Dva Srca
Member
- Μηνύματα
- 558
- Likes
- 1.056
- Επόμενο Ταξίδι
- ΗΠΑ
- Ταξίδι-Όνειρο
- Οπουδήποτε Πολυνησία
I. Το νέο σπίτι των Murin
Την Άννα την ξέρουμε οικογενειακώς περίπου 7 χρόνια. Ξεκίνησε ως μια γνωριμία ανάγκης, σε μια περίοδο που η μητέρα μου χρειαζόταν βοήθεια στο σπίτι λόγω φόρτου εργασίας και κατέληξε σε μια σημαντική φιλία που κρατά μέχρι σήμερα και έχει προ πολλού ξεπεράσει τη στερεοτυπική σχέση εργοδότη-υπαλλήλου. Η Άννα ήταν και η πρώτη μου επαφή με την Ουκρανία, μια χώρα για την οποία λίγα ήξερα και ακόμα λιγότερα ήθελα να μάθω πριν τη γνωρίσω και αρχίσω να συζητώ πιο αναλυτικά μαζί της.
Γεννηθείσα και μεγαλωμένη εκεί, απέκτησε την πρώτη της οικογένεια σε πολύ μικρή ηλικία, πρόλαβε να χωρίσει, άφησε τα δυο της αγόρια στην εφηβεία με τη γιαγιά τους και ήρθε λίγο μετά τα τριάντα της στην Ελλάδα, σε αναζήτηση πόρων για να έχουν οι δύο γιοί της ένα καλύτερο μέλλον. Σήμερα, είναι υπερήφανη χορηγός δύο οικογενειών, μιας τριμελούς και μιας τετραμελούς στην Ουκρανία, σύνολο εφτά στόματα, για τους οποίους μιλάει συνέχεια και τους οποίους επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι επισκέψεις γίνονταν "εις βάρος" της ιδιωτικότητας των δύο κανακάρηδών της, που έβλεπαν την αυταρχική για αυτούς μάνα να εισβάλλει στα σπίτια τους ενάμιση μήνα κάθε καλοκαίρι και να δίνει εντολές, σε μια προσπάθεια να επιβάλλει την τάξη και να υπενθυμίσει την παρουσία της μετά από τόσους μήνες απουσίας. Σαν καλή μητέρα, καπάτσα γυναίκα και ψυχρή Σλάβα, η Άννα κατάφερνε όλα αυτά τα χρόνια να ελέγχει τα βήματα των γιών της και των οικογενειών τους από μακριά, να τους δίνει χρήματα όντας βέβαιη ότι θα πήγαιναν εκεί που έπρεπε (δηλαδή όχι στο ποτό, όπως η ίδια λέει) και να φροντίζει για τη σωστή μόρφωση των μικρών εγγονιών της. Ωστόσο τα χρόνια πέρασαν και κουράστηκε. Κουράστηκε να μπαίνει στα πόδια τους, κουράστηκε να αισθάνεται επισκέπτης στην ίδια της τη χώρα. Η απόφαση δεν άργησε να έρθει στο εύστροφο μυαλό της:
Μέσα σε 3 χρόνια, με οικονομίες της ιδίας και του νυν Έλληνα συζύγου της, η Άννα κατάφερε να χτίσει το δικό της σπίτι στο χωριό της, στη Lvivska Oblast (Νομό Λβιβ) στη δυτική Ουκρανία. Η κατασκευή του σπιτιού ολοκληρώθηκε αισίως πριν από μερικούς μήνες και έλειπαν μόνο μερικά έπιπλα, οπότε η πρόταση ήρθε επίσημα από το στόμα της την ημέρα που με πρωτοείδε αφότου γύρισα από τις ΗΠΑ την Άνοιξη: "Εσένα που σου αρέσουν τόσο το ταξίντια, θα σε καλούσα ευχαρίστως να έρθεις στο Ουκρανία να ντεις πώς είναι τα πράγματα εκεί! Σπίτι πλέον έχω, ανάγκη κανέναν ντεν έχω και καλώ όποιον τέλω! Σκέψου το!" με παρότρυνε λίγο επιτακτικά με την στερεοτυπική βαριά της προφορά και τα μικρά της γραμματικά λάθη, που τόσα χρόνια πλέον τα άκουγα εξίσου φυσιολογικά με την καθημερινή ομιλία ενός μέσου Έλληνα.
Δυο μήνες μετά, το ποντίκι μου στέκεται λίγο διστακτικά πάνω από το πράσινο κουμπί, του πράσινου site, της πράσινης (όχι περιβαλλοντολογικά, καθαρά χρωματικά) ρουμανικής εταιρίας Carpatair, την οποία άκουγα για πρώτη φορά τότε. Λίγες ημέρες πριν, έκλεινα την τακτοποιημένη βαλίτσα μου γεμάτη με μικροδωράκια για το πιο surreal και καλτ ταξίδι μου μέχρι σήμερα, ξέροντας μόνο ένα πράγμα: ότι θα ήμουν ο πρώτος καλεσμένος στο νέο σπίτι της ουκρανικής οικογένειας Murin, μιας οικογένειας που είχα δει μονάχα στις φωτογραφίες που συνέρρεαν κατά δεκάδες μηνιαία σε ταχυδρομικούς φακέλους στο κατώφλι της Άννας στην Αθήνα...
Μια μικρή εισαγωγή για όσα θα ακολουθήσουν! Θα συνεχίσω με την πρώτη ευκαιρία!
Στέκομαι στην ουρά και περιμένω το Boarding της πτήσης για Τιμισοάρα, όπου θα γινόταν η ανταπόκριση για Λβιβ. Είμαι ήρεμος και κουλ, αυτή η άδεια μέσα στον Ιούλιο πολύ καλά μου έκατσε, τη χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση! Με αυτή τη σκέψη να με χαλαρώνει, χάζευα τον κόσμο τριγύρω και χαμογελούσα με την οικειότητα που αισθάνονταν τόσο γρήγορα οι άγνωστοι μεταξύ τους επιβάτες της πτήσης. Μια μικρή ερώτηση ή ένα "συγγνώμη που σας έσπρωξα", γινόταν αφορμή για ολόκληρες συζητήσεις σε ανάμεικτα ελληνικά, ουκρανικά και ρωσικά, σχετικά με την οικογένεια του άλλου, την πόλη/χωριό καταγωγής του, τη δουλειά του, τα σκυλιά του, τα γατιά του και όλα τα συναφή.
Οι επιβάτες της πτήσεις ήταν κατά τη μεγάλη τους πλειοψηφία γένους θηλυκού. Γυναίκες που δούλευαν σε σπίτια ή ως καθαρίστριες σε καταστήματα, συνοδευόμενες από τις νεότατες για τα ελληνικά δεδομένα μητέρες τους και συχνά τις κόρες τους (ομολογώ ότι από μερικές από αυτές δε μπορούσα να ξεκολλήσω εύκολα τα μάτια μου ). Οι μόνοι άντρες στην πτήση ήταν ένας Πόντιος, που πετούσε με την Ουκρανή γυναίκα του και τα 3 ζωηρότατα και υπερκινητικά παιδιά τους, ένας άξιος εκπρόσωπος της άριας φυλής, γέννημα θρέμα Ουκρανίας και όχι πάνω από 27 ετών, και ένας αφηρημένος φοιτητής που σκεφτόταν πόσο αστεία ήταν όλα όσα εξελίσσονταν γύρω του και για τα οποία αργότερα αποφάσισε να γράψει μια ιστορία σε ένα φόρουμ, όπου οι πιο πορωμένοι ταξιδευτές ανταλλάζουν απόψεις και εμπειρίες.
Οι ωραιότατες Ρουμάνες αεροσυνοδοί έφερναν βόλτα το αεροπλάνο τρέχοντας σχεδόν να προλάβουν κάποιο από τα περίπου 10 νήπια/βρέφη που αλώνιζαν στο διάδρομο ανεξέλεγκτα. Στις γύρω μου θέσεις ένα χάος από σλαβικές γλώσσες και λίγα σκόρπια ελληνικά. Ναι, ναι, καλά καταλάβατε: Στην πτήση ο υποφαινόμενος ήταν ο μόνος γεννημένος στην Ελλάδα Έλληνας. Ωραίες στιγμές, έκλεισα λίγο τα μάτια και έγειρα , ρίχνοντας μόνο κλεφτές ματιές στο διάδρομο, σε περίπτωση που περνούσε κανένα καροτσάκι με φαγώσιμα. Όταν το αεροπλάνο ακούμπησε ρουμανική γη, εγώ ακόμα κοιμόμουν. Περιμένοντας πώς και πώς να μπω στο αεροπλάνο της ανταπόκρισης για να ξανακοιμηθώ όμως, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια διόλου επιθυμητή καθυστέρηση μιας ώρας στην πτήση για Λβιβ. Οι υπόλοιποι επιβάτες, ηθικόν ακμαιότατον! Η Ουκρανή και ο Πόντιος κυνηγούσαν τα πιτσιρίκια στους διαδρόμους, ουρλιάζοντας σε μια ελληνο-ρωσο-ουκρανική γλώσσα τόσο ανάμεικτη που πλέον δεν έβγαζε κανένα νόημα, οι αιθέριες πιτσιρίκες έστελναν μηνύματα στο boyfriend στην Ελλάδα με τα ροζ κινητά τους κι εγώ απλά απαντούσα σε όποια γλώσσα μου κατέβαινε στο μυαλό "Δεν καταλαβαίνω" σε όποιον ερχόταν και με ρωτούσε σε κάθε πιθανή γλώσσα της περιοχής κάτι για την πτήση που καθυστέρησε.
Στο Λβιβ προσγειωθήκαμε απόγευμα, ο ουρανός καθαρός και η διάθεση αρκετά καλή, παρά τη μικρή ταλαιπωρία. Η διάθεση άλλαξε αμέσως μόλις πέρασα τον έλεγχο διαβατηρίων: οι βαλίτσες μας περίμεναν σε ένα χωλ, όπου ήταν πρόχειρα τοποθετημένα δυο σκάνερ αποσκευών, μαζί με τους μισούς επιβάτες μιας πτήσης που είχε προσγειωθεί πριν μία ώρα shock από Ρώμη. Όταν πάτησα το πόδι μου στην αίθουσα αναμονής, με τις Ουκρανές μανούλες να φωνάζουν ψάχνοντας τα παιδιά τους τα ξενιτεμένα και τους λιγοστού οδηγούς ταξί να ψάχνουν ταρίφα, βρήκα την Άννα, καθισμένη σε ένα παγκάκι και μισοκοιμισμένη πάνω στον ώμο του άντρα της. Ο γιός της λίγο παραπέρα κάπνιζε νευρικά ένα τσιγάρο, κοιτώντας το άπειρο. Κοίταξα το ρολόι μου: Συνολικά είχαμε αργήσει από όλες τις διαδικασίες 2 ολόκληρες ώρες.
Η Άννα με άρπαξε από τα μάγουλα απότομα, μου κατέβασε το κεφάλι και μου έσκασε δυο φιλιά, ρωτώντας με γιατί αργήσαμε τόσο. Με τους δύο άντρες οι χαιρετούρες ήταν λίγο πιο τυπικές. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τις ελληνικές πινακίδες -το μόνο με ξένες πινακίδες σε όλο το χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου- και φύγαμε για το χωριό.
"Το χωριό μου είναι κουντά! Μόνο τριάντα κιλομέτρα!" με διαβεβαίωσε η Άννα, βλέποντας την εξάντληση στα μάτια μου. Χαλάρωσα για λίγο, ωστόσο πάνω στο εικοσιπεντάλεπτο οδήγησης και αφού ήδη είχαμε αφήσει το γιο κάπου στο Λβιβ για δουλειές, με τον προορισμό μας να μη φαίνεται στον ορίζοντα, είχα αρχίσει να αμφιβάλλω. Οι δρόμοι έξω από το Λβιβ προς την επαρχία πολύ κακοί, ο σώφρων οδηγός θα τηρούσε το φαινομενικά συντηρητικό όριο ταχύτητας των 50 αν ήθελε το καλό του αυτοκινήτου του. Ακόμα και ο νευρικός Έλληνας οδηγός και σύζυγος της Άννας έβαλε νερό στο κρασί του για την περίσταση. Οι Ουκρανοί όμως δεν είχαν ίδια άποψη: Αφού μας πέρασαν 2 marshrut (λεωφορεία-ταξί πολύ της μόδας στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ - περισσότερα γι' αυτά παρακάτω), ένα βαν, μια νταλίκα, καμια 20ρια Ι.Χ. και ένα κάρο οδηγούμενο από άλογο shock συνειδητοποιήσα ότι οι Ουκρανοί δε λυπούνται τα οχήματά τους."Μετά από 3 κρόνια αυτοί αλλάζουν αυτοκίνητο, τα σπάνε όλα, κομμάτια τα κάνουτ'!" σχολίασε η Άννα, υπενθυμίζοντάς μου το αστείο για μένα συνήθειο πολλών ανατολικοευρωπαίων Σλάβων να αλλάζουν την κατάληξη του τρίτου πληθυντικού προσώπου με την αντίστοιχη δική τους κατάληξη ("κανουτ' " αντί για "κάνουν").
Όταν φτάσαμε στο χωριό είχαν ήδη περάσει πάνω από 40 λεπτά. Στην είσοδο του χωριού, στη στάση, ένιωσα όλα τα βλέμματα να πέφτουν πάνω στο αυτοκίνητό μας και ιδιαίτερα πάνω σε εμένα. Το αυτοκίνητο άλλωστε το είχαν ξαναδεί, τον ξένο όμως που είχε μόλις έρθει στην Ουκρανία για πρώτη φορά ποτέ. Μας χαιρετούσαν από μακριά, σταματώντας τα κάρα τους ή τα αυτοκίνητά τους αν χρειαστεί. Κι εμείς χρειάστηκε να σταματήσουμε 2-3 φορές, για να αφήσουμε το δρόμο ελεύθερο σε μια σειρά από χήνες ή μια τυχαία αγελάδα, που σκέφτηκαν ότι ήταν η κατάλληλη ώρα να περάσουν στο απέναντι ρεύμα του δρόμου.
Τα σπίτια όλα ταπεινά, κτισμένα από τούβλα ή πλίνθους, τα περισσότερα άβαφτα εξωτερικά με τις ανάγλυφες γραμμές των τούβλων και το γκρίζο τσιμέντο ανάμεσά τους να αποτελούν τη μόνη τους εξωτερική διακόσμηση. Όλα ανεξαιρέτως είχαν κήπο, μικρό φράκτη και ΌΛΑ μα ΌΛΑ είχαν ζώα, μικρά και μεγάλα, που αλώνιζαν ελεύθερα στους δρόμους του χωριού.
Με το που κατεβαίνω από το αμάξι, ακούω μια φωνή να φωνάζει κάτι στα ουκρανικά. Γυρίζω πίσω μου και βλέπω μια ξυπόλυτη γυναίκα με πρόχειρα ρούχα και κακοβαμμένα καστανόξανθα κοντά μαλλιά να με χαιρετά. Με πλησιάζει και μου συστήνεται: "Olga - mozhe i Olya". Η Άννα μου εξηγεί ότι είναι η μία συμπεθέρα της, που μένει στο ακριβώς δίπλα σπίτι. Κοιτάω τα δύο σπίτια και συνειδητοποιώ πόσο διαφορετικά είναι μεταξύ τους: Της Άννας είναι καινούργιο, κτισμένο λιτά αλλά με τα ελληνικά πρότυπα, ενώ της Όλγας είναι καθαρά αγροτικό, λίγο πιο καθωσπρέπει από τα άλλα, σε καμία όμως περίπτωση λαμπερό ή ξεχωριστό. Η συμπεθέρα με κοιτάει με νόημα, λες και περιμένει να της πω κάτι παραπάνω για μένα. Με τα λίγα ρωσικά που ξέρω, της εξηγώ ότι μένω στην Αθήνα, της λέω πόσο χρονών είμαι, της έξηγώ ότι ΔΕ μιλάω ουκρανικά (θέλω να σταθείτε σε αυτή μου τη δήλωση) αλλά μόνο λίγα ρωσικά και εκείνη φαίνεται ικανοποιημένη.
Μπαίνω στο σπίτι και τακτοποιώ πρόχειρα τα πράγματά μου. Η Άννα δεν έχει καταφέρει να αγοράσει ακόμα όλα τα έπιπλα που χρειάζεται και απολογείται γι' αυτό, όσο μου στρώνει τον καναπέ-κρεβάτι στον οποίο θα κοιμηθώ και ο οποίος στην αρχική του μορφή μου θύμιζε περισσότερο ανάκλιντρο του βασιλιά Λουδοβίκου του 13ου παρά καναπέ για καλεσμένους σε ένασπίτι στην ουκρανική επαρχία. Αλλά όλα κι όλα! Η Άννα προτιμά να κοιμηθεί η ίδια στο πάτωμα αν χρειαστεί, παρά να μην περιποιηθεί τον καλεσμένο της.
Μέχρι να ανοίξω τη βαλίτσα, να βγάλω τα βασικά, να πάω στο μπάνιο να πλύνω μούτρα και να αλλάξω μπλούζα, στο σαλόνι άρχισαν να ακούγονται ολοένα και περισσότερες φωνές. Πλησίασα αθόρυβα και με λίγο φόβο και κρυφοκοίταξα από τη χαραμάδα της πόρτας του δωματίου μου, αδυνατώντας να πιστέψω από που είχαν ξεφυτρώσει μέσα σε 10 λεπτά όλοι αυτοί οι άνθρωποι...
Όση ώρα κοιτούσα κρυμμένος το πλήθος που είχε μαζευτεί στο μικρό σαλόνι, σκεφτόμουν μόνο αυτό που είχα διαβάσει στον ταξιδιωτικό οδηγό μου τόσο ξεκάθαρα: Οι Ουκρανοί λατρεύουν να κάνουν φύλλο και φτερό τον οποιονδήποτε ξένο γνωρίζουν, έχουν δε την πεποίθηση ότι οποιοσδήποτε ζει και εργάζεται εκτός συνόρων έιναι αυτόματα βαθύπλουτος, γόνος καλής οικογένειας και σίγουρα καλός γαμπρός (οι νύφες δε τους ενδιαφέρουν τόσο).
Βγήκα διστακτικά στο σαλόνι και χαιρέτησα τους πάντες με ένα κάπως αμήχανο "Dobriy Den". Όλα τα βλέμματα στράφηκαν επιτόπου πάνω μου και πριν καθίσω έριξα μια γρήγορη ματιά, σκανάροντας τα άτομα που είχαν μαζευτεί: Η Άννα, ο Έλληνας σύζυγός της, η Olya από πριν, ένα ζευγάρι όχι πάνω από 30 ετών, δύο κοριτσάκια κάτω από 10, ένα μωρό και μια κυρία περίπου στην ηλικία της Άννας. Όπως απεδείχθη, το ζευγάρι ήταν ο άλλος γιος της Άννας και η γυναίκα του, τα κοριτσάκια και το μωρό ήταν τα εγγόνια της Άννας και η κυρία ήταν μια ξαδέλφη της οικοδέσποινάς μας. Εξίσου γρήγορα με το πλήθος εμφανίστηκαν και τα φαγητά στο τραπέζι: σαλάμι καπνιστό, τυριά 2 ειδών, σαλάτα ανάμεικτη, πατάτες φούρνου. Όλα αυτά συνοδεύονταν από την απαραίτητη δόση βότκας (που στην Ουκρανία λέγεται "Γορίλκα"). Συχνά-πυκνά κάποιος από το τραπέζι γέμιζε και ξαναγέμιζε το σφηνακοπότηρό μου, καλωσορίζοντάς με, προτού όλη η παρέα τσουγκρίσει τα ποτήρια της στο κέντρο του τραπεζιού.
Έτσι ευχάριστα ξεκίνησε το φαγοπότι μας, το οποίο δεν άργησε να εξελιχθεί στην αναμενόμενη "ανάκριση" του επισκέπτη. Οι ερωτήσεις ξεκινούσαν αθώα, "Πόσο χρονών είσαι;", "Πού μένεις;", "Έχεις αδέλφια;" τις οποίες και απαντούσα με τα ακατέργαστα ρωσικά μου και τη μεταφραστική βοήθεια της Άννας, για να εξελιχθούν λίγο αργότερα σε άλλες που τους απασχολούσαν όπως φαίνεται περισσότερο, με κυριότερη και πολυαγαπημένη την ερώτηση "Είσαι παντρεμένος;" Όπως απεδείχθη και στο υπόλοιπο του ταξιδιού μου στην Ουκρανία, αυτή η ερώτηση είναι από τις αγαπημένες των Ουκρανών προς τους ξένους. Περισσότερα γι' αυτό παρακάτω.
Προσπαθώντας να ξεφύγω λίγο από το επικοινωνιακό μπάχαλο σε 3 γλώσσες που είχε δημιουργηθεί στο τραπέζι, πήγα στο δωμάτιό μου και έφερα τα δώρα που είχα προνοήσει να αγοράσω από την Ελλάδα για τα παιδιά της οικογένειας Murin. Έτσι, για μερικά λεπτά κατάφερα με τα δώρα να αποπροσανατολίσω τους αδηφάγους ανακριτές μου και να αλλάξω λίγο το θέμα συζήτησης, βλέποντας το μωρό να ξετρελαίνεται με το παιχνίδι που του έφερα. Οι γιαγιάδες ανάγκασαν και τα δύο μεγαλύτερα κοριτσάκια να με φιλήσουν σταυρωτά στο μάγουλο, ολοφάνερα παρά τη θέλησή τους, προτού ανοίξουν τις σακούλες με τα δώρα τους.
Συχνά-πυκνά κατά τη διάρκεια της συζήτησης γυρνούσα προς τον μόνο Έλληνα της παρέας εκτός από εμένα, σε μια απέλπιδα κλήση "σωτηρίας". Ο άνδρας της Άννας όχι μόνο δεν καταλαβαίνει Ουκρανικά ή ρωσικά ή οτιδήποτε ανάλογο, αλλά αρνείται πεισματικά εδώ και χρόνια να μάθει. Ξέρει μόνο τη λέξη "voda", κι αυτό για να σωθεί σε περίπτωση που βρεθεί σε κάποια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως ανέφερε με κάθε σοβαρότητα. Έτσι, όσες φορές κι αν επισκέφθηκε την Ουκρανία, δεν ήρθε ουσιαστικά ποτέ αντιμέτωπος με αυτή την κατάσταση, καθώς κάθε φορά τον ξέμπλεκε η Άννα από κάθε αντίστοιχη προσπάθεια προσέγγισης.
"Το παιδί μας από εδώ είναι σπουδαγμένο, μιλάει πολλές ξένες γλώσσες, ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής, από έφηβο τον ξέρω", ακούω ξαφνικά με τρόμο την Άννα να λέει στους καλεσμένους της. Η προσοχή επανέρχεται για ακόμα μια φορά σε εμένα. Η Olya και η ξαδέλφη αρχίζουν να κάνουν τις πρώτες προτάσεις: "Πρέπει να παντρευτείτε οπωσδήποτε Ουκρανή, είναι οι καλύτερες γυναίκες!" Η Άννα πετάγεται αμέσως και υπερασπίζεται μια θέση που δεν ήξερα ότι είχε στα σοβαρά: "Αααα, όλα κι όλα, δικός μου γαμπρός θα γίνει! Τον έχω κρατήσει για τις εγγόνες μου, κάτω τα χέρια σας!", είπε και έδειξε τα δύο οχτάχρονα κοριτσάκια που κάθονταν αμήχανα στον καναπέ και χαζογελούσαν. Πάγωσα και νομίζω ότι έσκασα το πιο αμήχανο μειδίαμα της ζωής μου. Πώς ξεφεύγει κανείς από αυτή τη συζήτηση, άραγε;
Η καλύτερη λύση βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου: ΤΟ ΡΙΧΝΕΙ ΣΤΟ ΦΑΪ! Άρχισα να τρώω με το ζόρι ό,τι έβρισκα μπροστά μου, δείχνοντας ότι απολαμβάνω τα πάντα εξίσου με την πρώτη φορά που τα δοκίμασα. Οι καλεσμένοι άρχισαν να σχολιάζουν πόσο αδύνατος είμαι και να λένε ότι καλά κάνω που τρώω λίγο μπας και πάρω κανα κιλό. Έτσι όπως ήμουν σκυμμένος, το μωρό έβρισκε κάθε λίγο την ευκαιρία να με χτυπάει με το παιχνίδι του στο κεφάλι, κάνοντας τους πάντες να γελάνε. Λίγο αργότερα όμως, σκόνταψε παίζοντας και άρχισε να κλαίει, έτσι όλοι άρχισαν και πάλι να ασχολούνται μαζί του, προς μεγάλη μου ανακούφιση.
Στις δέκα και μισή το βράδυ, η οικογένεια με το μωρό αποφάσισε να φύγει. Εκμεταλλεύτηκα κι εγώ την ευκαιρία και είπα ότι είμαι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι και έχω ανάγκη από ύπνο. Μου επέτρεψαν να φύγω μόνο με τον όρο ότι θα έτρωγα πρώτα επιδόρπιο. Αφού με ανάγκασαν με το προτρεπτικό τους βλέμμα να φάω το γλυκό που με σέρβιραν, και το οποίο ήταν δύο κομμάτια αφράτης και υπερβολικά γλυκιάς μαρέγκας που ενώνονταν σε σχήμα κοχυλιού, με καληνύχτισαν και έκατσαν για αρκετή ώρα ακόμα, μουρμουρίζοντας και γελώντας ή σχολιάζοντας τις ειδήσεις της ημέρας.
Νιώθοντας έτοιμος να σκάσω από το φαγητό, έπεσα αρχικά με τα ρούχα στο κρεβάτι, σκοπεύοντας να σηκωθώ λίγο αργότερα και να αλλάξω. Μάταια όμως, τα βλέφαρά μου με πρόδωσαν μετά από κανα δεκάλεπτο και έτσι πέρασα την πρώτη μου νύχτα στην Ουκρανία, βλέποντας ένα κινηματογραφικό όνειρο που περιελάμβανε εμένα, δύο χυμώδεις γυναίκες ντυμένες με σοβιετικές στρατιωτικές στολές και έναν παρασημοφορημένο συνταγματάρχη του πεζικού να συνομιλούμε σε οποιαδήποτε γλώσσα ΕΚΤΟΣ από τα ελληνικά σχετικά με το διαβατήριό μου, που υποτίθεται ότι είχε λήξει. Τελικά γλίτωσα στο τσακ την κράτηση στις φυλακές του Ντιπροπετρόφσκ, ωστόσο οι αληθινές περιπέτειές μου στην Ουκρανία έμελλε να αρχίσουν μετά το πρωινό μου ξύπνημα...
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πολύ νωρίς από έναν περίεργο θόρυβο. Σηκώθηκα και έτριψα τα μάτια μου στο διάδρομο, όταν είδα την Άννα.
"Σε ξύπνησε το μηχανή, ε;"
"Ποια μηχανή; Τι είναι αυτός ο θόρυβος;"
"Είναι αυτό που τραβάει το νερό από το πηγάντι. Εντώ στο χωριό παίρνουμε το νερό από τα πηγάντια!"
Παρατήρησα τότε για πρώτη φορά τη μηχανή που βρισκόταν ακριβώς δεξιά στην κεντρική είσοδο της κατοικίας. Κουνιόταν ολόκληρη, καθώς τραβούσε νερό για τις ημερήσιες ανάγκες του σπιτιού, κάνοντας ταυτόχρονα και το ήδη βαρύ κεφάλι μου να υποφέρει στους ρυθμούς της.
Τα σχέδιά μας για εκείνη τη μέρα περιελάμβαναν μια βόλτα στο Λβιβ, για τουριστικούς σκοπούς, μια επίσκεψη στο γιο της Άννας που αφήσαμε την προηγούμενη ημέρα στην πόλη, λίγη ξεκούραση και, τελικά, την επίσκεψή μας στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης λίγο πριν τα μεσάνυχτα, απ' όπου θα παίρναμε το τρένο για το Κίεβο, όπου η Άννα σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να πάμε μια μονοήμερη εκδρομή.
Ντύνομαι λίγο πρόχειρα, μιας και έχουμε ακόμα χρόνο μπροστά μας για το marshrut που θα μας πήγαινε στην πόλη. Κάθομαι να τσιμπήσω κάτι για πρωινό και η Άννα μου ζεσταίνει κάτι υπέροχα χειροποίητα μικρά αρτοποιήματα σε σχήμα πιροσκί, γεμάτα με φρέσκια μαρμελάδα βερύκοκο από τα βερύκοκα που μάζεψε η Olya από τον κήπο της. Ξέχασα τη μηχανή που έσκουζε, ξέχασα την τηλεόραση που άρχισε να δείχνει για τις απεργίες στην Ελλάδα, τα ξέχασα όλα. Η γεύση τους απλά υπέροχη.
Η μηχανή επιτέλους ολοκλήρωσε το έργο της μετά από μερικά λεπτά και κατάφερα να πλύνω το πρόσωπό μου. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι το νερό με το οποίο έπλενα το πρόσωπο, το σώμα και τα δόντια μου ήταν καφέ. Δε βαριέσαι, σκέφτηκα, είναι κι αυτό μέρος της εμπειρίας...
Βγαίνω από το σπίτι για μια σύντομη βόλτα στο χωριό. Δεν έχω προλάβει να κάνω το πρώτο βήμα άπό το κατώφλι της Άννας, όταν ακούω ένα απίστευτο γκάρισμα από το απέναντι σπίτι:
"ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ! ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ!" (Στα ελληνικά)
Ένας άνδρας με γκρίζα μαλλιά και γένια 2-3 ημερών με πλησίασε και μου έσφιξε δυνατά το χέρι. Έτσι όπως με ταρακουνούσε κατά τη διάρκεια της χειραψίας, πίστεψα για λίγο ότι θα του έφερνα καπέλο όλα τα εύγευστα πιροσκί που είχα φάει νωρίτερα. Μου συστήθηκε ως Γιάννης, καθαρόαιμος Έλλην, συνταξιούχος και παντρεμένος με κατά είκοσι χρόνια νεότερη Ουκρανή. Έμενα σε ένα σπίτι λίγο παραπάνω στο χωριό και είχε πληροφορηθεί την επίσκεψή μου τόσο από την Άννα, όσο και από άλλα 2-3 άτομα στο χωριό, τα οποία απ' ότι κατάλαβα δεν είχα ακόμα γνωρίσει shock.
Περάσαμε περίπου 15 φασαριόζικα λεπτά μαζί, κατά τη διάρκεια των οποίων συνειδητοποίησα ότι καθόλου δεν είχε προλάβει να μου λείψει η μονίμως δυνατότερη κατά αρκετά ντεσιμπέλ φωνή του μέσου Έλληνα. Μου είπε τα πάντα για τη ζωή του: Ότι δούλευε νύχτα και από τα ποτά και τα ξενύχτια έπαθε κάποια πρόβλημα υγείας, ότι πήρε σύνταξη και αμέσως άρχισε να σκέφτεται πώς θα φάει τα λεφτά του, ότι παντρεύτηκε τη νυν συζυγό του και πλέον μένει το μισό χρόνο στην Ουκρανία, ότι τον εκτιμούν όλοι στο χωριό γιατί για εκείνους είναι σα το "θείο από την Αμερική" και τους κερνάει βότκες και σαλάμι στα μπαρ, ότι χθες του έφτιαξαν και του έπλυναν τζάμπα το αυτοκίνητο επειδή είναι τρελός γλετζές. Τι αμαρτίες πληρώνω Θεέ μου ο άνθρωπος να τα ακούω όλα αυτά χωρίς καν να ρωτάω στις 9 η ώρα το πρωί;
Όταν ο Γιάννης αποφάσισε πως ήταν η ώρα να πάει στο μπαρ να αρχίσει να πίνει καμια γορίλκα να στρώσει το στομάχι και να πάει καλά η υπόλοιπη μέρα, έκανα επιτέλους την πολυπόθητη βόλτα στο χωριό. Γνώρισα την (αμφιβόλου ικανότητων) καθηγήτρια αγγλικών του σχολείου, την κυρία που είχε το ψιλικατζίδικο της περιοχής, 2 άνδρες που στέκονταν μπροστά από το ταχυδρομείο και το πήγαιναν φιρι-φιρί να μεθύσουν μέχρι το μεσημέρι και τελικά κατέληξα στο νεκροταφείο του χωριού, όπου αποφάσισα να κάνω μια βόλτα, όχι επειδή με γοητεύει η ιδέα ενός νεκροταφείου, αλλά κυρίως επειδή ήταν απλωμένο σε ένα πελώριο χωράφι με παπαρούνες, ψηλό γρασίδι και άλλα λουλούδια, όπως αυτά που βλέπαμε στο μικρό σπίτι στο λιβάδι. Ανάμεσα στους τάφους και πολλοί που φιλοξενούσαν μικρά παιδιά κάτω από τα δύο έτη. Στην Ουκρανία είναι δύσκολο να είσαι βρέφος ή νήπιο: τα νοσοκομεία δεν έχουν αρκετό εξοπλισμό, σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες αναγκάζονται να αγοράζουν σύριγγες, γάζες και αντισηπτικά με δικά τους έξοδα, ενώ ασθένειες που σε άλλες χώρες θεωρούνται απλές ή αστείες, εκεί απειλούν καθημερινά τη ζωή αρκετών μικρών παιδιών.
Έκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα το απίστευτο σκηνικό: Ένας πελαργός παραμόνευε δίπλα στους τάφους και, αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δε τον κοιτούσε, άρπαξε με πονηριά ένα φρέσκο κηδειοστέφανο από έναν τάφο και το τοποθέτησε ομοιόμορφα στη φωλιά που έχτιζε πάνω σε ένα υδραγωγείο λίγα μέτρα μακριά. Αποφάσισα ότι αρκετές συγκινήσεις είχα ζήσει για εκείνο το πρωινό και κατευθύνθηκα πίσω στο σπίτι. Η ώρα είχε ήδη πάει δέκα και μισή.
Στις έντεκα περιμέναμε με την Άννα το marshrut στη στάση, όπου κατάφερα για άλλη μια φορά να συγκεντρώσω την προσοχή του πλήθους και να κερδίσω άλλη μια υποψήφια νύφη, αυτή τη φορά 12 ετών. Η Άννα υπερασπίστηκε το δικό της δικαίωμα να με κάνει γαμπρό της και έτσι δεν υπήρξαν άλλες διεκδικήσεις.
Το marshrut έφτασε στην ώρα του, μισογεμάτο αλλά έχοντας ακόμα κενές θέσεις για να καθίσουμε. Το εισιτήριο από το χωριό για το Λβιβ κόστιζε 5 γρύβνια, δηλαδή περίπου μισό ευρώ. Φαίνεται ότι αυτά τα μικρά φορτηγάκια έχουν πάθει ανοσία στην κακή ποιότητα των δρόμων της επαρχιακής Ουκρανίας: εκεί που ένα άλλο αυτοκίνητο θα είχε τουμπάρει ή θα είχε χάσει καμια ρόδα, τo marshrut πήγαινε, και πήγαινε, και πήγαινε, χωρίς ο οδηγός να χαμηλώνει ταχύτητα και χωρίς να αισθανόμαστε ότι κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο, όταν πλησιάσαμε στο Λβιβ, εκεί που ο δρόμος που οδηγεί στο ιστορικό κέντρο γίνεται πλακόστρωτος, το marshrut άρχισε να τρίζει τόσο πολύ και να χτυπιέται πάνω στις ανισόπεδες πλάκες, που ένιωσα ότι το κεφάλι μου γίνεται μίξερ. Και έτσι πηγαίναμε για κανένα τέταρτο περίπου, με τη ζέστη στην πόλη να έχει αρχίσει να γίνεται αφόρητη και τους Ουκρανούς να φαίνονται τόσο συνηθισμένοι σε αυτές τις ακραίες συνθήκες δόνησης, που κανένας δεν έκανε το παραμικρό παράπονο, ενώ εγώ φύσαγα και ξεφύσαγα, νιώθοντας για πρώτη φορά ότι ζαλίζομαι στα σοβαρά μέσα σε όχημα.
Όταν κατεβήκαμε στο κέντρο, πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να τακτοποιήσω τον κουνημένο εγκέφαλό μου, αλλά και τα σχέδιά μου για το τι θα βλέπαμε στο Λβιβ τις περίπου 5 ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας. Ο οδηγός πρότεινε απλά να περπατήσουμε ελεύθερα και χωρίς οδηγίες στους παλιούς δρόμους, να θαυμάσουμε τα κτίρια και να χαθούμε στα πλήθη. Η Άννα συμφώνησε με την ιδέα και έτσι, χωρίς κανένα πλάνο, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στην πόλη.
Το Λβιβ είναι μια πόλη με έντονα πολωνικό και αυστρο-ουγγρικό χαρακτήρα. Βρίσκεται σε μια ιστορική περιοχή της Ουκρανίας που λέγεται Γαλικία (Galicina στα ουκρανικά), η οποία στην ιστορία της έχει αλλάξει αρκετούς κατακτητές. Σήμερα, στην πόλη ζει μια μικρή κοινότητα περίπου 5-8% Πολωνών, ένα απειροελάχιστο σε σχέση με την υπόλοιπη Ουκρανία ποσοστό Ρώσων και η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ουκρανικής καταγωγής ή συνείδησης. Στο Λβιβ τα ρωσικά είναι κατανοητά, αλλά κανένας από τους κατοίκους σχεδόν δεν είναι σήμερα διατεθειμένος αν τα μιλήσει. Οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ περήφανοι για την ουκρανικότητά τους και το Λβιβ αποτέλεσε το κέντρο της μάχης της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από τη ρωσική επιρροή.
Τα κτίρια ενδιαφέροντος στην πόλη περιλαμβάνουν κυρίως καθολικές εκκλησίες πολωνικής προέλευσης, μερικές ορθόδοξες εκκλησίες, κυρίως ρωσικού χαρακτήρα και πολλά παλιά κατοικημένα κτίρια, που θυμίζουν έντονα Πολωνία. Όλο το ιστορικό κέντρο είναι πλακόστρωτο (άρα όχι φιλικό προς τα Ι.Χ.) και εξυπηρετείται άψογα από δεκάδες marshrut και δρομολόγια τραμ. Ωστόσο, τα δρομολόγια ήταν πολύ μπερδεμένα, έτσι η καλύτερη λύση για κάποιον ασυνόδευτο ξένο είναι η λίγο ακριβότερη λύση του ταξί ή το ποδαράτο, φυσικά. Ακόμα και η Άννα δυσκολευότνα να βγάλει άκρη με τα marshrut, καθώς η πόλη είναι αρκετά μεγάλη και τα δρομολόγια περνάνε από αρκετές περιοχές, μερικά κάνοντας και σχεδόν ταυτόσημες διαδρομές.
Το μεσημεράκι κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία της όπερας. Ο δρομος που οδηγούσε σε αυτή, οριοθετημένος από περιποιημένα δέντρα, ήταν γεμάτος κόσμο: εκεί χτυπούσε πραγματικά η καρδιά του Λβιβ. Ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν σκάκι ταχύτητας με χρονόμετρο, νεαρά παιδιά κάνανε promotion εταιριών κινητής τηλεφωνίας, κορίτσια επιδείκνυαν τα καινούργια παπούτσια τους, μητέρες έβγαζαν βόλτα τα μωρά τους και αλκοολικοί λαγοκοιμόντουσαν στην άκρη κάποιου πάγκου. Το κτίριο της όπερας είναι χτισμένο πίσω από ένα όμορφο συντριβάνι, ενώ τα περιστέρια που πετούν όπου υπάρχει τροφή κάνουν το χώρο ιδανικό για όμορφες φωτογραφίες χωρίς κόπο (θα ανεβάσω μια φωτογραφία της πλατείας εν καιρώ).
Μετά τις 3 καθίσαμε με την Άννα σε ένα εστιατόριο να φάμε. Διαλέξαμε κόκκινο μπορς (από πατζάρια με κρέμα γάλακτος σμετάνα από πάνω), σούπα σολιάνκα (με κρέας, πατάτα και άλλα λαχανικά), τηγανίτες deruny από χτυπημένη πατάτα και σνίτσελ μοσχαρίσιο με βραστά λαχανικά. Οι τιμές των πιάτων είναι πολύ καλές στην Ουκρανία, οπότε προτείνω σε όποιον την επισκεφθεί να μη φοβηθεί να δοκιμάσει ό,τι του κινεί την προσοχή. Με περίπου 10-17 ευρώ δύο άτομα τρώνε πολύ καλά.
Ο ήλιος είχε πλέον αρχίσει να δύει, όταν η Άννα πρότεινε να γυρίσουμε στο σπίτι του γιου της στα προάστια του Λβιβ, για να ξεκουραστούμε πριν το μεγάλο μας ταξίδι στο Κίεβο. Έχοντας συνηθίσει εγώ τα σπίτια στο χωριό, τα οποία σε γενικές γραμμές βρίσκονται πολύ κοντά στα ελληνικά δεδομένα, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την εμπειρία της σοβιετικού τύπου πολυκατοικίας στην πόλη...
Ο γιός της Άννας έμενε σε μια γειτονιά που οι ντόπιοι θεωρούσαν ιδιαίτερα "ειδυλλιακή". Ε, λοιπόν, δεν ήταν. Τουλάχιστον όχι με τα δεδομένα άλλων πόλεων στην Ευρώπη ή ακόμα και στην Ελλάδα. Το μόνο που έσωζε λίγο την κατάσταση ήταν τα μικρά άλση που έδιναν λίγο χρώμα και ζωντάνια στην περιοή, η έλλειψη κυκλοφοριακής συμφόρησης στους δρόμους και τα λίγα δυτικών προτύπων μεγάλα και μοντέρνα σπίτια που χτίζονταν ανάμεσα στις τεράστιες και γκρίζες πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολυκατοικιών σε αυτή τη γωνιά του Λβιβ, μακριά από το ιστορικό κέντρο.
Η Άννα μου εξήγησε ότι στην Ουκρανία δεν είναι καθόλου διαδεδομένη η έννοια του ενοικίου. Όταν η Ουκρανία ανήκε ακόμα στη Σοβιετική Ένωση, το κράτος παραχωρούσε διαμερίσματα στους πολίτες ανα οικογένεια σε κάποια από αυτές τις πολυκατοικίες, ενώ εκείνοι όφειλαν μόνο να πληρώνουν το μερίδιό τους στο κοινόχρηστο νερό, ρεύμα κ.ο.κ. Όταν η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητη, άρχισε μια προσπάθεια να μη μείνει κανένας πολίτης άστεγος ή χωρίς περιουσία. Έτσι, η κυβέρνηση προσπάθησε να πουλήσει τα διαμερίσματα σε όποιον ήταν σε θέση να παραχωρήσει ένα συμβολικό αντίτιμο, που σε καμία περίπτωση δεν αναλογούσε στο κόστος κατασκευής του διαμερίσματος, όσο παλιό και κακοσυντηρημένο κι αν ήταν το συγκρότημα. Αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν αφενός να μην είναι διαδεδομένη η εικόνα ενός άστεγου ανθρώπου και αφετέρου οι περισσότεροι άνθρωποι της μέσης τάξης να έχουν πλέον ένα διαμέρισμα στην πόλη και ένα σπίτι τουλάχιστον στο χωριό καταγωγής τους. Έτσι και τα παιδιά της Άννας μοιράζονταν το περίπου 200τ.μ. διαμέρισμά τους τις καθημερινές που εργάζονταν, ενώ τα Σαββατοκύριακα ξεκουράζονταν στα δικά τους σπίτια στο χωριό, κοντά στο νέο σπίτι της Άννας.
Πλησιάσαμε την πολυκατοικία-στόχο με εμένα να μπλέκομαι μέσα σε δεκάδες σκοινιά απλώματος και ασπρόρουχα που ήταν κρεμασμένα από την μία πολυκατοικία στην απέναντι, λίγο πάνω από το χώμα, καθώς σε εκείνο το στενό ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν σφραγισμένη πρόχειρα με ένα τσίγκινο κάλυμα δεμένο με αλυσίδα και λουκέτο πάνω στην κανονική πόρτα. Η Άννα είχε κλειδί και για τις δύο και εξήγησε ότι η λύση αυτή ήταν προσωρινή, μέχρι οι ιδιοκτήτες να αποφασίσουν να μαζέψουν λεφτά, προκειμένου να αγοράσουν μια νέα, πιο ασφαλή πόρτα. Κοίταξα απορημένος και προχώρησα στο εσωτερικό του ψηλού κτιρίου, για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχε φώτα στις σκάλες, ούτε ασανσέρ. Ταυτόχρονα, ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι είχε περίπου 7 ορόφους shock Με ανακούφιση έμαθα ότι το διαμέρισμά μας βρισκόταν στο δεύτερο, την ώρα που μια γάτα με προσπέρασε, για να ξαπλώσει πάνω σε έναν πάκο διαφημιστικά φυλλάδια που είχαν παρατηθεί ποιος-ξέρει-πόσον-καιρό δίπλα στην κεντρική είσοδο. Μερικοί από τους ιδιοκτήτες είχαν βάλει φως με δική τους πρωτοβουλία πάνω από τα κατώφλια τους, ενώ ελάχιστα ήταν τα κουδούνια δίπλα από τις πόρτες. Οι άνθρωποι εκεί ειδοποιούνται ότι έχουν επισκέπτη με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο: χτύπημα της πόρτας με το χέρι.
Το εσωτερικό του διαμερίσματος δεν ήταν καλύτερο: στον κεντρικό διάδρομο δεν υπήρχε ίχνος χρώματος, σοβατίσματος ή ταπετσαρίας, όλος ο τοίχος ήταν γυμνός και γκρίζος, με ίχνη από τα τούβλα να φαίνονται ανάμεσα στα κενά του τσιμέντου. Από τα δύο μπάνια του σπιτιού των 7 ατόμων, μόνο αυτό της μίας οικογένειας ήταν σε αποδεκτή κατάσταση, ενώ το άλλο άκολουθούσε το παράδειγμα του διαδρόμου, με έναν γυμνό γλόμπο να φωτίζει την είσοδο, κρεμασμένος από σκέτα καλώδια που κρέμονταν μέχρι περίπου μισό μέτρο πάνω από το πάτωμα, μια μπανιέρα γεμάτη άσχετα αντικείμενα, από κούκλες μέχρι σπασμένα πληκτρολόγια στο κυριλικό αλφάβητο και μια μοναχική αλλά πεντακάθαρη και γυαλιστερή λεκάνη να θυμίζει σε όλους ότι αυτή δεν είναι σκηνή από θρίλερ - ώπα, μισό λεπτό, αυτή η τρύπα πάνω από τη λεκάνη στον τοίχο τι είναι; Μήπως βιάστηκα να μιλήσω; Καλέ, βλέπω το σπίτι των δίπλα! Ο Χριστός και η Παναγία!
Η Άννα απολογήθηκε για την κατάσταση του σπιτιού και μου εξήγησε ότι οι μισθοί στην Ουκρανία είναι τόσο χαμηλοί, που οι άνθρωποι σπάνια έχουν χρήματα περισσευούμενα, για να ανακαινίσουν τα παραμελημένα σπίτια τους. Υποσχέθηκε όμως ότι το άλλο μισό του σπιτιού, δηλαδή το καθιστικό και το υπνοδωμάτιο, θα με ανταμείψουν. Έκπληκτος με το άνοιγμα μιας πόρτας αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε άλλο κόσμο: Όλα τα δωμάτια από εκείνο το σημείο και εξής ήταν φρεσκοβαμμένα, με έπιπλα, τηλεοράσεις, οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, καθαρά σεντόνια. Η Άννα επενέβη και μου υπενθύμισε ότι οι γιοί της έφτιαχναν το σπίτι δωμάτιο-δωμάτιο, με τη βοήθειά της φυσικά. Πριν 3 χρόνια ούτε αυτά τα δωμάτια ήταν σε τόσο καλή κατάσταση. Με την ελπίδα ότι αν ποτέ ξαναεπισκεφτώ την Ουκρανία το σπίτι αυτό θα έχει λάβει τη στοργή που του αξίζει, έκατσα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ο γιος της Άννας τηλεφώνησε και ζήτησε συγγνώμη που δεν μπόρεσε να παρεβρεθεί στην επίσκεψή μας, αλλά έπρεπε να πάει για κάποιες έκτακτες δουλειές πριν τη βραδυνή του βάρδια. Έτσι, περάσαμε 2 ώρες μέχρι την ώρα που θα πηγαίναμε στο σταθμό εγώ και οι Άννα μόνοι μας, με εκείνη να βουτάει τα πόδια της σε λεκάνες με χλιαρό νερό κι εμένα να προσπαθώ να πιάσω την υπόθεση ενός ασπρόμαυρου ουκρανικού έργου. Τελικά εγκατέλειψα, άνοιξα τον οδηγό μου και χάζεψα τις φωτογραφίες και τα συνοδευτικά κείμενα.
Στις δέκα το βράδυ ξεκινήσαμε με την Άννα για το σταθμό του τρένου. Μεσάνυχτα έφευγε το βραδυνό μας δρομολόγιο για Κίεβο. Το σταθμό εξυπηρετούσε από την περιοχή που βρισκόμασταν μόνο ένα marshrut, το οποίο περιμέναμε, και περιμέναμε, και περιμέναμε, αλλά αυτό δεν έφτασε ποτέ. Η Άννα κάλεσε ταξί και μου ζήτησε να παραμείνω σιωπηλός ή να μιλάω μόνο ρωσικά/ουκρανικά όποτε χρειαστεί και όσο μπορώ. Οι ταξιτζήδες στην Ουκρανία κλέβουν συχνά τους ξένους και η Άννα δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις ταρίφες, οπότε αποφάσισε να παίξουμε το παιχνίδι με ασφάλεια.
Ο σταθμός ήταν πιο μκριά απ' όσο περίμενα, ίσως η μεγαλύτερη απόσταση που διένυσα μέσα στο Λβιβ. Φυσικά τιμήσαμε και το πλακόστρωτο, με τον ταξιτζή να φαίνεται συνηθισμένος και την Άννα να βογκάει "Boze mi, Boze..." (Θεε μου, θεε μου..) καθώς το κεφάλι μας έμπαινε για άλλη μια φορά στο μίξερ. Κάποια στιγμή, περάσαμε δίπλα από ένα καταπληκτικό Πολωνικό καθεδρικό ναό, για τον οποίο θα σας πω περισσότερα σε μελλοντικό κεφάλαιο, και τον οποίο κοίταζα σα χαζεμένος, χωρίς να βγάζω την παραμικρή τσιμουδιά. Τελικά, όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, το ταξίμετρο έδειχνε περίπου 7 γρύβνια, ή 70 λεπτά του ευρώ shock, για μια κούρσα περίπου 15 λεπτών.
Ο σταθμός είναι άλλο ένα εντυπωσιακό κτίριο του Λβιβ, ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο, με το εσωτερικό του να φυλάγεται από αραιή αστυνόμευση και την υγιεινή του να επιμελείται μια ομάδα από καθαρίστριες, οι οποίες με τη βοήθεια των αστυνομικών έδιωχναν από κάθε δωμάτιο με τη σειρά όλους όσοι κάθονταν εκείνη τη στιγμή, προκειμένου να καθαρίσουν. Πολύ οργανωμένα πράγματα, πίνακας με όλες τις αναχωρήσεις-αφίξεις της ημέρας σε ψηφιακή μορφή, διαφορετικούς γκισέδες εισιτηρίων για την κάθε χώρα και μηχανήματα καφέ σε όλες τις γωνίες για τους ξενύχτηδες. Ένα εισιτήριο από Λβιβ για Κίεβο με επιστροφή και κουπέ στο πήγαινε και κοινόχρηστη άνοιχτή κουκέτα στο έλα κόστισε συνολικά περίπου 100 γρύβνια ή 10 ευρώ. Και τα δύο δρομολόγια ήταν νυχτερινά, έτσι ήταν υποχρεωτικό μαζί με το εισιτήριο να νοικιάσει κανείς και το κρεβάτι.
Περιμένοντας στο σταθμό, έκανα χάζι μια οικογένεια με 4 παιδάκια και μία γάτα της αγκαλιάς, η οποία έφευγε αραιά και πού με τα μικρά να την κυνηγάνε δεξιά-αριστερά. Μας έκανα τουλάχιστον 3 φορές την ερώτηση τι γλώσσα μιλάμε τυχαίοι περαστικοί. Είπαμε, οι Ουκρανοί δε φημίζονται για τη διακριτικότητά τους! Όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης, μπήκαμε στο βαγόνι μας, μια συνοδός μας έδειξε το κουπέ που θα κοιμόμασταν και χαιρετήσαμε τη συνεπιβάτισσά μας για το υπόλοιπο του ταξιδιου, μια τροφαντούλα τριαντάρα Ουκρανή με γυαλάκια ντυμένη στα μαύρα, η οποία ερχόταν από το Ιβανο-Φρανκιβσκ. Στα βαγόνια των τρένων στην Ουκρανία κοιμούνται τυχαία άτομα και των δύο φύλων, ωστόσο οι άγραφοι κανόνες σεβασμού τηρούνται ευλαβικά. Άλλωστε, οι Ουκρανοί χρησιμοποιούν πολύ συχνά το τρένο και είναι εξοικειωμένοι από μικροί. Όταν κάποιο άτομο αλλάζει ρούχα, τα άτομα του αντίθετου φύλου και ενίοτε και του ίδιου είναι υποχρεωμένα να γυρίσουν αλλού το βλέμμα. Δε χρειάζεται ο άλλος να σου πει "τώρα αλλάζω". Με το που κάνει κάποιον θόρυβο σα να καθαρίζει το λαιμό ή κάνει πώς ετοιμάζεται να ξεκουμπώσει τα ρούχα του, όλα τα βλέμματα στρέφονται προς το παράθυρο.
Ξαπλώσαμε στις κουκέτες μας, αφού στρώσαμε τα καθαρά σεντόνια που μας έδωσαν οι συνοδοί και αισθανθήκαμε το πρώτο κούνημα του τρένου. Η θερμοκρασία ήταν άψογη, το δωματιάκι μας καθαρό και η φασαρία ανύπαρκτη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά είχε ήδη ξημερώσει και βρισκόμασταν 30χμ έξω από το Κίεβο...
Αποβιβαστήκαμε στον κεντρικό σταθμό του Κιέβου περίπου στις 8 το πρωί. Ο σταθμός ήταν κυριολεκτικά θεόρατος, έμοιαζε περισσότερο με αεροδρόμιο με όλους αυτούς τους διαδρόμους, τα μαγαζάκια, τον κόσμο που τριγυρνούσε δεξιά-αριστερά φορτωμένος με βαριές αποσκευές. Ο σταθμός του Κιέβου είναι πραγματικά γεμάτος ζωή κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθώς το τρένο, όπως προαναφέρθηκε, είναι προτιμηταίο μέσο μεταφοράς στην Ουκρανία. Το κτίριο κάποτε ήταν ένα, το κεντρικό και μεγαλύτερο σε μέγεθος, ωστόσο λόγω της αυξημένης κίνησης και της δημιουργίας νέων (διεθνών κυρίως) δρομολογίων, χρησιμοποιήθηκε και το διπλανό κτίριο το οποίο είναι σαφώς πιο μοντέρνο. Στο υπόγειο του κεντρικού κτιρίου ηπήρχε ειδικός χώρος φύλαξης αποσκευών, όπου για 14 γρύβνια (1,4 ευρώ) ο ταξιδιώτης μπορεί να αφήσει για απεριόριστο χρονικό διάστημα τις αποσκευές του ή τα τιμαλφή του. Ο χώρος φυλάσσεται από security, ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι τα μηχανήματα ήταν αρκετά δύσχρηστα - με αποτέλεσμα η Άννα να κλειδώσει το δικό μας locker με τέτοιο τρόπο, που τελικά δε μπορούσαμε να το ξανανοίξουμε με τον κωδικό που είχαμε βάλει. Είπαμε να αφήσουμε την επίλυση αυτού του προβλήματος για όταν θα επιστρέφαμε και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της πόλης.
Πρώτος μας προορισμός η πολύτιμη για τον τουρισμό και το γόητρο της Ουκρανίας Pecherska Lavra. Πρόκειται για ένα γοητευτικότατο σύμπλεγμα μοναστηριών, κοντά στη στάση Arsenal'na του μετρό. Φυσικά, για να πάμε μέχρι εκεί χρησιμοποιήσαμε το εν λόγω μέσο, του οποίου οι σταθμοί έχουν απερίγραπτα μεγάλο βάθος. Συγκεκριμένα, ο σταθμός Arsenal'na έχει βάθος 105,5 μέτρα και είναι ένας από τους πιο βαθείς στον κόσμο. Η Άννα μου εξήγησε ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή το έδαφος στο Κίεβο είναι πολύ μαλακό αφενός, και αφετέρου επειδή οι σταθμοί κατασκευάστηκαν με σκοπό να χρησιμεύσουν σε περίοδο πιθανού πολέμου και ως... καταφύγια για πόλεμο με βόμβες! Το εισιτήριο για μια διαδρομή κοστίζει μόλις 1,7 γρύβνια, δηλαδή περίπου 20 λεπτά του ευρώ. Το μετρό του Κιέβου είναι γρήγορο, αποτελεσματικό και γενικότερα ο καλύτερος τρόπος μετακίνησης για τον ξένο τουρίστα, καθώς ουσιαστικά εξυπηρετεί όλα τα σημεία ενδιαφέροντος.
Στο δρόμο για την Pecherska Lavra περάσαμε και μπροστά από το μνημείο-μουσείο του λοιμού του 1930-1933 (Muzej Holodomoru 1930-1933 rokiv), στο οποίο μας οδήγησε ένας "διάδρομος" από γλυπτά αποστεωμένων παιδιών και άλλα τέτοια... όμορφα. Το μουσείο είναι πάρα πολύ μικρό και προσεγμένο, πραγματικά ο ξένος επισκέπτης ξεχνά ότι βρίσκεται στην Ουκρανία. Βίντεο με μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν, εργαλεία και αναπαράσταση του τρόπου ζωής των ταραγμένων εκείνων χρόνων και γύρω γύρω μια σειρά από βιβλία, ένα για κάθε νομό της σύγχρονης Ουκρανίας, με ονόματα νεκρών της περιόδου. Πολλοί Ουκρανοί ανατρέχουν σε αυτά τα βιβλία μέχρι και για να βρουν πρόσωπα του γενεαλογικού τους δέντρου! Το ζήτημα του λοιμού είναι πολύπλοκο για τις σχέσεις Ουκρανίας-Ρωσίας και αποτελεί ένα από τα πολλά ζητήματα ημιαναγνωρισμένης περίπτωσης γενοκτονίας. Πάντως υπολογίζεται ότι τα θύματά του ανήλθαν σε περίπου 7 εκατομμύρια. Η άποψη της Άννας είναι ότι η μεγάλη αυτή επαναφορά του ζητήματος του λοιμού στην επικαιρότητα είναι μόνο μια ακόμα προσπάθεια του σύγχρονου ουκρανικού κράτους να διαχωρίσει τη θέση του πολιτικά από τη Ρωσία. Όπως μου λέει, είναι κοινή γνώση στην Ουκρανία ότι και πολλές ρωσικές επαρχίες είχαν δεινοπαθήσει την ίδια περίοδο.
Ήδη από εκείνο το σημείο είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται οι χρυσοί τρούλοι των μοναστηριών (δείτε τη συνημμένη εικόνα, μπροστά είναι το μουσείο και πίσω οι τρούλοι), οπότε πλησιάσαμε πιο κοντά. Η είσοδος στην Pecherska Lavra κοστίζει 20 γρύβνια το άτομο (2 ευρώ) συν μερικά ακόμα για είσοδο σε ορισμένες γκαλερί και μουσεία (αν και είναι εξίσου φθηνά, δεν αξίζουν πολύ τον κόπο). Τα εισιτήρια είναι σημαντικό να τα κρατάει κανείς πάνω του, γιατί σε κάθε πόρτα σχεδόν υπάρχει φύλακας που τα ζητάει για επιβεβαίωση. Ο χώρος είναι ειλικρινά πελώριος, με περισσότερα από 10 μοναστήρια διαφόρων εποχών, τεχνοτροπιών και μεγεθών, όλα όμως εξίσου εντυπωσιακά. Όταν επισκεφθήκαμε εμείς το χώρο ήταν γεμάτος από ρωσίδες και ουκρανές πιστές με μαντήλες στο κεφάλι, που πήγαιναν εκεί για προσκύνημα. Πραγματικός πανζουρλισμός. Μετά την κεντρική "πλατεία" του χώρου, γύρω από την οποία βρίσκονται όλα τα κύρια μοναστήρια, υπάρχουν μονοπάτια που οδηγούν στις σπηλιές (Pecherska άλλωστε σημαίνει σπηλαιώδης σε ελεύθερη μετάφραση). Στις κατακόμβες βρίσκονται διατηρημένα τα λείψανα πάνω από 100 Σλάβων αγίων, πατριαρχών και προφητών, από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Γεωργία κλπ. Οι σπηλιές είναι στενές και οι προσκυνητές/επισκέπτες καλούνται να κουβαλούν ένα κεράκι μαζί τους, επειδή ο χώρος είναι υποφωτισμένος, μάλλον για λόγους διατήρησης του απαραίτητου επιπέδου υγρασίας. Η Άννα μου αποκάλυψε ότι ποτέ ξανά δεν είχε επισκεφθεί τις κατακόμβες, παρά μόνο τις εκκλησίες, επειδή κάθε φορά ο Έλληνας άνδρας της γκρίνιαζε ότι βαριόταν και πονούσαν τα πόδια του Υποσχέθηκε δε στον εαυτό της ότι, μόλις οι δύο μεγαλύτερες εγγόνες της γίνουν 14 ετών, θα τις πάει η ίδια στο Κίεβο για να δουν μαζί όλα αυτά που της προκαλούσαν τεράστια εντύπωση (και ήταν εδώ που τα λέμε αξιοθαύμαστα).
Μετά από μια επίσκεψη δύο και κάτι ωρών στη Lavra, επόμενη στάση μας ήταν η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας, η αντίστοιχη Πλατεία Συντάγματος του Κιέβου δηλαδή. Κοντινότερη στάση του μετρό η στάση Hreshchatyk. Η πλατεία ήταν ειλικρινά πανέμορφη και όλα φαίνονταν να κυλάνε σε χαλαρούς ρυθμούς, με τους γκισέδες που πουλούσαν παγωτά από δω κι από κει, τους καλοντυμένους νεαρούς με τις σανίδες του σκέιτ και τις έφηβες καλλονές με τα ψηλοτάκουνα, τα μωρά να χαζεύουν τον κόσμο από τα καροτσάκια τους. Αλλά το πιο όμορφο σε αυτή την πλατεία ήταν ένα ιδιαίτερο συντριβάνι, που όμοιό του δεν έχω δει αλλού. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια δεκάδα περίπου σκαλοπάτια, στα οποία έτρεχε νερό που ανανεωνόταν συνέχεια, όπως στα συντριβάνι, χωρίς ωστόσο να πετάγεται και να πιτσιλάει. Ο κόσμος έβγαζε τα παπούτσια του ή τις παντόφλες του και ανέβαινε στην πλατεία από τα σκαλιά, βρέχοντας τα πόδια του στην πορεία και παίζοντας με τα νερά. Προς ποφυγή παρεξηγήσεων, το συντριβάνι ήταν φτιαγμένο ΑΚΡΙΒΩΣ για αυτό το λόγο, δε σάλεψε ξαφνικά όλη η πόλη και άρχισε να πλατσουρίζει στα συντριβάνια. Έτσι, έβλεπε κανείς ολόκληρες οικογένειες να παίζουν και να διασκεδάζουν, ζευγαράκια να φιλιούνται με τα πόδια τους στο νερό και ανθρώπους ντυμένους μασκότ να φωτογραφίζονται με τους περαστικούς. Πολύ όμορφο θέαμα, που σε έκανε να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο κέντρο μιας μεγαλούπολης.
Κοντά στην πλατεία βρισκόταν και ο ναός τς Αγίας Σοφίας, που συμπεριλαμβάνεται μαζί με τη Λάβρα στη λίστα των μνημείων της UNESCO, αλλά και ένα εξωφρενικά ακριβό εμπορικό κέντρο, ονόματι GLOBUS, στο οποίο οι τιμές ήταν ακριβότερες ακόμα και από τα ελληνικά δεδομένα! Η Άννα πρότεινε να πάμε, μόνο και μόνο για να απολαύσουμε λίγο τον κλιματισμό του χώρου και να γελάσουμε με τις ασύλληπτες τιμές. Ούτε στο Dubai τέτοια μεγαλεία! Κολώνια που στην Ελλάδα κάνει 60 ευρώ, εκεί 100. Μπλούζες που ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΝ από την εκπληκτική προσφορά των 50 ευρώ και άλλα τέτοια όμορφα. Κοντά στην πλατεία κάτσαμε να φάμε για πώτη φορά μέσα στη μέρα, καθώς είχε ήδη μεσημεριάσει. Και εκεί παρατήρησα κάτι που δεν είχα προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή...
Λοιπόν, νομίζω το ανέφερα αυτό και νωρίτερα, αλλά στην Ουκρανία αν και η επίσημη γλώσσα είναι η ουκρανική, οι γλώσσες εν χρήσει είναι η ουκρανική στη δύση πλειοψηφικά και η ρωσική στην ανατολή και την Κριμαία, πάλι πλειοψηφικά (εκτός λίγων εξαιρέσεων). Το Κίεβο βρίσκεται πάνω στο σημείο που αρχίζει αυτή η αλλαγή γλώσσας. Αποτελεί ένα ανεπίσημο "σύνορο" συνειδήσεων. Το Κίεβο είναι άλλωστε η πόλη, απ' όπου ξεκίνησαν όλα. Όταν το Βυζάντιο στα μέσα του χρόνια πάλευε με τις φυλές του βορρά, στο σημερινό Κίεβο ζούσε μια "πρωτόγονη" φυλή που ονομαζόταν Rus και σήμερα ονομάζεται από τους ιστορικούς "Kievan Rus / Kievskaya Rus". Οι μεσαιωνικές αυτές πολεμοχαρείς φυλές οδήγησαν στη δημιουργία των ανατολικών Σλάβων - των Ρώσων, των Ουκρανών και των Λευκορώσων. Το Κίεβο πάντοτε ήταν το σύνορο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ρουθενία, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ουκρανία, γι' αυτό και για πολλούς εθνικιστές Ρώσους, το Κίεβο είναι η αληθινή πρωτεύουσα της Ρωσίας (φανταστείτε αντίστοιχη συζήτηση εθνικιστών Ελλήνων για την Κων/πολη). Το Κίεβο μέχρι σήμερα είναι χωρισμένο στα δύο, οι άνθρωποι μιλούν δύο γλώσσες, με προτίμηση στη μία και έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση. Ε, λοιπόν, σε εκείνοτο φαστφουντάδικο το πρόσεξα αυτό για πρώτη φορά.
Η Άννα δε φημίζεται για τα ρωσικά της. Στο σχολείο έπαιρνε πολύ χαμηλούς βαθμούς στα ρωσικά και μέχρι σήμερα η ικανότητά της είναι πολύ χαμηλή και περιορίζεται περισσότερο σε παθητική κατανόηση. Πώς ένα τέτοιο μικρό και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός μπορεί να γίνει η αφορμή να μείνει νηστικός κανείς; Εύκολα, απαντώ εγώ. Όταν η σερβιτόρα είχε στο σχολείο το αντίστοιχο πρόβλημα με τα ουκρανικά, η συννενοήση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου. Είδα την Άννα να δείχνει με νοήματα τι θέλει να φάει στην ίδια της τη γλώσσα, βλέποντας τις προσπάθειές της να μιλήσει ουκρανικά να πηγαίνουν χαμένες. Μετά εξέφρασε το παράπονό της σε εμένα: "Ντεν βλέπω γκιατί πρέπει να μιλάω ρουσικά στην ίντια μου τη χώρα..." Σε μεγάλο βαθμό συμφώνησα με την άποψή της και σκέφτηκα όι αυτή η χώρα θα πήγαινε πολύ πιο μπροστά, αν δεν υπήρχε αυτός ο τραγικός και ανούσιος διπολισμός, που ουσιαστικά πηγάζει από καθαρές πολιτικές σκοπιμότητες.
Εγκαταλείψαμε την πλατεία και φέραμε μερικές ακόμα βόλτες στην πόλη, μέχρι που τα ταλαιπωρημένα πόδια της Άννας την πρόδωσαν. Δε μπορούσε να περπατήσει άλλο και, αν και ήταν μόλις 6 το απόγευμα και το τρένο μας έφευγε στις 10, με παρακάλεσε να επιστρέψουμε στο σταθμό. Αφού τσακώθηκε με τη security που της ζήτησε λάδωμα 10 γρύβνια για να της ανοίξει το locker (τελικά κερδίσαμε εμείς) αρχίσαμε να γυρνοβολάμε εντελώς άσκοπα γύρω από το σταθμό για 4 ώρες. Περιττό σε αυτό το σημείο να πω ότι η Άννα μου είχε θέσει ως όρο όσο θα είμαστε μαζί στο Λβιβ ή το Κίεβο να μη γυρνάω ΠΟΤΕ μόνος μου χωρίς τη συνοδεία της, γιατί φοβόταν μη μου επιτεθούν αλκοολικοί. Σας διαβεβαιώ ότι τέτοιος λόγος ανησυχίας δεν υπήρχε, τουλάχιστον όχι στις 5 μέρες που πέρασα εγώ στην Ουκρανία, αλλά όφειλα να σεβαστώ την επιθυμία της δεσποτικής αλλά καλόκαρδης οικοδέσποινάς μου.
Το τρένο μας για το Λβιβ έφτασε στις εννιάμιση το βράδυ, αυτή τη φορά κοιμόμασταν σε λιγότερο ιδιωτικό χώρο, μαζί με αρκετούς ακόμα συνεπιβάτες. Έπεσα αποκαμωμένος, ιδρωμένος και με μια αίσθηση απόλυτης βρωμιάς από τις τόσες ώρες περιπλάνησης να ξαπλώσω, αλλά μάταια. Στο δρόμο έπιασε βροχή και οι συνεπιβάτισσες έκλεισαν το παράθυρο, στο οποίο βασιζόταν η ευδαιμονία μου εκείνη τη βραδιά. Από τη ζέστη άρχισα να ιδρώνω, να ξεϊδρώνω, να θυμώνω που οι Ουκρανές κοιμόντουσαν και εγώ ήμουν ο μόνος ξύπνιος το βαγόνι. Εφιαλτική νύχτα. Με το που σταμάτησε η βροχή μια ώρα μετά, άνοιξα ελάχιστα το παράθυρο και άρχισα να αναπνέω με κολλημένη τη μύτη στη σχισμή τον παγωμένο αέρα. Ζαλισμένος ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν για πρώτη φορά μετά τις δωδεκάμιση, οπότε και στην τελευταία μου αναλαμπή, άκουσα έναν άνδρα να ανακοινώνει στο διάδρομο:
"Ispaniya, chempion sveta!"
"Ισπανία, παγκόσμιος πρωταθλητής!"
Ο τελικός ήταν εκείνο το βράδυ. Θεε μου, το είχα ξεχάσει... Χαμογέλασα και ένιωσα περισσότερο ταξιδιώτης από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή μου μέχρι σήμερα.
Το πρωί έπιστρέψαμε με την Άννα στο Λβιβ, εγώ σχεδόν άυπνος και εκείνη σέρνοντας τα πόδια της στο πλακόστρωτο της παλιάς πόλης. Αν και ήμασταν και οι δύο κομμάτια, εκείνη επέμενε: δε θα φεύγαμε από την περιοχή του σταθμού αν δε βλέπαμε το Kościοł (ελληνιστί την πολωνική εκκλησία - καθεδρικό ναό της πόλης). Και η επιμονή της με αντέμειψε, καθώς το κτίριο ήταν ένας θεόρατος και εντυπωσιακός καθολικός ναός, που θύμιζε έντονα τις αντίστοιχες εκκλησίες στο Παρίσι (βλ. συννημένη φωτογραφία). Το εσωτερικό ήταν λιτό και γεμάτο κόσμο για την πρωινή λειτουργία, καθώς εκείνη τη μέρα η Ουκρανία γιόρταζε τη γιορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου (ή "Πετρού και Παυλού" όπως συνήθιζε να λέει με λάθος τονισμό η Άννα).
Το marshrut ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί εκείνη τη στιγμή. Γκάπα γκούπα, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, δεν είχε και θέση να καθίσω και το κεφάλι μου έγινε κουδούνι, έκανε και ζέστη και αισθανόμουν ήδη βρώμικος, δεν ήθελα και πολύ να νιώσω κοντά στα πρόθυρα της λιποθυμίας! Η Άννα κούναγε νευρικά ένα διαφημιστικό φυλλάδιο που της έδωσα μπροστά από το πρόσωπό της, κάνοντάς μου κι εμένα λίγο αέρα πού και πού για να μου δώσει μια ανάσα ζωής. Κάθε φορά που περνούσαμε έξω από μια εκκλησία, έκανε το σταυρό της και έλεγε ξανά και ξανά "μεγάλη γιορτή του Πετρού και Παυλού, έπρεπε κι εγώ να είμαι στο εκκλησία αλλά ντεν πειράζει, καταλαβαίνουντ' οι άγιοι!"
Με το που κατεβήκαμε κοντά στο σημείο όπου θα μας περίμενε ο σύζυγος της Άννας, για να επιστρέψουμε γρηγορότερα στο χωριό, ορμήσαμε σε ένα περίπτερο και αγοράσαμε παγωμένο νερό και παγωτό. Μπήκα στον πειρασμό να λουστώ το μπουκαλάκι με το νερό, αλλά κρατήθηκα, θα έμπαινα και στο ξένο αμάξι. Οι Ουκρανοί πάντως άνετοι με τη ζέστη, αναρωτόμασταν συχνά πυκνά με την Άννα αν ήμασταν οι μόνοι που ζεσταινόμασταν τόσο πολύ.
Φτάνοντας στο χωριό με περίμεναν δύο εκπλήξεις: μια ευχάριστη και μια δυσάρεστη. Η ευχάριστη ήταν ότι η Όλια μου είχε ετοιμάσει πρωινό, επειδή φαντάστηκε ότι θα γυρνούσαμε πάνω στην ώρα για το γεύμα και θα ήμασταν πεινασμένοι. Η δυσάρεστη ήταν ότι στο σπίτι περίμενε και ο Γιάννης, ο Ελληνάρας,έτσι έφαγα το πρωινό μου με την αγριοφωνάρα του μέσα στο κεφάλι μου να με ρωτάει πώς μου φάνηκε το Κίεβο και να μου λέει ότι έκανα βλακεία που δεν πήγα στην Οδησσό, καθώς εκεί έχει περισσότερη νυχτερινή ζωή και γυναίκες για όλα τα γούστα. Το ότι είχα την Άννα να με βγάζει βόλτα με το λουρί, ο Γιάννης αδυνατούσε να το δει. Η Άννα του έριχνε επιθετικά βλέμματα κάθε λίγο και λιγάκι, ενώ την Όλια το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φάω ΟΛΟ το πρωινό μου. Σε αυτό το σημείο να πω ότι το πρωινό μου απαρτιζόταν από ένα πιάτο τηγανητά αγγούρια (ναι, καλά ακούσατε, αγγούρια κομμένα ροδέλες και τηγανισμένα σε χυλό, όπως εμείς κάνουμε τα κολοκυθάκια) και ζεστή κομπόστα βερύκοκο-κεράσι, χειροποίητη, με τα βρασμένα φρούτα ακόμα μέσα στην κανάτα με το ροζ -πλέον- βραστό νερό. Βάζαμε με το σουρωτήρι όσο θέλαμε στο ποτήρι μας και πίναμε. Δεν ήταν ακριβώς το πρωινό που θα ήθελα, προκειμένου να αισθανθώ απόλυτα ευτυχισμένος, αλλά ήταν κάτι που σίγουρα στην Ελλάδα δε θα έτρωγα.
Η Όλια με πίεζε να συνεχίσω να τρώω, είμαι αδύνατος έλεγε και έπρεπε να πάρω κιλά. Η Άννα γέλαγε και έλεγε ότι η μάνα μου προσπαθεί χρόνια, αλλά η Όλια επέμενε: "Στην Ουκρανία θα παντρευτείς και θα γίνεις όσο βαρύς πρέπει, εδώ οι άνδρες είναι όλο καρδαμωμένοι. Φάε, φάε, αφού βλέπω ότι σ'αρέσει!" Μετά το πρωινό, ο Γιάννης επέμενε (προς μεγάλη μου απογοήτευση) να με σύρει μέχρι το σπίτι του, να μου κάνει επίδειξη των κατορθωμάτων του. Έχει, έλεγε, το καλύτερο σπίτι στο χωριό! Με τι όρεξη, χωρίς ούτε καν να έχω μπει ακόμα για ένα ντουζ να τρέχω κι άλλο στους δρόμους;
Το σπίτι του αν ήταν το πιο ωραίο δεν ήμουν σίγουρος, αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν ότι είχε τα πιο κιτς κάγκελα που έχω δει. Λευκά, με μικρούς κίονες, έκαναν μπαμ (όχι με καλό τρόπο) μέσα στο περιβάλλον του χωριού. Η γυναίκα του, λέει, δεν είχε λεφτά να συνεισφέρει στην ανακαίνιση του χώρου, έτσι εκείνος διάλεξε μόνος του ό,τι του άρεσε. Και, γι' αυτό, στην είσοδο που είχε μια πλακόστρωτη ράμπα για να ανεβαίνει ευκολότερα το αυτοκίνητο στο χώρο του πάρκινγκ, είχε σχηματίσει με τδική του πρωτοβουλία με λευκές ψηφίδες πάνω στο γκρίζο φόντο τα γράμματα GR, δηλαδή προφανώς Ελλάδα. Αναστέναξα διακριτικά, τον επαίνεσα για τις "υπέροχες κατασκευές και ιδέες του" και έφυγα διακριτικά, λέγοντας ότι έπρεπε να κοιμηθώ σαν άνθρωπος επιτέλους.
Μετά το μεσημεριανό ύπνο, ξύπνησα για φαγητό και βρήκα τις εγγονές της Άννας να ρουφάνε με ευχαρίστηση την κομπόστα που είχε απομείνει στο μπουκάλι. Έφαγα με την Άννα και τον άντρα της pelmeny, δηλαδή κάτι σαν μεγάλα τορτελίνια με γέμιση κρέατος, σερβιρισμένα με κρέμα γάλακτος ή βούτυρο, πιπέρι και βραστά λαχανικά. Μετά το φαγητό, μόλις η προσοχή μου στράφηκε μακριά από το τραπέζι, η πιο ντροπαλή εγγονή της Άννας έφυγε και η πιο ομιλητική έμεινε, έκατσε δίπλα μου και αρχίσαμε να βλέπουμε τηλεόραση. Ξαφνικά, άρχισε να μου μιλάει στα ρωσικά, κάτι που δεν ήξερα ότι ήταν σε θέση να κάνει τις πρώτες μέρες που τη γνώρισα.
"Μιλάτε ρωσικά;"
"Λίγο, σε καμια περίπτωση τόσο καλά όσο εσύ"
"Τουλάχιστον με καταλαβαίνετε. Τι θέλετε να δούμε στην τηλεόραση;"
"Δεν ξέρω, βάλε ό,τι σου αρέσει"
"Ωραία, θα βάλω ειδήσεις, ξέρω ότι αρέσουν στους μεγάλους".
Έβαλε το κανάλι των ειδήσεων και κάθε λίγο και λιγάκι έβγαζε θορύβους απόγνωσης, μόλις άκουσε μια κακή είδηση. Συγκεκριμένα σε μία που αφορούσε τους ανήλικους εργαζόμενους στα λατομεία του Χάρκιβ, που πληρώνονταν ψίχουλα και πέθαιναν από καρκίνο σε μικρή ηλικία, αναστέναξε και μου είπε:
"Εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα για μερικούς ανθρώπους"
Ξαφνιάστηκα από τα ώριμα λόγια ενός οχτάχρονου κοριτσιού. Η μικρή φάνηκε ήδη πολύ ψυχοπλακωμένη, οπότε της ζήτησα να αλλάξουμε κανάλι και να δούμε κάτι πιο εκπαιδευτικό και ελαφρύ. Έβαλε ένα ντοκυμαντέρ για την Κριμαία. Χαζέψαμε και μου αποκάλυψε ότι ο λόγος που μιλούσε ρωσικά ήταν επειδή είχε μια ξαδέλφη στην Οδησσό, της οποίας η μητρική γλώσσα είναι η ρωσική.
Η ώρα πέρασε και η άλλη μικρή επέστρεψε, μαζί με την Όλια. Η πιο τσαχπίνα από τις δύο πείραζε την πιο συνεσταλμένη, λέγοντάς της στα ουκρανικά ότι αυτή δε μπορεί να συννενοηθεί μαζί μου, γιατί δε μιλάει καλά ρωσικά (κι όμως, αυτό το έπιασα κι ας μην ξέρω ουκρανικά). Η άλλη κατέβασε το κεφάλι και είπε πως δεν πειράζει, ωστόσο η πρώτη κάτι της ψυθίρισε στο αυτί και μετά με κάλεσαν στο υπνοδωμάτιο και μου ζήτησαν να κάτσω στο κρεβάτι.
"Θα σας παρουσιάσουμε ένα θεατρικό που παίξαμε στη σχολική παράσταση φέτος", παρουσίασε η τολμηρή με κάθε επισημότητα, επιμένοντας να μου απευθύνει το λόγο στον πληθυντικό.
Άρχισαν να παίζουν ένα μικρό θεατρικό στα ουκρανικά, ομολογώ ότι δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Η ντροπαλή κοπελίτσα κάποιες στιγμές το μετάνιωνε που ανοίχτηκε τόσο και καθόταν, με την άλλη να σκυλιάζει και να της λέει ότι το υποσχέθηκε, ύστερα να γυρίζει προς το μέρος μου σαν μάνατζερ που απολογείται σε συνέντευξη τύπου για την απουσία του καλλιτέχνη και να μου λέει "είναι λίγο ντροπαλή, συγχωρήστε την", ύστερα πίσω στην ξαδέλφη της "Σήκω πάνω ΤΩΡΑ! Μη με ντροπιάζεις έτσι!" ψιθυριστά.
Με διασκέδαζε πολύ όλο αυτό και περίμενα να δω που θα καταλήξει. Η πιο τσαχπίνα μου αποκάλυψε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός ή τραγουδίστρια (ή και τα δύο) όταν μεγαλώσει, γι'αυτό συμμετέχει σε όλες τις παραστάσεις του σχολείου. Όταν την παίνεψα για την ωράια της φωνή, μου απάντησε ότι το γνώριζε ότι έχει πολύ ωραία φωνή και είναι στη χορωδία. Η ντροπαλή εγγονή συμμετείχε μόνο όταν είχε το θάρρος, λίγο πρωτού ξεσπάσει σε γέλια και αφήσει την παρτενέρ της σύξυλη να οδύρεται και να φωνάζει ότι έτσι δε θα καταφέρουν τίποτα.
Η Όλια, που μόλις μπήκε στο σπίτι, άκουσε τις φωνές και ήρθε μέσα. Στην αρχή κόζαρε τις δύο μικρές χωρίς να επεμβαίνει, στην πορεία όμως υποστήριζε την ντροπαλή εγγονή της (η πιο τσαχπίνα δεν ήταν δική της εγγονή - θυμηθείτε ότι Άννα και Όλια είναι συμπεθέρες από τον ένα γιο της Άννας) και προσπαθούσε να την πείσει να παρουσιάσει κι αυτή κάτι ολοκληρωμένο. Στο τέλος έγινε πλέον φανερό ποιος ήταν ο σκοπός όλης αυτής της μικρής γιορτής: να διαλέξω τη σωστή νύφη. Τα κορίτσια μου παρουσίασαν με την παρότρυνση της Όλιας παραδοσιακά τραγούδια, χορούς, σκετσάκια, ό,τι τέλος πάντων μπορούν να παρουσιάσουν δύο παιδάκια 8 ετών. Διασκέδαζα με το όλο θέαμα αλλά αναρωτήθηκα πόσο άσχημο είναι για τα παιδιά σε αυτή τη χώρα (κυρίως τα κορίτσια) να τα κατευθύνουν σε αυτό το όνειρο, να παντρευτούν κάποιον πλουσιότερο ξένο και να φύγουν από τη χώρα τους.
Αργά το βράδυ, όταν οι μικρές και η Όλια στέρεψαν από ιδέες, το πλήθος έφυγε από το σπίτι, εκτός από την πιο τσαχπίνα μικρή, που αποφάσισε να κοιμηθεί στης γιαγιάς το βράδυ. Ο Γιάννης πέρασε από το σπίτι να ευχηθεί καληνύχτα με την αγριοφωνάρα του, να μας ενημερώσει ότι θα πήγαινε σε ένα τεράστιο πανηγύρι στο Ternopil να πιεί και να χορέψει με τα... "κορίτσα", αλλά και για να πείσει την Άννα να με πάει την τελευταία μου μέρα στην Ουκρανία ξανά στο Λβιβ, για να δούμε λέει τις κατακόμβες του Στεπάν Μπαντέρα, που πλέον έχουν γίνει μπαρ της μαφίας αλλά διατηρούν ακόμα κάποιο ενδιαφέρον (περισσότερα γι'αυτό σε επόμενο κεφάλαιο). Η μικρή μου ευχήθηκε καληνύχτα, μου έδωσε και ένα φιλάκι στο μάγουλο και χάθηκε πίσω από τη συρόμενη πόρτα του δωματίου της Άννας, με το μακρύ νυχτικό της να αφήνει έναν ήχο σα θρόισμα, καθώς σερνόταν στο παρκέ του σπιτιού.
Συνεχίζεται...
Η τελευταία μέρα είχε αισίως φτάσει. Αν και την είχα όλη μπροστά μου για να εξερευνήσω την πόλη του Λβιβ μια τελευταία φορά, όφειλα να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι στεναχωριόμουν ήδη λίγο που θα έφευγα. Ας όψεται η δουλειά και η έλλειψη αρκετής άδειας καλοκαιριάτικα!
Με την Άννα ξεκινήσαμε χαλαρά εκείνη τη μέρα, χωρίς κανένα άγχος. Εκείνη σηκώθηκε νωρίς, μαγείρεψε για το μεσημέρι, ετοίμασε στην εγγονή της πρωινό και έφερε μια γύρα όοοολο το σπίτι με μια σφουγγαρίστρα. Εγώ ξύπνησα μετά τις δέκα και μισή για πρώτη φορά στο ταξίδι αυτό και βρήκα τη μικρή να χαζεύει στην τηλεόραση τους Flintstones. Έκατσα δίπλα της και χάζεψα λίγο κι εγώ, νιώθοντας ευτυχισμένος που στα κινούμενα σχέδια ποτέ δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνει κανείς όλα όσα λέγονται, για να περάσει ευχάριστα την ώρα του.
"Όταν θα θελήσετε, έπεισα την ξαδέλφη μου να σας παρουσιάσουμε ολόκληρο το θεατρικό, στο οποίο εκείνη ντρεπόταν χθες να συμμετάσχει".
"Αφήστε τον ήσυχο!" ούρλιαξε η Άννα κάτω από τον απορροφητήρα της κουζίνας της, "δεν ήρθε εδώ για να του ζαλίσετε το κεφάλι!"
Η μικρή μαζεύτηκε λίγο και εγώ της έκανα νόημα ότι αργότερα θα μου παρουσίαζαν ό,τι ήθελαν. Ικανοποιήθηκε με την απάντηση και στράφηκε ξανά στην οθόνη.
Λίγα λεπτά μετά μπήκε στο σπίτι η Όλια και η άλλη πιτσιρίκα, η δεύτερη κρατώντας μια σακούλα παγωτά, τα οποία και μας μοίρασε.
"Μόνη της τα διάλεξε", μιλούσε εκ μέρους της ντροπαλής μικρής η Όλια, "από το πρωί σκεφτόταν τι θα διάλεγε για εσένα".
Η μικρή χαμήλωσε το κεφάλι και μου έδωσε στο χέρι ένα ξυλάκι σοκολάτα με γέμιση φρούτα του δάσους. Σε αυτό το σημείο να πω ότι η Ουκρανία παράγει μεγάλες ποσότητες παγωτών τοπικής μάρκας, δηλαδή ήταν η πρώτη χώρα στην οποία δεν είδα ούτε ένα ξενόφερτο ψυγείο (π.χ της Algida). Το παγωτό είναι πραγματικά φθηνό, το ακριβότερο δεν κάνει πάνω από 80 λεπτά του ευρώ και οι επιλογές γεύσης είναι πάρα πολλές. Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, είναι κάτι που ένα μικρό παιδί (αλλά και ένα μεγάλο... παιδί!) δε μπορεί να βγάλει εύκολα από το μυαλό του.
Με την Άννα βγήκαμε καμια ώρα μετά στο δρόμο, να περιμένουμε το marshrut. Οι μικρές μας ακολούθησαν κάνοντας αγώνες με τα σκοινάκια τους και σηκώνοντας μικρά σύννεφα σκόνης στο πεζοδρόμιο. Το χωριό φαινόταν πολύ ήσυχο εκείνη τη μέρα, στο παντοπωλείο που δίπλα είχε μπαρ όμως υπήρχε κάποια κινητικότητα. Η Άννα πλησίασε να χαιρετίσει, πλησίασα κι εγώ. Πέντε-έξι νεαρά παλικάρια κατασκεύαζαν κάτι από ξύλο, που για την ώρα είχε απροσδιόριστο σχήμα και στο μοναδικό τραπεζάκι που είχε στηθεί έξω από το μαγαζί εκείνη την ώρα καθόταν... ποιός άλλος; Ο Γιάννης!
"Καλημέρα πατρίδα! Βλέπω σήμερα τεμπελιάσατε!"
"Εγώ απουρώ εσύ πώς ξύπνησες, μετά από το γκλέντι στου Ternopil!" αναφώνησε η Άννα με τα χέρια στη μέση.
"Δεν άντεξα πολύ, έφυγα νωρίς. Δε με βαστάει πολύ η καρδιά μου εμένα, τα έχουμε πει!"
Υπήρξε μια παύση μερικών δευτερόλεπτων, κατά τη διάρκεια της οποίας το βλέμμα όλων είχε στραφεί στους μάστορες.
"Ααα, θα αναρωτιέστε τι κάνουμε εδώ! Να, σήμερα ξύπνησα και ήρθα στο μαγαζί και με χτυπούσε ο ήλιος και ζαλίστηκα, έτσι είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι δε θα ξαναπατήσω στο μπαρ πριν απογευματιάσει και θα πηγαίνω μόνο στο άλλο, στην είσοδο του χωριού, που έχει τέντα. Ε, δεν ήθελε και πολύ η μαντάμ, έδωσε άτυπη διαταγή να φτιαχτεί υπόστεγο στην αυλή της! Καιρός ήταν, δε νομίζετε; Χαχαχα!"
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Γιάννης ήταν μεθυσμένος. Δεν ήξερα τι ακριβώς αισθανόμουν για αυτό τον άνθρωπο. Από τη μία με γοήτευε το πόσο γραφικός ήταν και μου άρεσε να παρακολουθώ την ιδιότυπη σχέση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του ιδίου και των ντόπιων νεαρών παιδιών, από την άλλη μισούσα αυτή τη συμπεριφορά του, που ενώ το υπόστεγο φτιαχνόταν με δική του παρότρυνση, εκείνος απλά καθόταν και μπεκρόπινε στο τραπέζι, ενώ οι άλλοι δούλευαν μέσα στην πρωινή ζέστη.
Στο τραπέζι που καθόταν, η μπακάλισσα/ιδιοκτήτρια του μπαρ (ναι, είναι λίγο ιδιαίτεροι οι συνδυασμοί επαγγελμάτων στην Ουκρανία) είχε κόψει ντομάτα, αγγούρι και τυρί και του είχε ανοίξει τη γορίλκα (βότκα) που είχε παραγγείλει. Όμως κάτι του έλειπε. Έτσι μισομεθυσμένος όπως ήταν μπήκε στο αμάξι, έβαλε στη διαπασών ένα cd του Julio Inglesias (επειδή νίκησε η Ισπανία στο mundial και όλοι λέει στο χωριό ήθελαν να ακούσουν ισπανικά) και μάρσαρε για το άλλο παντοπωλείο. Λίγα λεπτά μετά, ενώ η Άννα είχε προλάβει να μου τον καταθάψει, εμφανίστηκε ξανά με ένα τεράστιο παριζάκι στα χέρια του.
"Αυτό μου έλειπε! Να, πάρε τώρα να σου κόψω μια φέτα", έκοψε και μου έδωσε. Το κρέας φαινόταν λιπαρό αλλά ήταν μαλακό και πολύ νόστιμο, εντελώς διαφορετικό από τα ελληνικά παριζάκια.
Μετά στράφηκε στους άλλους, άρχισε να τους κερνά σφηνάκια βότκες και κρέας. Οι περισσότεορι αρνούνταν ευγενικά, λέγοντας ότι ακόμα ήταν πρωί και δεν ήθελαν να μεθύσουν, όμως εκείνος επέμενε!
"Βρε λέτε δε θέλω να πιω και τελικά πίνετε! Τουλάχιστον κάντε το χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις!"
Η Άννα γύρισε και με κοίταξε με μια έκφραση αηδίας. Όταν έφτασε το marshrut και αφήσαμε τον Julio να τραγουδάει χιλιόμετρα πίσω μας, άρχισε να παραπονιέται πάλι για τον αλκοολισμό στην Ουκρανία. Έλεγε πως καλύτερα θα ήταν να υπήρχαν περισσότερα ναρκωτικά ακι λιγότερο ποτό, επειδή τουλάχιστον τα ναρκωτικά θα πουλούσαν πιο ακριβά και δε θα είχαν πρόσβαση σε αυτά όλοι, ενώ η βότκα, ως εθνικό και εξαγώγιμο προιόν της Ουκρανίας, είναι εξαιρετικά φθηνή και εύκολα προσβάσιμη.
Στο Λβιβ είχε περισσότερη υγρασία από τις άλλες μέρες, αλλά είχε αρχίσει ταυτόχρονα να ψιχαλίζει. Πήγαμε πρώτα στην αγορά με τα σουβενίρ, που απλώνεται σε ένα οικοδομικό τετράγωνο δεξιά από την όπερα. Τα σουβενίρ ήταν τόσο φθηνά σε σχέση με άλλους προορισμούς, που αγόρασα 2-3 μπουκάλια, 2 κανατάκια και μερικά μικροπράγματα (μπρελόκ, μαγνητάκια κλπ) με περίπου 12 ευρώ. Μάλιστα, επειδή είχα υπολογίσει ότι θα κόστιζαν παραπάνω, είχα αλλάξει 40 ευρώ σε γρύβνια, τα οποία τελικά δεν είχα τι να τα κάνω! Η Άννα είχε μαγειρέψει στο σπίτι και γενικά δεν είχα άλλα ουσιαστικά έξοδα να κάνω μέχρι την ώρα της αναχώρησής μου! Στην αγορά να τονίσω ότι δε μιλούσε κανείς αγγλικά, οπότε αν πάει κανείς από εσάς που διαβάζετε αυτή την ιστορία ετοιμαστείτε για πολλή γλώσσα του σώματος! Επίσης, με τα παζάρια δε τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά, όλοι τα δέχονταν χωρίς να προσβληθούν ή να τους φανούν παράξενα, αλλά μόνο μία από τους 4 μικροεμπόρους μας έκανε καλύτερη τιμή. Οι άλλοι ανένδοτοι. Α, και περιττό να πω ότι τα παζάρια τα έκανε η Άννα με δική της πρωτοβουλία.
Επιστρέψαμε στο κέντρο της πόλης, όπου αναζητήσαμε εκείνο το μπαρ της μαφίας που έλεγε ο Γιάννης το προηγούμενο βράδυ. Είχε δώσει στην Άννα οδηγίες - αλλιώς ειλικρινά δε θα το βρίσκαμε ΠΟΤΕ. Βρισκόταν σε μια μικρή στοά, χωρίς ΚΑΜΙΑ σήμανση, ταμπέλα ή διακριτική επωνυμία. Απλά έμπαινε κανείς στη στοά, έβλεπε μια αδιάφορη πόρτα, τη χτύπαγε και του άνοιγε ένας... πλήρως οπλισμένος άνδρας με μουστάκι και άγρια φάτσα και ζήταγε το "σύνθημα".
"Slava Ukraine! (Δόξα στην Ουκρανία!)" φώναξε όλο καμάρι η Άννα.
Ο φρουρός κοίταξε εμένα με ένα βλέμμα που υποδήλωνε μόνο προσμονή και λίγη δυσπιστία.
"Umm... Slava Ukraine!" είπα κι εγώ με λιγότερο πειστική προφορά, αλλά με αρκετή βεβαιότητα μόλις ξέφυγα από το εμμ της αρχής.
"Από πού είστε;"
"Από την Ελλάδα!" είπε η Άννα και ο φρουρός μάλλον ικανοποιήθηκε από την απάντηση και μας έδωσε ένα σφηνακοπότηρο με ΠΟΛΥ δυνατή ρακή με κανέλα. Έπρεπε να το πιούμε μονορούφι. Ήταν μέρος της δοκιμασίας. ΄
Με το σφηνάκι να καίει ακόμα το λαιμό μου, κατεβήκαμε τη γυριστή σκάλα και αντικρύσαμε κάτι εντελώς απρόσμενο: το υπόγειο ήταν ένα σύστημα από αληθινές κατακόμβες, που είχε μετατραπεί σε ένα πελώριο μπαρ σύγχρονου τύπου, με σερβιτόρες που φορούσαν όλες στενά μπλουζάκια, επιδεικνύοντας το πλούσιο μπούστο τους και κουνιόντουσαν δεξιά-αριστερά σαν την Πετρούλα του STAR αναφωνόντας "Slava Ukraine!" Σε διάφορα σημεία ήτα τοποθετημένα ομοιόμορφα όπλα της εποχής του επαναστάτη Stepan Bandera, που ηγήθηκε της επανάστασης των Ουκρανών ενάντια στη Ρωσία, όμως αργότερα προκάλεσε διχογνωμία για πιθανότητα προδοσίας του έθνους. Σε κάθε περίπτωση, στο Λβιβ ο Μπαντέρα θεωρείται τιτανομέγιστος ήρωας και το μπαρ αυτό ήταν το καταφύγιο των Bandery, των πιστών του συμπολεμιστών. Βιτρίνες με χάρτες της εποχής, εμβλήματα της Ουκρανίας και πολλά άλλα εθνικιστικά σύμβολα ήταν διασκορπισμένα στο χώρο. Μερικές επισκέπτριες πόζαραν στο φακό των φίλων τους φορώντας κράνη και κρατώντας τα όπλα των επαναστατών, γελώντας όλο καμάρι. Το μενού του μπαρ ήταν τσιμπημένο (και πάλι, όχι σε σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα, καθώς μια μαύρη μπύρα σε μπουκάλι μαζί με το σνακ που πρόσφεραν εκεί και ήταν ένα πλούσιο σε μέγεθος πιάτο τηγανητά στικς ψωμί με μπαχαρικά και σως κόστιζε 3 ευρώ) αλλά αρκετά πλούσιο σε επιλογές. Εμείς δεν πεινούσαμε καθόλου, οπότε περιοριστήκαμε στο μενού που προανέφερα.
Πίσω στην πόλη και είχε πλέον έρθει η ώρα να συναντήσουμε το μεγάλο γιο της Άννας για άλλη μια φορά, καθώς θα μας οδηγούσε σε ένα μέρος που βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη και η Άννα δε θυμόταν καθόλου το δρόμο. Το μέρος αυτό είναι ουσιαστικά ένα πάρκο, όπου έχουν χτιστεί σπίτια και εκκλησίες που αναπαριστούν πιστά την εποχή που έζησε ο μεγάλος Ουκρανός εθνικός συγγραφέας και ποιητής Taras Shevchenko. Η είσοδος για το πάρκο ήταν 1 ευρώ, με διακυμάνσεις ανάλογα με τη μέρα και την ημερομηνία ωστόσο και την Τετάρτη που πήγαμε εμείς δεν είχε ξεναγούς ούτε ήταν ανοιχτά τα κτίσματα για το κοινό, καθώς ήταν η μέρα του ρεπο του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού. Η Άννα απογοητεύτηκε που δε θα έβλεπα το εσωτερικό των κτιρίων, όμως το πάρκο ήταν τόοοοσο μεγάλο που ειλικρινά ήταν αρκετό και μόνο να περπατήσει κανείς εκεί και να δει τα πάντα απ' έξω. 1 ώρα είναι απαραίτητη μόνο για να κάνει κανείς μια διερευνητική βόλτα. Στο πάρκο υπάρχουν εντυπωσιακές εκκλησίες χτισμένες αποκλειστικά από ξύλο (βλ. συνημμένη φωτογραφία), ένας μύλος και πολλά μικρά και μεγάλα σπιτάκια. Στο χώρο κυκλοφορούσαν και πολλοί Ουκρανοί ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές, που ουσιαστικά είναι λευκά πουκάμισα με κόκκινα-μαύρα κεντήματα σε τριγωνικά και άλλα σχήματα στο γιακά και τα μανίκια. Ο γιος της Άννας μας εξήγησε ότι οσοι μπαίνουν σε αυτό το χώρο με παραδοσιακή φορεσιά, πληρώνονουν μισό εισιτήριο.
Πολλοί από αυτούς είχαν πάει εκεί για δουλειά, είδα έναν άνδρα να φωτογραφίζεται σε διάφορες πόζες (πιθανότατα για κάποιο περιοδικό, μιας και έκανε λίγο για μοντέλο) και ένα ζευγάρι με έναν κάμεραμαν, που προφανώς τραβούσε κάποιο αναμνηστικό βίντεο πριν ή μετά το γάμο του.
Στο πάρκο υπήρχε και ζωολογικός κήπος με πάπιες, χήνες, κότες, άλλα πτηνά και δύο αλογάκια Σετλαντ, τα οποία είχαν μια ιδιαίτερη αδυναμία στις... καραμέλες! Ο κόσμος τα τάιζε καραμέλες βουτύρου και σκέτης ζάχαρης και αυτά χτυπούσαν σαν εθισμένα με το πόδι τους το φράκτη, ζητώντας κι άλλο. Έβγαζαν δε απίστευτους ήχους ικανοποίησης, καθώς κατάπιναν τις καραμέλες.
Η Άννα πρότεινε να γυρίσουμε στο σπίτι να φάμε, όμως η νύφη της μας είχε καλέσει στο δικό της (εκείνο με το λίγο τρομακτικό εσωτερικό στη σοβιετική πολυκατοικία) για να φάμε σούπα που είχε μαγειρέψει και είχε ακούσει ότι μου άρεσε. Πριν μπούμε στο σπίτι, η Άννα με πήγε και σε ένα μπακάλικο να αγοράσω βότκες (είχε ολόκληρη βιτρίνα που καταλάμβανε το 1/4 του μαγαζιού) και πήρα δύο με μόλις 5 ευρώ σύνολο! Η Άννα εξήγησε ότι επειδή ακριβώς οι γορίλκες εκεί είναι πολύ φθηνές, ο νόμος δεν επιτρέπει σε κανέναν επισκέπτη να κουβαλήσει πάνω από 2 μπουκάλια στην πατρίδα του, για να αποφευχθεί το κερδοσκοπικό εμπόριο. Είχε μια λογική όλο αυτό, δε μπορώ να πώ
Η σούπα είχε ανάμεικτα φασόλια, πατάτα, καρότο και μπούκοβο και ήταν πολύ χυλωμένη αλλά νόστιμη. Φάγαμε επίσης και ρώσικη σαλάτα που εκεί (αλλά και στη Ρωσία) λέγεται Olivye και η οποία διαφέρει ΠΟΛΥ από τη συσκευασμένη σαλάτα που παίρνουμε στα ελληνικά σούπερ-μαρκετ, καθώς η παραδοσιακή συνταγή θέλει το όλο μίγμα λίγο πιο αραιό και με όχι τόσο πυχτή μαγιονέζα, με αρακά, ψιλοκομμένο ζαμπόν, πατάτα, καρότο και συχνά κάπαρη, πολλά υλικά από τα οποία λείπουν από τη συνταγή που ξέρουμε εδώ.
Μετά το γεύμα αποχαιρέτησα το γιο και τη νύφη της Άννας για τελευταία φορά πριν την αναχώρησή μου και επιστρέψαμε στο χωριό, φορτωμένοι τις σακούλες από τα ψώνια μας και ένα τεράστιο κουτί σοκολατάκια με λικέρ κεράσι που μου έκανε δώρο η νύφη. Δε μπορώ να πω, γενικά από φιλοξενία οι Ουκρανοί το έχουν πολύ. Περισσότερο οι γυναίκες, που είναι πιο ανοιχτές με ξένους και συνήθως πολύ πιο... νηφάλιες, αλλά και οι άνδρες που αν και λιγομίλητοι είναι τίμιοι και θέλουν να φύγει κανείς με καλές εντυπώσεις από τη χώρα τους.
Πίσω στο χωριό γύρω στις 8 το βράδυ με περίμενε ένα ακόμα σκετς και ένα ακόαμ τεράστιο (διπλάσιο από την άλλη φορά) πιάτο τηγανητά κολοκυθάκια. Η Όλια δεν ικανοποιήθηκε μέχρι να φάω το μισό πιάτο (με το ζόρι προφανώς) και μου έλεγε ότι αφού μου άρεσαν δεν έπρεπε να ντρέπομαι, ότι στην Ουκρανία οι άνθρωποι δε ντρέπονται να τρώνε. Η δικαιολογία μου ότι είχα βουρτσίσει τα δόντια δε την ικανοποίησε: "Οδοντόβουρτσα έχεις, οδοντόκρεμα επίσης έχεις, τα ξαναβουρτσίζεις. Αυτά ξανά ζεστά δε θα τα φας!"
Περιττό να πω ότι όταν ήρθε η ώρα να κοιμηθώ κατά τις δέκα, μιας και το πρωί θα ξυπνούσα στις 5 για να ταξιδέψω, ήμουν τόσο σκασμένος από το φαγητό, που είχα έναν ελαφρύ κοιλόπονο. Ωστόσο όλη αυτή η φροντίδα με έκανε να αισθανθώ τόσο ξεχωριστός, τόσο επιθυμητός και εντεταγμένος στην πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων με έναν παράξενο τρόπο που έσπαγε το φράγμα της γλώσσας, της διαφοράς μόρφωσης και ηλικίας. Χαμογέλασα και κοιμήθηκα τόσο βαθιά και ήρεμα, που δεν ονειρεύτηκα τίποτα εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο πρωί, σηκωθήκαμε ξημερώματα για να πάμε στο αεροδρόμιο του Λβιβ, περίπου 10-15 χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της πόλης και συνολικά περίπου 40 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, όπου έχτισε το σπίτι της η Άννα. Όσο ο άντρας της έβγαζε το αυτοκίνητο από το γκαράζ, συμμάζεψα τα τελευταία μου πράγματα, στρίμωξα τα 2-3 κουτιά σοκολατάκια και τα σουβενίρ μέσα στη βαλίτσα μου και έβγαλα όλα τα πράγματα στο χωλ. Εκεί με περίμενε η μικρή, είχε ξυπνήσει από το θόρυβο και στεκόταν με το νυχτικό της μπροστά από τον καναπέ, περιμένοντάς με.
"Θα επιστρέψετε;" με ρώτησε μόνο, με ένα βλέμμα που έδειχνε μια συγκαλυμμένη στεναχώρια.
"Αν το επιτρέψει ο χρόνος και τα χρήματα, ίσως", την καθησύχασα όσο μπορούσα και την αποχαιρέτησα. Πάντοτε μου προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον το πόσο εύκολα δένονται τα παιδιά, ακόμα και με ανθρώπους που δε μιλάνε την ίδια γλώσσα με αυτά.
Η Άννα μου έδωσε ένα σακουλάκι μπισκότα και μια σοκολάτα "για το ταξίντι". Τα δέχτηκα με ευχαρίστηση και μαζί μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τη μικρή να μας αποχαιρετά στο κατώφλι της πόρτας, προτού επιστρέψει για ύπνο.
Στο δρόμο για το αεροδρόμιο κοιτούσα όλα αυτά τα μικρά σημεία ενδιαφέροντος που είχα δει τόσες φορές, αλλά ποτέ δε τους είχα δώσει μεγάλη σημασία. Τη στάση του λεωφορείου μπροστά από ένα μικρό χωριό με τον τοίχο καλυμμένο με ψηφιδωτό σε σχήμα πεταλούδας, το άγλαμα λιοντάρι-σύμβολο του Λβιβ λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, την ταμπέλα που διαφήμιζε την πλαζ σε μια μικρή λίμνη δείχνοντας τροπικούς φοίνικες και πορτοκαλί-κόκκινο ήλιο, τα δεκάδες ανταλλακτήρια συναλλάγματος σε κάθε χωριό που περνούσαμε. Φτάσαμε και στην πόλη, το αυτοκίνητο άρχισε το γνωστό χορό του πλακόστρωτου. Θα μου έλειπε αυτός ο χορός, ήμουν σίγουρος. Και ας με είχε ζαλίσει τόσες πολλές φορές. Θα μου έλειπε το Λβιβ, με τα παλιά του κτίρια και την όμορφη πλατεία, τα μικρά μουσεία και τις δεκάδες καφετέριες, τα παγκάκια και τα καροτσάκια με τα μωρά...
Ο δρόμος για το αεροδρόμιο δεν είχε σχεδόν καμία σήμανση, σε περίπτωση που κάποιος δεν ήταν εξοικειωμένος με την πόλη και τη χώρα γενικότερα, δε θα το έβρισκε ποτέ μόνος του. Ο άντρας της Άννας ήξερε ευτυχώς απ' έξω τη διαδρομή, καθώς παλιότερα έρχονταν οι δυο τους στην Ουκρανία με το αεροπλάνο, προτού εξοικειωθούν με το οδικό ταξίδι. Μασούσα τη σοκολάτα μου και κοιτούσα έξω τον μουντό ουρανό και τον ελάχιστο κόσμο, τα παλιά και τα καινούργια αυτοκίνητα, τα φρεσκοβαμμένα και τα μαυρισμένα κτίρια, τα πάρκα και τα φουγάρα των εργοστασίων, τους καλοντυμένους νέους και τους μουτζουρωμένους εργάτες. Η Ουκρανία είναι μια χώρα αντιθέσεων, μια χώρα με πολλές δυνατότητες κι όμως τόσο λίγα επιτεύγματα στα σύγχρονα χρόνια. Αυτό είναι και το πιο γοητευτικό πράγμα στη χώρα αυτή, ότι σε κάθε της γωνιά βλέπεις κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι πώς θα ήταν τα πράγματα αν...
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, το οποίο κατάφερα επιτέλους να επεξεργαστώ με το βλέμμα λίγο πιο προσεκτικά. Ένα μικρό κεντρικό κτίριο, με δύο μόλις check in counters, ελάχιστο προσωπικό και λίγους επιβάτες (τουλάχιστον εκείνη την ώρα της μέρας). Στήθηκα με την Άννα στην ουρά, όπου εκείνη έπιασε κουβέντα με δύο άλλες κυρίες στην ηλικία της, με παρόμοια ζωή με τη δική της. Η μία ταξίδευε για Ιταλία, η άλλη για Ρουμανία, εκεί ζούσαν και εργάζονταν πλέον μόνιμα. Όση ώρα περιμέναμε να έρθει η σειρά μας για το check in, το σύστημα έπεσε και η υπάλληλος της Carpatair συμπλήρωσε τα υπόλοιπα εισιτήρια και δελτία αποσκευών με το χέρι. Όλοι οι άλλοι επιβάτες είχαν ξυνίσει με την αργοπορία, εγώ όμως απολάμβανα αυτό το μικρό πανικό, που φαινόταν τόσο ταιριαστός με το όλο περιβάλλον. Χαιρετηθήκαμε με την Άννα, δίνοντας ραντεβού πίσω στην Αθήνα, με την καρδιά μου να τρέμει μήπως μου ζητούσαν να ανοίξω τη βαλίτσα στον έλεγχο αποσκευών. Όχι, δεν είχα κάτι να κρύψω, απλά η όλη διαδικασία με ξεβολεύει και με φέρνει σε σχετική αμηχανία, ειδικά όταν δε μπορώ να συννενοηθώ με το προσωπικό του αεροδρομίου. Τελικά όλα πήγαν καλά και πέρασα χωρίς προβλήματα τον έλεγχο. Μια σοβαρή γυναίκαι σφράγισε το διαβατήριό μου με την πορτοκαλί σφραγίδα εξόδου. Η ολιγοήμερη παραμονή μου στην Ουκρανία είχε μόλις τελειώσει.
Στην πτήση για Τιμισοάρα, τα μάτια μου με εγκατέλειπαν κλείνοντας από τη νύστα, αλλά το μυαλό μου παρέμενε ξύπνιο και με πλήρη διαύγεια.
"Θα ξανάρθετε;" στριφογύριζε η ερώτηση της μικρής στο μυαλό μου.
Θα το ήθελα πάρα πολύ, μικρή μου, αλλά δε μπορώ να σε διαβεβαιώσω, γιατί ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος και ο χρόνος μου για να ταξιδεύω τόσο λίγος... Αλλά κάποια στιγμή θα προσπαθήσω τουλάχιστον να ξανάρθω, το υπόσχομαι. Μάλλον όχι για να σε παντρευτώ, όπως σε έχουν πιθανότατα κάνει να πιστεύεις οι γιαγιάδες σου, αλλά για να γνωρίσω καλύτερα αυτή την απέραντη χώρα με τις τόσες ομορφιές, αυτόν τον τόπο, στον οποίο πέντε μέρες δε φτάνουν ούτε για να ανακαλύψεις τα κυριότερα από τα μυστικά που κρύβει πάνω στα βασανισμένα χώματά του. Θα μεγαλώσεις. Θα καταλάβεις...
ΤΕΛΟΣ
Την Άννα την ξέρουμε οικογενειακώς περίπου 7 χρόνια. Ξεκίνησε ως μια γνωριμία ανάγκης, σε μια περίοδο που η μητέρα μου χρειαζόταν βοήθεια στο σπίτι λόγω φόρτου εργασίας και κατέληξε σε μια σημαντική φιλία που κρατά μέχρι σήμερα και έχει προ πολλού ξεπεράσει τη στερεοτυπική σχέση εργοδότη-υπαλλήλου. Η Άννα ήταν και η πρώτη μου επαφή με την Ουκρανία, μια χώρα για την οποία λίγα ήξερα και ακόμα λιγότερα ήθελα να μάθω πριν τη γνωρίσω και αρχίσω να συζητώ πιο αναλυτικά μαζί της.
Γεννηθείσα και μεγαλωμένη εκεί, απέκτησε την πρώτη της οικογένεια σε πολύ μικρή ηλικία, πρόλαβε να χωρίσει, άφησε τα δυο της αγόρια στην εφηβεία με τη γιαγιά τους και ήρθε λίγο μετά τα τριάντα της στην Ελλάδα, σε αναζήτηση πόρων για να έχουν οι δύο γιοί της ένα καλύτερο μέλλον. Σήμερα, είναι υπερήφανη χορηγός δύο οικογενειών, μιας τριμελούς και μιας τετραμελούς στην Ουκρανία, σύνολο εφτά στόματα, για τους οποίους μιλάει συνέχεια και τους οποίους επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι επισκέψεις γίνονταν "εις βάρος" της ιδιωτικότητας των δύο κανακάρηδών της, που έβλεπαν την αυταρχική για αυτούς μάνα να εισβάλλει στα σπίτια τους ενάμιση μήνα κάθε καλοκαίρι και να δίνει εντολές, σε μια προσπάθεια να επιβάλλει την τάξη και να υπενθυμίσει την παρουσία της μετά από τόσους μήνες απουσίας. Σαν καλή μητέρα, καπάτσα γυναίκα και ψυχρή Σλάβα, η Άννα κατάφερνε όλα αυτά τα χρόνια να ελέγχει τα βήματα των γιών της και των οικογενειών τους από μακριά, να τους δίνει χρήματα όντας βέβαιη ότι θα πήγαιναν εκεί που έπρεπε (δηλαδή όχι στο ποτό, όπως η ίδια λέει) και να φροντίζει για τη σωστή μόρφωση των μικρών εγγονιών της. Ωστόσο τα χρόνια πέρασαν και κουράστηκε. Κουράστηκε να μπαίνει στα πόδια τους, κουράστηκε να αισθάνεται επισκέπτης στην ίδια της τη χώρα. Η απόφαση δεν άργησε να έρθει στο εύστροφο μυαλό της:
Μέσα σε 3 χρόνια, με οικονομίες της ιδίας και του νυν Έλληνα συζύγου της, η Άννα κατάφερε να χτίσει το δικό της σπίτι στο χωριό της, στη Lvivska Oblast (Νομό Λβιβ) στη δυτική Ουκρανία. Η κατασκευή του σπιτιού ολοκληρώθηκε αισίως πριν από μερικούς μήνες και έλειπαν μόνο μερικά έπιπλα, οπότε η πρόταση ήρθε επίσημα από το στόμα της την ημέρα που με πρωτοείδε αφότου γύρισα από τις ΗΠΑ την Άνοιξη: "Εσένα που σου αρέσουν τόσο το ταξίντια, θα σε καλούσα ευχαρίστως να έρθεις στο Ουκρανία να ντεις πώς είναι τα πράγματα εκεί! Σπίτι πλέον έχω, ανάγκη κανέναν ντεν έχω και καλώ όποιον τέλω! Σκέψου το!" με παρότρυνε λίγο επιτακτικά με την στερεοτυπική βαριά της προφορά και τα μικρά της γραμματικά λάθη, που τόσα χρόνια πλέον τα άκουγα εξίσου φυσιολογικά με την καθημερινή ομιλία ενός μέσου Έλληνα.
Δυο μήνες μετά, το ποντίκι μου στέκεται λίγο διστακτικά πάνω από το πράσινο κουμπί, του πράσινου site, της πράσινης (όχι περιβαλλοντολογικά, καθαρά χρωματικά) ρουμανικής εταιρίας Carpatair, την οποία άκουγα για πρώτη φορά τότε. Λίγες ημέρες πριν, έκλεινα την τακτοποιημένη βαλίτσα μου γεμάτη με μικροδωράκια για το πιο surreal και καλτ ταξίδι μου μέχρι σήμερα, ξέροντας μόνο ένα πράγμα: ότι θα ήμουν ο πρώτος καλεσμένος στο νέο σπίτι της ουκρανικής οικογένειας Murin, μιας οικογένειας που είχα δει μονάχα στις φωτογραφίες που συνέρρεαν κατά δεκάδες μηνιαία σε ταχυδρομικούς φακέλους στο κατώφλι της Άννας στην Αθήνα...
Μια μικρή εισαγωγή για όσα θα ακολουθήσουν! Θα συνεχίσω με την πρώτη ευκαιρία!
Στέκομαι στην ουρά και περιμένω το Boarding της πτήσης για Τιμισοάρα, όπου θα γινόταν η ανταπόκριση για Λβιβ. Είμαι ήρεμος και κουλ, αυτή η άδεια μέσα στον Ιούλιο πολύ καλά μου έκατσε, τη χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση! Με αυτή τη σκέψη να με χαλαρώνει, χάζευα τον κόσμο τριγύρω και χαμογελούσα με την οικειότητα που αισθάνονταν τόσο γρήγορα οι άγνωστοι μεταξύ τους επιβάτες της πτήσης. Μια μικρή ερώτηση ή ένα "συγγνώμη που σας έσπρωξα", γινόταν αφορμή για ολόκληρες συζητήσεις σε ανάμεικτα ελληνικά, ουκρανικά και ρωσικά, σχετικά με την οικογένεια του άλλου, την πόλη/χωριό καταγωγής του, τη δουλειά του, τα σκυλιά του, τα γατιά του και όλα τα συναφή.
Οι επιβάτες της πτήσεις ήταν κατά τη μεγάλη τους πλειοψηφία γένους θηλυκού. Γυναίκες που δούλευαν σε σπίτια ή ως καθαρίστριες σε καταστήματα, συνοδευόμενες από τις νεότατες για τα ελληνικά δεδομένα μητέρες τους και συχνά τις κόρες τους (ομολογώ ότι από μερικές από αυτές δε μπορούσα να ξεκολλήσω εύκολα τα μάτια μου ). Οι μόνοι άντρες στην πτήση ήταν ένας Πόντιος, που πετούσε με την Ουκρανή γυναίκα του και τα 3 ζωηρότατα και υπερκινητικά παιδιά τους, ένας άξιος εκπρόσωπος της άριας φυλής, γέννημα θρέμα Ουκρανίας και όχι πάνω από 27 ετών, και ένας αφηρημένος φοιτητής που σκεφτόταν πόσο αστεία ήταν όλα όσα εξελίσσονταν γύρω του και για τα οποία αργότερα αποφάσισε να γράψει μια ιστορία σε ένα φόρουμ, όπου οι πιο πορωμένοι ταξιδευτές ανταλλάζουν απόψεις και εμπειρίες.
Οι ωραιότατες Ρουμάνες αεροσυνοδοί έφερναν βόλτα το αεροπλάνο τρέχοντας σχεδόν να προλάβουν κάποιο από τα περίπου 10 νήπια/βρέφη που αλώνιζαν στο διάδρομο ανεξέλεγκτα. Στις γύρω μου θέσεις ένα χάος από σλαβικές γλώσσες και λίγα σκόρπια ελληνικά. Ναι, ναι, καλά καταλάβατε: Στην πτήση ο υποφαινόμενος ήταν ο μόνος γεννημένος στην Ελλάδα Έλληνας. Ωραίες στιγμές, έκλεισα λίγο τα μάτια και έγειρα , ρίχνοντας μόνο κλεφτές ματιές στο διάδρομο, σε περίπτωση που περνούσε κανένα καροτσάκι με φαγώσιμα. Όταν το αεροπλάνο ακούμπησε ρουμανική γη, εγώ ακόμα κοιμόμουν. Περιμένοντας πώς και πώς να μπω στο αεροπλάνο της ανταπόκρισης για να ξανακοιμηθώ όμως, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια διόλου επιθυμητή καθυστέρηση μιας ώρας στην πτήση για Λβιβ. Οι υπόλοιποι επιβάτες, ηθικόν ακμαιότατον! Η Ουκρανή και ο Πόντιος κυνηγούσαν τα πιτσιρίκια στους διαδρόμους, ουρλιάζοντας σε μια ελληνο-ρωσο-ουκρανική γλώσσα τόσο ανάμεικτη που πλέον δεν έβγαζε κανένα νόημα, οι αιθέριες πιτσιρίκες έστελναν μηνύματα στο boyfriend στην Ελλάδα με τα ροζ κινητά τους κι εγώ απλά απαντούσα σε όποια γλώσσα μου κατέβαινε στο μυαλό "Δεν καταλαβαίνω" σε όποιον ερχόταν και με ρωτούσε σε κάθε πιθανή γλώσσα της περιοχής κάτι για την πτήση που καθυστέρησε.
Στο Λβιβ προσγειωθήκαμε απόγευμα, ο ουρανός καθαρός και η διάθεση αρκετά καλή, παρά τη μικρή ταλαιπωρία. Η διάθεση άλλαξε αμέσως μόλις πέρασα τον έλεγχο διαβατηρίων: οι βαλίτσες μας περίμεναν σε ένα χωλ, όπου ήταν πρόχειρα τοποθετημένα δυο σκάνερ αποσκευών, μαζί με τους μισούς επιβάτες μιας πτήσης που είχε προσγειωθεί πριν μία ώρα shock από Ρώμη. Όταν πάτησα το πόδι μου στην αίθουσα αναμονής, με τις Ουκρανές μανούλες να φωνάζουν ψάχνοντας τα παιδιά τους τα ξενιτεμένα και τους λιγοστού οδηγούς ταξί να ψάχνουν ταρίφα, βρήκα την Άννα, καθισμένη σε ένα παγκάκι και μισοκοιμισμένη πάνω στον ώμο του άντρα της. Ο γιός της λίγο παραπέρα κάπνιζε νευρικά ένα τσιγάρο, κοιτώντας το άπειρο. Κοίταξα το ρολόι μου: Συνολικά είχαμε αργήσει από όλες τις διαδικασίες 2 ολόκληρες ώρες.
Η Άννα με άρπαξε από τα μάγουλα απότομα, μου κατέβασε το κεφάλι και μου έσκασε δυο φιλιά, ρωτώντας με γιατί αργήσαμε τόσο. Με τους δύο άντρες οι χαιρετούρες ήταν λίγο πιο τυπικές. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τις ελληνικές πινακίδες -το μόνο με ξένες πινακίδες σε όλο το χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου- και φύγαμε για το χωριό.
"Το χωριό μου είναι κουντά! Μόνο τριάντα κιλομέτρα!" με διαβεβαίωσε η Άννα, βλέποντας την εξάντληση στα μάτια μου. Χαλάρωσα για λίγο, ωστόσο πάνω στο εικοσιπεντάλεπτο οδήγησης και αφού ήδη είχαμε αφήσει το γιο κάπου στο Λβιβ για δουλειές, με τον προορισμό μας να μη φαίνεται στον ορίζοντα, είχα αρχίσει να αμφιβάλλω. Οι δρόμοι έξω από το Λβιβ προς την επαρχία πολύ κακοί, ο σώφρων οδηγός θα τηρούσε το φαινομενικά συντηρητικό όριο ταχύτητας των 50 αν ήθελε το καλό του αυτοκινήτου του. Ακόμα και ο νευρικός Έλληνας οδηγός και σύζυγος της Άννας έβαλε νερό στο κρασί του για την περίσταση. Οι Ουκρανοί όμως δεν είχαν ίδια άποψη: Αφού μας πέρασαν 2 marshrut (λεωφορεία-ταξί πολύ της μόδας στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ - περισσότερα γι' αυτά παρακάτω), ένα βαν, μια νταλίκα, καμια 20ρια Ι.Χ. και ένα κάρο οδηγούμενο από άλογο shock συνειδητοποιήσα ότι οι Ουκρανοί δε λυπούνται τα οχήματά τους."Μετά από 3 κρόνια αυτοί αλλάζουν αυτοκίνητο, τα σπάνε όλα, κομμάτια τα κάνουτ'!" σχολίασε η Άννα, υπενθυμίζοντάς μου το αστείο για μένα συνήθειο πολλών ανατολικοευρωπαίων Σλάβων να αλλάζουν την κατάληξη του τρίτου πληθυντικού προσώπου με την αντίστοιχη δική τους κατάληξη ("κανουτ' " αντί για "κάνουν").
Όταν φτάσαμε στο χωριό είχαν ήδη περάσει πάνω από 40 λεπτά. Στην είσοδο του χωριού, στη στάση, ένιωσα όλα τα βλέμματα να πέφτουν πάνω στο αυτοκίνητό μας και ιδιαίτερα πάνω σε εμένα. Το αυτοκίνητο άλλωστε το είχαν ξαναδεί, τον ξένο όμως που είχε μόλις έρθει στην Ουκρανία για πρώτη φορά ποτέ. Μας χαιρετούσαν από μακριά, σταματώντας τα κάρα τους ή τα αυτοκίνητά τους αν χρειαστεί. Κι εμείς χρειάστηκε να σταματήσουμε 2-3 φορές, για να αφήσουμε το δρόμο ελεύθερο σε μια σειρά από χήνες ή μια τυχαία αγελάδα, που σκέφτηκαν ότι ήταν η κατάλληλη ώρα να περάσουν στο απέναντι ρεύμα του δρόμου.
Τα σπίτια όλα ταπεινά, κτισμένα από τούβλα ή πλίνθους, τα περισσότερα άβαφτα εξωτερικά με τις ανάγλυφες γραμμές των τούβλων και το γκρίζο τσιμέντο ανάμεσά τους να αποτελούν τη μόνη τους εξωτερική διακόσμηση. Όλα ανεξαιρέτως είχαν κήπο, μικρό φράκτη και ΌΛΑ μα ΌΛΑ είχαν ζώα, μικρά και μεγάλα, που αλώνιζαν ελεύθερα στους δρόμους του χωριού.
Με το που κατεβαίνω από το αμάξι, ακούω μια φωνή να φωνάζει κάτι στα ουκρανικά. Γυρίζω πίσω μου και βλέπω μια ξυπόλυτη γυναίκα με πρόχειρα ρούχα και κακοβαμμένα καστανόξανθα κοντά μαλλιά να με χαιρετά. Με πλησιάζει και μου συστήνεται: "Olga - mozhe i Olya". Η Άννα μου εξηγεί ότι είναι η μία συμπεθέρα της, που μένει στο ακριβώς δίπλα σπίτι. Κοιτάω τα δύο σπίτια και συνειδητοποιώ πόσο διαφορετικά είναι μεταξύ τους: Της Άννας είναι καινούργιο, κτισμένο λιτά αλλά με τα ελληνικά πρότυπα, ενώ της Όλγας είναι καθαρά αγροτικό, λίγο πιο καθωσπρέπει από τα άλλα, σε καμία όμως περίπτωση λαμπερό ή ξεχωριστό. Η συμπεθέρα με κοιτάει με νόημα, λες και περιμένει να της πω κάτι παραπάνω για μένα. Με τα λίγα ρωσικά που ξέρω, της εξηγώ ότι μένω στην Αθήνα, της λέω πόσο χρονών είμαι, της έξηγώ ότι ΔΕ μιλάω ουκρανικά (θέλω να σταθείτε σε αυτή μου τη δήλωση) αλλά μόνο λίγα ρωσικά και εκείνη φαίνεται ικανοποιημένη.
Μπαίνω στο σπίτι και τακτοποιώ πρόχειρα τα πράγματά μου. Η Άννα δεν έχει καταφέρει να αγοράσει ακόμα όλα τα έπιπλα που χρειάζεται και απολογείται γι' αυτό, όσο μου στρώνει τον καναπέ-κρεβάτι στον οποίο θα κοιμηθώ και ο οποίος στην αρχική του μορφή μου θύμιζε περισσότερο ανάκλιντρο του βασιλιά Λουδοβίκου του 13ου παρά καναπέ για καλεσμένους σε ένασπίτι στην ουκρανική επαρχία. Αλλά όλα κι όλα! Η Άννα προτιμά να κοιμηθεί η ίδια στο πάτωμα αν χρειαστεί, παρά να μην περιποιηθεί τον καλεσμένο της.
Μέχρι να ανοίξω τη βαλίτσα, να βγάλω τα βασικά, να πάω στο μπάνιο να πλύνω μούτρα και να αλλάξω μπλούζα, στο σαλόνι άρχισαν να ακούγονται ολοένα και περισσότερες φωνές. Πλησίασα αθόρυβα και με λίγο φόβο και κρυφοκοίταξα από τη χαραμάδα της πόρτας του δωματίου μου, αδυνατώντας να πιστέψω από που είχαν ξεφυτρώσει μέσα σε 10 λεπτά όλοι αυτοί οι άνθρωποι...
Όση ώρα κοιτούσα κρυμμένος το πλήθος που είχε μαζευτεί στο μικρό σαλόνι, σκεφτόμουν μόνο αυτό που είχα διαβάσει στον ταξιδιωτικό οδηγό μου τόσο ξεκάθαρα: Οι Ουκρανοί λατρεύουν να κάνουν φύλλο και φτερό τον οποιονδήποτε ξένο γνωρίζουν, έχουν δε την πεποίθηση ότι οποιοσδήποτε ζει και εργάζεται εκτός συνόρων έιναι αυτόματα βαθύπλουτος, γόνος καλής οικογένειας και σίγουρα καλός γαμπρός (οι νύφες δε τους ενδιαφέρουν τόσο).
Βγήκα διστακτικά στο σαλόνι και χαιρέτησα τους πάντες με ένα κάπως αμήχανο "Dobriy Den". Όλα τα βλέμματα στράφηκαν επιτόπου πάνω μου και πριν καθίσω έριξα μια γρήγορη ματιά, σκανάροντας τα άτομα που είχαν μαζευτεί: Η Άννα, ο Έλληνας σύζυγός της, η Olya από πριν, ένα ζευγάρι όχι πάνω από 30 ετών, δύο κοριτσάκια κάτω από 10, ένα μωρό και μια κυρία περίπου στην ηλικία της Άννας. Όπως απεδείχθη, το ζευγάρι ήταν ο άλλος γιος της Άννας και η γυναίκα του, τα κοριτσάκια και το μωρό ήταν τα εγγόνια της Άννας και η κυρία ήταν μια ξαδέλφη της οικοδέσποινάς μας. Εξίσου γρήγορα με το πλήθος εμφανίστηκαν και τα φαγητά στο τραπέζι: σαλάμι καπνιστό, τυριά 2 ειδών, σαλάτα ανάμεικτη, πατάτες φούρνου. Όλα αυτά συνοδεύονταν από την απαραίτητη δόση βότκας (που στην Ουκρανία λέγεται "Γορίλκα"). Συχνά-πυκνά κάποιος από το τραπέζι γέμιζε και ξαναγέμιζε το σφηνακοπότηρό μου, καλωσορίζοντάς με, προτού όλη η παρέα τσουγκρίσει τα ποτήρια της στο κέντρο του τραπεζιού.
Έτσι ευχάριστα ξεκίνησε το φαγοπότι μας, το οποίο δεν άργησε να εξελιχθεί στην αναμενόμενη "ανάκριση" του επισκέπτη. Οι ερωτήσεις ξεκινούσαν αθώα, "Πόσο χρονών είσαι;", "Πού μένεις;", "Έχεις αδέλφια;" τις οποίες και απαντούσα με τα ακατέργαστα ρωσικά μου και τη μεταφραστική βοήθεια της Άννας, για να εξελιχθούν λίγο αργότερα σε άλλες που τους απασχολούσαν όπως φαίνεται περισσότερο, με κυριότερη και πολυαγαπημένη την ερώτηση "Είσαι παντρεμένος;" Όπως απεδείχθη και στο υπόλοιπο του ταξιδιού μου στην Ουκρανία, αυτή η ερώτηση είναι από τις αγαπημένες των Ουκρανών προς τους ξένους. Περισσότερα γι' αυτό παρακάτω.
Προσπαθώντας να ξεφύγω λίγο από το επικοινωνιακό μπάχαλο σε 3 γλώσσες που είχε δημιουργηθεί στο τραπέζι, πήγα στο δωμάτιό μου και έφερα τα δώρα που είχα προνοήσει να αγοράσω από την Ελλάδα για τα παιδιά της οικογένειας Murin. Έτσι, για μερικά λεπτά κατάφερα με τα δώρα να αποπροσανατολίσω τους αδηφάγους ανακριτές μου και να αλλάξω λίγο το θέμα συζήτησης, βλέποντας το μωρό να ξετρελαίνεται με το παιχνίδι που του έφερα. Οι γιαγιάδες ανάγκασαν και τα δύο μεγαλύτερα κοριτσάκια να με φιλήσουν σταυρωτά στο μάγουλο, ολοφάνερα παρά τη θέλησή τους, προτού ανοίξουν τις σακούλες με τα δώρα τους.
Συχνά-πυκνά κατά τη διάρκεια της συζήτησης γυρνούσα προς τον μόνο Έλληνα της παρέας εκτός από εμένα, σε μια απέλπιδα κλήση "σωτηρίας". Ο άνδρας της Άννας όχι μόνο δεν καταλαβαίνει Ουκρανικά ή ρωσικά ή οτιδήποτε ανάλογο, αλλά αρνείται πεισματικά εδώ και χρόνια να μάθει. Ξέρει μόνο τη λέξη "voda", κι αυτό για να σωθεί σε περίπτωση που βρεθεί σε κάποια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως ανέφερε με κάθε σοβαρότητα. Έτσι, όσες φορές κι αν επισκέφθηκε την Ουκρανία, δεν ήρθε ουσιαστικά ποτέ αντιμέτωπος με αυτή την κατάσταση, καθώς κάθε φορά τον ξέμπλεκε η Άννα από κάθε αντίστοιχη προσπάθεια προσέγγισης.
"Το παιδί μας από εδώ είναι σπουδαγμένο, μιλάει πολλές ξένες γλώσσες, ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής, από έφηβο τον ξέρω", ακούω ξαφνικά με τρόμο την Άννα να λέει στους καλεσμένους της. Η προσοχή επανέρχεται για ακόμα μια φορά σε εμένα. Η Olya και η ξαδέλφη αρχίζουν να κάνουν τις πρώτες προτάσεις: "Πρέπει να παντρευτείτε οπωσδήποτε Ουκρανή, είναι οι καλύτερες γυναίκες!" Η Άννα πετάγεται αμέσως και υπερασπίζεται μια θέση που δεν ήξερα ότι είχε στα σοβαρά: "Αααα, όλα κι όλα, δικός μου γαμπρός θα γίνει! Τον έχω κρατήσει για τις εγγόνες μου, κάτω τα χέρια σας!", είπε και έδειξε τα δύο οχτάχρονα κοριτσάκια που κάθονταν αμήχανα στον καναπέ και χαζογελούσαν. Πάγωσα και νομίζω ότι έσκασα το πιο αμήχανο μειδίαμα της ζωής μου. Πώς ξεφεύγει κανείς από αυτή τη συζήτηση, άραγε;
Η καλύτερη λύση βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου: ΤΟ ΡΙΧΝΕΙ ΣΤΟ ΦΑΪ! Άρχισα να τρώω με το ζόρι ό,τι έβρισκα μπροστά μου, δείχνοντας ότι απολαμβάνω τα πάντα εξίσου με την πρώτη φορά που τα δοκίμασα. Οι καλεσμένοι άρχισαν να σχολιάζουν πόσο αδύνατος είμαι και να λένε ότι καλά κάνω που τρώω λίγο μπας και πάρω κανα κιλό. Έτσι όπως ήμουν σκυμμένος, το μωρό έβρισκε κάθε λίγο την ευκαιρία να με χτυπάει με το παιχνίδι του στο κεφάλι, κάνοντας τους πάντες να γελάνε. Λίγο αργότερα όμως, σκόνταψε παίζοντας και άρχισε να κλαίει, έτσι όλοι άρχισαν και πάλι να ασχολούνται μαζί του, προς μεγάλη μου ανακούφιση.
Στις δέκα και μισή το βράδυ, η οικογένεια με το μωρό αποφάσισε να φύγει. Εκμεταλλεύτηκα κι εγώ την ευκαιρία και είπα ότι είμαι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι και έχω ανάγκη από ύπνο. Μου επέτρεψαν να φύγω μόνο με τον όρο ότι θα έτρωγα πρώτα επιδόρπιο. Αφού με ανάγκασαν με το προτρεπτικό τους βλέμμα να φάω το γλυκό που με σέρβιραν, και το οποίο ήταν δύο κομμάτια αφράτης και υπερβολικά γλυκιάς μαρέγκας που ενώνονταν σε σχήμα κοχυλιού, με καληνύχτισαν και έκατσαν για αρκετή ώρα ακόμα, μουρμουρίζοντας και γελώντας ή σχολιάζοντας τις ειδήσεις της ημέρας.
Νιώθοντας έτοιμος να σκάσω από το φαγητό, έπεσα αρχικά με τα ρούχα στο κρεβάτι, σκοπεύοντας να σηκωθώ λίγο αργότερα και να αλλάξω. Μάταια όμως, τα βλέφαρά μου με πρόδωσαν μετά από κανα δεκάλεπτο και έτσι πέρασα την πρώτη μου νύχτα στην Ουκρανία, βλέποντας ένα κινηματογραφικό όνειρο που περιελάμβανε εμένα, δύο χυμώδεις γυναίκες ντυμένες με σοβιετικές στρατιωτικές στολές και έναν παρασημοφορημένο συνταγματάρχη του πεζικού να συνομιλούμε σε οποιαδήποτε γλώσσα ΕΚΤΟΣ από τα ελληνικά σχετικά με το διαβατήριό μου, που υποτίθεται ότι είχε λήξει. Τελικά γλίτωσα στο τσακ την κράτηση στις φυλακές του Ντιπροπετρόφσκ, ωστόσο οι αληθινές περιπέτειές μου στην Ουκρανία έμελλε να αρχίσουν μετά το πρωινό μου ξύπνημα...
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πολύ νωρίς από έναν περίεργο θόρυβο. Σηκώθηκα και έτριψα τα μάτια μου στο διάδρομο, όταν είδα την Άννα.
"Σε ξύπνησε το μηχανή, ε;"
"Ποια μηχανή; Τι είναι αυτός ο θόρυβος;"
"Είναι αυτό που τραβάει το νερό από το πηγάντι. Εντώ στο χωριό παίρνουμε το νερό από τα πηγάντια!"
Παρατήρησα τότε για πρώτη φορά τη μηχανή που βρισκόταν ακριβώς δεξιά στην κεντρική είσοδο της κατοικίας. Κουνιόταν ολόκληρη, καθώς τραβούσε νερό για τις ημερήσιες ανάγκες του σπιτιού, κάνοντας ταυτόχρονα και το ήδη βαρύ κεφάλι μου να υποφέρει στους ρυθμούς της.
Τα σχέδιά μας για εκείνη τη μέρα περιελάμβαναν μια βόλτα στο Λβιβ, για τουριστικούς σκοπούς, μια επίσκεψη στο γιο της Άννας που αφήσαμε την προηγούμενη ημέρα στην πόλη, λίγη ξεκούραση και, τελικά, την επίσκεψή μας στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης λίγο πριν τα μεσάνυχτα, απ' όπου θα παίρναμε το τρένο για το Κίεβο, όπου η Άννα σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να πάμε μια μονοήμερη εκδρομή.
Ντύνομαι λίγο πρόχειρα, μιας και έχουμε ακόμα χρόνο μπροστά μας για το marshrut που θα μας πήγαινε στην πόλη. Κάθομαι να τσιμπήσω κάτι για πρωινό και η Άννα μου ζεσταίνει κάτι υπέροχα χειροποίητα μικρά αρτοποιήματα σε σχήμα πιροσκί, γεμάτα με φρέσκια μαρμελάδα βερύκοκο από τα βερύκοκα που μάζεψε η Olya από τον κήπο της. Ξέχασα τη μηχανή που έσκουζε, ξέχασα την τηλεόραση που άρχισε να δείχνει για τις απεργίες στην Ελλάδα, τα ξέχασα όλα. Η γεύση τους απλά υπέροχη.
Η μηχανή επιτέλους ολοκλήρωσε το έργο της μετά από μερικά λεπτά και κατάφερα να πλύνω το πρόσωπό μου. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι το νερό με το οποίο έπλενα το πρόσωπο, το σώμα και τα δόντια μου ήταν καφέ. Δε βαριέσαι, σκέφτηκα, είναι κι αυτό μέρος της εμπειρίας...
Βγαίνω από το σπίτι για μια σύντομη βόλτα στο χωριό. Δεν έχω προλάβει να κάνω το πρώτο βήμα άπό το κατώφλι της Άννας, όταν ακούω ένα απίστευτο γκάρισμα από το απέναντι σπίτι:
"ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ! ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ!" (Στα ελληνικά)
Ένας άνδρας με γκρίζα μαλλιά και γένια 2-3 ημερών με πλησίασε και μου έσφιξε δυνατά το χέρι. Έτσι όπως με ταρακουνούσε κατά τη διάρκεια της χειραψίας, πίστεψα για λίγο ότι θα του έφερνα καπέλο όλα τα εύγευστα πιροσκί που είχα φάει νωρίτερα. Μου συστήθηκε ως Γιάννης, καθαρόαιμος Έλλην, συνταξιούχος και παντρεμένος με κατά είκοσι χρόνια νεότερη Ουκρανή. Έμενα σε ένα σπίτι λίγο παραπάνω στο χωριό και είχε πληροφορηθεί την επίσκεψή μου τόσο από την Άννα, όσο και από άλλα 2-3 άτομα στο χωριό, τα οποία απ' ότι κατάλαβα δεν είχα ακόμα γνωρίσει shock.
Περάσαμε περίπου 15 φασαριόζικα λεπτά μαζί, κατά τη διάρκεια των οποίων συνειδητοποίησα ότι καθόλου δεν είχε προλάβει να μου λείψει η μονίμως δυνατότερη κατά αρκετά ντεσιμπέλ φωνή του μέσου Έλληνα. Μου είπε τα πάντα για τη ζωή του: Ότι δούλευε νύχτα και από τα ποτά και τα ξενύχτια έπαθε κάποια πρόβλημα υγείας, ότι πήρε σύνταξη και αμέσως άρχισε να σκέφτεται πώς θα φάει τα λεφτά του, ότι παντρεύτηκε τη νυν συζυγό του και πλέον μένει το μισό χρόνο στην Ουκρανία, ότι τον εκτιμούν όλοι στο χωριό γιατί για εκείνους είναι σα το "θείο από την Αμερική" και τους κερνάει βότκες και σαλάμι στα μπαρ, ότι χθες του έφτιαξαν και του έπλυναν τζάμπα το αυτοκίνητο επειδή είναι τρελός γλετζές. Τι αμαρτίες πληρώνω Θεέ μου ο άνθρωπος να τα ακούω όλα αυτά χωρίς καν να ρωτάω στις 9 η ώρα το πρωί;
Όταν ο Γιάννης αποφάσισε πως ήταν η ώρα να πάει στο μπαρ να αρχίσει να πίνει καμια γορίλκα να στρώσει το στομάχι και να πάει καλά η υπόλοιπη μέρα, έκανα επιτέλους την πολυπόθητη βόλτα στο χωριό. Γνώρισα την (αμφιβόλου ικανότητων) καθηγήτρια αγγλικών του σχολείου, την κυρία που είχε το ψιλικατζίδικο της περιοχής, 2 άνδρες που στέκονταν μπροστά από το ταχυδρομείο και το πήγαιναν φιρι-φιρί να μεθύσουν μέχρι το μεσημέρι και τελικά κατέληξα στο νεκροταφείο του χωριού, όπου αποφάσισα να κάνω μια βόλτα, όχι επειδή με γοητεύει η ιδέα ενός νεκροταφείου, αλλά κυρίως επειδή ήταν απλωμένο σε ένα πελώριο χωράφι με παπαρούνες, ψηλό γρασίδι και άλλα λουλούδια, όπως αυτά που βλέπαμε στο μικρό σπίτι στο λιβάδι. Ανάμεσα στους τάφους και πολλοί που φιλοξενούσαν μικρά παιδιά κάτω από τα δύο έτη. Στην Ουκρανία είναι δύσκολο να είσαι βρέφος ή νήπιο: τα νοσοκομεία δεν έχουν αρκετό εξοπλισμό, σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες αναγκάζονται να αγοράζουν σύριγγες, γάζες και αντισηπτικά με δικά τους έξοδα, ενώ ασθένειες που σε άλλες χώρες θεωρούνται απλές ή αστείες, εκεί απειλούν καθημερινά τη ζωή αρκετών μικρών παιδιών.
Έκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα το απίστευτο σκηνικό: Ένας πελαργός παραμόνευε δίπλα στους τάφους και, αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δε τον κοιτούσε, άρπαξε με πονηριά ένα φρέσκο κηδειοστέφανο από έναν τάφο και το τοποθέτησε ομοιόμορφα στη φωλιά που έχτιζε πάνω σε ένα υδραγωγείο λίγα μέτρα μακριά. Αποφάσισα ότι αρκετές συγκινήσεις είχα ζήσει για εκείνο το πρωινό και κατευθύνθηκα πίσω στο σπίτι. Η ώρα είχε ήδη πάει δέκα και μισή.
Στις έντεκα περιμέναμε με την Άννα το marshrut στη στάση, όπου κατάφερα για άλλη μια φορά να συγκεντρώσω την προσοχή του πλήθους και να κερδίσω άλλη μια υποψήφια νύφη, αυτή τη φορά 12 ετών. Η Άννα υπερασπίστηκε το δικό της δικαίωμα να με κάνει γαμπρό της και έτσι δεν υπήρξαν άλλες διεκδικήσεις.
Το marshrut έφτασε στην ώρα του, μισογεμάτο αλλά έχοντας ακόμα κενές θέσεις για να καθίσουμε. Το εισιτήριο από το χωριό για το Λβιβ κόστιζε 5 γρύβνια, δηλαδή περίπου μισό ευρώ. Φαίνεται ότι αυτά τα μικρά φορτηγάκια έχουν πάθει ανοσία στην κακή ποιότητα των δρόμων της επαρχιακής Ουκρανίας: εκεί που ένα άλλο αυτοκίνητο θα είχε τουμπάρει ή θα είχε χάσει καμια ρόδα, τo marshrut πήγαινε, και πήγαινε, και πήγαινε, χωρίς ο οδηγός να χαμηλώνει ταχύτητα και χωρίς να αισθανόμαστε ότι κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο, όταν πλησιάσαμε στο Λβιβ, εκεί που ο δρόμος που οδηγεί στο ιστορικό κέντρο γίνεται πλακόστρωτος, το marshrut άρχισε να τρίζει τόσο πολύ και να χτυπιέται πάνω στις ανισόπεδες πλάκες, που ένιωσα ότι το κεφάλι μου γίνεται μίξερ. Και έτσι πηγαίναμε για κανένα τέταρτο περίπου, με τη ζέστη στην πόλη να έχει αρχίσει να γίνεται αφόρητη και τους Ουκρανούς να φαίνονται τόσο συνηθισμένοι σε αυτές τις ακραίες συνθήκες δόνησης, που κανένας δεν έκανε το παραμικρό παράπονο, ενώ εγώ φύσαγα και ξεφύσαγα, νιώθοντας για πρώτη φορά ότι ζαλίζομαι στα σοβαρά μέσα σε όχημα.
Όταν κατεβήκαμε στο κέντρο, πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να τακτοποιήσω τον κουνημένο εγκέφαλό μου, αλλά και τα σχέδιά μου για το τι θα βλέπαμε στο Λβιβ τις περίπου 5 ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας. Ο οδηγός πρότεινε απλά να περπατήσουμε ελεύθερα και χωρίς οδηγίες στους παλιούς δρόμους, να θαυμάσουμε τα κτίρια και να χαθούμε στα πλήθη. Η Άννα συμφώνησε με την ιδέα και έτσι, χωρίς κανένα πλάνο, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στην πόλη.
Το Λβιβ είναι μια πόλη με έντονα πολωνικό και αυστρο-ουγγρικό χαρακτήρα. Βρίσκεται σε μια ιστορική περιοχή της Ουκρανίας που λέγεται Γαλικία (Galicina στα ουκρανικά), η οποία στην ιστορία της έχει αλλάξει αρκετούς κατακτητές. Σήμερα, στην πόλη ζει μια μικρή κοινότητα περίπου 5-8% Πολωνών, ένα απειροελάχιστο σε σχέση με την υπόλοιπη Ουκρανία ποσοστό Ρώσων και η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ουκρανικής καταγωγής ή συνείδησης. Στο Λβιβ τα ρωσικά είναι κατανοητά, αλλά κανένας από τους κατοίκους σχεδόν δεν είναι σήμερα διατεθειμένος αν τα μιλήσει. Οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ περήφανοι για την ουκρανικότητά τους και το Λβιβ αποτέλεσε το κέντρο της μάχης της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από τη ρωσική επιρροή.
Τα κτίρια ενδιαφέροντος στην πόλη περιλαμβάνουν κυρίως καθολικές εκκλησίες πολωνικής προέλευσης, μερικές ορθόδοξες εκκλησίες, κυρίως ρωσικού χαρακτήρα και πολλά παλιά κατοικημένα κτίρια, που θυμίζουν έντονα Πολωνία. Όλο το ιστορικό κέντρο είναι πλακόστρωτο (άρα όχι φιλικό προς τα Ι.Χ.) και εξυπηρετείται άψογα από δεκάδες marshrut και δρομολόγια τραμ. Ωστόσο, τα δρομολόγια ήταν πολύ μπερδεμένα, έτσι η καλύτερη λύση για κάποιον ασυνόδευτο ξένο είναι η λίγο ακριβότερη λύση του ταξί ή το ποδαράτο, φυσικά. Ακόμα και η Άννα δυσκολευότνα να βγάλει άκρη με τα marshrut, καθώς η πόλη είναι αρκετά μεγάλη και τα δρομολόγια περνάνε από αρκετές περιοχές, μερικά κάνοντας και σχεδόν ταυτόσημες διαδρομές.
Το μεσημεράκι κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία της όπερας. Ο δρομος που οδηγούσε σε αυτή, οριοθετημένος από περιποιημένα δέντρα, ήταν γεμάτος κόσμο: εκεί χτυπούσε πραγματικά η καρδιά του Λβιβ. Ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν σκάκι ταχύτητας με χρονόμετρο, νεαρά παιδιά κάνανε promotion εταιριών κινητής τηλεφωνίας, κορίτσια επιδείκνυαν τα καινούργια παπούτσια τους, μητέρες έβγαζαν βόλτα τα μωρά τους και αλκοολικοί λαγοκοιμόντουσαν στην άκρη κάποιου πάγκου. Το κτίριο της όπερας είναι χτισμένο πίσω από ένα όμορφο συντριβάνι, ενώ τα περιστέρια που πετούν όπου υπάρχει τροφή κάνουν το χώρο ιδανικό για όμορφες φωτογραφίες χωρίς κόπο (θα ανεβάσω μια φωτογραφία της πλατείας εν καιρώ).
Μετά τις 3 καθίσαμε με την Άννα σε ένα εστιατόριο να φάμε. Διαλέξαμε κόκκινο μπορς (από πατζάρια με κρέμα γάλακτος σμετάνα από πάνω), σούπα σολιάνκα (με κρέας, πατάτα και άλλα λαχανικά), τηγανίτες deruny από χτυπημένη πατάτα και σνίτσελ μοσχαρίσιο με βραστά λαχανικά. Οι τιμές των πιάτων είναι πολύ καλές στην Ουκρανία, οπότε προτείνω σε όποιον την επισκεφθεί να μη φοβηθεί να δοκιμάσει ό,τι του κινεί την προσοχή. Με περίπου 10-17 ευρώ δύο άτομα τρώνε πολύ καλά.
Ο ήλιος είχε πλέον αρχίσει να δύει, όταν η Άννα πρότεινε να γυρίσουμε στο σπίτι του γιου της στα προάστια του Λβιβ, για να ξεκουραστούμε πριν το μεγάλο μας ταξίδι στο Κίεβο. Έχοντας συνηθίσει εγώ τα σπίτια στο χωριό, τα οποία σε γενικές γραμμές βρίσκονται πολύ κοντά στα ελληνικά δεδομένα, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την εμπειρία της σοβιετικού τύπου πολυκατοικίας στην πόλη...
Ο γιός της Άννας έμενε σε μια γειτονιά που οι ντόπιοι θεωρούσαν ιδιαίτερα "ειδυλλιακή". Ε, λοιπόν, δεν ήταν. Τουλάχιστον όχι με τα δεδομένα άλλων πόλεων στην Ευρώπη ή ακόμα και στην Ελλάδα. Το μόνο που έσωζε λίγο την κατάσταση ήταν τα μικρά άλση που έδιναν λίγο χρώμα και ζωντάνια στην περιοή, η έλλειψη κυκλοφοριακής συμφόρησης στους δρόμους και τα λίγα δυτικών προτύπων μεγάλα και μοντέρνα σπίτια που χτίζονταν ανάμεσα στις τεράστιες και γκρίζες πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολυκατοικιών σε αυτή τη γωνιά του Λβιβ, μακριά από το ιστορικό κέντρο.
Η Άννα μου εξήγησε ότι στην Ουκρανία δεν είναι καθόλου διαδεδομένη η έννοια του ενοικίου. Όταν η Ουκρανία ανήκε ακόμα στη Σοβιετική Ένωση, το κράτος παραχωρούσε διαμερίσματα στους πολίτες ανα οικογένεια σε κάποια από αυτές τις πολυκατοικίες, ενώ εκείνοι όφειλαν μόνο να πληρώνουν το μερίδιό τους στο κοινόχρηστο νερό, ρεύμα κ.ο.κ. Όταν η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητη, άρχισε μια προσπάθεια να μη μείνει κανένας πολίτης άστεγος ή χωρίς περιουσία. Έτσι, η κυβέρνηση προσπάθησε να πουλήσει τα διαμερίσματα σε όποιον ήταν σε θέση να παραχωρήσει ένα συμβολικό αντίτιμο, που σε καμία περίπτωση δεν αναλογούσε στο κόστος κατασκευής του διαμερίσματος, όσο παλιό και κακοσυντηρημένο κι αν ήταν το συγκρότημα. Αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν αφενός να μην είναι διαδεδομένη η εικόνα ενός άστεγου ανθρώπου και αφετέρου οι περισσότεροι άνθρωποι της μέσης τάξης να έχουν πλέον ένα διαμέρισμα στην πόλη και ένα σπίτι τουλάχιστον στο χωριό καταγωγής τους. Έτσι και τα παιδιά της Άννας μοιράζονταν το περίπου 200τ.μ. διαμέρισμά τους τις καθημερινές που εργάζονταν, ενώ τα Σαββατοκύριακα ξεκουράζονταν στα δικά τους σπίτια στο χωριό, κοντά στο νέο σπίτι της Άννας.
Πλησιάσαμε την πολυκατοικία-στόχο με εμένα να μπλέκομαι μέσα σε δεκάδες σκοινιά απλώματος και ασπρόρουχα που ήταν κρεμασμένα από την μία πολυκατοικία στην απέναντι, λίγο πάνω από το χώμα, καθώς σε εκείνο το στενό ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν σφραγισμένη πρόχειρα με ένα τσίγκινο κάλυμα δεμένο με αλυσίδα και λουκέτο πάνω στην κανονική πόρτα. Η Άννα είχε κλειδί και για τις δύο και εξήγησε ότι η λύση αυτή ήταν προσωρινή, μέχρι οι ιδιοκτήτες να αποφασίσουν να μαζέψουν λεφτά, προκειμένου να αγοράσουν μια νέα, πιο ασφαλή πόρτα. Κοίταξα απορημένος και προχώρησα στο εσωτερικό του ψηλού κτιρίου, για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχε φώτα στις σκάλες, ούτε ασανσέρ. Ταυτόχρονα, ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι είχε περίπου 7 ορόφους shock Με ανακούφιση έμαθα ότι το διαμέρισμά μας βρισκόταν στο δεύτερο, την ώρα που μια γάτα με προσπέρασε, για να ξαπλώσει πάνω σε έναν πάκο διαφημιστικά φυλλάδια που είχαν παρατηθεί ποιος-ξέρει-πόσον-καιρό δίπλα στην κεντρική είσοδο. Μερικοί από τους ιδιοκτήτες είχαν βάλει φως με δική τους πρωτοβουλία πάνω από τα κατώφλια τους, ενώ ελάχιστα ήταν τα κουδούνια δίπλα από τις πόρτες. Οι άνθρωποι εκεί ειδοποιούνται ότι έχουν επισκέπτη με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο: χτύπημα της πόρτας με το χέρι.
Το εσωτερικό του διαμερίσματος δεν ήταν καλύτερο: στον κεντρικό διάδρομο δεν υπήρχε ίχνος χρώματος, σοβατίσματος ή ταπετσαρίας, όλος ο τοίχος ήταν γυμνός και γκρίζος, με ίχνη από τα τούβλα να φαίνονται ανάμεσα στα κενά του τσιμέντου. Από τα δύο μπάνια του σπιτιού των 7 ατόμων, μόνο αυτό της μίας οικογένειας ήταν σε αποδεκτή κατάσταση, ενώ το άλλο άκολουθούσε το παράδειγμα του διαδρόμου, με έναν γυμνό γλόμπο να φωτίζει την είσοδο, κρεμασμένος από σκέτα καλώδια που κρέμονταν μέχρι περίπου μισό μέτρο πάνω από το πάτωμα, μια μπανιέρα γεμάτη άσχετα αντικείμενα, από κούκλες μέχρι σπασμένα πληκτρολόγια στο κυριλικό αλφάβητο και μια μοναχική αλλά πεντακάθαρη και γυαλιστερή λεκάνη να θυμίζει σε όλους ότι αυτή δεν είναι σκηνή από θρίλερ - ώπα, μισό λεπτό, αυτή η τρύπα πάνω από τη λεκάνη στον τοίχο τι είναι; Μήπως βιάστηκα να μιλήσω; Καλέ, βλέπω το σπίτι των δίπλα! Ο Χριστός και η Παναγία!
Η Άννα απολογήθηκε για την κατάσταση του σπιτιού και μου εξήγησε ότι οι μισθοί στην Ουκρανία είναι τόσο χαμηλοί, που οι άνθρωποι σπάνια έχουν χρήματα περισσευούμενα, για να ανακαινίσουν τα παραμελημένα σπίτια τους. Υποσχέθηκε όμως ότι το άλλο μισό του σπιτιού, δηλαδή το καθιστικό και το υπνοδωμάτιο, θα με ανταμείψουν. Έκπληκτος με το άνοιγμα μιας πόρτας αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε άλλο κόσμο: Όλα τα δωμάτια από εκείνο το σημείο και εξής ήταν φρεσκοβαμμένα, με έπιπλα, τηλεοράσεις, οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, καθαρά σεντόνια. Η Άννα επενέβη και μου υπενθύμισε ότι οι γιοί της έφτιαχναν το σπίτι δωμάτιο-δωμάτιο, με τη βοήθειά της φυσικά. Πριν 3 χρόνια ούτε αυτά τα δωμάτια ήταν σε τόσο καλή κατάσταση. Με την ελπίδα ότι αν ποτέ ξαναεπισκεφτώ την Ουκρανία το σπίτι αυτό θα έχει λάβει τη στοργή που του αξίζει, έκατσα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ο γιος της Άννας τηλεφώνησε και ζήτησε συγγνώμη που δεν μπόρεσε να παρεβρεθεί στην επίσκεψή μας, αλλά έπρεπε να πάει για κάποιες έκτακτες δουλειές πριν τη βραδυνή του βάρδια. Έτσι, περάσαμε 2 ώρες μέχρι την ώρα που θα πηγαίναμε στο σταθμό εγώ και οι Άννα μόνοι μας, με εκείνη να βουτάει τα πόδια της σε λεκάνες με χλιαρό νερό κι εμένα να προσπαθώ να πιάσω την υπόθεση ενός ασπρόμαυρου ουκρανικού έργου. Τελικά εγκατέλειψα, άνοιξα τον οδηγό μου και χάζεψα τις φωτογραφίες και τα συνοδευτικά κείμενα.
Στις δέκα το βράδυ ξεκινήσαμε με την Άννα για το σταθμό του τρένου. Μεσάνυχτα έφευγε το βραδυνό μας δρομολόγιο για Κίεβο. Το σταθμό εξυπηρετούσε από την περιοχή που βρισκόμασταν μόνο ένα marshrut, το οποίο περιμέναμε, και περιμέναμε, και περιμέναμε, αλλά αυτό δεν έφτασε ποτέ. Η Άννα κάλεσε ταξί και μου ζήτησε να παραμείνω σιωπηλός ή να μιλάω μόνο ρωσικά/ουκρανικά όποτε χρειαστεί και όσο μπορώ. Οι ταξιτζήδες στην Ουκρανία κλέβουν συχνά τους ξένους και η Άννα δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις ταρίφες, οπότε αποφάσισε να παίξουμε το παιχνίδι με ασφάλεια.
Ο σταθμός ήταν πιο μκριά απ' όσο περίμενα, ίσως η μεγαλύτερη απόσταση που διένυσα μέσα στο Λβιβ. Φυσικά τιμήσαμε και το πλακόστρωτο, με τον ταξιτζή να φαίνεται συνηθισμένος και την Άννα να βογκάει "Boze mi, Boze..." (Θεε μου, θεε μου..) καθώς το κεφάλι μας έμπαινε για άλλη μια φορά στο μίξερ. Κάποια στιγμή, περάσαμε δίπλα από ένα καταπληκτικό Πολωνικό καθεδρικό ναό, για τον οποίο θα σας πω περισσότερα σε μελλοντικό κεφάλαιο, και τον οποίο κοίταζα σα χαζεμένος, χωρίς να βγάζω την παραμικρή τσιμουδιά. Τελικά, όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, το ταξίμετρο έδειχνε περίπου 7 γρύβνια, ή 70 λεπτά του ευρώ shock, για μια κούρσα περίπου 15 λεπτών.
Ο σταθμός είναι άλλο ένα εντυπωσιακό κτίριο του Λβιβ, ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο, με το εσωτερικό του να φυλάγεται από αραιή αστυνόμευση και την υγιεινή του να επιμελείται μια ομάδα από καθαρίστριες, οι οποίες με τη βοήθεια των αστυνομικών έδιωχναν από κάθε δωμάτιο με τη σειρά όλους όσοι κάθονταν εκείνη τη στιγμή, προκειμένου να καθαρίσουν. Πολύ οργανωμένα πράγματα, πίνακας με όλες τις αναχωρήσεις-αφίξεις της ημέρας σε ψηφιακή μορφή, διαφορετικούς γκισέδες εισιτηρίων για την κάθε χώρα και μηχανήματα καφέ σε όλες τις γωνίες για τους ξενύχτηδες. Ένα εισιτήριο από Λβιβ για Κίεβο με επιστροφή και κουπέ στο πήγαινε και κοινόχρηστη άνοιχτή κουκέτα στο έλα κόστισε συνολικά περίπου 100 γρύβνια ή 10 ευρώ. Και τα δύο δρομολόγια ήταν νυχτερινά, έτσι ήταν υποχρεωτικό μαζί με το εισιτήριο να νοικιάσει κανείς και το κρεβάτι.
Περιμένοντας στο σταθμό, έκανα χάζι μια οικογένεια με 4 παιδάκια και μία γάτα της αγκαλιάς, η οποία έφευγε αραιά και πού με τα μικρά να την κυνηγάνε δεξιά-αριστερά. Μας έκανα τουλάχιστον 3 φορές την ερώτηση τι γλώσσα μιλάμε τυχαίοι περαστικοί. Είπαμε, οι Ουκρανοί δε φημίζονται για τη διακριτικότητά τους! Όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης, μπήκαμε στο βαγόνι μας, μια συνοδός μας έδειξε το κουπέ που θα κοιμόμασταν και χαιρετήσαμε τη συνεπιβάτισσά μας για το υπόλοιπο του ταξιδιου, μια τροφαντούλα τριαντάρα Ουκρανή με γυαλάκια ντυμένη στα μαύρα, η οποία ερχόταν από το Ιβανο-Φρανκιβσκ. Στα βαγόνια των τρένων στην Ουκρανία κοιμούνται τυχαία άτομα και των δύο φύλων, ωστόσο οι άγραφοι κανόνες σεβασμού τηρούνται ευλαβικά. Άλλωστε, οι Ουκρανοί χρησιμοποιούν πολύ συχνά το τρένο και είναι εξοικειωμένοι από μικροί. Όταν κάποιο άτομο αλλάζει ρούχα, τα άτομα του αντίθετου φύλου και ενίοτε και του ίδιου είναι υποχρεωμένα να γυρίσουν αλλού το βλέμμα. Δε χρειάζεται ο άλλος να σου πει "τώρα αλλάζω". Με το που κάνει κάποιον θόρυβο σα να καθαρίζει το λαιμό ή κάνει πώς ετοιμάζεται να ξεκουμπώσει τα ρούχα του, όλα τα βλέμματα στρέφονται προς το παράθυρο.
Ξαπλώσαμε στις κουκέτες μας, αφού στρώσαμε τα καθαρά σεντόνια που μας έδωσαν οι συνοδοί και αισθανθήκαμε το πρώτο κούνημα του τρένου. Η θερμοκρασία ήταν άψογη, το δωματιάκι μας καθαρό και η φασαρία ανύπαρκτη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά είχε ήδη ξημερώσει και βρισκόμασταν 30χμ έξω από το Κίεβο...
Αποβιβαστήκαμε στον κεντρικό σταθμό του Κιέβου περίπου στις 8 το πρωί. Ο σταθμός ήταν κυριολεκτικά θεόρατος, έμοιαζε περισσότερο με αεροδρόμιο με όλους αυτούς τους διαδρόμους, τα μαγαζάκια, τον κόσμο που τριγυρνούσε δεξιά-αριστερά φορτωμένος με βαριές αποσκευές. Ο σταθμός του Κιέβου είναι πραγματικά γεμάτος ζωή κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθώς το τρένο, όπως προαναφέρθηκε, είναι προτιμηταίο μέσο μεταφοράς στην Ουκρανία. Το κτίριο κάποτε ήταν ένα, το κεντρικό και μεγαλύτερο σε μέγεθος, ωστόσο λόγω της αυξημένης κίνησης και της δημιουργίας νέων (διεθνών κυρίως) δρομολογίων, χρησιμοποιήθηκε και το διπλανό κτίριο το οποίο είναι σαφώς πιο μοντέρνο. Στο υπόγειο του κεντρικού κτιρίου ηπήρχε ειδικός χώρος φύλαξης αποσκευών, όπου για 14 γρύβνια (1,4 ευρώ) ο ταξιδιώτης μπορεί να αφήσει για απεριόριστο χρονικό διάστημα τις αποσκευές του ή τα τιμαλφή του. Ο χώρος φυλάσσεται από security, ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι τα μηχανήματα ήταν αρκετά δύσχρηστα - με αποτέλεσμα η Άννα να κλειδώσει το δικό μας locker με τέτοιο τρόπο, που τελικά δε μπορούσαμε να το ξανανοίξουμε με τον κωδικό που είχαμε βάλει. Είπαμε να αφήσουμε την επίλυση αυτού του προβλήματος για όταν θα επιστρέφαμε και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της πόλης.
Πρώτος μας προορισμός η πολύτιμη για τον τουρισμό και το γόητρο της Ουκρανίας Pecherska Lavra. Πρόκειται για ένα γοητευτικότατο σύμπλεγμα μοναστηριών, κοντά στη στάση Arsenal'na του μετρό. Φυσικά, για να πάμε μέχρι εκεί χρησιμοποιήσαμε το εν λόγω μέσο, του οποίου οι σταθμοί έχουν απερίγραπτα μεγάλο βάθος. Συγκεκριμένα, ο σταθμός Arsenal'na έχει βάθος 105,5 μέτρα και είναι ένας από τους πιο βαθείς στον κόσμο. Η Άννα μου εξήγησε ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή το έδαφος στο Κίεβο είναι πολύ μαλακό αφενός, και αφετέρου επειδή οι σταθμοί κατασκευάστηκαν με σκοπό να χρησιμεύσουν σε περίοδο πιθανού πολέμου και ως... καταφύγια για πόλεμο με βόμβες! Το εισιτήριο για μια διαδρομή κοστίζει μόλις 1,7 γρύβνια, δηλαδή περίπου 20 λεπτά του ευρώ. Το μετρό του Κιέβου είναι γρήγορο, αποτελεσματικό και γενικότερα ο καλύτερος τρόπος μετακίνησης για τον ξένο τουρίστα, καθώς ουσιαστικά εξυπηρετεί όλα τα σημεία ενδιαφέροντος.
Στο δρόμο για την Pecherska Lavra περάσαμε και μπροστά από το μνημείο-μουσείο του λοιμού του 1930-1933 (Muzej Holodomoru 1930-1933 rokiv), στο οποίο μας οδήγησε ένας "διάδρομος" από γλυπτά αποστεωμένων παιδιών και άλλα τέτοια... όμορφα. Το μουσείο είναι πάρα πολύ μικρό και προσεγμένο, πραγματικά ο ξένος επισκέπτης ξεχνά ότι βρίσκεται στην Ουκρανία. Βίντεο με μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν, εργαλεία και αναπαράσταση του τρόπου ζωής των ταραγμένων εκείνων χρόνων και γύρω γύρω μια σειρά από βιβλία, ένα για κάθε νομό της σύγχρονης Ουκρανίας, με ονόματα νεκρών της περιόδου. Πολλοί Ουκρανοί ανατρέχουν σε αυτά τα βιβλία μέχρι και για να βρουν πρόσωπα του γενεαλογικού τους δέντρου! Το ζήτημα του λοιμού είναι πολύπλοκο για τις σχέσεις Ουκρανίας-Ρωσίας και αποτελεί ένα από τα πολλά ζητήματα ημιαναγνωρισμένης περίπτωσης γενοκτονίας. Πάντως υπολογίζεται ότι τα θύματά του ανήλθαν σε περίπου 7 εκατομμύρια. Η άποψη της Άννας είναι ότι η μεγάλη αυτή επαναφορά του ζητήματος του λοιμού στην επικαιρότητα είναι μόνο μια ακόμα προσπάθεια του σύγχρονου ουκρανικού κράτους να διαχωρίσει τη θέση του πολιτικά από τη Ρωσία. Όπως μου λέει, είναι κοινή γνώση στην Ουκρανία ότι και πολλές ρωσικές επαρχίες είχαν δεινοπαθήσει την ίδια περίοδο.
Ήδη από εκείνο το σημείο είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται οι χρυσοί τρούλοι των μοναστηριών (δείτε τη συνημμένη εικόνα, μπροστά είναι το μουσείο και πίσω οι τρούλοι), οπότε πλησιάσαμε πιο κοντά. Η είσοδος στην Pecherska Lavra κοστίζει 20 γρύβνια το άτομο (2 ευρώ) συν μερικά ακόμα για είσοδο σε ορισμένες γκαλερί και μουσεία (αν και είναι εξίσου φθηνά, δεν αξίζουν πολύ τον κόπο). Τα εισιτήρια είναι σημαντικό να τα κρατάει κανείς πάνω του, γιατί σε κάθε πόρτα σχεδόν υπάρχει φύλακας που τα ζητάει για επιβεβαίωση. Ο χώρος είναι ειλικρινά πελώριος, με περισσότερα από 10 μοναστήρια διαφόρων εποχών, τεχνοτροπιών και μεγεθών, όλα όμως εξίσου εντυπωσιακά. Όταν επισκεφθήκαμε εμείς το χώρο ήταν γεμάτος από ρωσίδες και ουκρανές πιστές με μαντήλες στο κεφάλι, που πήγαιναν εκεί για προσκύνημα. Πραγματικός πανζουρλισμός. Μετά την κεντρική "πλατεία" του χώρου, γύρω από την οποία βρίσκονται όλα τα κύρια μοναστήρια, υπάρχουν μονοπάτια που οδηγούν στις σπηλιές (Pecherska άλλωστε σημαίνει σπηλαιώδης σε ελεύθερη μετάφραση). Στις κατακόμβες βρίσκονται διατηρημένα τα λείψανα πάνω από 100 Σλάβων αγίων, πατριαρχών και προφητών, από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Γεωργία κλπ. Οι σπηλιές είναι στενές και οι προσκυνητές/επισκέπτες καλούνται να κουβαλούν ένα κεράκι μαζί τους, επειδή ο χώρος είναι υποφωτισμένος, μάλλον για λόγους διατήρησης του απαραίτητου επιπέδου υγρασίας. Η Άννα μου αποκάλυψε ότι ποτέ ξανά δεν είχε επισκεφθεί τις κατακόμβες, παρά μόνο τις εκκλησίες, επειδή κάθε φορά ο Έλληνας άνδρας της γκρίνιαζε ότι βαριόταν και πονούσαν τα πόδια του Υποσχέθηκε δε στον εαυτό της ότι, μόλις οι δύο μεγαλύτερες εγγόνες της γίνουν 14 ετών, θα τις πάει η ίδια στο Κίεβο για να δουν μαζί όλα αυτά που της προκαλούσαν τεράστια εντύπωση (και ήταν εδώ που τα λέμε αξιοθαύμαστα).
Μετά από μια επίσκεψη δύο και κάτι ωρών στη Lavra, επόμενη στάση μας ήταν η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας, η αντίστοιχη Πλατεία Συντάγματος του Κιέβου δηλαδή. Κοντινότερη στάση του μετρό η στάση Hreshchatyk. Η πλατεία ήταν ειλικρινά πανέμορφη και όλα φαίνονταν να κυλάνε σε χαλαρούς ρυθμούς, με τους γκισέδες που πουλούσαν παγωτά από δω κι από κει, τους καλοντυμένους νεαρούς με τις σανίδες του σκέιτ και τις έφηβες καλλονές με τα ψηλοτάκουνα, τα μωρά να χαζεύουν τον κόσμο από τα καροτσάκια τους. Αλλά το πιο όμορφο σε αυτή την πλατεία ήταν ένα ιδιαίτερο συντριβάνι, που όμοιό του δεν έχω δει αλλού. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια δεκάδα περίπου σκαλοπάτια, στα οποία έτρεχε νερό που ανανεωνόταν συνέχεια, όπως στα συντριβάνι, χωρίς ωστόσο να πετάγεται και να πιτσιλάει. Ο κόσμος έβγαζε τα παπούτσια του ή τις παντόφλες του και ανέβαινε στην πλατεία από τα σκαλιά, βρέχοντας τα πόδια του στην πορεία και παίζοντας με τα νερά. Προς ποφυγή παρεξηγήσεων, το συντριβάνι ήταν φτιαγμένο ΑΚΡΙΒΩΣ για αυτό το λόγο, δε σάλεψε ξαφνικά όλη η πόλη και άρχισε να πλατσουρίζει στα συντριβάνια. Έτσι, έβλεπε κανείς ολόκληρες οικογένειες να παίζουν και να διασκεδάζουν, ζευγαράκια να φιλιούνται με τα πόδια τους στο νερό και ανθρώπους ντυμένους μασκότ να φωτογραφίζονται με τους περαστικούς. Πολύ όμορφο θέαμα, που σε έκανε να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο κέντρο μιας μεγαλούπολης.
Κοντά στην πλατεία βρισκόταν και ο ναός τς Αγίας Σοφίας, που συμπεριλαμβάνεται μαζί με τη Λάβρα στη λίστα των μνημείων της UNESCO, αλλά και ένα εξωφρενικά ακριβό εμπορικό κέντρο, ονόματι GLOBUS, στο οποίο οι τιμές ήταν ακριβότερες ακόμα και από τα ελληνικά δεδομένα! Η Άννα πρότεινε να πάμε, μόνο και μόνο για να απολαύσουμε λίγο τον κλιματισμό του χώρου και να γελάσουμε με τις ασύλληπτες τιμές. Ούτε στο Dubai τέτοια μεγαλεία! Κολώνια που στην Ελλάδα κάνει 60 ευρώ, εκεί 100. Μπλούζες που ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΝ από την εκπληκτική προσφορά των 50 ευρώ και άλλα τέτοια όμορφα. Κοντά στην πλατεία κάτσαμε να φάμε για πώτη φορά μέσα στη μέρα, καθώς είχε ήδη μεσημεριάσει. Και εκεί παρατήρησα κάτι που δεν είχα προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή...
Λοιπόν, νομίζω το ανέφερα αυτό και νωρίτερα, αλλά στην Ουκρανία αν και η επίσημη γλώσσα είναι η ουκρανική, οι γλώσσες εν χρήσει είναι η ουκρανική στη δύση πλειοψηφικά και η ρωσική στην ανατολή και την Κριμαία, πάλι πλειοψηφικά (εκτός λίγων εξαιρέσεων). Το Κίεβο βρίσκεται πάνω στο σημείο που αρχίζει αυτή η αλλαγή γλώσσας. Αποτελεί ένα ανεπίσημο "σύνορο" συνειδήσεων. Το Κίεβο είναι άλλωστε η πόλη, απ' όπου ξεκίνησαν όλα. Όταν το Βυζάντιο στα μέσα του χρόνια πάλευε με τις φυλές του βορρά, στο σημερινό Κίεβο ζούσε μια "πρωτόγονη" φυλή που ονομαζόταν Rus και σήμερα ονομάζεται από τους ιστορικούς "Kievan Rus / Kievskaya Rus". Οι μεσαιωνικές αυτές πολεμοχαρείς φυλές οδήγησαν στη δημιουργία των ανατολικών Σλάβων - των Ρώσων, των Ουκρανών και των Λευκορώσων. Το Κίεβο πάντοτε ήταν το σύνορο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ρουθενία, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ουκρανία, γι' αυτό και για πολλούς εθνικιστές Ρώσους, το Κίεβο είναι η αληθινή πρωτεύουσα της Ρωσίας (φανταστείτε αντίστοιχη συζήτηση εθνικιστών Ελλήνων για την Κων/πολη). Το Κίεβο μέχρι σήμερα είναι χωρισμένο στα δύο, οι άνθρωποι μιλούν δύο γλώσσες, με προτίμηση στη μία και έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση. Ε, λοιπόν, σε εκείνοτο φαστφουντάδικο το πρόσεξα αυτό για πρώτη φορά.
Η Άννα δε φημίζεται για τα ρωσικά της. Στο σχολείο έπαιρνε πολύ χαμηλούς βαθμούς στα ρωσικά και μέχρι σήμερα η ικανότητά της είναι πολύ χαμηλή και περιορίζεται περισσότερο σε παθητική κατανόηση. Πώς ένα τέτοιο μικρό και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός μπορεί να γίνει η αφορμή να μείνει νηστικός κανείς; Εύκολα, απαντώ εγώ. Όταν η σερβιτόρα είχε στο σχολείο το αντίστοιχο πρόβλημα με τα ουκρανικά, η συννενοήση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου. Είδα την Άννα να δείχνει με νοήματα τι θέλει να φάει στην ίδια της τη γλώσσα, βλέποντας τις προσπάθειές της να μιλήσει ουκρανικά να πηγαίνουν χαμένες. Μετά εξέφρασε το παράπονό της σε εμένα: "Ντεν βλέπω γκιατί πρέπει να μιλάω ρουσικά στην ίντια μου τη χώρα..." Σε μεγάλο βαθμό συμφώνησα με την άποψή της και σκέφτηκα όι αυτή η χώρα θα πήγαινε πολύ πιο μπροστά, αν δεν υπήρχε αυτός ο τραγικός και ανούσιος διπολισμός, που ουσιαστικά πηγάζει από καθαρές πολιτικές σκοπιμότητες.
Εγκαταλείψαμε την πλατεία και φέραμε μερικές ακόμα βόλτες στην πόλη, μέχρι που τα ταλαιπωρημένα πόδια της Άννας την πρόδωσαν. Δε μπορούσε να περπατήσει άλλο και, αν και ήταν μόλις 6 το απόγευμα και το τρένο μας έφευγε στις 10, με παρακάλεσε να επιστρέψουμε στο σταθμό. Αφού τσακώθηκε με τη security που της ζήτησε λάδωμα 10 γρύβνια για να της ανοίξει το locker (τελικά κερδίσαμε εμείς) αρχίσαμε να γυρνοβολάμε εντελώς άσκοπα γύρω από το σταθμό για 4 ώρες. Περιττό σε αυτό το σημείο να πω ότι η Άννα μου είχε θέσει ως όρο όσο θα είμαστε μαζί στο Λβιβ ή το Κίεβο να μη γυρνάω ΠΟΤΕ μόνος μου χωρίς τη συνοδεία της, γιατί φοβόταν μη μου επιτεθούν αλκοολικοί. Σας διαβεβαιώ ότι τέτοιος λόγος ανησυχίας δεν υπήρχε, τουλάχιστον όχι στις 5 μέρες που πέρασα εγώ στην Ουκρανία, αλλά όφειλα να σεβαστώ την επιθυμία της δεσποτικής αλλά καλόκαρδης οικοδέσποινάς μου.
Το τρένο μας για το Λβιβ έφτασε στις εννιάμιση το βράδυ, αυτή τη φορά κοιμόμασταν σε λιγότερο ιδιωτικό χώρο, μαζί με αρκετούς ακόμα συνεπιβάτες. Έπεσα αποκαμωμένος, ιδρωμένος και με μια αίσθηση απόλυτης βρωμιάς από τις τόσες ώρες περιπλάνησης να ξαπλώσω, αλλά μάταια. Στο δρόμο έπιασε βροχή και οι συνεπιβάτισσες έκλεισαν το παράθυρο, στο οποίο βασιζόταν η ευδαιμονία μου εκείνη τη βραδιά. Από τη ζέστη άρχισα να ιδρώνω, να ξεϊδρώνω, να θυμώνω που οι Ουκρανές κοιμόντουσαν και εγώ ήμουν ο μόνος ξύπνιος το βαγόνι. Εφιαλτική νύχτα. Με το που σταμάτησε η βροχή μια ώρα μετά, άνοιξα ελάχιστα το παράθυρο και άρχισα να αναπνέω με κολλημένη τη μύτη στη σχισμή τον παγωμένο αέρα. Ζαλισμένος ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν για πρώτη φορά μετά τις δωδεκάμιση, οπότε και στην τελευταία μου αναλαμπή, άκουσα έναν άνδρα να ανακοινώνει στο διάδρομο:
"Ispaniya, chempion sveta!"
"Ισπανία, παγκόσμιος πρωταθλητής!"
Ο τελικός ήταν εκείνο το βράδυ. Θεε μου, το είχα ξεχάσει... Χαμογέλασα και ένιωσα περισσότερο ταξιδιώτης από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή μου μέχρι σήμερα.
Το πρωί έπιστρέψαμε με την Άννα στο Λβιβ, εγώ σχεδόν άυπνος και εκείνη σέρνοντας τα πόδια της στο πλακόστρωτο της παλιάς πόλης. Αν και ήμασταν και οι δύο κομμάτια, εκείνη επέμενε: δε θα φεύγαμε από την περιοχή του σταθμού αν δε βλέπαμε το Kościοł (ελληνιστί την πολωνική εκκλησία - καθεδρικό ναό της πόλης). Και η επιμονή της με αντέμειψε, καθώς το κτίριο ήταν ένας θεόρατος και εντυπωσιακός καθολικός ναός, που θύμιζε έντονα τις αντίστοιχες εκκλησίες στο Παρίσι (βλ. συννημένη φωτογραφία). Το εσωτερικό ήταν λιτό και γεμάτο κόσμο για την πρωινή λειτουργία, καθώς εκείνη τη μέρα η Ουκρανία γιόρταζε τη γιορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου (ή "Πετρού και Παυλού" όπως συνήθιζε να λέει με λάθος τονισμό η Άννα).
Το marshrut ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί εκείνη τη στιγμή. Γκάπα γκούπα, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, δεν είχε και θέση να καθίσω και το κεφάλι μου έγινε κουδούνι, έκανε και ζέστη και αισθανόμουν ήδη βρώμικος, δεν ήθελα και πολύ να νιώσω κοντά στα πρόθυρα της λιποθυμίας! Η Άννα κούναγε νευρικά ένα διαφημιστικό φυλλάδιο που της έδωσα μπροστά από το πρόσωπό της, κάνοντάς μου κι εμένα λίγο αέρα πού και πού για να μου δώσει μια ανάσα ζωής. Κάθε φορά που περνούσαμε έξω από μια εκκλησία, έκανε το σταυρό της και έλεγε ξανά και ξανά "μεγάλη γιορτή του Πετρού και Παυλού, έπρεπε κι εγώ να είμαι στο εκκλησία αλλά ντεν πειράζει, καταλαβαίνουντ' οι άγιοι!"
Με το που κατεβήκαμε κοντά στο σημείο όπου θα μας περίμενε ο σύζυγος της Άννας, για να επιστρέψουμε γρηγορότερα στο χωριό, ορμήσαμε σε ένα περίπτερο και αγοράσαμε παγωμένο νερό και παγωτό. Μπήκα στον πειρασμό να λουστώ το μπουκαλάκι με το νερό, αλλά κρατήθηκα, θα έμπαινα και στο ξένο αμάξι. Οι Ουκρανοί πάντως άνετοι με τη ζέστη, αναρωτόμασταν συχνά πυκνά με την Άννα αν ήμασταν οι μόνοι που ζεσταινόμασταν τόσο πολύ.
Φτάνοντας στο χωριό με περίμεναν δύο εκπλήξεις: μια ευχάριστη και μια δυσάρεστη. Η ευχάριστη ήταν ότι η Όλια μου είχε ετοιμάσει πρωινό, επειδή φαντάστηκε ότι θα γυρνούσαμε πάνω στην ώρα για το γεύμα και θα ήμασταν πεινασμένοι. Η δυσάρεστη ήταν ότι στο σπίτι περίμενε και ο Γιάννης, ο Ελληνάρας,έτσι έφαγα το πρωινό μου με την αγριοφωνάρα του μέσα στο κεφάλι μου να με ρωτάει πώς μου φάνηκε το Κίεβο και να μου λέει ότι έκανα βλακεία που δεν πήγα στην Οδησσό, καθώς εκεί έχει περισσότερη νυχτερινή ζωή και γυναίκες για όλα τα γούστα. Το ότι είχα την Άννα να με βγάζει βόλτα με το λουρί, ο Γιάννης αδυνατούσε να το δει. Η Άννα του έριχνε επιθετικά βλέμματα κάθε λίγο και λιγάκι, ενώ την Όλια το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φάω ΟΛΟ το πρωινό μου. Σε αυτό το σημείο να πω ότι το πρωινό μου απαρτιζόταν από ένα πιάτο τηγανητά αγγούρια (ναι, καλά ακούσατε, αγγούρια κομμένα ροδέλες και τηγανισμένα σε χυλό, όπως εμείς κάνουμε τα κολοκυθάκια) και ζεστή κομπόστα βερύκοκο-κεράσι, χειροποίητη, με τα βρασμένα φρούτα ακόμα μέσα στην κανάτα με το ροζ -πλέον- βραστό νερό. Βάζαμε με το σουρωτήρι όσο θέλαμε στο ποτήρι μας και πίναμε. Δεν ήταν ακριβώς το πρωινό που θα ήθελα, προκειμένου να αισθανθώ απόλυτα ευτυχισμένος, αλλά ήταν κάτι που σίγουρα στην Ελλάδα δε θα έτρωγα.
Η Όλια με πίεζε να συνεχίσω να τρώω, είμαι αδύνατος έλεγε και έπρεπε να πάρω κιλά. Η Άννα γέλαγε και έλεγε ότι η μάνα μου προσπαθεί χρόνια, αλλά η Όλια επέμενε: "Στην Ουκρανία θα παντρευτείς και θα γίνεις όσο βαρύς πρέπει, εδώ οι άνδρες είναι όλο καρδαμωμένοι. Φάε, φάε, αφού βλέπω ότι σ'αρέσει!" Μετά το πρωινό, ο Γιάννης επέμενε (προς μεγάλη μου απογοήτευση) να με σύρει μέχρι το σπίτι του, να μου κάνει επίδειξη των κατορθωμάτων του. Έχει, έλεγε, το καλύτερο σπίτι στο χωριό! Με τι όρεξη, χωρίς ούτε καν να έχω μπει ακόμα για ένα ντουζ να τρέχω κι άλλο στους δρόμους;
Το σπίτι του αν ήταν το πιο ωραίο δεν ήμουν σίγουρος, αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν ότι είχε τα πιο κιτς κάγκελα που έχω δει. Λευκά, με μικρούς κίονες, έκαναν μπαμ (όχι με καλό τρόπο) μέσα στο περιβάλλον του χωριού. Η γυναίκα του, λέει, δεν είχε λεφτά να συνεισφέρει στην ανακαίνιση του χώρου, έτσι εκείνος διάλεξε μόνος του ό,τι του άρεσε. Και, γι' αυτό, στην είσοδο που είχε μια πλακόστρωτη ράμπα για να ανεβαίνει ευκολότερα το αυτοκίνητο στο χώρο του πάρκινγκ, είχε σχηματίσει με τδική του πρωτοβουλία με λευκές ψηφίδες πάνω στο γκρίζο φόντο τα γράμματα GR, δηλαδή προφανώς Ελλάδα. Αναστέναξα διακριτικά, τον επαίνεσα για τις "υπέροχες κατασκευές και ιδέες του" και έφυγα διακριτικά, λέγοντας ότι έπρεπε να κοιμηθώ σαν άνθρωπος επιτέλους.
Μετά το μεσημεριανό ύπνο, ξύπνησα για φαγητό και βρήκα τις εγγονές της Άννας να ρουφάνε με ευχαρίστηση την κομπόστα που είχε απομείνει στο μπουκάλι. Έφαγα με την Άννα και τον άντρα της pelmeny, δηλαδή κάτι σαν μεγάλα τορτελίνια με γέμιση κρέατος, σερβιρισμένα με κρέμα γάλακτος ή βούτυρο, πιπέρι και βραστά λαχανικά. Μετά το φαγητό, μόλις η προσοχή μου στράφηκε μακριά από το τραπέζι, η πιο ντροπαλή εγγονή της Άννας έφυγε και η πιο ομιλητική έμεινε, έκατσε δίπλα μου και αρχίσαμε να βλέπουμε τηλεόραση. Ξαφνικά, άρχισε να μου μιλάει στα ρωσικά, κάτι που δεν ήξερα ότι ήταν σε θέση να κάνει τις πρώτες μέρες που τη γνώρισα.
"Μιλάτε ρωσικά;"
"Λίγο, σε καμια περίπτωση τόσο καλά όσο εσύ"
"Τουλάχιστον με καταλαβαίνετε. Τι θέλετε να δούμε στην τηλεόραση;"
"Δεν ξέρω, βάλε ό,τι σου αρέσει"
"Ωραία, θα βάλω ειδήσεις, ξέρω ότι αρέσουν στους μεγάλους".
Έβαλε το κανάλι των ειδήσεων και κάθε λίγο και λιγάκι έβγαζε θορύβους απόγνωσης, μόλις άκουσε μια κακή είδηση. Συγκεκριμένα σε μία που αφορούσε τους ανήλικους εργαζόμενους στα λατομεία του Χάρκιβ, που πληρώνονταν ψίχουλα και πέθαιναν από καρκίνο σε μικρή ηλικία, αναστέναξε και μου είπε:
"Εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα για μερικούς ανθρώπους"
Ξαφνιάστηκα από τα ώριμα λόγια ενός οχτάχρονου κοριτσιού. Η μικρή φάνηκε ήδη πολύ ψυχοπλακωμένη, οπότε της ζήτησα να αλλάξουμε κανάλι και να δούμε κάτι πιο εκπαιδευτικό και ελαφρύ. Έβαλε ένα ντοκυμαντέρ για την Κριμαία. Χαζέψαμε και μου αποκάλυψε ότι ο λόγος που μιλούσε ρωσικά ήταν επειδή είχε μια ξαδέλφη στην Οδησσό, της οποίας η μητρική γλώσσα είναι η ρωσική.
Η ώρα πέρασε και η άλλη μικρή επέστρεψε, μαζί με την Όλια. Η πιο τσαχπίνα από τις δύο πείραζε την πιο συνεσταλμένη, λέγοντάς της στα ουκρανικά ότι αυτή δε μπορεί να συννενοηθεί μαζί μου, γιατί δε μιλάει καλά ρωσικά (κι όμως, αυτό το έπιασα κι ας μην ξέρω ουκρανικά). Η άλλη κατέβασε το κεφάλι και είπε πως δεν πειράζει, ωστόσο η πρώτη κάτι της ψυθίρισε στο αυτί και μετά με κάλεσαν στο υπνοδωμάτιο και μου ζήτησαν να κάτσω στο κρεβάτι.
"Θα σας παρουσιάσουμε ένα θεατρικό που παίξαμε στη σχολική παράσταση φέτος", παρουσίασε η τολμηρή με κάθε επισημότητα, επιμένοντας να μου απευθύνει το λόγο στον πληθυντικό.
Άρχισαν να παίζουν ένα μικρό θεατρικό στα ουκρανικά, ομολογώ ότι δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Η ντροπαλή κοπελίτσα κάποιες στιγμές το μετάνιωνε που ανοίχτηκε τόσο και καθόταν, με την άλλη να σκυλιάζει και να της λέει ότι το υποσχέθηκε, ύστερα να γυρίζει προς το μέρος μου σαν μάνατζερ που απολογείται σε συνέντευξη τύπου για την απουσία του καλλιτέχνη και να μου λέει "είναι λίγο ντροπαλή, συγχωρήστε την", ύστερα πίσω στην ξαδέλφη της "Σήκω πάνω ΤΩΡΑ! Μη με ντροπιάζεις έτσι!" ψιθυριστά.
Με διασκέδαζε πολύ όλο αυτό και περίμενα να δω που θα καταλήξει. Η πιο τσαχπίνα μου αποκάλυψε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός ή τραγουδίστρια (ή και τα δύο) όταν μεγαλώσει, γι'αυτό συμμετέχει σε όλες τις παραστάσεις του σχολείου. Όταν την παίνεψα για την ωράια της φωνή, μου απάντησε ότι το γνώριζε ότι έχει πολύ ωραία φωνή και είναι στη χορωδία. Η ντροπαλή εγγονή συμμετείχε μόνο όταν είχε το θάρρος, λίγο πρωτού ξεσπάσει σε γέλια και αφήσει την παρτενέρ της σύξυλη να οδύρεται και να φωνάζει ότι έτσι δε θα καταφέρουν τίποτα.
Η Όλια, που μόλις μπήκε στο σπίτι, άκουσε τις φωνές και ήρθε μέσα. Στην αρχή κόζαρε τις δύο μικρές χωρίς να επεμβαίνει, στην πορεία όμως υποστήριζε την ντροπαλή εγγονή της (η πιο τσαχπίνα δεν ήταν δική της εγγονή - θυμηθείτε ότι Άννα και Όλια είναι συμπεθέρες από τον ένα γιο της Άννας) και προσπαθούσε να την πείσει να παρουσιάσει κι αυτή κάτι ολοκληρωμένο. Στο τέλος έγινε πλέον φανερό ποιος ήταν ο σκοπός όλης αυτής της μικρής γιορτής: να διαλέξω τη σωστή νύφη. Τα κορίτσια μου παρουσίασαν με την παρότρυνση της Όλιας παραδοσιακά τραγούδια, χορούς, σκετσάκια, ό,τι τέλος πάντων μπορούν να παρουσιάσουν δύο παιδάκια 8 ετών. Διασκέδαζα με το όλο θέαμα αλλά αναρωτήθηκα πόσο άσχημο είναι για τα παιδιά σε αυτή τη χώρα (κυρίως τα κορίτσια) να τα κατευθύνουν σε αυτό το όνειρο, να παντρευτούν κάποιον πλουσιότερο ξένο και να φύγουν από τη χώρα τους.
Αργά το βράδυ, όταν οι μικρές και η Όλια στέρεψαν από ιδέες, το πλήθος έφυγε από το σπίτι, εκτός από την πιο τσαχπίνα μικρή, που αποφάσισε να κοιμηθεί στης γιαγιάς το βράδυ. Ο Γιάννης πέρασε από το σπίτι να ευχηθεί καληνύχτα με την αγριοφωνάρα του, να μας ενημερώσει ότι θα πήγαινε σε ένα τεράστιο πανηγύρι στο Ternopil να πιεί και να χορέψει με τα... "κορίτσα", αλλά και για να πείσει την Άννα να με πάει την τελευταία μου μέρα στην Ουκρανία ξανά στο Λβιβ, για να δούμε λέει τις κατακόμβες του Στεπάν Μπαντέρα, που πλέον έχουν γίνει μπαρ της μαφίας αλλά διατηρούν ακόμα κάποιο ενδιαφέρον (περισσότερα γι'αυτό σε επόμενο κεφάλαιο). Η μικρή μου ευχήθηκε καληνύχτα, μου έδωσε και ένα φιλάκι στο μάγουλο και χάθηκε πίσω από τη συρόμενη πόρτα του δωματίου της Άννας, με το μακρύ νυχτικό της να αφήνει έναν ήχο σα θρόισμα, καθώς σερνόταν στο παρκέ του σπιτιού.
Συνεχίζεται...
Η τελευταία μέρα είχε αισίως φτάσει. Αν και την είχα όλη μπροστά μου για να εξερευνήσω την πόλη του Λβιβ μια τελευταία φορά, όφειλα να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι στεναχωριόμουν ήδη λίγο που θα έφευγα. Ας όψεται η δουλειά και η έλλειψη αρκετής άδειας καλοκαιριάτικα!
Με την Άννα ξεκινήσαμε χαλαρά εκείνη τη μέρα, χωρίς κανένα άγχος. Εκείνη σηκώθηκε νωρίς, μαγείρεψε για το μεσημέρι, ετοίμασε στην εγγονή της πρωινό και έφερε μια γύρα όοοολο το σπίτι με μια σφουγγαρίστρα. Εγώ ξύπνησα μετά τις δέκα και μισή για πρώτη φορά στο ταξίδι αυτό και βρήκα τη μικρή να χαζεύει στην τηλεόραση τους Flintstones. Έκατσα δίπλα της και χάζεψα λίγο κι εγώ, νιώθοντας ευτυχισμένος που στα κινούμενα σχέδια ποτέ δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνει κανείς όλα όσα λέγονται, για να περάσει ευχάριστα την ώρα του.
"Όταν θα θελήσετε, έπεισα την ξαδέλφη μου να σας παρουσιάσουμε ολόκληρο το θεατρικό, στο οποίο εκείνη ντρεπόταν χθες να συμμετάσχει".
"Αφήστε τον ήσυχο!" ούρλιαξε η Άννα κάτω από τον απορροφητήρα της κουζίνας της, "δεν ήρθε εδώ για να του ζαλίσετε το κεφάλι!"
Η μικρή μαζεύτηκε λίγο και εγώ της έκανα νόημα ότι αργότερα θα μου παρουσίαζαν ό,τι ήθελαν. Ικανοποιήθηκε με την απάντηση και στράφηκε ξανά στην οθόνη.
Λίγα λεπτά μετά μπήκε στο σπίτι η Όλια και η άλλη πιτσιρίκα, η δεύτερη κρατώντας μια σακούλα παγωτά, τα οποία και μας μοίρασε.
"Μόνη της τα διάλεξε", μιλούσε εκ μέρους της ντροπαλής μικρής η Όλια, "από το πρωί σκεφτόταν τι θα διάλεγε για εσένα".
Η μικρή χαμήλωσε το κεφάλι και μου έδωσε στο χέρι ένα ξυλάκι σοκολάτα με γέμιση φρούτα του δάσους. Σε αυτό το σημείο να πω ότι η Ουκρανία παράγει μεγάλες ποσότητες παγωτών τοπικής μάρκας, δηλαδή ήταν η πρώτη χώρα στην οποία δεν είδα ούτε ένα ξενόφερτο ψυγείο (π.χ της Algida). Το παγωτό είναι πραγματικά φθηνό, το ακριβότερο δεν κάνει πάνω από 80 λεπτά του ευρώ και οι επιλογές γεύσης είναι πάρα πολλές. Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, είναι κάτι που ένα μικρό παιδί (αλλά και ένα μεγάλο... παιδί!) δε μπορεί να βγάλει εύκολα από το μυαλό του.
Με την Άννα βγήκαμε καμια ώρα μετά στο δρόμο, να περιμένουμε το marshrut. Οι μικρές μας ακολούθησαν κάνοντας αγώνες με τα σκοινάκια τους και σηκώνοντας μικρά σύννεφα σκόνης στο πεζοδρόμιο. Το χωριό φαινόταν πολύ ήσυχο εκείνη τη μέρα, στο παντοπωλείο που δίπλα είχε μπαρ όμως υπήρχε κάποια κινητικότητα. Η Άννα πλησίασε να χαιρετίσει, πλησίασα κι εγώ. Πέντε-έξι νεαρά παλικάρια κατασκεύαζαν κάτι από ξύλο, που για την ώρα είχε απροσδιόριστο σχήμα και στο μοναδικό τραπεζάκι που είχε στηθεί έξω από το μαγαζί εκείνη την ώρα καθόταν... ποιός άλλος; Ο Γιάννης!
"Καλημέρα πατρίδα! Βλέπω σήμερα τεμπελιάσατε!"
"Εγώ απουρώ εσύ πώς ξύπνησες, μετά από το γκλέντι στου Ternopil!" αναφώνησε η Άννα με τα χέρια στη μέση.
"Δεν άντεξα πολύ, έφυγα νωρίς. Δε με βαστάει πολύ η καρδιά μου εμένα, τα έχουμε πει!"
Υπήρξε μια παύση μερικών δευτερόλεπτων, κατά τη διάρκεια της οποίας το βλέμμα όλων είχε στραφεί στους μάστορες.
"Ααα, θα αναρωτιέστε τι κάνουμε εδώ! Να, σήμερα ξύπνησα και ήρθα στο μαγαζί και με χτυπούσε ο ήλιος και ζαλίστηκα, έτσι είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι δε θα ξαναπατήσω στο μπαρ πριν απογευματιάσει και θα πηγαίνω μόνο στο άλλο, στην είσοδο του χωριού, που έχει τέντα. Ε, δεν ήθελε και πολύ η μαντάμ, έδωσε άτυπη διαταγή να φτιαχτεί υπόστεγο στην αυλή της! Καιρός ήταν, δε νομίζετε; Χαχαχα!"
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Γιάννης ήταν μεθυσμένος. Δεν ήξερα τι ακριβώς αισθανόμουν για αυτό τον άνθρωπο. Από τη μία με γοήτευε το πόσο γραφικός ήταν και μου άρεσε να παρακολουθώ την ιδιότυπη σχέση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του ιδίου και των ντόπιων νεαρών παιδιών, από την άλλη μισούσα αυτή τη συμπεριφορά του, που ενώ το υπόστεγο φτιαχνόταν με δική του παρότρυνση, εκείνος απλά καθόταν και μπεκρόπινε στο τραπέζι, ενώ οι άλλοι δούλευαν μέσα στην πρωινή ζέστη.
Στο τραπέζι που καθόταν, η μπακάλισσα/ιδιοκτήτρια του μπαρ (ναι, είναι λίγο ιδιαίτεροι οι συνδυασμοί επαγγελμάτων στην Ουκρανία) είχε κόψει ντομάτα, αγγούρι και τυρί και του είχε ανοίξει τη γορίλκα (βότκα) που είχε παραγγείλει. Όμως κάτι του έλειπε. Έτσι μισομεθυσμένος όπως ήταν μπήκε στο αμάξι, έβαλε στη διαπασών ένα cd του Julio Inglesias (επειδή νίκησε η Ισπανία στο mundial και όλοι λέει στο χωριό ήθελαν να ακούσουν ισπανικά) και μάρσαρε για το άλλο παντοπωλείο. Λίγα λεπτά μετά, ενώ η Άννα είχε προλάβει να μου τον καταθάψει, εμφανίστηκε ξανά με ένα τεράστιο παριζάκι στα χέρια του.
"Αυτό μου έλειπε! Να, πάρε τώρα να σου κόψω μια φέτα", έκοψε και μου έδωσε. Το κρέας φαινόταν λιπαρό αλλά ήταν μαλακό και πολύ νόστιμο, εντελώς διαφορετικό από τα ελληνικά παριζάκια.
Μετά στράφηκε στους άλλους, άρχισε να τους κερνά σφηνάκια βότκες και κρέας. Οι περισσότεορι αρνούνταν ευγενικά, λέγοντας ότι ακόμα ήταν πρωί και δεν ήθελαν να μεθύσουν, όμως εκείνος επέμενε!
"Βρε λέτε δε θέλω να πιω και τελικά πίνετε! Τουλάχιστον κάντε το χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις!"
Η Άννα γύρισε και με κοίταξε με μια έκφραση αηδίας. Όταν έφτασε το marshrut και αφήσαμε τον Julio να τραγουδάει χιλιόμετρα πίσω μας, άρχισε να παραπονιέται πάλι για τον αλκοολισμό στην Ουκρανία. Έλεγε πως καλύτερα θα ήταν να υπήρχαν περισσότερα ναρκωτικά ακι λιγότερο ποτό, επειδή τουλάχιστον τα ναρκωτικά θα πουλούσαν πιο ακριβά και δε θα είχαν πρόσβαση σε αυτά όλοι, ενώ η βότκα, ως εθνικό και εξαγώγιμο προιόν της Ουκρανίας, είναι εξαιρετικά φθηνή και εύκολα προσβάσιμη.
Στο Λβιβ είχε περισσότερη υγρασία από τις άλλες μέρες, αλλά είχε αρχίσει ταυτόχρονα να ψιχαλίζει. Πήγαμε πρώτα στην αγορά με τα σουβενίρ, που απλώνεται σε ένα οικοδομικό τετράγωνο δεξιά από την όπερα. Τα σουβενίρ ήταν τόσο φθηνά σε σχέση με άλλους προορισμούς, που αγόρασα 2-3 μπουκάλια, 2 κανατάκια και μερικά μικροπράγματα (μπρελόκ, μαγνητάκια κλπ) με περίπου 12 ευρώ. Μάλιστα, επειδή είχα υπολογίσει ότι θα κόστιζαν παραπάνω, είχα αλλάξει 40 ευρώ σε γρύβνια, τα οποία τελικά δεν είχα τι να τα κάνω! Η Άννα είχε μαγειρέψει στο σπίτι και γενικά δεν είχα άλλα ουσιαστικά έξοδα να κάνω μέχρι την ώρα της αναχώρησής μου! Στην αγορά να τονίσω ότι δε μιλούσε κανείς αγγλικά, οπότε αν πάει κανείς από εσάς που διαβάζετε αυτή την ιστορία ετοιμαστείτε για πολλή γλώσσα του σώματος! Επίσης, με τα παζάρια δε τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά, όλοι τα δέχονταν χωρίς να προσβληθούν ή να τους φανούν παράξενα, αλλά μόνο μία από τους 4 μικροεμπόρους μας έκανε καλύτερη τιμή. Οι άλλοι ανένδοτοι. Α, και περιττό να πω ότι τα παζάρια τα έκανε η Άννα με δική της πρωτοβουλία.
Επιστρέψαμε στο κέντρο της πόλης, όπου αναζητήσαμε εκείνο το μπαρ της μαφίας που έλεγε ο Γιάννης το προηγούμενο βράδυ. Είχε δώσει στην Άννα οδηγίες - αλλιώς ειλικρινά δε θα το βρίσκαμε ΠΟΤΕ. Βρισκόταν σε μια μικρή στοά, χωρίς ΚΑΜΙΑ σήμανση, ταμπέλα ή διακριτική επωνυμία. Απλά έμπαινε κανείς στη στοά, έβλεπε μια αδιάφορη πόρτα, τη χτύπαγε και του άνοιγε ένας... πλήρως οπλισμένος άνδρας με μουστάκι και άγρια φάτσα και ζήταγε το "σύνθημα".
"Slava Ukraine! (Δόξα στην Ουκρανία!)" φώναξε όλο καμάρι η Άννα.
Ο φρουρός κοίταξε εμένα με ένα βλέμμα που υποδήλωνε μόνο προσμονή και λίγη δυσπιστία.
"Umm... Slava Ukraine!" είπα κι εγώ με λιγότερο πειστική προφορά, αλλά με αρκετή βεβαιότητα μόλις ξέφυγα από το εμμ της αρχής.
"Από πού είστε;"
"Από την Ελλάδα!" είπε η Άννα και ο φρουρός μάλλον ικανοποιήθηκε από την απάντηση και μας έδωσε ένα σφηνακοπότηρο με ΠΟΛΥ δυνατή ρακή με κανέλα. Έπρεπε να το πιούμε μονορούφι. Ήταν μέρος της δοκιμασίας. ΄
Με το σφηνάκι να καίει ακόμα το λαιμό μου, κατεβήκαμε τη γυριστή σκάλα και αντικρύσαμε κάτι εντελώς απρόσμενο: το υπόγειο ήταν ένα σύστημα από αληθινές κατακόμβες, που είχε μετατραπεί σε ένα πελώριο μπαρ σύγχρονου τύπου, με σερβιτόρες που φορούσαν όλες στενά μπλουζάκια, επιδεικνύοντας το πλούσιο μπούστο τους και κουνιόντουσαν δεξιά-αριστερά σαν την Πετρούλα του STAR αναφωνόντας "Slava Ukraine!" Σε διάφορα σημεία ήτα τοποθετημένα ομοιόμορφα όπλα της εποχής του επαναστάτη Stepan Bandera, που ηγήθηκε της επανάστασης των Ουκρανών ενάντια στη Ρωσία, όμως αργότερα προκάλεσε διχογνωμία για πιθανότητα προδοσίας του έθνους. Σε κάθε περίπτωση, στο Λβιβ ο Μπαντέρα θεωρείται τιτανομέγιστος ήρωας και το μπαρ αυτό ήταν το καταφύγιο των Bandery, των πιστών του συμπολεμιστών. Βιτρίνες με χάρτες της εποχής, εμβλήματα της Ουκρανίας και πολλά άλλα εθνικιστικά σύμβολα ήταν διασκορπισμένα στο χώρο. Μερικές επισκέπτριες πόζαραν στο φακό των φίλων τους φορώντας κράνη και κρατώντας τα όπλα των επαναστατών, γελώντας όλο καμάρι. Το μενού του μπαρ ήταν τσιμπημένο (και πάλι, όχι σε σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα, καθώς μια μαύρη μπύρα σε μπουκάλι μαζί με το σνακ που πρόσφεραν εκεί και ήταν ένα πλούσιο σε μέγεθος πιάτο τηγανητά στικς ψωμί με μπαχαρικά και σως κόστιζε 3 ευρώ) αλλά αρκετά πλούσιο σε επιλογές. Εμείς δεν πεινούσαμε καθόλου, οπότε περιοριστήκαμε στο μενού που προανέφερα.
Πίσω στην πόλη και είχε πλέον έρθει η ώρα να συναντήσουμε το μεγάλο γιο της Άννας για άλλη μια φορά, καθώς θα μας οδηγούσε σε ένα μέρος που βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη και η Άννα δε θυμόταν καθόλου το δρόμο. Το μέρος αυτό είναι ουσιαστικά ένα πάρκο, όπου έχουν χτιστεί σπίτια και εκκλησίες που αναπαριστούν πιστά την εποχή που έζησε ο μεγάλος Ουκρανός εθνικός συγγραφέας και ποιητής Taras Shevchenko. Η είσοδος για το πάρκο ήταν 1 ευρώ, με διακυμάνσεις ανάλογα με τη μέρα και την ημερομηνία ωστόσο και την Τετάρτη που πήγαμε εμείς δεν είχε ξεναγούς ούτε ήταν ανοιχτά τα κτίσματα για το κοινό, καθώς ήταν η μέρα του ρεπο του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού. Η Άννα απογοητεύτηκε που δε θα έβλεπα το εσωτερικό των κτιρίων, όμως το πάρκο ήταν τόοοοσο μεγάλο που ειλικρινά ήταν αρκετό και μόνο να περπατήσει κανείς εκεί και να δει τα πάντα απ' έξω. 1 ώρα είναι απαραίτητη μόνο για να κάνει κανείς μια διερευνητική βόλτα. Στο πάρκο υπάρχουν εντυπωσιακές εκκλησίες χτισμένες αποκλειστικά από ξύλο (βλ. συνημμένη φωτογραφία), ένας μύλος και πολλά μικρά και μεγάλα σπιτάκια. Στο χώρο κυκλοφορούσαν και πολλοί Ουκρανοί ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές, που ουσιαστικά είναι λευκά πουκάμισα με κόκκινα-μαύρα κεντήματα σε τριγωνικά και άλλα σχήματα στο γιακά και τα μανίκια. Ο γιος της Άννας μας εξήγησε ότι οσοι μπαίνουν σε αυτό το χώρο με παραδοσιακή φορεσιά, πληρώνονουν μισό εισιτήριο.
Πολλοί από αυτούς είχαν πάει εκεί για δουλειά, είδα έναν άνδρα να φωτογραφίζεται σε διάφορες πόζες (πιθανότατα για κάποιο περιοδικό, μιας και έκανε λίγο για μοντέλο) και ένα ζευγάρι με έναν κάμεραμαν, που προφανώς τραβούσε κάποιο αναμνηστικό βίντεο πριν ή μετά το γάμο του.
Στο πάρκο υπήρχε και ζωολογικός κήπος με πάπιες, χήνες, κότες, άλλα πτηνά και δύο αλογάκια Σετλαντ, τα οποία είχαν μια ιδιαίτερη αδυναμία στις... καραμέλες! Ο κόσμος τα τάιζε καραμέλες βουτύρου και σκέτης ζάχαρης και αυτά χτυπούσαν σαν εθισμένα με το πόδι τους το φράκτη, ζητώντας κι άλλο. Έβγαζαν δε απίστευτους ήχους ικανοποίησης, καθώς κατάπιναν τις καραμέλες.
Η Άννα πρότεινε να γυρίσουμε στο σπίτι να φάμε, όμως η νύφη της μας είχε καλέσει στο δικό της (εκείνο με το λίγο τρομακτικό εσωτερικό στη σοβιετική πολυκατοικία) για να φάμε σούπα που είχε μαγειρέψει και είχε ακούσει ότι μου άρεσε. Πριν μπούμε στο σπίτι, η Άννα με πήγε και σε ένα μπακάλικο να αγοράσω βότκες (είχε ολόκληρη βιτρίνα που καταλάμβανε το 1/4 του μαγαζιού) και πήρα δύο με μόλις 5 ευρώ σύνολο! Η Άννα εξήγησε ότι επειδή ακριβώς οι γορίλκες εκεί είναι πολύ φθηνές, ο νόμος δεν επιτρέπει σε κανέναν επισκέπτη να κουβαλήσει πάνω από 2 μπουκάλια στην πατρίδα του, για να αποφευχθεί το κερδοσκοπικό εμπόριο. Είχε μια λογική όλο αυτό, δε μπορώ να πώ
Η σούπα είχε ανάμεικτα φασόλια, πατάτα, καρότο και μπούκοβο και ήταν πολύ χυλωμένη αλλά νόστιμη. Φάγαμε επίσης και ρώσικη σαλάτα που εκεί (αλλά και στη Ρωσία) λέγεται Olivye και η οποία διαφέρει ΠΟΛΥ από τη συσκευασμένη σαλάτα που παίρνουμε στα ελληνικά σούπερ-μαρκετ, καθώς η παραδοσιακή συνταγή θέλει το όλο μίγμα λίγο πιο αραιό και με όχι τόσο πυχτή μαγιονέζα, με αρακά, ψιλοκομμένο ζαμπόν, πατάτα, καρότο και συχνά κάπαρη, πολλά υλικά από τα οποία λείπουν από τη συνταγή που ξέρουμε εδώ.
Μετά το γεύμα αποχαιρέτησα το γιο και τη νύφη της Άννας για τελευταία φορά πριν την αναχώρησή μου και επιστρέψαμε στο χωριό, φορτωμένοι τις σακούλες από τα ψώνια μας και ένα τεράστιο κουτί σοκολατάκια με λικέρ κεράσι που μου έκανε δώρο η νύφη. Δε μπορώ να πω, γενικά από φιλοξενία οι Ουκρανοί το έχουν πολύ. Περισσότερο οι γυναίκες, που είναι πιο ανοιχτές με ξένους και συνήθως πολύ πιο... νηφάλιες, αλλά και οι άνδρες που αν και λιγομίλητοι είναι τίμιοι και θέλουν να φύγει κανείς με καλές εντυπώσεις από τη χώρα τους.
Πίσω στο χωριό γύρω στις 8 το βράδυ με περίμενε ένα ακόμα σκετς και ένα ακόαμ τεράστιο (διπλάσιο από την άλλη φορά) πιάτο τηγανητά κολοκυθάκια. Η Όλια δεν ικανοποιήθηκε μέχρι να φάω το μισό πιάτο (με το ζόρι προφανώς) και μου έλεγε ότι αφού μου άρεσαν δεν έπρεπε να ντρέπομαι, ότι στην Ουκρανία οι άνθρωποι δε ντρέπονται να τρώνε. Η δικαιολογία μου ότι είχα βουρτσίσει τα δόντια δε την ικανοποίησε: "Οδοντόβουρτσα έχεις, οδοντόκρεμα επίσης έχεις, τα ξαναβουρτσίζεις. Αυτά ξανά ζεστά δε θα τα φας!"
Περιττό να πω ότι όταν ήρθε η ώρα να κοιμηθώ κατά τις δέκα, μιας και το πρωί θα ξυπνούσα στις 5 για να ταξιδέψω, ήμουν τόσο σκασμένος από το φαγητό, που είχα έναν ελαφρύ κοιλόπονο. Ωστόσο όλη αυτή η φροντίδα με έκανε να αισθανθώ τόσο ξεχωριστός, τόσο επιθυμητός και εντεταγμένος στην πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων με έναν παράξενο τρόπο που έσπαγε το φράγμα της γλώσσας, της διαφοράς μόρφωσης και ηλικίας. Χαμογέλασα και κοιμήθηκα τόσο βαθιά και ήρεμα, που δεν ονειρεύτηκα τίποτα εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο πρωί, σηκωθήκαμε ξημερώματα για να πάμε στο αεροδρόμιο του Λβιβ, περίπου 10-15 χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της πόλης και συνολικά περίπου 40 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, όπου έχτισε το σπίτι της η Άννα. Όσο ο άντρας της έβγαζε το αυτοκίνητο από το γκαράζ, συμμάζεψα τα τελευταία μου πράγματα, στρίμωξα τα 2-3 κουτιά σοκολατάκια και τα σουβενίρ μέσα στη βαλίτσα μου και έβγαλα όλα τα πράγματα στο χωλ. Εκεί με περίμενε η μικρή, είχε ξυπνήσει από το θόρυβο και στεκόταν με το νυχτικό της μπροστά από τον καναπέ, περιμένοντάς με.
"Θα επιστρέψετε;" με ρώτησε μόνο, με ένα βλέμμα που έδειχνε μια συγκαλυμμένη στεναχώρια.
"Αν το επιτρέψει ο χρόνος και τα χρήματα, ίσως", την καθησύχασα όσο μπορούσα και την αποχαιρέτησα. Πάντοτε μου προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον το πόσο εύκολα δένονται τα παιδιά, ακόμα και με ανθρώπους που δε μιλάνε την ίδια γλώσσα με αυτά.
Η Άννα μου έδωσε ένα σακουλάκι μπισκότα και μια σοκολάτα "για το ταξίντι". Τα δέχτηκα με ευχαρίστηση και μαζί μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τη μικρή να μας αποχαιρετά στο κατώφλι της πόρτας, προτού επιστρέψει για ύπνο.
Στο δρόμο για το αεροδρόμιο κοιτούσα όλα αυτά τα μικρά σημεία ενδιαφέροντος που είχα δει τόσες φορές, αλλά ποτέ δε τους είχα δώσει μεγάλη σημασία. Τη στάση του λεωφορείου μπροστά από ένα μικρό χωριό με τον τοίχο καλυμμένο με ψηφιδωτό σε σχήμα πεταλούδας, το άγλαμα λιοντάρι-σύμβολο του Λβιβ λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, την ταμπέλα που διαφήμιζε την πλαζ σε μια μικρή λίμνη δείχνοντας τροπικούς φοίνικες και πορτοκαλί-κόκκινο ήλιο, τα δεκάδες ανταλλακτήρια συναλλάγματος σε κάθε χωριό που περνούσαμε. Φτάσαμε και στην πόλη, το αυτοκίνητο άρχισε το γνωστό χορό του πλακόστρωτου. Θα μου έλειπε αυτός ο χορός, ήμουν σίγουρος. Και ας με είχε ζαλίσει τόσες πολλές φορές. Θα μου έλειπε το Λβιβ, με τα παλιά του κτίρια και την όμορφη πλατεία, τα μικρά μουσεία και τις δεκάδες καφετέριες, τα παγκάκια και τα καροτσάκια με τα μωρά...
Ο δρόμος για το αεροδρόμιο δεν είχε σχεδόν καμία σήμανση, σε περίπτωση που κάποιος δεν ήταν εξοικειωμένος με την πόλη και τη χώρα γενικότερα, δε θα το έβρισκε ποτέ μόνος του. Ο άντρας της Άννας ήξερε ευτυχώς απ' έξω τη διαδρομή, καθώς παλιότερα έρχονταν οι δυο τους στην Ουκρανία με το αεροπλάνο, προτού εξοικειωθούν με το οδικό ταξίδι. Μασούσα τη σοκολάτα μου και κοιτούσα έξω τον μουντό ουρανό και τον ελάχιστο κόσμο, τα παλιά και τα καινούργια αυτοκίνητα, τα φρεσκοβαμμένα και τα μαυρισμένα κτίρια, τα πάρκα και τα φουγάρα των εργοστασίων, τους καλοντυμένους νέους και τους μουτζουρωμένους εργάτες. Η Ουκρανία είναι μια χώρα αντιθέσεων, μια χώρα με πολλές δυνατότητες κι όμως τόσο λίγα επιτεύγματα στα σύγχρονα χρόνια. Αυτό είναι και το πιο γοητευτικό πράγμα στη χώρα αυτή, ότι σε κάθε της γωνιά βλέπεις κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι πώς θα ήταν τα πράγματα αν...
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, το οποίο κατάφερα επιτέλους να επεξεργαστώ με το βλέμμα λίγο πιο προσεκτικά. Ένα μικρό κεντρικό κτίριο, με δύο μόλις check in counters, ελάχιστο προσωπικό και λίγους επιβάτες (τουλάχιστον εκείνη την ώρα της μέρας). Στήθηκα με την Άννα στην ουρά, όπου εκείνη έπιασε κουβέντα με δύο άλλες κυρίες στην ηλικία της, με παρόμοια ζωή με τη δική της. Η μία ταξίδευε για Ιταλία, η άλλη για Ρουμανία, εκεί ζούσαν και εργάζονταν πλέον μόνιμα. Όση ώρα περιμέναμε να έρθει η σειρά μας για το check in, το σύστημα έπεσε και η υπάλληλος της Carpatair συμπλήρωσε τα υπόλοιπα εισιτήρια και δελτία αποσκευών με το χέρι. Όλοι οι άλλοι επιβάτες είχαν ξυνίσει με την αργοπορία, εγώ όμως απολάμβανα αυτό το μικρό πανικό, που φαινόταν τόσο ταιριαστός με το όλο περιβάλλον. Χαιρετηθήκαμε με την Άννα, δίνοντας ραντεβού πίσω στην Αθήνα, με την καρδιά μου να τρέμει μήπως μου ζητούσαν να ανοίξω τη βαλίτσα στον έλεγχο αποσκευών. Όχι, δεν είχα κάτι να κρύψω, απλά η όλη διαδικασία με ξεβολεύει και με φέρνει σε σχετική αμηχανία, ειδικά όταν δε μπορώ να συννενοηθώ με το προσωπικό του αεροδρομίου. Τελικά όλα πήγαν καλά και πέρασα χωρίς προβλήματα τον έλεγχο. Μια σοβαρή γυναίκαι σφράγισε το διαβατήριό μου με την πορτοκαλί σφραγίδα εξόδου. Η ολιγοήμερη παραμονή μου στην Ουκρανία είχε μόλις τελειώσει.
Στην πτήση για Τιμισοάρα, τα μάτια μου με εγκατέλειπαν κλείνοντας από τη νύστα, αλλά το μυαλό μου παρέμενε ξύπνιο και με πλήρη διαύγεια.
"Θα ξανάρθετε;" στριφογύριζε η ερώτηση της μικρής στο μυαλό μου.
Θα το ήθελα πάρα πολύ, μικρή μου, αλλά δε μπορώ να σε διαβεβαιώσω, γιατί ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος και ο χρόνος μου για να ταξιδεύω τόσο λίγος... Αλλά κάποια στιγμή θα προσπαθήσω τουλάχιστον να ξανάρθω, το υπόσχομαι. Μάλλον όχι για να σε παντρευτώ, όπως σε έχουν πιθανότατα κάνει να πιστεύεις οι γιαγιάδες σου, αλλά για να γνωρίσω καλύτερα αυτή την απέραντη χώρα με τις τόσες ομορφιές, αυτόν τον τόπο, στον οποίο πέντε μέρες δε φτάνουν ούτε για να ανακαλύψεις τα κυριότερα από τα μυστικά που κρύβει πάνω στα βασανισμένα χώματά του. Θα μεγαλώσεις. Θα καταλάβεις...
ΤΕΛΟΣ
Attachments
-
238,7 KB Προβολές: 3.433