Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.976
- Likes
- 52.469
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Κοιμήθηκα ελάχιστα λόγω της διάρροιας. Πήγαμε στο σταθμό λεωφορείων, ψυχαγωγικοί οι pregoneros, αυτοί οι τύποι που φωνάζουν τα ονόματα των προορισμών προς άγρα επιβατών, τύπου «ζάχαρη με μέλι, τα καρπούζια του Βαγγέλη», μόνο που αυτή τη φορά ήταν κυρίως γυναίκες, με φωνή μανάβη. H διαδρομή για το Ποτοσί διήρκησε έξι ώρες, κατά τις οποίες είδα έξι επεισόδια της σειράς Hung, όπου ένας απότυχος αλλά «προικισμένος» πατέρας αποφασίζει να γίνει ζιγκολό. Άσχετο με τη Βολιβία, αλλά οι ώρες πέρασαν, πάλι καλά διότι ούτε η διαδρομή ούτε η είσοδος στη διαβόητη πόλη των μεταλλωρύχων είναι «κάτι το εκπληκτικό» που έλεγε ο οδηγός μου. Κάθε άλλο: πολλά ορυχεία, εμφανής φτώχεια, αν και σαφέστατη βελτίωση στις υποδομές σε σχέση με αυτό που είχα δει την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα.
Φτάσαμε στο φουτουριστικό σταθμό λεωφορείων (άτσα ο Έβο!), κλείσαμε εισιτήρια για το Sucre και, γνωρίζοντας πια πόσες ώρες (λίγες!) είχαμε στη διάθεσή μας για το Ποτοσί, φύγαμε ντουγρού με ένα πάμφθηνο ταξί για το καλύτερο μουσείο της πόλης (αν όχι της χώρας) το Casa de la Moneda, δηλαδή το νομισματοκοπείο. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για το Ποτοσί χωρίς να μιλήσει για τα ορυχεία του. Οι Ισπανοί μπορεί να απογοητεύτηκαν που δε βρήκαν το El Dorado ή τις επτά χρυσές πολιτείες, την πηγή της νιότης και τα άλλα φανταστικά μυθικά μέρη που κατέβαζε η μεσαιωνική τους κούτρα, αλλά στο Ποτοσί βρήκαν μια αμύθητη πηγή πλούτου: τα πλουσιότερα ορυχεία ασημιού στην ιστορία του πλανήτη ως τώρα, που αδιάλειπτα λειτουργούν μέχρι σήμερα από τα μέσα του 16ου αιώνα. Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια που δυο ιστορικοί είχαν βαλθεί να υπολογίσουν αν ήταν εφικτό το ασήμι που έχει εξαχθεί από το Ποτοσί να αρκεί για την κατασκευή γέφυρας από το Ποτοσί ως το Τολέδο...
Τέλος πάντων, με τέτοια ανεξάντλητα ορυχεία (και το ασήμι είναι μόνο ένα από δώρα που παράγουν), επόμενο ήταν οι Ισπανοί να στεγάσουν το Νομισματοκοπείο τους στη συγκεκριμένη πόλη. Προλάβαμε με την ψυχή στο στόμα το τουρ των 4.30 και παρότι εντελώς πεινασμένοι (εγώ πρόλαβα να αγοράσω από μια κυριούλα ένα waffer κι ένα sublime, το καλύτερο σνακ σοκολάτας στον κόσμο που με συνόδευε από τα τρεκ), μπήκαμε για το τουρ στα Ισπανικά, το οποίο ξεκίνησε με μια αρκετά εντυπωσιακή πινακοθήκη, που συμπεριλαμβάνει κι έναν πίνακα που εκλάπη, πωλήθηκε σε Αμερικανό συλλέκτη έναντι 100.000$ κι ο οποίος είχε την καλοσύνη να τον επιστρέψει. Η συνέχεια είναι εντυπωσιακότερη, αφού βλέπει κανείς το... ένα ολόκληρο κέρμα που επέστρεψαν οι Αμερικανοί στη Βολιβία από το ναυάγιο Atocha, το πιο πλούσιο στην ιστορία της ανθρωπότητας ως φαίνεται, αφού τόνοι χρυσού, ασημιού και σμαραγδιών χάθηκαν ανοιχτά της Φλόριδα όταν το πλοίο Nuestra Senora de Atocha έπεσε σε κακοκαιρία και βυθίστηκε το 1622. Η αναζήτησή του διήρκησε...πάνω από 350 χρόνια για να βρεθεί τελικά το 1985 από έναν Αμερικανό κυνηγό θησαυρών και να επιστρέψουν οι Αμερικανοί στη Βολιβία ... ένα ολόκληρο κέρμα, από ένα συνολικό εύρημα 40 τόνων χρυσού και ασημιού και τριάντα κιλών σμαραγδιών (ένα μόνο δαχτυλίδι εκτιμήθηκε στο μισό εκατομμύριο δολάρια). Μάταια οι Βολιβιανοί ζητούσαν την επιστροφή των νομισμάτων επειδή κόπηκαν στο Ποτοσί, μάλλον τυχεροί είναι που τους επέστρεψαν και το ένα και μοναδικό κέρμα.
Στο μουσείο μπορεί κανείς να επισκεφθεί και τα φοβερά ξύλινα μηχανήματα που εισήγαγαν οι Ισπανοί από την Αυστρία για να κόβουν νομίσματα στο Ποτοσί. Πρακτικά μιλάμε για το πρώτο παγκόσμιο νόμισμα, αφού γινόταν δεκτό σε όλες τις ηπείρους, το οποίο κοβόταν σε απίστευτες συνθήκες, για παράδειγμα τα μουλάρια που κανονικά έχουν προσδόκιμο ζωής 25 χρόνια πέθαιναν στους 5-6 μήνες εκμετάλλευσης στην πρέσα του νομισματοκοπείου. Το μουσείο διαθέτει ακόμη μούμιες παιδιών, μια ενδιαφέρουσα έκθεση για την κοπή νομισμάτων από την πρέσα με τα μουλάρια στον ατμό και το ρεύμα, κάτι απίθανα θησαυροφυλάκια με τα πιο όμορφα μπαούλα και κλειδαριές που έχω δει ποτέ, ενώ στο τέλος έχεις τη δυνατότητα να κόψεις και το προσωπικό σου νόμισμα σου. Γενικώς το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και θεωρώ πως ήταν σωστή επιλογή να επισκεφθούμε αυτό από το να επιλέξουμε ένα τουρ στα ορυχεία (τα οποία είχα ξαναεπισκεφθεί).
Βγήκαμε και πήγαμε για βόλτα στο Siete Vueltas, ένα κομμάτι της οδού Quijarro που κάνει επτά στροφές, υποτίθεται ως ρυμοτομικό τρυκ προκειμένου να αποφεύγονται οι απίστευτα ψυχροί άνεμοι της πόλης, που για να μην ξεχνιόμαστε, βρίσκεται πάνω από τις 4.000 μέτρα. Δε μας τρέλανε το σοκάκι, αλλά η πόλη έχει εξωραϊστεί, είναι ελάχιστα τουριστικοποιημένη και τη βρήκαμε αναπάντεχα όμορφη, εγώ τουλάχιστον δεν τη θυμόμουν έτσι. Πολύς ο κόσμος στους δρόμους που έσφυζαν από ζωή, κούκλα η κεντρική πλατεία, γεμάτη νέους, περιδρομιάσαμε σε ένα καταπληκτικό καφέ και τσακίσαμε και το αξιοπρεπέστατο street food, ενω οι κάτοικοι μου φάνηκαν εξαιρετικά ευγενείς. Μακάρι να είχαμε μείνει λίγο παραπάνω στο Ποτοσί, μου άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.
Τελικώς για το Sucre πήραμε ένα shared taxi και κάναμε το λάθος να δεχθούμε άλλο ένα άτομο, όταν η διαφορά στην τιμή θα ήταν ελάχιστη αν πηγαίναμε οι τρεις μας. Σα σαρδέλες φτάσαμε στο Sucre, παρότι οι δρόμοι ήταν εξαιρετικοί και ολοκαίνουριοι, καμία σχέση με την προ-Έβο εποχή. Επειδή θα φτάναμε πολύ αργά είχαμε κάνει κράτηση σε ένα πανδοχείο, αλλά εκεί δεν μας άνοιγε κανείς, ρωτήσαμε στο δίπλα γκαράζ, χτυπούσαμε κουδούνια, καμία απάντηση, οπότε και καταλήξαμε στη διπλανή τρώγλη σε βρώμικο δωμάτιο, με ανύπαρκτο ίντερνετ, καθόλου ντους ενώ τα δέκα άγρια σκυλιά που μου την έπεσαν στο δρόμο έκαναν την αναζήτηση νερού δύσκολη. Τέλος πάντων πέσαμε για ύπνο, αλλά λόγω έλλειψης ίντερνετ το ερώτημα παρέμενε: πώς διάολο φτάνει κανείς στο Vallegrande, το χώρο ταφής του Τσε Γκεβάρα;
Έπειτα από πολλή αναζήτηση, ψάξιμο σε σταθμούς λεωφορείων και ρωτώντας ταξιτζήδες το επόμενο πρωί, βρέθηκε η απάντηση αλλά ήταν αποκαρδιωτική: για το Vallegrande απαιτούνταν μίνιμουμ 15 ώρες λεωφορείο και στη συνέχεια απαιτούταν άγνωστος συνδυασμός επιπλέον λεωφορείων. Τελικά επιλέξαμε να πάρουμε το αεροπλάνο για τη Santa Cruz και να το προσπαθήσουμε από εκεί και μετά από ψάξιμο διαπιστώσαμε ότι η ίδια σχεδόν πτήση που με την Aeroboliviano μέσω διαδικτύου κόστιζε 74$, με τη low cost Amaszonas (ευφάνταστο όνομα, σημαίνει «σε περισσότερες περιοχές») θα έκανε μόλις 45$ αν το αγοράζαμε από τοπικό πρακτορείο, ενώ η ώρα αναχώρησης αργά το απόγευμα θα μας επέτρεπε να γνωρίσουμε και το Sucre σαν άνθρωποι.
Φάγαμε ένα καταπληκτικό πρωινό σε ένα καφέ της κεντρικής πλατείας που ανήκει σε Βέλγο (βελτιώνεται το φαγητό στη Βολιβία... να τους επιστρέψω έναν πόντο; ), ο Κώστας κι εγώ επισκεφθήκαμε την Casa de La Libertad, το κτίριο δηλαδή όπου υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Βολιβίας. Δυστυχώς η ανοιχτομάτα ξεναγός ήταν απασχολημένη με το τουρ ενός τοπικού σχολείου και χωρίς επεξήγηση το οίκημα δε λέει και πολλά, πλην κάποιων εντυπωσιακών πορτραίτων και μερικών μάλλον αδιάφορων επίπλων. Ίσως η Άνγια που έμεινε στην πλατεία να έκανε καλύτερη επιλογή.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε για ένα μέρος που δεν είχα επισκεφθείς τις προηγούμενες επισκέψεις μου στο Sucre, το Parque Cretacico, που όπως αντιλαμβάνεται κανείς από το όνομα έχει να κάνει με δεινοσαύρους και μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον όταν διάβαζα τον οδηγό της χώρας. Πρόκειται για μια μάντρα της εθνικής τσιμεντοποιίας, όπου οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν πως σε ένα σχεδόν κάθετο τοίχο υπήρχαν περίεργα αποτυπώματα, τα οποία αποδείχθηκε ότι είναι η μεγαλύτερη συλλογή αποτυπωμάτων δεινοσαύρων στον κόσμο. Με αυτή την αφορμή η... τσιμεντοβιομηχανία έφτιαξε ένα θεματικό πάρκο με θέμα τους δεινόσαυρους, όπου μπορεί κανείς να δει τα αποτυπώματα και να μάθει περισσότερα για τους δεινόσαυρους και την παρουσία τους στην περιοχή, αφού φαίνεται πως βολτάριζαν πολλοί στη Βολιβία. Ακουγόταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά στην πράξη ήταν λιγότερο συγκλονιστικό: είδαμε ένα βιντεάκι του National Geographic γενικώς για τους δεινόσαυρους (λίγη σχέση με το συκγκεκριμένο πάρκο), η ξενάγηση στα αποτυπώματα έγινε από έναν μάλλον βαριεστημένο ξεναγό που έκανε καμάκι στην ασφαλίτισσα της πόρτας, το θέαμα ήταν λιγότερο εντυπωσιακό απ’ ό,τι περίμενα και γεμάτο σκόνη, ενώ το μουσειάκι ήταν ελαφρώς αδιάφορο. Τουλάχιστον τα είδαμε τα αποτυπώματα και μας έφυγε η απορία και κατευθυνθήκαμε για το κέντρο του Sucre, της Λευκής Πόλης με τα όμορφα κτίρια, αλλά η αλήθεια είναι ότι παρότι όμορφη, τη θυμόμουν πολύ ομορφότερη. Νομίζω αν την είχαμε περπατήσει βράδυ θα την είχαμε αδικήσει λιγότερο, αλλά κι έτσι καλή ήταν, κι ας μην τρελαθήκαμε, παρότι η παρουσία των cholitas παντού έδινε ένα παραδοσιακό τόνο.
Το μεσημεριανό μας στην πλατεία και η καταπληκτική λεμονάδα μας έδωσαν νέες δυνάμεις και πήραμε το δρόμο για το αεροδρόμιο, που βρίσκεται αρκετά έξω από την πόλη, όπου σε οδηγεί μια απίστευτη δρομάρα, τύφλα να έχει η Αττική Οδός. Το δε αεροδρόμιο είναι μεγάλο, ολοκαίνοριο (μωρέ μπράβο ο Έβο), πλέον είναι διεθνές (άτσα το Σούκρε!) και... γεμάτο με καταστήματα σοκολάτας, αν και οι ταμπέλες στα Quechua ήταν ολίγον γραφικές. Το αεροπλάνο ήταν μικρό αλλά γεμάτο και τη δουλίτσα του την έκανε: μας πήγε στη Santa Cruz, τον «άλλο κόσμο» της Βολιβίας, το λιγότερο ινδιάνικο κομμάτι, πιο πλούσιο, πιο οργανωμένο, πιο «λευκό», πιο δεξιό, πιο δυτικό, στο αρχηγείο της προσπάθειας απόσχισης από τη Βολιβία, στο κομμάτι της χώρας με τα πετρέλαια, που θεωρεί πως δικαιούται μιας πιο ανεξάρτητης τύχης, μακριά από τις προσταγές της Λα Πας και την ινδιάνικη πλειοψηφία της χώρας.
Ήδη από τη διαδρομή του αεροδρομίου στο κέντρο της πόλης συνειδητοποιεί κανείς πως βρίσκεται σε άλλο κόσμο: φωτεινές πινακίδες, μαγαζάρες, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων... πρωτοκοσμικά πράγματα. Ανυπομονούσα να μιλησω με τους ντόπιους, είναι γνωστό πως ο Evo αντιμετωπίζεται ως Σατανάς σε αυτό το κομμάτι της χώρας. Ο ταξιτζής πάντως ήταν πιο μετρημένος στην κριτική του: «Εντάξει μωρέ, δεν είναι τόσο κακός ο Evo. Το σκάνδαλο που του έβγαλαν για το υποτίθεται νόθο παιδί του ΧΧΧΧ αποδείχθηκε απάτη (τελικώς το τεστ DNA απέδειξε ότι δεν είναι καν δικό του), εδώ αυτό που προσπαθήσαμε και πετύχαμε είναι να έχουμε ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Με την οικονομία να πηγαίνει τόσο καλά, οι τάσεις απόσχισης θα υποχωρήσουν».
Ο Κώστας είχε βρει δωμάτια στο Senses για 39$/άτομο, τα οποία όμως αποδείχθηκε ότι κόστιζαν 58$/άτομο επιτόπου, εγώ δεν είχα διάθεση να πληρώσω τέτοιο ποσό και κατέληξα παραδίπλα, σε ένα μέτριο αλλά επαρκές ξενοδοχειάκι ονόματι Italia με 25€. Κάναμε βολτίτσα στην κεντρική πλατεία που ήταν λίγα τετράγωνα μακριά, που παρότι ήταν αργά και καθημερινή, έσφυζε από ζωή, με πολλούς λευκούς, εντελώς άλλο ντύσιμο, άλλα βλέμματα και άλλα... δέρματα είδαμε και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι κάτοικοι της πλουσιότερης πόλης της Βολιβίας θεωρούν την πρωτεύουσα της χώρας και τους κατοίκους της ένα βρώμικο χωριό από υποδεέστερους ανθρώπους. Κάτσαμε σε ένα πολύ πρωτοκοσμικό roof garden για να δειπνήσουμε και να διαπιστώσουμε ότι και αυτό το εστιατόριο με την εξαιρετική θέα ανήκε στον όμιλο Senses. Πολύ πρωτοκοσμική η Santa Cruz στο ξεκίνημά της...
Φτάσαμε στο φουτουριστικό σταθμό λεωφορείων (άτσα ο Έβο!), κλείσαμε εισιτήρια για το Sucre και, γνωρίζοντας πια πόσες ώρες (λίγες!) είχαμε στη διάθεσή μας για το Ποτοσί, φύγαμε ντουγρού με ένα πάμφθηνο ταξί για το καλύτερο μουσείο της πόλης (αν όχι της χώρας) το Casa de la Moneda, δηλαδή το νομισματοκοπείο. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για το Ποτοσί χωρίς να μιλήσει για τα ορυχεία του. Οι Ισπανοί μπορεί να απογοητεύτηκαν που δε βρήκαν το El Dorado ή τις επτά χρυσές πολιτείες, την πηγή της νιότης και τα άλλα φανταστικά μυθικά μέρη που κατέβαζε η μεσαιωνική τους κούτρα, αλλά στο Ποτοσί βρήκαν μια αμύθητη πηγή πλούτου: τα πλουσιότερα ορυχεία ασημιού στην ιστορία του πλανήτη ως τώρα, που αδιάλειπτα λειτουργούν μέχρι σήμερα από τα μέσα του 16ου αιώνα. Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια που δυο ιστορικοί είχαν βαλθεί να υπολογίσουν αν ήταν εφικτό το ασήμι που έχει εξαχθεί από το Ποτοσί να αρκεί για την κατασκευή γέφυρας από το Ποτοσί ως το Τολέδο...
Τέλος πάντων, με τέτοια ανεξάντλητα ορυχεία (και το ασήμι είναι μόνο ένα από δώρα που παράγουν), επόμενο ήταν οι Ισπανοί να στεγάσουν το Νομισματοκοπείο τους στη συγκεκριμένη πόλη. Προλάβαμε με την ψυχή στο στόμα το τουρ των 4.30 και παρότι εντελώς πεινασμένοι (εγώ πρόλαβα να αγοράσω από μια κυριούλα ένα waffer κι ένα sublime, το καλύτερο σνακ σοκολάτας στον κόσμο που με συνόδευε από τα τρεκ), μπήκαμε για το τουρ στα Ισπανικά, το οποίο ξεκίνησε με μια αρκετά εντυπωσιακή πινακοθήκη, που συμπεριλαμβάνει κι έναν πίνακα που εκλάπη, πωλήθηκε σε Αμερικανό συλλέκτη έναντι 100.000$ κι ο οποίος είχε την καλοσύνη να τον επιστρέψει. Η συνέχεια είναι εντυπωσιακότερη, αφού βλέπει κανείς το... ένα ολόκληρο κέρμα που επέστρεψαν οι Αμερικανοί στη Βολιβία από το ναυάγιο Atocha, το πιο πλούσιο στην ιστορία της ανθρωπότητας ως φαίνεται, αφού τόνοι χρυσού, ασημιού και σμαραγδιών χάθηκαν ανοιχτά της Φλόριδα όταν το πλοίο Nuestra Senora de Atocha έπεσε σε κακοκαιρία και βυθίστηκε το 1622. Η αναζήτησή του διήρκησε...πάνω από 350 χρόνια για να βρεθεί τελικά το 1985 από έναν Αμερικανό κυνηγό θησαυρών και να επιστρέψουν οι Αμερικανοί στη Βολιβία ... ένα ολόκληρο κέρμα, από ένα συνολικό εύρημα 40 τόνων χρυσού και ασημιού και τριάντα κιλών σμαραγδιών (ένα μόνο δαχτυλίδι εκτιμήθηκε στο μισό εκατομμύριο δολάρια). Μάταια οι Βολιβιανοί ζητούσαν την επιστροφή των νομισμάτων επειδή κόπηκαν στο Ποτοσί, μάλλον τυχεροί είναι που τους επέστρεψαν και το ένα και μοναδικό κέρμα.
Στο μουσείο μπορεί κανείς να επισκεφθεί και τα φοβερά ξύλινα μηχανήματα που εισήγαγαν οι Ισπανοί από την Αυστρία για να κόβουν νομίσματα στο Ποτοσί. Πρακτικά μιλάμε για το πρώτο παγκόσμιο νόμισμα, αφού γινόταν δεκτό σε όλες τις ηπείρους, το οποίο κοβόταν σε απίστευτες συνθήκες, για παράδειγμα τα μουλάρια που κανονικά έχουν προσδόκιμο ζωής 25 χρόνια πέθαιναν στους 5-6 μήνες εκμετάλλευσης στην πρέσα του νομισματοκοπείου. Το μουσείο διαθέτει ακόμη μούμιες παιδιών, μια ενδιαφέρουσα έκθεση για την κοπή νομισμάτων από την πρέσα με τα μουλάρια στον ατμό και το ρεύμα, κάτι απίθανα θησαυροφυλάκια με τα πιο όμορφα μπαούλα και κλειδαριές που έχω δει ποτέ, ενώ στο τέλος έχεις τη δυνατότητα να κόψεις και το προσωπικό σου νόμισμα σου. Γενικώς το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και θεωρώ πως ήταν σωστή επιλογή να επισκεφθούμε αυτό από το να επιλέξουμε ένα τουρ στα ορυχεία (τα οποία είχα ξαναεπισκεφθεί).
Βγήκαμε και πήγαμε για βόλτα στο Siete Vueltas, ένα κομμάτι της οδού Quijarro που κάνει επτά στροφές, υποτίθεται ως ρυμοτομικό τρυκ προκειμένου να αποφεύγονται οι απίστευτα ψυχροί άνεμοι της πόλης, που για να μην ξεχνιόμαστε, βρίσκεται πάνω από τις 4.000 μέτρα. Δε μας τρέλανε το σοκάκι, αλλά η πόλη έχει εξωραϊστεί, είναι ελάχιστα τουριστικοποιημένη και τη βρήκαμε αναπάντεχα όμορφη, εγώ τουλάχιστον δεν τη θυμόμουν έτσι. Πολύς ο κόσμος στους δρόμους που έσφυζαν από ζωή, κούκλα η κεντρική πλατεία, γεμάτη νέους, περιδρομιάσαμε σε ένα καταπληκτικό καφέ και τσακίσαμε και το αξιοπρεπέστατο street food, ενω οι κάτοικοι μου φάνηκαν εξαιρετικά ευγενείς. Μακάρι να είχαμε μείνει λίγο παραπάνω στο Ποτοσί, μου άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.
Τελικώς για το Sucre πήραμε ένα shared taxi και κάναμε το λάθος να δεχθούμε άλλο ένα άτομο, όταν η διαφορά στην τιμή θα ήταν ελάχιστη αν πηγαίναμε οι τρεις μας. Σα σαρδέλες φτάσαμε στο Sucre, παρότι οι δρόμοι ήταν εξαιρετικοί και ολοκαίνουριοι, καμία σχέση με την προ-Έβο εποχή. Επειδή θα φτάναμε πολύ αργά είχαμε κάνει κράτηση σε ένα πανδοχείο, αλλά εκεί δεν μας άνοιγε κανείς, ρωτήσαμε στο δίπλα γκαράζ, χτυπούσαμε κουδούνια, καμία απάντηση, οπότε και καταλήξαμε στη διπλανή τρώγλη σε βρώμικο δωμάτιο, με ανύπαρκτο ίντερνετ, καθόλου ντους ενώ τα δέκα άγρια σκυλιά που μου την έπεσαν στο δρόμο έκαναν την αναζήτηση νερού δύσκολη. Τέλος πάντων πέσαμε για ύπνο, αλλά λόγω έλλειψης ίντερνετ το ερώτημα παρέμενε: πώς διάολο φτάνει κανείς στο Vallegrande, το χώρο ταφής του Τσε Γκεβάρα;
Έπειτα από πολλή αναζήτηση, ψάξιμο σε σταθμούς λεωφορείων και ρωτώντας ταξιτζήδες το επόμενο πρωί, βρέθηκε η απάντηση αλλά ήταν αποκαρδιωτική: για το Vallegrande απαιτούνταν μίνιμουμ 15 ώρες λεωφορείο και στη συνέχεια απαιτούταν άγνωστος συνδυασμός επιπλέον λεωφορείων. Τελικά επιλέξαμε να πάρουμε το αεροπλάνο για τη Santa Cruz και να το προσπαθήσουμε από εκεί και μετά από ψάξιμο διαπιστώσαμε ότι η ίδια σχεδόν πτήση που με την Aeroboliviano μέσω διαδικτύου κόστιζε 74$, με τη low cost Amaszonas (ευφάνταστο όνομα, σημαίνει «σε περισσότερες περιοχές») θα έκανε μόλις 45$ αν το αγοράζαμε από τοπικό πρακτορείο, ενώ η ώρα αναχώρησης αργά το απόγευμα θα μας επέτρεπε να γνωρίσουμε και το Sucre σαν άνθρωποι.
Φάγαμε ένα καταπληκτικό πρωινό σε ένα καφέ της κεντρικής πλατείας που ανήκει σε Βέλγο (βελτιώνεται το φαγητό στη Βολιβία... να τους επιστρέψω έναν πόντο; ), ο Κώστας κι εγώ επισκεφθήκαμε την Casa de La Libertad, το κτίριο δηλαδή όπου υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Βολιβίας. Δυστυχώς η ανοιχτομάτα ξεναγός ήταν απασχολημένη με το τουρ ενός τοπικού σχολείου και χωρίς επεξήγηση το οίκημα δε λέει και πολλά, πλην κάποιων εντυπωσιακών πορτραίτων και μερικών μάλλον αδιάφορων επίπλων. Ίσως η Άνγια που έμεινε στην πλατεία να έκανε καλύτερη επιλογή.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε για ένα μέρος που δεν είχα επισκεφθείς τις προηγούμενες επισκέψεις μου στο Sucre, το Parque Cretacico, που όπως αντιλαμβάνεται κανείς από το όνομα έχει να κάνει με δεινοσαύρους και μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον όταν διάβαζα τον οδηγό της χώρας. Πρόκειται για μια μάντρα της εθνικής τσιμεντοποιίας, όπου οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν πως σε ένα σχεδόν κάθετο τοίχο υπήρχαν περίεργα αποτυπώματα, τα οποία αποδείχθηκε ότι είναι η μεγαλύτερη συλλογή αποτυπωμάτων δεινοσαύρων στον κόσμο. Με αυτή την αφορμή η... τσιμεντοβιομηχανία έφτιαξε ένα θεματικό πάρκο με θέμα τους δεινόσαυρους, όπου μπορεί κανείς να δει τα αποτυπώματα και να μάθει περισσότερα για τους δεινόσαυρους και την παρουσία τους στην περιοχή, αφού φαίνεται πως βολτάριζαν πολλοί στη Βολιβία. Ακουγόταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά στην πράξη ήταν λιγότερο συγκλονιστικό: είδαμε ένα βιντεάκι του National Geographic γενικώς για τους δεινόσαυρους (λίγη σχέση με το συκγκεκριμένο πάρκο), η ξενάγηση στα αποτυπώματα έγινε από έναν μάλλον βαριεστημένο ξεναγό που έκανε καμάκι στην ασφαλίτισσα της πόρτας, το θέαμα ήταν λιγότερο εντυπωσιακό απ’ ό,τι περίμενα και γεμάτο σκόνη, ενώ το μουσειάκι ήταν ελαφρώς αδιάφορο. Τουλάχιστον τα είδαμε τα αποτυπώματα και μας έφυγε η απορία και κατευθυνθήκαμε για το κέντρο του Sucre, της Λευκής Πόλης με τα όμορφα κτίρια, αλλά η αλήθεια είναι ότι παρότι όμορφη, τη θυμόμουν πολύ ομορφότερη. Νομίζω αν την είχαμε περπατήσει βράδυ θα την είχαμε αδικήσει λιγότερο, αλλά κι έτσι καλή ήταν, κι ας μην τρελαθήκαμε, παρότι η παρουσία των cholitas παντού έδινε ένα παραδοσιακό τόνο.
Το μεσημεριανό μας στην πλατεία και η καταπληκτική λεμονάδα μας έδωσαν νέες δυνάμεις και πήραμε το δρόμο για το αεροδρόμιο, που βρίσκεται αρκετά έξω από την πόλη, όπου σε οδηγεί μια απίστευτη δρομάρα, τύφλα να έχει η Αττική Οδός. Το δε αεροδρόμιο είναι μεγάλο, ολοκαίνοριο (μωρέ μπράβο ο Έβο), πλέον είναι διεθνές (άτσα το Σούκρε!) και... γεμάτο με καταστήματα σοκολάτας, αν και οι ταμπέλες στα Quechua ήταν ολίγον γραφικές. Το αεροπλάνο ήταν μικρό αλλά γεμάτο και τη δουλίτσα του την έκανε: μας πήγε στη Santa Cruz, τον «άλλο κόσμο» της Βολιβίας, το λιγότερο ινδιάνικο κομμάτι, πιο πλούσιο, πιο οργανωμένο, πιο «λευκό», πιο δεξιό, πιο δυτικό, στο αρχηγείο της προσπάθειας απόσχισης από τη Βολιβία, στο κομμάτι της χώρας με τα πετρέλαια, που θεωρεί πως δικαιούται μιας πιο ανεξάρτητης τύχης, μακριά από τις προσταγές της Λα Πας και την ινδιάνικη πλειοψηφία της χώρας.
Ήδη από τη διαδρομή του αεροδρομίου στο κέντρο της πόλης συνειδητοποιεί κανείς πως βρίσκεται σε άλλο κόσμο: φωτεινές πινακίδες, μαγαζάρες, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων... πρωτοκοσμικά πράγματα. Ανυπομονούσα να μιλησω με τους ντόπιους, είναι γνωστό πως ο Evo αντιμετωπίζεται ως Σατανάς σε αυτό το κομμάτι της χώρας. Ο ταξιτζής πάντως ήταν πιο μετρημένος στην κριτική του: «Εντάξει μωρέ, δεν είναι τόσο κακός ο Evo. Το σκάνδαλο που του έβγαλαν για το υποτίθεται νόθο παιδί του ΧΧΧΧ αποδείχθηκε απάτη (τελικώς το τεστ DNA απέδειξε ότι δεν είναι καν δικό του), εδώ αυτό που προσπαθήσαμε και πετύχαμε είναι να έχουμε ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Με την οικονομία να πηγαίνει τόσο καλά, οι τάσεις απόσχισης θα υποχωρήσουν».
Ο Κώστας είχε βρει δωμάτια στο Senses για 39$/άτομο, τα οποία όμως αποδείχθηκε ότι κόστιζαν 58$/άτομο επιτόπου, εγώ δεν είχα διάθεση να πληρώσω τέτοιο ποσό και κατέληξα παραδίπλα, σε ένα μέτριο αλλά επαρκές ξενοδοχειάκι ονόματι Italia με 25€. Κάναμε βολτίτσα στην κεντρική πλατεία που ήταν λίγα τετράγωνα μακριά, που παρότι ήταν αργά και καθημερινή, έσφυζε από ζωή, με πολλούς λευκούς, εντελώς άλλο ντύσιμο, άλλα βλέμματα και άλλα... δέρματα είδαμε και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι κάτοικοι της πλουσιότερης πόλης της Βολιβίας θεωρούν την πρωτεύουσα της χώρας και τους κατοίκους της ένα βρώμικο χωριό από υποδεέστερους ανθρώπους. Κάτσαμε σε ένα πολύ πρωτοκοσμικό roof garden για να δειπνήσουμε και να διαπιστώσουμε ότι και αυτό το εστιατόριο με την εξαιρετική θέα ανήκε στον όμιλο Senses. Πολύ πρωτοκοσμική η Santa Cruz στο ξεκίνημά της...