travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.875
- Likes
- 16.236
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Hanging Coffins και σπηλιές στη Σαγάδα.
Βρισκόμασταν πάνω στα βουνά του νησιού Λουζόν των Φιλιππίνων και νομίζω είναι από τις πιο ωραίες περιοχές της χώρας.
Το ξενοδοχείο που μείναμε στην Σαγάδα ήταν αρκετά καλό, αλλά είναι για να μείνεις μερικές μέρες, να έχεις παρέα, να μην έχεις πολλά πράγματα να δεις κάθε μέρα στην περιοχή και να έχεις χρόνο να μείνεις μέσα και να το ευχαριστηθείς με την παρέα σου. Εμείς φυσικά δεν είχαμε τέτοιες πολυτέλειες και έπρεπε πολύ γρήγορα να κανονίσουμε το πρόγραμμά μας.
Όμως, παρότι το ξενοδοχείο ήταν πολύ καλό, όπως είπα, είχε το πρόβλημα του κρύου λόγω του υψομέτρου. Είχε αρκετό κρύο και δεν είχε τις αντίστοιχες κουβέρτες. Βέβαια στις Φιλιππίνες μόνο κουβέρτες πίστευα ότι δε θα χρειαζόμουν. Και για θέρμανση δε νομίζω να έχει κανένα ξενοδοχείο. Το βράδυ λοιπόν κρυώναμε αρκετά και εγώ ήμουν λίγο κρυωμένος την επομένη. Είχε δύο κουβέρτες της πλάκας και νομίζω η θερμοκρασία δεν πρέπει να ξεπερνούσε στο δωμάτιο τους 15 βαθμούς Κελσίου. Έκανα και τη βλακεία να κάνω μπάνιο πριν κοιμηθώ και το αποτέλεσμα ήταν ένας μικρός πονόλαιμος, που ευτυχώς δεν τράβηξε πολύ. Το κακό επίσης είναι ότι δεν κρατούσα πολλά ρούχα χειμωνιάτικα διότι πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν εδώ και δεν ήθελα να τα κουβαλάω τσάμπα.
Η Σαγάδα είναι μία πόλη (παρά χωριό) θα έλεγα, η οποία όμως μοιάζει με χωριό γιατί έχει διάσπαρτες γειτονιές. Αλλού κάποιες γειτονιές μπορεί να έχουν 100 σπίτια, αλλά κάποιες άλλες μπορεί να έχουν μονάχα 10 ή 30. Είναι πολύ όμορφη περιοχή, αλλά δεν έχει τις λεγόμενες ταράτσες ορυζώνων.
Στο ξενοδοχείο που μείναμε δεν είχαμε πρωινό, οπότε φύγαμε σχετικά γρήγορα το πρωί για να πάμε να δούμε τα κρεμαστά φέρετρα που είναι το πιο διάσημο αξιοθέατο της περιοχής. Μας είχαν πει (κάτι αμερικάνες στο εστιατόριο που τρώγαμε την προηγούμενη μέρα) ότι πρέπει να πάμε στο γραφείο τουρισμού από πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να βρούμε οδηγό και να πληρώσουμε το ποσόν που απαιτείται για το περιβάλλον και την είσοδο στο χώρο. Το κάναμε αλλά οδηγό δεν βρήκαμε. Και καθόμασταν εκεί και περιμέναμε και ελπίδα για να βρούμε οδηγό δεν υπήρχε. Ήταν όλοι κλεισμένοι από την προηγούμενη μέρα και ο καθένας περίμενε τους δικούς του τουρίστες.
Ευτυχώς κάποιος μας είπε να πάμε λίγο πιο πέρα που ήταν η εκκλησία να δούμε μήπως εκεί βρούμε κάποιον οδηγό. Πράγματι εκεί υπήρχε ένας ο οποίος μας οδήγησε στα κρεμαστά φέρετρα (Hanging Coffins). Περπατήσαμε αρκετή ώρα, περίπου μισή, μέχρι να φτάσουμε κι άλλη τόση να γυρίσουμε. Ήταν αρκετά όμορφη η βόλτα που κάναμε, αλλά τα φέρετρα δεν μας εντυπωσίασαν γιατί δεν ήταν παραπάνω από 20. Ήταν πρωτότυπα αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο.
Μετά ρωτήσαμε και μας είπαν πως θα πάμε στη σπηλιά Sumaging. Δεν ήταν πολύ μακριά και πήγαμε πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητο. Στη διαδρομή είδαμε υπέροχα ρυζοχώραφα:
Και στη σπηλιά είχαμε το πρόβλημα ότι δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποιον οδηγό για να μας βάλει μέσα στο σπήλαιο. Με τα πολλά βρήκαμε έναν, που μόλις είχε τελειώσει με ένα προηγούμενο γκρουπ και μπήκαμε μέσα. Ως σπήλαιο δεν είναι κάτι ιδιαίτερο αλλά είναι τεράστιο. Δεν έχει σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Μονάχα προς το τέλος του. Εκεί ήταν πράγματι πανέμορφα. Συνέχεια όπως πας είναι κατηφορικό και επιστρέφεις από τον ίδιο δρόμο. Δεν υπάρχει καλή διαμόρφωση του εδάφους για να προχωράς με ασφάλεια και είναι πολύ επικίνδυνα.
Όπως κατηφορίσαμε φτάσαμε σε κάποιο σημείο που ήταν μαζεμένα πολλά νερά και εκεί είχε κάποια τμήματα πολύ μεγάλου μεγέθους που έμοιαζαν με σταλαγμίτες. Η κατάβαση για να φτάσουμε μέχρι εκεί ήταν πολύ επικίνδυνη και ο οδηγός μας συνέχεια μας βοηθούσε. Μέχρι που μας έλεγε και πού να πατήσουμε τα πόδια μας. Αυτός κρατούσε ένα φανάρι πετρελαίου για να βλέπουμε και μαζί με μας βέβαια ήτανε και πολλές άλλες ομάδες ανθρώπων οι οποίοι πήγαν για να δουν το σπήλαιο. Καμία ομάδα δεν είχε παραπάνω από 6-7 άτομα γιατί δεν θα μπορούσε να βολευτεί με ένα φανάρι. Το κόστος του οδηγού ήταν 900 πέσος. Όλη η διαδρομή μέχρι το τέλος της σπηλιάς ήταν κατηφορική και πιστεύω ότι και από το σημείο που πήγαμε είχε κάποια ακόμα διαδρομή, αλλά μάλλον ήταν για ανθρώπους που ήταν πιο εξοικειωμένοι σε τέτοιο επικίνδυνο περιβάλλον.
Αν γλιστρήσεις θα την έχεις άσχημα:
Εγώ ήμουνα από την παρέα ο μόνος που κατέβηκε μέχρι σχεδόν στο τέρμα. Η Ντίνα κατέβηκε και αυτή αρκετά αλλά οι άλλοι έμειναν λίγο παραπάνω από το σημείο που έμεινε η Ντίνα. Είναι πολύ επικίνδυνη όλη αυτή η κατάβαση και η ανάβαση. Και απορώ πώς δεν γίνονται συνέχεια ατυχήματα. Συχνά από αλλού ανέβαινες και από αλλού κατέβαινες γιατί ήταν πιο εύκολο αλλά και για να μη μαζεύονται πολλοί στην ίδια διαδρομή. Στο τέλος περίπου της πορείας μου για να επιστρέψω χρειάστηκε να ανέβω ένα βράχο και να χρησιμοποιήσω ένα χοντρό σκοινί με κόμπους. Και χρειάζεται και αυτό μία κάποια τεχνική που δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά ένας ηλικιωμένος άνθρωπος δεν είναι εύκολο να το κάνει. Την ώρα που ανέβαινα με το σκοινί, και είχα κι εγώ τη τρομάρα μου, βλέπω τον οδηγό μας να αναβαίνει από δίπλα με τις παντόφλες του σαν βεντούζες χωρίς σκοινί! Λες και έτρεχε σε δρόμο! Γι αυτό φυσικά και τα πρακτορεία δεν φέρνουν τον κόσμο σε αυτό το σπήλαιο. Για μένα ήταν μοναδική εμπειρία όλη αυτή η ιστορία με τα φανάρια να ανεβοκατεβαίνουν. Τον κόσμο να έχει τρελαθεί βγάζοντας φωτογραφίες και φυσικά χρειάστηκε πολλές φορές να μπουν μέσα στα νερά.
Φαίνεται ότι υπήρχε μια δυσκολία στο να να βρούμε και να πάμε σε κάθε μέρος. Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο δύσκολο, αλλά θέλει να ρωτάς συνέχεια, εκτός αν βρεις ένα οδηγό εξ αρχής και σε καθοδηγεί. Εμείς επειδή είχαμε και το αυτοκίνητο γενικά δε μας κούρασε το ψάξιμο.
Όταν τελειώσαμε, μετά από μιάμιση ώρα περίπου, δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε εκτός αν θέλαμε να πάμε και σε άλλο σπήλαιο, αλλά προτιμήσαμε να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε την πορεία μας, που ήταν προς το Μπανάουε, στο οποίο και φθάσαμε περίπου στις 5 το απόγευμα. Γράφω καμιά φορά τις ώρες για να καταλαβαίνετε αν ήταν μέρα ή σκοτάδι.
Το Μπανάουε είναι μία πόλη και αυτή όπως η Σαγάδα, αλλά πιστεύω αρκετά μεγαλύτερη. Η διαδρομή είναι καταπληκτική και συνέχεια σταματούσαμε για φωτογράφιση. Μάλιστα εάν είχε και περισσότερα σημεία για να μπορέσουμε να παρκάρουμε (γιατί ο δρόμος ήταν στενός και με στροφές) θα κάναμε δυο ώρες παραπάνω.
Το ξενοδοχείο έχει το στυλ που είχε στην Σαγάδα. Είναι λίγο μακριά από το κέντρο του χωριού, όμως βρίσκεται στο διάσελο ενός βουνού και έβλεπες δεξιά και αριστερά παντού ορυζώνες σε πεζούλες. Τις περίφημες Rise Terraces.
Η διαδρομή ήταν ωραία, αλλά όχι μόνο επειδή είχε τους ορυζώνες. Πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι βρισκόμασταν στις Φιλιππίνες Και αυτό είναι κάτι μαγικό από μόνο του. Επίσης ήμασταν πάνω στα βουνά και φτάσαμε μέχρι υψόμετρο σχεδόν δύο χιλιόμετρα. Φυσικά έκανε κρύο αλλά όχι και κάτω από 5 βαθμούς Κελσίου. Είχε βουνά καταπράσινα γύρω μας και σε πολλά σημεία βέβαια είχε τους ορυζώνες. Είναι σχεδόν το μόνο παραγωγικό φυτό που έχουν στην περιοχή. Είδαμε και κάποιους μικρούς κήπους με λαχανικά αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Επίσης να σημειωθεί ότι τα φρούτα είναι πάρα πολύ ακριβά, δηλαδή το ένα μήλο κάνει ένα ευρώ, τα τρία πορτοκάλια κάνουν δύο ευρώ και ούτω καθεξής. Ακόμα και τα λεμόνια και τα κρεμμύδια είναι πολύ ακριβά, ακριβότερα βέβαια από την Ελλάδα. Μέχρι και οι μπανάνες είναι ακριβές. Μόνο τα σουβενίρ είναι φθηνά, γι αυτό και έχουμε γεμίσει τις βαλίτσες με διάφορα πράγματα.
Ο ιδιοκτήτης εδώ την πάτησε:
Έτοιμοι για αναχώρηση:
Άντε τώρα να βιάζεσαι:
Μόλις φτάσαμε το απόγευμα τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας και φύγαμε για το χωριό να κάνουμε μία βόλτα. Έτσι λοιπόν πήγαμε στο κέντρο της πόλης. Να σημειώσω εδώ ότι την πόλη διασχίζει ένας δρόμος και από τη μία πλευρά, και σε μερικές περιπτώσεις και από την άλλη, είναι τα σπίτια και τα μαγαζιά. Το κέντρο της πόλης είναι λίγο πιο κάτω σε μία διακλάδωση και έχει πολλά μαγαζιά. Καθίσαμε σε ένα εστιατόριο και φάγαμε. Έτσι τελείωσε η μέρα μας, και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο λίγο μετά τις 20:00.
Λόγω του κρύου στο ξενοδοχείο η Ντίνα ζήτησε μία κουβέρτα παραπάνω. Βέβαια οι κουβέρτες εδώ είναι πολύ λεπτές και για να σου δώσουν επιπλέον κουβέρτα σου την χρεώνουν 100 πέσος, αλλά η Ντίνα πήγε και αγόρασε κάποια σουβενίρ από τη ρεσεψιόν και τους είπε να της δώσουν μία κουβέρτα χωρίς να πληρώσουμε και εκείνοι το έκαναν.
Βρισκόμασταν πάνω στα βουνά του νησιού Λουζόν των Φιλιππίνων και νομίζω είναι από τις πιο ωραίες περιοχές της χώρας.
Το ξενοδοχείο που μείναμε στην Σαγάδα ήταν αρκετά καλό, αλλά είναι για να μείνεις μερικές μέρες, να έχεις παρέα, να μην έχεις πολλά πράγματα να δεις κάθε μέρα στην περιοχή και να έχεις χρόνο να μείνεις μέσα και να το ευχαριστηθείς με την παρέα σου. Εμείς φυσικά δεν είχαμε τέτοιες πολυτέλειες και έπρεπε πολύ γρήγορα να κανονίσουμε το πρόγραμμά μας.
Όμως, παρότι το ξενοδοχείο ήταν πολύ καλό, όπως είπα, είχε το πρόβλημα του κρύου λόγω του υψομέτρου. Είχε αρκετό κρύο και δεν είχε τις αντίστοιχες κουβέρτες. Βέβαια στις Φιλιππίνες μόνο κουβέρτες πίστευα ότι δε θα χρειαζόμουν. Και για θέρμανση δε νομίζω να έχει κανένα ξενοδοχείο. Το βράδυ λοιπόν κρυώναμε αρκετά και εγώ ήμουν λίγο κρυωμένος την επομένη. Είχε δύο κουβέρτες της πλάκας και νομίζω η θερμοκρασία δεν πρέπει να ξεπερνούσε στο δωμάτιο τους 15 βαθμούς Κελσίου. Έκανα και τη βλακεία να κάνω μπάνιο πριν κοιμηθώ και το αποτέλεσμα ήταν ένας μικρός πονόλαιμος, που ευτυχώς δεν τράβηξε πολύ. Το κακό επίσης είναι ότι δεν κρατούσα πολλά ρούχα χειμωνιάτικα διότι πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν εδώ και δεν ήθελα να τα κουβαλάω τσάμπα.
Η Σαγάδα είναι μία πόλη (παρά χωριό) θα έλεγα, η οποία όμως μοιάζει με χωριό γιατί έχει διάσπαρτες γειτονιές. Αλλού κάποιες γειτονιές μπορεί να έχουν 100 σπίτια, αλλά κάποιες άλλες μπορεί να έχουν μονάχα 10 ή 30. Είναι πολύ όμορφη περιοχή, αλλά δεν έχει τις λεγόμενες ταράτσες ορυζώνων.
Στο ξενοδοχείο που μείναμε δεν είχαμε πρωινό, οπότε φύγαμε σχετικά γρήγορα το πρωί για να πάμε να δούμε τα κρεμαστά φέρετρα που είναι το πιο διάσημο αξιοθέατο της περιοχής. Μας είχαν πει (κάτι αμερικάνες στο εστιατόριο που τρώγαμε την προηγούμενη μέρα) ότι πρέπει να πάμε στο γραφείο τουρισμού από πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να βρούμε οδηγό και να πληρώσουμε το ποσόν που απαιτείται για το περιβάλλον και την είσοδο στο χώρο. Το κάναμε αλλά οδηγό δεν βρήκαμε. Και καθόμασταν εκεί και περιμέναμε και ελπίδα για να βρούμε οδηγό δεν υπήρχε. Ήταν όλοι κλεισμένοι από την προηγούμενη μέρα και ο καθένας περίμενε τους δικούς του τουρίστες.
Ευτυχώς κάποιος μας είπε να πάμε λίγο πιο πέρα που ήταν η εκκλησία να δούμε μήπως εκεί βρούμε κάποιον οδηγό. Πράγματι εκεί υπήρχε ένας ο οποίος μας οδήγησε στα κρεμαστά φέρετρα (Hanging Coffins). Περπατήσαμε αρκετή ώρα, περίπου μισή, μέχρι να φτάσουμε κι άλλη τόση να γυρίσουμε. Ήταν αρκετά όμορφη η βόλτα που κάναμε, αλλά τα φέρετρα δεν μας εντυπωσίασαν γιατί δεν ήταν παραπάνω από 20. Ήταν πρωτότυπα αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο.
Μετά ρωτήσαμε και μας είπαν πως θα πάμε στη σπηλιά Sumaging. Δεν ήταν πολύ μακριά και πήγαμε πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητο. Στη διαδρομή είδαμε υπέροχα ρυζοχώραφα:
Και στη σπηλιά είχαμε το πρόβλημα ότι δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποιον οδηγό για να μας βάλει μέσα στο σπήλαιο. Με τα πολλά βρήκαμε έναν, που μόλις είχε τελειώσει με ένα προηγούμενο γκρουπ και μπήκαμε μέσα. Ως σπήλαιο δεν είναι κάτι ιδιαίτερο αλλά είναι τεράστιο. Δεν έχει σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Μονάχα προς το τέλος του. Εκεί ήταν πράγματι πανέμορφα. Συνέχεια όπως πας είναι κατηφορικό και επιστρέφεις από τον ίδιο δρόμο. Δεν υπάρχει καλή διαμόρφωση του εδάφους για να προχωράς με ασφάλεια και είναι πολύ επικίνδυνα.
Όπως κατηφορίσαμε φτάσαμε σε κάποιο σημείο που ήταν μαζεμένα πολλά νερά και εκεί είχε κάποια τμήματα πολύ μεγάλου μεγέθους που έμοιαζαν με σταλαγμίτες. Η κατάβαση για να φτάσουμε μέχρι εκεί ήταν πολύ επικίνδυνη και ο οδηγός μας συνέχεια μας βοηθούσε. Μέχρι που μας έλεγε και πού να πατήσουμε τα πόδια μας. Αυτός κρατούσε ένα φανάρι πετρελαίου για να βλέπουμε και μαζί με μας βέβαια ήτανε και πολλές άλλες ομάδες ανθρώπων οι οποίοι πήγαν για να δουν το σπήλαιο. Καμία ομάδα δεν είχε παραπάνω από 6-7 άτομα γιατί δεν θα μπορούσε να βολευτεί με ένα φανάρι. Το κόστος του οδηγού ήταν 900 πέσος. Όλη η διαδρομή μέχρι το τέλος της σπηλιάς ήταν κατηφορική και πιστεύω ότι και από το σημείο που πήγαμε είχε κάποια ακόμα διαδρομή, αλλά μάλλον ήταν για ανθρώπους που ήταν πιο εξοικειωμένοι σε τέτοιο επικίνδυνο περιβάλλον.
Αν γλιστρήσεις θα την έχεις άσχημα:
Εγώ ήμουνα από την παρέα ο μόνος που κατέβηκε μέχρι σχεδόν στο τέρμα. Η Ντίνα κατέβηκε και αυτή αρκετά αλλά οι άλλοι έμειναν λίγο παραπάνω από το σημείο που έμεινε η Ντίνα. Είναι πολύ επικίνδυνη όλη αυτή η κατάβαση και η ανάβαση. Και απορώ πώς δεν γίνονται συνέχεια ατυχήματα. Συχνά από αλλού ανέβαινες και από αλλού κατέβαινες γιατί ήταν πιο εύκολο αλλά και για να μη μαζεύονται πολλοί στην ίδια διαδρομή. Στο τέλος περίπου της πορείας μου για να επιστρέψω χρειάστηκε να ανέβω ένα βράχο και να χρησιμοποιήσω ένα χοντρό σκοινί με κόμπους. Και χρειάζεται και αυτό μία κάποια τεχνική που δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά ένας ηλικιωμένος άνθρωπος δεν είναι εύκολο να το κάνει. Την ώρα που ανέβαινα με το σκοινί, και είχα κι εγώ τη τρομάρα μου, βλέπω τον οδηγό μας να αναβαίνει από δίπλα με τις παντόφλες του σαν βεντούζες χωρίς σκοινί! Λες και έτρεχε σε δρόμο! Γι αυτό φυσικά και τα πρακτορεία δεν φέρνουν τον κόσμο σε αυτό το σπήλαιο. Για μένα ήταν μοναδική εμπειρία όλη αυτή η ιστορία με τα φανάρια να ανεβοκατεβαίνουν. Τον κόσμο να έχει τρελαθεί βγάζοντας φωτογραφίες και φυσικά χρειάστηκε πολλές φορές να μπουν μέσα στα νερά.
Φαίνεται ότι υπήρχε μια δυσκολία στο να να βρούμε και να πάμε σε κάθε μέρος. Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο δύσκολο, αλλά θέλει να ρωτάς συνέχεια, εκτός αν βρεις ένα οδηγό εξ αρχής και σε καθοδηγεί. Εμείς επειδή είχαμε και το αυτοκίνητο γενικά δε μας κούρασε το ψάξιμο.
Όταν τελειώσαμε, μετά από μιάμιση ώρα περίπου, δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε εκτός αν θέλαμε να πάμε και σε άλλο σπήλαιο, αλλά προτιμήσαμε να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε την πορεία μας, που ήταν προς το Μπανάουε, στο οποίο και φθάσαμε περίπου στις 5 το απόγευμα. Γράφω καμιά φορά τις ώρες για να καταλαβαίνετε αν ήταν μέρα ή σκοτάδι.
Το Μπανάουε είναι μία πόλη και αυτή όπως η Σαγάδα, αλλά πιστεύω αρκετά μεγαλύτερη. Η διαδρομή είναι καταπληκτική και συνέχεια σταματούσαμε για φωτογράφιση. Μάλιστα εάν είχε και περισσότερα σημεία για να μπορέσουμε να παρκάρουμε (γιατί ο δρόμος ήταν στενός και με στροφές) θα κάναμε δυο ώρες παραπάνω.
Το ξενοδοχείο έχει το στυλ που είχε στην Σαγάδα. Είναι λίγο μακριά από το κέντρο του χωριού, όμως βρίσκεται στο διάσελο ενός βουνού και έβλεπες δεξιά και αριστερά παντού ορυζώνες σε πεζούλες. Τις περίφημες Rise Terraces.
Η διαδρομή ήταν ωραία, αλλά όχι μόνο επειδή είχε τους ορυζώνες. Πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι βρισκόμασταν στις Φιλιππίνες Και αυτό είναι κάτι μαγικό από μόνο του. Επίσης ήμασταν πάνω στα βουνά και φτάσαμε μέχρι υψόμετρο σχεδόν δύο χιλιόμετρα. Φυσικά έκανε κρύο αλλά όχι και κάτω από 5 βαθμούς Κελσίου. Είχε βουνά καταπράσινα γύρω μας και σε πολλά σημεία βέβαια είχε τους ορυζώνες. Είναι σχεδόν το μόνο παραγωγικό φυτό που έχουν στην περιοχή. Είδαμε και κάποιους μικρούς κήπους με λαχανικά αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Επίσης να σημειωθεί ότι τα φρούτα είναι πάρα πολύ ακριβά, δηλαδή το ένα μήλο κάνει ένα ευρώ, τα τρία πορτοκάλια κάνουν δύο ευρώ και ούτω καθεξής. Ακόμα και τα λεμόνια και τα κρεμμύδια είναι πολύ ακριβά, ακριβότερα βέβαια από την Ελλάδα. Μέχρι και οι μπανάνες είναι ακριβές. Μόνο τα σουβενίρ είναι φθηνά, γι αυτό και έχουμε γεμίσει τις βαλίτσες με διάφορα πράγματα.
Ο ιδιοκτήτης εδώ την πάτησε:
Έτοιμοι για αναχώρηση:
Άντε τώρα να βιάζεσαι:
Μόλις φτάσαμε το απόγευμα τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας και φύγαμε για το χωριό να κάνουμε μία βόλτα. Έτσι λοιπόν πήγαμε στο κέντρο της πόλης. Να σημειώσω εδώ ότι την πόλη διασχίζει ένας δρόμος και από τη μία πλευρά, και σε μερικές περιπτώσεις και από την άλλη, είναι τα σπίτια και τα μαγαζιά. Το κέντρο της πόλης είναι λίγο πιο κάτω σε μία διακλάδωση και έχει πολλά μαγαζιά. Καθίσαμε σε ένα εστιατόριο και φάγαμε. Έτσι τελείωσε η μέρα μας, και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο λίγο μετά τις 20:00.
Λόγω του κρύου στο ξενοδοχείο η Ντίνα ζήτησε μία κουβέρτα παραπάνω. Βέβαια οι κουβέρτες εδώ είναι πολύ λεπτές και για να σου δώσουν επιπλέον κουβέρτα σου την χρεώνουν 100 πέσος, αλλά η Ντίνα πήγε και αγόρασε κάποια σουβενίρ από τη ρεσεψιόν και τους είπε να της δώσουν μία κουβέρτα χωρίς να πληρώσουμε και εκείνοι το έκαναν.