tkaramp
Member
- Μηνύματα
- 165
- Likes
- 1.319
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού
2η μέρα (Sultanahmed, Κρουαζιέρα Βόσπορου, Ortakoy, Beyoglou)
Από την προηγούμενη μέρα, ο ξενοδόχος μας μας είχε πει ότι Σάββατο και Κυριακή στις 14:30 (και μια πιο πρωινή ώρα που δεν θυμάμαι, νομίζω 10:30) υπάρχει δημόσιο δρομολόγιο για φθηνές (12 λιρες) κρουαζιέρες του Βοσπόρου (αυτό ισχύει για τον Μάρτη που πήγαμε εμείς και γενικά για off season, από τον Απρίλη οι κρουαζιέρες αυτές γίνονται κάθε μέρα, περισσότερα εδώ). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας κόψει την μέρα στην μέση. Τελικά αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την βασιλική κινστέρνα και το αρχαιολογικό μουσείο και να αφήσουμε το Top Kapi για επόμενη μέρα.
Αφού ντερλικώσαμε με μπουγάτσα με κιμά και κάτι μπουρέκια από ένα παρακείμενο μπουγατσατζίδικο, φτάσαμε σχετικά νωρίς στην Βασιλική κινστερνα. Η ουρά μικρή αν και ακριβώς πριν μπούμε, μας προσπέρασε ένα μεγάλο γκρουπ κινέζων. Ο επισκέψιμος χώρος της κινστέρνας είναι από αρκετά έως πάρα πολύ μεγαλύτερος από τις δύο προηγούμενες που είδαμε. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και αρκετά παραπλήσιος με αυτόν της κινστέρνας του Φιλoξένου, ενώ νερό δεν υπήρχε. Πολύ αρνητική εντύπωση, εκτός από τον πολύ κόσμο ήταν ότι στην είσοδο υπήρχαν κάτι τύποι, οι οποίοι σου προσέφεραν επί πληρωμή την δυνατότητα να ντυθείς σουλτάνος. Αν και δεν θα μου άρεσε να το δω εσωτερικά σε κανένα από τα αξιοθέατα που μπήκα, ειδικά εδώ ήταν παντελώς αταίριαστο με τον χώρο και την αισθητική του. Ας ήταν καλύτερα στο topkapi αν και εκεί θα μου κακοφαινόταν. Για να μην λέμε μόνο τα αρνητικά, η κινστέρνα ήταν πολύ όμορφη και τα κεφάλια μέδουσας (όταν έβρισκες λίγο χώρο μέσα στον χαμό τριγύρω τους) εντυπωσιακά.
Συνέχεια με το αρχαιολογικό μουσείο. Πολύ κοντά στο Τοπκαπί χωρίζεται σε τρία κτίρια τα οποία έχουν και το δικό τους θέμα. Το μεγαλύτερο κτίριο έχει την βασική συλλογή η οποία περιλαμβάνει Ελληνικά, Ρωμαικά, Αιγυπτιακά, Βυζαντινά και άλλα κομμάτια. Το δεύτερο περιλαμβάνει πολιτισμούς της μεσοποταμίας και της ανατολίας, ενώ το τρίτο τούρκικα πλακάκια και σκεύη.
Φτάνοντας στον περίβολο, διαπιστώνουμε ότι χύμα στην αυλή βρίσκονται 3 από τις σαρκοφάγους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που επί Βυζαντίου βρισκόντουσαν στους Άγιους Απόστολους. Χωρίς να είμαι ειδικός, η κατάσταση και φύλαξη τους μου φάνηκε τραγική, ειδικά δε αν τις συγκρίνεις με τις δύο αντίστοιχες σαρκοφάγους που βρίσκονται στο Βατικανό (του γιου και της συζύγου του Μεγάλου Κωνσταντίνου). Πάμε προς την είσοδο του κυρίου μουσείου να μπούμε, αλλά βλέπουμε πολυ σκαλωσιά και μας ζώνουν τα φίδια. Από συνεννόηση μπουζούκι με έναν τούρκο εργάτη, φαίνεται να μας λέει ότι το κτίριο που πάμε να μπούμε είναι κλειστό για ανακαίνιση. Φυσικά ούτε αυτό ούτε άλλα αντίστοιχα under renovation μνημεία που θα ακολουθούσαν δεν αναφέρεται πουθενά στη σελίδα της κάρτας μουσείων. Ακόμα πιο τραγικό είναι ότι προχωρώντας λίγο πιο κάτω και χωρίς κάποια σήμανση, παρατηρούμε μια ανοιχτή περιφερειακή πόρτα από την οποία και μπαίνουμε σε ένα μικρό κομμάτι του κεντρικού κτηρίου που ήταν ανοιχτό στο κοινό. Το κομμάτι αν και μικρό είχε μερικά πολύ όμορφα κομμάτια από σαρκοφάγους και αγάλματα μέχρι έναν όμορφα στημένο για εσωτερικό χώρο ελληνιστικό ναο.
Τα άλλα δύο κτίρια τα περάσαμε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Αυτό με τα πλακάκια ειδικά, πέρα από ένα δύο κομμάτια μας φάνηκε αρκετά αδιάφορο. Και εκεί που νομίζαμε ότι τελειώσαμε, βλέποντας ένα σχεδιάγραμμα του χώρου συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει ένα άλλο μικρό κομμάτι του κεντρικού μουσείου ανοικτό, από άλλη είσοδο. Το οποίο τελικά δεν ήταν και τόσο μικρό, καθώς αποτελείται από 3 επιπλέον ορόφους. Εκεί είδαμε από βυζαντινά (μαζί με το κομμάτι της αλυσίδας που προστάτευε τον Κεράτιο από εχθρικά πλοία) μέχρι εκθέματα πολλών εποχών κατοίκησης της Tροίας, κυπριακά, και κομμάτια από τον αρχαιολογικό χώρο της Παλμύρας. Όλα αυτά, ενώ διάφορα πανιά και κόντρα πλακέ μας έκοβαν τον δρόμο προς το υπόλοιπο -υπο ανακαίνιση- χώρο, αρκετά αντιαισθητικά θα έλεγα.
Αρκετά μπουχτισμένοι στο τέλος του τρίτου ορόφου και αφού δεν ανακαλύψαμε κάποια άλλη κρυμμένη αίθουσα (αν και βρήκαμε μερικά αγάλματα αποθηκευμένα μέσα σε ένα δίαδρομο στον χώρο των τουαλέτων!) είχαμε λίγο χρόνο πριν την κρουαζιέρα και αποφασίσαμε να δούμε την Αγία Ειρήνη.
Σε αντίθεση με την Αγία Σοφία, η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης δεν έγινε τζαμί αλλά αποθήκη όπλων. Για τον λόγο αυτό μάλλον είναι τελείως γυμνή εσωτερικά, ενώ δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στον πάνω όροφο της. Επειδή μάλιστα κάποια παράθυρα πρέπει να είναι ανοιχτά, πολλά περιστέρια έχουν βρει στέγη στον ναό. Αυτό είναι φανερό αμέσως μόλις μπεις στην κεντρική αίθουσα, καθώς ένα μεγάλο δίχτυ απλώνεται από άκρη σε άκρη κρατώντας πάνω του το βάρος άπειρων κουτσουλιών. Και εδώ οι γείτονες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αισθητική της ιστορίας της πόλης τους. Παρατημένες επίσης, σε ένα αίθριο στο πίσω μέρος του ναού είναι άλλες δύο από τις σαρκοφάγους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Φτάσαμε Εμινονού περίπου μισή ώρα πριν την έναρξη της κρουαζιέρας και παρόλη τη μεγάλη ουρά στην έκδοση εισιτηρίων, δεν είχαμε πρόβλημα να βγάλουμε και εμείς ένα. Όμορφη η κρουαζιέρα, μπορέσαμε να δούμε και αξιοθέατα που δεν θα βλέπαμε αλλιώς στο ταξίδι, όπως τα ανάκτορα Dolmabahce, τον πύργο του Λεάνδρου και τα φρούρια Anadolu και Rumeli Hisari. Βέβαια, από ένα σημείο και μετά το κρύο σε συνδυασμό με τον αέρα ήταν ανυπόφορο, πολύ προσοχή στο να ντυθείτε καλά τους χειμερινούς μήνες (Εμείς τέλη Μάρτη και με ήλιο και τον δαγκώσαμε) εκτός αν δεν σας πειράζει να περάσετε την κρουαζιέρα σε εσωτερικό χώρο του πλοίου. Κατα τη διάρκεια της κρουαζιέρας είχα και τα τυχερά μου, καθώς μου την “έπεσε” μια (14χρονή!) μαθήτρια που είχε έρθει διακοπές με το σχολείο της από τη βαθιά Τουρκία. Αφού ανεπιτυχώς προσπάθησα να την πείσω ότι είμαι πολύ μεγάλος για αυτήν (κοντεύουμε 30), περάσαμε λίγη ώρα συζητώντας (με την βοήθεια της δασκάλας της καθώς δεν μιλούσε καλά αγγλικά) για διάφορα πράγματα ενώ ανα φάσεις, παρεμβάλλονταν ερωτήσεις όπως για το αν είμαι παντρεμένος, πόσων χρονών είμαι και αν θα ήθελα να την επισκεφτώ στο Χακάρι να με φιλοξενήσει και να μου μαγειρέψει.
Αφήσαμε τελικά την Φατίμα (ενώ είχαμε βγάλει φωτογραφίες μαζι!) και τους συμμαθητές της κατεβαίνοντας στο Ortaköy να δούμε το μικρό αυτό τζαμί. Ε αν υπάρχει μπαρόκ τζαμί αυτό είναι το Ortaköy τόσο εσωτερικά όσο εξωτερικά ενώ ο Ι. σχολίαζε ότι τώρα καταλαβαίνει γιατί ακούγεται ότι δεν αρέσει ιδιαίτερα στους Τούρκους. Εμένα πάντως μου άρεσε αυτό το... μπιμπελό.
Η ώρα είχε περάσει και δεν προλαβαίναμε να επισκεφτούμε το γειτονικό παλάτι yildiz του οποίου η είσοδος περιλαμβάνεται στο pass μας (τελικά το αφήσαμε τελείως καθότι μακριά και χαμηλά στις προτεραιότητες μας). Αντίθετα, πήραμε ένα λεωφορείο για να μας πάει κοντά στο Damla Dondurma όπου είχαμε διαβάσει φημίζεται για τον... dondurma τους (μας άρεσε αρκετά) το σαλέπι τους (δεν είχαν εκείνη την ώρα) και το παραδοσιακό ρόφημα μπόζα με στραγαλάκια και κανέλα (δεν άρεσε καθόλου σε κανέναν από τους δύο μας). Άξιο αναφοράς είναι ένα γειτονικο μπακάλικο, το οποίο μόστραρε στην βιτρίνα του ένα τομάρι αδιευκρίνιστου ζώου ραμμένο και γεμιστό με κάτι (δεν θέλω να ξερω τι) ενώ οι θεοί του είχαν βάλει και barcode!
Η μέρα μας θα έκλεινε με beyoglou. Κατεβήκαμε στον πύργο του γαλατά και αφού τον βγάλαμε φωτογραφίες από 52564 οπτικές, αποφασίσαμε ότι δεν άξιζε να περιμένουμε στην ουρά για να ανέβουμε επάνω και οτι θα το κάναμε κάποια άλλη μέρα (κάτι που δεν έγινε πότε καθώς περάσαμε άλλες 3 φορές και η ουρά ήταν μόνιμα τεράστια και αργοκινητη). Χαζέψαμε λίγο στα στενά, και ύστερα ανεβήκαμε την Istiklal μέχρι την Taksim. Ξανακατεβήκαμε με το μετρό στον πύργο του γαλατά και αφού χτυπήσαμε 2-3 (ή μήπως 4) σιροπιαστά στο Gulluoglu (τι άπειρος κόσμος ήταν αυτός) πήγαμε για ύπνο χορτασμένοι.
Ακολουθούν φωτογραφίες της δεύτερης μέρας.
Από την προηγούμενη μέρα, ο ξενοδόχος μας μας είχε πει ότι Σάββατο και Κυριακή στις 14:30 (και μια πιο πρωινή ώρα που δεν θυμάμαι, νομίζω 10:30) υπάρχει δημόσιο δρομολόγιο για φθηνές (12 λιρες) κρουαζιέρες του Βοσπόρου (αυτό ισχύει για τον Μάρτη που πήγαμε εμείς και γενικά για off season, από τον Απρίλη οι κρουαζιέρες αυτές γίνονται κάθε μέρα, περισσότερα εδώ). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας κόψει την μέρα στην μέση. Τελικά αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την βασιλική κινστέρνα και το αρχαιολογικό μουσείο και να αφήσουμε το Top Kapi για επόμενη μέρα.
Αφού ντερλικώσαμε με μπουγάτσα με κιμά και κάτι μπουρέκια από ένα παρακείμενο μπουγατσατζίδικο, φτάσαμε σχετικά νωρίς στην Βασιλική κινστερνα. Η ουρά μικρή αν και ακριβώς πριν μπούμε, μας προσπέρασε ένα μεγάλο γκρουπ κινέζων. Ο επισκέψιμος χώρος της κινστέρνας είναι από αρκετά έως πάρα πολύ μεγαλύτερος από τις δύο προηγούμενες που είδαμε. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και αρκετά παραπλήσιος με αυτόν της κινστέρνας του Φιλoξένου, ενώ νερό δεν υπήρχε. Πολύ αρνητική εντύπωση, εκτός από τον πολύ κόσμο ήταν ότι στην είσοδο υπήρχαν κάτι τύποι, οι οποίοι σου προσέφεραν επί πληρωμή την δυνατότητα να ντυθείς σουλτάνος. Αν και δεν θα μου άρεσε να το δω εσωτερικά σε κανένα από τα αξιοθέατα που μπήκα, ειδικά εδώ ήταν παντελώς αταίριαστο με τον χώρο και την αισθητική του. Ας ήταν καλύτερα στο topkapi αν και εκεί θα μου κακοφαινόταν. Για να μην λέμε μόνο τα αρνητικά, η κινστέρνα ήταν πολύ όμορφη και τα κεφάλια μέδουσας (όταν έβρισκες λίγο χώρο μέσα στον χαμό τριγύρω τους) εντυπωσιακά.
Συνέχεια με το αρχαιολογικό μουσείο. Πολύ κοντά στο Τοπκαπί χωρίζεται σε τρία κτίρια τα οποία έχουν και το δικό τους θέμα. Το μεγαλύτερο κτίριο έχει την βασική συλλογή η οποία περιλαμβάνει Ελληνικά, Ρωμαικά, Αιγυπτιακά, Βυζαντινά και άλλα κομμάτια. Το δεύτερο περιλαμβάνει πολιτισμούς της μεσοποταμίας και της ανατολίας, ενώ το τρίτο τούρκικα πλακάκια και σκεύη.
Φτάνοντας στον περίβολο, διαπιστώνουμε ότι χύμα στην αυλή βρίσκονται 3 από τις σαρκοφάγους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που επί Βυζαντίου βρισκόντουσαν στους Άγιους Απόστολους. Χωρίς να είμαι ειδικός, η κατάσταση και φύλαξη τους μου φάνηκε τραγική, ειδικά δε αν τις συγκρίνεις με τις δύο αντίστοιχες σαρκοφάγους που βρίσκονται στο Βατικανό (του γιου και της συζύγου του Μεγάλου Κωνσταντίνου). Πάμε προς την είσοδο του κυρίου μουσείου να μπούμε, αλλά βλέπουμε πολυ σκαλωσιά και μας ζώνουν τα φίδια. Από συνεννόηση μπουζούκι με έναν τούρκο εργάτη, φαίνεται να μας λέει ότι το κτίριο που πάμε να μπούμε είναι κλειστό για ανακαίνιση. Φυσικά ούτε αυτό ούτε άλλα αντίστοιχα under renovation μνημεία που θα ακολουθούσαν δεν αναφέρεται πουθενά στη σελίδα της κάρτας μουσείων. Ακόμα πιο τραγικό είναι ότι προχωρώντας λίγο πιο κάτω και χωρίς κάποια σήμανση, παρατηρούμε μια ανοιχτή περιφερειακή πόρτα από την οποία και μπαίνουμε σε ένα μικρό κομμάτι του κεντρικού κτηρίου που ήταν ανοιχτό στο κοινό. Το κομμάτι αν και μικρό είχε μερικά πολύ όμορφα κομμάτια από σαρκοφάγους και αγάλματα μέχρι έναν όμορφα στημένο για εσωτερικό χώρο ελληνιστικό ναο.
Τα άλλα δύο κτίρια τα περάσαμε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Αυτό με τα πλακάκια ειδικά, πέρα από ένα δύο κομμάτια μας φάνηκε αρκετά αδιάφορο. Και εκεί που νομίζαμε ότι τελειώσαμε, βλέποντας ένα σχεδιάγραμμα του χώρου συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει ένα άλλο μικρό κομμάτι του κεντρικού μουσείου ανοικτό, από άλλη είσοδο. Το οποίο τελικά δεν ήταν και τόσο μικρό, καθώς αποτελείται από 3 επιπλέον ορόφους. Εκεί είδαμε από βυζαντινά (μαζί με το κομμάτι της αλυσίδας που προστάτευε τον Κεράτιο από εχθρικά πλοία) μέχρι εκθέματα πολλών εποχών κατοίκησης της Tροίας, κυπριακά, και κομμάτια από τον αρχαιολογικό χώρο της Παλμύρας. Όλα αυτά, ενώ διάφορα πανιά και κόντρα πλακέ μας έκοβαν τον δρόμο προς το υπόλοιπο -υπο ανακαίνιση- χώρο, αρκετά αντιαισθητικά θα έλεγα.
Αρκετά μπουχτισμένοι στο τέλος του τρίτου ορόφου και αφού δεν ανακαλύψαμε κάποια άλλη κρυμμένη αίθουσα (αν και βρήκαμε μερικά αγάλματα αποθηκευμένα μέσα σε ένα δίαδρομο στον χώρο των τουαλέτων!) είχαμε λίγο χρόνο πριν την κρουαζιέρα και αποφασίσαμε να δούμε την Αγία Ειρήνη.
Σε αντίθεση με την Αγία Σοφία, η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης δεν έγινε τζαμί αλλά αποθήκη όπλων. Για τον λόγο αυτό μάλλον είναι τελείως γυμνή εσωτερικά, ενώ δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στον πάνω όροφο της. Επειδή μάλιστα κάποια παράθυρα πρέπει να είναι ανοιχτά, πολλά περιστέρια έχουν βρει στέγη στον ναό. Αυτό είναι φανερό αμέσως μόλις μπεις στην κεντρική αίθουσα, καθώς ένα μεγάλο δίχτυ απλώνεται από άκρη σε άκρη κρατώντας πάνω του το βάρος άπειρων κουτσουλιών. Και εδώ οι γείτονες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αισθητική της ιστορίας της πόλης τους. Παρατημένες επίσης, σε ένα αίθριο στο πίσω μέρος του ναού είναι άλλες δύο από τις σαρκοφάγους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Φτάσαμε Εμινονού περίπου μισή ώρα πριν την έναρξη της κρουαζιέρας και παρόλη τη μεγάλη ουρά στην έκδοση εισιτηρίων, δεν είχαμε πρόβλημα να βγάλουμε και εμείς ένα. Όμορφη η κρουαζιέρα, μπορέσαμε να δούμε και αξιοθέατα που δεν θα βλέπαμε αλλιώς στο ταξίδι, όπως τα ανάκτορα Dolmabahce, τον πύργο του Λεάνδρου και τα φρούρια Anadolu και Rumeli Hisari. Βέβαια, από ένα σημείο και μετά το κρύο σε συνδυασμό με τον αέρα ήταν ανυπόφορο, πολύ προσοχή στο να ντυθείτε καλά τους χειμερινούς μήνες (Εμείς τέλη Μάρτη και με ήλιο και τον δαγκώσαμε) εκτός αν δεν σας πειράζει να περάσετε την κρουαζιέρα σε εσωτερικό χώρο του πλοίου. Κατα τη διάρκεια της κρουαζιέρας είχα και τα τυχερά μου, καθώς μου την “έπεσε” μια (14χρονή!) μαθήτρια που είχε έρθει διακοπές με το σχολείο της από τη βαθιά Τουρκία. Αφού ανεπιτυχώς προσπάθησα να την πείσω ότι είμαι πολύ μεγάλος για αυτήν (κοντεύουμε 30), περάσαμε λίγη ώρα συζητώντας (με την βοήθεια της δασκάλας της καθώς δεν μιλούσε καλά αγγλικά) για διάφορα πράγματα ενώ ανα φάσεις, παρεμβάλλονταν ερωτήσεις όπως για το αν είμαι παντρεμένος, πόσων χρονών είμαι και αν θα ήθελα να την επισκεφτώ στο Χακάρι να με φιλοξενήσει και να μου μαγειρέψει.
Αφήσαμε τελικά την Φατίμα (ενώ είχαμε βγάλει φωτογραφίες μαζι!) και τους συμμαθητές της κατεβαίνοντας στο Ortaköy να δούμε το μικρό αυτό τζαμί. Ε αν υπάρχει μπαρόκ τζαμί αυτό είναι το Ortaköy τόσο εσωτερικά όσο εξωτερικά ενώ ο Ι. σχολίαζε ότι τώρα καταλαβαίνει γιατί ακούγεται ότι δεν αρέσει ιδιαίτερα στους Τούρκους. Εμένα πάντως μου άρεσε αυτό το... μπιμπελό.
Η ώρα είχε περάσει και δεν προλαβαίναμε να επισκεφτούμε το γειτονικό παλάτι yildiz του οποίου η είσοδος περιλαμβάνεται στο pass μας (τελικά το αφήσαμε τελείως καθότι μακριά και χαμηλά στις προτεραιότητες μας). Αντίθετα, πήραμε ένα λεωφορείο για να μας πάει κοντά στο Damla Dondurma όπου είχαμε διαβάσει φημίζεται για τον... dondurma τους (μας άρεσε αρκετά) το σαλέπι τους (δεν είχαν εκείνη την ώρα) και το παραδοσιακό ρόφημα μπόζα με στραγαλάκια και κανέλα (δεν άρεσε καθόλου σε κανέναν από τους δύο μας). Άξιο αναφοράς είναι ένα γειτονικο μπακάλικο, το οποίο μόστραρε στην βιτρίνα του ένα τομάρι αδιευκρίνιστου ζώου ραμμένο και γεμιστό με κάτι (δεν θέλω να ξερω τι) ενώ οι θεοί του είχαν βάλει και barcode!
Η μέρα μας θα έκλεινε με beyoglou. Κατεβήκαμε στον πύργο του γαλατά και αφού τον βγάλαμε φωτογραφίες από 52564 οπτικές, αποφασίσαμε ότι δεν άξιζε να περιμένουμε στην ουρά για να ανέβουμε επάνω και οτι θα το κάναμε κάποια άλλη μέρα (κάτι που δεν έγινε πότε καθώς περάσαμε άλλες 3 φορές και η ουρά ήταν μόνιμα τεράστια και αργοκινητη). Χαζέψαμε λίγο στα στενά, και ύστερα ανεβήκαμε την Istiklal μέχρι την Taksim. Ξανακατεβήκαμε με το μετρό στον πύργο του γαλατά και αφού χτυπήσαμε 2-3 (ή μήπως 4) σιροπιαστά στο Gulluoglu (τι άπειρος κόσμος ήταν αυτός) πήγαμε για ύπνο χορτασμένοι.
Ακολουθούν φωτογραφίες της δεύτερης μέρας.