Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.976
- Likes
- 52.469
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Οι βάρκες ήρθαν να μας πάρουν κι ήμασταν όλοι ανυπόμονοι να πιούμε τη ζεστή σοκολάτα που μας περίμενε στο πλοίο. Νομίζω το γενικό συμπέρασμα για τους περισσότερους ήταν ότι ως εμπειρία το κάμπινγκ στην Αταρκτική ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά δε θα το ξανακάναμε. Ήταν λιγότερο ενδιαφέρον από το αναμενόμενο και νομίζω ειδικά για τα άτομα κάποιας ηλικίας, πολλά θα μπορούσαν να είχαν πάει στραβά.
Κοιμήθηκα λίγα λεπτά πριν την αφύπνιση και πήγα στη συνάντηση των kayakers όπου δήλωσα πως θα πήγαινα στην πρωινή εξόρμηση, θα άφηνα όμως την απογευματινή, όχι λόγω κούρασης, αλλά επειδή ήθελα να επισκεφθώ με τηις λέμβους το Jougle, όπου θα βλέπαμε οστά φαλαινών, και το Lockroy, oυσιαστικά το μόνο ιστορικό αξιοθέατο της κρουαζιέρας. Στο καγιάκ ήμουν με την Andrea αυτή τη φορά και μάλιστα στη θέση του οδηγού, που μου φάνηκε πιο εύκολο. Ο προορισμός αυτή τη φορά ήταν το Paradise Bay, που ονομάστηκε έτσι από φαλαινοθήρες, προφανώς διότι ο κόλπος τους προστάτευε μερικώς από τα στοιχεία της φύσης.
Αρχικά περάσαμε από τον αργεντίνικο επιστημονικό σταθμό (τον οποίο οι Αργεντίνοι έστησαν για να έχουν απλά πάτημα στην Ανταρκτική αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχουν ούτε το ενδιαφέρον ούτε και τα μέσα να τον συντηρήσουν/λειτουργήσουν), είδαμε και τα κανόνια που έχουν αφήσει εκεί από τις ημέρες του πολέμου των Φώκλαντ και μετά απομακρυνθήκαμε και κατευθυνθήκαμε στον κόλπο. Έπαθα πλάκα με το τοπίο! Τεράστιοι χιονισμένοι ορεινοί όγκοι καθρεπτίζονταν στο νερό, υπό τη συνοδεία του ήχου του πάγου να παφλάζει στο νερό, που έμοιαζε με βροντή. Ο Σκοτ πρότεινε να σταματήσουε το κουπί και να κάνουμε πέντε λεπτά ησυχίας για να θαυμάσουμε το τοπίο και το φυσικό ήχο. Χωρίς πολλή σκέψη, ήταν τα πέντε καλύτερα λεπτά της κρουαζιέρας, πραγματικά ανατρίχιασα από την ομορφιά και δύναμη της φύσης, όπως αυτή αποτυπωνόταν σε εικόνα και ήχο. Άρχισε να χιονίζει και δε θυμάμαι να είχα ξαναδεί χιόνι στη θάλασσα με τις καλοσχηματισμένες νιφάδες να στρογγυλοκάθονται πάνω στη στολή μου.
Κατά το μεσημεριανό πληροφορηθήκαμε πως πέσαμε σε πάγους, το οποίο θα σήμαινε καθυστέρηση. Βγήκα στο κατάστρωμα για να χαζέψω και είδα μια φώκια να ξαπλώνει σε ένα από τα κομμάτια πάγου απέναντι στα οποία πάλευε το πλοίο μας, καταπληκτική εικόνα. Η θέα των ατελείωτων πάγων να μπλοκάρουν τη θάλασσα ήταν πρωτόγνωρες για μένα.
Μιας που είχαμε χρόνο για σκότωμα, επισκέφθηκα τη βιβλιοθήκη του πλοίου, όπου ξεφύλισσα έναν οδηγό για την Ανταρκτική (αγνοούσα ότι υπάρχουν) και ένα απίστευτο λεύκωμα ενός επαγγελματία φωτογράφου με απίθανες φωτογραφίες. Σε μια από αυτές πόζαρε ο ίδιος με... τα 635 κιλά εξοπλισμού του.
Αργότερα επιβιβάστηκαν το πλοίο δυο κοπέλες που εργάζονταν στο Port Lockroy με σκοπό να μας πουν δυο λόγια για το συγκεκριμένο μέρος και με εμφανή διάθεση να προωθήσουν τα σουβενίρ και τις καρτ ποστάλ, αφού μας βεβαίωσαν πως οι πωλήσεις καταλήγουν σε κάποιο fund για τη συντήρηση του σταθμού. Με 60.000 τουρίστες πάντως να επισκέπτονται το Lockroy ετησίως, τα έσοδα από τα σουβενίρ και τις καρτ ποστάλ (πολλοί δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να στείλουν μια κάρτα από την Ανταρκτική), τα έσοδα πρέπει να είναι τεράστια, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις υψηλότατες τιμές των σουβενίρ.
Αποβιβαστήκαμε λοιπόν κι επισκεφθήκαμε το νοτιότερο ταχυδρομείο τους κόσμου και το συμπαθές μουσείο που εξηγούσε την ιστορία του επιστημονικού σταθμού από το 1945 και τον τρόπο ζωής εκεί, σε συνθήκες απομόνωσης, αντίθετα με σήμερα που τα κρουαζιερόπλοια κάνουν συχνοτατες επισκέψεις. Όπως και να έχει, τα ελάχιστα άτομα που μένουν για κάποιους μήνες κάθε φορά στο Lockroy ζουν σε ένα καθεστώς σχετικής απομόνωσης, με παρέα τους πιγκουίνους που σουλατσάρουν (και αφοδεύουν) ασύστολα τριγύρω τους. Σε ό,τι αφορά το Jougle, έμεινα όλα κι όλα 2 λεπτά για να παρατηρήσω τα οστά των φαλαινών, το βρήκα μάλλον απογοητευτικό.
Επιστρέφοντας στο πλοίο, παρακολουθήσαμε το ντοκιμαντέρ «Penguin Post Office”, περσινή παραγωγή, πολύ καλογυρισμένη που πραγματεύεται την καθημερινότητα των τεσσάρων Βρετανίδων που διαμένουν στο Lockroy και τη ζωή των σαφώς πιο πολυάριθμων πιγκουίνων που τους κάνουν παρέα. Ωραίο ήταν αλλά με ψιλοπήρε ο ύπνος. Είχα δεν είχα πάντως, πέρασα από τον μπουφέ και περιδρόμιασα εκ νέου...
Κοιμήθηκα λίγα λεπτά πριν την αφύπνιση και πήγα στη συνάντηση των kayakers όπου δήλωσα πως θα πήγαινα στην πρωινή εξόρμηση, θα άφηνα όμως την απογευματινή, όχι λόγω κούρασης, αλλά επειδή ήθελα να επισκεφθώ με τηις λέμβους το Jougle, όπου θα βλέπαμε οστά φαλαινών, και το Lockroy, oυσιαστικά το μόνο ιστορικό αξιοθέατο της κρουαζιέρας. Στο καγιάκ ήμουν με την Andrea αυτή τη φορά και μάλιστα στη θέση του οδηγού, που μου φάνηκε πιο εύκολο. Ο προορισμός αυτή τη φορά ήταν το Paradise Bay, που ονομάστηκε έτσι από φαλαινοθήρες, προφανώς διότι ο κόλπος τους προστάτευε μερικώς από τα στοιχεία της φύσης.
Αρχικά περάσαμε από τον αργεντίνικο επιστημονικό σταθμό (τον οποίο οι Αργεντίνοι έστησαν για να έχουν απλά πάτημα στην Ανταρκτική αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχουν ούτε το ενδιαφέρον ούτε και τα μέσα να τον συντηρήσουν/λειτουργήσουν), είδαμε και τα κανόνια που έχουν αφήσει εκεί από τις ημέρες του πολέμου των Φώκλαντ και μετά απομακρυνθήκαμε και κατευθυνθήκαμε στον κόλπο. Έπαθα πλάκα με το τοπίο! Τεράστιοι χιονισμένοι ορεινοί όγκοι καθρεπτίζονταν στο νερό, υπό τη συνοδεία του ήχου του πάγου να παφλάζει στο νερό, που έμοιαζε με βροντή. Ο Σκοτ πρότεινε να σταματήσουε το κουπί και να κάνουμε πέντε λεπτά ησυχίας για να θαυμάσουμε το τοπίο και το φυσικό ήχο. Χωρίς πολλή σκέψη, ήταν τα πέντε καλύτερα λεπτά της κρουαζιέρας, πραγματικά ανατρίχιασα από την ομορφιά και δύναμη της φύσης, όπως αυτή αποτυπωνόταν σε εικόνα και ήχο. Άρχισε να χιονίζει και δε θυμάμαι να είχα ξαναδεί χιόνι στη θάλασσα με τις καλοσχηματισμένες νιφάδες να στρογγυλοκάθονται πάνω στη στολή μου.
Κατά το μεσημεριανό πληροφορηθήκαμε πως πέσαμε σε πάγους, το οποίο θα σήμαινε καθυστέρηση. Βγήκα στο κατάστρωμα για να χαζέψω και είδα μια φώκια να ξαπλώνει σε ένα από τα κομμάτια πάγου απέναντι στα οποία πάλευε το πλοίο μας, καταπληκτική εικόνα. Η θέα των ατελείωτων πάγων να μπλοκάρουν τη θάλασσα ήταν πρωτόγνωρες για μένα.
Μιας που είχαμε χρόνο για σκότωμα, επισκέφθηκα τη βιβλιοθήκη του πλοίου, όπου ξεφύλισσα έναν οδηγό για την Ανταρκτική (αγνοούσα ότι υπάρχουν) και ένα απίστευτο λεύκωμα ενός επαγγελματία φωτογράφου με απίθανες φωτογραφίες. Σε μια από αυτές πόζαρε ο ίδιος με... τα 635 κιλά εξοπλισμού του.
Αργότερα επιβιβάστηκαν το πλοίο δυο κοπέλες που εργάζονταν στο Port Lockroy με σκοπό να μας πουν δυο λόγια για το συγκεκριμένο μέρος και με εμφανή διάθεση να προωθήσουν τα σουβενίρ και τις καρτ ποστάλ, αφού μας βεβαίωσαν πως οι πωλήσεις καταλήγουν σε κάποιο fund για τη συντήρηση του σταθμού. Με 60.000 τουρίστες πάντως να επισκέπτονται το Lockroy ετησίως, τα έσοδα από τα σουβενίρ και τις καρτ ποστάλ (πολλοί δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να στείλουν μια κάρτα από την Ανταρκτική), τα έσοδα πρέπει να είναι τεράστια, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις υψηλότατες τιμές των σουβενίρ.
Αποβιβαστήκαμε λοιπόν κι επισκεφθήκαμε το νοτιότερο ταχυδρομείο τους κόσμου και το συμπαθές μουσείο που εξηγούσε την ιστορία του επιστημονικού σταθμού από το 1945 και τον τρόπο ζωής εκεί, σε συνθήκες απομόνωσης, αντίθετα με σήμερα που τα κρουαζιερόπλοια κάνουν συχνοτατες επισκέψεις. Όπως και να έχει, τα ελάχιστα άτομα που μένουν για κάποιους μήνες κάθε φορά στο Lockroy ζουν σε ένα καθεστώς σχετικής απομόνωσης, με παρέα τους πιγκουίνους που σουλατσάρουν (και αφοδεύουν) ασύστολα τριγύρω τους. Σε ό,τι αφορά το Jougle, έμεινα όλα κι όλα 2 λεπτά για να παρατηρήσω τα οστά των φαλαινών, το βρήκα μάλλον απογοητευτικό.
Επιστρέφοντας στο πλοίο, παρακολουθήσαμε το ντοκιμαντέρ «Penguin Post Office”, περσινή παραγωγή, πολύ καλογυρισμένη που πραγματεύεται την καθημερινότητα των τεσσάρων Βρετανίδων που διαμένουν στο Lockroy και τη ζωή των σαφώς πιο πολυάριθμων πιγκουίνων που τους κάνουν παρέα. Ωραίο ήταν αλλά με ψιλοπήρε ο ύπνος. Είχα δεν είχα πάντως, πέρασα από τον μπουφέ και περιδρόμιασα εκ νέου...