ioulios29
Member
- Μηνύματα
- 49
- Likes
- 222
Το ταξίδι στο Παρίσι ήταν ένας προορισμός που ήταν στο πρόγραμμα από τότε που άρχισα να σχεδιάζω τα ταξίδια μου. Με τα χρόνια άκουγα - απο κόσμο που είχε μόλις γυρίσει - ιστορίες ακραίας ταλαιπωρίας, ακρίβειας και κακής συμπεριφοράς των Παριζιάνων και ασυναίσθητα έμπαινε δεύτερο και τρίτο σε επιλογή. Και νά που τελικά πήγα και διαψεύστηκαν όλες οι γλαφυρές ιστορίες αγένειας, πολυκοσμίας και άκρατης ακρίβειας. Να σημειώσω ότι παρακάτω δεν θα βρείτε ούτε ένα tip για οικονομικές διακοπές στο Παρίσι, ενώ θα βρείτε - ανάμεσα σε ένα αρκετά πυκνό πρόγραμμα - πληροφορίες προσβασιμότητας για άτομα με μειωμένη κινητικότητα και αναπηρία που προκύπτουν από τις δικές μου ανάγκες μετακίνησης. Οι πληροφορίες και οι λύσεις σε προβλήματα πρόσβασης που προέκυψαν θα είναι όλες μέσα απ΄το εξής πρίσμα: μπορώ να περπατήσω αλλά όχι για τεράστιες αποστάσεις και χρειάζομαι βοήθεια με τις σκάλες τις οποίες αποφεύγω όπου και όσο μπορώ. Γενικά στα ταξίδια μου προέχει η άνεση και η εύκολη και γρήγορη μετακίνηση, το καλό φαγητό και το ευ ζειν, αν δεν μπορώ να τα έχω αυτά, απλά δεν πάω, οι επιλογές για τα άτομα με αναπηρία είναι συγκεκριμένες και πρέπει να είσαι αποφασισμένος να τις πληρώσεις αν ενδιαφέρεσαι και να περάσεις και λίγο καλά πέρα από κάνα δυο φωτό που θα βγάλεις. Γι’ αυτό, βολέψου σε μια άνετη γωνιά γιατί έρχεται ολόκληρο διήγημα, θα σε πάω στα καλύτερα.
Από προετοιμασία online εισιτηρίων / κρατήσεων, αυτά που έκανα ήταν τα εξής:
Το Ταξίδι προς Παρίσι, Ιούλιος 2022
Το ταξίδι προμηνύονταν δύσκολο καθώς είχαν αυξηθεί τον Ιούνιο απότομα τα κρούσματα Covid σε όλη την Ευρώπη, ενώ παράλληλα το Παρίσι, μια εβδομάδα πριν πάμε, αντιμετώπιζε τον πιο δριμύ καύσωνα στην ιστορία του με 40άρια και πυρκαγιές.
Την ίδια στιγμή, στα αεροδρόμια γινόταν το αδιαχώρητο με καθυστερήσεις και βουνά από απωλεσθέντες βαλίτσες λόγω μειωμένου προσωπικού που απολύθηκε προσωρινά και δεν επέστρεψε ποτέ γιατί στο μεταξύ βρήκε κάτι καλύτερο. Για το κερασάκι, ο Π.Ο.Υ. Μόλις είχε ορίσει παγκόσμιο συναγερμό για την Ευλογιά των Πιθήκων.
Φτάνοντας στο Αεροδρόμιο Μακεδονία με ένα άνετο SUV ταξί που επέλεξα γιατί είναι ψηλό και μπορεί κανείς να βγει εύκολα, κατευθυνθήκαμε με ασανσέρ προς το Private Lounge της Aegean, από το οποίο, όταν έφτασε η ώρα αποβίβασης βγήκαμε κατευθείαν στο terrain του αεροδρομίου και φτάσαμε περπατώντας στη σκάλα του αεροπλάνου που ήταν στα 50m. Δεν χρειάστηκε να ζήσω την ταλαιπωρία μεταφοράς στο αεροπλάνο με το τριτοκοσμικό πουλμανάκι με το μεγάλο και δύσβατο σκαλοπάτι και τις ελάχιστες χειρολαβές, όπου μας παστώνουν σαν σαρδέλες, έτσι για να γνωριστούμε καλύτερα. Η ανάβαση στις σκάλες του αεροπλάνου στο Θεσσαλονικιώτικο αεροδρόμιο ήταν αναπόφευκτη, καθώς η άλλη επιλογή με το αναβατόριο ζώων που έχω δοκιμάσει στο παρελθόν είναι άκρως ταπεινωτική και πετάει στα τάρταρα το βελούδινο ταξιδιωτικό mood γάργαρης χαράς επικείμενων απολαύσεων με το οποίο συνήθως ξεκινάω τα ταξίδια μου. Καθώς δυσκολεύομαι να σηκωθώ από τις υπερχαμηλές θέσεις του αεροπλάνου, χρησιμοποίησα την τσάντα που επιτρέπεται πλέον της χειραποσκευής ως ανυψωτικό, καθώς είχα βάλει ένα σκληρό μαξιλάρι μέσα, πάνω στο οποίο και έκατσα. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τη ζώνη ασφαλείας.
Φύγαμε στην ώρα μας και φτάσαμε στην ώρα μας στο όμορφο αεροδρόμιο Charles de Gaulle από όπου, αφού παραλάβαμε τις αποσκευές σχεδόν άμεσα, δυσκολευτήκαμε να βρούμε την πλατφόρμα του RER για το Παρίσι. Είχα ακούσει από ΟΛΟΥΣ ότι αυτός είναι ο καλύτερος, πιο οικονομικός και γρήγορος τρόπος μεταφοράς στο ξενοδοχείο αλλά και γενικά, όμως κανείς δεν με είχε προετοιμάσει για την κόλαση που έπρεπε να ζήσουμε κατά τη χρήση του. Μάλιστα, είχα πιστέψει τόσο πολύ για την χρησιμότητα του metro στις μετακινήσεις μου στην πόλη, που επέλεξα ξενοδοχείο που να βρίσκεται ακριβώς μπροστά σε σταθμό του υπόγειου τρένου, στο Les Halles συγκεκριμένα. Νομίζοντας ότι θα το παίρνουμε συνέχεια, κάναμε το λάθος και πληρώσαμε μόλις φτάσαμε εισιτήριο για πρόσβαση σε όλες τις ζώνες απεριόριστα για 5 μέρες, το οποίο έμεινε αχρησιμοποίητο καθώς δεν πήραμε το μετρό ούτε μία φορά. Τα πρώτα και μοναδικά - ευτυχώς - πεταμένα λεφτά.
Πίσω στην πλατφόρμα, έπρεπε να κάνω κάτι που μου φάνηκε σαν το μετέωρο βήμα του πελαργού για να μπω στον συρμό, ευτυχώς που με βοήθησε ο 22χρονος ανιψιός μου με τις βαλίτσες. Μέσα στο παλιακό και βρώμικο βαγόνι έχει μόνο αντικριστές θέσεις και κανένα απολύτως μέρος για να βάλεις μια μεγάλη βαλίτσα και μια μικρή για το επόμενο μισάωρο που χρειαζόταν να φτάσουμε στον προορισμό μας. Στις επόμενες δυο - τρεις στάσεις το τρένο πακτώθηκε σε επίπεδα στενών της Μυκόνου τον 15Αύγουστο, με νυσταγμένους επιβάτες που μας κοιτούσαν ενοχλημένοι που πιάναμε μια θέση για τις βαλίτσες μας. Χρειάστηκε να ξεκινήσω να μετακινούμαι προς την έξοδο δυο στάσεις πριν, καθώς κανείς - μα κανείς - δεν έκανε τον κόπο να πάει ελαφρώς στην άκρη για να περάσουμε με τις βαλίτσες. Μας παρακολουθούσαν ακίνητοι και αμέτοχοι στο αστικό σαφάρι που ζούσαμε. Όταν τα pardon και τα excuse me please έγιναν ελληνικότατα κλωτσίδια με τα ροδάκια των βαλιτσών και έκαναν επιτέλους απρόθυμα πέρα, κατεβήκαμε σε έναν λαβύρινθο όπου δεν υπήρχε καμία ένδειξη EXIT. Φίλε μου, είσαι στα Παρίσια, μάθε ότι για να φύγεις ψάχνεις το SORTIE. Το ασανσέρ που ψάχναμε δεν βρέθηκε ποτέ και αναγκαστήκαμε να πάρουμε τις κυλιόμενες όπου ζορίστηκα λίγο να κουμαντάρω δυο βαλίτσες με την ταχύτητα που ανέβαινε ενώ κρατιόμουν από την κουπαστή, αλλά με λίγη τύχη τα κατάφερα και λίγα λεπτά μετά βρεθήκαμε ακριβώς μπροστά στο Novotel Paris Les Halles, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν άριστη επιλογή για όλα: τοποθεσία, παροχές, καθαριότητα, εξαιρετικό πρωινό, φωτεινά μεγάλα δωμάτια και άνετα κρεβάτια, ποιότητα ζωής γενικά για εμάς που δεν θέλουμε το δωμάτιο «μόνο για έναν ύπνο» αλλά αποτελεί μέρος του ταξιδιού.
Πρώτη μέρα: Η Γειτονιά Les Halles
Νωρίς το ίδιο απόγευμα είχαμε κιόλας τακτοποιηθεί στα δωμάτιά μας και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε εξορμήσεις. Το δροσερό καλοκαιρινό Παρίσι των 26C με το γλυκό αεράκι, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη των 36C που αφήσαμε πίσω, ήταν σίγουρα ένα υπέροχο καλοσώρισμα που δεν έπρεπε να χάσουμε. Είμασταν πολύ τυχεροί και όλες οι υπόλοιπες μέρες ο καιρός θα κινούνταν στις ίδιες ευχάριστες για περπάτημα και δροσερές θερμοκρασίες. Αυτό το στοιχείο έπαιξε μεγάλο ρόλο στην έκταση των περιπατητικών μου εξορμήσεων. Αν δεν ήταν τόσο δροσερός ο καιρός δε θα μπορούσα επ’ ουδενί να κάνω όσα θα διηγηθώ παρακάτω.
Περιδιαβαίνοντας τους λιθόστρωτους και χωρίς αυτοκίνητα δρόμους της γειτονιάς Les Halles, νιώσαμε αμέσως την διάχυτη αύρα ενός φιλόξενου τόπου, με όμορφες μουσικές, πλατείες, μπαράκια, patisserie, κρεπερί, καφέ και εστιατόρια από κάθε λογής εθνικότητα, με χαλαρό κόσμο να χαίρεται το ήσυχο απόγευμα. Καθώς το μεξικάνικο μαγαζί είχε live μπάντα, τα διπλανά είχαν κλείσει τις μουσικές τους. Για όποιον έχει ζήσει την χαύρα των μαγαζακίων στα Λαδάδικα, Βαλαωρίτου κλπ που όποιος το έχει πιο δυνατά είναι και ο πιο κουλ(ός), θα καταλάβαινε ότι αυτή ήταν μια συγκινητική στιγμή ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Κατηφορίσαμε χωρίς να ξέρουμε πού θα βγούμε, το πρώτο μας απόγευμα ήταν για ελεύθερη περιπλάνηση άλλωστε. Αρχίσαμε να διαπιστώνουμε σιγά-σιγά την εκπληκτική τοποθεσία που βρισκόταν το ξενοδοχείο. Τα μισά από όσα σκοπεύαμε να κάνουμε στο Παρίσι ήταν σε απόσταση 5 - 15 λεπτών περπατήματος από το ξενοδοχείο μας. Το καλό location σε ένα ξενοδοχείο παίζει τεράστιο ρόλο σε ένα ταξίδι, μην το προσπερνάτε.
Σε δυο λεπτά διασχίζαμε την Rivoli Ave (κεντρικός δρόμος που διασχίζει την πόλη περνώντας και από το Λούβρο) και σε λιγότερο από 10’ αντικρύσαμε τον λαμπερό και στραφταλίζων Σηκουάνα στο ύψος της γέφυρας Pont Neuf. Οι αντανακλάσεις του απογευματινού ήλιου στο διάσημο ποτάμι καθως γλιστρούσαν πάνω του τα ποταμόπλοια, έκαναν το τοπίο ακόμα πιο γοητευτικό από όσο είχα φανταστεί. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, θυμήθηκα τί σημαίνει να σου επιβάλλεται μια πόλη με την ομορφιά της, είχα να το ζήσω από το Λονδίνο. Αριστερά στα 10’ περπάτημα η Παναγία των Παρισίων υπό κατασκευή μετά την πυρκαγιά και δεξιά στο βάθος σα να φαίνεται ο Πύργος του Άιφελ. Ή μήπως το φαντάστηκα; Μαγεμένη, λίγες ώρες μετά, επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Μπορεί η μέρα να είχε τελειώσει για εμένα, όμως ο ανιψιός μου, που άντεχε κάτι παραπάνω, πήρε ένα ποδήλατο και πήγε μέχρι την Αψίδα του Θριάμβου που απείχε μόλις 4 χλμ από εκεί που είμασταν. Ήταν ακόμη μέρα άλλωστε, στις 21:00 ο ήλιος τον Ιούλιο στο Παρίσι είναι ακόμη επάνω, το ηλιοβασίλεμα έρχεται στις δέκα παρά, οπότε έχει ακόμη φως περασμένες δέκα.
Τεράστιες καλοκαιριάτικες δροσερές ημέρες, το όνειρο κάθε ταξιδιώτη.
Δεύτερη μέρα: Saint Chapelle, Musée D’ Orsay, Γύρος Παρισιού με Hop on-Hop off
Μετά το εξαιρετικό πρωινό, βρεθήκαμε κατά τις 10 στο δρόμο για το Saint Chapelle. Όπως προανέφερα, ήταν ένα από τα τρία αξιοθέατα που ήταν απαραίτητο να κλείσουμε προηγουμένως online συγκεκριμένο χρονικό time slot για την επίσκεψή μας. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα το πολύ, μέσα στην ήσυχη γειτονιά, με τη βοήθεια του gps, βρεθήκαμε στο τέλος μιας μακράς ουράς ατόμων που περίμενε να μπει. Περάσαμε από τη δεύτερη είσοδο που ήταν για κατόχους online εισιτηρίου με χρονικό ραντεβού και μπήκαμε στο Ναό αμέσως. Από έξω δε λέει και πολλά, όμως το εσωτερικό του Γοτθικού Ναού είναι συγκλονιστικό. Η πρόσβαση στον Πρόναο είναι εύκολη ακόμα και για αμαξίδια. Για τον κυρίως χώρο όμως χρειάζεται να ανεβεί κανείς από τα δεξιά του Πρόναου μια απότομη, στενή, στριφογυριστή σκάλα συνολικού ύψους περίπου δυο ορόφων με αρκετά ψηλά μεμονωμένα σκαλοπάτια.
Αποφάσισα να το προσπαθήσω, είχαν καλό grab οι κουπαστές δεξιά και αριστερά της σκάλας και με την υπομονή των υπόλοιπων επισκεπτών που μάλλον καθυστέρησα, έφτασα στο μεγαλειώδες βιτρώ υπερθέαμα: δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου κόπηκε η ανάσα από τις απότομες μεσαιωνικές σκάλες ή από την καλειδοσκοπική πανδαισία που γιγαντώνονταν εμπρός μου. Τεράστιες λωρίδες βιτρώ εκπληκτικής λεπτομέρειας, υψώνονται για 15 μέτρα και η μια δίπλα στην άλλη συγκρατούν έναν - θαρρείς - εβένινο και χρυσοποίκιλτο γοτθικό θόλο. Το φως μπαίνει απαλά και διαχέεται πολυπρισματικά στο χώρο, δημιουργώντας μια εντύπωση ροζ αχλής που αιωρείται μαγικά πάνω από τα κεφάλια μας. Πρέπει να το δεις.
Βγαίνοντας από το Saint Chapelle αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα περπατώντας παράλληλα στις όχθες του Σηκουάνα. Είχε συννεφιά και ψύχρα, ιδανικός καιρός για περίπατο. Διασχίσαμε τη γέφυρα Pont Neuf χαζεύοντας στην απέναντι όχθη και δεξιά μας το Λούβρο να εκτείνεται για πολλές εκατοντάδες μέτρα και αφήνοντας πίσω μας τα τεράστια κτίρια που στεγαζόνται τα δικαστήρια του Παρισιού και οι μυστικές υπηρεσίες, φτάσαμε περίπου ένα εικοσάλεπτο αργότερα στο Musee D’ Orsay.
Τεράστια ουρά στην είσοδο, ακόμα και για εμάς που έχουμε το Paris Museum Pass. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, πολλά άτομα που μέρος των κινητικών προβλημάτων τους είναι και η μέση, ενώ μπορούν να περπατάνε αρκετά, είναι αδύνατον να στέκονται όρθια σε ένα σημείο καθώς τότε πονά η μέση. Εφόσον δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Κάρτα Αναπηρίας ακόμη ώστε να τη δείχνεις και να μπαίνεις με προτεραιότητα όπως πρέπει και δικαιούμαστε, οπλίστηκα με το θάρρος του ότι βρίσκομαι σε πολιτισμένη ευρωπαϊκή πόλη και πλησίασα την σεκιούριτι στην ουρά για τα fast pass. Την ενημέρωσα ότι είμαι άτομο με αναπηρία και δυσκολεύομαι να περιμένω όρθια για πολύ ώρα σε ένα μέρος, πράγμα που αληθεύει πέρα ως πέρα και… ναι! Το Παρίσι δεν με απογοήτευσε. Αυτή η στιγμή ήταν η αρχή μιας ευχάριστης αλυσίδας παρόμοιων συμπεριφορών από Παριζιάνους σεκιουριτάδες που σεβόντουσαν απόλυτα απλά και μόνο το λόγο μου, με το γεγονός ότι πήγαινα και τους ζητούσα να περάσω κατα προτεραιότητα λόγω αναπηρίας να είναι αρκετό για να ανοίξει ο δρόμος χωρίς κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Πραγματικά, το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να παρακαλέσεις και να ικετεύσεις, σε κάνει να νιώθεις πολίτης Α’ κατηγορίας ή έστω πολίτης ίδιας κατηγορίας με όλους. Σπάνια το νιώθω στην Ελλάδα και οι Παριζιάνοι μου το χάρισαν απλόχερα, ήσυχα και αξιοπρεπώς, χωρίς τυμπανοκρουσίες, όπως θα έπρεπε να είναι. Το κτίριο είναι απόλυτα προσβάσιμο παντού με αμαξίδιο.
Ο παλιός σταθμός τρένων με το τεράστιο χρυσό ρολόι στο εσωτερικό του, φιλοξενεί ξεχωριστά γλυπτά αλλά και μια σπάνια συλλογή με εκπληκτικούς πίνακες από τα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Cezzane, Matisse και κυρίως έργα του συγκλονιστικού Van Gogh, σε μια αίθουσα αφιερωμένη αποκλειστικά σε αυτόν, κοσμούν το κυλινδρικό θολωτό εσωτερικό του. Μια ανασκόπηση στον Ιμπρεσσιονισμό, Εξπρεσιονισμό, παριζιάνικη κουλτούρα και εξωτισμό. Μην το χάσεις.
Φύγαμε χορτασμένοι από χρώματα, φόρμες, έμπνευση και τέχνη, πεινασμένοι όμως για κανονική τροφή.
Κάπου εκεί, σε ένα παρακείμενο στενό, βρήκαμε μια μικρή brasserie με παραδοσιακή γαλλική κουζίνα, το Cocorico. Για την επιλογή εστιατορίων μας βοήθησε πολύ το ότι ψάχναμε καλά εστιατόρια κοντά μας όποτε πεινούσαμε και πηγαίναμε σε κάποιο της εκάστοτε περιοχής σύμφωνα με τις αξιολογήσεις της Google. Έπρεπε να έχει πάνω από 4,5 στα 5. Η τακτική αποδείχθηκε σωστή μια και όλες οι επιλογές μας - όπου κι αν είμασταν στο Παρίσι - αποδείχθηκαν πετυχημένες από όλες τις απόψεις: service, τοποθεσία, προσεγμένος χώρος και φαγητό.
Στο Cocorico φάγαμε εξαιρετικά πιάτα και πιάσαμε κουβέντα με το σερβιτόρο που μας εξέπληξε μιλώντας μας στα ελληνικά: η μητέρα του, όπως μας εξήγησε, ήταν από την Ιθάκη και ανυπομονούσε να πάει εκεί τον Αύγουστο. Μόλις είχαμε συναντήσει έναν Έλληνα στο ταμείο του Musee D’ Orsay και ήμασταν άναυδοι που συναντήσαμε λίγες ώρες αργότερα κι άλλον. Όμως τις επόμενες μέρες θα συναντούσαμε καθημερινά μια πλειάδα Ελλήνων να εργάζονται στα πιο απίθανα μέρη, να μην αρχίσω με το πόσους Έλληνες τουρίστες συναντήσαμε, αυτό είναι άλλο θέμα.
Η μέρα μας συνεχίστηκε άκρως τουριστικά:
Ώρα για Hop on - Hop Off Bus!
Εκεί κάπου στις όχθες του Σηκουάνα, στο δρόμο με το όνομα Quai Anatole France, στο ύψος της Γέφυρας Pont Royal, περνούσε το διόροφο λεωφορείο με την ανοιχτή οροφή Toot Bus. Με το εισιτήριο μπορείς να κάνεις τον κύκλο όσες φορές θέλεις για 24 ώρες. Πλατεία Concord, Γέφυρα του Αλέξανδρου, Champs Elysées, Αψίδα του Θριάμβου, Trocadero, Πύργος του Άιφελ και πίσω. Μια ωραία επιλογή για τις πρώτες μέρες του ταξιδιού για να πάρουμε μυρωδιά του όγκου της πόλης. Κατεβήκαμε στο Λούβρο που απείχε 15’ περπάτημα από το ξενοδοχείο και μετά από μια στάση για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό στον παρακείμενο μεγαλοπρεπή Γοτθικό Ναό του Saint Germain L’ Auxerrois, επιστρέψαμε στη γειτονιά μας για ένα κοκτέιλ πριν τον ύπνο.
Τρίτη Μέρα: Λούβρο
+ μια μεγάλη απολαυστική βόλτα 5 χλμ στη Champs Elysées, από το Λούβρο μέχρι την Αψίδα του Θριάμβου.
Αγαπητοί φίλοι αναγνώστες, όσοι φτάσατε να διαβάσετε μέχρι εδώ, να ξέρετε ότι έχετε κερδίσει τη συμπάθειά μου. Γι’ αυτό και θέλω να σας κάνω ένα μικρό νοερό δώρο. Μια ταπεινή συμβουλή, πείτε το όπως θέλετε. Ξέρω ότι δε θα την ακολουθήσετε γιατί είναι αρκετά τολμηρή, όμως εγώ θα την πω ούτως η άλλως: Μην. Πάτε. Στο. Λούβρο.
Πώς θα γίνει αυτό; Με το να μην πάτε. Με το να πάτε από έξω, να βγάλετε ωραία-ωραία τις φωτογραφίες σας στη γυάλινη Πυραμίδα, να κάνετε τα stories σας, τις live μεταδόσεις σας και μετά να πάρετε δρόμο και να συνεχίσετε την υπέροχη μέρα σας χαμένοι στους δρόμους του Παρισιού. Γιατί; Διότι έχει πολυκοσμία χωρίς μάσκες, ζέστη (με δροσερή μέρα έξω) συνωστισμό, ουρές παντού, ιδρωμένα χνώτα, μασχάλες, χέρια, αγκωνιές, απελπισμένες σέλφι, λαβυρινθικούς διαδρόμους, ουρές ακόμη και για ένα ποτήρι νερό, που να λιποθυμάς πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου και για αυτό. Δεν έχεις το χώρο και τις συνθήκες να σταθείς μπροστά σε ένα έργο τέχνης και να το απολαύσεις χωρίς να σε σκουντησουν.
Η απόλυτη εκπόρνευση της τέχνης.
Μπήκα αθώα και συγκινημένη που θα έβλεπα τη Νίκη και την Αφροδίτη, τα κορίτσια μου τα ξενιτεμένα, επιτέλους! Μισή ώρα αργότερα, το δάκρυ είχε στεγνώσει πριν καν καταφέρω να τις βρω και με έπιασα να σκέφτομαι «Πού είναι επιτέλους το @%#$ το ακέφαλο άγαλμα να τελειώνουμε!» Ω! Μοντιέ.
Τέσσερις ώρες μείναμε στο μουσείο (ευτυχώς μπήκαμε αμέσως επί τη εμφανίσει λόγω αναπηρίας) τη μια περιμέναμε να πλησιάσουμε τη Μόνα Λίζα, την άλλη μια ώρα είδαμε την Αφροδίτη της Μήλου και τη Νίκη της Σαμοθράκης και κάποια άλλα γνωστά όπως την Παναγία των Βράχων του Ντα Βίντσι και τη Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά και τέλος τις άλλες δυο ώρες ψάχναμε να βρούμε την έξοδο από αυτό το χαοτικό κτίριο με την χειρότερη σήμανση του κόσμου. You can check out anytime you want, but you can never leave. Ποια, εγώ, η ακραία art lover να ψάχνω αλλόφρων την έξοδο του Λούβρου.
Είναι ντροπή να έχει τόσο κακές παροχές ένα από τα πιο διάσημα μουσεία στον κόσμο. Ακόμα γελάω που μας έβαλαν να κλείσουμε και χρονικό ραντεβού, τρομάρα τους. Εμάς και τη μισή υφήλιο, όλοι μέσα στις 10:30 το πρωί.
Εκεί γύρω στις 2:00 βγήκαμε κάθιδροι στο γλυκό μεσημεριάτικο δροσερό αεράκι και αποφασίσαμε να περπατήσουμε τους Κήπους του Λούβρου, χωρίς να έχουμε κάτι συγκεκριμένο στο πρόγραμμα. Το Λούβρο που επισκεφθήκαμε ήταν το μόνο πρόγραμμα της μέρας και είχε ευτυχώς τελειώσει.
Σιγά σιγά και κουβέντα στην κουβέντα βρεθήκαμε να διασχίζουμε τους Κήπους του Κεραμεικού. Με μεγάλες στάσεις στα σκιερά και όμορφα παγκάκια της μεγάλης promenade, τα βήματα μας έφεραν στην Πλατεία Κονκόρντ. Ευθεία μπροστά μας απλώνονταν τα Ηλύσια Πεδία με όλη τη μεγαλοπρέπειά τους. Στο βάθος, ανάμεσα από την περίφημη συμμετρική συστάδα δέντρων ξεπρόβαλε μια κουκκίδα, η Αψίδα του Θριάμβου. Ξεχασμένοι από την περισσή αστική μεγαλοπρέπεια που μας περιέβαλλε, χωθήκαμε στα πάρκα οδεύοντας πεζοί στην Champs Elysées σε έναν σκιερό δρόμο που μύριζε παντού - τί άλλο; - κρέπα. Κάθε 50 μέτρα συναντούσαμε μια μικρή καντίνα - κρεπερί. Στην αρχή διστάζαμε να πάρουμε, δεν εμπιστεύομαι εύκολα τα street food. Τελικά η μυρωδιά ήταν τόσο γαργαλιστική που ξεπεράσαμε με συνοπτικές διαδικασίες τις μαμόθρεφτες αναστολές μας και βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε την κρέπα που έμελλε να είναι η πιο πετυχημένη εκδοχή κρέπας που δοκίμασα όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά και στη ζωή μου γενικά. Όχι, μπράβο μεσιέ κρεπά! Πολλά μπράβο.
Από κάποιο σημείο και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται τα περίφημα ακριβά καταστήματα. Είναι τόσο όμορφα εξωτερικά, που πλέον αποτελούν μέρος των αξιοθέατων του Παρισιού. Ξεχώρισα για την ομορφιά τους την Guerlain, το κτίριο Louis Vuitton, το πάλλευκο σα ζαχαρωτό διπλανό κτίριο της Dior και το μεταλλικό κομψοτέχνημα στο χρώμα της μέντας του Ladurée. Ο ανιψιός μου μπήκε στο κατάστημα του Stranger Things κι εγώ ακριβώς δίπλα στα φανταχτερά Lafayette του Champs Elysées που έμοιαζε με γκλαμουράτο Hondos.
Έψαχνα κάτι σκουλαρίκια κι έτσι επισκεφθήκαμε τα Tiffany’s. Όπως και στο κατάστημα της Fifth Ave στο Manhattan που είχα μπει 20 χρόνια πριν, η κατάσταση ήταν ίδια: απίστευτη ευγένεια και άψογη εξυπηρέτηση, όποιος κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι, ό,τι κι αν φοράς. Μας έβαλαν σε ένα σεπαρέ δωμάτιο και μας κέρασαν Evian και την περίφημη σαμπάνια του Tiffany’s για να ξαποστάσουμε. Δυστυχώς δεν είχαν το ζευγάρι που μου άρεσε αρχικά και η σαμπάνια δεν ήταν αρκετή για να αλλάξω γνώμη.
Λίγο αργότερα φτάσαμε στο τέλος της πιο όμορφης και απόλυτα προσβάσιμης βόλτας του Παρισιού: από το Λούβρο στην Αψίδα του Θριάμβου! Συνολικά, με πολλές στάσεις σε πάρκα και καταστήματα μας πήρε 4 ώρες, με χρόνο ωφέλιμου περπατήματος 1 ώρα και 20’, για να διανύσουμε ευχάριστα και χωρίς κούραση μια απόσταση 5 χλμ. Ήταν μια βόλτα που θα μου μείνει αξέχαστη.
Η μέρα μας τελείωσε με εμένα να περιμένω σε ένα παγκάκι στη Champs Elysées τον ανιψιό μου να ανεβεί τα σχεδόν 300 σκαλοπάτια της Αψίδας του Θριάμβου.
Καθώς χάζευα τα απίστευτα καλοντυμένα αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες που περνούσαν από μπροστά μου σαν σε πασαρέλα, σκεφτόμουν «Νά και κάτι που δεν μπορώ να κάνω τελικά στο Παρίσι, δεν μπορώ να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου» Ή τουλάχιστον έτσι νόμισα εκείνη τη στιγμή.
Λίγο αργότερα, στο πεντακάθαρο ταξί της επιστροφής στο ξενοδοχείο, με τον ευγενέστατο οδηγό να μας μιλάει σε άπταιστα αγγλικά για την μετά κοβιντ κατάσταση στη Γαλλία, και καθως χαζευαμε το ηλιοβασίλεμα να χάνεται σιγά σιγά στους υπέροχους δρόμους, μου έσκασε αδιάφορα ο ανιψιός μου την βόμβα: «Ξέρεις, είδα ένα ασανσέρ στην Αψίδα του Θριάμβου». Έπεται άκρως ανατρεπτική συνέχεια.
Τέταρτη μέρα: Μονμάρτη, το τρενάκι του τρόμου, η επιδρομή στα Galleries Lafayette, photo shooting στην πλατεία Trocadero
+ ένα μαγευτικό δείπνο στο ηλιοβασίλεμα με θέα τον Eiffel Tower
Καθώς ανηφορίζαμε με το ταξί το λόφο της Μονμάρτης, μου πέρασαν από το μυαλό τα στενά της Ολύμπου και της Κασσάνδρου. Η ατμόσφαιρα άλλαζε σιγά σιγά καθώς ανεβαίναμε, ίσως από το ρυθμό που δίνουν οι τουρίστες που άρχισαν να αχνοφαίνονται και να ξεπηδούν από δω κι από κει. Γενικά στο Παρίσι μπορούσες να μας ξεχωρίσεις εμάς τους τουρίστες από χιλιόμετρα μακριά από τα παπούτσια. Μόνο εμείς φορούσαμε αθλητικά, οι υπόλοιποι μοκασίνια ή δερμάτινα κομψά πέδιλα.
Κάτι ακόμα που δεν διάβασα πουθενά για τη Μονμάρτη είναι ότι μπορείς να πας με αυτοκίνητο μέχρι πάνω στην εκκλησία Sacré-Cœur Basilica και από εκεί απλά να κατηφορήσεις άνετα. Όσο κι αν έψαξα, τα μόνα σχόλια που βρήκα για τη Μονμάρτη και την Σακρ Κερ ήταν τύπου «Έχει πολλά σκαλιά, όμως η θέα θα σας ανταμείψει!». Μα καλά, είναι δυνατόν; Ακόμα και τελεφερίκ να πάρεις, μετά έχει καμία 30αριά απότομα σκαλοπάτια για να φτάσεις στο Ναό, εκτός κι αν κάνεις τον κύκλο και μπεις από πίσω που είναι πάλι απότομος ανηφορικός δρόμος. Για να μην τα πολυλογώ, στην τεράστια και παράταιρα ογκώδη εκκλησία, μπορείτε να φτάσετε με ταξί μέχρι ακριβώς πάνω στην είσοδο και μετά να μπείτε μέσα από την ειδική ράμπα. Δεν είδα τη ράμπα για αμαξίδια με τα μάτια μου, είδα όμως τουλάχιστον 3 άτομα σε αμαξίδιο μέσα στο Ναό οπότε υπάρχει κανονικά πρόσβαση αν ρωτήσετε όταν φτάσετε. Το προτείνω για τη θέα του και όχι για τον ίδιο το Ναό, ο οποίος από μέσα φαίνεται ακόμα πιο ογκώδης και άτεχνος από ότι είναι εξωτερικά. Και να μη μπείτε, δε θα χάσετε τίποτα.
Ετοιμαστείτε για φαντασμαγορικές φωτογραφίες με θέα πιάτο όλο το Παρίσι, προτείνω να του δώσετε να καταλάβει από τα σκαλιά της εκκλησίας και κάτω, μην περιμένετε να κατεβείτε χαμηλότερα. Για τους insta-ρομαντικούς έχει κι έναν τοίχο τίγκα στις κλειδαριές ερωτευμένων που αναζητούν κι αυτοί μια θέση στον παριζιάνικο ήλιο, με το φαντασμαγορικό όνομα «Ο τοίχος του Σ’αγαπώ» Οχούμουτο…
Έξω από την εκκλησία καραδοκεί το τρενάκι του τρόμου, το οποίο δελεάζει τους αμέριμνους τουρίστες που δεν θέλουν να βγάλουν τη λάντζα του περπατήματος around Montmartre με τα ποδαράκια τους και πάνε να τη σκαπουλάρουν με τρενάκια. Μια από αυτούς ήμουν κι εγώ, που έκατσα στο μοναδικό βαγόνι χωρίς το αστείο που ονομάζουν «προστατευτική αλυσίδα» η οποία μπορεί να μη σου γεμίζει το μάτι, στη δύσκολη στροφή όμως κάνει δουλίτσα, σε κρατάει από το να σκάσεις σαν τουλούμπα στους Μονμαρτέζικους παραμυθένιους δρόμους. Έβγαλα όλη την - βαρετή κατά τα άλλα - βόλτα γραπωμένη από αυτοσχέδιες χειρολαβές, γιατί όχι μόνο δεν είχε αλυσίδα το ανοιχτό βαγόνι μου, αλλά δεν είχε καν χειρολαβές. Εν πάσει περιπτώσει, καλά που με κρατούσε ο ανιψιός μου γιατί αλλιώς θα είχα ρολάρει μέχρι τον Σηκουάνα. Μην το πάρετε, χάσιμο χρόνου (και παϊδιών).
Δέησαν επιτέλους και μας άφησαν πάλι στην εκκλησία, από όπου αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τα ενδότερα της Μονμάρτης. Τα σκαλοπάτια είναι πλατιά μεν, όμως είναι ανισομερή και σε κάποια σημεία ανισόπεδα και φθαρμένα. Αν δεν έχετε καλή ισορροπία θα πρότεινα είτε να πιάνετε κάποιον από την παρέα, ή να έχετε μπατόν για να βγει η διαδρομή με ασφάλεια. Η κατάβαση διαρκεί περίπου 10-15 λεπτά αναλόγως τις στάσεις για φωτό.
Στην κατηφόρα γίνομαι ο Χουσειν Μπολτ, οπότε αποφασίσαμε να κατηφορίζουμε από τη Μονμάρτη μέχρι όσο αντέχω. Τα σοκάκια μοιάζουν με αυτά του Πηλίου ή της Άνω Πόλης, εντελώς τουριστικά βέβαια, όλα με τα ίδια ακριβώς μαγνητάκια, φουλάρια, κούπες, πετσέτες κλπ. Καμμία διαφοροποίηση. Πέρα από τα ελβετικά σοκολατάκια Lindt σε κουτάκι Πύργου του Άιφελ που τσίμπησα, δεν έχω να θυμάμαι τίποτα ενδιαφέρον και ξεχωριστό απο τη βόλτα στη Μονμάρτη. Να σημειώσω ότι παρά τα σχετικά στενά πεζοδρόμια, είδα στα κάπως χαμηλότερα μέρη της Μονμάρτης άτομα σε αμαξίδια να περιφέρονται ανετότατα στις ανηφοριές της, γιατί μπορεί να είναι μεν στενά τα πεζοδρόμια, χωράνε δε ακριβώς αναπηρικό αμαξίδιο και δεν υπάρχουν πουθενά εμπόδια όπως πραμάτειες καταστηματαρχών, ταμπέλες, σημαίες κλπ. Είναι πεντακάθαρα στενά προσβάσιμα πεζοδρόμια με ράμπες.
Καθίσαμε να ξαποστάσουμε σε ένα όμορφο και χαριτωμένο καφέ, το Marcel et Clementine, με την ευγενέστατη και χαμογελαστή κυρία που μας εξυπηρέτησε να μην ξέρει γρι αγγλικά. Δε μας έλειψε τίποτα όμως, ένα γλυκό χαμόγελο ίσων χίλιες λέξεις στο δικό μου λεξικό.
Και για δες! Εντελώς τυχαία, όχι ότι το είχαμε βάλει στο gps και τέτοια, βρεθήκαμε, 20’ μετά, στα Galleries Lafayette. Τα ορίτζιναλ, τα σωστά, με τα κυματιστά χρυσά μπαλκόνια, τον εντυπωσιακό γυάλινο θόλο και τα Tiffany’s που είχαν επιτέλους τα σκουλαρίκια που έψαχνα προχθές στο κατάστημα στη Champs Elysees. O Κινέζος υπάλληλος με εξυπηρέτησε άψογα, και λίγο αργότερα έβγαινα χαρούμενη από το ιστορικό εμπορικό κέντρο κρατώντας την μικρή πολύτιμη τυρκουάζ τσαντούλα κρυμένη μέσα σε μια λευκή για να μη μου κόψουν και το χέρι κλέβοντάς με. Αποστολή εξετελέσθη, είχα στα χέρια μου το δώρο μου για τα αυριανά γενέθλιά μου!
Πριν φύγω, ανέβηκα στον 6ο όροφο του κτιρίου όπου έχει ένα μαγικό roof garden με υπέροχη θέα όπου μπορεί κανείς να καθήσει και να ξαποστάσει λίγο.
Μετά από μια γρήγορη επίσκεψη στη γειτονική Apple, πήραμε ταξί για το ξενοδοχείο, όπου αλλάξαμε, βάλαμε ωραία ρούχα και πήραμε πάλι από την Rivoli ταξί για την πλατεία Trocadero, να προλάβουμε το ηλιοβασίλεμα και να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες με θέα τον Πύργο του Άιφελ, με τα σωστά χρώματα, αναλογίες και αποστάσεις. Αν και ήταν μέρος της πλατείας κλειστό λόγω έργων για την Ολυμπιάδα το 2024, η ομορφιά ξεπρόβαλε και ξεπεταγόταν από παντού, δεν μπορούσες παρά να μείνεις με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο κομψοτέχνημα καθώς το έλουζε το ζεστό απογευματινό φως. Μετά τις ξεδιάντροπες Gntm στιγμές μου που γελάνε ακόμα και τα παριζιάνικα σκαλοπάτια που πατούσα καθώς πόζαρα σα να μην υπάρχει αύριο, μας άνοιξε η όρεξη. Ακριβώς δίπλα στην πλατεία, σε ένα μυστήριο κτίριο που μπαίνοντας παρατήρησα ότι έχει μεταφερθεί εκεί ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού της Παναγίας των Παρισίων, έχει ένα πολυτελές εστιατόριο με ένα μεγάλο μπαλκόνι - αυλή με θέα τον Πύργο και όλο το Παρίσι, το Girafe.
Ήμασταν πολύ τυχεροί καθώς υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι σε αυτό το υπέροχο εστιατόριο που το έλουζε το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος. Μόλις καθήσαμε σε ένα τραπέζι με συγκλονιστική θέα, περιμέναμε πλέον με ανυπομονησία δυο πράγματα: το φαγητό μας και να πάει δέκα το βράδυ να δούμε τον Πύργο του Άιφελ να στραφταλίζει για πέντε λεπτά.
Λίγο αφότου είχα τελειώσει την ανεπανάληπτη αστακομακαρονάδα μου, ακούστηκε ένα γενικό «Ωωωωω!» Από εκατοντάδες κόσμου, απόηχος από την πλατεία Trocadero. Ήταν δέκα το βράδυ, η στιγμή που άναψε ο Πύργος και όλο το Παρίσι στάθηκε προσοχή. Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και χωρίς περιστροφές επιδόθηκαν σε ακραίο photo shooting.
Όμως τίποτα δεν μπορούσε να αιχμαλωτίσει το υπερθέαμα που εκτυλίσσονταν μπροστά μας. Έστρεψα τα μάτια μου συγκλονισμένη, προσπαθώντας να χωρέσω όλη την απεραντοσύνη και την ομορφιά της στιγμής.
It doesn’t get better than this.
Πέμπτη μέρα: My Happy Birthday in Paris!
Επίσκεψη στο Pompidou Centre, στα Hermes και στην απροσπέλαστη Αψίδα του Θριάμβου!
Κυρίες μου και κύριοι, ναι! Φέτος θα γιορτάσω τα γενέθλιά μου στο Παρίσι! Ιούλιος 29.
Αυτή τη γιορτινή μέρα, επέλεξα να την περάσω παρέα με τις μεγάλες μου αγάπες, τους Picasso, Matisse, Kandinsky, Chagall, Rodin και Delaunay. Με περίμεναν όλοι, μόλις πέντε λεπτά από το ξενοδοχείο, στο μοντέρνο Pompidou Centre. Για έναν λάτρη της τέχνης όπως εγώ, αυτό είναι μια από τις τοπ ιδανικές επιλογές γενεθλίων, ας περιμένουν οι τούρτες με τα κερασάκια για φέτος.
Μεγάλο, ψηλοτάβανο και πολύχρωμο, το Πομπιντού στέκεται μοντέρνο κι επιβλητικό στην κλασική και πολύβουη γειτονιά του Les Halles, μια σήραγγα με τελική έξοδο στον παράδεισο της τέχνης. Ανεβαίνοντας αργά τις διάσημες εξωτερικές κυλιόμενες σκάλες του κτιρίου, απλώνεται μπροστά μου όλο το Παρίσι από μια άλλη οπτική αυτή τη φορά. Η αλήθεια είναι ότι το Παρίσι από όποια οπτική κι αν το δεις είναι εξίσου γοητευτικό.
Υπόδειγμα γκαλερί, καθαρή, ήσυχη και πολιτισμένη, χωρίς συνωστισμό, το Πομπιντού συγκεντρώνει τελικά τους πραγματικούς λάτρεις της τέχνης, αυτούς που επιζητούν τη συναρπαστική χαρά της οπτικής επαφής με το έργο κι όχι τη σέλφι μαζί του. Τα σελφοκρούσματα εδώ είναι λίγα και σποραδικά. Πέρασα όλο το πρωινό των γενεθλίων μου ανάμεσα σε αγαπημένη τέχνη, τα κυβιστικά κορίτσια του Πικάσο εναλλάσσονταν με τις πολύχρωμες εξωτικές φιγούρες του Ματίς. Ονειρεύτηκα λίγο με μερικούς μαγικούς Chagall και πέταξα πάνω από τις στέγες του φωτεινού Παρισιού μέχρι που προσγειώθηκα για μια ανάπαυλα στο εξαιρετικό roof garden του Κέντρου. Η μέρα ανυπομονεί να προχωρήσει!
Λίγη ξεκούραση στο δωμάτιο και ετοιμασία για τις απογευματινές βόλτες. Χωρίς να είμαι 100% σίγουρη αν είναι όντως εφικτό να πάω, έκλεισα online από την Tiqets ένα εισιτήριο για την Αψίδα του Θριάμβου με 13€.
Το ταξί μας άφησε μπροστά στα Hermés που δεσπόζουν απέναντι από τη Rolex, σε έναν μεγάλο, κεντρικό αλλά παράδοξα ήσυχο δρόμο του Παρισιού που καταλήγει λίγα μέτρα μετά στη Champs Elysées και τα μεγαθήρια με τις ατελείωτες ουρές λυσσασμένων καταναλωτών Louis Vuitton και Dior. Ο πορτιέρης των Hermés, ένας νέος αφρικανικής καταγωγής, στέκεται στην πόρτα και μας ακούει που μιλάμε με τον ανιψιό μου ελληνικά. Προσπαθώ να τον πείσω να μπει γιατί βαριέται. «Κι εγώ από Ελλάδα είμαι» μας είπε σε άπταιστα ελληνικά. Πιάσαμε κουβέντα, το παιδί γεννήθηκε στην Ελλάδα και ήρθε να σπουδάσει στο Παρίσι. Αυτή ήταν η δουλειά που έκανε για να επιβιώσει ως φοιτητής. Είπα κι εγώ, έπιασε απόγευμα και δεν είχαμε συναντήσει ακόμα τον Έλληνα της ημέρας.
Μικρός χώρος, λιτή πολυτέλεια. Πρέπει να ψάξεις λίγο μέχρι να βρεις κάποιον υπάλληλο διαθέσιμο όμως όταν βρεις, θα σε συνοδεύσει σε όλες σου τις αγορές μέσα στο κατάστημα. Μάλιστα, θα περιμένει μαζί σου όσο περιμένεις στο ταμείο, πακετάροντας με προσοχή και φροντίδα τα προϊόντα που αγόρασες σα να είναι από το πιο εύθραυστο υλικό του κόσμου. Αγαπώ την Hermés λίγο παραπάνω, γιατί σε αυτό το brand δίνουν τη δέουσα προσοχή στα κουτιά, τις σακούλες και γενικά τις συσκευασίες των προϊόντων τους. Σέβονται τα κουτιά που αγαπώ από μικρή, και πλέον, τα κουτιά που σχεδιάζω, ως επαγγελματίας. Χάζευα αποσβολωμένη τον υπάλληλο καθώς δίπλωνε το πολύχρωμο μεταξωτό φουλάρι που επέλεξα και το τοποθετούσε στο σκληρό πλακέ κουτί με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα και την αυστηρή μαύρη γραμμή που το πλαισιώνει, κι αναρωτιόμουν αν αγόρασα το (υπέροχο) φουλάρι για το φουλάρι ή για το κουτί που το συνοδεύει. Η συσκευασία της ζώνης μου, μυθική. Δυο διαφορετικά μπεζ tweed σακουλάκια, ένα για τη ζώνη κι ένα μικρούλι για την αγκράφα, φωλιασμένα σε προσεκτικά διπλωμένο ριζόχαρτο, δεμένα στο γνωστό πορτοκαλί κουτί με μια καφέ engraved υφασμάτινη κορδέλα. Τί να πω, ο καθένας με την πετριά του κι εγώ με τα κουτιά μου.
Με την σακούλα Hermés ανά χείρας κρυμμένη κι αυτή - όπως εχθές η Tiffany’s - μέσα σε μια λευκή, ανηφορίσαμε δυο βήματα στην George V με Champs Elysées και σταματήσαμε για ένα γρήγορο early dinner στο Le Fouquet’s. Καθώς τρώγαμε, βλέπαμε την ουρά της Louis Vuitton απέναντι ολοένα να μεγαλώνει. Όταν είχε φτάσει τα 20 μέτρα είχαμε τελειώσει και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για την Αψίδα.
Σε δέκα λεπτάκια είχαμε διασχίσει την υπόγεια βρωμερή σύραγγα του κυκλικού κόμβου και ανέβαινα με δυσκολία τα 20 περίπου σκαλοπάτια, μετανιώνοντας που δεν είχα ένα υγρό μαντηλάκι για να προστατεύσω τα χέρια μου που αναγκαστικά έπιαναν την κουπαστή που είχε να καθαριστεί από τον καιρό του Ναπολέοντα. Δεν παρατήρησα κάποια ράμπα για πρόσβαση με αμαξίδιο στον κυκλικό κόμβο όπου βρίσκεται η Αψίδα. Από όσο μπόρεσα να καταλάβω πρέπει να περπατήσεις και να χρησιμοποιήσεις αναγκαστικά τη σκάλα για πρόσβαση.
Ουρά για τα εισιτήρια, όμως εγώ είχα βγάλει ήδη online, οπότε προχώρησα κατευθείαν στον έλεγχο. Μέχρι στιγμής πήγαινα λίγο στα τυφλά, το ασανσέρ που μου είπε ο ανιψιός μου ότι είδε στην κορυφή, άφαντο. Ενημερώνω την σεκιούριτι ότι χρειάζομαι βοήθεια για να ανέβω συνοδεία του ανιψιού μου και α μ έ σ ω ς μου δείχνουν ένα σημείο να περιμένω όπου έρχεται επί τόπου μια κυρία και μας οδηγεί σε μια μικρή πόρτα με τρία μικρά σκαλοπατάκια. Ήταν το ασανσέρ.
Ήταν το ασανσέρ!
Το ότι βρήκα τρόπο να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου που για χρόνια και χρόνια άκουγα πόσα σκαλοπάτια έχει και την είχα κλειδώσει ως απροσπέλαστη στο μυαλό μου, ήταν το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά μου. Μου κάνει τρομερή εντύπωση που δεν συνάντησα αυτήν την πληροφορία πουθενά, ότι η Αψίδα του Θριάμβου είναι προσβάσιμη στα ΑΜΕΑ με ασανσέρ.
Πίσω στο ασανσέρ. Ένα σκοτεινό ημικυκλικό ασανσέρ που μας ανέβασε από το ισόγειο έως το ύψος της Καμάρας, σταματήσαμε και βγήκαμε εκεί που είναι το gift shop, περπατήσαμε μέχρι το κέντρο τη αψίδας όπου μας παρέλαβε ένας φύλακας και μας έβαλε σε ένα αναβατόριο που για να ανεβεί έπρεπε να κρατάς συνεχώς πατημένο το κουμπί για να ανυψωθεί η ράμπα πάνω στην οποία στεκόμασταν. Γύρω μας ήταν οι τοίχοι γυμνοί κανονικά, δεν υπήρχε θάλαμος, ύψωσα τα μάτια πάνω καθώς ανεβαίναμε αργά: ουρανός.
Δε θα πω πολλά για τη μεγαλειώδη ακτινωτή 360 θέα από την Αψίδα, θα τα έχετε ακούσει. Αυτό που κρατώ είναι ότι αυτή τη γιορτινή μέρα κατάφερα ανέλπιστα κάτι που θεωρούσα από μικρή ακατόρθωτο: να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου.
Έκτη μέρα: 2 Summit Challenge: οι δυο πιο ψηλές κορυφές του Παρισιού σε μια μέρα. Στον τρίτο όροφο του Eiffel Tower
+ ένα συγκλονιστικό ηλιοβασίλεμα από τον 56ο όροφο του Montparnasse
Για σήμερα το μενού έχει επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ. Έχοντας ακούσει για τις επικές ουρές στην είσοδο του Πύργου, είτε έχεις εισιτήριο είτε όχι, πληρώσαμε αδρά μια βλακεία με ξεναγό που λεγόταν «Priority Access» σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα να μην ταλαιπωρηθούμε απο την ορθοστασία και τον ήλιο. Δεν το καταφέραμε. Το εισιτήριο online απευθείας από το site του αξιοθέατου δεν ξεπερνά τα 40 ευρώ, όμως οι καλές και βολικές ώρες εξανεμίζονται αμέσως, ακόμα και 2 μήνες πριν, από τους ξεναγούς που λυμαίνονται στο χώρο.
Η δική μας ξεναγός, μάς υποσχόταν είσοδο κατά προτεραιότητα, ξεκάθαρα ένα fast pass δηλαδή, μέχρι τον 2ο όροφο. Ότι τάχα θα συναντηθούμε και σε 15’ θα είμαστε πάνω. Μετά η αναμονή για 3ο ήταν πληρωμένη αλλά προαιρετική.
Μας μάζεψε 15-20 νοματέους και σπατάλησε το χρόνο μας με μερικές χαριτωμενιές και σαχλές πληροφορίες της πρώτης wiki σελίδας. Περάσαμε 50 λεπτά κάτω από τον ήλιο του καταμεσήμερου (σήμερα 30C) σε μια κανονική τεραστια ουρά, αναλογιζόμενοι τί σημαίνει priority access και γιατί την πληρώσαμε. Άλλα 20 λεπτά στριμωξίδι σε κλειστό χώρο χωρίς κλιματισμό για να πάρουμε το ασανσέρ. Μιάμιση ώρα μετά, όρθια μέσα στο λιοπύρι ήθελα να πώ πολλά στη ζουζουνιάρα ξεναγό μας για την απατεωνιά που μας έστησε, αλλά δεν είχε νόημα να χαλάσω τη μέρα μου. Με το που φτάσαμε στον 2ο όροφο εγκαταλείψαμε το παρεάκι της κακιάς ώρας και μπήκαμε στην ουρά της χώρας του Ποτέ. «Από την εμπειρία μου υπολογίζω ότι η αναμονή για το ασανσέρ του 3ου είναι μονο 20’» ήταν το τελευταίο που μας είπε η άχρηστη ξεναγός, πληροφορία που λανθασμένα πιστέψαμε και μπήκαμε σε μια ουρά που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος, αν έμπαινες δεν μπορούσες να φύγεις για κανέναν λόγο. Μπήκα και περίμενα σε άθλια κατάσταση άλλη μια ώρα όρθια χωρίς πρόσβαση σε νερό.
Δυόμιση ώρες ορθοστασίας μετά την είσοδό μας στην τοποθεσία του Eiffel Tower είμασταν επιτέλους στην κορυφή! Από εκεί που σε αφήνει το ασανσέρ, για να βγεις στο εξωτερικό deck του τρίτου ορόφου πρέπει να ανεβείς περίπου 15 σκαλοπάτια ακόμη. Βέβαια, αν δε μπορείς, μένεις στον αρχικό χώρο που είναι κλειστός με τζάμι αλλά βλέπεις τα πάντα 360 κανονικά. Το ασανσέρ από 2ο για 3ο μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση αν έχεις ακροφοβία ή υψοφοβία, όμως με λίγη ψυχραιμία όλα πάνε καλά.
Η κούραση εξανεμίστηκε με το πρώτο αεράκι που με χτύπησε στο πρόσωπο. Σε δευτερόλεπτα συνήλθα και κρεμιόμουν απο τα ρομβοειδή κάγκελα του deck σα μικρό παιδί. Χάρηκα που επέλεξα να ανεβώ μέρα, θα έχανα πάρα πολλά αν ανέβαινα βράδυ, ακόμα και σούρουπο. Και πάλι, δεν χρειάζεται να περιγράψω τα απερίγραπτα, ό,τι υπέροχο έχετε ακούσει για τη θέα, ισχύει. Είναι φαντασμαγορική, εμένα μου έκοψε την ανάσα.
Ευτυχώς για το ασανσέρ της κατάβασης χρειάστηκε να περιμένουμε μόνο ένα 20’.
Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και δε θα συνιστούσα σε κανέναν να επισκεφθεί τον Πύργο του Άιφελ αν έχει προβλήματα κινητικότητας, γιατί δεν υπάρχει καμία προτεραιότητα στα ΑΜΕΑ εκεί και οι αναμονές είναι τεράστιες χωρίς δυνατότητα υπαναχώρησης αν αλλάξεις γνώμη. Είναι πολύ κρίμα που είχα μια τόσο κακή εμπειρία στο πιο όμορφο κτίριο του Παρισιού.
Ήταν απογευματάκι όταν βγήκαμε, όμως επιστρέψαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε, καθώς το βράδυ το πρόγραμμα είχε δείπνο στο Le Ciel! Αφήνουμε τη μια κορυφή του Παρισιού και οδεύουμε για τη δεύτερη.
Γελάω ακόμη με τον εαυτό μου που ήμουν σκασμένη όταν δεν βρίσκαμε κράτηση στο Le Ciel δυο μήνες πριν για καμία ώρα παρά μονάχα αυτή τη μέρα στις 10 το βράδυ. Το έκλεισα με βαριά καρδιά γιατί ήθελα να δω το ηλιοβασίλεμα από ψηλά και 22:00 το βράδυ θα ήταν πια πολύ αργά για ηλιοβασιλέματα.
Ή μήπως όχι;
Εκείνο το δροσερό απόγευμα λοιπόν, ντυθήκαμε καλά, στολιστήκαμε, πήραμε ένα ταξάκι και ρολάραμε αργά στους σικάτους δρόμους του Saint Germain. Φτάσαμε έξω από τον Πύργο του Montparnasse και μείναμε να τον κοιτάμε με δέος. Δεν είναι ότι βλέπαμε πρώτη φορά ουρανοξύστη, είναι μάλλον ότι μας συνεπήρε η επιβλητικότητα του κτιρίου έτσι όπως στέκεται ολομόναχο και ξεκάρφωτο. Είχαμε φτάσει μισή ώρα νωρίτερα και ανεβήκαμε παρόλα αυτά. Για άλλη μια φορά σε αυτό το ταξίδι είμασταν τυχεροί και υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι από τις 9:30…πράγμα που σημαίνει ότι προλάβαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα!
Μπαίνοντας στην τεράστια αίθουσα του πολυτελούς εστιατορίου στον 56ο όροφο, μας υποδέχθηκε ένα φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα που καθώς έμπαινε από κάθε σημείο της γυάλινης πρόσοψης μας ταρακούνησε σχεδόν σαν ωστικό κύμα. «Δε μπορεί να είναι αλήθεια» πρόλαβα να ψελλίσω πριν αναγκαστώ να συνέλθω για να συνεχίσω να περπατάω. Η θέα, με κεντρικό στολίδι ακριβώς απέναντι τον Πύργο του Άιφελ, είναι συγκλονιστική. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τα έντονα πορτοκαλιά, μωβ, ροζ και βαθυκίτρινα χρώματα που χάνονταν το ένα μέσα στο άλλο ανάμεσα σε σύννεφα που κινούνταν σαν υδάτινα πλοκάμια. Μετά το χρωματικό υπερθέαμα, έπιασε να σκοτεινιάζει, σειρά είχαν τα χιλιάδες αστεράκια που άναψαν στον Πύργο του Άιφελ, είχε πάει πια 22:00 και μπροστά από τα τελευταία πορτοκαλί και μαβιά σύννεφα, πήραν τη σκυτάλη τα λαμπερά φώτα που πλαισιώνουν τον Πύργο. Όπως και στο Girafe, μια γλυκιά αναστάτωση στην αίθουσα. Κυρίες με μακριές τουαλέτες παράτησαν τα πιάτα τους και τρέχαν να απαθανατίσουν τη φωτεινή πανδαισία που απλωνόταν μπροστά μας, αλλά μάταια.
Αυτό το θέαμα το αιχμαλωτίζεις σωστά μόνο αν κλείσεις τα μάτια σου.
Το φαγητό εξαιρετικό. Φρέσκο, καλομαγειρεμένο, ποιοτικό, συνοδεία υ π έ ρ ο χ ω ν Γαλλικών κρασιών. Πρώτη φορά μου άρεσε τόσο πολύ ένα κρασί. Το σέρβις άψογο, είχε πολλούς σερβιτόρους και δεν υπήρχε περίπτωση να θέλεις κάτι και να ψάχνεις κάποιον να σε εξυπηρετήσει και να μη βρίσκεις, πάντα βρισκόταν κάποιος εκεί κοντά. Χαίρομαι που δείχνουν τόσο σεβασμό στον πελάτη, γιατί λόγω εξαιρετικής θέας ξέρουν ότι ο κόσμος θα πήγαινε εκεί ούτως ή άλλως και θα μπορούσαν να σερβίρουν ακριβές σαβούρες με ένα δυο σερβιτόρους της πλάκας - όπως στον δικό μας Πύργο του ΟΤΕ - αλλά δεν το κάνουν.
Έβδομη μέρα: Ελεύθερη περιήγηση, κλοπή στις Βερσαλλίες
+ μια ποταμοβλακεία
Η αλήθεια είναι ότι τα βαριέμαι τα παλάτια και τα θεματικά πάρκα με τα συμμετρικά λουλούδια.
Είχα βαρεθεί τόσο πολύ στα θερινά ανάκτορα της Σίσσυς στη Βιέννη, που υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην με ξαναβάλω σε τέτοια δοκιμασία. Βλέπω εκεί μια drone photo και τελειώνει εκεί το θέμα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι για σήμερα, την τελευταία μέρα στο Παρίσι, προτίμησα να κάνω το δικό μου πρόγραμμα, να περιηγηθώ ελεύθερα στη γειτονιά, στα καφέ και τις μπουτίκ, καθώς και στο τεράστιο εμπορικό κέντρο που είχε δίπλα στο ξενοδοχείο. Με 25C μόλις, πέρασα μια απολαυστική μέρα γεμάτη βόλτες και ήλιο.
Ο ανιψιός μου από την άλλη, αποφάσισε να πάει στις Βερσαλλίες. Παιδί της τεχνολογίας, με τα e-wallet του, τις ηλεκτρονικές κάρτες του και γενικά όλο τον εξοπλισμό που έχουν όλοι οι 22χρονοι σήμερα, θα έφευγε χωρίς καθόλου μετρητά εκτός βάσης. Μαθημένη εγώ πάντα σε πιο αναλογικές μεθόδους, ήξερα ότι πάντα πρέπει να έχεις στην τσέπη ένα 20ευρω ή τόσα χρήματα, όσα, αν σου κλέψουν κινητό και τα πάντα γενικώς, να μπορείς να πάρεις ένα ταξί να γυρίσεις ξενοδοχείο. Καθώς οι Βερσαλλίες ήταν μακριά, του έδωσα ένα 50ευρω έτσι για να το έχει στην τσέπη του.
Πήρε το μετρό μπροστά από το ξενοδοχείο και μισή ώρα μετά, με παίρνει τηλέφωνο και μου περιγράφει μια κλασική τουριστική απάτη: στην αλλαγή των τρένων, εκεί που περίμενε να βγάλει εισιτήριο για Βερσαλλίες, τον πλησίασε ένας άντρας κανονικά ντυμένος με τη στολή των υπαλλήλων του χώρου - είχε ακριβώς τα ίδια ρούχα με τους υπαλλήλους πίσω από τα ταμεία - και είπε στον ανιψιό μου αν θέλει βοήθεια για να κλείσει εισιτήριο από το μηχάνημα. Του είπε ότι το εισιτήριο για το τρένο στις Βερσαλλίες και την είσοδο γενικά στο χώρο κοστίζει 50 ευρώ και του πρότεινε να χρησιμοποιήσουν μαζί το μηχάνημα τύπου ΑΤΜ που βρίσκοταν εκεί για εισιτήρια. Πάτησαν επιλογή εισιτηρίου για Βερσαλλίες και μετά, ο τύπος έβαλε μια δική του κάρτα στο μηχάνημα, έδειξε στην οθόνη ότι κοστίζει 50 ευρώ και τότε του ζήτησε τα χρήματα σε μετρητά. Αυτό δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έχαψε - καταλαβαίνω ότι μπορεί να σε μπερδέψει η στολή, το περισπούδαστο ύφος του απατεώνα, γενικά η βαβούρα και η προσμονή να τελειώνεις - αλλά του έδωσε ο ανιψιός μου το 50ευρω σε μετρητά. Έβγαλε το μηχάνημα ένα εισιτήριο, το πήρε ο ανιψιός μου και μπήκε στο τρένο. Όταν έφτασε στο σταθμό Βερσαλλιών κατάλαβε ότι όχι απλά δεν είχε εισιτήριο για το χώρο, αλλά δεν μπορούσε καν να βγει από την πλατφόρμα των τρένων. Το εισιτήριο ήταν άκυρο. Ενημέρωσε τους υπαλλήλους εκεί και του επιβεβαίωσαν ότι δεν πήγε κάτι στραβά αλλά ότι, ναι, You have been scammed. Ας είναι, μικρό το κακό. Στις Βερσαλλίες μου είπε ότι έχει πολλές επιλογές μετακίνησης. Ποδήλατο, τρενάκι, πατίνι και αν πάρετε και το δίπλωμα οδήγησης μαζί σας, μικρά αυτοκινητάκια του γκολφ, οπότε, αν το σκέφτεστε για το περπάτημα, υπάρχουν λύσεις.
Το απόγευμα που επέστρεψε πήραμε το ποταμόπλοιο για μια τελευταία βόλτα στο Σηκουάνα εκ των έσω αυτή το φορά. Το πήραμε από την Pont Neuf κοντά στην Παναγία των Παρισίων δηλαδή, μια από τις λίγες, ίσως και η μοναδική επιλογή στη γειτονιά. Μια ώρα Παναγία Παρισίων - Άιφελ και πίσω με το βρωμιάρικο ποταμόπλοιο της Vedettes du Pont Neuf = μια ώρα από τη ζωή σας χαμένη. Αν δεν κολλήσετε κάτι γενικώς. Κλείσαμε online τα εισιτήρια και ενώ έδειχνε διαθεσιμότητα, δεν ξεκαθάριζε πουθενά ότι τα εισιτήρια αφορούν ΟΛΟ το σαπιοκάραβο τους και όχι τις καμπριολέ θέσεις στον πάνω όροφο. Βλέποντας τόσες μέρες άλλα ποταμόπλοια να πηγαινοέρχονται από Άιφελ άδεια κάτω και γεμάτα μόνο πάνω, δεν πήγε καν το μυαλό μας ότι θα υπήρχε τέτοιο θέμα. Πήγαμε ένα τέταρτο πριν και είδαμε μια τεράστια ουρά από άτομα που στέκονταν σίγουρα τουλάχιστον μια ώρα πριν εκεί. Άκου τώρα, για ένα ποταμόπλοιο! Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή ήταν η φάση κι ότι θα αναγκαζόμασταν να δούμε τα τσιμεντένια πλαϊνά και τα «από κάτω» των γεφυρών χωρίς να μας φυσάει το δροσερό απογευματινό αεράκι αλλά κλεισμένοι σε ένα γυάλινο κλουβί του ισογείου μαζί με άλλους 100 αλαλάζοντες νοματέους. Ο συνωστισμός ήταν τόσος που η μπόχα τρυπούσε τη μάσκα μου. Υπομονή μια ώρα μέχρι να τελειώσει.
Την επόμενη φορά να μάθω να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου που με το που το είδα από μακρυά δεν ήθελα να μπω. Ακόμα κι αν καθόμασταν στο ρετιρέ, έχοντας δει το Παρίσι από άλλες άπειρες οπτικές τις προηγούμενες μέρες, έχω να σας πω ότι η οπτική του ποταμόπλοιου είναι η χειρότερη. Βλέπεις ελάχιστα γιατί η στάθμη του νερού είναι πάρα πολύ χαμηλά και περιβάλλεσαι από τσιμέντα. Αν πρέπει να επιλέξετε, να πάρετε hop on - hop off bus είναι απείρως καλύτερο. Η πρόσβαση στην εξέδρα στάθμευσης είναι κακή, πρέπει να κατεβείτε μια απότομη, βρώμικη σκάλα με ανθρώπινα περιττώματα, γύρω στα 30 σκαλοπάτια και μετά φυσικά να την ανεβείτε. Καλή σας απόλαυση.
Μέρα όγδοη: Au revoir Paris
Η πτήση μας έφευγε σε τέλεια ώρα, λίγο πριν τις 4 το απόγευμα, οπότε μετά το πρωινό μας, ζητήσαμε από τη ρεσεψιόν να μας καλέσει ταξί για το αεροδρόμιο στις 12:00. Το κόστος ήταν 60 ευρώ και δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο αξίζει να το κάνετε σε σχέση με την ταλαιπωρία του μετρό. Η μεταφορά διήρκησε περίπου 40-45’ και το ταξί σε αφήνει ακριβώς μπροστά στο terminal σου, σε εμάς το 2Β στην προκειμένη. 60 ευρώ για 45’ με βαλίτσες και κλήση στο ξενοδοχείο είναι μια πολύ καλή τιμή. Ο άνθρωπος ήρθε μέσα στο ξενοδοχείο και παρέλαβε τις βαλίτσες μας, δεν τις σύραμε καν μέχρι το αμάξι.
Σε όλες μας τις μετακινήσεις, όπου δεν μπορούσα να πάμε με τα πόδια (πάνω από 20’ με 30’ περπάτημα απόσταση δηλαδή) παίρναμε ταξί. Ήταν μέρος της χαράς του ταξιδιού για μένα, γιατί παράλληλα χαζεύεις και την πόλη σε fast forward, δεν κλείνεσαι στο υπόγειο. Μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες από τις πολλές που είδα σε αυτό το ταξίδι, τις απόλαυσα ξεκούραστα από το παράθυρο του άνετου και καθαρού SUV παριζιάνικου ταξί. Από το Les Halles από ή προς τα πιο πολλά μέρη όπως Eiffel Tower, Μονμάρτη, Αψίδα του Θριάμβου, πλατεία Τροκαντερό το κόστος του ταξί ήταν 15 με 20 ευρώ το πολύ. Καθόλου άσχημα αν αναλογιστείς την άνεση, την διευκόλυνση και την όμορφη βόλτα. Η κίνηση δεν ήταν τόσο τραγική, τουλάχιστον δεν άγγιξε ποτέ την τραγικότητα Σαββάτου πρωί για Χαλκιδική ή χειμώνα 12 το βράδυ στην προ κόβιντ Τσιμισκή. Γατάκια Γάλλοι ελάτε Σαλόνικα να σας πούμε τί σημαίνει κίνηση. Βέβαια, αυτό το καλοκαίρι όπως με ενημέρωσε ένας οδηγός ταξί, έλειπαν 2 ήπειροι (χοντρικά). Η Κίνα που έχει ακόμη απαγορευτικό Κόβιντ και έχουν διώξει και όλους τους φοιτητές πίσω και η Ρωσία λόγω πολέμου. Μεγάλη ανάσα εδώ που τα λέμε.
Μπορείτε να κατεβάσετε και την εφαρμογή G7 και να καλείτε από εκεί ταξί, είναι + 4 ευρώ η κλήση. Μας διευκόλυνε πολύ τις πρώτες δυο μέρες που δεν ξέραμε τί μας γίνεται, μετά ξεψαρώσαμε και μάθαμε πού να στεκόμαστε για να βρίσκουμε εύκολα ταξί χωρίς κλήση. Το Uber το καλέσαμε 3 διαφορετικές φορές από κεντρικότατο σημείο και μας ακύρωναν συνέχεια με αποτέλεσμα να περιμένουμε στο άκυρο χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο μια φορά καταφέραμε και πήραμε μια τύπισσα που οδηγούσε απότομα. Τιμές ιδιες με G7. Κακή εμπειρία με το Uber στο Παρίσι.
Γενικά, το Παρίσι είναι πολύ φιλικό για άτομα με μειωμένη κινητικότητα ή αναπηρία, μην το φοβάστε, έχουν βρει ήδη τις λύσεις για εσάς, να πάτε.
Φτάνοντας το Ντε Γκόλ, μετά από μια γρήγορη περιήγηση στα Duty Free, αφήσαμε πίσω μας την οχλαγωγία και μπήκαμε στο ολοκαίνουριο και ανακαινισμένο Private VIP Lounge του Ντε Γκολ. Άνετο, ήσυχο με πάρα πολύ χαμηλές πολυθρόνες και καναπέδες, σχεδόν σαν οντάδες (έλεος βρε παιδιά), θέα μεγάλο μέρος του αεροδρομίου και non stop 24ωρο μπουφέ με ζεστά φαγητά, σνακ, νερό, καφέ και επιδόρπια. Ό,τι χρειαζόμουν για να μην χρειαστεί να βγάλω καθόλου τη μάσκα αργότερα μέσα στο αεροπλάνο. Μια που λέμε για μάσκα, φορούσα σε όλους τους κλειστούς χώρους. Ευτυχώς που λόγω καλού καιρού τρώγαμε πάντα έξω. Ήμασταν γενικά λίγοι εμείς που φορούσαμε μάσκα στο Παρίσι, κάτι σαν εξωτικά ζώα.
Στο βρωμερό Θεσσαλονικιώτικο ταξί που μύριζε τσιγαρίλα και απλησιά, χορτασμένη από τέχνη, ηλιοβασιλέματα, χρώματα, bird’s eye views, αστική μεγαλοπρέπεια, πολυτέλεια, ευγένεια, ειλικρινή σεβασμό στα άτομα με αναπηρία, σκεφτόμουν πόσο τυχεροί ήμασταν που μέσα στο κατακαλόκαιρο είχε τόσο δροσερό καιρό, γιατί αλλιώς τίποτε από όλα αυτά δε θα ήταν εφικτό. Για να μην το ρισκάρετε (εγώ φαγώθηκα να πάω κατακαλόκαιρο για να γιορτάσω εκεί τα γενέθλιά μου) θα πρότεινα να πάτε Σεπτέμβριο ή Απρίλιο-Μάιο για να χαρείτε τις βόλτες - καρφί μέσα στο κέντρο της πόλης και να βγάλετε μια σέλφι στην Πυραμίδα του Λούβρου και μετά να φύγετε αμέσως από εκεί τρέχοντας (τα είπαμε αυτά, τα συμφωνήσαμε).
Για τους ένα-δυο που φτάσατε μαζί μου μέχρι το τέλος αυτής της διαδρομής, σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.
Καλά ταξίδια!
Από προετοιμασία online εισιτηρίων / κρατήσεων, αυτά που έκανα ήταν τα εξής:
- Paris Museum Pass - 80 ευρώ - πρόσβαση σε όλα τα μουσεία fast pass (είχε παντού τεράστιες ουρές στα απλά εισιτήρια που έκοβαν επί τόπου)
- online συγκεκριμένο time slot για το Λούβρο και το Saint Chapelle, οπότε πρέπει να μπεις ξεχωριστά στα επιμέρους site τους και να κλείσεις ραντεβού επίσκεψης, ακόμα και για μηδενικό εισιτήριο αν πρόκειται για άτομα 18-25 χρονών που μπαίνουν δωρεάν. Μην το προσπεράσετε, κλείστε online τα πάντα, θα κερδίσετε χρόνο.
- Priority access to Eiffel Tower 70 ευρώ (δυσκολεύτηκα να βρω γενικά, δυο μήνες πριν)
- Κράτηση για νυχτερινό δείπνο στο πολυτελές εστιατόριο Le Ciel στον 56ο όροφο του Montparnasse, Saint Germain. (Επίσης δύσκολη κράτηση)
Το Ταξίδι προς Παρίσι, Ιούλιος 2022
Το ταξίδι προμηνύονταν δύσκολο καθώς είχαν αυξηθεί τον Ιούνιο απότομα τα κρούσματα Covid σε όλη την Ευρώπη, ενώ παράλληλα το Παρίσι, μια εβδομάδα πριν πάμε, αντιμετώπιζε τον πιο δριμύ καύσωνα στην ιστορία του με 40άρια και πυρκαγιές.
Την ίδια στιγμή, στα αεροδρόμια γινόταν το αδιαχώρητο με καθυστερήσεις και βουνά από απωλεσθέντες βαλίτσες λόγω μειωμένου προσωπικού που απολύθηκε προσωρινά και δεν επέστρεψε ποτέ γιατί στο μεταξύ βρήκε κάτι καλύτερο. Για το κερασάκι, ο Π.Ο.Υ. Μόλις είχε ορίσει παγκόσμιο συναγερμό για την Ευλογιά των Πιθήκων.
Φτάνοντας στο Αεροδρόμιο Μακεδονία με ένα άνετο SUV ταξί που επέλεξα γιατί είναι ψηλό και μπορεί κανείς να βγει εύκολα, κατευθυνθήκαμε με ασανσέρ προς το Private Lounge της Aegean, από το οποίο, όταν έφτασε η ώρα αποβίβασης βγήκαμε κατευθείαν στο terrain του αεροδρομίου και φτάσαμε περπατώντας στη σκάλα του αεροπλάνου που ήταν στα 50m. Δεν χρειάστηκε να ζήσω την ταλαιπωρία μεταφοράς στο αεροπλάνο με το τριτοκοσμικό πουλμανάκι με το μεγάλο και δύσβατο σκαλοπάτι και τις ελάχιστες χειρολαβές, όπου μας παστώνουν σαν σαρδέλες, έτσι για να γνωριστούμε καλύτερα. Η ανάβαση στις σκάλες του αεροπλάνου στο Θεσσαλονικιώτικο αεροδρόμιο ήταν αναπόφευκτη, καθώς η άλλη επιλογή με το αναβατόριο ζώων που έχω δοκιμάσει στο παρελθόν είναι άκρως ταπεινωτική και πετάει στα τάρταρα το βελούδινο ταξιδιωτικό mood γάργαρης χαράς επικείμενων απολαύσεων με το οποίο συνήθως ξεκινάω τα ταξίδια μου. Καθώς δυσκολεύομαι να σηκωθώ από τις υπερχαμηλές θέσεις του αεροπλάνου, χρησιμοποίησα την τσάντα που επιτρέπεται πλέον της χειραποσκευής ως ανυψωτικό, καθώς είχα βάλει ένα σκληρό μαξιλάρι μέσα, πάνω στο οποίο και έκατσα. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τη ζώνη ασφαλείας.
Φύγαμε στην ώρα μας και φτάσαμε στην ώρα μας στο όμορφο αεροδρόμιο Charles de Gaulle από όπου, αφού παραλάβαμε τις αποσκευές σχεδόν άμεσα, δυσκολευτήκαμε να βρούμε την πλατφόρμα του RER για το Παρίσι. Είχα ακούσει από ΟΛΟΥΣ ότι αυτός είναι ο καλύτερος, πιο οικονομικός και γρήγορος τρόπος μεταφοράς στο ξενοδοχείο αλλά και γενικά, όμως κανείς δεν με είχε προετοιμάσει για την κόλαση που έπρεπε να ζήσουμε κατά τη χρήση του. Μάλιστα, είχα πιστέψει τόσο πολύ για την χρησιμότητα του metro στις μετακινήσεις μου στην πόλη, που επέλεξα ξενοδοχείο που να βρίσκεται ακριβώς μπροστά σε σταθμό του υπόγειου τρένου, στο Les Halles συγκεκριμένα. Νομίζοντας ότι θα το παίρνουμε συνέχεια, κάναμε το λάθος και πληρώσαμε μόλις φτάσαμε εισιτήριο για πρόσβαση σε όλες τις ζώνες απεριόριστα για 5 μέρες, το οποίο έμεινε αχρησιμοποίητο καθώς δεν πήραμε το μετρό ούτε μία φορά. Τα πρώτα και μοναδικά - ευτυχώς - πεταμένα λεφτά.
Πίσω στην πλατφόρμα, έπρεπε να κάνω κάτι που μου φάνηκε σαν το μετέωρο βήμα του πελαργού για να μπω στον συρμό, ευτυχώς που με βοήθησε ο 22χρονος ανιψιός μου με τις βαλίτσες. Μέσα στο παλιακό και βρώμικο βαγόνι έχει μόνο αντικριστές θέσεις και κανένα απολύτως μέρος για να βάλεις μια μεγάλη βαλίτσα και μια μικρή για το επόμενο μισάωρο που χρειαζόταν να φτάσουμε στον προορισμό μας. Στις επόμενες δυο - τρεις στάσεις το τρένο πακτώθηκε σε επίπεδα στενών της Μυκόνου τον 15Αύγουστο, με νυσταγμένους επιβάτες που μας κοιτούσαν ενοχλημένοι που πιάναμε μια θέση για τις βαλίτσες μας. Χρειάστηκε να ξεκινήσω να μετακινούμαι προς την έξοδο δυο στάσεις πριν, καθώς κανείς - μα κανείς - δεν έκανε τον κόπο να πάει ελαφρώς στην άκρη για να περάσουμε με τις βαλίτσες. Μας παρακολουθούσαν ακίνητοι και αμέτοχοι στο αστικό σαφάρι που ζούσαμε. Όταν τα pardon και τα excuse me please έγιναν ελληνικότατα κλωτσίδια με τα ροδάκια των βαλιτσών και έκαναν επιτέλους απρόθυμα πέρα, κατεβήκαμε σε έναν λαβύρινθο όπου δεν υπήρχε καμία ένδειξη EXIT. Φίλε μου, είσαι στα Παρίσια, μάθε ότι για να φύγεις ψάχνεις το SORTIE. Το ασανσέρ που ψάχναμε δεν βρέθηκε ποτέ και αναγκαστήκαμε να πάρουμε τις κυλιόμενες όπου ζορίστηκα λίγο να κουμαντάρω δυο βαλίτσες με την ταχύτητα που ανέβαινε ενώ κρατιόμουν από την κουπαστή, αλλά με λίγη τύχη τα κατάφερα και λίγα λεπτά μετά βρεθήκαμε ακριβώς μπροστά στο Novotel Paris Les Halles, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν άριστη επιλογή για όλα: τοποθεσία, παροχές, καθαριότητα, εξαιρετικό πρωινό, φωτεινά μεγάλα δωμάτια και άνετα κρεβάτια, ποιότητα ζωής γενικά για εμάς που δεν θέλουμε το δωμάτιο «μόνο για έναν ύπνο» αλλά αποτελεί μέρος του ταξιδιού.
Πρώτη μέρα: Η Γειτονιά Les Halles
Νωρίς το ίδιο απόγευμα είχαμε κιόλας τακτοποιηθεί στα δωμάτιά μας και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε εξορμήσεις. Το δροσερό καλοκαιρινό Παρίσι των 26C με το γλυκό αεράκι, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη των 36C που αφήσαμε πίσω, ήταν σίγουρα ένα υπέροχο καλοσώρισμα που δεν έπρεπε να χάσουμε. Είμασταν πολύ τυχεροί και όλες οι υπόλοιπες μέρες ο καιρός θα κινούνταν στις ίδιες ευχάριστες για περπάτημα και δροσερές θερμοκρασίες. Αυτό το στοιχείο έπαιξε μεγάλο ρόλο στην έκταση των περιπατητικών μου εξορμήσεων. Αν δεν ήταν τόσο δροσερός ο καιρός δε θα μπορούσα επ’ ουδενί να κάνω όσα θα διηγηθώ παρακάτω.
Περιδιαβαίνοντας τους λιθόστρωτους και χωρίς αυτοκίνητα δρόμους της γειτονιάς Les Halles, νιώσαμε αμέσως την διάχυτη αύρα ενός φιλόξενου τόπου, με όμορφες μουσικές, πλατείες, μπαράκια, patisserie, κρεπερί, καφέ και εστιατόρια από κάθε λογής εθνικότητα, με χαλαρό κόσμο να χαίρεται το ήσυχο απόγευμα. Καθώς το μεξικάνικο μαγαζί είχε live μπάντα, τα διπλανά είχαν κλείσει τις μουσικές τους. Για όποιον έχει ζήσει την χαύρα των μαγαζακίων στα Λαδάδικα, Βαλαωρίτου κλπ που όποιος το έχει πιο δυνατά είναι και ο πιο κουλ(ός), θα καταλάβαινε ότι αυτή ήταν μια συγκινητική στιγμή ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Κατηφορίσαμε χωρίς να ξέρουμε πού θα βγούμε, το πρώτο μας απόγευμα ήταν για ελεύθερη περιπλάνηση άλλωστε. Αρχίσαμε να διαπιστώνουμε σιγά-σιγά την εκπληκτική τοποθεσία που βρισκόταν το ξενοδοχείο. Τα μισά από όσα σκοπεύαμε να κάνουμε στο Παρίσι ήταν σε απόσταση 5 - 15 λεπτών περπατήματος από το ξενοδοχείο μας. Το καλό location σε ένα ξενοδοχείο παίζει τεράστιο ρόλο σε ένα ταξίδι, μην το προσπερνάτε.
Σε δυο λεπτά διασχίζαμε την Rivoli Ave (κεντρικός δρόμος που διασχίζει την πόλη περνώντας και από το Λούβρο) και σε λιγότερο από 10’ αντικρύσαμε τον λαμπερό και στραφταλίζων Σηκουάνα στο ύψος της γέφυρας Pont Neuf. Οι αντανακλάσεις του απογευματινού ήλιου στο διάσημο ποτάμι καθως γλιστρούσαν πάνω του τα ποταμόπλοια, έκαναν το τοπίο ακόμα πιο γοητευτικό από όσο είχα φανταστεί. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, θυμήθηκα τί σημαίνει να σου επιβάλλεται μια πόλη με την ομορφιά της, είχα να το ζήσω από το Λονδίνο. Αριστερά στα 10’ περπάτημα η Παναγία των Παρισίων υπό κατασκευή μετά την πυρκαγιά και δεξιά στο βάθος σα να φαίνεται ο Πύργος του Άιφελ. Ή μήπως το φαντάστηκα; Μαγεμένη, λίγες ώρες μετά, επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Μπορεί η μέρα να είχε τελειώσει για εμένα, όμως ο ανιψιός μου, που άντεχε κάτι παραπάνω, πήρε ένα ποδήλατο και πήγε μέχρι την Αψίδα του Θριάμβου που απείχε μόλις 4 χλμ από εκεί που είμασταν. Ήταν ακόμη μέρα άλλωστε, στις 21:00 ο ήλιος τον Ιούλιο στο Παρίσι είναι ακόμη επάνω, το ηλιοβασίλεμα έρχεται στις δέκα παρά, οπότε έχει ακόμη φως περασμένες δέκα.
Τεράστιες καλοκαιριάτικες δροσερές ημέρες, το όνειρο κάθε ταξιδιώτη.
Δεύτερη μέρα: Saint Chapelle, Musée D’ Orsay, Γύρος Παρισιού με Hop on-Hop off
Μετά το εξαιρετικό πρωινό, βρεθήκαμε κατά τις 10 στο δρόμο για το Saint Chapelle. Όπως προανέφερα, ήταν ένα από τα τρία αξιοθέατα που ήταν απαραίτητο να κλείσουμε προηγουμένως online συγκεκριμένο χρονικό time slot για την επίσκεψή μας. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα το πολύ, μέσα στην ήσυχη γειτονιά, με τη βοήθεια του gps, βρεθήκαμε στο τέλος μιας μακράς ουράς ατόμων που περίμενε να μπει. Περάσαμε από τη δεύτερη είσοδο που ήταν για κατόχους online εισιτηρίου με χρονικό ραντεβού και μπήκαμε στο Ναό αμέσως. Από έξω δε λέει και πολλά, όμως το εσωτερικό του Γοτθικού Ναού είναι συγκλονιστικό. Η πρόσβαση στον Πρόναο είναι εύκολη ακόμα και για αμαξίδια. Για τον κυρίως χώρο όμως χρειάζεται να ανεβεί κανείς από τα δεξιά του Πρόναου μια απότομη, στενή, στριφογυριστή σκάλα συνολικού ύψους περίπου δυο ορόφων με αρκετά ψηλά μεμονωμένα σκαλοπάτια.
Αποφάσισα να το προσπαθήσω, είχαν καλό grab οι κουπαστές δεξιά και αριστερά της σκάλας και με την υπομονή των υπόλοιπων επισκεπτών που μάλλον καθυστέρησα, έφτασα στο μεγαλειώδες βιτρώ υπερθέαμα: δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου κόπηκε η ανάσα από τις απότομες μεσαιωνικές σκάλες ή από την καλειδοσκοπική πανδαισία που γιγαντώνονταν εμπρός μου. Τεράστιες λωρίδες βιτρώ εκπληκτικής λεπτομέρειας, υψώνονται για 15 μέτρα και η μια δίπλα στην άλλη συγκρατούν έναν - θαρρείς - εβένινο και χρυσοποίκιλτο γοτθικό θόλο. Το φως μπαίνει απαλά και διαχέεται πολυπρισματικά στο χώρο, δημιουργώντας μια εντύπωση ροζ αχλής που αιωρείται μαγικά πάνω από τα κεφάλια μας. Πρέπει να το δεις.
Βγαίνοντας από το Saint Chapelle αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα περπατώντας παράλληλα στις όχθες του Σηκουάνα. Είχε συννεφιά και ψύχρα, ιδανικός καιρός για περίπατο. Διασχίσαμε τη γέφυρα Pont Neuf χαζεύοντας στην απέναντι όχθη και δεξιά μας το Λούβρο να εκτείνεται για πολλές εκατοντάδες μέτρα και αφήνοντας πίσω μας τα τεράστια κτίρια που στεγαζόνται τα δικαστήρια του Παρισιού και οι μυστικές υπηρεσίες, φτάσαμε περίπου ένα εικοσάλεπτο αργότερα στο Musee D’ Orsay.
Τεράστια ουρά στην είσοδο, ακόμα και για εμάς που έχουμε το Paris Museum Pass. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, πολλά άτομα που μέρος των κινητικών προβλημάτων τους είναι και η μέση, ενώ μπορούν να περπατάνε αρκετά, είναι αδύνατον να στέκονται όρθια σε ένα σημείο καθώς τότε πονά η μέση. Εφόσον δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Κάρτα Αναπηρίας ακόμη ώστε να τη δείχνεις και να μπαίνεις με προτεραιότητα όπως πρέπει και δικαιούμαστε, οπλίστηκα με το θάρρος του ότι βρίσκομαι σε πολιτισμένη ευρωπαϊκή πόλη και πλησίασα την σεκιούριτι στην ουρά για τα fast pass. Την ενημέρωσα ότι είμαι άτομο με αναπηρία και δυσκολεύομαι να περιμένω όρθια για πολύ ώρα σε ένα μέρος, πράγμα που αληθεύει πέρα ως πέρα και… ναι! Το Παρίσι δεν με απογοήτευσε. Αυτή η στιγμή ήταν η αρχή μιας ευχάριστης αλυσίδας παρόμοιων συμπεριφορών από Παριζιάνους σεκιουριτάδες που σεβόντουσαν απόλυτα απλά και μόνο το λόγο μου, με το γεγονός ότι πήγαινα και τους ζητούσα να περάσω κατα προτεραιότητα λόγω αναπηρίας να είναι αρκετό για να ανοίξει ο δρόμος χωρίς κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Πραγματικά, το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να παρακαλέσεις και να ικετεύσεις, σε κάνει να νιώθεις πολίτης Α’ κατηγορίας ή έστω πολίτης ίδιας κατηγορίας με όλους. Σπάνια το νιώθω στην Ελλάδα και οι Παριζιάνοι μου το χάρισαν απλόχερα, ήσυχα και αξιοπρεπώς, χωρίς τυμπανοκρουσίες, όπως θα έπρεπε να είναι. Το κτίριο είναι απόλυτα προσβάσιμο παντού με αμαξίδιο.
Ο παλιός σταθμός τρένων με το τεράστιο χρυσό ρολόι στο εσωτερικό του, φιλοξενεί ξεχωριστά γλυπτά αλλά και μια σπάνια συλλογή με εκπληκτικούς πίνακες από τα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Cezzane, Matisse και κυρίως έργα του συγκλονιστικού Van Gogh, σε μια αίθουσα αφιερωμένη αποκλειστικά σε αυτόν, κοσμούν το κυλινδρικό θολωτό εσωτερικό του. Μια ανασκόπηση στον Ιμπρεσσιονισμό, Εξπρεσιονισμό, παριζιάνικη κουλτούρα και εξωτισμό. Μην το χάσεις.
Φύγαμε χορτασμένοι από χρώματα, φόρμες, έμπνευση και τέχνη, πεινασμένοι όμως για κανονική τροφή.
Κάπου εκεί, σε ένα παρακείμενο στενό, βρήκαμε μια μικρή brasserie με παραδοσιακή γαλλική κουζίνα, το Cocorico. Για την επιλογή εστιατορίων μας βοήθησε πολύ το ότι ψάχναμε καλά εστιατόρια κοντά μας όποτε πεινούσαμε και πηγαίναμε σε κάποιο της εκάστοτε περιοχής σύμφωνα με τις αξιολογήσεις της Google. Έπρεπε να έχει πάνω από 4,5 στα 5. Η τακτική αποδείχθηκε σωστή μια και όλες οι επιλογές μας - όπου κι αν είμασταν στο Παρίσι - αποδείχθηκαν πετυχημένες από όλες τις απόψεις: service, τοποθεσία, προσεγμένος χώρος και φαγητό.
Στο Cocorico φάγαμε εξαιρετικά πιάτα και πιάσαμε κουβέντα με το σερβιτόρο που μας εξέπληξε μιλώντας μας στα ελληνικά: η μητέρα του, όπως μας εξήγησε, ήταν από την Ιθάκη και ανυπομονούσε να πάει εκεί τον Αύγουστο. Μόλις είχαμε συναντήσει έναν Έλληνα στο ταμείο του Musee D’ Orsay και ήμασταν άναυδοι που συναντήσαμε λίγες ώρες αργότερα κι άλλον. Όμως τις επόμενες μέρες θα συναντούσαμε καθημερινά μια πλειάδα Ελλήνων να εργάζονται στα πιο απίθανα μέρη, να μην αρχίσω με το πόσους Έλληνες τουρίστες συναντήσαμε, αυτό είναι άλλο θέμα.
Η μέρα μας συνεχίστηκε άκρως τουριστικά:
Ώρα για Hop on - Hop Off Bus!
Εκεί κάπου στις όχθες του Σηκουάνα, στο δρόμο με το όνομα Quai Anatole France, στο ύψος της Γέφυρας Pont Royal, περνούσε το διόροφο λεωφορείο με την ανοιχτή οροφή Toot Bus. Με το εισιτήριο μπορείς να κάνεις τον κύκλο όσες φορές θέλεις για 24 ώρες. Πλατεία Concord, Γέφυρα του Αλέξανδρου, Champs Elysées, Αψίδα του Θριάμβου, Trocadero, Πύργος του Άιφελ και πίσω. Μια ωραία επιλογή για τις πρώτες μέρες του ταξιδιού για να πάρουμε μυρωδιά του όγκου της πόλης. Κατεβήκαμε στο Λούβρο που απείχε 15’ περπάτημα από το ξενοδοχείο και μετά από μια στάση για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό στον παρακείμενο μεγαλοπρεπή Γοτθικό Ναό του Saint Germain L’ Auxerrois, επιστρέψαμε στη γειτονιά μας για ένα κοκτέιλ πριν τον ύπνο.
Τρίτη Μέρα: Λούβρο
+ μια μεγάλη απολαυστική βόλτα 5 χλμ στη Champs Elysées, από το Λούβρο μέχρι την Αψίδα του Θριάμβου.
Αγαπητοί φίλοι αναγνώστες, όσοι φτάσατε να διαβάσετε μέχρι εδώ, να ξέρετε ότι έχετε κερδίσει τη συμπάθειά μου. Γι’ αυτό και θέλω να σας κάνω ένα μικρό νοερό δώρο. Μια ταπεινή συμβουλή, πείτε το όπως θέλετε. Ξέρω ότι δε θα την ακολουθήσετε γιατί είναι αρκετά τολμηρή, όμως εγώ θα την πω ούτως η άλλως: Μην. Πάτε. Στο. Λούβρο.
Πώς θα γίνει αυτό; Με το να μην πάτε. Με το να πάτε από έξω, να βγάλετε ωραία-ωραία τις φωτογραφίες σας στη γυάλινη Πυραμίδα, να κάνετε τα stories σας, τις live μεταδόσεις σας και μετά να πάρετε δρόμο και να συνεχίσετε την υπέροχη μέρα σας χαμένοι στους δρόμους του Παρισιού. Γιατί; Διότι έχει πολυκοσμία χωρίς μάσκες, ζέστη (με δροσερή μέρα έξω) συνωστισμό, ουρές παντού, ιδρωμένα χνώτα, μασχάλες, χέρια, αγκωνιές, απελπισμένες σέλφι, λαβυρινθικούς διαδρόμους, ουρές ακόμη και για ένα ποτήρι νερό, που να λιποθυμάς πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου και για αυτό. Δεν έχεις το χώρο και τις συνθήκες να σταθείς μπροστά σε ένα έργο τέχνης και να το απολαύσεις χωρίς να σε σκουντησουν.
Η απόλυτη εκπόρνευση της τέχνης.
Μπήκα αθώα και συγκινημένη που θα έβλεπα τη Νίκη και την Αφροδίτη, τα κορίτσια μου τα ξενιτεμένα, επιτέλους! Μισή ώρα αργότερα, το δάκρυ είχε στεγνώσει πριν καν καταφέρω να τις βρω και με έπιασα να σκέφτομαι «Πού είναι επιτέλους το @%#$ το ακέφαλο άγαλμα να τελειώνουμε!» Ω! Μοντιέ.
Τέσσερις ώρες μείναμε στο μουσείο (ευτυχώς μπήκαμε αμέσως επί τη εμφανίσει λόγω αναπηρίας) τη μια περιμέναμε να πλησιάσουμε τη Μόνα Λίζα, την άλλη μια ώρα είδαμε την Αφροδίτη της Μήλου και τη Νίκη της Σαμοθράκης και κάποια άλλα γνωστά όπως την Παναγία των Βράχων του Ντα Βίντσι και τη Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά και τέλος τις άλλες δυο ώρες ψάχναμε να βρούμε την έξοδο από αυτό το χαοτικό κτίριο με την χειρότερη σήμανση του κόσμου. You can check out anytime you want, but you can never leave. Ποια, εγώ, η ακραία art lover να ψάχνω αλλόφρων την έξοδο του Λούβρου.
Είναι ντροπή να έχει τόσο κακές παροχές ένα από τα πιο διάσημα μουσεία στον κόσμο. Ακόμα γελάω που μας έβαλαν να κλείσουμε και χρονικό ραντεβού, τρομάρα τους. Εμάς και τη μισή υφήλιο, όλοι μέσα στις 10:30 το πρωί.
Εκεί γύρω στις 2:00 βγήκαμε κάθιδροι στο γλυκό μεσημεριάτικο δροσερό αεράκι και αποφασίσαμε να περπατήσουμε τους Κήπους του Λούβρου, χωρίς να έχουμε κάτι συγκεκριμένο στο πρόγραμμα. Το Λούβρο που επισκεφθήκαμε ήταν το μόνο πρόγραμμα της μέρας και είχε ευτυχώς τελειώσει.
Σιγά σιγά και κουβέντα στην κουβέντα βρεθήκαμε να διασχίζουμε τους Κήπους του Κεραμεικού. Με μεγάλες στάσεις στα σκιερά και όμορφα παγκάκια της μεγάλης promenade, τα βήματα μας έφεραν στην Πλατεία Κονκόρντ. Ευθεία μπροστά μας απλώνονταν τα Ηλύσια Πεδία με όλη τη μεγαλοπρέπειά τους. Στο βάθος, ανάμεσα από την περίφημη συμμετρική συστάδα δέντρων ξεπρόβαλε μια κουκκίδα, η Αψίδα του Θριάμβου. Ξεχασμένοι από την περισσή αστική μεγαλοπρέπεια που μας περιέβαλλε, χωθήκαμε στα πάρκα οδεύοντας πεζοί στην Champs Elysées σε έναν σκιερό δρόμο που μύριζε παντού - τί άλλο; - κρέπα. Κάθε 50 μέτρα συναντούσαμε μια μικρή καντίνα - κρεπερί. Στην αρχή διστάζαμε να πάρουμε, δεν εμπιστεύομαι εύκολα τα street food. Τελικά η μυρωδιά ήταν τόσο γαργαλιστική που ξεπεράσαμε με συνοπτικές διαδικασίες τις μαμόθρεφτες αναστολές μας και βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε την κρέπα που έμελλε να είναι η πιο πετυχημένη εκδοχή κρέπας που δοκίμασα όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά και στη ζωή μου γενικά. Όχι, μπράβο μεσιέ κρεπά! Πολλά μπράβο.
Από κάποιο σημείο και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται τα περίφημα ακριβά καταστήματα. Είναι τόσο όμορφα εξωτερικά, που πλέον αποτελούν μέρος των αξιοθέατων του Παρισιού. Ξεχώρισα για την ομορφιά τους την Guerlain, το κτίριο Louis Vuitton, το πάλλευκο σα ζαχαρωτό διπλανό κτίριο της Dior και το μεταλλικό κομψοτέχνημα στο χρώμα της μέντας του Ladurée. Ο ανιψιός μου μπήκε στο κατάστημα του Stranger Things κι εγώ ακριβώς δίπλα στα φανταχτερά Lafayette του Champs Elysées που έμοιαζε με γκλαμουράτο Hondos.
Έψαχνα κάτι σκουλαρίκια κι έτσι επισκεφθήκαμε τα Tiffany’s. Όπως και στο κατάστημα της Fifth Ave στο Manhattan που είχα μπει 20 χρόνια πριν, η κατάσταση ήταν ίδια: απίστευτη ευγένεια και άψογη εξυπηρέτηση, όποιος κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι, ό,τι κι αν φοράς. Μας έβαλαν σε ένα σεπαρέ δωμάτιο και μας κέρασαν Evian και την περίφημη σαμπάνια του Tiffany’s για να ξαποστάσουμε. Δυστυχώς δεν είχαν το ζευγάρι που μου άρεσε αρχικά και η σαμπάνια δεν ήταν αρκετή για να αλλάξω γνώμη.
Λίγο αργότερα φτάσαμε στο τέλος της πιο όμορφης και απόλυτα προσβάσιμης βόλτας του Παρισιού: από το Λούβρο στην Αψίδα του Θριάμβου! Συνολικά, με πολλές στάσεις σε πάρκα και καταστήματα μας πήρε 4 ώρες, με χρόνο ωφέλιμου περπατήματος 1 ώρα και 20’, για να διανύσουμε ευχάριστα και χωρίς κούραση μια απόσταση 5 χλμ. Ήταν μια βόλτα που θα μου μείνει αξέχαστη.
Η μέρα μας τελείωσε με εμένα να περιμένω σε ένα παγκάκι στη Champs Elysées τον ανιψιό μου να ανεβεί τα σχεδόν 300 σκαλοπάτια της Αψίδας του Θριάμβου.
Καθώς χάζευα τα απίστευτα καλοντυμένα αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες που περνούσαν από μπροστά μου σαν σε πασαρέλα, σκεφτόμουν «Νά και κάτι που δεν μπορώ να κάνω τελικά στο Παρίσι, δεν μπορώ να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου» Ή τουλάχιστον έτσι νόμισα εκείνη τη στιγμή.
Λίγο αργότερα, στο πεντακάθαρο ταξί της επιστροφής στο ξενοδοχείο, με τον ευγενέστατο οδηγό να μας μιλάει σε άπταιστα αγγλικά για την μετά κοβιντ κατάσταση στη Γαλλία, και καθως χαζευαμε το ηλιοβασίλεμα να χάνεται σιγά σιγά στους υπέροχους δρόμους, μου έσκασε αδιάφορα ο ανιψιός μου την βόμβα: «Ξέρεις, είδα ένα ασανσέρ στην Αψίδα του Θριάμβου». Έπεται άκρως ανατρεπτική συνέχεια.
Τέταρτη μέρα: Μονμάρτη, το τρενάκι του τρόμου, η επιδρομή στα Galleries Lafayette, photo shooting στην πλατεία Trocadero
+ ένα μαγευτικό δείπνο στο ηλιοβασίλεμα με θέα τον Eiffel Tower
Καθώς ανηφορίζαμε με το ταξί το λόφο της Μονμάρτης, μου πέρασαν από το μυαλό τα στενά της Ολύμπου και της Κασσάνδρου. Η ατμόσφαιρα άλλαζε σιγά σιγά καθώς ανεβαίναμε, ίσως από το ρυθμό που δίνουν οι τουρίστες που άρχισαν να αχνοφαίνονται και να ξεπηδούν από δω κι από κει. Γενικά στο Παρίσι μπορούσες να μας ξεχωρίσεις εμάς τους τουρίστες από χιλιόμετρα μακριά από τα παπούτσια. Μόνο εμείς φορούσαμε αθλητικά, οι υπόλοιποι μοκασίνια ή δερμάτινα κομψά πέδιλα.
Κάτι ακόμα που δεν διάβασα πουθενά για τη Μονμάρτη είναι ότι μπορείς να πας με αυτοκίνητο μέχρι πάνω στην εκκλησία Sacré-Cœur Basilica και από εκεί απλά να κατηφορήσεις άνετα. Όσο κι αν έψαξα, τα μόνα σχόλια που βρήκα για τη Μονμάρτη και την Σακρ Κερ ήταν τύπου «Έχει πολλά σκαλιά, όμως η θέα θα σας ανταμείψει!». Μα καλά, είναι δυνατόν; Ακόμα και τελεφερίκ να πάρεις, μετά έχει καμία 30αριά απότομα σκαλοπάτια για να φτάσεις στο Ναό, εκτός κι αν κάνεις τον κύκλο και μπεις από πίσω που είναι πάλι απότομος ανηφορικός δρόμος. Για να μην τα πολυλογώ, στην τεράστια και παράταιρα ογκώδη εκκλησία, μπορείτε να φτάσετε με ταξί μέχρι ακριβώς πάνω στην είσοδο και μετά να μπείτε μέσα από την ειδική ράμπα. Δεν είδα τη ράμπα για αμαξίδια με τα μάτια μου, είδα όμως τουλάχιστον 3 άτομα σε αμαξίδιο μέσα στο Ναό οπότε υπάρχει κανονικά πρόσβαση αν ρωτήσετε όταν φτάσετε. Το προτείνω για τη θέα του και όχι για τον ίδιο το Ναό, ο οποίος από μέσα φαίνεται ακόμα πιο ογκώδης και άτεχνος από ότι είναι εξωτερικά. Και να μη μπείτε, δε θα χάσετε τίποτα.
Ετοιμαστείτε για φαντασμαγορικές φωτογραφίες με θέα πιάτο όλο το Παρίσι, προτείνω να του δώσετε να καταλάβει από τα σκαλιά της εκκλησίας και κάτω, μην περιμένετε να κατεβείτε χαμηλότερα. Για τους insta-ρομαντικούς έχει κι έναν τοίχο τίγκα στις κλειδαριές ερωτευμένων που αναζητούν κι αυτοί μια θέση στον παριζιάνικο ήλιο, με το φαντασμαγορικό όνομα «Ο τοίχος του Σ’αγαπώ» Οχούμουτο…
Έξω από την εκκλησία καραδοκεί το τρενάκι του τρόμου, το οποίο δελεάζει τους αμέριμνους τουρίστες που δεν θέλουν να βγάλουν τη λάντζα του περπατήματος around Montmartre με τα ποδαράκια τους και πάνε να τη σκαπουλάρουν με τρενάκια. Μια από αυτούς ήμουν κι εγώ, που έκατσα στο μοναδικό βαγόνι χωρίς το αστείο που ονομάζουν «προστατευτική αλυσίδα» η οποία μπορεί να μη σου γεμίζει το μάτι, στη δύσκολη στροφή όμως κάνει δουλίτσα, σε κρατάει από το να σκάσεις σαν τουλούμπα στους Μονμαρτέζικους παραμυθένιους δρόμους. Έβγαλα όλη την - βαρετή κατά τα άλλα - βόλτα γραπωμένη από αυτοσχέδιες χειρολαβές, γιατί όχι μόνο δεν είχε αλυσίδα το ανοιχτό βαγόνι μου, αλλά δεν είχε καν χειρολαβές. Εν πάσει περιπτώσει, καλά που με κρατούσε ο ανιψιός μου γιατί αλλιώς θα είχα ρολάρει μέχρι τον Σηκουάνα. Μην το πάρετε, χάσιμο χρόνου (και παϊδιών).
Δέησαν επιτέλους και μας άφησαν πάλι στην εκκλησία, από όπου αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τα ενδότερα της Μονμάρτης. Τα σκαλοπάτια είναι πλατιά μεν, όμως είναι ανισομερή και σε κάποια σημεία ανισόπεδα και φθαρμένα. Αν δεν έχετε καλή ισορροπία θα πρότεινα είτε να πιάνετε κάποιον από την παρέα, ή να έχετε μπατόν για να βγει η διαδρομή με ασφάλεια. Η κατάβαση διαρκεί περίπου 10-15 λεπτά αναλόγως τις στάσεις για φωτό.
Στην κατηφόρα γίνομαι ο Χουσειν Μπολτ, οπότε αποφασίσαμε να κατηφορίζουμε από τη Μονμάρτη μέχρι όσο αντέχω. Τα σοκάκια μοιάζουν με αυτά του Πηλίου ή της Άνω Πόλης, εντελώς τουριστικά βέβαια, όλα με τα ίδια ακριβώς μαγνητάκια, φουλάρια, κούπες, πετσέτες κλπ. Καμμία διαφοροποίηση. Πέρα από τα ελβετικά σοκολατάκια Lindt σε κουτάκι Πύργου του Άιφελ που τσίμπησα, δεν έχω να θυμάμαι τίποτα ενδιαφέρον και ξεχωριστό απο τη βόλτα στη Μονμάρτη. Να σημειώσω ότι παρά τα σχετικά στενά πεζοδρόμια, είδα στα κάπως χαμηλότερα μέρη της Μονμάρτης άτομα σε αμαξίδια να περιφέρονται ανετότατα στις ανηφοριές της, γιατί μπορεί να είναι μεν στενά τα πεζοδρόμια, χωράνε δε ακριβώς αναπηρικό αμαξίδιο και δεν υπάρχουν πουθενά εμπόδια όπως πραμάτειες καταστηματαρχών, ταμπέλες, σημαίες κλπ. Είναι πεντακάθαρα στενά προσβάσιμα πεζοδρόμια με ράμπες.
Καθίσαμε να ξαποστάσουμε σε ένα όμορφο και χαριτωμένο καφέ, το Marcel et Clementine, με την ευγενέστατη και χαμογελαστή κυρία που μας εξυπηρέτησε να μην ξέρει γρι αγγλικά. Δε μας έλειψε τίποτα όμως, ένα γλυκό χαμόγελο ίσων χίλιες λέξεις στο δικό μου λεξικό.
Και για δες! Εντελώς τυχαία, όχι ότι το είχαμε βάλει στο gps και τέτοια, βρεθήκαμε, 20’ μετά, στα Galleries Lafayette. Τα ορίτζιναλ, τα σωστά, με τα κυματιστά χρυσά μπαλκόνια, τον εντυπωσιακό γυάλινο θόλο και τα Tiffany’s που είχαν επιτέλους τα σκουλαρίκια που έψαχνα προχθές στο κατάστημα στη Champs Elysees. O Κινέζος υπάλληλος με εξυπηρέτησε άψογα, και λίγο αργότερα έβγαινα χαρούμενη από το ιστορικό εμπορικό κέντρο κρατώντας την μικρή πολύτιμη τυρκουάζ τσαντούλα κρυμένη μέσα σε μια λευκή για να μη μου κόψουν και το χέρι κλέβοντάς με. Αποστολή εξετελέσθη, είχα στα χέρια μου το δώρο μου για τα αυριανά γενέθλιά μου!
Πριν φύγω, ανέβηκα στον 6ο όροφο του κτιρίου όπου έχει ένα μαγικό roof garden με υπέροχη θέα όπου μπορεί κανείς να καθήσει και να ξαποστάσει λίγο.
Μετά από μια γρήγορη επίσκεψη στη γειτονική Apple, πήραμε ταξί για το ξενοδοχείο, όπου αλλάξαμε, βάλαμε ωραία ρούχα και πήραμε πάλι από την Rivoli ταξί για την πλατεία Trocadero, να προλάβουμε το ηλιοβασίλεμα και να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες με θέα τον Πύργο του Άιφελ, με τα σωστά χρώματα, αναλογίες και αποστάσεις. Αν και ήταν μέρος της πλατείας κλειστό λόγω έργων για την Ολυμπιάδα το 2024, η ομορφιά ξεπρόβαλε και ξεπεταγόταν από παντού, δεν μπορούσες παρά να μείνεις με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο κομψοτέχνημα καθώς το έλουζε το ζεστό απογευματινό φως. Μετά τις ξεδιάντροπες Gntm στιγμές μου που γελάνε ακόμα και τα παριζιάνικα σκαλοπάτια που πατούσα καθώς πόζαρα σα να μην υπάρχει αύριο, μας άνοιξε η όρεξη. Ακριβώς δίπλα στην πλατεία, σε ένα μυστήριο κτίριο που μπαίνοντας παρατήρησα ότι έχει μεταφερθεί εκεί ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού της Παναγίας των Παρισίων, έχει ένα πολυτελές εστιατόριο με ένα μεγάλο μπαλκόνι - αυλή με θέα τον Πύργο και όλο το Παρίσι, το Girafe.
Ήμασταν πολύ τυχεροί καθώς υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι σε αυτό το υπέροχο εστιατόριο που το έλουζε το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος. Μόλις καθήσαμε σε ένα τραπέζι με συγκλονιστική θέα, περιμέναμε πλέον με ανυπομονησία δυο πράγματα: το φαγητό μας και να πάει δέκα το βράδυ να δούμε τον Πύργο του Άιφελ να στραφταλίζει για πέντε λεπτά.
Λίγο αφότου είχα τελειώσει την ανεπανάληπτη αστακομακαρονάδα μου, ακούστηκε ένα γενικό «Ωωωωω!» Από εκατοντάδες κόσμου, απόηχος από την πλατεία Trocadero. Ήταν δέκα το βράδυ, η στιγμή που άναψε ο Πύργος και όλο το Παρίσι στάθηκε προσοχή. Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και χωρίς περιστροφές επιδόθηκαν σε ακραίο photo shooting.
Όμως τίποτα δεν μπορούσε να αιχμαλωτίσει το υπερθέαμα που εκτυλίσσονταν μπροστά μας. Έστρεψα τα μάτια μου συγκλονισμένη, προσπαθώντας να χωρέσω όλη την απεραντοσύνη και την ομορφιά της στιγμής.
It doesn’t get better than this.
Πέμπτη μέρα: My Happy Birthday in Paris!
Επίσκεψη στο Pompidou Centre, στα Hermes και στην απροσπέλαστη Αψίδα του Θριάμβου!
Κυρίες μου και κύριοι, ναι! Φέτος θα γιορτάσω τα γενέθλιά μου στο Παρίσι! Ιούλιος 29.
Αυτή τη γιορτινή μέρα, επέλεξα να την περάσω παρέα με τις μεγάλες μου αγάπες, τους Picasso, Matisse, Kandinsky, Chagall, Rodin και Delaunay. Με περίμεναν όλοι, μόλις πέντε λεπτά από το ξενοδοχείο, στο μοντέρνο Pompidou Centre. Για έναν λάτρη της τέχνης όπως εγώ, αυτό είναι μια από τις τοπ ιδανικές επιλογές γενεθλίων, ας περιμένουν οι τούρτες με τα κερασάκια για φέτος.
Μεγάλο, ψηλοτάβανο και πολύχρωμο, το Πομπιντού στέκεται μοντέρνο κι επιβλητικό στην κλασική και πολύβουη γειτονιά του Les Halles, μια σήραγγα με τελική έξοδο στον παράδεισο της τέχνης. Ανεβαίνοντας αργά τις διάσημες εξωτερικές κυλιόμενες σκάλες του κτιρίου, απλώνεται μπροστά μου όλο το Παρίσι από μια άλλη οπτική αυτή τη φορά. Η αλήθεια είναι ότι το Παρίσι από όποια οπτική κι αν το δεις είναι εξίσου γοητευτικό.
Υπόδειγμα γκαλερί, καθαρή, ήσυχη και πολιτισμένη, χωρίς συνωστισμό, το Πομπιντού συγκεντρώνει τελικά τους πραγματικούς λάτρεις της τέχνης, αυτούς που επιζητούν τη συναρπαστική χαρά της οπτικής επαφής με το έργο κι όχι τη σέλφι μαζί του. Τα σελφοκρούσματα εδώ είναι λίγα και σποραδικά. Πέρασα όλο το πρωινό των γενεθλίων μου ανάμεσα σε αγαπημένη τέχνη, τα κυβιστικά κορίτσια του Πικάσο εναλλάσσονταν με τις πολύχρωμες εξωτικές φιγούρες του Ματίς. Ονειρεύτηκα λίγο με μερικούς μαγικούς Chagall και πέταξα πάνω από τις στέγες του φωτεινού Παρισιού μέχρι που προσγειώθηκα για μια ανάπαυλα στο εξαιρετικό roof garden του Κέντρου. Η μέρα ανυπομονεί να προχωρήσει!
Λίγη ξεκούραση στο δωμάτιο και ετοιμασία για τις απογευματινές βόλτες. Χωρίς να είμαι 100% σίγουρη αν είναι όντως εφικτό να πάω, έκλεισα online από την Tiqets ένα εισιτήριο για την Αψίδα του Θριάμβου με 13€.
Το ταξί μας άφησε μπροστά στα Hermés που δεσπόζουν απέναντι από τη Rolex, σε έναν μεγάλο, κεντρικό αλλά παράδοξα ήσυχο δρόμο του Παρισιού που καταλήγει λίγα μέτρα μετά στη Champs Elysées και τα μεγαθήρια με τις ατελείωτες ουρές λυσσασμένων καταναλωτών Louis Vuitton και Dior. Ο πορτιέρης των Hermés, ένας νέος αφρικανικής καταγωγής, στέκεται στην πόρτα και μας ακούει που μιλάμε με τον ανιψιό μου ελληνικά. Προσπαθώ να τον πείσω να μπει γιατί βαριέται. «Κι εγώ από Ελλάδα είμαι» μας είπε σε άπταιστα ελληνικά. Πιάσαμε κουβέντα, το παιδί γεννήθηκε στην Ελλάδα και ήρθε να σπουδάσει στο Παρίσι. Αυτή ήταν η δουλειά που έκανε για να επιβιώσει ως φοιτητής. Είπα κι εγώ, έπιασε απόγευμα και δεν είχαμε συναντήσει ακόμα τον Έλληνα της ημέρας.
Μικρός χώρος, λιτή πολυτέλεια. Πρέπει να ψάξεις λίγο μέχρι να βρεις κάποιον υπάλληλο διαθέσιμο όμως όταν βρεις, θα σε συνοδεύσει σε όλες σου τις αγορές μέσα στο κατάστημα. Μάλιστα, θα περιμένει μαζί σου όσο περιμένεις στο ταμείο, πακετάροντας με προσοχή και φροντίδα τα προϊόντα που αγόρασες σα να είναι από το πιο εύθραυστο υλικό του κόσμου. Αγαπώ την Hermés λίγο παραπάνω, γιατί σε αυτό το brand δίνουν τη δέουσα προσοχή στα κουτιά, τις σακούλες και γενικά τις συσκευασίες των προϊόντων τους. Σέβονται τα κουτιά που αγαπώ από μικρή, και πλέον, τα κουτιά που σχεδιάζω, ως επαγγελματίας. Χάζευα αποσβολωμένη τον υπάλληλο καθώς δίπλωνε το πολύχρωμο μεταξωτό φουλάρι που επέλεξα και το τοποθετούσε στο σκληρό πλακέ κουτί με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα και την αυστηρή μαύρη γραμμή που το πλαισιώνει, κι αναρωτιόμουν αν αγόρασα το (υπέροχο) φουλάρι για το φουλάρι ή για το κουτί που το συνοδεύει. Η συσκευασία της ζώνης μου, μυθική. Δυο διαφορετικά μπεζ tweed σακουλάκια, ένα για τη ζώνη κι ένα μικρούλι για την αγκράφα, φωλιασμένα σε προσεκτικά διπλωμένο ριζόχαρτο, δεμένα στο γνωστό πορτοκαλί κουτί με μια καφέ engraved υφασμάτινη κορδέλα. Τί να πω, ο καθένας με την πετριά του κι εγώ με τα κουτιά μου.
Με την σακούλα Hermés ανά χείρας κρυμμένη κι αυτή - όπως εχθές η Tiffany’s - μέσα σε μια λευκή, ανηφορίσαμε δυο βήματα στην George V με Champs Elysées και σταματήσαμε για ένα γρήγορο early dinner στο Le Fouquet’s. Καθώς τρώγαμε, βλέπαμε την ουρά της Louis Vuitton απέναντι ολοένα να μεγαλώνει. Όταν είχε φτάσει τα 20 μέτρα είχαμε τελειώσει και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για την Αψίδα.
Σε δέκα λεπτάκια είχαμε διασχίσει την υπόγεια βρωμερή σύραγγα του κυκλικού κόμβου και ανέβαινα με δυσκολία τα 20 περίπου σκαλοπάτια, μετανιώνοντας που δεν είχα ένα υγρό μαντηλάκι για να προστατεύσω τα χέρια μου που αναγκαστικά έπιαναν την κουπαστή που είχε να καθαριστεί από τον καιρό του Ναπολέοντα. Δεν παρατήρησα κάποια ράμπα για πρόσβαση με αμαξίδιο στον κυκλικό κόμβο όπου βρίσκεται η Αψίδα. Από όσο μπόρεσα να καταλάβω πρέπει να περπατήσεις και να χρησιμοποιήσεις αναγκαστικά τη σκάλα για πρόσβαση.
Ουρά για τα εισιτήρια, όμως εγώ είχα βγάλει ήδη online, οπότε προχώρησα κατευθείαν στον έλεγχο. Μέχρι στιγμής πήγαινα λίγο στα τυφλά, το ασανσέρ που μου είπε ο ανιψιός μου ότι είδε στην κορυφή, άφαντο. Ενημερώνω την σεκιούριτι ότι χρειάζομαι βοήθεια για να ανέβω συνοδεία του ανιψιού μου και α μ έ σ ω ς μου δείχνουν ένα σημείο να περιμένω όπου έρχεται επί τόπου μια κυρία και μας οδηγεί σε μια μικρή πόρτα με τρία μικρά σκαλοπατάκια. Ήταν το ασανσέρ.
Ήταν το ασανσέρ!
Το ότι βρήκα τρόπο να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου που για χρόνια και χρόνια άκουγα πόσα σκαλοπάτια έχει και την είχα κλειδώσει ως απροσπέλαστη στο μυαλό μου, ήταν το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά μου. Μου κάνει τρομερή εντύπωση που δεν συνάντησα αυτήν την πληροφορία πουθενά, ότι η Αψίδα του Θριάμβου είναι προσβάσιμη στα ΑΜΕΑ με ασανσέρ.
Πίσω στο ασανσέρ. Ένα σκοτεινό ημικυκλικό ασανσέρ που μας ανέβασε από το ισόγειο έως το ύψος της Καμάρας, σταματήσαμε και βγήκαμε εκεί που είναι το gift shop, περπατήσαμε μέχρι το κέντρο τη αψίδας όπου μας παρέλαβε ένας φύλακας και μας έβαλε σε ένα αναβατόριο που για να ανεβεί έπρεπε να κρατάς συνεχώς πατημένο το κουμπί για να ανυψωθεί η ράμπα πάνω στην οποία στεκόμασταν. Γύρω μας ήταν οι τοίχοι γυμνοί κανονικά, δεν υπήρχε θάλαμος, ύψωσα τα μάτια πάνω καθώς ανεβαίναμε αργά: ουρανός.
Δε θα πω πολλά για τη μεγαλειώδη ακτινωτή 360 θέα από την Αψίδα, θα τα έχετε ακούσει. Αυτό που κρατώ είναι ότι αυτή τη γιορτινή μέρα κατάφερα ανέλπιστα κάτι που θεωρούσα από μικρή ακατόρθωτο: να ανεβώ στην Αψίδα του Θριάμβου.
Έκτη μέρα: 2 Summit Challenge: οι δυο πιο ψηλές κορυφές του Παρισιού σε μια μέρα. Στον τρίτο όροφο του Eiffel Tower
+ ένα συγκλονιστικό ηλιοβασίλεμα από τον 56ο όροφο του Montparnasse
Για σήμερα το μενού έχει επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ. Έχοντας ακούσει για τις επικές ουρές στην είσοδο του Πύργου, είτε έχεις εισιτήριο είτε όχι, πληρώσαμε αδρά μια βλακεία με ξεναγό που λεγόταν «Priority Access» σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα να μην ταλαιπωρηθούμε απο την ορθοστασία και τον ήλιο. Δεν το καταφέραμε. Το εισιτήριο online απευθείας από το site του αξιοθέατου δεν ξεπερνά τα 40 ευρώ, όμως οι καλές και βολικές ώρες εξανεμίζονται αμέσως, ακόμα και 2 μήνες πριν, από τους ξεναγούς που λυμαίνονται στο χώρο.
Η δική μας ξεναγός, μάς υποσχόταν είσοδο κατά προτεραιότητα, ξεκάθαρα ένα fast pass δηλαδή, μέχρι τον 2ο όροφο. Ότι τάχα θα συναντηθούμε και σε 15’ θα είμαστε πάνω. Μετά η αναμονή για 3ο ήταν πληρωμένη αλλά προαιρετική.
Μας μάζεψε 15-20 νοματέους και σπατάλησε το χρόνο μας με μερικές χαριτωμενιές και σαχλές πληροφορίες της πρώτης wiki σελίδας. Περάσαμε 50 λεπτά κάτω από τον ήλιο του καταμεσήμερου (σήμερα 30C) σε μια κανονική τεραστια ουρά, αναλογιζόμενοι τί σημαίνει priority access και γιατί την πληρώσαμε. Άλλα 20 λεπτά στριμωξίδι σε κλειστό χώρο χωρίς κλιματισμό για να πάρουμε το ασανσέρ. Μιάμιση ώρα μετά, όρθια μέσα στο λιοπύρι ήθελα να πώ πολλά στη ζουζουνιάρα ξεναγό μας για την απατεωνιά που μας έστησε, αλλά δεν είχε νόημα να χαλάσω τη μέρα μου. Με το που φτάσαμε στον 2ο όροφο εγκαταλείψαμε το παρεάκι της κακιάς ώρας και μπήκαμε στην ουρά της χώρας του Ποτέ. «Από την εμπειρία μου υπολογίζω ότι η αναμονή για το ασανσέρ του 3ου είναι μονο 20’» ήταν το τελευταίο που μας είπε η άχρηστη ξεναγός, πληροφορία που λανθασμένα πιστέψαμε και μπήκαμε σε μια ουρά που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος, αν έμπαινες δεν μπορούσες να φύγεις για κανέναν λόγο. Μπήκα και περίμενα σε άθλια κατάσταση άλλη μια ώρα όρθια χωρίς πρόσβαση σε νερό.
Δυόμιση ώρες ορθοστασίας μετά την είσοδό μας στην τοποθεσία του Eiffel Tower είμασταν επιτέλους στην κορυφή! Από εκεί που σε αφήνει το ασανσέρ, για να βγεις στο εξωτερικό deck του τρίτου ορόφου πρέπει να ανεβείς περίπου 15 σκαλοπάτια ακόμη. Βέβαια, αν δε μπορείς, μένεις στον αρχικό χώρο που είναι κλειστός με τζάμι αλλά βλέπεις τα πάντα 360 κανονικά. Το ασανσέρ από 2ο για 3ο μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση αν έχεις ακροφοβία ή υψοφοβία, όμως με λίγη ψυχραιμία όλα πάνε καλά.
Η κούραση εξανεμίστηκε με το πρώτο αεράκι που με χτύπησε στο πρόσωπο. Σε δευτερόλεπτα συνήλθα και κρεμιόμουν απο τα ρομβοειδή κάγκελα του deck σα μικρό παιδί. Χάρηκα που επέλεξα να ανεβώ μέρα, θα έχανα πάρα πολλά αν ανέβαινα βράδυ, ακόμα και σούρουπο. Και πάλι, δεν χρειάζεται να περιγράψω τα απερίγραπτα, ό,τι υπέροχο έχετε ακούσει για τη θέα, ισχύει. Είναι φαντασμαγορική, εμένα μου έκοψε την ανάσα.
Ευτυχώς για το ασανσέρ της κατάβασης χρειάστηκε να περιμένουμε μόνο ένα 20’.
Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και δε θα συνιστούσα σε κανέναν να επισκεφθεί τον Πύργο του Άιφελ αν έχει προβλήματα κινητικότητας, γιατί δεν υπάρχει καμία προτεραιότητα στα ΑΜΕΑ εκεί και οι αναμονές είναι τεράστιες χωρίς δυνατότητα υπαναχώρησης αν αλλάξεις γνώμη. Είναι πολύ κρίμα που είχα μια τόσο κακή εμπειρία στο πιο όμορφο κτίριο του Παρισιού.
Ήταν απογευματάκι όταν βγήκαμε, όμως επιστρέψαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε, καθώς το βράδυ το πρόγραμμα είχε δείπνο στο Le Ciel! Αφήνουμε τη μια κορυφή του Παρισιού και οδεύουμε για τη δεύτερη.
Γελάω ακόμη με τον εαυτό μου που ήμουν σκασμένη όταν δεν βρίσκαμε κράτηση στο Le Ciel δυο μήνες πριν για καμία ώρα παρά μονάχα αυτή τη μέρα στις 10 το βράδυ. Το έκλεισα με βαριά καρδιά γιατί ήθελα να δω το ηλιοβασίλεμα από ψηλά και 22:00 το βράδυ θα ήταν πια πολύ αργά για ηλιοβασιλέματα.
Ή μήπως όχι;
Εκείνο το δροσερό απόγευμα λοιπόν, ντυθήκαμε καλά, στολιστήκαμε, πήραμε ένα ταξάκι και ρολάραμε αργά στους σικάτους δρόμους του Saint Germain. Φτάσαμε έξω από τον Πύργο του Montparnasse και μείναμε να τον κοιτάμε με δέος. Δεν είναι ότι βλέπαμε πρώτη φορά ουρανοξύστη, είναι μάλλον ότι μας συνεπήρε η επιβλητικότητα του κτιρίου έτσι όπως στέκεται ολομόναχο και ξεκάρφωτο. Είχαμε φτάσει μισή ώρα νωρίτερα και ανεβήκαμε παρόλα αυτά. Για άλλη μια φορά σε αυτό το ταξίδι είμασταν τυχεροί και υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι από τις 9:30…πράγμα που σημαίνει ότι προλάβαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα!
Μπαίνοντας στην τεράστια αίθουσα του πολυτελούς εστιατορίου στον 56ο όροφο, μας υποδέχθηκε ένα φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα που καθώς έμπαινε από κάθε σημείο της γυάλινης πρόσοψης μας ταρακούνησε σχεδόν σαν ωστικό κύμα. «Δε μπορεί να είναι αλήθεια» πρόλαβα να ψελλίσω πριν αναγκαστώ να συνέλθω για να συνεχίσω να περπατάω. Η θέα, με κεντρικό στολίδι ακριβώς απέναντι τον Πύργο του Άιφελ, είναι συγκλονιστική. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τα έντονα πορτοκαλιά, μωβ, ροζ και βαθυκίτρινα χρώματα που χάνονταν το ένα μέσα στο άλλο ανάμεσα σε σύννεφα που κινούνταν σαν υδάτινα πλοκάμια. Μετά το χρωματικό υπερθέαμα, έπιασε να σκοτεινιάζει, σειρά είχαν τα χιλιάδες αστεράκια που άναψαν στον Πύργο του Άιφελ, είχε πάει πια 22:00 και μπροστά από τα τελευταία πορτοκαλί και μαβιά σύννεφα, πήραν τη σκυτάλη τα λαμπερά φώτα που πλαισιώνουν τον Πύργο. Όπως και στο Girafe, μια γλυκιά αναστάτωση στην αίθουσα. Κυρίες με μακριές τουαλέτες παράτησαν τα πιάτα τους και τρέχαν να απαθανατίσουν τη φωτεινή πανδαισία που απλωνόταν μπροστά μας, αλλά μάταια.
Αυτό το θέαμα το αιχμαλωτίζεις σωστά μόνο αν κλείσεις τα μάτια σου.
Το φαγητό εξαιρετικό. Φρέσκο, καλομαγειρεμένο, ποιοτικό, συνοδεία υ π έ ρ ο χ ω ν Γαλλικών κρασιών. Πρώτη φορά μου άρεσε τόσο πολύ ένα κρασί. Το σέρβις άψογο, είχε πολλούς σερβιτόρους και δεν υπήρχε περίπτωση να θέλεις κάτι και να ψάχνεις κάποιον να σε εξυπηρετήσει και να μη βρίσκεις, πάντα βρισκόταν κάποιος εκεί κοντά. Χαίρομαι που δείχνουν τόσο σεβασμό στον πελάτη, γιατί λόγω εξαιρετικής θέας ξέρουν ότι ο κόσμος θα πήγαινε εκεί ούτως ή άλλως και θα μπορούσαν να σερβίρουν ακριβές σαβούρες με ένα δυο σερβιτόρους της πλάκας - όπως στον δικό μας Πύργο του ΟΤΕ - αλλά δεν το κάνουν.
Έβδομη μέρα: Ελεύθερη περιήγηση, κλοπή στις Βερσαλλίες
+ μια ποταμοβλακεία
Η αλήθεια είναι ότι τα βαριέμαι τα παλάτια και τα θεματικά πάρκα με τα συμμετρικά λουλούδια.
Είχα βαρεθεί τόσο πολύ στα θερινά ανάκτορα της Σίσσυς στη Βιέννη, που υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην με ξαναβάλω σε τέτοια δοκιμασία. Βλέπω εκεί μια drone photo και τελειώνει εκεί το θέμα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι για σήμερα, την τελευταία μέρα στο Παρίσι, προτίμησα να κάνω το δικό μου πρόγραμμα, να περιηγηθώ ελεύθερα στη γειτονιά, στα καφέ και τις μπουτίκ, καθώς και στο τεράστιο εμπορικό κέντρο που είχε δίπλα στο ξενοδοχείο. Με 25C μόλις, πέρασα μια απολαυστική μέρα γεμάτη βόλτες και ήλιο.
Ο ανιψιός μου από την άλλη, αποφάσισε να πάει στις Βερσαλλίες. Παιδί της τεχνολογίας, με τα e-wallet του, τις ηλεκτρονικές κάρτες του και γενικά όλο τον εξοπλισμό που έχουν όλοι οι 22χρονοι σήμερα, θα έφευγε χωρίς καθόλου μετρητά εκτός βάσης. Μαθημένη εγώ πάντα σε πιο αναλογικές μεθόδους, ήξερα ότι πάντα πρέπει να έχεις στην τσέπη ένα 20ευρω ή τόσα χρήματα, όσα, αν σου κλέψουν κινητό και τα πάντα γενικώς, να μπορείς να πάρεις ένα ταξί να γυρίσεις ξενοδοχείο. Καθώς οι Βερσαλλίες ήταν μακριά, του έδωσα ένα 50ευρω έτσι για να το έχει στην τσέπη του.
Πήρε το μετρό μπροστά από το ξενοδοχείο και μισή ώρα μετά, με παίρνει τηλέφωνο και μου περιγράφει μια κλασική τουριστική απάτη: στην αλλαγή των τρένων, εκεί που περίμενε να βγάλει εισιτήριο για Βερσαλλίες, τον πλησίασε ένας άντρας κανονικά ντυμένος με τη στολή των υπαλλήλων του χώρου - είχε ακριβώς τα ίδια ρούχα με τους υπαλλήλους πίσω από τα ταμεία - και είπε στον ανιψιό μου αν θέλει βοήθεια για να κλείσει εισιτήριο από το μηχάνημα. Του είπε ότι το εισιτήριο για το τρένο στις Βερσαλλίες και την είσοδο γενικά στο χώρο κοστίζει 50 ευρώ και του πρότεινε να χρησιμοποιήσουν μαζί το μηχάνημα τύπου ΑΤΜ που βρίσκοταν εκεί για εισιτήρια. Πάτησαν επιλογή εισιτηρίου για Βερσαλλίες και μετά, ο τύπος έβαλε μια δική του κάρτα στο μηχάνημα, έδειξε στην οθόνη ότι κοστίζει 50 ευρώ και τότε του ζήτησε τα χρήματα σε μετρητά. Αυτό δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έχαψε - καταλαβαίνω ότι μπορεί να σε μπερδέψει η στολή, το περισπούδαστο ύφος του απατεώνα, γενικά η βαβούρα και η προσμονή να τελειώνεις - αλλά του έδωσε ο ανιψιός μου το 50ευρω σε μετρητά. Έβγαλε το μηχάνημα ένα εισιτήριο, το πήρε ο ανιψιός μου και μπήκε στο τρένο. Όταν έφτασε στο σταθμό Βερσαλλιών κατάλαβε ότι όχι απλά δεν είχε εισιτήριο για το χώρο, αλλά δεν μπορούσε καν να βγει από την πλατφόρμα των τρένων. Το εισιτήριο ήταν άκυρο. Ενημέρωσε τους υπαλλήλους εκεί και του επιβεβαίωσαν ότι δεν πήγε κάτι στραβά αλλά ότι, ναι, You have been scammed. Ας είναι, μικρό το κακό. Στις Βερσαλλίες μου είπε ότι έχει πολλές επιλογές μετακίνησης. Ποδήλατο, τρενάκι, πατίνι και αν πάρετε και το δίπλωμα οδήγησης μαζί σας, μικρά αυτοκινητάκια του γκολφ, οπότε, αν το σκέφτεστε για το περπάτημα, υπάρχουν λύσεις.
Το απόγευμα που επέστρεψε πήραμε το ποταμόπλοιο για μια τελευταία βόλτα στο Σηκουάνα εκ των έσω αυτή το φορά. Το πήραμε από την Pont Neuf κοντά στην Παναγία των Παρισίων δηλαδή, μια από τις λίγες, ίσως και η μοναδική επιλογή στη γειτονιά. Μια ώρα Παναγία Παρισίων - Άιφελ και πίσω με το βρωμιάρικο ποταμόπλοιο της Vedettes du Pont Neuf = μια ώρα από τη ζωή σας χαμένη. Αν δεν κολλήσετε κάτι γενικώς. Κλείσαμε online τα εισιτήρια και ενώ έδειχνε διαθεσιμότητα, δεν ξεκαθάριζε πουθενά ότι τα εισιτήρια αφορούν ΟΛΟ το σαπιοκάραβο τους και όχι τις καμπριολέ θέσεις στον πάνω όροφο. Βλέποντας τόσες μέρες άλλα ποταμόπλοια να πηγαινοέρχονται από Άιφελ άδεια κάτω και γεμάτα μόνο πάνω, δεν πήγε καν το μυαλό μας ότι θα υπήρχε τέτοιο θέμα. Πήγαμε ένα τέταρτο πριν και είδαμε μια τεράστια ουρά από άτομα που στέκονταν σίγουρα τουλάχιστον μια ώρα πριν εκεί. Άκου τώρα, για ένα ποταμόπλοιο! Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή ήταν η φάση κι ότι θα αναγκαζόμασταν να δούμε τα τσιμεντένια πλαϊνά και τα «από κάτω» των γεφυρών χωρίς να μας φυσάει το δροσερό απογευματινό αεράκι αλλά κλεισμένοι σε ένα γυάλινο κλουβί του ισογείου μαζί με άλλους 100 αλαλάζοντες νοματέους. Ο συνωστισμός ήταν τόσος που η μπόχα τρυπούσε τη μάσκα μου. Υπομονή μια ώρα μέχρι να τελειώσει.
Την επόμενη φορά να μάθω να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου που με το που το είδα από μακρυά δεν ήθελα να μπω. Ακόμα κι αν καθόμασταν στο ρετιρέ, έχοντας δει το Παρίσι από άλλες άπειρες οπτικές τις προηγούμενες μέρες, έχω να σας πω ότι η οπτική του ποταμόπλοιου είναι η χειρότερη. Βλέπεις ελάχιστα γιατί η στάθμη του νερού είναι πάρα πολύ χαμηλά και περιβάλλεσαι από τσιμέντα. Αν πρέπει να επιλέξετε, να πάρετε hop on - hop off bus είναι απείρως καλύτερο. Η πρόσβαση στην εξέδρα στάθμευσης είναι κακή, πρέπει να κατεβείτε μια απότομη, βρώμικη σκάλα με ανθρώπινα περιττώματα, γύρω στα 30 σκαλοπάτια και μετά φυσικά να την ανεβείτε. Καλή σας απόλαυση.
Μέρα όγδοη: Au revoir Paris
Η πτήση μας έφευγε σε τέλεια ώρα, λίγο πριν τις 4 το απόγευμα, οπότε μετά το πρωινό μας, ζητήσαμε από τη ρεσεψιόν να μας καλέσει ταξί για το αεροδρόμιο στις 12:00. Το κόστος ήταν 60 ευρώ και δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο αξίζει να το κάνετε σε σχέση με την ταλαιπωρία του μετρό. Η μεταφορά διήρκησε περίπου 40-45’ και το ταξί σε αφήνει ακριβώς μπροστά στο terminal σου, σε εμάς το 2Β στην προκειμένη. 60 ευρώ για 45’ με βαλίτσες και κλήση στο ξενοδοχείο είναι μια πολύ καλή τιμή. Ο άνθρωπος ήρθε μέσα στο ξενοδοχείο και παρέλαβε τις βαλίτσες μας, δεν τις σύραμε καν μέχρι το αμάξι.
Σε όλες μας τις μετακινήσεις, όπου δεν μπορούσα να πάμε με τα πόδια (πάνω από 20’ με 30’ περπάτημα απόσταση δηλαδή) παίρναμε ταξί. Ήταν μέρος της χαράς του ταξιδιού για μένα, γιατί παράλληλα χαζεύεις και την πόλη σε fast forward, δεν κλείνεσαι στο υπόγειο. Μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες από τις πολλές που είδα σε αυτό το ταξίδι, τις απόλαυσα ξεκούραστα από το παράθυρο του άνετου και καθαρού SUV παριζιάνικου ταξί. Από το Les Halles από ή προς τα πιο πολλά μέρη όπως Eiffel Tower, Μονμάρτη, Αψίδα του Θριάμβου, πλατεία Τροκαντερό το κόστος του ταξί ήταν 15 με 20 ευρώ το πολύ. Καθόλου άσχημα αν αναλογιστείς την άνεση, την διευκόλυνση και την όμορφη βόλτα. Η κίνηση δεν ήταν τόσο τραγική, τουλάχιστον δεν άγγιξε ποτέ την τραγικότητα Σαββάτου πρωί για Χαλκιδική ή χειμώνα 12 το βράδυ στην προ κόβιντ Τσιμισκή. Γατάκια Γάλλοι ελάτε Σαλόνικα να σας πούμε τί σημαίνει κίνηση. Βέβαια, αυτό το καλοκαίρι όπως με ενημέρωσε ένας οδηγός ταξί, έλειπαν 2 ήπειροι (χοντρικά). Η Κίνα που έχει ακόμη απαγορευτικό Κόβιντ και έχουν διώξει και όλους τους φοιτητές πίσω και η Ρωσία λόγω πολέμου. Μεγάλη ανάσα εδώ που τα λέμε.
Μπορείτε να κατεβάσετε και την εφαρμογή G7 και να καλείτε από εκεί ταξί, είναι + 4 ευρώ η κλήση. Μας διευκόλυνε πολύ τις πρώτες δυο μέρες που δεν ξέραμε τί μας γίνεται, μετά ξεψαρώσαμε και μάθαμε πού να στεκόμαστε για να βρίσκουμε εύκολα ταξί χωρίς κλήση. Το Uber το καλέσαμε 3 διαφορετικές φορές από κεντρικότατο σημείο και μας ακύρωναν συνέχεια με αποτέλεσμα να περιμένουμε στο άκυρο χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο μια φορά καταφέραμε και πήραμε μια τύπισσα που οδηγούσε απότομα. Τιμές ιδιες με G7. Κακή εμπειρία με το Uber στο Παρίσι.
Γενικά, το Παρίσι είναι πολύ φιλικό για άτομα με μειωμένη κινητικότητα ή αναπηρία, μην το φοβάστε, έχουν βρει ήδη τις λύσεις για εσάς, να πάτε.
Φτάνοντας το Ντε Γκόλ, μετά από μια γρήγορη περιήγηση στα Duty Free, αφήσαμε πίσω μας την οχλαγωγία και μπήκαμε στο ολοκαίνουριο και ανακαινισμένο Private VIP Lounge του Ντε Γκολ. Άνετο, ήσυχο με πάρα πολύ χαμηλές πολυθρόνες και καναπέδες, σχεδόν σαν οντάδες (έλεος βρε παιδιά), θέα μεγάλο μέρος του αεροδρομίου και non stop 24ωρο μπουφέ με ζεστά φαγητά, σνακ, νερό, καφέ και επιδόρπια. Ό,τι χρειαζόμουν για να μην χρειαστεί να βγάλω καθόλου τη μάσκα αργότερα μέσα στο αεροπλάνο. Μια που λέμε για μάσκα, φορούσα σε όλους τους κλειστούς χώρους. Ευτυχώς που λόγω καλού καιρού τρώγαμε πάντα έξω. Ήμασταν γενικά λίγοι εμείς που φορούσαμε μάσκα στο Παρίσι, κάτι σαν εξωτικά ζώα.
Στο βρωμερό Θεσσαλονικιώτικο ταξί που μύριζε τσιγαρίλα και απλησιά, χορτασμένη από τέχνη, ηλιοβασιλέματα, χρώματα, bird’s eye views, αστική μεγαλοπρέπεια, πολυτέλεια, ευγένεια, ειλικρινή σεβασμό στα άτομα με αναπηρία, σκεφτόμουν πόσο τυχεροί ήμασταν που μέσα στο κατακαλόκαιρο είχε τόσο δροσερό καιρό, γιατί αλλιώς τίποτε από όλα αυτά δε θα ήταν εφικτό. Για να μην το ρισκάρετε (εγώ φαγώθηκα να πάω κατακαλόκαιρο για να γιορτάσω εκεί τα γενέθλιά μου) θα πρότεινα να πάτε Σεπτέμβριο ή Απρίλιο-Μάιο για να χαρείτε τις βόλτες - καρφί μέσα στο κέντρο της πόλης και να βγάλετε μια σέλφι στην Πυραμίδα του Λούβρου και μετά να φύγετε αμέσως από εκεί τρέχοντας (τα είπαμε αυτά, τα συμφωνήσαμε).
Για τους ένα-δυο που φτάσατε μαζί μου μέχρι το τέλος αυτής της διαδρομής, σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.
Καλά ταξίδια!
Attachments
-
309,5 KB Προβολές: 0
-
204,3 KB Προβολές: 0
-
259,9 KB Προβολές: 0
Last edited: