Μια μέρα του Ιανουαρίου και αφού είχα ήδη ζήσει πέντε μήνες στο Κάλγκαρι και είχα ήδη εμπεδώσει το τι εστί χειμώνας εδώ (είχαμε πίασει τα 25άρια υπό το μηδέν), μπαίνει ο φίλος μου ο Βάουτερ στο γραφείο μου και μου ανακοινώνει την ιδέα για την εκδρομή στη λίμνη Λουίζ. Ενθουσιάστηκα! Δεν είχα βγει από τα όρια της πόλης από τη μέρα που έφτασα. Σκέφτηκα «η πρώτη επίσκεψη στα Βραχώδη Όρη, επιτέλους»! Αφού καταστρώσαμε το σχέδιο δράσης και στείλαμε με ήμεϊλ τις προσκλήσεις σε άλλους μεταπτυχιακούς φοιτητές του τμήματός μας, νοικιάσαμε ένα βαν για 7 άτομα και πήγαμε στο outdoor centre του πανεπιστημίου για να νοικιάσουμε τον εξοπλισμό. Τι εξοπλισμό ρωτάω, χιονοπέδιλα μου λέει. Όχι αυτά για σκί, αλλά για πεζοπορία. Φαντάστηκα κάτι σαν αυτά που βλέπαμε στα κινούμενα σχέδια, δηλαδή τις ρακέτες δεμένες στα παπούτσια. Ουάου, σκέφτηκα! Πλάκα θα ‘χει.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο, συναντηθήκαμε στο πάρκινγκ του πανεπιστημίου στις 8 το πρωί. Αφού παραλάβαμε τα χιονοπέδιλα, χωριστήκαμε, 7 στο βαν και 5 στο rav4 μιας συμφοιτήτριας.
Η απόσταση της πόλης από την κωμόπολη του Μπανφ είναι 100χμ και άλλα 60χμ για τη λίμνη Λουίζ. Κανονικά θα έπαιρνε περίπου μιάμιση ώρα να φτάσουμε, αλλά λόγω παγετού στον αυτοκινητόδρομο πηγαίναμε με 40χμ/ώρα και μας πήρε κάτιτις παραπάνω. Είχε ήδη -23 βαθμούς Κελσίου οπότε στην ενδιάμεση στάση που κάναμε για τουαλέτα και καφέ, προμηθεύτηκα απο την πλαϊνή κάβα μινιατούρες ποτών, γκραν μαρνιέ, σαμπούκα, και 2-3 μπουκαλάκια κονιάκ. Σκεφτόμουν πως τόσες ώρες έξω στο κρύο, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά και δυνατούς ανέμους, δε θα άντεχα και πολύ χωρίς λίγο αλκοόλ και ευχόμουν να είχα μεριμνήσει για λίγο ρακόμελο από το σπίτι.
Εν τέλει και φτάσαμε στη λίμνη, και το πάρκινγκ ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο Fairmont Chateau Lake Louise. Βεβαίως, το φτηνότερο καφεδάκι εκεί κοστίζει όσο ένα ημερομίσθιο μεταπτυχιακού φοιτητή, οπότε συμφωνήσαμε να το αφήσουμε για το τέλος και αν!
Άρχισε λοιπόν η περιπέτεια του φορέματος των χιονοπέδιλων, η οποία ίσως άξιζε δικό της ξεχωριστό ποστ. Χεχε. Τραγελαφική κατάσταση, όλοι πρωτάρηδες, να πεδικλωνόμαστε ο ένας με τον άλλο, το ένα ποδάρι με το άλλο, να κάνουμε ένα βήμα και να αφήνουμε το πέδιλο πίσω, να πέφτουμε και να μη μπορούμε να σηκωθούμε από τα γέλια κι από τον κρύο αέρα στα πνευμόνια μας! Με τα πολλά, ντυθήκαμε, εξοπλιστήκαμε, φορέσαμε πέδιλα και γκέτες, σκουφιά διπλά τριπλά και ξεκινήσαμε την πεζοπορία πάνω σε ένα μέτρο φρέσκο μαλακό χιόνι. Προορισμός μας, η άλλη όχθη της λίμνης, όπου θα «σκαρφαλώναμε» λίγο για να φτάσουμε σε μια καλύβα όπου σερβίρουν τσάι.
Καθώς προχωρούσαμε, διαπιστώσαμε πως το στρώμα του χιονιού όλο και λέπταινε και σε κάποιο σημείο ο πρώτος φώναξε «στόπ»! Ήταν μπροστά σε ένα μεγάλο κύκλο όπου δεν υπήρχε καθόλου χιόνι, παρά μόνο πάγος, διάφανος πάγος. Με μια τεράστια ρωγμή σε σχήμα αστεριού στη μέση. Φρίξαμε. Όπου φύγει φύγει και άντε να τρέξεις με τις βάρκες στα πόδια. Αφού πήγαμε γύρω γύρω τον κύκλο, συναντηθήκαμε όλοι μαζί πάλι και συνεχίσαμε την πορεία μας, συζητώντας την ηλίθια αντίδρασή μας αφού ο πάγος ήταν τουλάχιστον 2 μέτρα παχύς και πως αν μή τι άλλο, θα άντεχε το βάρος 11 ατόμων.
Εν τω μεταξύ να κατεβάζω γουλιές ποτού από τις μινιατούρες, στη ζούλα γιατί απαγορεύεται να πίνεις «έξω».
Με τα πολλά φτάσαμε στην αντίπερα όχθη και πατήσαμε σε γη. Εκεί είδαμε δυο τρεις παγωμένους καταρράκτες, θέαμα πανέμορφο. Λες κι είχε σταματήσει ο χρόνος. Οι πιο πολλοί από μας ήταν κατάκοποι, κυρίως λόγω του κρύου αέρα και του υψομέτρου, που επηρέαζε τις αναπνοές μας. Ο Βάουτερ δείχνει στη μέση του βουνού και λέει «εκεί πηγαίνουμε». Τελικά συμφωνήσαμε πως θα ήταν καλύτερα να το αφήσουμε, εξάλλου όλοι είχαμε θερμός με τσάι και καφέ, καθώς και φαγητά για κολατσιό. Σκαρφαλώσαμε στην πλαγιά καμιά δεκαριά μέτρα και βρήκαμε μια εσοχή 3-4 τετραγωνικά μέτρα, από ένα μενίρ που ξεκόλλησε προφανώς. Εκεί κάτσαμε, στους -25C ( -30C αν υπολογίζαμε τον άνεμο) και ανοίξαμε τις τσάντες μας με τα φαγητά. Πολυεθνική η παρέα μας, πολυεθνικό και το γεύμα μας. Μοιραστήκαμε διάφορα σνακ, σάντουιτς, μπισκότα κτλ. Επίσης δώσαμε νέα σημασία στην έννοια «κρύα πιάτα».
Η κατάβαση θα γινόταν μόνο με έναν τρόπο: πωπό στο χιόνι και λετ γκόου. Στο τέρμα, σηκώνεσαι όρθιος και αρχίζεις να αδείαζεις τσέπες, πατζάκια και τη μέση σου από χιόνι.Πολύ ωραία.
Είχαμε όλοι αρχίσει να νιώθουμε το κρύο στο κόκκαλο, οπότε η επιστροφή έγινε από το μονοπάτι που είναι παράλληλο στην όχθη της λίμνης. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, όπου έτυχε να φιλοξενεί φεστιβάλ γλυπτικής σε πάγο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο και ενθουσιάστηκα! Ήταν όλα τα γλυπτά τόσο περίτεχνα και λεπτεπίλεπτα. Δεν το περίμενα.
Αφού ανεφοδιαστήκαμε με φρέσκο καφέ μαζευτήκαμε στα αυτοκίνητα για την επιστροφή. Δε θυμάμαι και πολλά, παρά μόνο πως ήμουν απίστευτα στριμωγμένος, κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και η ποδαρίλα μέσα στην καμπίνα χτυπούσε κόκκινο. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά όμως, είναι η συζήτηση που είχα με τον εαυτό μου μέσα στο μυαλό μου και συνεχάρηκα τον εαυτό μου που επέζησε μιας τέτοιας περιπέτειας.-
http://maps.google.ca/maps?saddr=un...UzHmvGVjezw3PA&gl=ca&mra=prev&vpsrc=6&t=h&z=8
Την επόμενη μέρα, Σάββατο, συναντηθήκαμε στο πάρκινγκ του πανεπιστημίου στις 8 το πρωί. Αφού παραλάβαμε τα χιονοπέδιλα, χωριστήκαμε, 7 στο βαν και 5 στο rav4 μιας συμφοιτήτριας.
Η απόσταση της πόλης από την κωμόπολη του Μπανφ είναι 100χμ και άλλα 60χμ για τη λίμνη Λουίζ. Κανονικά θα έπαιρνε περίπου μιάμιση ώρα να φτάσουμε, αλλά λόγω παγετού στον αυτοκινητόδρομο πηγαίναμε με 40χμ/ώρα και μας πήρε κάτιτις παραπάνω. Είχε ήδη -23 βαθμούς Κελσίου οπότε στην ενδιάμεση στάση που κάναμε για τουαλέτα και καφέ, προμηθεύτηκα απο την πλαϊνή κάβα μινιατούρες ποτών, γκραν μαρνιέ, σαμπούκα, και 2-3 μπουκαλάκια κονιάκ. Σκεφτόμουν πως τόσες ώρες έξω στο κρύο, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά και δυνατούς ανέμους, δε θα άντεχα και πολύ χωρίς λίγο αλκοόλ και ευχόμουν να είχα μεριμνήσει για λίγο ρακόμελο από το σπίτι.
Εν τέλει και φτάσαμε στη λίμνη, και το πάρκινγκ ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο Fairmont Chateau Lake Louise. Βεβαίως, το φτηνότερο καφεδάκι εκεί κοστίζει όσο ένα ημερομίσθιο μεταπτυχιακού φοιτητή, οπότε συμφωνήσαμε να το αφήσουμε για το τέλος και αν!
Άρχισε λοιπόν η περιπέτεια του φορέματος των χιονοπέδιλων, η οποία ίσως άξιζε δικό της ξεχωριστό ποστ. Χεχε. Τραγελαφική κατάσταση, όλοι πρωτάρηδες, να πεδικλωνόμαστε ο ένας με τον άλλο, το ένα ποδάρι με το άλλο, να κάνουμε ένα βήμα και να αφήνουμε το πέδιλο πίσω, να πέφτουμε και να μη μπορούμε να σηκωθούμε από τα γέλια κι από τον κρύο αέρα στα πνευμόνια μας! Με τα πολλά, ντυθήκαμε, εξοπλιστήκαμε, φορέσαμε πέδιλα και γκέτες, σκουφιά διπλά τριπλά και ξεκινήσαμε την πεζοπορία πάνω σε ένα μέτρο φρέσκο μαλακό χιόνι. Προορισμός μας, η άλλη όχθη της λίμνης, όπου θα «σκαρφαλώναμε» λίγο για να φτάσουμε σε μια καλύβα όπου σερβίρουν τσάι.
Καθώς προχωρούσαμε, διαπιστώσαμε πως το στρώμα του χιονιού όλο και λέπταινε και σε κάποιο σημείο ο πρώτος φώναξε «στόπ»! Ήταν μπροστά σε ένα μεγάλο κύκλο όπου δεν υπήρχε καθόλου χιόνι, παρά μόνο πάγος, διάφανος πάγος. Με μια τεράστια ρωγμή σε σχήμα αστεριού στη μέση. Φρίξαμε. Όπου φύγει φύγει και άντε να τρέξεις με τις βάρκες στα πόδια. Αφού πήγαμε γύρω γύρω τον κύκλο, συναντηθήκαμε όλοι μαζί πάλι και συνεχίσαμε την πορεία μας, συζητώντας την ηλίθια αντίδρασή μας αφού ο πάγος ήταν τουλάχιστον 2 μέτρα παχύς και πως αν μή τι άλλο, θα άντεχε το βάρος 11 ατόμων.
Εν τω μεταξύ να κατεβάζω γουλιές ποτού από τις μινιατούρες, στη ζούλα γιατί απαγορεύεται να πίνεις «έξω».
Με τα πολλά φτάσαμε στην αντίπερα όχθη και πατήσαμε σε γη. Εκεί είδαμε δυο τρεις παγωμένους καταρράκτες, θέαμα πανέμορφο. Λες κι είχε σταματήσει ο χρόνος. Οι πιο πολλοί από μας ήταν κατάκοποι, κυρίως λόγω του κρύου αέρα και του υψομέτρου, που επηρέαζε τις αναπνοές μας. Ο Βάουτερ δείχνει στη μέση του βουνού και λέει «εκεί πηγαίνουμε». Τελικά συμφωνήσαμε πως θα ήταν καλύτερα να το αφήσουμε, εξάλλου όλοι είχαμε θερμός με τσάι και καφέ, καθώς και φαγητά για κολατσιό. Σκαρφαλώσαμε στην πλαγιά καμιά δεκαριά μέτρα και βρήκαμε μια εσοχή 3-4 τετραγωνικά μέτρα, από ένα μενίρ που ξεκόλλησε προφανώς. Εκεί κάτσαμε, στους -25C ( -30C αν υπολογίζαμε τον άνεμο) και ανοίξαμε τις τσάντες μας με τα φαγητά. Πολυεθνική η παρέα μας, πολυεθνικό και το γεύμα μας. Μοιραστήκαμε διάφορα σνακ, σάντουιτς, μπισκότα κτλ. Επίσης δώσαμε νέα σημασία στην έννοια «κρύα πιάτα».
Η κατάβαση θα γινόταν μόνο με έναν τρόπο: πωπό στο χιόνι και λετ γκόου. Στο τέρμα, σηκώνεσαι όρθιος και αρχίζεις να αδείαζεις τσέπες, πατζάκια και τη μέση σου από χιόνι.Πολύ ωραία.
Είχαμε όλοι αρχίσει να νιώθουμε το κρύο στο κόκκαλο, οπότε η επιστροφή έγινε από το μονοπάτι που είναι παράλληλο στην όχθη της λίμνης. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, όπου έτυχε να φιλοξενεί φεστιβάλ γλυπτικής σε πάγο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο και ενθουσιάστηκα! Ήταν όλα τα γλυπτά τόσο περίτεχνα και λεπτεπίλεπτα. Δεν το περίμενα.
Αφού ανεφοδιαστήκαμε με φρέσκο καφέ μαζευτήκαμε στα αυτοκίνητα για την επιστροφή. Δε θυμάμαι και πολλά, παρά μόνο πως ήμουν απίστευτα στριμωγμένος, κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και η ποδαρίλα μέσα στην καμπίνα χτυπούσε κόκκινο. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά όμως, είναι η συζήτηση που είχα με τον εαυτό μου μέσα στο μυαλό μου και συνεχάρηκα τον εαυτό μου που επέζησε μιας τέτοιας περιπέτειας.-
http://maps.google.ca/maps?saddr=un...UzHmvGVjezw3PA&gl=ca&mra=prev&vpsrc=6&t=h&z=8
Attachments
-
154,9 KB Προβολές: 179
-
222,8 KB Προβολές: 136
-
148,5 KB Προβολές: 133
-
183,5 KB Προβολές: 127
-
81,6 KB Προβολές: 123
-
154,1 KB Προβολές: 136