• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Τόνγκα Αυστραλία Βανουάτου Νέα Ζηλανδία Νέα Καληδονία Φίτζι Ωκεανία: Ν.Ζηλανδία - Φίτζι - Ν.Καληδονία - Wallis & Futuna - Τόνγκα - Βανουάτου -Αυστραλία

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Πήγαμε νωρίς για το αυτοκίνητο, το οποίο τελικώς ήταν ένα picanto, μικρό αλλά βολικό. Έτσι κι αλλιώς, για κάποιες ώρες το χρειαζόμασταν, δεν είναι και τεράστιο νησί το Efate.

Ξεκινήσαμε λοιπόν με πρώτο στόχο το σημείο επιβίβασης για το νησί Hat, όπου βρίσκεται και ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της χώρας και με την ελπίδα ότι ίσως μπορούσαμε να επισκεφθούμε και το νησί Lelepa. Με δεδομένο ότι αυτά τα δύο νησάκια βρίσκονταν προφανώς εκτός Efate, θα έπρεπε να βρούμε πρώτα κάποιον βαρκάρη και ρωτώντας μας υπέδειξαν πού στο περίπου θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον.

Το οδόστρωμα μας εντυπωσίασε τόσο όσο και η καταπράσινη διαδρομή. Διαβάσαμε πως ο δρόμος είναι πρόσφατος: τον έφτιαξαν οι Κινέζοι το 2011 και ήταν... ο πρώτος δρόμος με άσφαλτο στη χώρα, για να πάρει κανείς μια ιδέα για το πόσο ανύπαρκτες είναι οι υποδομές στη χώρα. Συνεχίσαμε να οδηγούμε, ξαναρωτήσαμε πού θα βρούμε κάποιον βαρκάρη και μια κυρία μας έδειξε μια έξοδο από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς το Mangaliliu, όπου δρόμος δεν υπήρχε, παρά μόνο κοτρόνες, με αποτέλεσμα να κοπανήσουμε και το αμάξι δυο φορές. Πήραμε μια μάνα κι ένα παιδί ως ωτοστόπερ, που μας είπαν πως πήγαιναν στο γαλλικό σχολείο για κάποια σχολική γιορτή. Προσφέρθηκε ο Κώστας να την αφήσουμε στο περί ου ο λόγος σχολείο, που αποδείχθηκε πως ήταν 10 καλύβες (κυριολεκτικά) αλλά με άπειρα παιδιά, άλλωστε η μέση γυναίκα στο Βανουάτου κάνει πάνω από 3 παιδιά (το 1960 πάντως έκανε σχεδόν 8!).

Λίγο αργότερα μας υπέδειξαν πως πηγαίναμε λάθος, πήραμε άλλο κατσικόδρομο και καταλήξαμε σε μια ράμπα που κατέληξε... στη θάλασσα. Το picanto μας δυστυχώς δεν ήταν αμφίβιο, αλλά επειδή το τοπίο ήταν ωραίο κατεβήκαμε να βγάλουμε μια φωτογραφία. Με το που κατεβαίνει ο Κώστας τρώει μια απίστευτη χλαπάτσα που δυνητικά θα μπορούσε να είναι και επικίνδυνη. Βγαίνω ως εξυπνάκιας, τον πλησιάζω και του λέω "καλά ρε, πώς έπεσες έτσι;" και με το που του δίνω το χέρι να σηκωθεί ΟΠΑΑΑ την έφαγα κι εγώ τη σαβούρδα κι έσκασα στον πισινό μου. Μείναμε κανά δυο λεπτά να γελάμε με τα χάλια μας στην πιο γλιστερή επιφάνεια που έχω δει ποτέ και συνεχίσαμε να ψάχνουμε για κάποιον που να μπορεί να μας πάει στα τιμημένα κοντινά νησάκια.

Βρήκαμε μια ταμπέλα που έλεγε "Lelepa Landing", χαθήκαμε σε κάτι έργα που γίνονταν κινεν τέλει ανακαλύψαμε ότι η σωστή έξοδος δεν ήταν σηματοδοτημένη... μάλλον δεν είμαστε στη Νέα Ζηλανδία πια, ε; Τέλος πάντων από εκείνη τη στροφή έβγαιναν δυο αυτοκίνητα από ανθρώπους που μόλις είχαν αποβιβαστεί, οι οποίοι ούρλιαξαν στο βαρκάρη που τους είχε φέρει, επέστρεψε και συνεννοηθήκαμε μαζί του να μας πάει και στα δύο νησιά. Ζήτησε 80€ αρχικά, τελικά κλείσαμε στα 62€ και φύγαμε.

Το πρώτο νησί που θα επισκεπτόμασταν θα ήταν η Lelepa, ένα νησάκι γνωστό για τις σπηλιές του. Το χρώμα του νερού ήταν απίστευτο όταν ξεκινήσαμε και φτάνοντας στο νησί θαυμάσαμε στο βυθό κάτι υπερτεράστια μύδια, χωρίς υπερβολή μπορεί και να ήταν μισό μέτρο σε διάμετρο το καθένα. Ο βαρκάρης μας είπε πως στο νησί ζουν περίπου 700 άτομα και μας έδειξε πού βρίσκονταν οι σπηλιές, αφού μας είπε πως κανονικά έπρεπε να πληρώσουμε και ένα πολύ σεβαστό ποσό (περίπου 80€/άτομο!) στην τοπική κοινότητα για την επίσκεψη σε Lelepa και Hat, αλλά δεν υπήρχε κανείς για τα εισπράξει και δε σκιστήκαμε για να πάμε να τον βρούμε κιόλας, το κομμάτι του νησιού όπου μας άφησε ήταν εντελώς έρημο. Οι ταμπέλες πάντως υποδείκνυαν ότι είχε δίκιο ο άνθρωπος, τα περί “νησιώσημου” δεν τα είχε βγάλει από το κεφάλι του, αλλά αφού ήταν χαμηλή περίοδος και δεν είχαμε κλείσει την εκδρομή μέσω κάποιου πρακτορείου, κανείς δεν ήξερε ότι ήμασταν εκεί.

Ανοίξαμε την πορτούλα, προχωρήσαμε στο μονοπάτι και μετά από λίγο περπάτημα μέσα στη φύση φτάσαμε σε ένα καρστικό άνοιγμα σπηλιάς. Το σπήλαιο ήταν μεγάλο, άρα έμπαινε πολύ φως, αλλά ήταν και βαθύ, οπότε από κάποιο σημείο κι έπειτα δε βλέπαμε τίποτε και ανάψαμε τους φακούς των κινητών μας. Είχα διαβάσει πως υπήρχαν σπηλαιογραφίες και μάλιστα αρκετά ενδιαφέρουσες, αλλά δεν τις βρίσκαμε, η όλη φάση όμως στα σκοτάδια σε ένα ξεχασμένο σπήλαιο σε ένα νησί στη μέση του πουθενά θύμιζε λίγο κυνήγι χαμένου θησαυρού κι είχε την πλάκα του. Σπηλαιογραφίες δε βρήκαμε, καλά περάσαμε, πάμε για το νησί Hat τώρα.

Το Hat ήταν αρκετά πιο μακριά κι είχε αρχίσει να φουσκώνει επικίνδυνα η θάλασσα. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσω τον Κρεκούζα, που δεν ξέρει κολύμπι, αρχίσαμε να στοιχηματίζουμε πόση ώρα θα κάναμε για να φτάσουμε, σε μια ελπίδα ότι δε θα είναι πάνω από μισή ώρα, μιας που έκαιγε βασανιστικά και ο ήλιος. Η φύση πάντως στα γύρω νησιά ήταν οργιώδης, οι παραλίες παρθένες και το όλο μέρος ήταν τόσο ανεκμετάλλευτο που έμοιαζε επίγειος παράδεισος. Ακόμη και στο Hat, που διαθέτει το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο στη χώρα, δεν έγιναν ανασκαφές μέχρι το 1967 και μέχρι σήμερα κανείς δε θέλει να ζήσει επειδή... θεωρούν πως είναι στοιχειωμένο.

Το κύμα άρχισε να δυναμώνει, ρώτησα το σκίπερ αν νομίζει ότι θα φτάσουμε κι επέμεινε πως ναι, παρότι πια άρχισε να μπαίνει νερό στη βάρκα και τα κύματα ήταν υψηλά. Δίκιο είχε, φτάσαμε με τα πολλά και αποβιβαστήκαμε ενθουσιασμένοι. “Εκεί είναι, δίπλα στο φοίνικα”, μας έδειξε και πήγαμε με βήμα ταχύ. Αυτό που είχαμε έρθει να δούμε ήταν ο τάφος του “βασιλιά” Ρόι Μάτα, τα ευρήματα του οποίου είχαμε δει στο εθνικό μουσείο στο Πορτ Βίλα τη μέρα της άφιξής μας. Αυτό που είδαμε ήταν... τρεις πέτρες και ούτε καν ένα μνήμα, μια πλάκα ή κάτι άλλο. Οποία απογοήτευσις.

Τουλάχιστον ο αέρας θαυματουργώς έκοψε και η επιστροφή μας στο Εφάτε έγινε με καλό καιρό, αν και ο κατάλευκος Κρεκούζας κάηκε. Χωρίς κύμα πάντως και ζαλάδες, είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το Εφάτε από τη βάρκα μας, τι φύση! Αποβιβαστήκαμε και κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η εκδρομούλα μας με τη βάρκα, διάρκειας 2 ωρών και 40 λεπτών. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το γύρο του νησιού.

Μπροστά μας βρήκαμε ένα παράπηγμα με ταμπέλα “WWII Museum” και την ευρηματική υποσημείωση “Rust in Peace” και θεωρήσαμε πως επρόκειτο για το μουσειάκι του Δευτέρου Παγκοσμίου για το οποίο είχαμε διαβάσει, έστω κι αν φαινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πριν στον έτσι κι αλλιώς εντελώς ρουστίκ τουριστίκ μισοσκισμένο χάρτη του νησιού που είχαμε. Ο τύπος που είχε το μουσείο ουσιαστικά είχε στήσει τρία ράφια με κάποια παλιοσίδερα του πατέρα του, μπόλικα άδεια μπουκαλάκια Coca Cola ένας Θεός ξέρει από ποια εποχή κι ένα ολόκληρο σάπιο σκάφανδρο. Του πληρώσαμε τα 4€ “συνδρομής” που ζήτησε κι αποχωρήσαμε, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι αυτό το μουσείο, αλλά ότι ένας τύπος έχει στήσει ένα μουσείο από τα LIDL και τσεπώνει μερικά ευρώ από τους ελάχιστους τουρίστες που πάνε στο νησί και αδαώς πέφτουν πάνω του. Γιασάν του μάγκα.

Συνεχίσαμε και είδαμε μια ταμπελίτσα που έλεγε Top of the Rock. Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς είναι, αλλά αποφασίσαμε να αποκλίνουμε από τον κεντρικό δρόμο και να πάμε να δούμε περί τίνος επρόκειτο. Αποδείχθηκε ότι υπήρχε ένας πάγκος όπου δυο συμπαθέστατοι νεαροί μας εξήγησαν ότι η τοπική κοινότητα είχε δημιουργήσει ένα οικολογικό μονοπατάκι που κατέληγε σε μια παραλιούλα όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε σνόρκελινγκ με το gear που θα μας έδιναν. Παρότι φοβηθήκαμε ότι θα ήταν απάτη σαν την προηγούμενη στάση, τα παιδάκια ήταν συμπαθέστατα και δεν ήρθαμε στη χώρα για να κάνουμε οικονομία, οπότε πληρώσαμε τα 4€/άτομο και μπήκαμε.

Το μονοπατάκι ήταν πανέμορφο και με πολύ αγάπη φτιαγμένο, με κοράλλια και μικρές πινακίδες που εξηγούσαν τα φυτά και δέντρα δίπλα από τα οποία περπατούσαμε και κατέληγε σε μια μικρή παραλία, όπου τα κοράλια ήταν ΑΚΡΙΒΩΣ μπροστά μας. Δηλαδή, ακόμη κι ο Κώστας που δεν ξέρει μπάνιο μπόρεσε να μπει και να δει το βυθό, που ήταν εξαιρετικός, με πολλά χρώματα και μπόλικα ψαράκια πολύχρωμα. Μέχρι και μια απίθανη ντουσιέρα είχαν επινοήσει, οπότε φύγαμε χωρίς αλάτια, ενθουσιασμένοι με το μέρος, που είχαμε απολαύσει -για άλλη μια φορά- ολομόναχοι.

Συνεχίσαμε με το αμαξάκι μας και εν τέλει βρήκαμε και το ορίτζιναλ μουσείο του Β' Παγκοσμίου, όπου υποτίθεται πως βλέπεις και αεροπλάνα που βυθίστηκαν, με ένα τύπο που σε πηγαίνει με τη βάρκα του. Ωραία όλα αυτά, βρήκαμε και το τηλέφωνο του τύπου... αλλά βρισκόταν στο δικαστήριο για κάποια υπόθεση.

Συνεχίσαμε, με τη διαδρομή να γίνεται ζουγκλοειδής και φτάσαμε στο blue hole. Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είναι, πλην του ότι πρόκειται για ένα μέρος με γαλάζια νερά όπου μπορείς να βουτήξεις. Παρκάραμε και πήγαμε στις τουαλέτες του blue hole πρώτα, οπότε και μπήκαμε από τη λάθος είσοδο και δε μας χρέωσαν την είσοδο. Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά στο blue hole: μια μεγάλη λίμνη με έντονα γαλάζιο χρώμα, περικυκλωμένη από δέντρα, από ένα εκ των οποίων μπορούσες να αρπάξεις ένα σκοινί και ως άλλος Ταρζάν να πηδήξεις μέσα από ψηλά. Εννοείται πως δεν κρατήθηκα και πήδηξα. Την πρώτη φορά πήγα άπατος αφού γλίστρησα, αλλά η δεύτερη ήταν επιτυχημένη. Το κόλπο, όπως μου έδειξε ένας ντόπιος σφίχτερμαν, είναι να πιάσεις το σκοινί και με τα δάχτυλα των ποδιώνε.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει και πήραμε την επιστροφή για το Πορτ Βίλα, όπου και πήγαμε στο αγαπημένο μας σούπερ μάρκετ (εκεί όπου είχαμε πάρει και τις sim) να ψωνίσουμε κανένα σνακ. Ένα τρόμο τον πήραμε με τις τιμές: ένα κιλό φέτα κοστίζει 45€, 4 τοματίνια 6€ και ούτω καθεξής, αλλά τι να κάνουμε αυτές είναι οι τιμές σε μια χώρα με χαμηλότατους μισθούς και τρομερά υψηλό κόστος ζωής, το οποίο εξηγεί και το πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Κάτσαμε να φτιάχνουμε σάντουιτς μέσα στη νύχτα, αφού την επομένη θα πηγαίναμε στο νησί Pentecost, πολύ πιο πρωτόγονο σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαμε.

Το βράδυ μας βρήκε να δειπνούμε στο ακριβούτσικο L'Houstalet, ένα παλαιού τύπου εστιατόριο με τεράστια αίθουσα που μάλλον χρησιμοποιείται για γάμους, όπου έφαγα καλές γαρίδες με κάρυ κι έμεινε ευχαριστημένος και ο Κρεκούζας. Πάλι καλά, γιατί ξέραμε ότι από την επομένη πηγαίναμε σε μέρη χωρίς ρεύμα, καταστήματα και εστιατόρια. Κατά τη διάρκεια του δείπνου κάναμε και μια αξιολόγηση της ημέρας μας στο Εφάτε. Ωραίο ήταν το νησί βρε παιδί μου, μικρά όμορφα πράγματα, αλλά δεν είδαμε και κάτι να μας αφήσει άφωνους. Γενικώς η χώρα – πλην του ηφαιστείου- ήταν συμπαθής, αλλά δεν είχε κάτι το εξαιρετικό να παρουσιάσει. Μήπως το μοναδικό χάιλάιτ κάποιου βεληνεκούς ήταν το ηφαίστειο; Διότι γενικώς όλο το ταξίδι στην Ωκεανία ήταν ωραίο, αλλά ολίγον underwhelming. Ε, από την επόμενη τα πράγματα θα άλλαζαν...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Στους δρόμους του Βανουάτου (όπου υπάρχουν...) σπάνια βλέπεις αυτοκίνητα. Πιο συχνά βλέπεις πεζούς, αν κι αυτοί προτιμούν τα μονοπάτια.

DSC01570.JPG



Ο πρώτος ασφαλτοστρωμένος δρόμος στη χώρα, έργο των Κινέζων. Αν και την παράσταση την κλέβει η φύση.
DSC01573.JPG


Από εδώ πιστεύαμε ότι θα βγαίναμε σε κάποια αποβάθρα.
DSC01574.JPG


Τελικά αντί για αποβάθρα βγήκαμε σε μια πλατφόρμα όπου ο Κρεκούζας γκρεμοτσακίστηκε και ακολούθησα κι εγώ.
DSC01578.JPG


Βουαλά και η πλατφόρμα. Φαίνεται γλιστερή, όχι;
DSC01580.JPG


Γελούσαν και οι πιτσιρικάδες μαζί μας.
DSC01581.JPG


Θέα από ψηλά, ωραίο χρώμα τα νερά του Εφάτε.
DSC01583.JPG


Και δεντράρες έχουμε.
DSC01589.JPG


Και λιμανάκι με ξένους γιωτάδες.
DSC01590.JPG


Ο καλός ο γκατζετάκιας από τη βάρκα φαίνεται.
DSC01594.JPG


Άφιξη στο Lelepa.
DSC01601.JPG


Kαθ' οδόν για τη σπηλιά.
DSC01604.JPG


Η είσοδος της σπηλιάς.
DSC01605.JPG


Ολομόναχοι στη σπηλιά, ψάχναμε σα χαζοί.
DSC01607.JPG


Τα γράμματα σίγουρα δεν είναι οι σπηλαιογραφίες που ψάχναμε, ούτε για τα άλλα είμαι σίγουρος. Δε βαριέσαι, το ταξίδι μετράει.
DSC01608.JPG


Ο βαρκάρης μας περίμενε στωικά.
DSC01614.JPG


Φτάσαμε και στο Hat. Ιδού οι τρεις πέτρες που σηματοδοτούν το σημείο όπου βρέθηκε ο τάφος. Το λες και απογοήτευση.
DSC01615.JPG
DSC01617.JPG


Επιστροφή στη βάρκα.
DSC01620.JPG


... αφού πάλι αφήσει το στίγμα του ο Κρεκούζας.
DSC01626.JPG
 
Last edited:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Πολύ ωραία φύση το Εφάτε, πολλές οι παραλίες που δεν έχεις πρόσβαση από ξηράς.
DSC01633.JPG


Εμμ, μάλλον έπρεπε να το έχουμε καταλάβει ότι είναι μούφα το μουσείο.
DSC01637.JPG
DSC01638.JPG


Τα εκθέματα ήταν αυτά...
DSC01639.JPG


Και αυτά. Αυτάααα.
DSC01641.JPG


Τη φάγαμε την παπάτζα, συνεχίζουμε.
DSC01643.JPG


Το μονοπατάκι για την παραλιούλα με τα κοράλια.
DSC01648.JPG


Που δεν τη λες και άσχημη.
DSC01650.JPG


Πάουερ η ντουσιέρα.
DSC01660.JPG


Συμπαθητική η φύση παρακάτω.
DSC01664.JPG


Εικόνα στους δρόμους.
DSC01667.JPG
DSC01668.JPG
DSC01670.JPG
DSC01671.JPG


Και το blue hole.
DSC01676.JPG


Άρπαζες το σκοινί, όρμαγες και μπλουμ.
DSC01683.JPG
DSC01685.JPG


Α ρε Κρεκούζα, στα καλύτερα σε πάω. Και μου κάνεις και κόνξες...
DSC01687.JPG
 
Last edited:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Η σημερινή ημέρα αναμενόταν μεγάλη, και σε διάρκεια και σε ένταση. Είχαμε πρωινή πτήση για το νησί Pentecost, όπου θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο αυθεντικά έθιμα στην Ωκεανία, το nanggol. Όλο το ταξίδι είχε κανονιστεί ώστε να συμπέσουμε με τις ημερομηνίες που λαμβάνει χώρα το συγκεκριμένο έθιμο, που συνίσταται στην κατασκευή τεράστιων πύργων από ξύλο, από τους οποίους πέφτουν άνδρες στο κενό, έχοντας δέσει όμως τα πόδια τους με κάποια φυσικά σκοινιά από δέντρα, κάνοντας ένα είδος -πολύ πιο επικίνδυνου- bungee jumping. Όλο αυτό γίνεται στην πραγματικότητα μόνο για 6 συνεχή Σάββατα, μόνο στο νησί Pentecost, μόνο σε 2-3 τοποθεσίες. Ε, εκεί πηγαίναμε. Δεν είχα δει ούτε καν φωτογραφίες διότι δεν ήθελα να έχω εικόνα του τι θα έβλεπα ακριβώς.

Η πτήση μας λοιπόν με την αγαπημένη Air Vanuatu ήταν στις 7.30 το πρωί, άρα πρωινό πήραμε στις 5. Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα ότι το ταπεινό μας κατάλυμα θα σέρβιρε κάτι τόσο πρωί, αλλά ήταν αλήθεια και παρότι ήταν πολύ μέτριο, ήταν κάτι. Αφήσαμε τα πολλά συμπράγκαλα στο κατάλυμα, αφού στην πτήση δεν επιτρέπεται κάτι πλην των χειραποσκευών. Δυστυχώς ξέχασα να πάρω κάρτα μνήμης για την κάμερα, αλλά ευτυχώς είχε έξτρα για να μου δανείσει ο γλυκούλης @Krekouzas.

Πήραμε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό μας λοιπόν και το αφήσαμε στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, όπως είχαμε συνεννοηθεί με την εταιρεία ενοικίασης, χρησιμοποιώντας μια πολύ περίεργη φορητή κλειδαριά που μας είχαν δώσει, για την οποία μόνο αυτοί είχαν το κλειδί. Άτσα συστήματα το Βανουάτου!

Το τσεκ-ιν έγινε στο τρομερό τέρμιναλ για τις εσωτερικές πτήσεις σε... έναν άμβωνα (δεν υπήρχε γκισές ουσιαστικά), μέχρι και το όνομα της πόλης όπου θα προσγειωνόμασταν (Lonorore) είχαν γράψει λάθος, αλλά λίγο ρόλο έπαιζε αυτό. Πληρώσαμε τα 200 vatu τοπικό φόρο αεροδρομίου και περιμέναμε. Κατά τη διάρκεια της αναμονής προσπάθησα να κάνω και ανάληψη από το ΑΤΜ του αεροδρομίου, τελικά για να πάρω ένα σχετικά ασφαλές ποσό χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω δυο ΑΤΜ από τις δύο διαφορετικές τράπεζες, αλλά νενικήκαμεν.

Καθυστέρησε να έρθει το αεροσκάφος, αλλά ήρθε και αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μινούσκουλο αεροπλανάκι με χωρητικότητα περίπου 12 άτομα, αν και, αφού μας ζύγιζαν, μας είπαν πως θα μπούμε μόνο 8 άτομα. Μας έδωσαν μάλιστα τις τελευταίες δύο θέσεις, που ήταν εξαιρετικά άνετες (άπλωσα και τις ποδάρες μου δίπλα στην πόρτα), αλλά κυρίως είχαμε εξαιρετική θέα για τα 45 λεπτά πτήσης, απολαμβάνοντας την αντίθεση που σχημάτιζαν το καταγάλανο της θάλασσας και το καταπράσινο των νησιών πάνω από τα οποία πετούσαμε και αναρωτώμενος πόσο ακατοίκητη είναι αυτή η χώρα, αφού περνούσαμε από ευμεγέθη νησιά στα οποία το μόνο που υπήρχε ήταν πυκνή τροπική βλάστηση. Σε κάποια φάση πετάξαμε πάνω από ένα νησί με κόκκινα και καφετί βουνά και η πανδαισία χρωμάτων ήταν ακόμη πιο έντονη (ναι, φωτογραφίες αργότερα σήμερα). Ο καημένος ο Κρεκούζας απόλαυσε τη φύση λίγο λιγότερο, αφού και πετοφοβία έχει αλλά ήταν και καμένος από τη χτεσινή βαρκάδα.

Ο αεροδριάδρομος στον οποίο προσγειωθήκαμε ήταν αξιοπρεπής, αλλά το “αεροδρόμιο” είναι ό,τι πιο κοτέτσι έχω δει στις περίπου 120 χώρες και τα εκατοντάδες αεροδρόμια που έχω δει στη ζωή μου: ήταν ένα απλό μικρό κτίριο χωρίς καμία αίθουσα, τα τζάμια του ήταν σπασμένα, δεν υπήρχε καμία καρέκλα και η μοναδική επιγραφή ξεκαθάριζε πως η Air Vanuatu “δε θα δέχεται πλέον ως cargo αγαθά που τοποθετούνται σε ψάθινα καλάθια”. Μπούχαχα.

Αποβιβαστήκαμε και πήγαμε στο... πάρκινγκ του αεροδρομίου, δηλαδή ένα χωράφι με τέσσερα ντάτσουν κι ένα παράπηγμα με φύλλα φοίνικα στο οποίο πωλούσαν πορτοκάλια. Πού ήρθαμε, γουστάρω! Οι υπόλοιποι 6 επιβάτες είχαν αγοράσει μια ημερήσια εκδρομή από το Port Vila, που περιλάμβανε την πτήση, τη μεταφορά για να δουν το land diving (έτσι λέγεται το nanggol στα αγγλικά) και την επιστροφή τους με απογευματινή πτήση. Εμείς ήμασταν πιο... vivere pericolosamente, είχαμε κλείσει την πτήση και... τίποτε άλλο. Το δε τράνσφερ που είχαν κλείσει οι άνθρωποι ήταν... η καρότσα του ντάτσουν, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος εξόδου από το αεροδρόμιο, οπότε και μπήκα σε παζάρια με έναν ντατσουνιέρη, που ήταν και “ξεναγός” κι ενδεχομένως και πρέσβης, πυρηνικός φυσικός και άλλα πολλά. Εν τέλει κλείσαμε το τράνσφερ, μεσημεριανό και το land diving για 97 ευρώ το άτομο, που ήταν μια χαρά, αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο το fee που χρεώνουν οι ντόπιοι είναι 80€/επισκέπτη.

Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς... όπου ήταν αυτό που μας πήγαιναν ήταν το πιο σουρεαλιστικό airport transfer που έχω κάνει ποτέ μου. Φυσικά άσφαλτος δεν υπήρχε, περνούσαμε μέσα από ένα δάσος από δέντρα, διασχίζοντας ρυάκια, κολλώντας στη λάσπη και... οδηγώντας σύριζα δίπλα στο νερό της θάλασσας πάνω στην άμμο ή τα βότσαλα... Πολύ απλά δεν υπάρχουν δρόμοι στο Pentecost ούτε κτίρια, ουσιαστικά μόνο καλύβες έχει, οι κάτοικοι ζουν σε συνθήκες μάλλον πρωτόγονες. Όλοι κι όλοι οι τουρίστες ήταν καμιά ντουζίνα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν expats στο Πορτ Βίλα κι όλος ο τουρισμός που έχουν ουσιαστικά είναι αυτά τα 6 Σάββατα το χρόνο.

Φτάσαμε με τα πολλά στο χωριό, το οποίο πρέπει να είναι το Rangusuksu ή κάτι αντίστοιχο, δεν είναι ότι υπάρχουν ταμπέλες, επιγραφές ή οτιδήποτε που να θυμίζει “πολιτισμό” στο νησί. Μας καλωσόρισαν λοιπόν ενθουσιασμένοι οι κάτοικοι, που σε ποσοστό περίπου 70% ήταν παιδάκια. Ζούσαν όλοι σε καλύβες από ψάθα με φύλλα φοίνικα για σκεπή. Η αλήθεια είναι πως αρχικά πίστεψα πως τα σπίτια αυτά είναι για τουρισμό, μετά συνειδητοποίησα πως όλοι μένουν σε αυτά. Μας πρόσφεραν κάποια φρούτα και μας είπαν να περιμένουμε μέχρι να έρθει και η δεύτερη πτήση με άλλους 8 τουρίστες, προκειμένου να ξεκινήσει η τελετή.

Κάναμε λοιπόν μια βολτίτσα στο απίθανο αυτό χωριό, όπου όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, ενώ τα παιδάκια έπαιζαν ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τα δικά μας “μήλα”, αν και χωρίς μπάλα, έπρεπε να αγγίξεις τον αντίπαλό σου για να τον βγάλεις από το παιχνίδι, αλλά χωρίς να βγεις από τις γραμμές σου. Ατέλειωτα χαχανίσματα και ήχοι από παιδιά που παίζουν, θα ήταν το soundtrack για τις δύο επόμενες ημέρες που θα περνούσαμε στο νησί. Μπήκα σε μια καλύβα που με χαιρέτισαν κι έκατσα με την οικογένεια να πούμε δυο κουβέντες, μιας και το χωριό ήταν αγγλόφωνο. Με ρώτησαν όλο ενδιαφέρον από πού είμαι και για άλλη μια φορά μου έκανε εντύπωση πόσο καλοσυνάτοι και με αθώα χαμόγελα ήταν όλοι. “Εσείς θα πηδήξετε σήμερα από τον πύργο;”, ρώτησα. Μου απάντησαν πως όχι, αν και θα πηδούσε για πρώτη φορά ένας ξάδερφός τους.

Το μοναδικό πραγματικό κτίριο σε όλο το χωριό (εννοώ που να έχει τούβλα, τσιμέντο, τέλος πάντων κάποιο διαρκές υλικό) είναι η εκκλησία, που μας είπαν πως είναι σχετικά πρόσφατη και κατασκευάστηκε από ιεραπόστολους. Ξαποσταίνοντας στα σκαλιά της, πιάσαμε κουβέντα με μια μητέρα που είχε έρθει με την κόρη της για να ζήσουν στο Vanuatu κι έμεναν στα προάστια του Port Vila, αν θυμάμαι καλά ήταν Αυστραλές με ρίζες από τη Νέα Ζηλανδία. Μας είπαν πως είναι πολύ εύκολο κι αρκετά οικονομικό να αγοράσει κανείς σπίτι πάνω στο νερό στο Βανουάτου, πως πλέον έχουν αρχίσει να έρχονται κινεζικές επενδύσεις, όπως το μεγάλο συνεδριακό κέντρο που χτίζεται, αν και υπάρχουν παράπονα διότι δεν έχουν τηρηθεί στο ακέραιο οι συμφωνίες περί απασχόλησης ντόπιων στα έργα, όπως και το ότι τα κρουαζιερόπλοια είναι πραγματική πληγή. Ρώτησα την κόρη, που πρέπει να είναι σε ηλικία γυμνασίου, πώς είναι το σχολείο και μας έλεγε πως είναι πολύ αυστηρά. Για παράδειγμα, το σχολείο είναι αυστηρά αγγλόφωνο κι όποιο παιδάκι μιλήσει σε κάποια τοπική γλώσσα έχει τιμωρία: τα αγόρια πρέπει να κάνουν 20 pushups και τα κορίτσια να μείνουν για λίγα δευτερόλεπτα ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλά τους τις πατούσες τους. Εντύπωση μου έκανε που μας είπε πως πολλά παιδιά δεν πάνε σχολείο διότι το κόστος είναι ένα δυσβάσταχτο 150€/εξάμηνο, που πολλές οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν, ειδικά οι πολύτεκνες. Τον Ιούλιο θα πήγαιναν στην Ελλάδα, οπότε τους δώσαμε tips και συνεχίσαμε τη βόλτα μας, όπου ο Κρεκούζας αποφάσισε να βγάλει μια φωτογραφία ένα μάτσο παιδάκια με την polaroid του και να τους τη χαρίσει, οπότε και τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο εκστασιασμένα.

Επιτέλους ήρθε και η πτήση με τους υπόλοιπους τουρίστες που περιμέναμε και ξεκινήσαμε όλοι υπό την καθοδήγηση του οργανωτή για το σημείο των πτώσεων, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν πράγματι πολύ κοντά. Αυτό που αντικρύσαμε ήταν μια ξύλινη κατασκευή από μαδέρια δεμένα με σκοινιά μεταξύ τους που έμοιαζε με πύργο ή καλύτερα με πλατφόρμα για βουτιές, σαν αυτές που έχουν οι πισίνες, που είχε τοποθετηθεί σε ένα επικλινές σημείο του εδάφους. Προφανώς από εκεί θα έπεφταν οι divers και θα προσγειώνονταν... στο έδαφος (hello? Για κάποιο λόγο λέγεται LAND diving), με την πτώση τους να μετριάζεται από το σκοινί στο οποίο θα έδεναν τα πόδια τους. Ο οργανωτής-ξεναγός μας εξήγησε πως τέτοια εποχή κάθε χρόνο φτιάχνουν τον πύργο-εξέδρα από το μηδέν και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι ντόπιοι, φυσικά στην πλειοψηφία τους παιδιά.

Μια μεγάλη ομάδα εξ αυτών ήταν παραδοσιακά ντυμένοι, δηλαδή ουσιαστικά ήταν γυμνοί ή φορούσαν ψάθινες φούστες, με τα αγόρια και τους άντρες να φορούν και το παραδοσιακό namba, δηλαδή μια πεοθήκη ανάλογη με αυτές που φορούν λίγο πιο πέρα, στην Παπούα Νέα Γουϊνέα. Μαζεύτηκε ένα σχετικό πλήθος κι άρχισαν με τρομερή ζωντάνια να τραγουδούν ρυθμικά, με το πάθος να κορυφώνεται όταν άρχισε να ανεβαίνει στην εξέδρα ο πρώτος υποψήφιος για βουτιά. Μας είπαν πως σήμερα θα πηδούσαν επτά, ξεκινώντας από τους νεαρότερους σε ηλικία και συνεχίζοντας με τους μεγαλύτερους. Κάθε δύτης θα έπεφτε από όλο και ψηλότερο σημείο της εξέδρας, με τον κορυφαίο να πέφτει από την κορυφή της.

Ανέβηκε το πρώτο παιδάκι, η “χορωδία” από κάτω τον ενθάρρυνε με τραγούδια και ρυθμικές κραυγές, αλλά εν τέλει παρότι φαινόταν έτοιμο να πηδήξει, τελικώς φοβήθηκε κι υποχώρησε. Ο δεύτερος ανέβηκε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν γύρω στα 10. Η ντόπια κοπελίτσα που ήταν όρθια δίπλα μου τον κοιτούσε όλο αγωνία και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της. Αυτοσυγκεντρώθηκε, πήδηξε ψηλά και ΚΡΑΚ, καθώς έπεφτε το σκοινί έκανε ένα δυνατό ήχο, που σήμαινε πως τεντώθηκε όσο γινόταν κατά την πτώση, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα ΜΠΑΜ. Έπαθα σοκ! Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πως -σε αντίθεση με το bungee jumping που το σκοινί είναι σκοπίμως κοντό ώστε να αιωρείσαι μετά την πτώση και σε καμία περίπτωση δε χτυπάς στο έδαφος- στο land diving ο δύτης χτυπάει στο έδαφος, έστω κι όχι με όλη τη φόρα, αφού το σκοινί κάπως συγκρατεί την πτώση του. Όλοι βουτούσαν με το κεφάλι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης με το έδαφος έπαιρναν μια κλίση κι εν τέλει χτυπούσαν με τον ώμο ή το γοφό, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται πολύ επίπονο. Ο δύτης αποθεώθηκε και ακολούθησε ο επόμενος που έπεσε από υψηλότερο σημείο της πλατφόρμας, ζητώντας και την ηθική υποστήριξη του κοινού, πάντα έχοντας το ένα μόνο πόδι δεμένο, με σκοινί φτιαγμένο από κληματαριά... Απίστευτα επικίνδυνο αλλά και άκρως εντυπωσιακό το έθιμο, για τη δε ατμόσφαιρα δεν έχω να πω και πολλά, προκαλούσε ρίγος με όλο το χωριό να τραγουδάει και να χορεύει.

Ο τελευταίος δύτης ήταν πολύ εντυπωσιακός, πηδώντας όσο ψηλότερα μπορούσε, πέφτοντας με πολύ δύναμη και εισπράττοντας αλαλαγμούς αποθέωσης. Γι αυτόν ειδικά πήρα και καλή θέση και κατάφερα να βγάλω μια καλή φωτογραφία, αλλά νομίζω θα πάρετε καλύτερη εικόνα από τα βίντεο του Κρεκούζα, εγώ δεν ξέρω να τα σηκώνω.

Η όλη τελετή μας άφησε με εξαιρετικές εντυπώσεις, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που ζούσαμε, μέχρι που μας πήγαν όλους για μεσημεριανό. Πολύ φτωχό το γεύμα με λίγο ρύζι, ελάχιστα μακαρόνια, λίγα χόρτα, γλυκοπατάτες κι ένα νερό που αμέσως μόλις το ήπια με έπιασαν κράμπες στο στομάχι. Ευτυχώς είχαμε φέρει κάτι σάντουιτς που είχαμε φτιάξει στο Πορτ Βίλα και δεν πεινάσαμε, συν κανα δυο βραστά αβγά.

Ωραία όλα αυτά, αλλά πού θα κοιμόμασταν; Μας ανέφεραν ένα Mari Guesthouse που βρισκόταν “εκεί κοντά” αν και κανείς δεν ήξερε να υπολογίσει το χρόνο που θα μας έπαιρνε για να πάμε εκεί, ε δε νομίζω να κυκλοφορούν και με ρολόγια οι άνθρωποι. Μας έδωσαν πάντως έναν νεαρό που θα εκτελούσε χρέη αχθοφόρου και θα μας έδειχνε το δρόμο, οπότε αποχαιρετίσαμε το χωριό και τους λιγοστούς τουρίστες και φύγαμε μέσα από το δάσος, μη έχοντας ιδέα πού πηγαίναμε.

Η διαδρομή ήταν και πάλι πανέμορφη, ενώ όποτε περνούσαμε μπροστά από κάποια καλύβα οι ντόπιοι μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι. Εν τέλει φτάσαμε, μας σύστησαν και τον ιδιοκτήτη, ήταν ένας μεγαλούτσικος κύριος ονόματι Luke Fargo, για τον οποίο είχα διαβάσει ότι είναι κάτι σα φύλαρχος σε αυτό το κομμάτι του νησιού και όντως μας συστήθηκε ως chief! Αυτός μας έδειξε πού θα κοιμόμασταν, επρόκειτο για δυο υπερυψωμένες καλύβες με ψάθα και οροφή, χωρίς πόρτες φυσικά, ενώ υπήρχε μια εξωτερική τουαλέτα κι ένα πρωτόγονο ντους λίγα μέτρα πιο πέρα. Παρατήρησα ότι υπήρχαν καλώδια και ρώτησα αν υπάρχει ρεύμα αλλά ο Luke μας είπε πως ένας ισχυρός άνεμος είχε ρίξει το ρεύμα “πριν από μερικές εβδομάδες”. Πολύ πρωτόγονο αλλά ωραίο μας φάνηκε και είπαμε να το πάρουμε, όχι ότι υπήρχε και καμία εναλλακτική.

Αφήσαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε βόλτα στο χωριό... Τι να πει κανείς, παραμυθένιο ήταν, με λίγα ψάθινα σπιτάκια, καλοκάγαθους κατοίκους, παιδάκια που πλένονταν παίζοντας σε ένα ποτάμι, όλοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως σε όλο το νησί με εξαίρεση μερικές κατσαρόλες κι έναν κουβά δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Οι άνθρωποι ντύνονται απλά (αν ντύνονται), τρώνε ότι παράγουν και ουσιαστικά δεν έχουν υπάρχοντα, πέραν κάποιων γουρουνιών και κοτόπουλων. Πραγματικά ξεχασμένο μέρος, αν και είμαι σίγουρος πως σε πέντε χρόνια θα είναι εντελώς διαφορετικό.

Ο καλός παππούλης μας μαγείρεψε δείπνο, ένα περίεργο πράγμα που θα ήθελε να είναι λαχανοντολμάς, λίγο ρύζι και κάποια λαχανικά. Ο καημένος ο Κρεκούζας δεν έφαγε τίποτε, αλλά ήταν τέτοια η ικανοποίηση που ακόμη κι ο Οβελίξ θα κοιμόταν νηστικός κι ικανοποιημένος.
 
Μηνύματα
29
Likes
136
Η σημερινή ημέρα αναμενόταν μεγάλη, και σε διάρκεια και σε ένταση. Είχαμε πρωινή πτήση για το νησί Pentecost, όπου θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο αυθεντικά έθιμα στην Ωκεανία, το nanggol. Όλο το ταξίδι είχε κανονιστεί ώστε να συμπέσουμε με τις ημερομηνίες που λαμβάνει χώρα το συγκεκριμένο έθιμο, που συνίσταται στην κατασκευή τεράστιων πύργων από ξύλο, από τους οποίους πέφτουν άνδρες στο κενό, έχοντας δέσει όμως τα πόδια τους με κάποια φυσικά σκοινιά από δέντρα, κάνοντας ένα είδος -πολύ πιο επικίνδυνου- bungee jumping. Όλο αυτό γίνεται στην πραγματικότητα μόνο για 6 συνεχή Σάββατα, μόνο στο νησί Pentecost, μόνο σε 2-3 τοποθεσίες. Ε, εκεί πηγαίναμε. Δεν είχα δει ούτε καν φωτογραφίες διότι δεν ήθελα να έχω εικόνα του τι θα έβλεπα ακριβώς.

Η πτήση μας λοιπόν με την αγαπημένη Air Vanuatu ήταν στις 7.30 το πρωί, άρα πρωινό πήραμε στις 5. Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα ότι το ταπεινό μας κατάλυμα θα σέρβιρε κάτι τόσο πρωί, αλλά ήταν αλήθεια και παρότι ήταν πολύ μέτριο, ήταν κάτι. Αφήσαμε τα πολλά συμπράγκαλα στο κατάλυμα, αφού στην πτήση δεν επιτρέπεται κάτι πλην των χειραποσκευών. Δυστυχώς ξέχασα να πάρω κάρτα μνήμης για την κάμερα, αλλά ευτυχώς είχε έξτρα για να μου δανείσει ο γλυκούλης @Krekouzas.

Πήραμε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό μας λοιπόν και το αφήσαμε στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, όπως είχαμε συνεννοηθεί με την εταιρεία ενοικίασης, χρησιμοποιώντας μια πολύ περίεργη φορητή κλειδαριά που μας είχαν δώσει, για την οποία μόνο αυτοί είχαν το κλειδί. Άτσα συστήματα το Βανουάτου!

Το τσεκ-ιν έγινε στο τρομερό τέρμιναλ για τις εσωτερικές πτήσεις σε... έναν άμβωνα (δεν υπήρχε γκισές ουσιαστικά), μέχρι και το όνομα της πόλης όπου θα προσγειωνόμασταν (Lonorore) είχαν γράψει λάθος, αλλά λίγο ρόλο έπαιζε αυτό. Πληρώσαμε τα 200 vatu τοπικό φόρο αεροδρομίου και περιμέναμε. Κατά τη διάρκεια της αναμονής προσπάθησα να κάνω και ανάληψη από το ΑΤΜ του αεροδρομίου, τελικά για να πάρω ένα σχετικά ασφαλές ποσό χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω δυο ΑΤΜ από τις δύο διαφορετικές τράπεζες, αλλά νενικήκαμεν.

Καθυστέρησε να έρθει το αεροσκάφος, αλλά ήρθε και αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μινούσκουλο αεροπλανάκι με χωρητικότητα περίπου 12 άτομα, αν και, αφού μας ζύγιζαν, μας είπαν πως θα μπούμε μόνο 8 άτομα. Μας έδωσαν μάλιστα τις τελευταίες δύο θέσεις, που ήταν εξαιρετικά άνετες (άπλωσα και τις ποδάρες μου δίπλα στην πόρτα), αλλά κυρίως είχαμε εξαιρετική θέα για τα 45 λεπτά πτήσης, απολαμβάνοντας την αντίθεση που σχημάτιζαν το καταγάλανο της θάλασσας και το καταπράσινο των νησιών πάνω από τα οποία πετούσαμε και αναρωτώμενος πόσο ακατοίκητη είναι αυτή η χώρα, αφού περνούσαμε από ευμεγέθη νησιά στα οποία το μόνο που υπήρχε ήταν πυκνή τροπική βλάστηση. Σε κάποια φάση πετάξαμε πάνω από ένα νησί με κόκκινα και καφετί βουνά και η πανδαισία χρωμάτων ήταν ακόμη πιο έντονη (ναι, φωτογραφίες αργότερα σήμερα). Ο καημένος ο Κρεκούζας απόλαυσε τη φύση λίγο λιγότερο, αφού και πετοφοβία έχει αλλά ήταν και καμένος από τη χτεσινή βαρκάδα.

Ο αεροδριάδρομος στον οποίο προσγειωθήκαμε ήταν αξιοπρεπής, αλλά το “αεροδρόμιο” είναι ό,τι πιο κοτέτσι έχω δει στις περίπου 120 χώρες και τα εκατοντάδες αεροδρόμια που έχω δει στη ζωή μου: ήταν ένα απλό μικρό κτίριο χωρίς καμία αίθουσα, τα τζάμια του ήταν σπασμένα, δεν υπήρχε καμία καρέκλα και η μοναδική επιγραφή ξεκαθάριζε πως η Air Vanuatu “δε θα δέχεται πλέον ως cargo αγαθά που τοποθετούνται σε ψάθινα καλάθια”. Μπούχαχα.

Αποβιβαστήκαμε και πήγαμε στο... πάρκινγκ του αεροδρομίου, δηλαδή ένα χωράφι με τέσσερα ντάτσουν κι ένα παράπηγμα με φύλλα φοίνικα στο οποίο πωλούσαν πορτοκάλια. Πού ήρθαμε, γουστάρω! Οι υπόλοιποι 6 επιβάτες είχαν αγοράσει μια ημερήσια εκδρομή από το Port Vila, που περιλάμβανε την πτήση, τη μεταφορά για να δουν το land diving (έτσι λέγεται το nanggol στα αγγλικά) και την επιστροφή τους με απογευματινή πτήση. Εμείς ήμασταν πιο... vivere pericolosamente, είχαμε κλείσει την πτήση και... τίποτε άλλο. Το δε τράνσφερ που είχαν κλείσει οι άνθρωποι ήταν... η καρότσα του ντάτσουν, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος εξόδου από το αεροδρόμιο, οπότε και μπήκα σε παζάρια με έναν ντατσουνιέρη, που ήταν και “ξεναγός” κι ενδεχομένως και πρέσβης, πυρηνικός φυσικός και άλλα πολλά. Εν τέλει κλείσαμε το τράνσφερ, μεσημεριανό και το land diving για 97 ευρώ το άτομο, που ήταν μια χαρά, αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο το fee που χρεώνουν οι ντόπιοι είναι 80€/επισκέπτη.

Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς... όπου ήταν αυτό που μας πήγαιναν ήταν το πιο σουρεαλιστικό airport transfer που έχω κάνει ποτέ μου. Φυσικά άσφαλτος δεν υπήρχε, περνούσαμε μέσα από ένα δάσος από δέντρα, διασχίζοντας ρυάκια, κολλώντας στη λάσπη και... οδηγώντας σύριζα δίπλα στο νερό της θάλασσας πάνω στην άμμο ή τα βότσαλα... Πολύ απλά δεν υπάρχουν δρόμοι στο Pentecost ούτε κτίρια, ουσιαστικά μόνο καλύβες έχει, οι κάτοικοι ζουν σε συνθήκες μάλλον πρωτόγονες. Όλοι κι όλοι οι τουρίστες ήταν καμιά ντουζίνα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν expats στο Πορτ Βίλα κι όλος ο τουρισμός που έχουν ουσιαστικά είναι αυτά τα 6 Σάββατα το χρόνο.

Φτάσαμε με τα πολλά στο χωριό, το οποίο πρέπει να είναι το Rangusuksu ή κάτι αντίστοιχο, δεν είναι ότι υπάρχουν ταμπέλες, επιγραφές ή οτιδήποτε που να θυμίζει “πολιτισμό” στο νησί. Μας καλωσόρισαν λοιπόν ενθουσιασμένοι οι κάτοικοι, που σε ποσοστό περίπου 70% ήταν παιδάκια. Ζούσαν όλοι σε καλύβες από ψάθα με φύλλα φοίνικα για σκεπή. Η αλήθεια είναι πως αρχικά πίστεψα πως τα σπίτια αυτά είναι για τουρισμό, μετά συνειδητοποίησα πως όλοι μένουν σε αυτά. Μας πρόσφεραν κάποια φρούτα και μας είπαν να περιμένουμε μέχρι να έρθει και η δεύτερη πτήση με άλλους 8 τουρίστες, προκειμένου να ξεκινήσει η τελετή.

Κάναμε λοιπόν μια βολτίτσα στο απίθανο αυτό χωριό, όπου όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, ενώ τα παιδάκια έπαιζαν ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τα δικά μας “μήλα”, αν και χωρίς μπάλα, έπρεπε να αγγίξεις τον αντίπαλό σου για να τον βγάλεις από το παιχνίδι, αλλά χωρίς να βγεις από τις γραμμές σου. Ατέλειωτα χαχανίσματα και ήχοι από παιδιά που παίζουν, θα ήταν το soundtrack για τις δύο επόμενες ημέρες που θα περνούσαμε στο νησί. Μπήκα σε μια καλύβα που με χαιρέτισαν κι έκατσα με την οικογένεια να πούμε δυο κουβέντες, μιας και το χωριό ήταν αγγλόφωνο. Με ρώτησαν όλο ενδιαφέρον από πού είμαι και για άλλη μια φορά μου έκανε εντύπωση πόσο καλοσυνάτοι και με αθώα χαμόγελα ήταν όλοι. “Εσείς θα πηδήξετε σήμερα από τον πύργο;”, ρώτησα. Μου απάντησαν πως όχι, αν και θα πηδούσε για πρώτη φορά ένας ξάδερφός τους.

Το μοναδικό πραγματικό κτίριο σε όλο το χωριό (εννοώ που να έχει τούβλα, τσιμέντο, τέλος πάντων κάποιο διαρκές υλικό) είναι η εκκλησία, που μας είπαν πως είναι σχετικά πρόσφατη και κατασκευάστηκε από ιεραπόστολους. Ξαποσταίνοντας στα σκαλιά της, πιάσαμε κουβέντα με μια μητέρα που είχε έρθει με την κόρη της για να ζήσουν στο Vanuatu κι έμεναν στα προάστια του Port Vila, αν θυμάμαι καλά ήταν Αυστραλές με ρίζες από τη Νέα Ζηλανδία. Μας είπαν πως είναι πολύ εύκολο κι αρκετά οικονομικό να αγοράσει κανείς σπίτι πάνω στο νερό στο Βανουάτου, πως πλέον έχουν αρχίσει να έρχονται κινεζικές επενδύσεις, όπως το μεγάλο συνεδριακό κέντρο που χτίζεται, αν και υπάρχουν παράπονα διότι δεν έχουν τηρηθεί στο ακέραιο οι συμφωνίες περί απασχόλησης ντόπιων στα έργα, όπως και το ότι τα κρουαζιερόπλοια είναι πραγματική πληγή. Ρώτησα την κόρη, που πρέπει να είναι σε ηλικία γυμνασίου, πώς είναι το σχολείο και μας έλεγε πως είναι πολύ αυστηρά. Για παράδειγμα, το σχολείο είναι αυστηρά αγγλόφωνο κι όποιο παιδάκι μιλήσει σε κάποια τοπική γλώσσα έχει τιμωρία: τα αγόρια πρέπει να κάνουν 20 pushups και τα κορίτσια να μείνουν για λίγα δευτερόλεπτα ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλά τους τις πατούσες τους. Εντύπωση μου έκανε που μας είπε πως πολλά παιδιά δεν πάνε σχολείο διότι το κόστος είναι ένα δυσβάσταχτο 150€/εξάμηνο, που πολλές οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν, ειδικά οι πολύτεκνες. Τον Ιούλιο θα πήγαιναν στην Ελλάδα, οπότε τους δώσαμε tips και συνεχίσαμε τη βόλτα μας, όπου ο Κρεκούζας αποφάσισε να βγάλει μια φωτογραφία ένα μάτσο παιδάκια με την polaroid του και να τους τη χαρίσει, οπότε και τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο εκστασιασμένα.

Επιτέλους ήρθε και η πτήση με τους υπόλοιπους τουρίστες που περιμέναμε και ξεκινήσαμε όλοι υπό την καθοδήγηση του οργανωτή για το σημείο των πτώσεων, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν πράγματι πολύ κοντά. Αυτό που αντικρύσαμε ήταν μια ξύλινη κατασκευή από μαδέρια δεμένα με σκοινιά μεταξύ τους που έμοιαζε με πύργο ή καλύτερα με πλατφόρμα για βουτιές, σαν αυτές που έχουν οι πισίνες, που είχε τοποθετηθεί σε ένα επικλινές σημείο του εδάφους. Προφανώς από εκεί θα έπεφταν οι divers και θα προσγειώνονταν... στο έδαφος (hello? Για κάποιο λόγο λέγεται LAND diving), με την πτώση τους να μετριάζεται από το σκοινί στο οποίο θα έδεναν τα πόδια τους. Ο οργανωτής-ξεναγός μας εξήγησε πως τέτοια εποχή κάθε χρόνο φτιάχνουν τον πύργο-εξέδρα από το μηδέν και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι ντόπιοι, φυσικά στην πλειοψηφία τους παιδιά.

Μια μεγάλη ομάδα εξ αυτών ήταν παραδοσιακά ντυμένοι, δηλαδή ουσιαστικά ήταν γυμνοί ή φορούσαν ψάθινες φούστες, με τα αγόρια και τους άντρες να φορούν και το παραδοσιακό namba, δηλαδή μια πεοθήκη ανάλογη με αυτές που φορούν λίγο πιο πέρα, στην Παπούα Νέα Γουϊνέα. Μαζεύτηκε ένα σχετικό πλήθος κι άρχισαν με τρομερή ζωντάνια να τραγουδούν ρυθμικά, με το πάθος να κορυφώνεται όταν άρχισε να ανεβαίνει στην εξέδρα ο πρώτος υποψήφιος για βουτιά. Μας είπαν πως σήμερα θα πηδούσαν επτά, ξεκινώντας από τους νεαρότερους σε ηλικία και συνεχίζοντας με τους μεγαλύτερους. Κάθε δύτης θα έπεφτε από όλο και ψηλότερο σημείο της εξέδρας, με τον κορυφαίο να πέφτει από την κορυφή της.

Ανέβηκε το πρώτο παιδάκι, η “χορωδία” από κάτω τον ενθάρρυνε με τραγούδια και ρυθμικές κραυγές, αλλά εν τέλει παρότι φαινόταν έτοιμο να πηδήξει, τελικώς φοβήθηκε κι υποχώρησε. Ο δεύτερος ανέβηκε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν γύρω στα 10. Η ντόπια κοπελίτσα που ήταν όρθια δίπλα μου τον κοιτούσε όλο αγωνία και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της. Αυτοσυγκεντρώθηκε, πήδηξε ψηλά και ΚΡΑΚ, καθώς έπεφτε το σκοινί έκανε ένα δυνατό ήχο, που σήμαινε πως τεντώθηκε όσο γινόταν κατά την πτώση, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα ΜΠΑΜ. Έπαθα σοκ! Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πως -σε αντίθεση με το bungee jumping που το σκοινί είναι σκοπίμως κοντό ώστε να αιωρείσαι μετά την πτώση και σε καμία περίπτωση δε χτυπάς στο έδαφος- στο land diving ο δύτης χτυπάει στο έδαφος, έστω κι όχι με όλη τη φόρα, αφού το σκοινί κάπως συγκρατεί την πτώση του. Όλοι βουτούσαν με το κεφάλι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης με το έδαφος έπαιρναν μια κλίση κι εν τέλει χτυπούσαν με τον ώμο ή το γοφό, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται πολύ επίπονο. Ο δύτης αποθεώθηκε και ακολούθησε ο επόμενος που έπεσε από υψηλότερο σημείο της πλατφόρμας, ζητώντας και την ηθική υποστήριξη του κοινού, πάντα έχοντας το ένα μόνο πόδι δεμένο, με σκοινί φτιαγμένο από κληματαριά... Απίστευτα επικίνδυνο αλλά και άκρως εντυπωσιακό το έθιμο, για τη δε ατμόσφαιρα δεν έχω να πω και πολλά, προκαλούσε ρίγος με όλο το χωριό να τραγουδάει και να χορεύει.

Ο τελευταίος δύτης ήταν πολύ εντυπωσιακός, πηδώντας όσο ψηλότερα μπορούσε, πέφτοντας με πολύ δύναμη και εισπράττοντας αλαλαγμούς αποθέωσης. Γι αυτόν ειδικά πήρα και καλή θέση και κατάφερα να βγάλω μια καλή φωτογραφία, αλλά νομίζω θα πάρετε καλύτερη εικόνα από τα βίντεο του Κρεκούζα, εγώ δεν ξέρω να τα σηκώνω.

Η όλη τελετή μας άφησε με εξαιρετικές εντυπώσεις, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που ζούσαμε, μέχρι που μας πήγαν όλους για μεσημεριανό. Πολύ φτωχό το γεύμα με λίγο ρύζι, ελάχιστα μακαρόνια, λίγα χόρτα, γλυκοπατάτες κι ένα νερό που αμέσως μόλις το ήπια με έπιασαν κράμπες στο στομάχι. Ευτυχώς είχαμε φέρει κάτι σάντουιτς που είχαμε φτιάξει στο Πορτ Βίλα και δεν πεινάσαμε, συν κανα δυο βραστά αβγά.

Ωραία όλα αυτά, αλλά πού θα κοιμόμασταν; Μας ανέφεραν ένα Mari Guesthouse που βρισκόταν “εκεί κοντά” αν και κανείς δεν ήξερε να υπολογίσει το χρόνο που θα μας έπαιρνε για να πάμε εκεί, ε δε νομίζω να κυκλοφορούν και με ρολόγια οι άνθρωποι. Μας έδωσαν πάντως έναν νεαρό που θα εκτελούσε χρέη αχθοφόρου και θα μας έδειχνε το δρόμο, οπότε αποχαιρετίσαμε το χωριό και τους λιγοστούς τουρίστες και φύγαμε μέσα από το δάσος, μη έχοντας ιδέα πού πηγαίναμε.

Η διαδρομή ήταν και πάλι πανέμορφη, ενώ όποτε περνούσαμε μπροστά από κάποια καλύβα οι ντόπιοι μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι. Εν τέλει φτάσαμε, μας σύστησαν και τον ιδιοκτήτη, ήταν ένας μεγαλούτσικος κύριος ονόματι Luke Fargo, για τον οποίο είχα διαβάσει ότι είναι κάτι σα φύλαρχος σε αυτό το κομμάτι του νησιού και όντως μας συστήθηκε ως chief! Αυτός μας έδειξε πού θα κοιμόμασταν, επρόκειτο για δυο υπερυψωμένες καλύβες με ψάθα και οροφή, χωρίς πόρτες φυσικά, ενώ υπήρχε μια εξωτερική τουαλέτα κι ένα πρωτόγονο ντους λίγα μέτρα πιο πέρα. Παρατήρησα ότι υπήρχαν καλώδια και ρώτησα αν υπάρχει ρεύμα αλλά ο Luke μας είπε πως ένας ισχυρός άνεμος είχε ρίξει το ρεύμα “πριν από μερικές εβδομάδες”. Πολύ πρωτόγονο αλλά ωραίο μας φάνηκε και είπαμε να το πάρουμε, όχι ότι υπήρχε και καμία εναλλακτική.

Αφήσαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε βόλτα στο χωριό... Τι να πει κανείς, παραμυθένιο ήταν, με λίγα ψάθινα σπιτάκια, καλοκάγαθους κατοίκους, παιδάκια που πλένονταν παίζοντας σε ένα ποτάμι, όλοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως σε όλο το νησί με εξαίρεση μερικές κατσαρόλες κι έναν κουβά δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Οι άνθρωποι ντύνονται απλά (αν ντύνονται), τρώνε ότι παράγουν και ουσιαστικά δεν έχουν υπάρχοντα, πέραν κάποιων γουρουνιών και κοτόπουλων. Πραγματικά ξεχασμένο μέρος, αν και είμαι σίγουρος πως σε πέντε χρόνια θα είναι εντελώς διαφορετικό.

Ο καλός παππούλης μας μαγείρεψε δείπνο, ένα περίεργο πράγμα που θα ήθελε να είναι λαχανοντολμάς, λίγο ρύζι και κάποια λαχανικά. Ο καημένος ο Κρεκούζας δεν έφαγε τίποτε, αλλά ήταν τέτοια η ικανοποίηση που ακόμη κι ο Οβελίξ θα κοιμόταν νηστικός κι ικανοποιημένος.
Τρομερή εμπειρία ακούγεται πραγματικά. Όσο γι αυτό το ότι σε 5 χρόνια θα είναι διαφορετικό, τι να πω, εξαιρετικά καταθλιπτικό. Θέλω να πιστεύω ότι είναι λίγο δύσκολο να αλλάξει μέρος με τόσους λίγους τουρίστες μέσα σε μόλις 5 χρόνια, γιατί πιο πριν δεν παίζει να πάω Ωκεανία. Είδομεν...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Τρομερή εμπειρία ακούγεται πραγματικά. Όσο γι αυτό το ότι σε 5 χρόνια θα είναι διαφορετικό, τι να πω, εξαιρετικά καταθλιπτικό. Θέλω να πιστεύω ότι είναι λίγο δύσκολο να αλλάξει μέρος με τόσους λίγους τουρίστες μέσα σε μόλις 5 χρόνια, γιατί πιο πριν δεν παίζει να πάω Ωκεανία. Είδομεν...
Έχουν αρχίσει και μπαίνουν οι Κινέζοι δυνατά. Όχι ως τουρίστες, αλλά φτιάχνουν δρόμους, σχέδια για αεροδρόμια, ανεμογεννήτριες κλπ. Θα βελτιωθεί κι η ποιότητα ζωής βέβαια, τώρα χωρίς δρόμους γεννάνε στα χωράφια οι άνθρωποι.
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Και ξεκινάει η πτήση. Ατέλειωτο πράσινο και γαλάζιο, κανένα ίχνος κτιρίων.

DSC01688.JPG


Και κόκκινα βουνά έχουμε.
DSC01700.JPG


Και καταπράσινα παράλια έχουμε.
DSC01703.JPG


Και χώρο να απλώσουμε τις αρίδες μας έχουμε.
DSC01706.JPG


Αεροδρόμιο.
DSC01711.JPG


Η Air Vanuatu δε θα μεταφέρει πλέον cargo σε καλάθια από φύλλα φοίνικα!!!
DSC01712.JPG


Πάρκινγκ αεροδρομίου.
DSC01713.JPG


Ανέσεις τράνσφερ αεροδρομίου.
DSC01714.JPG


The beach is our road.
DSC01716.JPG


Μας είχαν ετοιμάσει φρουτάκια, τι καλοί.
DSC01719.JPG


Το χωριό.
DSC01723.JPG
DSC01728.JPG


Η χερούκλα του Κρεκούζα κρατάει κάτι διαστημικό. Μια polaroid.
DSC01731.JPG


Πρώτη επαφή με την εξέδρα.
DSC01738.JPG
DSC01742.JPG


Έσκαβαν το έδαφος στο σημείο όπου έσκαγαν οι δύτες, ώστε η πρόσκρουση να είναι όσο πιο ανώδυνη γίνεται.
DSC01747.JPG


Αρχίζει να μαζεύεται η επιτροπή εμψύχωσης.
DSC01766.JPG


DSC01771.JPG


Ο πιο μικρός από τους δύτες πήρε θέση σχετικά χαμηλά στην πλατφόρμα. Τελικώς δε βρήκε το απαραίτητο κουράγιο και δεν πήδηξε. Ο δεύτερος επίσης το σκέφτηκε, αλλά ένας μεγαλύτερος τον πλησίασε απειλητικά με μια ματσέτα κι έπεσε κανονικότατα.
DSC01773.JPG


Αυτοσυγκέντρωση πριν τη βουτιά.
DSC01774.JPG
 
Last edited:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.981
Likes
52.560
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
"Έλα, πέσε!"
DSC01775.JPG


Ξεκάθαρη η κλίση.
DSC01776.JPG


Προσοχή στο δέισμο της κλιματαριάς στο πόδι.
DSC01781.JPG


Αγωνία.
DSC01786.JPG


Τζερόνιμοοοοο.
DSC01801.JPG


Ο συγκεκριμένος είχε δεμένα και τα δύο πόδια.
DSC01803.JPG


Στο βίντεο θα φανεί πιο παραστατικά, γιατί είναι και τα τραγούδια των παραβρισκόμενων.
DSC01804.JPG


Προετοιμασία για τον επόμενο. Στο μεταξύ ο πύργος δεν είναι και πολύ σόι, του έριχνες μία και σειόταν.
DSC01805.JPG


Αυτός πήγε πάνω-πάνω.
DSC01806.JPG


Και ξεκινάει το μονοπάτι για το κατάλυμά μας.
DSC01818.JPG


Ωραία βόλτα μέσα στη φύση.
DSC01819.JPG


Η καλύβα μου, λουξ για τα δεδομένα του νησιού.
DSC01824.JPG


Και του Κρεκούζα η διπλανή.
DSC01826.JPG


Προετοιμασία του τοπικού ποτού kava. Πριν τη δύση μαζεύονται όλοι και το πίνουν, σε πολλές χώρες της Ωκεανίας. Για την παραγωγή του απαιτείται και φτύσιμο μέσα. Πολύ πικρό, μπλιαχ.
DSC01830.JPG


Βγήκα βόλτα με το αυριανό μου δείπνο.
DSC01831.JPG


Η παραλία ακριβώς μπροστά από το κατάλυμά μας.
DSC01833.JPG
DSC01834.JPG


Κι ένα ντόπιος ψαρεύει με το καγιάκ του, όπως θα έκαναν οι πρόγονοί του αιώνες πριν.
DSC01841.JPG


Νιώσαμε εξαιρετικά καλοδεχούμενοι στη χώρα.
DSC01847.JPG


Καλά, ο Κρεκούζας στο socializing σκίζει κι έχει κι επιτυχίες...
DSC01852.JPG


Πλύσιμο ρούχων, δοντιών και... ποδιών στο ποτάμι. Άλλο τρεχούμενο νερό δεν υπάρχει.
DSC01861.JPG


Κι ο μοναχικός ψαράς ακόμη ψαρεύει.
DSC01868.JPG


Εξαιρετικά σπάνιο πράγμα να δεις βάρκα στο νησί.
DSC01869.JPG


Το ένα και μοναδικό kava bar.
DSC01874.JPG


Mας έφτιαξε και δέιπνο ο παππούλης.
DSC01877.JPG


Παραήταν υγιεινό για τον Κρκεούζα.
DSC01879.JPG
 
Last edited:

Εκπομπές Travelstories

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.655
Μηνύματα
906.617
Μέλη
39.405
Νεότερο μέλος
Ioanna Kara

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom