πλέον συνεχίσαμε και φτάσαμε στο πλοίο μας. Ευχαριστήσαμε το βαρκάρη με φρατζόλες ψωμί, σπάνιο είδος γι΄ αυτούς.
Το λάθος ήταν δικό μας. Είχαμε πιει δυο μπύρες παραπάνω και ξεχαστήκαμε…. Μας το είχαν τονίσει. Υπάρχουν πειρατές με κυρτά μαχαίρια σα δρεπάνια, οι οποίοι δεν ζητούν το ρολόι σου αλλά σου κόβουν το χέρι και μετά το παίρνουν. Το βράδι να έρχεστε δυο-δυο οι βάρκες. Οι πειρατές δεν επιτίθενται γιατί είσαστε εσείς έξη, κι αυτοί έξη, και βάζετε στη μέση τη βάρκα τους. Ναι αλλά κι έτσι να είναι, σκέφτηκα, ναυμαχίες στο ποτάμι θα κάνουμε…; Έτσι και γλιστρήσεις και πέσεις μέσα στο ποτάμι και μάλιστα νύχτα, δεν σε σώζει κανείς εκεί στην ερημιά. Το ρέμα θα σε τραβήξει κάτω και θα σε βγάλει στον Ινδικό τροφή για τους καρχαρίες!!!
Φυσικά αυτή ήταν η τελευταία μου έξοδος. Όσο για τα ψώνια μας από τη «λαϊκή», ήταν : πέντε κότες, δύο χήνες, τρεις φραγκόκοτες, μια κατσίκα, μια προβατίνα και μια μαϊμού. Στο επόμενο ταξίδι μας πάλι μέσω του Ειρηνικού, αυτά τα ορνιθοειδή κυκλοφορούσαν στο κατάστρωμα όπου δούλευαν οι ναύτες, μπερδεύονταν στα πόδια τους, ξαφνιάζονταν, έτρεχαν χωρίς να τα κυνηγάμε, και με τη φόρα που είχαν έπεφταν από το κατάστρωμα στη θάλασσα. Ένα-ένα, έτσι με τον ίδιο τρόπο χάθηκαν όλα, πριν φτάσουμε στο Κανάλι του Παναμά. Η προβατίνα και η κατσίκα ψόφησαν λόγω νηστείας….!!! Μας τέλειωσαν τα λαχανικά, τους δίναμε μόνο, πατάτες, ρύζι, μακαρόνια. Η μια πίσω από την άλλη γίνηκαν τροφή για τα σκυλόψαρα. Η καημένη η μαϊμού τράβηξε του Χριστού τα πάθη. Ήταν η διασκέδαση μας!!! Το αφεντικό της, την είχε δέσει σένα σπιτάκι κοντά στη τσιμινιέρα. Εκεί στη φασαρία….
Για όσους την πείραζαν είχε επιθετικές διαθέσεις. Κάθε φορά που στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν κάποιο καταπράσινο νησί, μύριζε τον αέρα του δάσους, έβλεπε που έπρεπε να βρισκόταν, και χάλαγε τον κόσμο από τις στριγκλιές. Μια μέρα τη βρήκαμε στο σπιτάκι της, πνιγμένη, με το σχοινάκι περασμένο γύρω-γύρω στο λαιμό. Κάποιοι είπαν πως αυτοκτόνησε από τα πολλά βάσανα!!! Δεν νομίζω να έχουν τέτοιες διαθέσεις τα ζώα.-
Τέλος της ιστορίας κι’ ευχαριστώ για το χρόνο που διαθέσατε.-
Σουδιανός [2]
[1] Βασικός κανόνας. Ντυνόμαστε όπως και οι ντόπιοι στα μέρη που πηγαίνουμε. Δεν μπορούμε βέβαια να φοράμε κελεμπίες, κι ούτε γραβάτα στην Ιαπωνία που την φορούν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι. Απλά όχι υπερβολές, να μη δίνουμε στόχο.
[2] Για το Ιστορία αυτή συμπληρώνω ότι το πλοίο λεγόταν M/V Argonaftis. Ιδιοκτησίας μιας εφοπλιστικής οικογένειας από τις Οινούσσες με έδρα το Λονδίνο. Αυτό το αναφέρω επειδή κάποιο από τα 2000+ μέλη μπορεί να έχουν γνωστούς που υπηρέτησαν εκείνη τη περίοδο μαζί μου, ή μπορεί να δουν και οι ίδιοι την ιστορία. Γράφοντας την ιστορία θυμήθηκα όλους τους παλιούς αυτούς φίλους, και θα ήθελα ξανά μια επικοινωνία μαζί τους . Ιδίως με το φίλο μου από τη Σκιάθο και αφεντικό της μαϊμού , με τον οποίο έχω μια φωτογραφία , στα δάση της Ταϊλανδής, γυμνοί από τη μέση και πάνω, να πίνουμε με καλαμάκια το χυμό μιας τεράστιας καρύδας.-
Attachments
-
16,1 KB Προβολές: 153
Last edited by a moderator: